του Σταμάτη Μαμούτου
Ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) ως λογοτέχνης κατατάσσεται στην γενιά των ρεαλιστών η οποία ανήλθε στο προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1880 και διαμόρφωσε τα λογοτεχνικά πρότυπα στην χώρα μας μέχρι και τις αρχές εκείνης του 1930. Ωστόσο μια συνολική μελέτη του έργου και της ζωής του που πέρα από τα μυθιστορήματα θα συμπεριλάβει την αρθρογραφία, την επιστολογραφία και την ιστορική του διαδρομή, μπορεί να βοηθήσει τον ερευνητή να αντιληφθεί ότι στον φιλοσοφικό και τον πολιτικό του στοχασμό καθώς επίσης και στην προσωπική του στάση ζωής, ο Δραγούμης αποτέλεσε έναν γνήσιο Έλληνα εκφραστή του ρομαντικού πνεύματος, μολονότι ο Ρομαντισμός είχε υποχωρήσει ως πνευματική τάση στην χώρα μας, ήδη από την δεκαετία του 1880.
Πολυσχιδής και φαινομενικά αντιφατικός ο Δραγούμης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρκετών μελετητών, δεν κατάφερε να ισορροπήσει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του επιρροές σε μια συνεκτική προσωπική πρόταση. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως η άποψη αυτή χωρά πολλή συζήτηση. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει σήμερα ικανοποιητικός αριθμός Ελλήνων ερευνητών που έχουν αντιληφθεί τι πραγματικά ήταν ο Ρομαντισμός. Και η αλήθεια είναι πως η κατανόηση ενός ρομαντικού στοχαστή καθίσταται από δύσκολη έως αδύνατη στην περίπτωση που δεν έχει μελετηθεί επαρκώς το ρομαντικό πεδίο.
Γνώμη μου είναι ότι η περίπτωση του Δραγούμη διαθέτει μια μοναδικότητα, ιδιότροπη βέβαια και με ριψοκίνδυνες ισορροπίες όπως καθετί ρομαντικό, στην οποία όμως μπορεί να ανιχνευθεί η προσωπική του πρόταση στο πνευματικό γίγνεσθαι της νεότερης Ελλάδος. Μέσω των φιλοσοφικών του αναζητήσεων ο Ίων Δραγούμης εισήλθε κατά την διάρκεια της ζωής του σε έναν πνευματικό αγώνα ο οποίος εκδηλώθηκε σε δυο πεδία. Σε εκείνο της ιδεολογίας και σε αυτό της απόπειρας να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία.
Στο πεδίο της ιδεολογίας ο Έλληνας στοχαστής προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους, τον οικουμενιστικό ανθρωπισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό. Από την μια ένοιωθε ότι ήταν ένας άνθρωπος που υιοθετούσε την εποπτική θέαση ενός οικουμενικού πνεύματος και από την άλλη αντιλαμβανόταν ότι ο στοχαστικός του προσανατολισμός ήταν προδιαγεγραμμένος από την εθνική του καταγωγή. Στα κείμενα του Δραγούμη αυτή η αντίθεση επανέρχεται συνεχώς και με ισχυρή ένταση. Η ισορροπία που επιχειρεί να επιτύχει τον κάνει να μοιάζει με πνευματικό σχοινοβάτη, που ενώ επιθυμεί να διαλεχθεί με την ιδέα της οικουμενικότητας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κύτταρο ενός συγκεκριμένου συλλογικού οργανισμού όπως είναι το έθνος. Όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε σε ένα χωρίο που παραπέμπει στην πολιτική σκέψη του Έντμουντ Μπέρκ «μεσ’ στην πατρίδα ταξιδεύω δουλευτής, μεσ’ στην πατρίδα θυμούμαι περασμένα, τωρινά κι ερχόμενα και πρέπει να είμαι δεσμός των παλαιών με τα μελλούμενα[1]», καθώς επίσης και σε μια δήλωση της οργανιστικής πολιτικής του αντίληψης υποστήριξε «εγώ δεν είμαι άτομο, μα πρέπει το άτομό μου να το καταλάβω για να νοιώσω πως δεν είμαι άτομο. Εγώ δεν είμαι τίποτα μπροστά στο Γένος[2]». Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί πως ο πνευματικός άνθρωπος είναι «πάντα ξένος, ερημοσπίτης, δίχως σταθμό και δίχως λιμάνι κανένα ποτέ[3]» και δεν κάνει τίποτε άλλο από το να «περπατεί στο δρόμο που η μοίρα του προόρισε. Βλέπει σα σε ζωγραφιά, και τη δική του ζωή και των άλλων ανθρώπων και τις ζωές ανθρώπων άλλων καιρών και την ιστορία όλη των ανθρώπων. Και μέσα σ’ αυτή την κοντή προοπτική, που ανοίγει τόσο μεγάλον ορίζοντα, σβήνουν και χάνονται οι ψιλοκοπιές της καθημερινής τους ζωής κι απομένουν μόνον εκείνα που χαράζονται άθελα στην ψυχή του, τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που αιώνια θα μείνουν ανάλλαχτα[4]».
Η αλήθεια είναι ότι η εν λόγω προβληματική είχε περιγραφτεί διαυγώς από τον πατέρα της ρομαντικής εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας, τον Γερμανό στοχαστή Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ. Ο Χέρντερ απάντησε σε αυτή την πρόκληση υποστηρίζοντας ότι το κάθε έθνος αποτελεί ένα απαραίτητο λουλούδι στον κήπο της οικουμένης. Η διαφορετικότητα των λουλουδιών είναι εκείνη που σηματοδοτεί με φυσικό τρόπο την ύπαρξη ενός κήπου και όχι η ύπαρξη μοναχά ενός τύπου λουλουδιού. Τα έθνη αποτελούν ψηφίδες στον καμβά της οικουμένης. Δίχως τις ψηφίδες αυτές ο καμβάς δεν υφίσταται. Συνεπώς, ο δρόμος της οικουμενικότητας περνά μέσα από τον εθνικισμό. Κι αν υπάρχει κάτι που απειλεί την οικουμενικότητα δεν είναι ο εθνικισμός και τα έθνη αλλά η προοπτική των διεθνιστικών ιδεολογιών και της παγκοσμιοποίησης , που εξομοιώνοντας τις ψηφίδες του καμβά της οικουμένης αφήνουν πίσω τους ένα μονοδιάστατο τίποτα. Ο Δραγούμης δεν κατάφερε να αποδώσει τόσο περιγραφικά μια κοσμοθεωρητική πρόταση υπεράσπισης του εθνικισμού ως προοπτική της οικουμενικότητας, όπως έκανε ο Χέρντερ. Υιοθέτησε όμως την ίδια στάση και έφτασε κοντά στο να το κάνει, πράγμα που γίνεται αντιληπτό μέσα από τα κείμενά του.
Έγραψε χαρακτηριστικά «πιστεύω πως μόνο εκείνος, που νοιώθει τον δικό του εθνισμό, μπορεί να νοιώσει καλά και των άλλων τις πατρίδες. Από τους ξένους μ’ αρέσουν όσοι νοιώθουν πως όλα τα έθνη μοιάζουν αναμεταξύ τους. Κρατούν ωστόσο την εθνική τους ψυχή και το ξέρουν[5]». Σε παρόμοιο ύφος συνέχισε σε άλλο σημαντικό αυτοβιογραφικό έργο του γράφοντας πως «και την ημέρα που τα έλεγε αυτά ο Αλέξης βρέθηκε σε δυο κύκλους από ανθρώπους της φυλής του, και ένοιωσε δυνατά πως δεν είναι ξεχωριστός από τη ζωή του έθνους του, και ούτε μπορεί να είναι σαν τόσους άλλους νέους που κάνουν τους πολιτισμένους, τους φραγκοφερμένους και τους κοσμοπολίτες. Αυτός χώνεται μέσα και ανακατώνεται και ζει μαζί με το έθνος του. Όμως δεν λησμονεί ούτε τότε, σαν άλλους πάλι νέους, τον εαυτό του και το όραμα της αιωνιότητας[6]». Αλλά και στο ημερολόγιό του δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι «όποιος δεν αγαπά πρώτα την πατρίδα του δεν μπορεί να αγαπά αληθινά την ανθρωπότητα[7]» και να συμπληρώσει λίγες αράδες πιο κάτω πως «το ζήτημα είναι να νοιώσεις, de sentir etde comprendre την ανθρωπότητα, και για να τη νοιώσεις πρέπει να έχεις νοιώσει τον εαυτό σου και για να νοιώσεις τον εαυτό σου πρέπει να έχεις νοιώσει την πατρίδα δηλαδή το έθνος σου, την κληρονομικότητά σου, την καταγωγή σου[8]».
Πέρα, πάντως, από την πνευματική μάχη που έδωσε στο πεδίο της ιδεολογίας προκειμένου να καταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα, ο Δραγούμης ενεπλάκη ταυτόχρονα σε έναν ακόμη αγώνα ιδεών. Το δεύτερο πεδίο της φιλοσοφικής του τριβής ήταν εκείνο στο οποίο έλαβε χώρα η απόπειρα να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία. Και σε αυτή την περίπτωση επιχείρησε μια δύσκολη ισορρόπηση ανάμεσα σε δυο ρομαντικούς αλλά διαφορετικούς πόλους. Τον ρομαντικό κυνικό εγωισμό του λόρδου Βύρωνα (που εννοιολογικά είχε αφομοιώσει ο Φρειδερίκος Νίτσε) από την μια και τον ρομαντικό ηρωικό εγωισμό του Τόμας Καρλάιλ (τον οποίο είχε ανανεώσει τόσο Μωρίς Μπαρρές όσο και οι εκφραστές των θεωριών ελίτ) από την άλλη. Με τον Καρλάιλ δια μέσω του Μπαρρές ή με τον Βύρωνα δια μέσω του Νίτσε; Αυτό ήταν το ερώτημα της ζωής του Δραγούμη.
Πριν καταλήξει στο σημείο εξισορρόπησης των παραπάνω επιρροών ο Έλληνας στοχαστής εκκίνησε υιοθετώντας μια αριστοκρατική μοναχικότητα, προκειμένου να εποπτεύσει τον κόσμο και να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Το πρώτο, αδημοσίευτο όσο ήταν εν ζωή, μυθιστόρημά του, που φέρει τον τίτλο «Το Μονοπάτι[9]», αποτελεί μια αυτοβιογραφική αναδρομή στην πνευματικά ταραχώδη εκείνη εποχή της νιότης, κατά την οποία προσπάθησε να συνδυάσει τις επιρροές και να αντιληφθεί τον πνευματικό του προσανατολισμό, κρατώντας αποστάσεις από τον κοινωνικό του περίγυρο. Ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο μοναχικός και καθαρά θεωρητικός αυτός τρόπος ζωής μπορεί να περιείχε κάποιους καρπούς γνώσης, ταυτόχρονα όμως ήταν βυθισμένος στην ανία. Μια ανία αταίριαστη με τον βίο που οραματιζόταν ένας ρομαντικός άντρας.
Ήταν τότε που ο Δραγούμης αποφάσισε να κάνει την ζωή του πιο ουσιαστική, προσθέτοντάς της δράση και οργανώνοντας τον βίο του πάνω στην διαλεκτική της σκέψης και της ενέργειας. «Άλλοτε και ο Αλέξης έμενε ευχαριστημένος μεταχειρίζοντας τη ζωή του σα μέσο για τη γνώση, θαρρούσε πως με τη σκέψη θα τα μάθαινε όλα[10]» έγραψε στο «Όσοι Ζωντανοί» και συνέχισε ως εξής, «τώρα του χρειάζεται να κάνει τη ζωή του όμορφη και για να γίνει τέτοια, πάλι με την σκέψη κατάλαβε πως πρέπει να έχει μέσα της και την ενέργεια[11]», για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «Σκέψη και Ενέργεια, αυτοί είναι οι δυο παράγοντες που η συλλογιά τους τον παίδεψε πολύ ώσπου να αποφασίσει πως τους χρειάζεται και τους δυο για να ζήσει στα γεμάτα[12]».
Ωστόσο, κάπου εκεί προέκυψε το εξής ερώτημα. Θα έπρεπε να εισέλθει στην κοινωνικό στίβο χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες του ξεχωριστού ανθρώπου, που ενδέχεται να διέθετε, για να κινητοποιήσει τις μάζες προκειμένου, απλά και μόνο, να δώσει νόημα και συναισθηματική ένταση στην ανία της πάντοτε αριστοκρατικής του ζωής, όπως προϋπέθετε η παράδοση του ρομαντικού εγωισμού η οποία αναγόταν στις εξάρσεις κυνισμού της ποιητικής ιδιοφυίας του λόρδου Βύρωνα; Έπρεπε δηλαδή, ένας πνευματικά ανώτερος άντρας που ασφυκτιούσε στην καθημερινή μετριότητα του κόσμου της υλικής εμπειρίας, προκειμένου να αποκτήσει ενδιαφέρον ο βίος του, να προκαλεί «ξεπίτηδες ταραχές για να γεμίζει με ζωή τις άδειες ώρες των ημερών του[13]»; Ή μήπως όφειλε να μπει στον κοινωνικό στίβο ως ένας αριστοκράτης ήρωας-οδηγός του ρου των πραγμάτων, κατευθύνοντας το ελληνικό έθνος προς τα εκεί που θα τον οδηγούσαν οι ενοράσεις του, βασιζόμενος στην ερμηνεία της ιστορίας που είχε παρουσιάσει κατά τον 19ο αιώνα ο Βρετανός ρομαντικός Τόμας Καρλάιλ; Στην δεύτερη αυτή περίπτωση θα έπρεπε να συμφωνήσει με την προοπτική που ήθελε όποιον «το έχει μέσα του να μπορεί, θελητά ή άθελα, να επηρεάζει τη μεγάλη μάζα, θα πάει να σταθεί στο επίπεδό της, θα χωθεί ως το λαιμό μέσα στα τρεχούμενα ιδανικά της, και από ‘κει θα πασκίσει να την τραβήξει κατά το δικό του καινούργιο ιδανικό[14]». Και τούτο γιατί «δεν είναι αξιοκαταφρόνητη η μεγάλη μάζα των ανθρώπων, αφού σ’ αυτήν επάνω ριζώνουν και ακουμπούν και δυναμώνουν και ακονίζονται και από μέσα της ξεχωρίζονται τα μεγάλα άτομα, οι διαλεχτοί, που δεν είναι ουρανοκατέβατα πουλιά μα οι ανθοί της ανθρωποσύνης[15]».
Ο Δραγούμης αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε αυτές τις δύο προοπτικές. Εκείνο που θεώρησε δεδομένο εξ αρχής ήταν ότι ο σημαντικότερος προορισμός της κοινωνίας είναι να γεννά τους άριστους. Τους ξεχωριστούς εκείνους ανθρώπους, δηλαδή, που διαθέτουν ιδιαίτερα χαρίσματα και μπορούν να συνδυάσουν την βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων με τον ενεργό βίο και την ζώσα βούληση. Εν συνεχεία, αναθεωρώντας μέχρι το τέλος της ζωής του την διαλεκτική ανάμεσα στον Βύρωνα και τον Καρλάιλ, επέλεξε να αφομοιώσει αρκετά στοιχεία απ’ τον τρόπο ζωής του πρώτου και να ισορροπήσει πνευματικά εγγύτερα στον δεύτερο. Ο Αλέξης, ο πλέον γνωστός αυτοβιογραφικός ήρωας των βιβλίων του, «συλλογίζουνταν πως σε κάθε έθνος μετρημένοι βρίσκονται οι άνθρωποι που είναι τα νεύρα του έθνους και η συνείδησή του, και ήθελε για το έθνος του να είναι ένας από αυτούς[16]».
Από το «Μονοπάτι» μέχρι και το «Σταμάτημα», δηλαδή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Δραγούμης επεξεργάστηκε μια τυπολογία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το συμπέρασμά του ήταν ότι τα στάδια του ανθρώπινου βίου μπορούν να χωριστούν σε τέσσερα επίπεδα. Στο τελευταίο είναι ο θάνατος. Στο τρίτο συναντά κανείς τον «χαμένο» άνθρωπο στον μέσο όρο του πλήθους. Στο δεύτερο βρίσκεται ο «μοναχός». Δηλαδή ο ξεχωριστός άντρας, που απομονώνεται από την κοινωνία αρνούμενος να συναναστραφεί με τον μέσο άνθρωπο και ως μόνη ευχαρίστηση στον υλικό του βίο έχει την γνώση. Τέλος, στο πρώτο στάδιο βρίσκεται ο «νικητής». Εκείνος ο ξεχωριστός άντρας, ο ήρωας-οδηγός της ιστορίας, ο οποίος -μολονότι είναι ανώτερος από τον μέσο άνθρωπο όπως και ο «μοναχός»- ζει μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και προσανατολίζει την ιστορία προς τα αρχέτυπα στα οποία τον οδηγούν οι ενοράσεις του. Είναι εκείνος που «δε δέχεται μονάχα αντρειωμένα την πίεση των πραγμάτων και των ανθρώπων, παρά και αγωνίζεται επιθετικά, γιατί πρέπει να ξοδέψει τα πλούτη του, τη δύναμή του την περισσευούμενη, την αλογάριαστη. Τίποτε δε διαλύνει μέσα του τον πόθο της γνώσης και της πάλης. Μπαίνοντας στις κοινωνίες των ανθρώπων ακονίζει το μυαλό του και τη θέλησή του κάθε ώρα, ενώ αν έμενε πάντα στον πύργο του κλεισμένος ή στην ερημιά του, ίσως και να αποκοιμιούνταν σε κανένα νιρβάνα[17]».
Όπως προανέφερα ο Δραγούμης διαλέχθηκε με το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τυπολογίας του, καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Την εποχή της νιότης, όταν και έγραφε το «Μονοπάτι», είχε υιοθετήσει μια «νιτσεϊκή» απομόνωση από τα κοινωνικά δρώμενα προκειμένου να εποπτεύσει τον κόσμο και να συγκροτήσει τις κοσμοθεωρητικές του αρχές. Βίωνε, δηλαδή, την κατάσταση του σταδίου που στην τυπολογία του εξέφραζε ο «μοναχός». Αργότερα, στην εποχή της πνευματικής ωρίμανσης, αποφάσισε να εισέλθει στον κοινωνικό στίβο ως άλλος ρομαντικός ήρωας του Καρλάιλ, βιώνοντας την κατάσταση του «νικητή», χωρίς όμως να σταματήσει να προβληματίζεται μέσω «βυρωνικών» νοητικών οδών και για το αν όντως το αληθινό υπόβαθρο της προσωπικότητάς του ταίριαζε περισσότερο με τον τύπο του «μοναχού». Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, το «Σταμάτημα», όντας εξόριστος και κουρασμένος από την πολιτική δράση, μέσα από τα λόγια ενός ακόμη αυτοβιογραφικού του ήρωα, εξομολογήθηκε ότι είχε επιστρέψει σε έναν τρόπο ζωής με γνωρίσματα του τυπολογικού του «μοναχού». «Δεν είμαι όμως, φαίνεται, αρκετά δυνατός και ούτε θα γίνω, ώστε να αντέχω πολύ στη συντροφιά των ανθρώπων. Δεν έχω κοινωνικά προσόντα και η πάλη με τους αντίμαχους ανθρώπους με κουράζει. Μπορεί και στην κοινωνία να κρατώ τις αντιλήψεις μου, αλλά δεν έχω δύναμη να κοπιάσω να τους πείσω. Γεννήθηκα για μοναχός και για μοναχικά έργα, όσο και να με τραβά κάποτε η συναναστροφή των ανθρώπων[18]» λέει πολύ χαρακτηριστικά ο λογοτεχνικός Δημήτρης του Δραγούμη, για να φροντίσει ο δημιουργός του να τον διαψεύσει, επιστρέφοντας στην πολιτική δράση και την ενέργεια του «νικητή» μετά το τέλος της εξορίας του, πράγμα που τελικά θα του στοίχιζε και την ζωή του.
Όλα δείχνουν να ρέουν αδιαλείπτως στο φιλοσοφικό σύμπαν του Ίωνα Δραγούμη, αποκρυσταλλώνοντας όμως σε συγκεκριμένες στιγμές πολύ ενδιαφέροντα πνευματικά σχήματα. Στον τομέα της πολιτικής του θεωρίας ο εθνικισμός θριάμβευσε στο χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της εξορίας του. Αλλά από τότε κι έπειτα θα μπολιαστεί κι αυτός με σχήματα των ιδεολογιών του ανθρωπιστικού αναρχισμού και του σοσιαλισμού, που γοήτευσαν τον Ίωνα μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μολονότι εθνικιστικές αφηγήσεις υπήρξαν στην Ελλάδα από την εποχή του Ρομαντισμού κατά τον 19ο αιώνα, ο Δραγούμης θαρρώ πως αποτέλεσε τον πρώτο πολιτικό θεωρητικό του εθνικισμού στην χώρα μας γιατί δεν έμεινε σε κάποιες αφηγήσεις περί της ιστορικής ενότητας ή της σημασίας του έθνους, όπως έκαναν ο Παπαρρηγόπουλος και οι παλαιότεροι στοχαστές, αλλά αντιθέτως προχώρησε σε πολιτικές προτάσεις οργάνωσης του δημόσιου βίου στον τομέα της οικονομίας, της διοίκησης, της πολιτειακής κατάστασης, της εξωτερικής πολιτικής και του πολιτισμού, έχοντας ως βάση την εθνικιστική θεωρία. Σε άρθρα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς[19]» και κυρίως στο εθνικιστικό μανιφέστο «Ελληνικός Πολιτισμός[20]» μπορεί κανείς να διαβάσει αυτές του τις προτάσεις. Ωστόσο, μετά το 1917 η ισορροπίες στην πολιτική του θεωρία άλλαξαν. Όπως έγραψε στο ημερολόγιό την 10η Φεβρουαρίου του 1919 «βαρέθηκα όλους τους ιμπεριαλισμούς και τα επιχειρήματά τους, βαρέθηκα όλους τους διπλωμάτες και τη διανοητικότητά τους. Είμαι πιο κοντά στους λαούς και στα αισθήματά τους, είτε εθνικιστικά είτε σοσιαλιστικά[21]» ενώ την 18η Μαρτίου του ίδιου έτους διερωτήθηκε «τι είμαι; εθνικιστής; κοινωνιστής;[22]» για να απαντήσει «όλ’ αυτά, αλλά προπάντων άνθρωπος[23]» και να διατυπώσει λίγο πιο κάτω έναν επαναστατικό λόγο ρομαντικού σοσιαλισμού, γράφοντας ότι «δεν είμαι σοσιαλιστής όσο ο σοσιαλισμός ενεργεί για το ισοπέδωμα των ανθρώπων προς τα κάτω. Είμαι σοσιαλιστής όσο ενεργεί ο σοσιαλισμός για το λυτρωμό των ανθρώπων από τα τωρινά κράτη, τους κεφαλαιοκράτες και τους λοιπούς κυρίους τους, από τους δεσπότες και τυράννους, όσο ενεργεί για την ελευθερία του κάθε ατόμου να μπορεί να ανέβει όχι κοινωνικά μα ηθικά[24]», προκειμένου να δηλώσει την 6η Απριλίου πως υπήρχε «μια περίοδο της ζωής μου εθνικιστική (από τα 1902 ως τα 1914 απάνω κάτω). Έπειτα έβαλα μια petition deprincipe στο νασιοναλισμό μολονότι ενεργούσα σύμφωνά του. Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ[25]».
Όλα δείχνουν να ρέουν, λοιπόν, στο φιλοσοφικό σύμπαν του Ίωνα Δραγούμη. Όλα εκτός από κάτι που παρέμεινε μέχρι το τέλος σταθερό. Κι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από την αντίθεση στον φιλελευθερισμό και στον υλισμό του Διαφωτισμού, που προσωποποιήθηκε στην σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μια αντίθεση που προέκυψε ως συνέπεια της αναλλοίωτης και διαχρονικής υιοθέτησης από την μεριά του Δραγούμη αξιών και θέσεων της πολιτικής παραδοσιοκρατίας.
Αναφερόμενος στην έννοια της πολιτικής παραδοσιοκρατίας οφείλω να διευκρινίσω ότι πρόκειται για μια τάση του Ρομαντισμού, η οποία προκρίνει την θέση ότι κάποιες πολιτικές ιδέες, αξίες και συμπεριφορές που υιοθετούνταν πριν την Γαλλική Επανάσταση και τη νεωτερική εποχή δεν θα πρέπει να παραμεληθούν ασυζητητί προς χάριν της αφηρημένης έννοιας που οι οπαδοί του φιλελευθερισμού αποκαλούν «πρόοδο». Ωστόσο, ως απόρροια του Ρομαντισμού, η παραδοσιοκρατία δεν ταυτίζεται με την «συντηρητική» εμμονή σε παλαιούς τύπους και παραδόσεις. Αντιθέτως, βασιζόμενη στην αντίληψη ότι εντός της παράδοσης ανιχνεύεται η ουσία της ψυχής ενός έθνους (πράγμα που ο νεωτερικός φιλελευθερισμός του Διαφωτισμού αποσιωπεί συστηματικά) στρέφεται προς το παρελθόν, όχι όμως για να μείνει σε μια ανακύκλωση παλαιών στερεοτύπων μα προκειμένου να επαναφέρει την ουσία της συλλογικής εθνικής ψυχής στο ιστορικό προσκήνιο, ακόμη και μέσω νέων πολιτισμικών σχημάτων.
Ο Δραγούμης υπήρξε σε όλη του την ζωή υποστηρικτής και εκφραστής της παραδοσιοκρατικής ρομαντικής τάσης. Στο «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα» παρέθεσε μια χαρακτηριστική ρομαντική κατάκριση του νεωτερικού επιστημονικού ορθολογισμού, υποστηρίζοντας ότι «η τωρινή επιστήμη από την επιστήμη του Αριστοτέλη μοναχά λίγους περισσότερους κόκκους ή λεπτομέρειες ξεχώρισε[1]» και συνέχισε «ο κόσμος της δεν είναι πλατύτερος από του Αριστοτέλη, είναι μόνον αναλυτικότερος[2]». Στο ίδιο βιβλίο ο αυτοβιογραφικός λογοτεχνικός Αλέξης του Δραγούμη προχωρά σε έναν ερημότοπο της Μακεδονίας μαζί με έναν Έλληνα γιατρό. Εκείνος διαμαρτύρεται για την παλαιότητα των δρόμων της περιοχής αλλά ο Αλέξης του απαντά με παραδοσιοκρατικά εθνικιστικό ύφος πως «εμένα μ’ αρέσει όπως είναι και τρέμω μην οι Φράγκοι μας τη χαλάσουν με τον πολιτισμό τους. Τη σημερινή, τη λυπημένη μου χαρά για την αγριάδα και την εγκατάλειψη που είναι τριγύρω μου, τη φαρμακώνει με την πίκρα της η γνώση πως θα ρθει ένας καιρός που θα έχει νόμους και ευνομία περίσσια ο τόπος τούτος, και οι άνθρωποι αντί να είναι κλέφτες θα είναι ψηφοφόροι[3]». Κι όταν ο γιατρός του αντιτείνει ότι είναι πολιτισμένος και δεν του αρέσουν οι μεσαιωνικές και άγριες αντιλήψεις, ο Αλέξης διερωτάται «ποιος ξέρει αν ο πολιτισμός δεν είναι άλλο παρά εκφυλισμός;[4]» Αλλά και στο βιβλίο «Σαμοθράκη» ο Δραγούμης απορρίπτει τον φιλελεύθερο νεωτερικό ατομικισμό, γράφοντας ότι «το άτομο δεν υπάρχει. Είναι μοναχά αίσθημα των αδύνατων και των κουρασμένων. Είναι το στένεμα της ψυχής τους. Μπορούν ίσως και να γιατρευτούν αυτοί από την αδυναμία τους, αν ανοίξουν τα μάτια τους και αναλύσουν το εγώ τους ως το βάθος. Τότε θα δουν ποιες είναι οι ρίζες και τα δεσίματά τους[5]». Επίσης, στο «Σταμάτημα», μολονότι γράφτηκε την εποχή που είχε αρχίσει να διαλέγεται και με ανθρωπιστικές πολιτικές θεωρίες, ο Δραγούμης υπενθυμίζει τις παραδοσιοκρατικές του καταβολές, γράφοντας «πόσο λιγότερο είχαν την ψυχή τους στα χείλη οι άνθρωποι άλλων εποχών, οι μεσαιωνικοί, έξαφνα, ως στη γαλλική επανάσταση. Όσο γίνονται δημοκρατικότερα τα πολιτεύματα και όσο γενικεύεται η εγγραματοσύνη, τόσο και ανεβαίνουν όλα τα σωθικά μας προς τα χείλη και βγαίνουν με λόγια και άλλα λόγια. Όλοι μιλούν τώρα, σαν παπαγάλοι, σα μαϊμούδες, για όλα τα πράγματα, σα να τα ήξεραν όλα και σα να μην υπάρχει γι αυτούς τίποτε κρυμμένο ή αμφίβολο[6]». Ωστόσο, ακολουθώντας μια παραδοσιοκρατική γραμμή και προσπαθώντας να αποφύγει τον «στενό συντηρητισμό», ο Έλληνας στοχαστής έκανε διάκριση ανάμεσα στην «ενεργό παράδοση» και την «εμμονή στο χθες». Συγκεκριμένα, στο «Όσοι Ζωντανοί», όταν ένας νεαρός μαρξιστής λέει ότι όλες οι παραδόσεις αποτελούν προλήψεις που πρέπει να ξεριζωθούν, ο Δραγούμης απαντά μέσω του λογοτεχνικού Αλέξη «όχι πάντα. Καταντούν προλήψεις άμα τις κρατά ένα έθνος, ενώ ολοφάνερα το εμποδίζουν να προκόψει. Μα όσο οι παραδόσες χρησιμεύουν σ’ ένα έθνος για να δυναμώνουν τη ζωή του ενόνοντας τα άτομά του, είναι ωφέλιμες[7]» ενώ στο μανιφέστο του που φέρει τον τίτλο «Ελληνικός Πολιτισμός» συμπληρώνει «τη λυγερή ισορροπία μεταξύ παράδοση και δημιουργία, συντηρητικότητα και προοδευτικότητα πρέπει να τη βρει το έθνος και τότε θα ζήσει στα γεμάτα, ζωή πλούσια και ακέρια[8]».
Ο Ίωνας Δραγούμης υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εκφραστές του νεοελληνικού πνεύματος. Στοχαστής και ταυτόχρονα μαχητής, οργάνωσε ομάδες ανταρτών, αρθρογράφησε, αγωνίστηκε, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε για να καταστεί τελικά ένας από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού βίου των πρώτων δυο δεκαετιών του 20ου αιώνα. Γοητευτικός και δυσνόητος, εθνικιστής και άναρχος, φιλόσοφος, πολιτικός και λογοτέχνης, μπορεί να ακροβάτησε στο μεταίχμιο διαφορετικών πνευματικών πεδίων, παρέμεινε όμως μέχρι το τέλος ρομαντικός. Πράγμα που τελικά του στοίχισε την ζωή, καθώς δολοφονήθηκε από τάγμα εφόδου της αστικοφιλελεύθερης καπιταλιστικής δεξιάς την 31η Ιουλίου του 1920.
Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη ήταν μια πράξη, που πέρα από το φρικτό της περιεχόμενο, απέκτησε και ιδιαίτερη συμβολική αξία. Και τούτο γιατί κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει διαχρονικά η ελλαδική καπιταλιστική δεξιά την ιδεολογία του εθνικισμού στην χώρα μας. Στο νου των ιθυνόντων της εγχώριας δεξιάς η στρατηγική της εξόντωσης του ελληνικού εθνικισμού αποδεικνύεται διαχρονικά σαγηνευτική.
Στην περίπτωση της δολοφονίας του Δραγούμη η ιστορική έρευνα φαίνεται πως προσανατολίζεται προς το συμπέρασμα ότι ο εμπνευστής της ήταν μάλλον ο παλαιός, ισχυρός, φιλελεύθερος πολιτικός Εμμανουήλ Μπενάκης. Ίσως να έχει σημασιολογικό ενδιαφέρον το ότι πολλά χρόνια αργότερα, μια συγγενής του εν λόγω πολιτικού, εκλεγμένη σε βουλευτικό αξίωμα από το φιλελεύθερο κόμμα της χώρας, υποδέχτηκε τον πρόεδρο της δημοκρατίας με την αινιγματική δήλωση -που τελικά επαληθεύτηκε- ότι κατά την διάρκεια της θητείας του μέρος της εθνικής ανεξαρτησίας θα απολεσθεί….
Εικόνα 1: Ο Ίων Δραγούμης σε νεαρή ηλικία δίπλα στην Πηνελόπη Δέλτα
Εικόνα 5: Ο Δραγούμης εξόριστος στην Γαλλία. Δίπλα του ο Δημήτρης Γούναρης και η Ειρήνη Πεσματζόγλου.
[1] Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», σελίδα 91, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[2] Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», σελίδα 17, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[3] Ίων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 176, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2006.
[4] Ίων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 180, εκδόσεις πελεκάνος, Αθήνα 2006.
[5] Ιων Δραγούμης, «Σαμοθράκη», σελίδα 111, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2009.
[6] Ιων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 24,εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2006.
[7] Αρχείο Ίωνα Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου Στ’ (1918-1920)», σελίδα 58, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1987.
[8] Όπως παραπάνω, σελίδα 58.
[9] Ίων Δραγούμης, «Το Μονοπάτι», εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[10] Ίων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 71, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2006.
[11] Όπως παραπάνω, σελίδα 71.
[12] Όπως παραπάνω, σελίδα 72.
[13] Όπως παραπάνω, σελίδα 33.
[14] Όπως παραπάνω, σελίδα 172.
[15] Όπως παραπάνω, σελίδα 172.
[16] Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», σελίδα 109, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[17] Ίων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 178, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2006.
18] Ίων Δραγούμης, «Σταμάτημα», σελίδα 45, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[19] Ίων Δραγούμης, «Μελέται», εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2014.
[20] Ίωνος Δραγούμη, «Ελληνικός Πολιτισμός», εκδόσεις Φιλόμυθος, Αθήνα 1993.
[21] Αρχείο Ίωνα Δραγούμη, «Φύλλα Ημερολογίου Στ’ (1918-1920)», σελίδα 41, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1987.
[22] Όπως παραπάνω, σελίδα 57.
[23] Όπως παραπάνω.
[24] Όπως παραπάνω, σελίδα 58.
[25] Όπως παραπάνω, σελίδες 72-73.
[26] Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», σελίδα 111, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[27] Όπως παραπάνω.
[28] Όπως παραπάνω, σελίδα 51.
[29] Όπως παραπάνω.
[30] Ίων Δραγούμης, «Σαμοθράκη», σελίδες 94-95, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2009.
[31] Ίων Δραγούμης, «Σταμάτημα», σελίδα 51, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992.
[32] Ίων Δραγούμης, «Όσοι Ζωντανοί», σελίδα 49, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2006.
[33] Ίωνος Δραγούμη, «Ελληνικός Πολιτισμός», σελίδα 90, εκδόσεις Φιλόμυθος, Αθήνα 1993.
Σχόλια:
«πιστεύω πως μόνο εκείνος, που νοιώθει τον δικό του εθνισμό, μπορεί να νοιώσει καλά και των άλλων τις πατρίδες. Από τους ξένους μ’ αρέσουν όσοι νοιώθουν πως όλα τα έθνη μοιάζουν αναμεταξύ τους. Κρατούν ωστόσο την εθνική τους ψυχή και το ξέρουν[5]». TΕΛΕΙΟ!!!!
Εκπληκτικό κείμενο. Θεωρώ -και το λέω εδώ και χρόνια- πως αυτά τα κείμενα το Σταμάτη Μαμούτου, θα πρέπει να βρουν το δρόμο έκδοσης τους σε ένα συνολικό βιβλίο...
Μαίρη, επρόκειτο όντως για έναν σπουδαίο Έλληνα.
Χρήστο, οψόμεθα......
Χρήστο, οψόμεθα......
Σταμάτη,
Βρήκα κάποια στοιχεία που τα θεωρώ αξιοποιήσιμα στα ηλεκτρονικά αρχεία της Εθν. Βιβλιοθήκης(κατάλογος εφημερίδων).Στην εφημερίδα Ρ. 10/7/20. Άρθρο με επικεφαλίδα
'ο εμψυχωτής'. Αναφέρεται σε θεατρικό έργο του Ερρίκου Μπατάιγ που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όλα τα φύλλα της περιόδου Μα-Ιούλ 20 που ερεύνησα πρόχειρα
παρουσιάζουν παρόμοιο ενδιαφέρον.Το πρόβλημα είναι η ποιότητα του αρχείου -είναι αίσχος.Επίσης λείπουν πάρα πολλά φύλλα.
Θα τα πούμε- Γιώργος
Βρήκα κάποια στοιχεία που τα θεωρώ αξιοποιήσιμα στα ηλεκτρονικά αρχεία της Εθν. Βιβλιοθήκης(κατάλογος εφημερίδων).Στην εφημερίδα Ρ. 10/7/20. Άρθρο με επικεφαλίδα
'ο εμψυχωτής'. Αναφέρεται σε θεατρικό έργο του Ερρίκου Μπατάιγ που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Όλα τα φύλλα της περιόδου Μα-Ιούλ 20 που ερεύνησα πρόχειρα
παρουσιάζουν παρόμοιο ενδιαφέρον.Το πρόβλημα είναι η ποιότητα του αρχείου -είναι αίσχος.Επίσης λείπουν πάρα πολλά φύλλα.
Θα τα πούμε- Γιώργος