του Αριστείδη Χριστοφοράκη
Τετάρτη χάραμα κι εσύ κάθεσαι πάλι στο μπαλκόνι. Κοιτάζοντας τον νυχτερινό ουρανό, αναρωτιέσαι «γιατί;». Αυτό το «γιατί» που σε τυραννάει για χρόνια και που συνεχίζεις να ασχολείσαι ακόμη μαζί του. «Καλός μαλάκας και του λόγου σου…». Το τσιγάρο στα χείλη σου κοντεύει να σβήσει μέχρι να ξεφύγεις απ’ την σκέψη που σ’ έχει απορροφήσει. Κοιτάζεις το πακέτο με τα τσιγάρα. Είναι άδειο. Συνειδητοποιείς πως ήταν το τελευταίο και πως ξημερώνει.
«Άλλο ένα βράδυ πέρασε κι εσύ δεν είσαι εδώ» μουρμουρίζεις σιωπηλά στον εαυτό σου. «Άλλο ένα βράδυ πέρασε και την ώρα μου χαράμισα. Όπου να ‘ναι θα ξυπνήσει η γυναίκα. Ποιος την ακούει πάλι που θα φωνάζει επειδή ξενύχτησα. Πάλι καλά που δεν ήπια σήμερα…»
Πριν προλάβεις να γυρίσεις για να μπεις στο σαλόνι, ξαφνικά, κάποιος κλείνει τα μάτια σου κι ακουμπάει το στήθος του στην πλάτη σου.
«Μάντεψε!» αναφώνησε χαρούμενα.
«Έλα βρε Χαρά, πού την βρήκες την όρεξη πρωί – πρωί, ακόμη δεν ξύπνησες;»
«Είμαι χαρούμενη σήμερα. Ξέρεις τι μέρα είναι;» απάντησε κι ύστερα μ’ αγκάλιασε. Ακούμπησε με στοργή κι αγάπη το κεφάλι της στο στήθος μου. Απέμεινε εκεί χαμογελώντας με τα μάτια της κλειστά.
Δεν μίλησα παρά μόνο την αγκάλιασα. Σκέφτηκα πως δεν μου γκρίνιαξε ακόμη, ίσως επειδή ήταν πολύ χαρούμενη για την προαγωγή της την ημέρα των γενεθλίων της. Ίσως να μην ήθελε να χαλάσει την ημέρα μας και την διάθεσή της φωνάζοντας.
«Καφέ θες;»
«Ναι».
«Ωραία. Πήγαινε να ετοιμαστείς σιγά – σιγά και θα σου φτιάξω εγώ καφέ και πρωινό σήμερα».
Με κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα μου ‘δωσε ένα πεταχτό φιλί. «Ευχαριστώ αγάπη μου» είπε καθώς επέστρεψε στο σαλόνι.
Μια στιγμή αργότερα βρέθηκα καθισμένος στην τραπεζαρία, να πίνω τον καφέ μου περιμένοντας την Χαρά να ετοιμαστεί για να έρθει να φάμε μαζί πρωινό. Φορούσα ακόμη τα ίδια ρούχα με το προηγούμενο βράδυ. Ούτε την γραβάτα μου δεν είχα βγάλει. Με το που γύρισα σπίτι βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκόνι. Κάποια μέρα δεν θ’ αντέξω τις σκέψεις μου.
Είχε ξημερώσει η ημέρα των γενεθλίων της γυναίκας μου. Είχε πάρει προαγωγή κι εγώ αντί να βγω και να της πάρω κάποιο δώρο, πέρασα μια μέρα περιμένοντας να γυρίσω σπίτι και να περάσω ολόκληρο το βράδυ στο μπαλκόνι. Φοβάμαι πως τούτη δω η ιστορία δεν θα χει καλό τέλος, πως θα πληγώσω την χαρά και αυτό δεν το θέλω καθόλου.
Παγώνουν οι σκέψεις μου κι επιστρέφει το ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπό μου την στιγμή που η χαρά μπαίνει στην κουζίνα και κάθεται δίπλα μου. Συνεχίζω να πίνω τον καφέ μου ατάραχα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.
«Κοίτα να κοιμηθείς μόλις φύγω, δεν μπορώ να σε βλέπω χάλια. Δεν σου κάνει καλό να ξενυχτάς και να πίνεις καφέδες για ν’ αντέχεις τις μέρες».
«Μην ανησυχείς. Θα κοιμηθώ. Το βράδυ θα σε βγάλω έξω για την διπλή γιορτή» της είπα κοιτάζοντας την στα μάτια, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εντάξει. Σ’ εμπιστεύομαι. Αν και το ‘χεις κάνει στο παρελθόν, ελπίζω πως δεν θα με πληγώσεις σήμερα, μέρα που ‘ναι».
«Το παρελθόν, Χαρά, είναι παρελθόν. Σου είχα πει πως δεν θα σε πλήγωνα ξανά».
«Θάνο, μην μου λες ψέματα και μην ψεύδεσαι στον εαυτό σου. Ξέρω πολύ καλά πως ακόμη σε τρώει μέσα σου ο θάνατός της. Δεν θέλω να πιστεύω ότι μετά από τόσο καιρό είσαι ακόμη ερωτευμένος μαζί της,.
Απέφυγα ν’ απαντήσω. Χαμήλωσα το κεφάλι και καθώς κοίταζα τον καφέ μου, ένιωθα πως το βλέμμα της ήταν ακόμη καρφωμένο πάνω μου. Δεν ήξερα τι έπρεπε να της πω. «Ναι, έχεις δίκιο;». «Ναι, την αγαπάω ακόμη;». «Σε νυμφεύθηκα επειδή πίστεψα πως θα την ξεπερνούσα;». Ή, μήπως, έπρεπε να της πω πως την παντρεύτηκα μόνο και μόνο για να την βοηθήσω με την ζωή της; Έπρεπε να πω πως θυσιάστηκα για να έχει να ζει εκείνη και η οικογένειά της;
Αντί για κάποια εξομολόγηση την ρώτησα τι ώρα θα σχολούσε για να περνούσα να την πάρω από την δουλειά με την μηχανή.
«Δεν χρειάζεται να με πάρεις σήμερα από την δουλειά. Θα πάμε με τις φίλες μου για καφέ, να το γιορτάσουμε κι ύστερα θα έρθω με ταξί να ετοιμαστώ και να βγούμε οι δυο μας το βράδυ».
«Εντάξει, αγάπη μου. Να περάσεις καλά με τις φίλες σου» της είπα την ώρα που έφευγε.
«Ευχαριστώ μωράκι μου».
Ήξερα πως δεν θα κοιμόμουν πάλι την στιγμή που έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήξερα πως θα μ’ έτρωγαν οι σκέψεις και η στεναχώρια. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Έπρεπε να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ γιατί είχε φτάσει η ώρα της επιστροφής της στο σπίτι. Δεν ήθελα να καταλάβει πως δεν κοιμήθηκα.
Είχα πάρει την μεγάλη απόφαση να τελειώσω τα πάντα εκείνο το βράδυ. Μέσα μου ήμουν σίγουρος πως θα τελείωναν όλα αυτά μια και καλή. Δεν άντεχα να με τρώει άλλο αυτό. «Η θα το φάω εγώ, ή αυτό, άλλη λύση δεν υπάρχει» είπα στον εαυτό μου.
Εν τω μεταξύ η Χαρά είχε επιστρέψει και περίμενε να ντυθώ. Δεν έπρεπε να καταλάβει κάτι μέχρι την στιγμή που θα φτάναμε στο μαγαζί. «Είμαι έτοιμος» της είπα καθώς πήγαινα προς το μέρος της για να την αγκαλιάσω.
«Ωραία. Κοιμήθηκες καθόλου;» με ρώτησε την στιγμή που την έπιασα απ’ τη μέση.
«Ναι» της απάντησα κι εκείνη με κοίταξε μα δεν μίλησε. Ίσως να το είχε καταλάβει μα δεν έκανε κανένα σχόλιο.
Η ώρα περνούσε καθώς καθόμασταν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο και τρώγαμε σιωπηλά. Αποφεύγαμε και οι δύο την συζήτηση. Εγώ γιατί δεν ήξερα πώς να την ξεκινήσω. Εκείνη επειδή δεν ήθελε να ξεκινήσει. Η σιωπή θα τελείωνε στο σημείο που έπρεπε να της δώσω ένα δώρο που ποτέ δεν αγόρασα. Ένα δώρο που ξέχασα να αγοράσω.
«Δεν θα μου δώσεις το δώρο μου;» με ρώτησε η Χαρά. Εκείνη ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι όλα είχαν τελειώσει. Πως δεν υπήρχε πια γυρισμός.
«Ξέρεις… Δεν σου πήρα δώρο. Το ξέχασα χθες»
«Και σήμερα, όλη την ημέρα, τι έκανες;» με ρώτησε με θυμωμένο βλέμμα ύστερα από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής. «Αφού δεν κοιμήθηκες! Πήρα τις καρακάξες να πάμε για καφέ, μόνο και μόνο για να πάς να πάρεις κάτι ακόμη κι αν έκανες το θαύμα να κοιμηθείς το πρωί!»
«Ξέρεις ότι με καίει άλλο πράγμα τόσο καιρό κι όχι η προαγωγή σου ή γενικότερα εσύ».
«Τότε γιατί παντρευτήκαμε; Για να μ’ έχεις προσπαθώντας να ξεπεράσεις μια νεκρή ή επειδή με λυπήθηκες και δεν ήθελες να με πληγώσεις».
«Και για τα δύο» της απάντησα.
«Μάλιστα… Κατάφερες να με πληγώσεις πολύ περισσότερο μ’ αυτά που έκανες από το όσο θα με πλήγωνες πριν πέντε χρόνια αν μου έλεγες πως ήσουν ερωτευμένος με μία που σε παράτησε, σε πλήγωσε και σ’ έκανε σκουπίδι. Θα το εκτιμούσα περισσότερο, θα το δεχόμουν και θα κοιτούσα να φτιάξω την ζωή μου όπως μπορούσα. Μπορεί να μέναμε στο νοίκι ή να μην είχαμε να φάμε με την μάνα μου, μα τουλάχιστον δεν θα ήμουν πληγωμένη, γνωρίζοντας πως ο μοναδικός άνθρωπος που αγάπησα και με βοήθησε, μου είπε την αλήθεια κι ήταν ειλικρινής μαζί μου».
«Προτίμησα να σε δω να ζεις με αξιοπρέπεια κι έλπιζα να ‘σαι ευτυχισμένη δίπλα μου αν κατάφερνα ποτέ να την ξεπεράσω. Αλλά, βλέπεις, εκεί που παραλίγο να τα καταφέρω, πήγε και πέθανε. Κάποιος μπήκε στο σπίτι της και τη σκότωσε για μερικά λεφτά. Δεν ερχόταν σε μένα καλύτερα που έχω τόσα; Όσα και ν’ απέκτησα· λεφτά, φήμη, δόξα· δεν ήταν αρκετά για να ‘μια ευτυχισμένος γιατί δεν την είχα. Με όλα αυτά θα μπορούσα να έχω οποιαδήποτε ήθελα εκτός από αυτή! Ειρωνικό δεν είναι; Άλλοι σκοτώνουν για μερικά λεφτά επιζητώντας την ευτυχία κι εγώ που έχω τόσα δεν είμαι ευτυχισμένος».
«Πιστεύεις πως θα κατάφερνα να μ’ ευτυχισμένη δίπλα σου ενώ εσύ δεν ήσουν; Θάνο, μάλλον δεν έμαθες ποτέ ούτε τι είναι ευτυχία, ούτε τι είναι αγάπη. Θα παρέμενα φτωχή για πάντα αν εσύ ήσουν χαρούμενος χωρίς εμένα και ξέρεις γιατί; Γιατί αγάπη είναι να θέλεις ο άλλος να είναι χαρούμενος ό,τι κι αν κάνει. Αν θέλεις να είναι χαρούμενος μόνο όταν είναι μαζί σου, είσαι εγωιστής και δεν ξέρεις ν’ αγαπάς. Μάλλον, δεν αξίζει να αγαπάς ούτε και να αγαπιέσαι. Από εκεί που σε αγαπούσα όσο τίποτα άλλο κατάφερες να με κάνεις να σε μισώ και να μην θέλω ούτε να σε βλέπω μπροστά μου. Να τα χέσω και τα φράγκα και την δουλειά και την δόξα όταν δεν είμαι ευτυχισμένη κι όταν δεν είσαι ευτυχισμένος! Αλλά, τι στα λέω; Όταν δεν σε νοιάζουν όλα αυτά κι εσύ κοιτάς μόνο την πάρτη σου και το πώς να ξεπεράσεις ένα πτώμα; Εγώ φεύγω. Καληνύχτα» είπε μονοκοπανιά κι έπειτα σηκώθηκε απ’ το τραπέζι.
Δεν είχα μούτρα να την αντικρίσω πια. Φώναξα να μου φέρουν τον λογαριασμό, πλήρωσα και σηκώθηκα να φύγω. Την είδα να μπαίνει σ’ ένα ταξί καθώς έβγαινα απ’ το μαγαζί. «Εντάξει», μονολόγησα. «Τουλάχιστον θα φτάσει στο σπίτι ασφαλής» συνέχισα και το ‘κοψα για το περίπτερο, για να πάρω ένα μπουκάλι κρασί. Το μόνο που θα μ’ ηρεμούσε ήταν μια βόλτα στην παραλία. Ανέβηκα στην μηχανή κι έφυγα προς τα εκεί.
Κάθισα στην αμμουδιά κι άρχισα να πίνω χαζεύοντας τον νυχτερινό ουρανό. Ένιωθα την επιθυμία να την δω. «Αλλά πως; Αφού έχει πεθάνει. Μήπως να κλείσω τα μάτια;» σκέφτηκα. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια την έβλεπα μπροστά μου κι αυτός ήταν ο λόγος που κοιμόμουν με το ζόρι.
Κάθισα στην αμμουδιά κι άρχισα να πίνω χαζεύοντας τον νυχτερινό ουρανό. Ένιωθα την επιθυμία να την δω. «Αλλά πως; Αφού έχει πεθάνει. Μήπως να κλείσω τα μάτια;» σκέφτηκα. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια την έβλεπα μπροστά μου κι αυτός ήταν ο λόγος που κοιμόμουν με το ζόρι.
«Όχι!» είπα από μέσα μου. «Θα πάω στον τάφο της να τα πω μπας και ηρεμήσω». Δεν μ’ ένοιαζε το ότι ήταν στη Θεσσαλονίκη κι εγώ βρισκόμουν στην Αθήνα. Ήθελα να πάω να της τα πω. Ανέβηκα στην μηχανή και ξεκίνησα για το μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα.
Σ’ όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν γιατί αγάπησα τόσο αυτή τη γυναίκα. Ήταν ξανθιά μα δεν μου άρεσαν οι ξανθιές. Δεν ήταν στο ύψος μου, δεν είχαμε τις ίδιες απόψεις ούτε τον ίδιο τρόπο ζωής είχαμε. Κανένα κοινό. Μήπως ήταν αυτός ο λόγος, επειδή ήταν τόσο διαφορετική από εμένα; Τότε δεν είχα λεφτά, ούτε φήμη, μήτε δόξα. Ήμουν απλός όπως οι άλλοι. Μήπως την αγάπησα τόσο γιατί ήταν από τις λίγες που με κοίταξαν γι αυτά που υπήρχαν μέσα μου; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να την ρωτήσω από κοντά.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς οδηγούσα μέχρι που ένα δυνατό φως με τύφλωσε ξαφνικά. Το μόνο που άκουσα ήταν ένας δυνατός ήχος και μετά τίποτα. Σκοτάδι. Άνοιξα τα μάτια κι έβλεπα θολούς ανθρώπους να με κοιτάνε. Φορούσαν πράσινες μάσκες. Τα φώτα έτρεχαν γρήγορα γύρω μου. Μέσα στο βουητό μου φάνηκε πως άκουσα ένα κλάμα. «Η χαρά δεν είναι αυτή;» σκέφτηκα. «Γιατί με κοιτάει και κλαίει; Τι έγινε; Έπαθα κάτι; Γιατί δεν νιώθω τίποτα;»
«Τον χάνουμε!» φώναξε κάποιος στα αριστερά μου
«Θάνο μη φύγεις! Σ’ αγαπάω! Συγνώμη αν σε πλήγωσα, γύρνα πίσω, σε συγχωρώ για όλα! Γίνε καλά και ας τα ξεχάσουμε όλα!» είπε η Χαρά με δακρυσμένα μάτια.
Δεν ξέρω πια τι λένε μα εγώ αισθάνομαι καλά. «Βέβαια κάνει λίγο κρύο» μονολόγησα νοερά κι έπειτα την κοίταξα. Βαριά ήταν τα βλέφαρά μου κι έκλειναν. Ο χρόνος αργόσβηνε. Γύρισα από την άλλη. Νομίζω πως την είδα σε μια γωνιά να με κοιτάζει και να μου χαμογελάει. «Με περιμένει» σκέφτηκα κι έπειτα χαμογέλασα κι έκλεισα τα μάτια μου. Ήξερα πως θα ήμουν μαζί της για πάντα. Πως θα ήμουν ελεύθερος. Πραγματικά ελεύθερος απ’ τα δεσμά των σκέψεών μου και της ανθρώπινής μου φύσης.