The Shadow : ο θρύλος του εκδικητή του εγκλήματος

Όποτε τυχαίνει να σταθώ σε κάποιο περίπτερο κι η ματιά μου να πέσει στα εικονογραφημένα περιοδικά, κυρίως σε αυτά της Περιπέτειας και του Μπλέηκ, που προλάβαμε εμείς όταν ήμασταν μικροί, συλλαμβάνω ένα συναίσθημα γλυκιάς νοσταλγίας να με καταλαμβάνει. Φαίνεται πως εκείνο το μικρό παιδάκι, που ξεφύλλιζε με βουλιμία το χαρακτηριστικό pulp χαρτί, με την εναλλαγή του μαυρόασπρου και του κεραμιδί χρώματος, και διάβαζε γοητευμένο τις ιστορίες, υπάρχει ακόμη κάπου στο βάθος του εαυτού μου. Δεν το κρύβω άλλωστε πως μια πλευρά του εαυτού μου νοσταλγεί αυτήν την εποχή, όταν δεν γνώριζα πολλά πράγματα για τον πραγματικό κόσμο, αλλά μπορούσα να ονειροπολώ σε άλλους κόσμους, σε άλλες περιπέτειες και μαζί με άλλους ήρωες-συντρόφους, κι όλα αυτά να έχουν κάτι από την γεύση του στέρεου και του πραγματικού.

Μια μέρα, καθώς βάδιζα βιαστικός κάτω από τον συννεφιασμένο φθινοπωρινό ουρανό της Αθήνας, κουκουλωμένος μέσα στο παλτό μου, έπεσα πάνω σε ένα εξαιρετικό εύρημα σε σχέση με όλα αυτά. Φύσει βιβλιόφιλος και αναζητητής της γνώσης, δεν μπορώ να μην ρίξω μια ματιά, συχνά πιο προσεκτική, κάθε φορά που περνώ έξω από ένα βιβλιοπωλείο. Αυτό συνέβη και εκείνη την ημέρα, περνώντας έξω από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Αθήνας. Σε μια χαρτόκουτα μπροστά απ’ την βιτρίνα, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα κιτρινισμένο βιβλιαράκι με τον τίτλο “Man of Magic and Mystery”, κάποιου J. Randolph Cox, από τις εκδόσεις Scarecrow Press. Όταν το σήκωσα, είδα πως επρόκειτο για μια βιογραφία του Γουόλτερ Γκίμπσον, του ανθρώπου που είχε δημιουργήσει ένα ήρωα-θρύλο στα αμερικάνικα περιοδικά φαντασίας, τον Ίσκιο (The Shadow).

Η αρχή

Από όλους του ήρωες μυστηρίου που κυριαρχούσαν στα pulp περιοδικά της Αμερικής του μεσοπολέμου, κανένας δεν ήταν τόσο δημοφιλής και δεν είχε τόση επίδραση όσο ο Ίσκιος. Για εκατομμύρια θαυμαστές ήταν ο αστεφάνωτος ήρωας του μυστηρίου και η προσωποποίηση της περιπέτειας. Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, πρέπει να πούμε πως ο θρυλικός Ίσκιος ξεκίνησε την ιστορία του από τα ερτζιανά, μέσα από την σπηλαιώδη φωνή ενός εκφωνητή του ραδιοφώνου.

Ο εκδοτικός οίκος ‘’Street & Smith’’, που μεσουρανούσε ανάμεσα στους εκδότες pulp περιοδικών, γνωστός ως ‘’εργοστάσιο μυθιστορημάτων’’, επιχορηγούσε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα κάθε Πέμπτη βράδυ με σκοπό την διαφήμιση του περιοδικού ‘’Detective Story’’. Ο εκφωνητής αυτού του προγράμματος παρουσιαζόταν ως ένας μυστηριώδης άντρας με βαριά, μπάσα φωνή, που αποκαλούσε τον εαυτό του Ίσκιο (Shadow). Η επιτυχία αυτού του ευρήματος και της ραδιοφωνικής εκπομπής ήταν τέτοια που οδήγησε γρήγορα τους εκδότες στην δημιουργία ενός καινούριου περιοδικού με τον τίτλο ‘’The Shadow, A Detective Magazine’’, ξαναφέρνοντας στην αγορά την ιδέα ενός περιοδικού αφιερωμένου σε ένα ήρωα. Η δράση του μυστηριώδους εκδικητή του εγκλήματος μόλις ξεκινούσε...

Αρχικά το μόνο πρόβλημα ήταν ότι κανένας από τους τακτικούς συγγραφείς του περιοδικού δεν ήθελε να αναλάβει να ξαναδουλέψει έναν παλιομοδίτικο ιδιωτικό ντεντέκτιβ, ο οποίος θα περιφερόταν ως ένα είδος αλλόκοτου φαντάσματος με κάπα, όπως ήταν το project. Έτσι, η δουλειά ανατέθηκε σε έναν νεαρό δημοσιογράφο, τον Γουόλτερ Μπράουν Γκίμπσον, ο οποίος εργαζόταν επίσης ως ερασιτέχνης μάγος. Ο Γκίμπσον ανέλαβε να ετοιμάσει μια ιστορία 75.000 λέξεων με ήρωα τον Ίσκιο, χωρίς να του δοθεί καμιά άλλη καθοδήγηση, με τους εκδότες όμως να επιμένουν στην υιοθέτηση ενός ψευδωνύμου από την μεριά του. Σε λίγο καιρό κυκλοφόρησε η πρώτη ιστορία, ‘’Η Ζωντανή Σκιά’’, με το όνομα του συγγραφέα να είναι Μάξγουελ Γκράντ.


Κάτι... σαν Σκιά


Στην ‘’Ζωντανή Σκιά’’ δεν αποκαλύπτεται η πραγματική ταυτότητα του ήρωα, καθώς ο Γκίμπσον δεν είχε αποφασίσει ακόμη γι’ αυτήν. Ο Ίσκιος ήταν απλά μια μυστηριώδης μορφή που η φωνή της ακούγεται στο ραδιόφωνο, δίνοντας κωδικοποιημένες οδηγίες στους συνεργάτες της. Στην αρχή της ιστορίας, ένας μελαγχολικός νεαρός, ο Χάρι Βίνσεντ, ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια γέφυρα τυλιγμένη στην ομίχλη. Την τελευταία στιγμή, όμως, τον γλιτώνει ο φοβερός στην όψη Ίσκιος που του ζητάει ισόβια υπηρεσία. «Η ζωή σου δεν σου ανήκει πια. Θα την κάνω καλύτερη. Όμως, θα την βάλω και σε κινδύνους. Ίσως να την χάσω, έχω χάσει ζωές ξανά, όπως και τις έχω σώσει. Αυτή είναι η υπόσχεσή μου, ζωή με χαρά, με κίνδυνο, με ενδιαφέρον. Ζωή, πάνω απ’ όλα, με τιμή. Απαιτώ, όμως, υπακοή. Τυφλή υπακοή…»

Το πρώτο τεύχος ξεπουλήθηκε. Στο δεύτερο μυθιστόρημα, με τίτλο ‘’Τα μάτια του Ίσκιου’’, κάνει την εμφάνισή του ο εκατομμυριούχος Λάμοντ Κράνστον, ο οποίος, πριν από πολλά χρόνια στην Ανατολή, διδάχτηκε την υπνωτική δύναμη με την οποία μπορούσε να θολώνει το μυαλό των ανθρώπων. Αφήνεται να εννοηθεί ότι ο Κράνστον είναι η πραγματική ταυτότητα του μυστηριώδους Ίσκιου, αλλά στο επόμενο τεύχος, με τίτλο ‘’Ο Ίσκιος γελάει’’, φανερώνεται ότι ο Λάμοντ Κράνστον ήταν απλώς μια από τις μεταμφιέσεις του Ίσκιου, που στην πραγματικότητα είναι ο αεροπόρος-εξερευνητής Κεντ Άλαρντ, του οποίου η ταυτότητα ως Άρχοντα του Σκότους είναι γνωστή μόνο σε δύο ερυθρόδερμους Ζίνκα. Και ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αποτελούν ένα πραγματικό αίνιγμα. Σε ένα επόμενο μυθιστόρημα εμφανίζεται η ιδέα ότι το πρόσωπό του δεν έχει καθόλου χαρακτηριστικά, ενώ σε ένα άλλο, στην ‘’Σκιά του Ίσκιου’’, ο αρχιεγκληματίας Φίλιξ Ζούμπιαν κοιτάζει την αμεταμφίεστη όψη του Ίσκιου και τινάζεται πίσω τρομοκρατημένος.

Αυτές οι πρώτες ιστορίες ήταν περίπλοκα, επεισοδιακά αφηγήματα, που ξεχείλιζαν από ατμόσφαιρα και μυστήριο, γεμάτα περαστικά πρόσωπα. Αυτό που τους έλειπε, όμως, ήταν η φρενήρης δράση που τόσο αγαπούσαν οι θαυμαστές των pulp περιοδικών, γιατί ο Γκίμπσον ήταν ένας νεαρός δημοσιογράφος που αγνοούσε ακόμη τα στερεότυπα των περιοδικών αυτών. Η γραμμή του δινόταν από γνωστά μυθιστορήματα μυστηρίου περασμένων εποχών και από το όραμα της διεύθυνσης σύνταξης που έβλεπε τον Ίσκιο σαν ένα ζωντανό σύμβολο όλων των μυστηρίων και των αινιγμάτων.

Η δουλειά του Γκίμπσον, ωστόσο, έσφυζε από επινοητικότητα και καινοτομίες. Χάρη σε αυτόν ο Ίσκιος δεν έμενε ποτέ σταθερός ή στατικός στον χαρακτήρα και στις μεταμφιέσεις, και φυσικά ούτε στις περιπέτειές του. Όλα βρίσκονταν πάντοτε σε μια κατάσταση ρευστή και απρόβλεπτη. Στις πρώτες περιπέτειες πρωταγωνιστούν κυρίως οι πράκτορες του Ίσκιου, ενώ ο ίδιος παραμένει έξω από την κεντρική σκηνή, σαν νεφώδης μορφή γοτθικού μυστηρίου. Επίσης, οι πρώτες ιστορίες ήταν γραμμένες με τον διακριτικό και όχι βίαιο τρόπο των αστυνομικών μυθιστορημάτων και οι αντίπαλοι του Ίσκιου ήταν μικροκακοποιοί με φθηνά παρατσούκλια. Όμως, καθώς ο Γκίμπσον εξοικειωνόταν με τον ήρωά του, ο Ίσκιος συγκεκριμενοποιήθηκε και έγινε ένας σκοτεινός μάγος-στοιχειό που πολεμούσε τους τρομερούς κακοποιούς με ατελείωτα τεχνάσματα. Σταδιακά η ατμόσφαιρα φορτίστηκε με μπόλικη δράση. Ο Ίσκιος δίκαζε, καταδίκαζε και εκτελούσε με γουρλωμένα μάτια, όχι πια διακριτικά αλλά με δύο τεράστια 45άρια στα χέρια, και με το τρομερό του γέλιο. Ο νεότερος και αυστηρότερος Ίσκιος δεν πίστευε στην δικαιοσύνη, αλλά ήταν η δικαιοσύνη ο ίδιος, αμείλικτος και αναπόφευκτος.


Ο άνθρωπος πίσω από τον Ίσκιο


Περνώντας κάθε μέρα με το να σκέφτεται και να ονειρεύεται την ζωή του Ίσκιου, ο Γουόλτερ Γκίμπσον έμελε να καταγράψει τις δραστηριότητες του αρχι-εκδικητή του εγκλήματος για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Όντας είκοσι τέσσερα μυθιστορήματα μπροστά από εκείνο που κυκλοφορούσε, δημιουργούσε ένα νέο μυθιστόρημα κάθε τέσσερις με έξι μέρες, δουλεύοντας τις νύχτες με διορίες που έβαζε συχνά ο ίδιος στον εαυτό του.

Πίσω από την γραφομηχανή ο Γκίμπσον ήταν τόσο υπεράνθρωπος όσο και το δημιούργημά του. Λέγεται πως δούλευε σε μια σειρά γραφομηχανών, έτσι ώστε, όταν η μία άρχιζε να κουράζεται, να μπορεί να πηγαίνει σε μία δεύτερη και ύστερα σε μία τρίτη κ.ο.κ. Όπως είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του: «Ζώντας σκεπτόμενος, ακόμα και ονειρευόμενος την ιστορία σε μια συνεχή διαδικασία, οι ιδέες κατέβαιναν όλο και πιο γρήγορα. Μερικές φορές τα πλήκτρα της γραφομηχανής πετούσαν τόσο γρήγορα, που σκεφτόμουν αν τα δάχτυλά μου θα μπορούσαν να τα προλάβουν. Στο τέλος κάθε ιστορίας έπρεπε να κάνω μια διακοπή μερικών ημερών γιατί τα δάχτυλά μου πονούσαν πολύ για να συνεχίσω άλλο βιβλίο».

Ασυγκράτητος αφηγητής που έσφυζε από ενεργητικότητα, λοιπόν, ο Γουόλτερ Γκίμπσον είχε ταυτόχρονα όλα τα προσόντα για να υπηρετήσει ως βιογράφος του Ίσκιου. Από μικρός είχε ασχοληθεί με τα σταυρόλεξα και την ταχυδακτυλουργία και σκεφτόταν σοβαρά να ασχοληθεί με την μαγεία. Αργότερα, ως επαγγελματίας δημοσιογράφος, υπήρξε φίλος και έμπιστος πολλών μεγάλων ταχυδακτυλουργών, όπως ο Χουντίνι, για τους οποίους έγραψε βιβλία που έφεραν την υπογραφή τους ενώ επινόησε και πολλά από τα νούμερά τους.

Αυτός ο συνδυασμός του μάγου, με την διάθεση για παραπλάνηση και παραίσθηση, και του δημοσιογράφου, με τον σεβασμό στα γεγονότα και την ακρίβεια, υπήρξε η μεγάλη συνεισφορά του Γκίμπσον στην φόρμα των ιστοριών του Ίσκιου. Ο Γκίμπσον έλεγε πάντα ότι, άσχετα με το πόσο απίθανες μπορούσαν να γίνουν οι περιπέτειές του, οι περιγραφές ανθρώπων, τόπων και πραγμάτων ήταν ακριβείς μέχρι τις πιο ουσιώδεις τους λεπτομέρειες. Παρά το πολύ σκληρό πρόγραμμα εργασίας που τηρούσε, ο δημοσιογράφος μέσα του έβρισκε πάντα χρόνο να κάνει την έρευνά του για πιστόλια, πολύτιμους λίθους, αιρέσεις και κατασκόπους, ενώ ενημερωνόταν για ασυνήθιστες τοποθεσίες και παράξενους θρύλους που θα κέντριζαν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.


Η τελευταία περίοδος


Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, ανταγωνιστές υπερήρωες, όπως ο Άνθρωπος-Αράχνη της Popular Publications, άρχισαν να μειώνουν την κυκλοφορία του Ίσκιου. Οι εκδότες υποψιάστηκαν ότι το περίπλοκο ατμοσφαιρικό στυλ του Γκίμπσον ίσως χρειαζόταν ενίσχυση με τα χαρακτηριστικά κάποιου άλλου συγγραφέα. Η ιδέα δεν ήταν να αντικατασταθεί ο Γκίμπσον, αλλά να συμπεριληφθούν κι ορισμένες ιστορίες που θα ήταν πιο κοντά στο ύφος των pulp περιοδικών. Αυτός ο συνεργάτης βρέθηκε στο πρόσωπο του Θίοντορ Τίνσλεϊ, τακτικού συνεργάτη του περιοδικού ‘‘Black Mask’’.

Ο Τίνσλεϊ ήταν ένας ταλαντούχος τεχνίτης του είδους που πέτυχε να συνταιριάξει το στυλ του Γκίμπσον με το δικό του ύφος σκληροτράχηλης αγωνίας. Ωστόσο, η πιο σημαντική του συνεισφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί η προσθήκη σκηνών με γυναίκες, που γδύνονταν πρόθυμα ή τους έσκιζαν τα ρούχα. Αυτό έδωσε μια καινούρια ώθηση και στους ζωγράφους των εξωφύλλων, που ανανέωσαν τα θέματά τους, και η κυκλοφορία ανέβηκε πάλι.

Μέσα σε εφτά χρόνια, ο Τίνσλεϊ συνεισέφερε 27 μυθιστορήματα, περίπου τέσσερα κάθε χρόνο. Εκεί που ο Ίσκιος του Γουόλτερ Γκίμπσον ενδιαφερόταν για το μυστήριο και την μαγεία, ο Ίσκιος του Τίνσλεϊ είχε σχεδόν πάντα να κάνει με γρήγορα αυτοκίνητα και τρένα. Μία από τις καλύτερες ιστορίες του ήταν το ‘‘Μπέρδεμα του Πούλεξ’’, που ήταν μια γρήγορη σαν αστραπή ωδή στα ατμοκίνητα άρματα και τις γυαλιστερές σιδηροτροχιές. Εν τω μεταξύ, η φήμη του Ίσκιου απλώθηκε γρήγορα και στα άλλα μέσα. Ξεκίνησε η ομώνυμη ραδιοφωνική σειρά, που διήρκησε τελικά πέντε ολόκληρα χρόνια περισσότερο απ’ ότι το περιοδικό, ένα ημερήσιο κόμικ δημοσιευόταν επίσης σε πολλές εφημερίδες, καθώς και αμέτρητα άλλα προϊόντα, όπως το στυλό-φακός του Ίσκιου, οι μάσκες και οι κάπες του Ίσκιου, παιχνίδια και πολλά άλλα ακόμη.

Ο Ίσκιος πρωταγωνίστησε συνολικά σε επτά ταινίες, με πρώτο τον γνωστό ηθοποιό του βουβού κινηματογράφου Ροντ Λα Ροκ να φορά την κάπα και το μαύρο καπέλα του στην ταινία ‘’Ο Ίσκιος χτυπάει’’. Επέστρεψε στην ταινία ‘’Διεθνές Έγκλημα’’, σε μια πιο ρεαλιστική εκδοχή ως αστυνομικός συντάκτης ραδιοφώνου. Ο Κέιν Ριτσμοντ πρωταγωνίστησε σε τρεις ταινίες του Ίσκιου, παραγωγής της Monogram, με τίτλους ‘’Πίσω από την Μάσκα’’, ‘’Ο Ίσκιος επιστρέφει’’ και ‘’Η εξαφανισμένη γυναίκα’’. Ακολούθησε η παραγωγή της Republic ‘’Ο αόρατος εκδικητής’’, για να φτάσουμε στην πιο γνωστή μεταφορά της Paramount το 1994 με πρωταγωνιστή τον Άλεκ Μπόλντγουϊν. Παραδόξως, αυτή η τελευταία ταινία ήταν και η μόνη όπου διατηρούνταν η αρχική ιδέα ενός Κράνστον-Ίσκιου που γινόταν αόρατος «θολώντας το μυαλό των ανθρώπων».

Η δύση ενός θρύλου


Ο Γουόλτερ Γκίμπσον συνέχισε να γράφει δύο περιπέτειες του Ίσκιου κάθε μήνα μέχρι τον Μάρτιο του 1943, όταν η παρακμάζουσα δημοτικότητα σε συνδυασμό με την έλλειψη χαρτιού λόγω του πολέμου ανάγκασαν το περιοδικό να εκδίδει μόνο ένα τεύχος το μήνα. Το 1946 ο Γκίμπσον εγκατέλειψε την σειρά λόγω διένεξης για το συμβόλαιο και αμέσως ένας καινούριος ‘’Μάξγουελ Γκραντ’’ προσλήφθηκε. Όμως, στις καινούριες περιπέτειες το μυστήριο εγκαταλείφθηκε και ο Λάμοντ Κράνστον, χωρίς την ειδική του αμφίεση, μετατράπηκε σε έναν διάσημο ιδιωτικό ντετέκτιβ σε μια σειρά με σύγχρονη αστυνομική ατμόσφαιρα. Οι μέρες όπου οι τίτλοι ήταν του στυλ ‘’Ο μασκοφόρος αρχηγός’’, ‘’Το γκρίζο φάντασμα’’ ή ‘’Ο θάνατος που έρπει’’ είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Το καλοκαίρι του 1949, με το 325ο τεύχος, το περιοδικό του Ίσκιου έκλεισε οριστικά, με τον χρόνο να έχει καταφέρει ότι δεν μπόρεσαν τόσοι και τόσοι αρχιεγκληματίες.

Κατά την δεκαετία του ’60 το ενδιαφέρον για τον Ίσκιο επανήλθε. Τα παλιά μυθιστορήματα κυκλοφόρησαν από οίκους βιβλίων τσέπης, ενώ ο οίκος Belmont Books ανέλαβε την έκδοση μιας σειράς πρωτότυπων ιστοριών του Ίσκιου, με την πρώτη να την γράφει ο Γουόλτερ Γκίμπσον για χάρη των παλιών καλών ημερών. Το 1979 η Ακαδημία μαγικών τεχνών και επιστημών θα αποδώσει στον Γκίμπσον ειδικό πτυχίο για την προσφορά του, ενώ το βραβείο Λάμοντ, ειδικό για τα pulp περιοδικά, θα πάρει το όνομά του. Ο Γουόλτερ Γκίμπσον, αναγνωρισμένος και τιμημένος, θα πεθάνει το 1985 σε ηλικία 88 ετών.

Αυτή ήταν λοιπόν, εν συντομία, η ιστορία ενός θρυλικού υπερήρωα της μαγείας και των μυστηρίων. Το βιβλίο του Randolph Cox, αν και γραμμένο στα αγγλικά, το είχα διαβάσει γρήγορα και ευχάριστα και το είχα ξεχάσει σχεδόν τελείως, όταν μερικά χρόνια αργότερα έπεσα πάνω σε μια άλλη αναπάντεχη αναφορά. Ένα σπίτι στο Γκρήνουιτς Βίλαντζ αναφερόταν από τους κατοίκους της περιοχής ως στοιχειωμένο από μια μορφή που φορούσε μαύρη κάπα και πλατύγυρο καπέλο. Κανένας που να ταίριαζε στην περιγραφή δεν είχε ζήσει σε αυτό το σπίτι αλλά, όπως ανέφερε η πηγή, την δεκαετία του ’30 είχε ζήσει εκεί ένας συγγραφέας, ονόματι Γουόλτερ Γκίμπσον, που το γνωστότερο δημιούργημά του ήταν ένας χαρακτήρας κόμικ, ο Ίσκιος…


Δημήτρης Αργασταράς, μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Αριστούργημα..Ένα από τα καλύτερα άρθρα όλων των τευχών της "Φανταστικής Λογοτεχνίας", αντάξιο της αρθρογραφικής αξίας του Δημήτρη.

ΥΓ. Η αρχή - όπως για τον Ίσκιο, έτσι και για εμάς τους ρομαντικούς της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ αλλά και όλων των άλλων φίλων και συλλογικοτήτων που οραματίζονται μια συνολική πολιτισμική ανάπλαση της πατρίδας μας- είναι "μια ζωή, πάνω απ' όλα, με τιμή". Η πραγματοποίηση του οράματος απαιτεί όμως προσήλωση και υπακοή. "Τυφλή υπακοή" στις επιταγές της Αρετής...
Δευτέρα, 23 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Χάρης Παπαϊωάννου είπε...
Γεια σου ρε "Αλογισταρά" με τα διαμαντάκια που βρίσκεις..
Πέμπτη, 26 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ρε τί stand n fight και "απόλυτες υπακοές" τσαμπουνάτε; Ελευθερία ρεεε, Freedom!!! http://www.youtube.com/watch?v=diYAc7gB-0A

Αριστεροχαρούμενος Θολοκουλτουριάρης
Παρασκευή, 27 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Βρε καλώς τον Μάικλ...
Σάββατο, 28 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Ευχαριστώ για τα καλά λόγια, φίλοι :)
Δευτέρα, 30 Ιανουάριος, 2012

Κοινωνικός Μύθος και μεταπολιτευτική Ουτοπία

Όπως περιγράφει ο Νικηφόρος Διαμαντούρος(1) στο ενδιαφέρον βιβλίο του που φέρει τον τίτλο «Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης»(2) από την ίδρυση κιόλας του νέου ελληνικού κράτους υπήρξαν δυο έντονα αντιμαχόμενες πολιτισμικές παραδόσεις, τα βασικά χαρακτηριστικά των οποίων έχουν παραμείνει αξιοσημείωτα αναγνωρίσιμα κι έχουν διαμορφώσει την διαδρομή της σύγχρονης Ελλάδας μέχρι και σήμερα.

Από τη μια υπάρχει η παραδοσιακή ελληνική κουλτούρα, γνωρίσματα της οποίας αποτελούν η εσωστρέφεια, η επιφύλαξη προς τον καπιταλισμό και την οικονομία της αγοράς, η προσκόλληση σε προνεωτερικές πρακτικές, ο «λανθάνοντας αυταρχισμός (sic)» και η αμφισβήτηση προς κάθε τι ξένο. Μεταξύ των τάσεων που πηγάζουν από αυτή την κουλτούρα είναι μια διάχυτη αίσθηση εθνικισμού, μια μόνιμη προβολή της σημασίας της Ελλάδος στις διεθνείς υποθέσεις και μια προδιάθεση ταύτισης με σύνολα και ομάδες που έχουν υποστεί αδικίες από τις χώρες του Νεωτερικού «west way of life». Στα πλαίσια αυτής της κουλτούρας, το «χομπεσιανό» κράτος της Νεωτερικότητας και η ατομικιστική «κοινωνία των πολιτών», αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.

Από την άλλη υπάρχει η νεωτερική ελληνική κουλτούρα, που αντλεί τις πνευματικές τις ρίζες από τον Διαφωτισμό και την παράδοση του πολιτικού φιλελευθερισμού. Ο συγγραφέας την παρουσιάζει ως εξωστρεφή και κοσμική, που ταυτίζεται με μεταρρυθμίσεις και αναζητά τον εξορθολογισμό στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης, δημοκρατικής και καπιταλιστικής προοπτικής. Οι εκφραστές της κοσμοπολιτικής νεωτερικής κουλτούρας ευνόησαν την αφομοίωση της Ελλάδος στο διεθνές σύστημα.

Το βασικό στοιχείο που καθιστά αυτές τις δυο κουλτούρες ισχυρές είναι η διαπεραστική τους φύση. Δηλαδή, το γεγονός ότι έχουν την ικανότητα να διατρέχουν θεσμούς και κοινωνικές ομάδες χωρίς να ταυτίζονται υποχρεωτικά μαζί τους. Λόγω της φύσης τους αυτής, οι δυο κουλτούρες κατάφεραν να αναπαραχθούν στο εσωτερικό του συνόλου σχεδόν των ελληνικών κοινωνικών ρυθμίσεων, με την παραδοσιακή να υπερτερεί σε επιρροή.

Αφήνοντας στην άκρη τα συμπεράσματα του Διαμαντούρου, που ως νεωτεριστής δίνει έμφαση στην προοπτική επικράτησης της δεύτερης, αλλά χρησιμοποιώντας το επιτυχές αναλυτικό του σχήμα, μπορούμε να οδηγηθούμε σε χρήσιμες διαπιστώσεις. Πρώτα απ’ όλα, μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η παραδοσιακή κουλτούρα συνδέθηκε με τον Ρομαντισμό. Στην ουσία ο ελληνικός Ρομαντισμός αποτέλεσε την «υψηλή κουλτούρα», που αναπαρήγαγε μέσω της δικής του κοσμοθέασης τα σχήματα της παραδοσιακής κουλτούρας στις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική. Και αν η ρομαντική κυριαρχία έλαβε χώρα στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική ζωή του τόπου μας από την δεκαετία του 1850 ως τις αρχές εκείνης του 1880, η επικράτηση των παραδοσιακών και ρομαντικών σχημάτων στο πεδίο της διάχυτης κουλτούρας ήταν σχεδόν ολοκληρωτική μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Ο ελληνικός Ρομαντισμός, βασιζόμενος στην «πρώτη ύλη» της παραδοσιακής κουλτούρας, άφησε ως λογοτεχνική και εικαστική κληρονομιά κάποια έργα που εντάσσονται στο πλαίσιο του Φανταστικού. Ωστόσο, το σημαντικότερό του αποτύπωμα ήταν ο Μύθος του νέου ελληνισμού. Κατάφεραν, δηλαδή, οι εκφραστές του ελληνικού Ρομαντισμού να συγκροτήσουν έναν κοινωνικό Μύθο, παρουσιάζοντας μια συνολική οργάνωση εικόνων οι οποίες περιέκλεισαν μέσα τους ένα δυναμικό όραμα για την κίνηση της ζωής και ενέπνευσαν την συλλογική εθνική δράση.


O Mύθος αυτός εμπεριείχε το πολιτικό όραμα της εθνικής ενότητας στον χώρο και τον χρόνο, την αναπαραγωγή παραδοσιακών κοινωνικών τελετουργιών και τη νοοτροπία μιας μοναδικότητας (η οποία κατέληγε σε υπερήφανο εγωισμό ή σε καταθλιπτική απομόνωση, ανάλογα την ιστορική συγκυρία). Είναι αναμφίβολο ότι ο ρομαντικός ελληνικός Μύθος, εμπνευστές του οποίου υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος και άλλοι πνευματικοί άντρες του 19ου αιώνα, συνδέθηκε με συλλογικές ανατάσεις αλλά και με ιστορικά αδιέξοδα. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς άλλωστε, εφόσον οι κοινωνικοί Μύθοι δεν υφίστανται για να σταθεροποιούν, μα για να κινητοποιούν την βούληση, να παρέχουν όραμα για τον κόσμο, να δίνουν σκοπό σε ό,τι οι άνθρωποι είναι και δημιουργούν, όπως πολύ γλαφυρά περιέγραψε ο Ζωρζ Σορέλ στο γνωστό του έργο που φέρει τον τίτλο «Σκέψεις πάνω στη βία».

Ο ρομαντικός κοινωνικός Μύθος, ακόμη και όταν οι ρομαντικές επιρροές στις τέχνες και τα γράμματα της νεώτερης Ελλάδος έπαψαν να είναι έντονες, συνέχισε να αποτελεί την κινητήρια δύναμη του ελληνικού βίου. Το τέλος του σηματοδοτήθηκε με την έλευση της μεταπολίτευσης. Η νέα πνευματικότητα, που συνόδευσε την μεταπολιτευτική συνθήκη, εκπήγασε από την νεωτερική κουλτούρα και πρόκρινε ένα νέο όραμα για την ζωή. Το όραμα για την ζωή της μεταπολίτευσης αντικατέστησε τον ρομαντικό Μύθο. Επρόκειτο για ένα όραμα νεωτεριστικό, «ελευθεριακό», καταναλωτικό και κοσμοπολιτικό.

Ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, το όραμα ετούτο δεν είχε την αυθεντικότητα και τη δυναμική για να σχηματίσει έναν νέο κοινωνικό Μύθο. Ήταν αυτό που ο Σορέλ αποκαλούσε κοινωνική Ουτοπία. Ένα αφηρημένο σχήμα, απόμακρο απ’ τον ελληνικό ψυχισμό, βασισμένο σε συνθήματα και ρητορείες που παπαγάλισαν γελωτοποιοί της πολιτικής, τηλεοπτικοί καθοδηγητές και καλοπληρωμένοι «επαναστάτες». Το αποτέλεσμα ήταν έπειτα από μόλις τριανταπέντε χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων η καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργικότητα της χώρας σχεδόν εξατμίστηκαν, η Ουτοπία της μεταπολίτευσης να μην καταφέρει να αντιτάξει ένα ανάχωμα στην πανευρωπαϊκή οικονομική κρίση και να καταρρεύσει, μολονότι πανίσχυροι πολιτικοί και πολιτιστικοί φορείς προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την κρατήσουν ενεργή.


Σήμερα βιώνουμε τις συνέπειες αυτής της κατάρρευσης. Και οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν κυρίως αρνητικές αποχρώσεις. Γιατί η Ουτοπία της μεταπολίτευσης δεν κατέρρευσε επειδή ένα νέο σχήμα ή ένας καινούργιος κοινωνικός Μύθος δημιουργήθηκε για να την αντικαταστήσει. Η μεταπολιτευτική Ουτοπία κατέρρευσε από εξωτερική πίεση, αφήνοντας τον ελληνικό βίο άνευ συλλογικού οράματος, έρμαιο στις συγκρουσιακές ορμές των ασυγκράτητων από κάποιο ενοποιητικό σχήμα ομάδων και ατομικοτήτων.

H ιστορική συγκυρία του παρόντος βρίσκει την χώρα μας κοινωνικά αποδιοργανωμένη, οικονομικά ανάπηρη και πολιτικά νεκρή. Υπάρχει, βέβαια, και κάτι ικανό να γεννήσει αισιοδοξία. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το ίδιο το τέλος της μεταπολιτευτικής Ουτοπίας. Στην θέση της -κάποτε- επιβεβλημένης Ουτοπίας δεν βρίσκεται ακόμη κάτι. Ωστόσο, η έλλειψή της γέννησε έναν κοινωνικό βρασμό και μια πολεμική σχέση ανάμεσα σε διαφορετικές προοπτικές.

Εμείς, ως ρομαντικοί εκφραστές του Φανταστικού, δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε με ευχαρίστηση ομηρικού ήρωα αυτή την μάχη και να ελπίζουμε ότι στο τέλος θα καταφέρουμε να στρέψουμε την ελληνική κουλτούρα προς έναν νέο Ρομαντισμό από τον οποίο θα προκύψει ο καινούργιος κοινωνικός μας Μύθος.


Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

Σχόλια
1. Ένα από τα επιφανέστερα μέλη της ελλαδικής ακαδημαϊκής ελίτ (καθηγητής στο τμήμα πολιτικής επιστήμης και δημόσιας διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου σπούδασα κι εγώ), που πριν λίγο καιρό αποτέλεσε υποψήφιο μνηστήρα του πρωθυπουργικού θώκου.
2. Νικηφόρος Διαμαντούρος, «Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.

Εικόνες
1. «Ιστορία» Νικόλαος Γύζης.
2α. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
2β. Διονύσιος Σολωμός
3. Ζωρζ Σορέλ
4. Εξώφυλλο 9ου τεύχους της «Φανταστικής Λογοτεχνίας»


- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η Χάρης Παπαϊωάννου είπε...
Ζήτω ο Μύθος του ελληνικού ρομαντισμού!
Σάββατο, 07 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Έτσι! Πίσω στον Όμηρο και τους ηλιακούς ήρωες... δηλαδή εμπρός!!!
Hail!
GUARDIAN LORD
Τρίτη, 10 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Ένα καταπληκτικό κείμενο ανάλυσης από τον Σταμάτη, που δημοσιεύτηκε και στο Κέρας (editorial) του 9ου τεύχους της Φανταστικής Λογοτεχνίας.

Το τέλος της μεταπολιτευτικής Ουτοπίας (η ανάδειξη δλδ ότι διαθέτουμε ένα ανίκανο πολιτικό προσωπικό και μία, εν πολλοίς, ανεμάρτιστη και βολεμένη κοινωνική μάζα) όντως έχει βγει στο προσκήνιο, το ερώτημα τώρα είναι αν μπορούν να υπάρξουν σημάδια αλλαγής και ανέλιξης...

Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. δείχνει το δρόμο...
Τετάρτη, 11 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Αγανακτισμένος στο Πολιτικό είπε...
Το εκνευριστικό με τη μεταπολιτευτική νεωτερική κουλτούρα είναι οτι οι εκφραστές της, έχοντας στον πλευρό τους το επικοινωνιακό σύστημα, παρουσιάζουν τη θέση τους ως τη μόνη αυτονόητη, φυσική και λογική και οτιδήποτε διαφορετικό δέχεται την απαξίωση και τη χλεύη ολόκληρου του πολιτικού, οικονομικού και επικοινωνιακού μηχανισμού που ελέγχουν και τους ελέγχει.

Με αφετηρία τους δικούς τους μύθους, ΕΑΜ, ΕΔΑ, Λαμπράκης, Τιμημένο ΚΚΕ, Πολυτεχνείο, Τεμπονέρας, και προσφάτως "Αλέξης" (σκέτο) απολυτοποιούν την πραγματικότητα "αν δεν είσαι μαζί μου είσαι εναντίον μου", φορτίζουν ιδεολογικά, θετικά ή αρνητικά, όρους της Πολιτικής Επιστήμης που είναι ουδέτεροι από τη φύση τους όπως Σοσιαλισμός, Προοδευτισμός, Εθνικισμός, Συντηρητισμός αλλά και όρους της Κοινωνιολογίας πάλι ουδέτερους όπως Ρατσισμός και τους αποδίδουν ως ταμπέλες στους εαυτούς τους θετικά και σε αυτούς που δεν υιοθετούν άκριτα και δουλικά τις απόψεις τους αρνητικά. Χρησιμοποιούν μετά το επικοινωνιακό τους σύστημα για να δημιουργήσουν αντανακλαστικά στο ευρύ κοινό γύρω από τους όρους αυτούς, σε μια διαδικασία που θυμίζει το πείραμα με το σκύλο του Παυλόφ.

Το καλό είναι οτι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αντίδραση στις μεθοδεύσεις αυτές, όχι μόνο πνευματικών ανθρώπων αλλά και του απλού κόσμου, των Ελλήνων που βαρέθηκαν να βλέπουν στις 17 Νοέμβρη δακρύβρεχτες ιστορίες για τους "νεκρούς του Πολυτεχνείου" και στις 25 Μαρτίου ειδικό δίωρο επεισόδιο τούρκικου σήριαλ. Πλησιάζει η μέρα που οι περισσότεροι από τους κυρίους και κυρίες (και πολλοί "κύριοι" που είναι "κυρίες") από αυτούς που παρουσιάζονται στο βιντεάκι της ΦΛΕΦΑΛΟ δεν θα έχουν μέρος να κρυφτούν.

Hail FLEFALO
Πέμπτη, 12 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
STAND UP AND FIGHT.. http://www.youtube.com/watch?v=b-B4hP-t85M
Πέμπτη, 12 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Πολύ καλό το κείμενο του Σταμάτη και πολύ εύστοχα τα σχόλια του αγανακτισμένου. Χαιρετισμούς!
Κιμμέριος
Παρασκευή, 13 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Επέλαση...http://www.youtube.com/watch?v=Ux6WI9oS7L4&feature=related
Παρασκευή, 13 Ιανουάριος, 2012

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Φίλοι και συμπολεμιστές, η πορεία μας ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια, όταν και αφήσαμε το κάστρο της μοναχικής ενατένισης και αρχίσαμε το ταξίδι για την Μόρντορ, με σκόπό την καταστροφή του δακτυλιδιού...

Είθε να έχουμε την δύναμη προκειμένου να αντέξουμε ως το τέλος..Είθε στο τέλος να δούμε τους αετούς να πετούν πάνω απ' τα κεφάλια μας..Είθε να μην γίνουμε νέοι "Ζαρατούστρες"..
Κυριακή, 15 Ιανουάριος, 2012

Φώτης Κατσιμπούρης ''Ο Όρκος''

Στην συνθήκη της νεώτερης ελληνικής λογοτεχνίας ένα από τα βασικά ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν συγγραφείς οι οποίοι θέλουν να δημιουργήσουν έργα του Φανταστικού είναι η σύνδεση της θεματολογίας τους με την διάχυτη κουλτούρα του τόπου μας. Σε αντίθεση με τους δυνητικούς συγγραφείς φανταστικής λογοτεχνίας της δυτικής Ευρώπης, αλλά και των περισσότερων σλαβικών χωρών, που την πρώτη ύλη του Μύθου τους μπορούν να αναζητήσουν στις επιρροές είτε του αρχαίου παγανιστικού τους πολιτισμού είτε της μεσαιωνικής ιπποτικής τους παράδοσης εντός των χριστιανικών ιστορικών τους πλαισίων, οι νεώτεροι και οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού δεν μπορούν να ακολουθήσουν με την ίδια ευκολία μια παρόμοια διαδρομή. Κι αυτό γιατί η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει μια έντονη ιδιαιτερότητα.

Η ελληνική ιστορία λόγω του μεγάλου της βάθους χαρακτηρίστηκε, μεταξύ των άλλων, από την ανάδυση πολλών και διαφορετικών πολιτισμικών σχημάτων. Πρώτα και κύρια, η αρχαία ελληνική περίοδος τέμνεται σε τουλάχιστον δυο πολύ βασικά πλαίσια. Α) Το μυθικό των βασιλείων της εποχής του Ορφέα και του Ομήρου, εντός του οποίου το φαντασιακό στοιχείο ήταν ισχυρό και B) το κλασικό της περιόδου των πόλεων-κρατών, της έλευσης του Αλεξάνδρου και των (μετα)αλεξανδρινών βασιλείων, όπου η δύναμη του φαντασιακού εξισορροπήθηκε από εκείνη του Λόγου.

Η πλούσια ελληνική κλασική κληρονομιά στις τέχνες και τα γράμματα απορρόφησε με το πέρασμα των αιώνων την προσοχή των ανθρώπων του πνεύματος. Η παγκόσμια εμβέλειά της έστρεψε τα βλέμματα των Ελλήνων σε μεγάλο βαθμό επάνω της, αφήνοντας την αρχέγονη μυθική κουλτούρα, εντός της οποίας υπάρχει άφθονη πρώτη ύλη που μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για σύγχρονα έργα του Φανταστικού, κάπως «παραγκωνισμένη». Αντιθέτως, τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη, σε μια πρώτη φάση, γνώρισαν την κλασική κουλτούρα ως αποτύπωση ενός κατακτητικού πολιτισμού (μέσω της ρωμαϊκής εξάπλωσης) και δεν την έκαναν «δική τους». Έτσι, οι λογοτέχνες των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών (ακόμη και σήμερα) όταν ανατρέχουν στην «αρχαία τους εποχή» συνδέονται με την αρχέγονη μυθική τους κουλτούρα.

Αλλά και στην μεσαιωνική φάση του πολιτισμού της η Ελλάδα, μολονότι αποτέλεσε την πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, είχε την ατυχία να βιώσει μια ιστορική και πολιτισμική συντριβή (δηλαδή, την μακραίωνη υποδούλωση υπό τον τουρκικό ζυγό). Η εξέλιξη αυτή την οδήγησε στην απώλεια της αριστοκρατίας της, κι αυτή με τη σειρά της στην απώλεια της «υψηλής της κουλτούρας». Το αποτέλεσμα ήταν να απομείνει στην Ελλάδα η απομονωμένη δημοτική της κουλτούρα, η οποία –όπως πολύ χαρακτηριστικά έχουν δείξει οι έρευνες του Γκαίτε και άλλων στοχαστών- διατήρησε αρκετή από την στιλπνότητα και κάτι από τον λυρισμό της κλασικής κουλτούρας. Εμείς, όπως έχουμε γράψει και σε παλαιότερα άρθρα, είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε στοιχεία του πνεύματος της αρχέγονης εποχής (που στην μεσαιωνική ιπποτική κουλτούρα είχε αναβιώσει), σε λαϊκούς θρύλους και τραγούδια, τα οποία έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας. Η διαφορά με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη είναι ότι η τουρκική κατοχή δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί μια ελληνική πνευματική ελίτ, που θα μπορούσε να είχε επεξεργαστεί σε επίπεδο «υψηλής κουλτούρας» τα στοιχεία αυτά ώστε να μπορούμε οι σημερινοί Έλληνες να τα χρησιμοποιήσουμε με ευκολία, (ενώ και οι επιρροές του ελληνικού Ρομαντισμού –εντός των πλαισίων του οποίου έλαβε χώρα μια τέτοια προσπάθεια- έπαψαν μετά το 1880, όπως δείξαμε στο πέμπτο μέρος του «δοκιμίου για την φανταστική λογοτεχνία», που δημοσιεύθηκε στο 5ο τεύχος του περιοδικού «Φανταστική Λογοτεχνία»).

Εφόσον στα «μυθικά» πεδία του ελληνικού πολιτισμού οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού δεν έχουν εύκολη πρόσβαση, οι επιλογές που μένουν είναι δυο. Ή να εισέλθουν σε μυθικά πεδία άλλων εθνών ή να δοκιμάσουν να αναδείξουν τα δυσπρόσιτα δικά τους. Και οι δυο είναι θεμιτές, εφόσον το λογοτεχνικό αποτέλεσμα που προκύπτει είναι καλό. Ωστόσο, η δεύτερη είναι σαφώς πιο δύσκολη και απαιτεί μεγαλύτερο ρίσκο.

Ο Φώτης Κατσιμπούρης στο βιβλίο του που φέρει τον τίτλο «Ο Όρκος» έκανε την δεύτερη επιλογή. Πρόκειται για μια απόφαση που αξίζει ένα εύγε για το θάρρος της. Πόσο μάλλον όταν το αποτέλεσμα είναι αξιοσημείωτο.

Ο Φώτης με τον «Όρκο» κάνει ένα μεγάλο δώρο στην ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού. Της προσφέρει ένα πραγματικά αξιόλογο έργο. Παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα που ενώ θεματικά είναι σφυρηλατημένο στον εσώτερο πυρήνα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης δεν υστερεί καθόλου σε «ατμόσφαιρα fantasy» από τα αντίστοιχα δυτικά. Αν θελήσουμε να το κατατάξουμε σε κάποια από τις κατηγορίες της φανταστικής λογοτεχνίας, θα συμπεράνουμε ότι βρίσκεται ανάμεσα στο επικό και στο ιστορικό μυθιστόρημα.

Ο λόγος του Φώτη είναι επικός, ρομαντικός και διαθέτει μια ιδιάζουσα ατμοσφαιρικότητα, που τον βοηθά να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα του Φανταστικού, στο οποίο εκφράζει με αυθεντικό τρόπο την μεσαιωνική, ελληνική, λαϊκή κουλτούρα. Όπως είναι αναμενόμενο από τα όσα έχω αναφέρει μέχρι εδώ, ως συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά την βυζαντινή ιστορία, πράγμα που κάνει το θέμα του μυθιστορήματός του να ευδοκιμεί στο μεσαιωνικό περιβάλλον που το έχει «τοποθετήσει».

Η αφήγηση δεν βασίζεται στην καταιγιστική δράση. Ωστόσο, διαθέτει μια σταθερή πνοή, που κάνει την υπόθεση να μην βαλτώνει και να ρέει ομαλά ως το τέλος. Οι πολεμικές περιγραφές είναι πολύ καλές. Ισάξιες με εκείνες ξένων αναγνωρισμένων λογοτεχνών του Φανταστικού.

Μια απ τις κορυφαίες στιγμές του έργου αποτελεί το τρίτο κεφάλαιο, στο οποίο περιγράφεται η απόπειρα ενός ιππότη να κατέβει στο βασίλειο του Άδη. Με τρεις παραγράφους του εν λόγω κεφαλαίου, θα κλείσω το άρθρο ευχόμενος στον Φώτη Κατσιμπούρη να είναι καλοτάξιδο το ωραίο του βιβλίο.

«Στο βάθος, πέρα από τις νησίδες, τα μεγάλα πλατάνια, οι ιτιές και οι οξυές συνέχισαν να παίρνουν αλλόκοτα σχήματα, όσο περνούσε η ώρα και το φως λιγόστευε. Σε κάποια στιγμή του φάνηκε ότι πήραν το σχήμα τεράστιων ανδρών που ορθώνονταν αγριεμένοι για να παλέψουν, και την ίδια στιγμή του φάνηκε ότι άκουσε τις κραυγές τους, κάτι σαν μακρινές ιαχές, κάτι σαν σβησμένες βροντές…

Δεν έπεσε έξω σε αυτό που φοβόταν. Αν και είχε χαμηλώσει το βλέμμα, για να κοιτάζει μόνο την επιφάνεια της λίμνης και τη στράτα του φεγγαρόφωτου, ένας μεγάλος όγκος σαν βράχος πελώριος, ήρθε κι έπεσε μπροστά του, τινάζοντας κατά πάνω του ένα μεγάλο κύμα. Πρόλαβε να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου σ’ εκείνον τον όγκο, και κατάλαβε ότι είχε δει το κεφάλι ενός τιτάνα να πέφτει στη λίμνη κομμένο από το χέρι του πανάρχαιου θεού.

Τόλμησε να κοιτάξει ψηλά. Ο θεός, πάνοπλος, είχε την όψη μιας πύρινης γιγαντομορφής με σκοτεινιασμένα μάτια. Μέσα τους φώλιαζαν κατακόκκινες σπινθηροβόλες κόρες που άστραφταν τον θυμό του θεού, ενώ αυτός πατούσε αγέρωχα πάνω στα δέντρα της λίμνης και ψήλωνε ως τον ουρανό, κάθε φορά που έκαμε μια κίνηση θεϊκής μανίας για να εξοντώσει τους αντιπάλους του.»

Σταμάτης Μαμούτος, πρόεδρος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η Χάρης είπε...
Πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση(εξαιρετική η εισαγωγή που εξηγεί την λογοτεχνικ'η συνθήκη του Φανταστικού στην χώρα μας). Μπράβο στον Φώτη Κατσιμπούρη για την επιλογή του και για την δημιουργία του.
Παρασκευή, 23 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Γιώργος Doomsword είπε...
Χρόνια Πολλά στους ιππότες της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ και στους απανταχού ρομαντικούς λάτρεις του Φανταστικού !
Κυριακή, 25 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είπε...
Δεν έχω διαβάσει ακόμα τον Όρκο, αν και είναι στα μελλοντικά μου σχέδια. Πάντως φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η μεταφορά λαικών μύθων του ευρύτερου ελληνικού χώρου σε μορφή φάνταζι. Σύμφωνω με την άποψη του Σταμάτη πάνω στο θέμα.

Πριν από κάποια χρόνια το κανάλι της Βουλής είχε βάλει σε βραδινή ώρα κατά τη διάρκεια των γιορτών μια ταινία που αποτελούσε μεταφορά του μύθου του Νεκρού Αδελφού. Ήταν ελληνική παραγωγή, πολύ λιτή αλλά αρκούντως ατμοσφαιρική. Δυστυχώς ήμουν τότε αρκετά μικρός σε ηλικία για να συγκρατήσω τίτλο ή συντελεστές και το παρακολούθησα λόγω της έμφυτης έλξης μου από το Φανταστικό και λόγω του οτι έβλεπα να ζωντανεύει μπροστά μου κάτι που είχα κάνει στο σχολείο. Θα ήθελα να ρωτήσω αν κάποιος γνωρίζει κάτι για την παραγωγή αυτή και αν μπορώ να τη βρω κάπως. Ίσως, τώρα εν αναμονή της αναγνώσεως του Όρκου να κάνω και εγώ την έρευνα μου πάνω στην συγκεκριμένη ταινία. Έχει κανείς κάποια ιδέα πέρι τίνος πρόκειται;
Τρίτη, 27 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ελάχιστα κείμενα από αυτά που κάναμε στο σχολείο μου έχουν μείνει στο μυαλό και ένα από αυτά είναι το τραγούδι του νεκρού αδελφού. Εξαιρετική η ιδέα του Φώτη Κατσιμπούρη, για την εκτέλεση δεν μπορώ να τοποθετηθώ ακόμα διότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Μπράβο πάντως που ο συγγραφέας ασχολήθηκε με τις δικές μας παραδόσεις. Η ταινία που αναφέρει ο Γιάννης μάλλον είναι η "Ο όρκος του νεκρού αδελφού" και μπορεί να βρεθεί -σε κομμάτια- στο youtube. Καλές γιορτές και καλή χρονία να έχουμε!

Κιμμέριος
Πέμπτη, 29 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είπε...
Τέλεια, ευχαριστώ για την πληροφορία. Θα το δω από εκεί και θα ψάξω μήπως υπάρχει και κάποιο Link σε κάποιο μπλογκ για να το κατεβάσω κιόλας.

Καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος 2012.
Παρασκευή, 30 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Καλή Χρονιά εύχομαι στους ρομαντικούς και υπέρμαχους της Ιερής μας Φαντασίας!

GUARDIAN LORD
Σάββατο, 31 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Καλή χρονιά και πολλές νίκες στη Λέσχη και στους Φρουρούς της Αυθεντικής Ζωής, εύχομαι..

ΥΓ. "All time classic" παραμένει το μήνυμα παλαιότερης πρωτοχρονιάτικης ευχής του Γιάννη..
"Σαν τα λεφτά που έφαγε ο Εφραίμ στο Βατοπέδι, τόσα καλά σας εύχομαι ο χρόνος να σας φέρει"!!!
Σάββατο, 31 Δεκέμβριος, 2011

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Καλή Χρονιά και ευτυχές το νέο έτος !

Για το βιβλίο του κ. Κατσιμπούρη έχω ακούσει καλά λόγια, φαίνεται πως είναι επιτυχημένο και ως σύλληψη και ως εκτέλεση.
Hail !
Κυριακή, 01 Ιανουάριος, 2012