Σκέψεις...

 
του Σταμάτη Μαμούτου 
 
Η «Ψυχανάλυση», έγραφε ο Άρθουρ Μάχεν το 1936, απαρτίζεται από το ανακάτεμα ενός κόκκου λογικής με εκατό κόκκους καθαρής ανοησίας[1]. «Από τα απλούστερα και τα πιο φανερά όνειρα, ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει τα πιο άτοπα και άμετρα αποτελέσματα. Ένας μαύρος άγριος του λέει πως ονειρεύτηκε ότι κυνηγιόταν από λιοντάρια…και αμέσως ο ψυχαναλυτής ξέρει πως ο μαύρος υποφέρει από το σύμπλεγμα του Οιδίποδα. Αυτό είναι! Είναι τρελά ερωτευμένος με τη μάνα του και γι’ αυτό το λόγο φοβάται την εκδίκηση του πατέρα του… Ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει το τερατώδες και το ανώμαλο από ένα μηδαμινό πράγμα… Όλα είναι ανοησία να είστε βέβαιοι[2]». Με αυτή την ερμηνεία ο σπουδαίος Ουαλός μύστης της παραδοσιοκρατίας και του Φανταστικού καθιστούσε σαφές το πώς αντιλαμβανόταν την επιστημονική πρακτική που εγκαινίασε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ κατά την belle époque[3].
 
 
Η εν λόγω εποχή σηματοδότησε την ολική επικράτηση των θεωρητικών, των συμπεριφορικών και των καλλιτεχνικών τάσεων του Μοντερνισμού, με την ψυχανάλυση να αποτελεί την επιστημολογική αιχμή των πιο προχωρημένων από αυτές – εκείνων που διαπέρασαν τα ρεύματα της Πρωτοπορίας (avant garde). Επρόκειτο για μια ιστορική περίοδο εντός των πλαισίων της οποίας οι εναπομείναντες ρομαντικοί ένιωθαν να ασφυκτιούν. Όπως νιώθουμε και οι ρομαντικοί των καιρών μας όταν εγκλωβιζόμαστε σε χώρους που κυριαρχούν οι επίγονοι των παλαιών υποστηρικτών της Πρωτοπορίας, οι σημερινοί Μεταμοντέρνοι.
 
Αν παρακάμψουμε για λίγο το ευρύτερο πλαίσιο του Μοντερνισμού κι εστιάσουμε στην περίπτωση του Φρόυντ οφείλω να παραδεχτώ πως για αρκετό καιρό είχα περίπου την ίδια άποψη με τον Μάχεν γι’ εκείνον. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι στην ύστερη σταδιοδρομία του έγραψε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Ένα από αυτά μπορεί να απολαύσει κανείς στην συλλογή άρθρων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και φέρει τον τίτλο «Φωνές από την Βαϊμάρη».
 
Πρόκειται για μια εκδοτική προσπάθεια που (αν εξαιρέσουμε την άστοχη και ιδεοληπτικά φορτισμένη εισαγωγή του μεταφραστή) καταφέρνει να αποτυπώσει με τρόπο επιτυχή, μέσα σε λίγες σελίδες, ενδεικτικές στιγμές του πνευματικού γίγνεσθαι της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων που την ταλάνισαν. Διανοητές πανευρωπαϊκού βεληνεκούς, αναγνωρισμένοι επιστήμονες, αποστασιοποιημένοι δημοσιολόγοι με εποπτική θέα των πραγμάτων, καθώς επίσης και πολιτικοί πρωταγωνιστές προερχόμενοι από τον εθνικιστικό, τον φιλελεύθερο και τον μαρξιστικό χώρο αποτελούν τους αρθρογράφους που παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό η εν λόγω συλλογή.
 
Το βιβλίο ανοίγει με μια επιστολή μέσω της οποίας ο Αλβέρτος Αϊνστάιν καλεί τον Φρόυντ να λάβει μέρος σε ένα συνέδριο ακαδημαϊκών και επιστημόνων υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, σκοπός του οποίου είναι η εξάλειψη της πιθανότητας να ξαναγίνει πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία. Ακολουθεί η απάντηση του τελευταίου η οποία –ευγενέστατα αλλά κι εμμέσως πλην σαφώς– υπογραμμίζει στον Αϊνστάιν ότι καλό θα ήταν να συνεχίσει την ενασχόληση με τους λογικούς συσχετισμούς και την επιστήμη, και να αφήσει την ερμηνεία της ιστορίας σε όσους έχουν το πνευματικό υπόβαθρο να αντιληφθούν τι αληθινά θα πει πολιτική και ανθρώπινη φύση. Ο πόλεμος είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, σύμφωνα με τον Φρόυντ, και θα συνεχίσει να είναι, μάλλον, επ’ άπειρο.
 
 
Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα ώστε μόλις λίγες μέρες μετά τη νέα πνευματική μου γνωριμία με τον ύστερο Φρόυντ να βρεθώ για ένα ποτό σε μια παρέα κοινωνικών επιστημόνων. Μια παρέα στην οποία οι μεταμοντέρνες τάσεις, όπως ανέμενα, κυριαρχούσαν. Θυμάμαι, μάλιστα, μια συνάδελφο να δηλώνει με αδιάλλακτο ύφος ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ πολιτιστικών προδιαγραφών, ότι η καταγωγή και η εθνικότητα δεν τον προικίζουν με έμφυτα γνωρίσματα αλλά αντιθέτως ο χαρακτήρας του αρθρώνεται σε επίκτητα κοινωνικά στοιχεία. Και καθώς προχωρούσε η συζήτηση ανέφερε, μεταξύ των άλλων, ότι στήριζε την επιχειρηματολογία της στον Φρόυντ.  Όπως ο κάθε υποψιασμένος αναγνώστης θα έχει ήδη φανταστεί έμεινε άφωνη όταν κατά την αντιπαράθεσή μας της μίλησα για την επιστολή προς τον Αϊνστάιν. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί πως ο Φρόυντ, μπορεί να είχε παρόμοιες ιδεολογικές αρχές με εκείνη αλλά ταυτόχρονα, ήταν εξόχως σοβαρός ως επιστήμονας για να αποδεχτεί δημοσίως επιστημολογικές στρεβλώσεις προκειμένου να προωθήσει διεθνιστικές απόψεις.
 
Αποχαιρετώντας την παρέα των συναδέλφων και γυρνώντας στο σπίτι αργά τη νύχτα, άφησα το σώμα μου να διαβεί τους άδειους δρόμους της Αθήνας και την φαντασία μου να ταξιδεύσει στα παιδικά χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια στο πολιτιστικό δυναμικό της οποίας θα μπορούσε κανείς να βρει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Δεν θα μπορούσε όμως να ανιχνεύσει ούτε την ελάχιστη σχέση με το επικό στοιχείο στην λογοτεχνία και την σκληρή μουσική.
 
Χωρίς ποτέ οι γονείς και οι υπόλοιποι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος να με έχουν προτρέψει προς αυτή την κατεύθυνση νιώθω ακόμη το συγκλονιστικό συναίσθημα που μου προκαλούσαν οι επικές εικόνες των αναρτημένων στα περίπτερα εικονογραφήσεων του Ταρζάν, του Μπλεκ και των άλλων ηρώων, πριν ακόμη αποκτήσω την ικανότητα να διαβάζω. Θυμάμαι την μητέρα μου να με κρατά στα πόδια της και να αναγκάζεται να μου διαβάζει τα comics που την υποχρέωνα να αγοράζει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να με αντιμετωπίζει σε ατελείωτες μάχες με τα παιδικά παιχνίδια και υποχωρώντας στις πιέσεις μου να κατασκευάζει στο ξυλουργείο του θείου Κώστα ένα ξύλινο σπαθί κι ένα τόξο με τα οποία πολεμούσα σκιές και πλάσματα της φαντασίας σε μπαλκόνια και δωμάτια.
 
Οι μεταμοντέρνοι και οι υπόλοιποι νεωτεριστές είναι τόσο απομακρυσμένοι από την πηγή της ανθρώπινης ουσίας που σίγουρα δεν θα με πίστευαν αν τους έλεγα ότι μια εσώτατη προεμπειρική ανάμνηση μου μήνυε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πως οι επικοί κόσμοι της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι απλά λογοτεχνικά σχήματα αποτυπωμένα στο χαρτί με τα οποία διατηρώ μια εξωτερική αναγνωστική επαφή, αλλά οικεία περιβάλλοντα τα οποία με κάποιον –απροσδιόριστο από την λογική τρόπο– ξυπνούν στην ψυχή και το νου μου. Οι φιλελεύθεροι και οι υλιστές αποτελούν τόσο στρεβλές ανθρώπινες εκδοχές που δεν δύνανται να αντιληφθούν ότι η σχέση με κάποια πράγματα ξυπνά από τα βάθη της ψυχής μας και δεν προκύπτει αναγκαστικά από την επιρροή του εξωτερικού περιβάλλοντος.
 
 
Η ατυχία, όμως, της εποχής μας είναι ότι οι εναπομείναντες αληθινά άνθρωποι αναγκαζόμαστε να ζούμε σε ένα πλαίσιο διαμορφωμένο από τις απόψεις των ανθρωπιστών. Ωστόσο, οι τάσεις της συγκυρίας των ημερών αφήνουν φρονώ περιθώριο για λίγη ελπίδα. Για μια πίστη ότι ο αγκαθωτός φράχτης της Νεωτερικότητας μπορεί να κλαδευτεί. Για μια ημέρα κατά την οποία η Δύση θα ανήκει ξανά στους ευρωπαίους απαλλαγμένη από το καπιταλιστικό «west way of life». Για μια εποχή που ο Διαφωτισμός θα κείτεται πεταγμένος στον κάλαθο των ιστορικών αχρήστων.
 

[1] Άρθουρ Μάχεν, Τα παιδιά του νερόλακκου στο «Μέγας Θεός Παν», δελ. 224, μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 1993.
[2] Όπως παραπάνω.
[3] Συμβολική ονομασία της εποχής που στην δυτική Ευρώπη ξεκίνησε μετά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και τελείωσε με την έναρξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για την περίοδο που ιστορικά έχει χαρακτηριστεί ως εποχή της διασκέδασης, του αστικού μοντερνισμού, του υλισμού και της πίστης ότι η επιστήμη και η πρόοδος θα λύσουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα.