Λίγες ημέρες πριν
το τέλος του χρόνου είμαι στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσω ένα ακόμη καλό
βιβλίο φανταστικής λογοτεχνίας, το οποίο μάλιστα έχει γραφτεί από ελληνίδα
συγγραφέα. Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας» της
Σουζάνας Χατζηνικολάου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η Σουζάνα στην
«Ίριδα» συγχωνεύει στοιχεία της επικής λογοτεχνίας του φανταστικού και του
παραμυθιού, ακολουθώντας την παράδοση λογοτεχνών όπως ο Κ.Σ. Λιούις, η Τζ.
Ρόουλινγκ και ο Φίλιπ Πούλμαν. Το μυθιστόρημα της είναι μακροσκελές αλλά
διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Έχει ωραίες περιγραφές και
«τεχνικά» άρτιους διαλόγους ενώ η υπόθεση εκτυλίσσεται με έναν ισορροπημένο
ρυθμό που κάνει τον αναγνώστη να εισέλθει στον κόσμο του βιβλίου με
χαρακτηριστική ευκολία.
Ο κόσμος της
Ίριδας, τον οποίο έχει εμπνευστεί και αποτυπώσει στο χαρτί η Σουζάνα, διαθέτει
πολλά μεσαιωνικά χαρακτηριστικά (αλλά και όχι μόνο). Σε αυτό τον κόσμο, λοιπόν,
η ονειροπόλα και θαρραλέα πριγκίπισσα Λίλλυ ξεκινά την αναζήτηση ενός παράξενου
– μα και συνάμα γοητευτικού – νεαρού, που εμφανίζεται απρόσμενα και χάνεται
άξαφνα απ’ την ζωή της. Στην διάρκεια αυτής της αναζήτησης καλείται να
ξεκλειδώσει σφραγισμένα μυστικά, να αντιμετωπίσει μάγους και στρατούς
μισθοφόρων, καθώς επίσης και να γνωρίσει τα όρια του εαυτού της.
Η πλοκή είναι
ενδιαφέρουσα και η εξέλιξή της φρονώ ότι ανταμείβει τον αναγνώστη του
φανταστικού. Από την άλλη, αν θα έπρεπε να αναφέρω κάποιες αδυναμίες του βιβλίου
θα έλεγα ότι υπάρχουν λίγες και άνευ μεγάλης σημασίας, οι οποίες σε καμιά
περίπτωση δεν είναι τέτοιες που να πλήττουν την γενικότερη εικόνα του έργου. Θα
ήθελα, όμως, να σταθώ σε ένα σημείο το οποίο για τον μέσο αναγνώστη ίσως να μην
είναι τόσο εμφανές αλλά που προσωπικά θεωρώ σημαίνον. Όπως έγραψα παραπάνω, η
«Ίριδα..» κινείται ανάμεσα στην επική φανταστική λογοτεχνία και το παραμύθι.
Ωστόσο, εκείνο που την φέρνει κοντά στο πεδίο του παραμυθιού δεν είναι κάποια
επιλογή της συγγραφέως να εστιάσει στο στοιχείο της παιδικότητας (όπως συμβαίνει
για παράδειγμα στα έργα του Λιούις και του Πούλμαν), ούτε η αφήγηση της υπόθεσης
υπό το πρίσμα του «θαυμαστού». Η Σουζάνα αφηγείται την ιστορία της όπως κάνει
και ο κάθε συγγραφέας της επικής λογοτεχνίας του φανταστικού, δίνοντας αληθοφανή
υπόσταση στο φαντασιακό στοιχείο εντός του λογοτεχνικού της κόσμου. Εκείνο που
την φέρνει κοντά στο παραμύθι είναι το ύφος της αφήγησης, το οποίο σε κάποια
σημεία γίνεται ανάλαφρο [για παράδειγμα, α) ορισμένοι διάλογοι μολονότι είναι
«δοσμένοι» όμορφα δεν αντιστοιχούν με την συναισθηματική ένταση και την αίσθηση
του ανοίκειου που θα απαιτούσε η κατάσταση η οποία περιγράφεται, β) επίσης,
στοιχεία που υπό κανονικές συνθήκες θα δυσκόλευαν τους πρωταγωνιστές του έργου
υπερβαίνονται σε κάποια σημεία της υπόθεσης δίχως απώλειες και τον απαιτούμενο
κόπο].
Έχοντας εργαστεί
παλαιότερα ως επιμελητής τολμώ να κάνω μια υπόθεση για το συγκεκριμένο θέμα.
Επειδή γνωρίζω τις νοοτροπίες και τις «πολιτικές» των Ελλάδι εκδοτών φαντάζομαι
πως αυτό που περιγράφω στην παραπάνω παράγραφο γίνεται σε μεγάλο βαθμό με ευθύνη
της επιμέλειας του βιβλίου και της εκδοτικής του διεύθυνσης.
Γνωρίζοντας πως
για πολλά χρόνια το ελληνικό εκδοτικό σύστημα, για λόγους που στο παρελθόν
έχουμε αναλύσει (Φανταστική Λογοτεχνία, τεύχος 5, άρθρο «Δοκίμιο για την Φανταστική Λογοτεχνία – Η ελληνική
περίπτωση»), αντιμετώπιζε την ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού με
επιφύλαξη και όντας σε θέση να αντιληφθώ πως η νοοτροπία των ανθρώπων που
συνθέτει αυτό το εκδοτικό σύστημα δεν έχει αλλάξει σε τίποτα ακόμη και σήμερα,
είναι εύλογο να συμπεράνω πως ο κύριος λόγος που τους έχει κάνει να αναθεωρήσουν
σε κάποιο βαθμό την παλαιότερη στάση τους είναι η τάση του αναγνωστικού κοινού
να υποστηρίζει τα έργα του φανταστικού περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν. Αυτό,
όμως, δεν σημαίνει ούτε ότι το εκδοτικό σύστημα και οι άνθρωποι που εργάζονται
γι’ αυτό γνωρίζουν το πεδίο της φανταστικής λογοτεχνίας ούτε και ότι εκτιμούν τα
έργα του περισσότερο απ’ ότι έκαναν στο παρελθόν. Έτσι, ορισμένες φορές
παρατηρείται το φαινόμενο να προσπαθούν από την μια να αρπαχτούν από την ροή της
τάσης που δημιουργεί το αναγνωστικό κοινό της εποχής μας και να αποκομίσουν
όφελος εκδίδοντας κάποια έργα του φανταστικού και από την άλλη να προσπαθούν να
διατηρήσουν τις αποστάσεις τους από τον σκληρό πυρήνα του «fantasy».
H παραπάνω εκτίμηση
είναι γενικότερη και δεν εστιάζει αποκλειστικά στο βιβλίο της Σουζάνας. Την
καταθέτω, ωστόσο, γιατί η «Ίριδα» μου άφησε την εντύπωση πως αποτελεί μια από
αυτές τις περιπτώσεις. Μου άφησε, δηλαδή, την εντύπωση ότι οι υπεύθυνοι για την
επιμέλεια ήθελαν «να χωρέσει» το βιβλίο στο πλαίσιο που (κάποιες φορές βλέπουμε
να) αποκαλείται συμβατικά «λογοτεχνία για νέους» ή «εφηβική λογοτεχνία».
Αντιλαμβάνομαι, βέβαια, ότι κάποιοι ίσως αντιπροτείνουν ότι οι ανάγκες της
αγοράς αναγκάζουν τους επιμελητές να εργάζονται με πιο γρήγορους ρυθμούς, δίχως
να εστιάζουν υπερβολικά σε κάθε μεμονωμένο κείμενο προκειμένου να το βοηθήσουν
να αναδείξει την πραγματική λογοτεχνική του ταυτότητα. Θα συμφωνήσω μαζί τους
μιας και γνωρίζω από πρώτο χέρι πως η ανεργία αποτελεί την ασφαλέστερη κατάληξη
της χρονοβόρας μεθοδολογία που θεωρώ σωστή. Θα συνεχίσω, όμως, να αρνούμαι την
πεπατημένη.
Κλείνοντας, δεν
έχω παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η «Ίριδα..» αποτελεί ένα πολύ καλό
βιβλίο που σίγουρα αξίζει την προσοχή μας. Η Σουζάνα Χατζηνικολάου κάνει με
δυναμικό τρόπο την πρώτη της εμφάνιση στα δρώμενα της λογοτεχνίας του
φανταστικού και φρονώ πως αν συνεχίσει στο δρόμο που άνοιξε θα καταφέρει να
καταστεί μια από τις καλύτερες συγγραφείς που θα διαβάζουμε στο μέλλον.
Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
Εικόνα 2: Gabriel Dante Rossetti, The wedding of Saint Georg and princess
Sabra, 1857.