του Σταμάτη Μαμούτου
Ωστόσο, το γεγονός ότι ολοκληρώθηκε η μεταπολίτευση ως ιστορική περίοδος δεν σημαίνει ότι καταρρίφθηκε και ο εξουσιαστικός ελλαδικός καπιταλισμός. Η τοποθετημένη από τον ξένο παράγοντα εγχώρια ελίτ, που βρισκόταν στην καρδιά του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, μπορεί να τραυματίστηκε και να ξέμεινε από αφήγηση, κατάφερε εντούτοις να επιβιώσει κι εξακολουθεί στις μέρες μας να εδράζεται στον πυρήνα του συστήματος εξουσίας. Επειδή, όμως, σήμερα διανύουμε μια μεταβατική φάση προς τη νέα –διάδοχη της μεταπολίτευσης– εποχή, κι εφόσον εξουσία χωρίς αφήγηση δεν υπάρχει, η κυρίαρχη ελίτ δίνει μια μάχη ζωής και θανάτου προκειμένου να δημιουργήσει τη νέα αφήγηση που θα της επιτρέψει να θωρακίσει την αναπαραγωγή της εξουσίας της.
Τούτο είναι το κεντρικό μου συμπέρασμα πριν προχωρήσω παρακάτω: Η νοητή γραμμή του εξουσιαστικού συστήματος της χώρας περνά από τρεις πρωθυπουργούς. Τον (παλαιό) Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κώστα Σημίτη και τον Αντώνη Σαμαρά. Πρόκειται για τους πλέον συστημικούς εκ των πρωθυπουργών των τελευταίων πενήντα ετών και φαίνεται ότι μέσω της νέας αφήγησης θα επιχειρηθεί η ιστορική τους σύνδεση. Ο τρίτος, επειδή είναι προς το παρόν ενεργός, δεν αποτελεί ακόμη σταθερή αναφορά της αφήγησης. Απλά διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού από τα Μ.Μ.Ε της εξουσιαστικής ελίτ και πιστώνεται εντέχνως τόσο τον «ευρωπαϊσμό» του παλαιού Καραμανλή όσο και τον «μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Ταυτόχρονα, του επιτρέπεται να υιοθετεί ένα σχεδόν απροκάλυπτα αυταρχικό προφίλ και να επαναφέρει στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου τον λησμονημένο όρο «Δεξιά».
Στα πλαίσια αυτής της απόπειρας τοποθετώ και μια συνέντευξη του πολιτικού Νίκου Μπίστη στον συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο, που παρακολούθησα σχετικά πρόσφατα στην τηλεοπτική εκπομπή του τελευταίου η οποία προβάλλεται υπό τον τίτλο «Μπρα ντε Φερ». Ο Μπίστης και ο Τατσόπουλος αποτελούν δυο πολύ γνωστά δημόσια πρόσωπα με κεντροαριστερές ιδεολογικές καταβολές και προσβάσεις στην εξουσιαστική ελίτ. Πρόκειται αναμφίβολα για έξυπνους και καλλιεργημένους ανθρώπους τους οποίους, δυστυχώς, φορείς του εθνικιστικού χώρου (αντί να υπονομεύσουν με πολιτικά επιχειρήματα στα αδύνατά τους σημεία) επέλεξαν να αντιμετωπίσουν με ειρωνείες και φωνές, καταφέρνοντας τελικά να τους δικαιώσουν και να τους αφήσουν πολιτικά αλώβητους.
Το heavy metal μπορεί να είχε σωθεί μουσικά μετά την κρίση του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’90. Μάλιστα, η επιστροφή στις ηχητικές του απαρχές και η πρόκριση του επικού στοιχείου αποτέλεσαν δικαίωση για όσους ήμασταν νεορομαντικοί. Όμως, η ηχητική σωτηρία δεν συνεπαγόταν και την κινηματική του επιβίωση. Η παρουσία των «μεταλλικών ιπποτών» στους δρόμους είχε μειωθεί και τα παλιά στέκια είχαν πάψει να υπάρχουν. Συνολικά η κουλτούρα του ροκ και η δυναμική του σκληρού ήχου έδειχναν να δύουν. Ακόμη και ο κόσμος του γηπέδου είχε νοθευτεί με αστικά κατάλοιπα. Η επιρροή του life style μέσω των κέντρων διασκέδασης και των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε άρχιζε να βαραίνει καταλυτικά την ελληνική κοινωνία. Το ωφελιμιστικό πνεύμα του καταναλωτισμού και της ηθικής χαλάρωσης απλωνόταν συνεχώς, ενισχύοντας τις βάσεις του αστικού οικοδομήματος. Η γέφυρα για την επέλαση του «σημιτικού εκσυγχρονισμού» είχε φτιαχτεί.
Τρεις μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 14 Αυγούστου του 1996, μετά την κηδεία του Ισαάκ, τα επεισόδια επαναλήφθηκαν. Ο ξάδελφος του δολοφονηθέντος, Σολωμός Σολωμού, ξέφυγε από τον στρατιωτικό κλοιό, μπήκε στην κατεχόμενη πατρίδα και σε μια συμβολική κίνηση σκαρφάλωσε με το τσιγάρο στο στόμα στον ιστό του συνοριακού φυλακίου για να κατεβάσει την σημαία του ψευδοκράτους. Λίγο πριν την φτάσει, ένας Τούρκος αξιωματούχος τον σκότωσε εν ψυχρώ με μια σειρά πυροβολισμών.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επισημάνω ότι μετά κι από αυτό το γεγονός η υπόληψη της Ελλάδος στον γεωπολιτικό χάρτη κατρακύλησε σε εξευτελιστικά επίπεδα, μολονότι αυτό είναι κάτι που οι αφηγήσεις της εξουσιαστικής ελίτ δεν θα συμπεριλάβουν ποτέ. Οι σκεπτόμενοι, όμως, δεν πρέπει ούτε να ξεχνάμε ούτε να παρασυρόμαστε. Ελίτ εξουσίας μπορεί να βρίσκονται πάντοτε απέναντί μας κατασκευάζοντας αφηγήσεις και πολιτικούς σαν τον Σαμαρά και τον Σημίτη. Κι εμείς θα είμαστε πάντα εδώ, ως εκφραστές μιας ελίτ αξιών, για να τους χαλάμε τα σχέδια. Με πρότυπα ανδρισμού τον Τάσο και τον Σολωμό, με τα χέρια σφιγμένα, τους μυς τεντωμένους και το τσιγάρο στο στόμα. Παντοτινά ρομαντικοί, αμετανόητοι εθνικιστές και διαρκώς προκλητικοί προς τον κόσμο της Νεωτερικότητας.
Σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, οι εικόνες των δυο ηρώων παραμένουν άσβηστες στην μνήμη μας. Με την Ελλάδα στην καρδιά, με το τσιγάρο στα χείλη.
Σχόλια:
Πριν
από περίπου δυο χρόνια, μέσω ενός άρθρου που είχα
δημοσιεύσει σε τούτο το ιστολόγιο, παρουσίασα μια συνολική εκτίμηση για
τις τότε
πολιτικές εξελίξεις. Ένα απ’ τα κύρια συμπεράσματα του άρθρου ήταν ότι η
μεταπολίτευση ως ιστορική περίοδος, μετά τις διαδηλώσεις στην πλατεία
Συντάγματος το καλοκαίρι του 2011 και τις διπλές εκλογές του 2012, είχε
τελειώσει. Σήμερα, μπορώ πια να ισχυριστώ με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι η
εκτίμησή μου εκείνη υπήρξε σωστή.
Η μεταπολίτευση –ως πλαίσιο συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων εντός του οποίου έβρισκε κανείς έναν ανταγωνιστικό δικομματισμό με εκλογική δυναμική που ξεπερνούσε το 80%, μια ελάσσονα μα άρτια οργανωμένη αριστερή αντιπολίτευση η οποία διέθετε την επικρατούσα ερμηνεία της ιστορίας κι έναν ισχνό εθνικιστικό χώρο δέσμιο σε ενοχικά συμπλέγματα– αποτελεί πια παρελθόν. Πλέον, ο αμαρτωλός δικομματισμός δεν είναι ανταγωνιστικός αλλά συνασπισμένος σε κυβερνητικά σχήματα που εκλογικά αγγίζουν με δυσκολία το 30%. Η Αριστερά δεν αποτελεί μια μικρή φασαριόζικη αντιπολίτευση αλλά μια ισχυρή πολυκεντρική παράταξη με προοπτική εξουσίας, ιδεολογικές παλινδρομήσεις και νωθρά αντανακλαστικά σε σχέση με το μεταπολιτευτικό της παρελθόν. Τέλος, ο εθνικιστικός χώρος είναι ισχυροποιημένος και διαθέτει απήχηση που υπερβαίνει το 10% του εκλογικού σώματος.
Η μεταπολίτευση –ως πλαίσιο συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων εντός του οποίου έβρισκε κανείς έναν ανταγωνιστικό δικομματισμό με εκλογική δυναμική που ξεπερνούσε το 80%, μια ελάσσονα μα άρτια οργανωμένη αριστερή αντιπολίτευση η οποία διέθετε την επικρατούσα ερμηνεία της ιστορίας κι έναν ισχνό εθνικιστικό χώρο δέσμιο σε ενοχικά συμπλέγματα– αποτελεί πια παρελθόν. Πλέον, ο αμαρτωλός δικομματισμός δεν είναι ανταγωνιστικός αλλά συνασπισμένος σε κυβερνητικά σχήματα που εκλογικά αγγίζουν με δυσκολία το 30%. Η Αριστερά δεν αποτελεί μια μικρή φασαριόζικη αντιπολίτευση αλλά μια ισχυρή πολυκεντρική παράταξη με προοπτική εξουσίας, ιδεολογικές παλινδρομήσεις και νωθρά αντανακλαστικά σε σχέση με το μεταπολιτευτικό της παρελθόν. Τέλος, ο εθνικιστικός χώρος είναι ισχυροποιημένος και διαθέτει απήχηση που υπερβαίνει το 10% του εκλογικού σώματος.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι συσχετισμοί της απήχησης που έχουν
αλλάξει. Το σημαντικότερο είναι ότι έχει καταρρεύσει η μεταπολιτευτική αφήγηση.
Μια αφήγηση η οποία στηριζόταν σε κεντρικά επιχειρήματα που ήθελαν το ελληνικό
έθνος να είναι αδύναμο να επηρεάσει τις εξελίξεις, πράγμα που σήμαινε ότι η
ένταξή του σε υπερεθνικά συστήματα σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να
αποτελεί μονόδρομο. Μια αφήγηση βάσει της οποίας οι Έλληνες όφειλαν να
εγκαταλείψουν την αυτοαναφορικότητά τους και να αποδυναμώσουν την εθνική τους
ταυτότητα προκειμένου να μεταβούν σε μια δυναμικά πολυεθνική και ανοιχτή στον
«κόσμο» κατάσταση. Μια αφήγηση με διττή κατεύθυνση που από την μια πρόκρινε ως
αυτονόητη την επικράτηση των αξιώσεων του Φιλελευθερισμού κι από την άλλη
παρουσίαζε την Αριστερά ως ηττημένη αλλά και ιστορικά αδικημένη.
Μετά τις διαδηλώσεις του 2011 όλα τα παραπάνω τέθηκαν
ανοικτά σε αμφισβήτηση. Η θέληση για εθνική ανεξαρτησία, η επιφυλακτικότητα
προς την παγκοσμιοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση και η αποκαθήλωση
μεταπολιτευτικών ειδώλων όπως ο παλαιός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας
Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης και το Κ.Κ.Ε διαλαλήθηκαν πανεθνικά.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ολοκληρώθηκε η μεταπολίτευση ως ιστορική περίοδος δεν σημαίνει ότι καταρρίφθηκε και ο εξουσιαστικός ελλαδικός καπιταλισμός. Η τοποθετημένη από τον ξένο παράγοντα εγχώρια ελίτ, που βρισκόταν στην καρδιά του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, μπορεί να τραυματίστηκε και να ξέμεινε από αφήγηση, κατάφερε εντούτοις να επιβιώσει κι εξακολουθεί στις μέρες μας να εδράζεται στον πυρήνα του συστήματος εξουσίας. Επειδή, όμως, σήμερα διανύουμε μια μεταβατική φάση προς τη νέα –διάδοχη της μεταπολίτευσης– εποχή, κι εφόσον εξουσία χωρίς αφήγηση δεν υπάρχει, η κυρίαρχη ελίτ δίνει μια μάχη ζωής και θανάτου προκειμένου να δημιουργήσει τη νέα αφήγηση που θα της επιτρέψει να θωρακίσει την αναπαραγωγή της εξουσίας της.
Απ’ την πλευρά μας, βρισκόμενοι στην χαραυγή της νέας εποχής,
μπορούμε να έχουμε μια πρώτη εικόνα από τους προσανατολισμούς που θα χαράξει η
εξουσιαστική ελίτ προκειμένου να αρθρώσει την καινούργια της αφήγηση. Στο
καθαρά πολιτικό πεδίο, αντιλαμβανόμενη ότι η Νέα Δημοκρατία αποτελεί τον ισχυρό
της πόλο, η ελίτ της εξουσίας μέσω των επικοινωνιακών της διαύλων προωθεί ήδη
μια ιστορική εκτίμηση που εντέχνως φορτώνει στον Ανδρέα Παπανδρέου όλα σχεδόν
τα δεινά της μεταπολίτευσης –ακόμη κι εκείνα για τα οποία δεν είχε καμιά ευθύνη–
ενώ παράλληλα «ξεπλένει» τη Νέα Δημοκρατία ως δήθεν πιο υπεύθυνη και κόσμια
παράταξη, που απλά παρασύρθηκε από τον εκλογικό της ανταγωνισμό με το ΠΑΣΟΚ σε
πράξεις διαφθοράς. Ο υποψιασμένος παρατηρητής δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι
αυτό συμβαίνει για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί η Νέα Δημοκρατία, η οποία αποτελεί
πια το ισχυρό πολιτικό σχήμα εξουσίας, πρέπει να φαίνεται ιστορικά δικαιωμένη.
Και δεύτερον, επειδή μέσα σε ό,τι καταλογίζει η παρούσα αφήγηση των ημερών μας
στον Ανδρέα Παπανδρέου ως «λαϊκισμό» ενυπάρχουν, μεταξύ των άλλων, και ορισμένες
θέσεις του περί εθνικής ανεξαρτησίας οι οποίες δεν άρεσαν καθόλου ούτε στην
υπόλοιπη εγχώρια ελίτ ούτε στον ξένο παράγοντα.
Έπειτα από την παραπάνω διαπίστωση το εύλογο ερώτημα που
ακολουθεί είναι το εξής: Θα ολοκληρωθεί η νέα αφήγηση σε αυτό τον προσανατολισμό
ή σε λίγα χρόνια θα μεταβληθεί η ιστορική προσέγγιση του Ανδρέα Παπανδρέου;
Κατ’ αρχάς, οφείλω να απαντήσω ότι ευχή μου είναι να καταρρεύσει η εξουσιαστική
ελίτ και αντί για αφηγήσεις να καταθέσει απολογίες σε κάποιο ειδικό δικαστήριο.
Στην περίπτωση που αυτή η προσδοκία δεν πραγματοποιηθεί είμαι της γνώμης ότι
μόλις αποτυπωθεί οριστικά το πέρασμα της Νέας Δημοκρατίας στην δεύτερη θέση των
εκλογικών προτιμήσεων, η εξουσιαστική ελίτ ίσως αναγκαστεί να μεταβάλει μερικώς
τον προσανατολισμό της νέας της αφήγησης προκειμένου να βρει τρόπο να φέρει υπό
τον πλήρη ιδεολογικό της έλεγχο ένα νέο κυβερνητικό σχήμα που ως κύριο πόλο θα
έχει τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, ακόμη κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, η ελίτ θα το βλέπει ως
μια λύση ανάγκης προκειμένου να διαχειριστεί κάποιες καταστάσεις. Κατά βάθος θα
εξακολουθεί να επιθυμεί αφενός μια κυρίαρχη πολιτική τάση οργανωμένη από πολιτικούς
νομάδες τύπου Βορίδη, Λαζαρίζη, Πλεύρη και Γεωργιάδη οι οποίοι δεν θα έχουν
κανέναν ενδοιασμό να μετατρέψουν τα συμφέροντά της σε ιδεολογία τους για να
εξασφαλίσουν μια θέση στις τάξεις της και αφετέρου μια φιλελεύθερη
κεντροαριστερά σαν το «Ποτάμι» του Θεοδωράκη ή την «Ελιά» του Βενιζέλου.
Τούτο είναι το κεντρικό μου συμπέρασμα πριν προχωρήσω παρακάτω: Η νοητή γραμμή του εξουσιαστικού συστήματος της χώρας περνά από τρεις πρωθυπουργούς. Τον (παλαιό) Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κώστα Σημίτη και τον Αντώνη Σαμαρά. Πρόκειται για τους πλέον συστημικούς εκ των πρωθυπουργών των τελευταίων πενήντα ετών και φαίνεται ότι μέσω της νέας αφήγησης θα επιχειρηθεί η ιστορική τους σύνδεση. Ο τρίτος, επειδή είναι προς το παρόν ενεργός, δεν αποτελεί ακόμη σταθερή αναφορά της αφήγησης. Απλά διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού από τα Μ.Μ.Ε της εξουσιαστικής ελίτ και πιστώνεται εντέχνως τόσο τον «ευρωπαϊσμό» του παλαιού Καραμανλή όσο και τον «μεταρρυθμιστικό εκσυγχρονισμό» του Σημίτη. Ταυτόχρονα, του επιτρέπεται να υιοθετεί ένα σχεδόν απροκάλυπτα αυταρχικό προφίλ και να επαναφέρει στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου τον λησμονημένο όρο «Δεξιά».
Πρόκειται, σαφώς, για ένα τέχνασμα. Το τέλος της
μεταπολίτευσης σηματοδότησε την απενοχοποίηση κάποιων όρων, την ισχυροποίηση
του εθνικιστικού χώρου και την κατάκριση των (οικονομικών κυρίως) προτάσεων του
Φιλελευθερισμού. Συνεπώς αν η Νέα Δημοκρατία επέμενε να διατηρεί το ρητορικό
της κέντρο βάρους στο πεδίο του Φιλελευθερισμού θα είχε πρόβλημα στην
διαχείριση ενός μεγάλου μέρους συντηρητικών ψηφοφόρων. Οι συντηρητικοί αυτοί
ψηφοφόροι μπορεί για πολλά χρόνια να είχαν κατακτηθεί εκλογικά απ’ τη Νέα
Δημοκρατία εντούτοις, μετά το τέλος της μεταπολίτευσης, έπαψαν να αποτελούν
σίγουρη εκλογική της πελατεία, καθώς η ιδεολογική τους τοποθέτηση τους έφερε
ανάμεσα στον πληγωμένο μεταπολιτευτικό Φιλελευθερισμό και στον αναδυόμενο
εθνικιστικό χώρο. Η πάλαι ποτέ αδρανής μάζα των συντηρητικών αποτέλεσε, λοιπόν,
το μήλον της έριδος ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και αναπτυσσόμενες δυνάμεις του
πολιτικού σκηνικού όπως η Χρυσή Αυγή, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κι άλλοι. Και για
να την συγκρατήσουν εκλογικά, ο Σαμαράς με τους συνεργάτες του επέλεξαν να
προκρίνουν τον όρο «Δεξιά» ελπίζοντας σε ενεργοποίηση κάποιων αντιδραστικών
αντανακλαστικών.
Το μεγάλο όπλο τους έχει τις ρίζες του στην μεταπολίτευση
και δεν είναι άλλο από την έλλειψη πολιτικής κουλτούρας που χαρακτηρίζει την
ελληνική κοινωνία. Αυτή η έλλειψη δεν επιτρέπει στους συντηρητικούς να
αντιληφθούν ότι ο όρος «Δεξιά» είναι στην παρούσα φάση κούφιος και άνευ
νοήματος, καθώς ανακατεύει δυο διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, τον Φιλελευθερισμό
και τον Συντηρητισμό, συνήθως προς όφελος του πρώτου. Ούτε τους αφήνει να
κατανοήσουν ότι είναι άλλο πράγμα να αυτοπροσδιορίζεται κανείς ως συντηρητικός
στην ιδεολογία κι άλλο να είναι συντηρητικός στις τάσεις του τρόπου ζωής του.
Ούτε, τέλος, τους βοηθά να διδαχθούν πως ο αληθινός Συντηρητισμός αποτελεί
έκφραση της εθνικιστικής θεωρίας κι ότι από την εποχή που δημιουργήθηκε εντός
του Ρομαντικού κινήματος αποτέλεσε (όπως και οι ριζοσπαστικές εκδοχές του
εθνικισμού) ιδεολογικό αντίπαλο του Φιλελευθερισμού – και μάλιστα πολύ προτού
εμφανιστεί στο ιστορικό προσκήνιο ο Μαρξισμός.
Αφήνοντας την παρούσα κυβέρνηση με τις πρακτικές της κι
επιστρέφοντας στην νέα αφήγηση της εξουσιαστικής ελίτ θα υπογραμμίσω πως εκείνο
που αναμένεται είναι η σταδιακή απόπειρα ιστορικής αποκατάστασης του παλαιού
Καραμανλή και κυρίως του Κώστα Σημίτη. Εκδοθέντα εγχειρίδια, πολιτικές
αυτοβιογραφίες, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, όλα θα
χρησιμοποιηθούν προκειμένου η ελίτ εξουσίας να στήσει το καινούργιο της
αφηγηματικό πεδίο. Γιατί όπως προανέφερα, εξουσία δίχως αφήγηση δεν υπάρχει.
Στα πλαίσια αυτής της απόπειρας τοποθετώ και μια συνέντευξη του πολιτικού Νίκου Μπίστη στον συγγραφέα Πέτρο Τατσόπουλο, που παρακολούθησα σχετικά πρόσφατα στην τηλεοπτική εκπομπή του τελευταίου η οποία προβάλλεται υπό τον τίτλο «Μπρα ντε Φερ». Ο Μπίστης και ο Τατσόπουλος αποτελούν δυο πολύ γνωστά δημόσια πρόσωπα με κεντροαριστερές ιδεολογικές καταβολές και προσβάσεις στην εξουσιαστική ελίτ. Πρόκειται αναμφίβολα για έξυπνους και καλλιεργημένους ανθρώπους τους οποίους, δυστυχώς, φορείς του εθνικιστικού χώρου (αντί να υπονομεύσουν με πολιτικά επιχειρήματα στα αδύνατά τους σημεία) επέλεξαν να αντιμετωπίσουν με ειρωνείες και φωνές, καταφέρνοντας τελικά να τους δικαιώσουν και να τους αφήσουν πολιτικά αλώβητους.
Στην εν λόγω συνέντευξη ο Νίκος Μπίστης σκιαγράφησε την
εικόνα του Κώστα Σημίτη που η ελίτ εξουσίας προσπαθεί να καθιερώσει. Σύμφωνα με
τα λεγόμενα του συγκεκριμένου πολιτικού οι Έλληνες δεν πρέπει να λησμονούν ότι
ο Σημίτης ως πρωθυπουργός πέτυχε σημαντικούς εθνικούς στόχους. Συγκεκριμένα, έβαλε
την χώρα στο ευρώ, έθεσε τις βάσεις για την ομαλή διεξαγωγή των ολυμπιακών
αγώνων, πέτυχε την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προώθησε μια
σειρά από κρατικές μεταρρυθμίσεις. Η αντίδραση του Τατσόπουλου ήταν μια
καταφατική κλίση του κεφαλιού και η επισήμανση ότι οι Έλληνες θα πρέπει να
πάψουν να ξεχνούν εύκολα.
Απ’ την πλευρά μου, συμφωνώντας με την επισήμανση του
παρουσιαστή, δεν έχω παρά να θυμίσω κάποιες ακόμη πτυχές της εποχής Σημίτη σε
όσους δυστυχώς διαθέτουν το ελάττωμα της αδύνατης μνήμης. Κατ’ αρχάς, δεν θα
διαφωνήσω με τα όσα επισήμανε ο Νίκος Μπίστης. Θα προβάλω, όμως, την ένστασή
μου για το αν τα παραπάνω διαχειριστικά ζητήματα υπήρξαν όντως εθνικοί στόχοι.
Επιπλέον, θα ζητήσω απ’ τους αναγνώστες να θυμηθούν ότι κατά την εποχή που ο
Κώστας Σημίτης κυβέρνησε την χώρα η κοινωνική διάλυση επέτρεπε σε
λαθρομετανάστες σαν τον Σορίν Ματέι να απαγάγουν Έλληνες πολίτες και να τους ανατινάζουν με
χειροβομβίδες δίχως να φοβούνται καμιά συνέπεια. Επίσης, οι επιχειρηματίες της
εξουσιαστικής ελίτ μπορούσαν χωρίς ενδοιασμούς να μεταφέρουν τα χρέη τους στους
ξεγελασμένους απ’ τον πρωθυπουργό μικροαστούς, μέσω σκανδάλων όπως εκείνο του
χρηματιστηρίου. Την ίδια εποχή, ελάσσονος σημασίας περσόνες του Κολωνακίου εξελίχθηκαν
σε κοινωνικά πρότυπα και κατάφεραν να υποτάξουν την ελληνική κοινωνία στον
ακαλαίσθητο νεοπλουτισμό του συστημικού life style ενώ το οργανωμένο
έγκλημα συνδέθηκε, όσο ποτέ άλλοτε, με κοινωνικά ισχυρές ομάδες αποκτώντας μια
σχεδόν θεσμική υπόσταση. Τέλος, η γεωπολιτική αξία της χώρας μαζί με το εθνικό
μας ηθικό βυθίστηκαν στα τάρταρα ύστερα από τις εθνικές τραγωδίες των Ιμίων,
της Κύπρου και της υπόθεσης Οτσαλάν.
Εμβαθύνοντας στις αναμνήσεις εκείνης της εποχής δεν έχω παρά
να σημειώσω πως όταν το 1996 ο Κώστας Σημίτης ανέλαβε την πρωθυπουργία και
ξεκίνησε να εφαρμόζει την διαπνεόμενη από τις ορθολογιστικά τεχνοκρατικές,
διεθνιστικές και χρηματιστικές αποχρώσεις κυβερνητική του πρακτική, εγώ ήμουν
ένας έφηβος μαθητής του λυκείου. Μακρυμάλλης, χεβυμεταλάς, νεορομαντικός
εθνικιστής που διάβαζε τα κείμενα του Sun Knight στο περιοδικό Metal Hammer και μόνιμος
θαμώνας της Θύρας 7. Ωστόσο, το πολιτιστικό πλαίσιο που εξέφραζα είχε αρχίσει
να αποδυναμώνεται.
Το heavy metal μπορεί να είχε σωθεί μουσικά μετά την κρίση του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’90. Μάλιστα, η επιστροφή στις ηχητικές του απαρχές και η πρόκριση του επικού στοιχείου αποτέλεσαν δικαίωση για όσους ήμασταν νεορομαντικοί. Όμως, η ηχητική σωτηρία δεν συνεπαγόταν και την κινηματική του επιβίωση. Η παρουσία των «μεταλλικών ιπποτών» στους δρόμους είχε μειωθεί και τα παλιά στέκια είχαν πάψει να υπάρχουν. Συνολικά η κουλτούρα του ροκ και η δυναμική του σκληρού ήχου έδειχναν να δύουν. Ακόμη και ο κόσμος του γηπέδου είχε νοθευτεί με αστικά κατάλοιπα. Η επιρροή του life style μέσω των κέντρων διασκέδασης και των ιδιωτικών Μ.Μ.Ε άρχιζε να βαραίνει καταλυτικά την ελληνική κοινωνία. Το ωφελιμιστικό πνεύμα του καταναλωτισμού και της ηθικής χαλάρωσης απλωνόταν συνεχώς, ενισχύοντας τις βάσεις του αστικού οικοδομήματος. Η γέφυρα για την επέλαση του «σημιτικού εκσυγχρονισμού» είχε φτιαχτεί.
Η αλήθεια είναι ότι από την πρώτη μέρα που είδα τον εν λόγω
πολιτικό να αναλαμβάνει την κυβέρνηση, με το σύνολο των μέσων ενημέρωσης να τον
υποστηρίζουν, διαισθάνθηκα πως βρισκόμασταν στην αφετηρία μιας δύσκολης εποχής
για την χώρα. Το τραγικό της υπόθεσης ήταν ότι η επιβεβαίωση που ακολούθησε
αφορούσε όχι μόνο το κοινωνικό ή το πολιτιστικό πεδίο αλλά και τον νευραλγικά
ευαίσθητο τομέα των εθνικών θεμάτων. Μέσα σε λίγες μέρες απ’ την ανάληψη της
πρωθυπουργίας ο Κώστας Σημίτης φρόντισε να δείξει πως εκλάμβανε την πολιτική
υπόσταση της χώρας αφήνοντας τρεις νέους Έλληνες να σκοτωθούν στα Ίμια, γράφοντας
μια ιστορική σελίδα ντροπής και αποδεχόμενος ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να
γίνει ποτέ μια περιφερειακή δύναμη.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη την βροχερή χειμωνιάτικη μέρα.
Καρφωμένος εμπρός απ’ τους τηλεοπτικούς δέκτες παρακολούθησα το δράμα λεπτό
προς λεπτό, με την εφηβική καρδιά μου να προσδοκά ότι ανά πάσα στιγμή θα ερχόταν
μια είδηση νίκης. Το άκουσμα ότι ο ελληνικός στρατός θα είχε πετάξει με
κλωτσιές τους εχθρούς απ’ τις βραχονησίδες. Όταν το τραγικό γεγονός της πτώσης
του ελικοπτέρου μεταδόθηκε, μαζί με τα τρία παλικάρια πέθανε κι ένα κομμάτι της
ψυχής μου. Η υποχώρηση και οι ευχαριστήσεις στους Αμερικανούς ήρθαν λίγες ώρες
αργότερα για να με καθηλώσουν σε μια βουβή μελαγχολία. Από εκείνη την μέρα –και
για πολύ καιρό μετά– στο βάθος της καρδιάς μου σιγόβραζε ένα δηλητήριο. Το
θυελλώδες εφηβικό μίσος με είχε πλημμυρίσει. Ήθελα να διαλύσω οτιδήποτε έβρισκα
μπροστά μου και θεωρούσα επιζήμιο για την πατρίδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό
δεν άργησε να έρθει και το επόμενο χτύπημα.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους Έλληνες και ξένοι
μοτοσικλετιστές, μετά από μια ευρωπαϊκή περιήγηση με τα δίτροχα θηρία τους,
αποφάσισαν να ολοκληρώσουν την οδηγητική τους απόλαυση στην Κύπρο. Οι αρχές του
ψευδοκράτους είχαν δηλώσει ρητά πως θα απαγόρευαν την πρόσβαση στα εδάφη τους.
Οι μοτοσικλετιστές υποστήριξαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αντίθετο με τις διεθνείς
συνθήκες και επέμειναν. Τελικά, η διαμάχη κατέληξε σε μια μικρή διπλωματική
σύγκρουση της ελληνοκυπριακής πλευράς με εκείνη του ψευδοκράτους.
Το απόγευμα της ενδεκάτης Αυγούστου έλαβαν χώρα επεισόδια
στην διάρκεια των οποίων Έλληνες της Κύπρου δοκίμασαν να υπερπηδήσουν την
συνοριακή γραμμή και να περάσουν μαζικά στα κατεχόμενα εδάφη. Επρόκειτο για μια
γενναία αλλά και ανέλπιδα επιλογή. Πρώτον γιατί οι πατριώτες εκείνοι βρέθηκαν
με άδεια χέρια μπροστά σε οργανωμένες ομάδες ένοπλων Τούρκων και δεύτερον γιατί
πρωθυπουργός της Ελλάδος ήταν ο Κώστας Σημίτης. Αποτέλεσμα των συμπλοκών υπήρξε
η δολοφονία του ελληνοκύπριου Τάσου Ισαάκ ενώπιον τηλεοπτικών συνεργείων τα
οποία μετέδωσαν το έγκλημα άμεσα και παγκοσμίως. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο
Κώστας Σημίτης προτίμησε να υποβαθμίσει το γεγονός (μαζί με την εθνική μας
αξιοπρέπεια) και να ακολουθήσει την λεγόμενη τακτική απεμπλοκής.
Τρεις μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 14 Αυγούστου του 1996, μετά την κηδεία του Ισαάκ, τα επεισόδια επαναλήφθηκαν. Ο ξάδελφος του δολοφονηθέντος, Σολωμός Σολωμού, ξέφυγε από τον στρατιωτικό κλοιό, μπήκε στην κατεχόμενη πατρίδα και σε μια συμβολική κίνηση σκαρφάλωσε με το τσιγάρο στο στόμα στον ιστό του συνοριακού φυλακίου για να κατεβάσει την σημαία του ψευδοκράτους. Λίγο πριν την φτάσει, ένας Τούρκος αξιωματούχος τον σκότωσε εν ψυχρώ με μια σειρά πυροβολισμών.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επισημάνω ότι μετά κι από αυτό το γεγονός η υπόληψη της Ελλάδος στον γεωπολιτικό χάρτη κατρακύλησε σε εξευτελιστικά επίπεδα, μολονότι αυτό είναι κάτι που οι αφηγήσεις της εξουσιαστικής ελίτ δεν θα συμπεριλάβουν ποτέ. Οι σκεπτόμενοι, όμως, δεν πρέπει ούτε να ξεχνάμε ούτε να παρασυρόμαστε. Ελίτ εξουσίας μπορεί να βρίσκονται πάντοτε απέναντί μας κατασκευάζοντας αφηγήσεις και πολιτικούς σαν τον Σαμαρά και τον Σημίτη. Κι εμείς θα είμαστε πάντα εδώ, ως εκφραστές μιας ελίτ αξιών, για να τους χαλάμε τα σχέδια. Με πρότυπα ανδρισμού τον Τάσο και τον Σολωμό, με τα χέρια σφιγμένα, τους μυς τεντωμένους και το τσιγάρο στο στόμα. Παντοτινά ρομαντικοί, αμετανόητοι εθνικιστές και διαρκώς προκλητικοί προς τον κόσμο της Νεωτερικότητας.
Θα κλείσω τούτο το άρθρο επιστρέφοντας σε μια ακόμη ανάμνηση
εκείνης της περιόδου. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο των παλικαριών στην Κύπρο
ξεκίνησε η τελευταία σχολική μου χρονιά. Έντεκα Σεπτέμβρη του 1996, πρώτη ημέρα
του εκπαιδευτικού έτους, κατά την διάρκεια του αγιασμού, τέσσερα παιδιά… εγώ, ο
Morias (ο σημερινός γραφίστας του περιοδικού μας),
ο Κωστής ο «ξανθός» και ο συμμαθητής μας ο Δημήτρης ο «Πετράν»… αποφασίσαμε να
διαταράξουμε την αστική κανονικότητα του σχολικού βίου.
Δυο μέρες πριν ο Morias, αποτυπώνοντας από
τότε την καλλιτεχνική του έφεση και χρησιμοποιώντας κάτι παλιά υφάσματα των
γονιών του, είχε φτιάξει μια σημαία του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Όταν ο
αγιασμός ολοκληρώθηκε τα έκπληκτα μάτια των καθηγητών και του ιερέα είδαν την
τουρκική σημαία να υψώνεται και τους τέσσερις μαθητές που στεκόμασταν στο τέλος
της σειράς να την πυρπολούμε, φωνάζοντας δυνατά για να ακουστούμε σε όλη την
πόλη, «η Κύπρος είναι ελληνική» και «Ισαάκ–Σολωμέ–ΔΕΝ ΘΑ ΣΑΣ ΞΕΧΝΩ ΠΟΤΕ» !
Σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, οι εικόνες των δυο ηρώων παραμένουν άσβηστες στην μνήμη μας. Με την Ελλάδα στην καρδιά, με το τσιγάρο στα χείλη.
Σχόλια:
Ανώνυμε, το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο θα αποτελέσει ένα ισχυρό όπλο του συστήματος στην προσπάθεια να φιμώσει κάθε ανεξάρτητη φωνή.
Ωστόσο, εκείνο που συνδέεται περισσότερο με τα όσα γράφω δεν είναι το αντιρατσιστικό αλλά οι δηλώσεις Βορίδη και λοιπών νεοδημοκρατών, οι οποίες παρουσιάζουν την χώρα να εισέρχεται δήθεν στην μεταμνημονιακή εποχή.....
η επιχείρηση κατασκευής συστημικής αφήγησης που λέγαμε.
Συγχαρητήρια για άλλη μια φορά για τη βαθειά αναλυτική σου ικανότητα Σταμάτη. Οι πολιτικές σου αναλύσεις, με στοιχεία φιλοσοφίας, ιδεολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών που γράφεις όλα αυτά τα χρόνια είναι ίσως τα αγαπημένα μου αναγνώσματα, από τότε που ήμουν στη Σχολή μας, μέχρι τώρα που τέλειωσα. Η ΦΛΕΦΑΛΟ και το πολύτιμο αρχείο του blog της μου έδωσαν πολλές απαντήσεις σε ερωτήματα που έθετα πάνω σε θέματα που με ενδιέφεραν από το Λύκειο ακόμα.
Επίτρεψέ μου να υπογράφω με νέο όνομα πια, νομίζω ήταν καιρός.
Ένα παραπάνω για κάποιους από εμάς που είδαμε ζωντανά (ως στρατιώτες) τη γκρίζα γη πέρα από το τείχος της ντροπής στην παλιά πόλη της Λευκωσίας...
11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1996
Paladin, η ΕΛΔΥΚ είναι πραγματικά ιστορική.
Patman, "εκεί μπορεί να είχες 10 και να στο κάνω 20, αλλά μπορεί να είχες 20 και να στο κάνω 10....αααα"
Να ναι καλά τα ζώα που χαίρονται με την μεγάλη μείωση στο πετρέλαιο. Ξανά τον χειροκρότησαν.
Χάρη, οι μάσκες έχουν πλέον πέσει. Αυτοί που εξακολουθούν να ψηφίζουν τη Νέα Δημοκρατία δεν πιστεύουν σε τίποτε απ' όσα υπόσχεται ο αχυράνθρωπος που ηγείται στο (από)κομμα τους. Μπορεί να τα χρησιμοποιούν σαν ένα ελάχιστο επιχείρημα στα καφενεία και στις κονωνικές τους επαφές όπου θα χρειαστεί να μιλήσουν πολιτικά. Ωστόσο, είναι σαφές, πως ούτε και οι ίδιοι τα πιστεύουν.
Ψηφίζουν Σαμαρά και Βενιζέλο απλά και μόνο γιατί έχουν μια πελατειακή σχέση μαζί τους, η οποία τους κάνει να προσδοκούν κάποιο κέρδος.
Αδιαφορούν για το αν η εθνική μας ανεξαρτησία έχει χαθεί, αν συμπολίτες αυτοκτονούν, αν η ανεργία είναι στο 30%. Τους αρκεί να εξασφαλίσουν κανά πενταμηνάκι άνετης εργασίας. Τους αρκεί το "ρουσφέτι" τους.
Αυτούς έχουμε απέναντί μας.
Αυτούς έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Σταμάτη, Patman, (...και με φως και χωρίς φώς...) Δεν Ξεχνώ.
Morias
Eπειδή, όμως, ο μαθηματικός "Πίζας" φαίνεται ότι έχει εγκλωβίσει τις αναμνήσεις μας, θα περάσω και στο άλλο ιερό τέρας των μαθηματικών, τον Νίκο Κάβουρα.
Κάθε Δευτέρα, πρώτη ώρα, στο μάθημα της άλγεβρας, με το που έμπαινε στην τάξη, για να μου σπάσει τον "τσαμπουκά" και να μας προσγειώσει από τις περιπέτειες του σαββατοκύριακου, με κατακεραύνωνε με το αλησμόνητο: "Μαμούτοσσ, στο (μ)πίνακα!"