του Flammentrupp
Σεπτέμβριος 1984. Η απαρχή της μετάβασης αποτυπώνεται συμβολικά με την είσοδό μου στο Γυμνάσιο. Η παιδική ηλικία μένει πίσω. Πλέον βρίσκομαι στον προθάλαμο της ενηλικίωσης. Αρχίζω να βιώνω διαφορετικά τις καταστάσεις. Τις νιώθω πρωτόγνωρες. Δεν είμαι ο ίδιος. Η ψυχολογία και η συμπεριφορά μου γίνονται αλλοπρόσαλλες, καθώς μπαίνω στην εφηβεία. Εξακολουθώ να παίζω subbuteo και να συμμετέχω σε αυτοσχέδια ράλι με αυτοκινητάκια στο πεζοδρόμιο της γειτονιάς αλλά ταυτόχρονα κάτι με κάνει να βλέπω τα θηλυκά με «άλλο μάτι». Διαβάζω «Μπλεκ», «Αγόρι» και «Περιπέτεια», όμως αρχίζω να ενδιαφέρομαι για τον Ιούλιο Βερν και τα βιβλία του πατέρα μου με τους περίεργους τίτλους, γραμμένα από παράξενους συγγραφείς, με εντυπωσιακά ονόματα όπως Έριχ Φον Νταίνικεν. «Φον; Πω ρε φίλε, τι θα γράφει ο τύπος;» διερωτώμαι. Αναφέρομαι στην εποχή που θα συμβούν πράγματα τα οποία θα θυμάσαι για πάντα ή θα σε σημαδέψουν επ’ αόριστο. Μια τέτοια συνάντηση με το πεπρωμένο έγινε τέσσερεις μήνες αργότερα. Ιανουάριος του 1985 και το σφυρί του Θωρ πέφτει στο μπερδεμένο εφηβικό μου κεφάλι υπό τους ήχους του Heavy Metal.
Η γνωριμία
Ο κολλητός μου έχει έναν αδελφό πέντε χρόνια μεγαλύτερο από εμάς. Ακούει μια μουσική περίεργη κι επιθετική. Δεν έχει σχέση με την μόδα της εποχής που απαντάει στα ονόματα Duran-Duran, Wham, A-ha, Madonna, κλπ. Στον φίλο μου αρχίζει να αρέσει η μουσική επιλογή του αδελφού του και μου προτείνει να έρθει σπίτι μου με κασέτες να ακούσουμε μαζί ορισμένες επιλογές του. Η επικρατούσα μουσική τάση της εποχής δεν ακούγεται ευχάριστη στ’ αυτιά μου κι έτσι, γεμάτος ενθουσιασμό για την νέα εξερεύνηση, το αποδέχομαι. Οι κασέτες έχουν επιλογές από διάφορα συγκροτήματα, όλα άγνωστα σε μένα, με αλλόκοτους τίτλους τραγουδιών. Έχουν όμως έναν κοινό παρονομαστή. Τον ίδιο τον ήχο. Τα αυτιά μου έχουν κολλήσει στο μοναδικό ηχείο του μικρού κασετοφώνου και ως πύλες ορθάνοιχτες ανοίγουν δρόμο στις άγνωστες μελωδίες για να ποτίσουν το Είναι μου και να με περάσουν σε έναν άλλο κόσμο. Η μουσική είναι το μεγαλύτερο δώρο στον Άνθρωπο (εφόσον υποθέσουμε ότι γεννιέται υγιής) και όταν κάποιος πετυχαίνει να συντονιστεί ολικά με τους ήχους της, τότε απλά... βιώνει.
Η συνέχεια
Εκείνες οι κασέτες έμειναν πολλές ημέρες στο σπίτι μου. Έπρεπε να τους αφιερώσω πολλή προσοχή. Επιπλέον, οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με την αντίστοιχη τεχνολογία κι έτσι δεν είχα την δυνατότητα να ηχογραφήσω από κασέτα σε κασέτα. Δεν διέθετα καν ένα καλό πικάπ. Είχα ένα παμπάλαιο έπιπλο γύρω στο 1 ½ μέτρο μήκος με ενσωματωμένο πικάπ και ραδιόφωνο, κατασκευασμένο κάπου στην δεκαετία του 1960. Κάθε μέρα έκανα ερωτήσεις στον κολλητό σχετικά με την μουσική. Πολλές φορές τις έγραφα σε χαρτί για να τις δώσει στον αδελφό του να τις απαντήσει. «Από πού είναι αυτοί;», «πόσους δίσκους έχουν βγάλει;», «πως λέγεται ο τραγουδιστής;», «ποιους δίσκους έχεις από αυτούς;», «πότε να έρθω να τους πάρω;», κ.ο.κ. Δειλά-δειλά ξεκίνησα να ζωγραφίζω τα βιβλία, τα τετράδια και το θρανίο με τα logos των συγκροτημάτων. Η τσάντα, απομεινάρι από τις ημέρες του Δημοτικού, δεν είχε χώρο για πολλά-πολλά, αλλά όπου έβρισκα ελεύθερο χώρος απλά … έπαψε να υπάρχει [1].
Οι μήνες περνούν και οι «σφαλιάρες» που τρώω, απανωτές. Ένας συμμαθητής απ’ το φροντιστήριο αγγλικών μου δίνει μια κασέτα που η πρώτη πλευρά της περιέχει όλο τον δίσκο «Hail to England» των Manowar. Όταν ακούω το τραγούδι «Blood of my Enemies», αφενός νιώθω να εγκαταλείπω το κορμί μου και να ταξιδεύω σε άλλα σύμπαντα, αφετέρου…αφηνιάζω! Δεν ξέρω πόσες φορές το ακούβ αυτό το απόγευμα. Είμαι μόνος στο σπίτι και μπορώ άνετα να ουρλιάξω και να χτυπηθώ. Για αρχή το ακούω τόσες φορές ώστε να μπορέσω να προφέρω υποτυπωδώς τους στίχους του ρεφρέν και όχι απλώς να κραυγάζω σαν άνθρωπος των σπηλαίων. Τελικά, ετούτο το ανοιξιάτικο απόγευμα, οι φίλοι παίζουν μπάλα χωρίς εμένα. Δεν ξεκολλώ με τίποτα.
Λίγο καιρό αργότερα και ακούω με ευχαρίστηση πως ένας εικοσάχρονος που εργαζόταν στο ίδιο εργοστάσιο με την μητέρα μου, προσφέρεται να γράψει μια κασέτα για μένα, όταν μαθαίνει από αυτήν ότι ο γιος της «ακούει κάτι μαλλιάδες να κοπανάνε κατσαρόλες κι έχει γεμίσει και τους τοίχους με δαύτους». Μέσα στην κασέτα υπάρχει και το τραγούδι «Creeping Death» των Metallica. «Ω, θεοί! Δεν μπορεί να είναι αληθινό αυτό που ακούω !!!». Ο καιρός περνά και πέφτει στα χέρια μου ένα βινύλιο-συλλογή που περιέχει το τραγούδι «Killed by Death» των Motorhead. Μετά τη νιοστή φορά ακρόασης το σπίτι χρειάζεται σίγουρα επισκευή.
Τα πρώτα βινύλια
Αφού περνά ένα δίμηνο μύησης φτάνει ο Μάρτιος και μαζί τα γενέθλιά μου. Γίνομαι δώδεκα ετών. Με το χαρτζιλίκι των γενεθλίων θα αγοράσω τα πρώτα μου βινύλια. Ο Steve Harris και η παρέα του με έχουν ήδη κερδίσει και τα «The Number of the Beast» και «Piece of Mind» αποτελούν τα πρώτα λατρευτικά αντικείμενα της νέας μου θρησκείας. Ολόκληρο το χαρτζιλίκι φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού για τον ιερό σκοπό. Ακόμα και τα «εξτραδάκια», 50 δραχμές για μια τυρόπιτα στο σχολείο, πηγαίνουν εκεί. Τι σημασία έχει ένα κολατσιό όταν έχω λουστεί στο «αίμα των εχθρών μου» και δεν το έχω αποκτήσει ακόμα για να λούζομαι κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή;
Το περιοδικό
Ιούνιος 1985. Καλοκαιρινές διακοπές στον Κάλαμο και βρίσκομαι στο πρατήριο τύπου της περιοχής. Εκεί, προς μεγάλη μου έκπληξη βλέπω ένα περιοδικό να τιτλοφορείται «Heavy Metal». Δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Φυσικά, ξέχασα τον αρχικό λόγο για τον οποίο είχα πάει στο πρατήριο και το άρπαξα. Έκτοτε, ξεκινά μια θρησκευτική σχέση ευλάβειας η οποία συνεχίζεται ως τον Δεκέμβριο του 1998. Κάθε μήνα η προσμονή ολοένα και μεγαλώνει. Ο χρόνος σταματά μέχρι να τελειώσω την ανάγνωση και της τελευταίας λέξης. Οι καιροί είναι δύσκολοι ως προς την ενημέρωση. Το heavy metal ως μουσική επιλογή είναι αποκλεισμένο από τα ΜΜΕ και όλες οι πληροφορίες πρέπει να αλιευθούν από την «Βίβλο».
Αργότερα, έρχεται και η συνεργασία με το διεθνές Metal Hammer και τα πράγματα βελτιώνονται. Τρεις είναι οι στήλες που μου αλλάζουν την βαρυμεταλλική –και όχι μόνο– οπτική. Η «Πολεμική Σημαία του Ήλιου» από τον Χάρη τον «Sun Knight» αποτελεί την πρώτη εξ αυτών. Epic metal, φανταστική λογοτεχνία και –το καλύτερο απ’ όλα– κάποιες «περίεργες» φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις, κόντρα στο ρεύμα των καιρών. Αληθινό «heavy metal για λίγους»!
Η δεύτερη στήλη είναι τα «Forgotten Jewels» του Δημήτρη Στεργίου και της Πόπης Στέφα. Διαμάντια κυρίως από το χώρο του NWOBHM αλλά και από τις ΗΠΑ (είτε από το χώρο του Southern Rock είτε από κλασικό heavy metal) καθώς επίσης και από την υπόλοιπη Ευρώπη. Τέλος, η στήλη «Monuments» του Χρήστου Κισατζεκιάν. Hard Rock της δεκαετίας του ’70 για πραγματικούς μερακλήδες. Μια στήλη που αξίζει ιδιαίτερης μνείας είναι εκείνη της αλληλογραφίας. Σε μια εποχή που οι λέξεις internet, chat, forum κλπ είναι άγνωστες η στήλη αυτή δίνει τον παλμό για ανταλλαγή απόψεων αλλά και διαμάχης. Thrash εναντίον epic, διαφωνίες επί απόψεων των συντακτών, κριτική για την ύλη του περιοδικού και πολλά άλλα. Γλυκιά νοσταλγία…
Επιπλέον ΜΜΕ
Το κορμί μου διαπερνάται από ρίγη την ημέρα που η εκπομπή «Μουσικόραμα» στο πρώτο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης έχει αφιέρωμα στο heavy metal. Το γνώριζα εκ των προτέρων, αφού το είχα διαβάσει σε περιοδικό με το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Διαθέτοντας συσκευή βίντεο, το must της εποχής, προμηθεύομαι μια βιντεοκασέτα για να γράψω την εκπομπή και να την απολαμβάνω καθημερινά. Μόνο οι λέξεις «σοκ και δέος» δύνανται να περιγράψουν το συναίσθημα. Judas Priest (Locked In), Van Halen (Dreams) και μερικά ακόμη video clips κάνουν την εφηβική καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά που νομίζω πως θα ξεριζωθεί. Στο ραδιόφωνο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Για αρκετά χρόνια, έψαχνα τα βράδια «πειρατικούς» σταθμούς που έπαιζαν την αγαπημένη μουσική. Αλλά και στην εποχή της ελεύθερης ραδιοφωνίας, μια απ’ τα ίδια. Ακόμα και σταθμοί με την λέξη rock στην ονομασία τους δεν έχουν στο ρεπερτόριό τους αυτό που όλοι θέλουμε. Για κάποιους rock ήταν (και είναι) μόνο το alternative. Σποραδικά, πετυχαίνω κάποιους ραδιοφωνικούς παραγωγούς (π.χ. Αλέξανδρος Ριχάρδος), που κάνουν μια εβδομαδιαία εκπομπή σε κάποιον σταθμό. Αργότερα, θα προκύψει μια προσπάθεια με το σταθμό Sky Rock η οποία δεν θα ευοδωθεί.
Το πρώτο μπλουζάκι
Καλοκαίρι 1986 κι έχω πάει διακοπές με τους δικούς μου στο Πευκί της Εύβοιας. Σε απογευματινή βόλτα μπαίνουμε σε ένα κατάστημα με εποχιακά είδη. Έχει και μπλουζάκια στα οποία μια αόρατη δύναμη με σπρώχνει να πάω. Στο σταντ κρέμονται πολλά έγχρωμα t-shirts κι ένα μαύρο. Το βγάζω απ’ τη θέση του και το κοιτώ. Έχει το εξώφυλλο του «Killers» των Iron Maiden. Το διπλώνω και το πάω στο ταμείο λέγοντας στους δικούς μου «θα πάρω αυτό». Δεν έδωσαν σημασία. Αν έδιναν, μάλλον ο Eddie με το τσεκούρι δεν θα γινόταν δικός μου. Είμαι σίγουρος πως η λατρεμένη μούμια μου έκλεισε το μάτι όταν έμπαινε στη σακούλα.
Η πρώτη συναυλία
Είναι 1988 και σκάει σαν κεραυνός η είδηση πως θα παίξουν οι Motorhead για τρεις βραδιές στο κλειστό γυμναστήριο του Σπόρτινγκ. Οι συναυλίες στην Ελλάδα προς το παρόν είναι πιο σπάνιες κι από πεντοχίλιαρο πεταγμένο στο φεγγάρι. Πριν από αυτούς έχουν παίξει οι Saxon, το 1986, στο γήπεδο του Απόλλωνα, στην Ριζούπολη, αλλά ήμουν πολύ πιτσιρικάς για να πάω. Άραγε, τώρα θα με αφήσει ο πατέρας μου ή θα την χάσω κι αυτή; Αγωνία. Το «εντάξει, μπορείς να πας» τελικά έρχεται και με την αδρεναλίνη στα ύψη τρέχω να πάρω το εισιτήριο. Το βράδυ πριν την συναυλία δεν νομίζω πως κοιμάμαι καθόλου. Φτάνει η μεγάλη στιγμή. Μαζί με τον κολλητό παίρνουμε το τρένο για το γήπεδο. Γύρω μας υπάρχουν κι άλλοι, συνήθως μεγαλύτεροι, ντυμένοι με την «μεταλλική πανοπλία» της εποχής. Νιώθω ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Το συναίσθημα του «ανήκειν» σε μια ομάδα και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό. Θα μπορούσα να πιάσω κουβέντα με τον κάθε άγνωστο «αδελφό του σφυριού», να αγκαλιαστώ και να χτυπηθώ υπό τους εκστατικούς ήχους της ίδιας μουσικής, να μιλήσω με κοινούς κώδικες επικοινωνίας.
Το πώς αισθάνομαι κατά την διάρκεια της συναυλίας μάλλον δεν μπορώ να το περιγράψω. Απλά θα πω ότι ουρλιάζω «ο Τέιλορ, ο Τέιλορ !!!!» όταν ο Phil «Animal» Taylor βγαίνει πρώτος στην σκηνή, λες και βλέπω κάτι εξώκοσμο. Μα δεν είναι κάτι εξώκοσμο; Πρώτη συναυλία για έναν δεκαπεντάχρονο με τους θεούς που έγραψαν το «Killed by death» – αν δεν είναι αυτό υπερβατικό, τότε τι είναι;
1992
Μια χρονιά ιδιαίτερη για μένα, αφού, θα παραμείνω στις ΗΠΑ ως το τέλος της. Εκεί, λαμβάνει χώρα και η πρώτη μου αγορά cd. Μου κάνει εντύπωση ο ήχος και κυρίως το γεγονός πως σχεδόν όλα έχουν ένθετο με στίχους (πράγμα όχι απαραίτητο στο βινύλιο), αλλά η απόλαυση της εξερεύνησης του εξώφυλλου έχει χαθεί. Πώς να θαυμάσεις το «Powerslave» σε ένα χαρτί 12x12 εκατοστών; Πώς να χαθείς σε λεπτομέρειες της εικαστικής υποστήριξης ενός δίσκου όταν δεν έχεις ένα gatefold εξώφυλλο; Το μεγάλο μου πλεονέκτημα είναι οι συναυλίες. Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί ιδιαίτερα. Μια-δυο συναυλίες τον χρόνο με ονόματα αγαπημένα αλλά όχι μεγάλα (με εξαίρεση τους Iron Maiden το 1989 στην Νέα Φιλαδέλφεια) αφήνουν ακόρεστο το πάθος του ελληνικού «μεταλλικού κοινού».
Αντίθετα στις Η.Π.Α θα μου δοθεί η ευκαιρία να δω τους Iron Maiden στην περιοδεία του «Fear of the Dark» με support band τους Testament, την καλοκαιρινή περιοδεία των Metallica/Guns‘n’Roses, τους Def Leppard στους οποίους απόλαυσα τον τελειότερο ήχο σε συναυλία κλειστού χώρου, τον Ozzy Osbourne στις υποτιθέμενες τελευταίες του συναυλίες με support τους Black Sabbath (αλλά με τραγουδιστή τον Rob Halford, καθώς ο θεός R.J. Dio αρνείται να βγει στη σκηνή πριν τον Ozzy). Νιώθω ευλογημένος και περιμένω την στιγμή της επιστροφής στην πατρίδα για να διηγηθώ στους «αδελφούς του ατσαλιού» τις εμπειρίες μου.
Η συνέχεια ΙΙ
Μέρες, μήνες, χρόνια περνούν και το heavy metal εξακολουθεί να διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την αισθητική και τον τρόπο ζωής μου. Οι συντροφιές μου είναι ανάμεικτες αλλά οι σοβαρές συζητήσεις μπορούν να γίνουν μόνο με μεταλλάδες (ή ροκάδες, γενικότερα). Μπορεί η φανταστική λογοτεχνία να μαγνητίζει το ενδιαφέρον μου, αλλά ως έφηβος κι αργότερα ενήλικος, δείχνω ταυτόχρονα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Τραγούδια όπως το «Disposable Heroes» (Metallica), «Critical Mass» (Nuclear Assault), «The American Way» (Sacred Reich), «Run to the Hills» (Iron Maiden), «Orgasmatron» (Motorhead) κι εκατοντάδες άλλα, δίνουν το έναυσμα για ατέλειωτες συζητήσεις στα «μεταλλικά στέκια», πράγμα που δεν μπορώ να βρω στις παρέες με «καρεκλάδες» και «σκυλάδες». Αγαπημένο στέκι η pub Fame στην γειτονιά μου, το Περιστέρι. Τον χώρο νοικιάζει ο Αντώνης. Μπορεί να βρίσεις τη μάνα του και να σε κοιτάξει αδιάφορα. Βρίσε τους Manowar και ο λαιμός σου δεν θα έχει λόγο ύπαρξης, καθώς δεν θα έχει από πάνω του κάτι για να στηρίξει. Στις (θεϊκές) μουσικές επιλογές ο Μιχάλης. «Angel’s Holocaust» (Iced Earth) με εισαγωγή που ανασταίνει νεκρούς και αμέσως μετά «God of Thunder of Wind and the Rain» (Bathory) – «σπαθιά στον αέρα και ψόφο ρε σκατόφλωροι !!!»
«Χωρίς Ανάσα», «Ηχόχρωμα», «Όμπρε» και άλλοι λιγότερο γνωστοί χώροι φιλοξενούν την μουσικό πάθος μου και την επιθυμία για κοινωνία με αδελφούς στο νεορομαντικό δισκοπότηρο. Κολυμπώ «Γρήγορα σαν τον Καρχαρία» παρέα με τους Accept, ταξιδεύω «Κάπου στο Διάστημα» με το διαστημόπλοιο των Gamma Ray, υποδέχομαι με τους Demon τον «Απρόσμενο Επισκέπτη», θαυμάζω μαζί με τους Heavy Load τους «Βαρυμεταλλικούς Αγγέλους», περπατώ στα γκρίζα πεζοδρόμια της βιομηχανικής Αγγλίας με τους συντρόφους του NWOBHM, σαλπάρω σε άγνωστες θάλασσες με το πειρατικό των Running Wild, καβαλικεύω ιπτάμενες μηχανές με τους Judas Priest για να πετάξω παρέα με τον «Painkiller», χάνομαι στη «Νεκρόπολη» με τους Manilla Road, διαβάζω το «Ημερολόγιο του Τρελού» Ozzy Osbourne, ξεσκεπάζω τις δολοπλοκίες του «Doctor-X» με τους Queensryche, πολεμώ τα «αγαρηνά σκυλιά» στο πλευρό του Σταυροφόρου των Saxon, ακούω τον Ευγενή Βάρβαρο να μου μιλά μέσα απ’ τους αιώνες δια στόματος Virgin Steele ενώ στέκομαι αρωγός στους Helloween κατά την προσπάθεια του «Φύλακα των Επτά Κλειδιών» να ελευθερώσει τον κόσμο του από το κακό. Η πύλη για τις Ονειροχώρες του heavy metal είναι καθημερινά ανοικτή.
Η πτώση
Γύρω στο 1997-1998 «άκουσα να φαλτσάρει η μουσική μου», όπως λέει κι ο ποιητής. Σχεδόν δεκατρία χρόνια αδιάκοπου βομβαρδισμού με έχουν κάνει να θέλω ένα διάλλειμα. Από το 1992 και μετά συμβαίνουν πολλά στον κόσμο και στην μουσική βιομηχανία. Η παγκοσμιοποίηση έρχεται και το heavy metal αποδυναμώνεται. Grunge, funk και άλλα μεταμοντέρνα ρεύματα νοθεύουν τον ήχο και την κουλτούρα του ευρύτερου σκληρού ήχου. Ως συνεπής νεορομαντικός αδιαφορώ για αυτές τις τάσεις και παραμένω πιστός στις παραδεδομένες μουσικές κι αισθητικές μου αρχές. Ακόμη κι έτσι, όμως, τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Το σύγχρονο heavy metal, ηχεί στ’ αυτιά μου ως απλή επανάληψη της δεκαετίας του ‘80 με πιο νέο τεχνολογικά ήχο. Μου αρέσει το «Tunes of War» των Grave Digger αλλά νιώθω σαν να ακούω Accept. Πωρώνομαι με Stratovarius αλλά έχω την εντύπωση πως ακούω Helloween. Εκτιμώ το «Dark Saga» των Iced Earth (ως φίλος των comics) αλλά απλώς ακούω τους Metallica όπως θα έπρεπε να είναι. Οι ήρωες της προηγούμενης δεκαετίας βγάζουν μέτριους έως κακούς δίσκους. Άνοδος και Πτώση. Ακόμη και η «Βίβλος» δεν έχει να μου πει πλέον κάτι. Ζω εκείνη την καταραμένη στιγμή που πολλοί ομοϊδεάτες έζησαν, λύγισαν και άλλαξαν. Σίγουρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά για μένα.
Σιχαίνομαι τον ανατολίτικο τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η νεότερη ελληνική μουσική κουλτούρα και το άνευ συναισθήματος ή ψυχής χορευτικό ντάπα-ντούπα. Αποζητώ κάτι πιο «ήρεμο» και «καινούργιο» για τα αυτιά μου. Έτσι, έρχεται η στιγμή να εκτιμήσω τους προπάτορες της αγαπημένης μου μουσικής. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι ανάμεσα στο 1965 και το 1979 έχουν μπει οι βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχτεί το «βαρυμεταλλικό Έβερεστ» της δεκαετίας του ‘80. Προχωρώ σε μονοπάτια όχι άγνωστα αλλά ελάχιστα περπατημένα από εμένα και νιώθω σχεδόν το ίδιο συναίσθημα του Ιανουαρίου του 1985. Η μέρα μου ξεκινάει με βαρύ ιρλανδικό καφέ παρέα με τον Phil Lynott και τους Thin Lizzy για να καταλήξει το βράδυ σ’ ένα σκοτεινό μπαρ να πίνω ουίσκι με τον Rory Gallagher ακούγοντας τον Gary Moore να βγάζει τον πόνο του για μια γυναίκα μέσω της ηλεκτρικής του κιθάρας. Περπατώ ξυπόλητος μ’ ένα μπουκάλι μπέρμπον στα λιβάδια του Νότου παρέα με τους Lynyrd Skynyrd, τους Outlaws και τους Black Oak Arkansas. Κάνω βόλτα στην καρδιά της πόλης με τον David Coverdale και μιλάμε για γυναίκες. Ο Ritchie Blackmore και ο Ronnie James Dio με προσκαλούν σε ταξίδι στην άκρη του Ουράνιου Τόξου για να γνωρίσω τον «Άνθρωπο στο Ασημένιο Βουνό». Οι Led Zeppelin μου ζητούν να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικιστικά τους σύμβολα και οι Uriah Heep να αποσυμβολίσω την «Κυρία με τα Μαύρα». Μέσω της στήλης «Monuments» θα γνωρίσω κι όλους εκείνους που η ιστορία δεν τους κατέγραψε ως «μεγάλους» αλλά καταγράφτηκαν ως τέτοιοι στην καρδιά του κάθε μυημένου. Η γνωριμία με τους προπάτορες θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την αγάπη μου για τη σκληρή μουσική.
21ος αιώνας
Μεγαλώνοντας, η ζωή μας αλλάζει και μπαίνουν νέες υποχρεώσεις στην καθημερινότητά μας. Δεν θα ξεφύγω από τον μέσο όρο. Εργασία, γάμος, παιδιά. Ο χρόνος και, κυρίως, το χρήμα λιγοστεύουν. Η ίδια η μουσική δεν μου προκαλεί το παλαιό ενδιαφέρον. Τελικά δεν ξέφυγα ποτέ από το συναίσθημα του «ακούω τα ίδια με πιο σύγχρονο ήχο». Ασχολούμαι ελάχιστα με την τωρινή «μεταλλική εποχή». Όλο και λιγότερα τραγούδια μου προκαλούν το ενδιαφέρον και, ελλείψει χρημάτων και παρέας, δεν πηγαίνω σε συναυλίες. Οι παλιοί σύντροφοι έχουν χαθεί μαζί με τα στέκια. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει παρασύρει και την μεταλλική μου πραγματικότητα. Οι μουσικές μου έχουν ψηφιοποιηθεί κι ακούγονται από τον υπολογιστή και τα ηχεία του. Έχω πάνω από μια δεκαετία να αγοράσω βινύλιο ή cd. Το youtube μου δίνει τη δυνατότητα να ακούσω ό,τι θέλω ή ακόμα και να το αποθηκεύσω.
Αναρωτιέμαι αν οι σημερινοί πιτσιρικάδες νιώθουν το ίδιο έντονο συναίσθημα με τη δική μου γενιά. Αγωνιούσαμε για το ποιος θα πάρει έναν δίσκο για να μας τον δώσει να τον ακούσουμε. Περιμέναμε υπομονετικά το πότε θα γίνει αυτό και προσπαθούσαμε με όποιο μέσο υπήρχε να ακούσουμε, έστω κι ένα μικρό μέρος από κάποιο τραγούδι. Ο μεγάλος κόπος έδινε και ασύγκριτα μεγαλύτερο συναίσθημα. Πόσο μπορεί να ισχύει αυτό σήμερα, όταν απλά «κατεβάζεις» κι αν δεν σου αρέσει το «σβήνεις»; Εύχομαι τα πράγματα γι αυτούς να είναι το ίδιο έντονα όπως με εμάς, και απλώς εγώ να είμαι ένας «παραπονιάρης γέρος» κολλημένος στα 80’s με ολίγο από 90’s.
Επίλογος
Προσπαθώντας να βρω τις λέξεις για να τελειώσω αυτό το ταξίδι στο χωροχρόνο, έγινα μάρτυρας ενός ασυνήθιστου γεγονότος. Γράφω στον φορητό υπολογιστή ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όταν στο δωμάτιο πέφτει απόλυτο σκοτάδι. Ένα μικρό ιριδίζον φως έρχεται από τον καθρέφτη στον απέναντι τοίχο. Γεμάτος περιέργεια για το φαινόμενο, πηγαίνω εκεί να δω τι συμβαίνει. Αντί για το είδωλο του σαρανταδυάχρονου, πια, άντρα βλέπω έναν έφηβο. Φοράει παντελόνι τζιν «σωλήνα», αθλητικά μποτάκια κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι με στάμπα το «Killers» των Iron Maiden. Στον ώμο του κρέμεται μια παλιά στρατιωτική τσάντα με βιβλία του σχολείου. Βγάζει από μέσα ένα από αυτά και το ανοίγει στην πρώτη σελίδα. Κάτω από το ονοματεπώνυμό έχει γράψει το αγαπημένο του σύνθημα. Μου το δείχνει χαμογελώντας: «heavy metal ‘till death». Με έναν κόμπο στο λαιμό, του απαντώ παραφράζοντας το σύνθημα της αγαπημένης μας πράσινης εξέδρας:
«Αιώνια πιστός
Δεν γίνεται αλλιώς
Εκατό χρόνια Βαρυμεταλλικός».
Ο πιτσιρικάς στον καθρέφτη πέτυχε αναμφίβολα τον σκοπό του. Έχουν περάσει μερικές ώρες και η απόφαση λαμβάνεται οριστικά. Πηγαίνω στον υπολογιστή και στέλνω το μήνυμα το οποίο εδώ και καιρό είχα ετοιμάσει. Η απάντηση που λαμβάνω είναι άμεση και δικαιώνει την επιλογή μου. Μια μέρα μετά συναντώ τον Σταμάτη. Συζητάμε και γίνομαι μέλος της ομάδας.
Δυο χρόνια μετά, η επιστροφή στην δράση είναι ολική. Αρθρογραφία, συζητήσεις, διανομή ενημερωτικού υλικού και υποδοχή νέων μελών. Μα πάνω απ’ όλα καλή παρέα, βροντερά γέλια, ομαδικές «εφορμήσεις» σε δικά μας στέκια ή συναυλίες, και κυρίως, το ανεπανάληπτο συναίσθημα του ανήκειν σε μια οργανική κοινότητα συναγωνιστών να διαπερνά το κορμί και να αποτυπώνεται στο χαμόγελο.
Οι παλιοί νεορομαντικοί, εκείνοι που κάποτε κάναμε προσκλητήριο φρουράς υπό την σκιά της «Πολεμικής Σημαίας» του Sun Knight, ανταμώνουμε ξανά, εμπλουτίζουμε την νεορομαντική αφήγηση και με την συντροφιά νεαρών συναγωνιστών και φοιτητών, συσπειρωνόμαστε στην δική μας αυτόνομη κίνηση κι απλώνουμε το μήνυμα της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ ανά την χώρα.
Αιώνια παιδιά… περιπλανώμενοι φύλακες… Ρομαντικοί για πάντα.
Εικόνα 2) Παλιό τεύχος του περιοδικού «Heavy Metal». Στο κάτω μέρος λείπουν κομμάτια που ψαλιδίστηκαν για να στολίσουν σχολικά βιβλία.
Εικόνα 3) Φωτοτυπία της πρώτης War Flag, που δημοσιεύθηκε στο Metal Hammer.Εικόνα 4) Απόκομμα εισιτηρίου της συναυλίας των Motοrhead στο Σπόρτινγκ.
Εικόνα 5) Απόκομμα εισιτηρίου της συναυλίας των Iron Maiden στην Νέα Φιλαδέλφεια.
Εικόνα 6) Αποκόμματα συναυλιών από τις Η.Π.Α.
Εικόνα 7) Διαφημιστικό flyer συναυλίας σε club στις ΗΠΑ
Σχόλια
...και πάμε όπως παλιά, ο Flammentrupp με χαίτη!
Ωραίο κείμενο από τον Βασίλη -
στο οποίο διαφαίνεται σαφώς κάποια «λογοτεχνική φλέβα»,
πέρα από την αρθρογραφική δεινότητα...
στο οποίο διαφαίνεται σαφώς κάποια «λογοτεχνική φλέβα»,
πέρα από την αρθρογραφική δεινότητα...
Το διάβασα ξανά και ξανά. Έφτασα σε σημείο να συγκινηθώ πολύ-πάρα πολύ.Και σε ευχαριστώ γι αυτό. Οι ρίζες μας είναι κοινές. Σε όλα όσα περιγράφεις. Η μόνη μου διαφοροποίηση είναι πως εγώ συνεχίζω να ασχολούμαι, να αγοράζω (ελάχιστα πλέον) και να ακούω (φανατικά). Άκου τους μέγιστους Enforcer και θα με θυμηθείς. Είσαι πραγματικός αδελφός του Σπαθιου. Για όσα έγραψες, για όσα πρεσβεύεις....hail!!!!
Τα έχω και τα δυο εισιτήρια στο συρτάρι μου.......το πρώτο έλαβε χώρα στις 12,13,14 του Μάρτη '88, το δεύτερο 13 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς...και τα δυο μεγαλειώδη live μιας γενιάς στερημένης από ανάλογα events...
Στους Motorhead ήταν κι ο "Ιππότης του Ήλιου", είχε ανέβει στην σκηνή με αρχαιοελληνική περικεφαλαία!
Στους Motorhead ήταν κι ο "Ιππότης του Ήλιου", είχε ανέβει στην σκηνή με αρχαιοελληνική περικεφαλαία!