Βαμπίρ, η πραγματικότητα μέσα στο Μύθο


Ένας από τους σημαντικότερους προβληματισμούς του ανθρωπίνου γένους αφορά τη μετά το θάνατο ζωή. Πρόκειται για ένα ζήτημα πανάρχαιο, πρωταρχικό και παντοτινό. Το ζήτημα αυτό έχει να κάνει με τον πρωταρχικό φόβο του ανθρώπου, που είναι ο Θάνατος. Κι ο φόβος του προσωπικού θανάτου ή η θλίψη για την αποχώρηση από τη ζωή αγαπημένων προσώπων, είχε ως αποτέλεσμα την αρχέγονη αναζήτηση σε ένα αναπάντητο ερώτημα. Υπάρχει ζωή μετά το Θάνατο ;

Ή μήπως το ερώτημα δεν παρέμεινε τελικά αναπάντητο; Μύθοι, θρησκείες και παραδόσεις έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές μπορεί να μην συνδέθηκαν με εμπειρικά, επιστημονικά δεδομένα, παρήγαγαν όμως τις δικές τους αλήθειες.

Η περίπτωση των «Βαμπίρ» αποτελεί ένα μικρό τμήμα της όλης προβληματικής σχετικά με τη ζωή μετά το θάνατο. Τα συναντά κανείς σε μυθολογίες, παραδόσεις και θρησκείες, τα συναντά κανείς σε διαφορετικές εποχές και κυρίως τα συναντούμε σήμερα στη συνολική σφαίρα του «Φανταστικού Πολιτισμού». Λογοτεχνικά κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, εικαστικά έργα και άλλες τέτοιες πολιτιστικές εκφράσεις, βρίθουν από τα πλάσματα που ζουν μετά το θάνατο και κρύβονται στις σκιές, περιμένοντας να ρουφήξουν το αίμα κάποιου ανυποψίαστου θύματος.

Υπάρχουν ιστορίες που μιλούν για τα φαντάσματα ως κακά πνεύματα των νεκρών, για τις μούμιες που ζωντανεύουν, για τα πλάσματα των λιμνών και των μαγεμένων βουνών, για τα νεκροταφεία όπου οι νεκροί βγαίνουν από τα φέρετρά τους και άλλα. Ωστόσο, το πλέον χαρακτηριστικό πρότυπο των βρικολάκων (βαμπίρ, βουρδουλάκων, ουμπίρ ή όπως αλλιώς αποκαλούνται ανά τόπο και παράδοση) τους θέλει να είναι όντα ανθρώπινα στην εξωτερική τους εμφάνιση, μα και αδίστακτα, τρομερά και απόκοσμα. Για τη συγγραφέα και ερευνήτρια της μυθολογίας των βαμπίρ Karen Thompson, οι βρικόλακες αντιπροσωπεύουν ένα φάντασμα, που έχει επιβληθεί μέσω του φόβου εδώ και αρκετούς αιώνες.

Παρά τις χωρικές και χρονικές αποστάσεις που χωρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς οι ιστορίες που αφορούν τα βαμπίρ, είναι εκπληκτικά ομοιόμορφες. Πολλές από αυτές προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Στην ελληνική περίπτωση έχουμε αρκετές παραδόσεις και λογοτεχνικές αναφορές σε βρικόλακες. Μια από αυτές αποτελεί ο μύθος της Λάμιας.

Πρόκειται για μια όμορφη βασίλισσα της Λιβύης, που είχε την ατυχία να γίνει ερωμένη του Δία. Ένα παιδί γεννήθηκε από την ένωσή τους και η αιώνια σύντροφος του Δια, η Ήρα, από το θυμό της έκλεψε το παιδί της Λάμιας. Θρηνώντας η νεαρή αυτοεξορίστηκε και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Τα χρόνια πέρασαν και η Λάμια ασχήμυνε. Μέσα στον πόνο της και την τρέλα που ακολούθησε την οικειοθελή απομόνωσή της, άρχισε να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα. Η νύχτα πλάκωσε την ψυχή της και το κακό την κατέλαβε. Μέσα στην παραφροσύνη της σέρνονταν τις νύχτες έξω από την κρυψώνα της για να κλέψει και να φάει τα νεογέννητα μωρά. Με το πέρασμα του χρόνου οι προτιμήσεις της επεκτάθηκαν στην αποπλάνηση νεαρών ανδρών, που τους σκότωνε είτε κάνοντας τους έρωτα μέχρις ότου πέθαιναν είτε πίνοντας το αίμα τους.

Αλλά και στην Οδύσσεια του Ομήρου, αναφέρεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφθηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να προσφέρει αίμα για τροφή στα πνεύματα των νεκρών, προκειμένου να μπορέσουν να του μιλήσουν. Ωστόσο, πέρα από τις μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές στην Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη, υπήρχαν γιορτές, που είχαν κεντρικό θέμα την επιστροφή των νεκρών. Στη Ρώμη ήταν τα Lemuria και στην Ελλάδα τα Ανθεστήρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών τελούνταν θυσίες ζώων και ειδικές οικιακές τελετουργίες, για το καλωσόρισμα των νεκρών. Κάθε οικογένεια προετοίμαζε ιδιαίτερη υποδοχή για τους προγόνους της, παρασκευάζοντας τροφή και ποτό για να κατευναστεί η πείνα και η δίψα των φαντασμάτων για αίμα. Για να προστατευτούν από τα κακόβουλα πνεύματα τοποθετούσαν ή σχεδίαζαν φυλακτήρια στις πόρτες και τα παράθυρα. Οι Αθηναίοι έδεναν σχοινιά γύρω από τους ναούς τους, για να αποτρέψουν το μίασμα των ιερών από τους νεκρούς. Λέγεται ότι πριν αναχωρήσουν οι νεκροί για τον κάτω κόσμο, στο τέλος των εορτασμών προσπαθούσαν, να πάρουν μερικούς ζωντανούς μαζί τους. Συνεπώς, αν άκουγε κανείς το όνομά του μέσα στη νύχτα, δεν έπρεπε να απαντήσει. Στο τέλος της περιόδου των τριήμερων εορτασμών κάθε ρωμαϊκή ή ελληνική οικογένεια διοργάνωνε μια τελετή εξορκισμού, για να απελευθερώσει το σπίτι από τις ψυχές των νεκρών και να εξασφαλίσει ευλογία για το επόμενο έτος. Ο επικεφαλής της οικογένειας, που συνήθως ήταν ο γηραιότερος άντρας, αφού εξαγνιζόταν εκτελούσε την τελετή του εξορκισμού ρίχνοντας σπόρους πίσω του. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτού του είδους την τελετή συναντάμε μέχρι και σήμερα σε λαούς όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες, που πιστεύουν στα καλά και τα κακά πνεύματα χιλιετίες τώρα.

Τόσο στην Αρχαία Ελλάδα όσο και σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης ( και μάλιστα μέχρι τους τελευταίους αιώνες) προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο. Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω του τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως «κύκλωση» με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρει τον δρόμο του πίσω στο σπίτι. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα, για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική.

Ακόμα για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της Κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος. Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διανοιχτεί. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος. Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και τα μέλη τους ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς, που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους.

Σε πολλές αρχαίες δοξασίες το είδωλο του καθρέπτη (όπως και κάθε αντανάκλαση) θεωρείτο έμψυχο. Αν το πνεύμα του νεκρού βρισκόταν κάπου κοντά, θα μπορούσε ίσως να κλέψει την ψυχή που απεικονιζόταν στον καθρέπτη και κατόπιν ο ζωντανός θα έπρεπε να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Ο καθρέφτης υποτίθεται ότι απεικονίζει την αλήθεια και το καλό. Συνεπώς κανένα βαμπίρ ή πνεύμα δεν μπορεί, να απεικονιστεί στον καθρέφτη.

Στη νεότερη ελληνική παράδοση βρικόλακας ή στοιχειό γίνεται ο πεθαμένος με βίαιο θάνατο, μαχαιρωμένος ή γκρεμισμένος από βράχο, ή αυτός που πάνω του όταν ήταν νεκρός είχε περάσει γάτα, ποντικός ή πουλί. Επίσης, βρικόλακας γίνεται ο νεκρός στον οποίο ο ιερέας δεν διάβασε ολόκληρη τη νεκρώσιμη ακολουθία ή αυτός που ο ιερέας τον είχε καταραστεί, να μη λιώσει. Το ίδιο και ο αφορισμένος, ο αναθεματισμένος, ο τοκογλύφος, ο φονιάς, ο αμαρτωλός και γενικά όποιος μολύνθηκε από βρικόλακα, έφαγε φαγητό μολυσμένο από αίμα βρικόλακα, τον δάγκωσε βρικόλακας αλλά κι αυτός που αγάπησε πολύ κάποιον και δεν μπορεί ούτε και μετά το θάνατό του να τον αποχωριστεί. Στη μεσαιωνική Ευρώπη χωριά ολόκληρα εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους για να γλιτώσουν από τους βρικόλακες, (ωστόσο, ιστορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι κάποιες φορές «τα βαμπίρ» ήταν ληστές μασκαρεμένοι).

Ανάμεσα σε όλη αυτή την πληθώρα των στοιχείων υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από την Ελλάδα. Πρόκειται για τον θρύλο του «Θαλασσομάχου» από τη Σαντορίνη. Ο θρύλος θέλει τον Θαλασσομάχο, έναν γενναίο μαχητή της θάλασσας, ο οποίος παρόλο που είχε κάνει ευεργεσίες για τον τόπο, προδόθηκε, συνελήφθει και αποκεφαλίστηκε άδικα. Έτσι λοιπόν, σαν ακέφαλος κουρσάρος, έβγαινε μέσα από την θάλασσα, για να τρομάξει και συγχρόνως για να εκδικηθεί. Μόλις νύχτωνε για τα καλά, οι ντόπιοι κλειδαμπαρώνονταν μέσα στα σπίτια τους. Μάλιστα, όταν έβλεπαν και φωτάκια να κουνιούνται μέσα στο σκοτάδι ανεβαίνοντας τον Πύργο ή τον Αθηνιό (τοπωνύμια της περιοχής), τότε πλέον ήταν σίγουροι ότι ο Θαλασσομάχος είχε πάρει στο κυνήγι κάποιο δύστυχο που είχε ξεμείνει.

Ο πιο γνωστός θρύλος βρικόλακα που αφορά ιστορική προσωπικότητα είναι εκείνος του Κόμη Δράκουλα ή διαφορετικά του Βλαντ Τέπες (ή Τσέπες). H Tρανσυλβανία αποτελεί μια περιοχή της Ρουμανίας. Ο Βλαντ ο Τρίτος-Βλάντ ο Παλουκωτής-Δράκουλας-Drăculea στα Ρουμάνικα, ήταν πρίγκιπας της Βλαχίας και γεννήθηκε το 1431 στο φρούριο της πόλης Σιγκισοάρα στην Τρανσυλβανία. Ήταν ο δεύτερος γιος του Βλαντ ΙΙ Ντρακούλ, ο οποίος από το 1431αποτελούσε μέλος της «Τάξης του Δράκου (Order of the Dragon)», ενός χριστιανικού τάγματος που στόχο είχε να προστατεύσει την Ανατολική Ευρώπη από τους Οθωμανούς. Ο Βλαντ ο 3ος μυήθηκε στην «Τάξη..» στην ηλικία των 5 ετών. Επονομάστηκε Δράκουλας-Draculea, που σημαίνει γιος του δράκου. Οι ιστορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι αποτέλεσε έναν εξαιρετικό στρατιωτικό, σκληροτράχηλο ιππότη και βασιλιά, δίκαιο ηγέτη αλλά και απίστευτα σκληρό στις τιμωρίες του. Παροιμιώδεις ήταν κάποιες συμπεριφορές του, όπως για παράδειγμα η διαταγή του να παλουκωθούν 20.000 Τούρκοι στρατιώτες μαζί με τον επικεφαλής τους Χαμζά Πασά έξω από την πόλη Τιρκοβίστε. Ο Ιρλανδός λογοτέχνης Bram Stoker που στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτελούσε γνωστό εκφραστή του μεταρομαντικού λογοτεχνικού κόσμου της Βρετανίας, παίρνοντας ιστορικά στοιχεία από το βίο του πρίγκιπα και εμπνεόμενος από το μυστήριο που είχε απλωθεί εκείνη την εποχή γύρω από την περίπτωση του Τζακ του αντεροβγάλτη, κατόρθωσε ύστερα από αιώνες (και συγκεκριμένα το 1897) να ζωντανέψει τον Βλαντ Τσέπες ως βρικόλακα ενός εκ των κορυφαίων έργων της παγκόσμια λογοτεχνίας του φανταστικού. Η επιτυχία του βιβλίου το έφερε και στον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία με αυτό το θέμα ήταν το βουβό δράμα του Γερμανού σκηνοθέτη Φ. Β. Μουρνάου με τον τίτλο «Eine Symphonie des Grauens», του 1922. Ακολούθησε το θρυλικό «Ντράκουλα» με πρωταγωνιστή τον Ούγγρο Μπέλα Λουγκόζι, το 1931. Το 1958 τη σκυτάλη πήρε ο Κρίστοφερ Λι με την ταινία «Horror of Dracula». Ακολούθησαν άλλες επτά ταινίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το 1979 γυρίστηκε το «Nosferatu, Phantom der Nacht» με τον Κλάους Κίνσκυ, ενώ το 1992 το χολυγουντιανό «B. Stokers, Dracula» του σκηνοθέτη Φ. Π. Κόπολα. Η ζωή του ιστορικού Δράκουλα αποδόθηκε στη ρουμανική ταινία «Βλαντ Τσέπες» των Μιρτσέα Μοχόρ και Ντόρου Ναστάσε, το 1976.

Ωστόσο, στο θέμα των βαμπίρ εκτός από τη μυθολογία, τις λαϊκές παραδόσεις και τις τέχνες, λόγο αναπτύσσει και η επιστήμη. Συγκεκριμένα, Ιταλοί ερευνητές υποστηρίζουν πως ανακάλυψαν στη Βενετία τα λείψανα γυναίκας βρικόλακα. Μιας γυναίκας που είχε ταφεί με ένα τούβλο στο στόμα της, πιθανότατα για να μην επιτεθεί στα θύματα της πανώλης, που σάρωσε την πόλη τον 16ο αιώνα. Στην Ευρώπη, που μαστίζονταν τότε από αρρώστιες όπως η Πανώλη και που η αποσύνθεση των πτωμάτων δεν γινόταν κατανοητή σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Ματέο Μπορίνι από το πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, πιστεύονταν πως ευθύνονταν τα βαμπίρ για το αποτρόπαιο αποτέλεσμα. Ο ίδιος μας λέει πως οι άνθρωποι για να εξοντώσουν νεκρούς που θεωρούσαν βαμπίρ, έβαζαν στο στόμα τους κάτι που δεν τρωγόταν, όπως για παράδειγμα τούβλα. Βέβαια, η πιο διαδεδομένη επιστημονική εξήγηση του φαινομένου προκρίνει την άποψη ότι η νεκροφάνεια, που στο παρελθόν δεν μπορούσε να εξηγηθεί, αποτελεί τον κύριο λόγω της διάδοσης τέτοιων δοξασιών.

Τόσο στις παραδόσεις όσο και στη λογοτεχνία οι βρικόλακες παρουσιάζονται ως ανθρωπόμορφα πλάσματα που κατέχουν ιδιαίτερες δυνάμεις, όπως η μεταμόρφωση σε ζώο (νυχτερίδα, λύκο, φίδι) η σε καπνό. Έχουν συνήθως στην εξωτερική τους εμφάνιση ξεκάθαρα ή υπαινικτικά στοιχεία που προκαλούν τρόμο και αποκαλύπτουν τις κακές προθέσεις τους, όπως για παράδειγμα μακριά νύχια, άγρια ή ψυχρά μάτια και υπερμεγέθεις κυνόδοντες. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού τα βαμπίρ άρχισαν να παίρνουν μέσα στα πλαίσια της ρομαντικής λογοτεχνίας (1750-1850). Με πρωτεργάτη τον Οράτιο Ουόλπολ, που στις αρχές της δεκαετίας του 1760 γέννησε από την πέννα του το ρεύμα της «γοτθικής νουβέλας», οι ρομαντικοί λογοτέχνες έφεραν το στοιχείο του τρόμου στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού στερεώματος. Στην εξέλιξη της ρομαντικής λογοτεχνίας τρόμου, οι βρικόλακες έκαναν την εμφάνισή τους, μέχρι που τελικά καθιερώθηκαν ως βασικοί χαρακτήρες μέχρι και τις ημέρες μας. Η παραγωγή γερμανικών και βρετανικών ρομαντικών έργων στα οποία συναντάμε βρικόλακες να πρωταγωνιστούν υπήρξε έντονη, ωστόσο και οι υπόλοιπες χώρες, στα πλαίσια της ρομαντικής τους δημιουργικότητας, δεν έμειναν πίσω.

Στη Γαλλία ο Θεόφιλος Γκωτιέ έγραψε το 1836 τη «Νεκρή Ερωμένη», όπου η πρώην εταίρα και μετέπειτα κληρονόμος ενός παλατιού Κλάριμοντ, αποτελεί μια από τις πλέον γοητευτικές και ηθικές γυναίκες βρικόλακες, που ερωτεύεται έναν νεαρό ιερέα. Τον κατακτά, ζουν τον έρωτά τους και κρατιέται ακμαία από το αίμα του. Δεν πίνει, όμως, πολύ για να μην του προκαλέσει προβλήματα υγείας. Μέσα σε ένα γοτθικό κλίμα ερωτισμού, μυστηρίου και τρόμου, το ζευγάρι ζει υπέροχες στιγμές, μέχρι που ο αββάς Σεραπίωνας ραντίζει με αγιασμό τον τάφο της Κλάριμοντ, σκοτώνοντάς τη για πάντα.

Στη Ρωσία ο Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι δημοσίευσε το 1841 τη νουβέλα «Βαμπίρ» (ή «Ουμπίρ» στα σλαβικά), στην οποία εξιστορεί τη δράση μιας ομάδας βρικολάκων που ανήκουν στην αριστοκρατική τάξη της χώρας. Οι περιγραφές των πλουσιοπάροχων χορών, που διοργάνωναν οι αριστοκράτες της εποχής, ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι σε ιταλικές πόλεις με αναγεννησιακή αύρα και οι συνομιλίες με φοβισμένους χωρικούς, καθώς επίσης και οι αιματηρές συνήθειες των Ρώσων βρικολάκων, συγκροτούν μια πολύ καλή λογοτεχνική περιπέτεια, που δυστυχώς σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστή στη χώρα μας.

Μετά το πέρας της ρομαντικής περιόδου και την κυκλοφορία του Ντράκουλα από τον Μπραμ Στόουκερ, οι βρικόλακες εκτός από βασικοί χαρακτήρες της νεότερης και της σύγχρονης λογοτεχνίας του φανταστικού, έγιναν σημείο αναφοράς επιπλέον καλλιτεχνικών εκφράσεων (από μουσικά σχήματα μέχρι παιχνίδια ρόλων). Πολλά λογοτεχνικά έργα με βρικόλακες πρωταγωνιστές μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη. Κάποια εξ αυτών αποτελούν τα best seller της Αnne Rice «Συνέντευξη με ένα Βρυκόλακα (Interview with the Vampire)» του 1976, «Ο Βρικόλακας Λεστάτ (The Vampire Lestat) του 1985 και «Η Βασίλισσα των καταραμμένων (The Queen of the Damned) του 1988, βάσει των οποίων γυρίστηκαν δυο κινηματογραφικές ταινίες, που είχαν μεγάλη επιτυχία. Τελευταία μεγάλη επιτυχία του είδους αποτελεί το «Λυκόφως» της Stephenie Meyer.

Ας αφήσουμε, όμως, τώρα τη φαντασία μας να ταξιδεύσει στους μαγικούς τόπους του φανταστικού και ας νιώσουμε κάτι από το συναισθηματικό κόσμο του βρικόλακα Moraine, που ζει κάπου στη μεσαιωνική Γαλλία. Όπως τον φαντάζομαι τουλάχιστον εγώ…

Το δωμάτιο του είναι αρκετά σκοτεινό, το μοναδικό φως έρχεται από ένα κερί στο μέσο του δωματίου, ακουμπισμένο πάνω σε ένα κέδρινο, καλαίσθητο γραφείο. Οι τοίχοι ζωντανεύουν κάτω από το φως του μικρού κεριού, σκιές υπερμεγέθεις τρεμοπαίζουν, πάλλονται ανήσυχα και σχηματίζουν αλλόκοτα σχήματα στις επιφάνειες του δωματίου. Κάπου στο βάθος βρίσκεται η προσωπογραφία μιας όμορφης και θλιμμένης αρχοντικής γυναίκας σε ένα κάδρο. Σπάνια βιβλία λογοτεχνίας κοσμούν τις δυο αντικριστές βιβλιοθήκες. Όμορφα καλλιτεχνικά δημιουργήματα κρέμονται πάνω απ’ το σβηστό εδώ και χρόνια τζάκι.

Η εικόνα του χώρου είναι θολή και συμπληρώνεται από την αίσθηση μιας υγρής και παγερής ατμόσφαιρας. Το μόνο που ακούγεται είναι ο ανατριχιαστικός θόρυβος μιας πένας που πότε σταματάει, πότε ξεκινάει και πότε βουλιάζει στο μελανοδοχείο μαζί με τη σκέψη του αφέντη της. Ενός αφέντη που γράφει συλλογισμένος, αναπολώντας το παρελθόν και πενθώντας για το μέλλον του. Αν μπορούσε να κλάψει, θα ανακάτευε το φρέσκο μελάνι, πιτσιλίζοντας το χαρτί με κάποιο δάκρυ του, χαρίζοντας ζωγραφιές από λεπτές γραμμές στο ποίημά του που έχει τίτλο “Παντοτινός”.

Φοβάμαι τον θάνατο.. Θέλω να ζήσω αιώνια.
Να περιδιαβαίνω τον κόσμο αλώβητος
απ’ τις πληγές, π’ αφήνει πίσω του ο χρόνος.
Ακόμη κι αν οι ίσκιοι χάσουν την υπόστασή τους,
εγώ να παραμείνω ακλόνητος και ζωντανός.
Δημιουργώντας σταθερά την μοίρα μου,
αδέσμευτος από τα “θέλω” και τα “πρέπει”
αυτού του τρωτού και μίζερου κόσμου.

Στο τέλος, αν υπάρξει ποτέ, θα είμαι ο πιο δυστυχής.
Αφού όσα έχω αγαπήσει και λατρέψει,
θα έχουν εξαφανιστεί ακόμη κι από τη θύμησή μου.
Και τα χρόνια θα περνάνε, μα εγώ θα παραμένω.
Ανίκητος για πάντα μα και αιώνια νικημένος.
Μα και πάλι εγώ θέλω να ζήσω για πάντα..
Αιώνια, παντοτινά, μέχρι το χείλος του κόσμου.
Ώσπου να έρθει εκείνη η ποθητή και μισητή ώρα,
που αφού δεν κρατεί τίποτα πραγματικά.

να ελευθερωθώ ευτυχισμένος…

Δημήτρης Σιάβας, ε. μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η PALADIN είπε...
Εξαιρετικό άρθρο. Πάντως για τα σημερινά δεδομένα έχω 2 παρατηρήσεις.

α)Τα σύγχρονα κινηματογραφικά βαμπίρ είναι πια φτηνιάρικα... δεν αποπνέουν τον γοτθικό φόβο των παλαιών... (βλέπε Twilight)

β)τα σύγχρονα πραγματικά βαμπίρ ρουφούν ενέργεια και σχεδόν μονοπωλούν τη μαχητική μας δράση.

Παρασκευή, 16 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Υπέροχο άρθρο, υπέροχο να είσαι Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ!

Σάββατο, 17 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Χάρης Παπαϊωάννου είπε...
Όντως τα σημερινά vamρires δεν είναι όπως τα παλιά, αλλά οι vamp γκοθούδες είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρουσες!

Κυριακή, 18 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Πολύ καλός ο Δημήτρης Σιάβας !

Ένα ακόμη ωραίο άρθρο !

Τετάρτη, 21 Μάρτιος, 2012