Σκέψεις Πολιτικές

                                                                                 
Είναι γεγονός ότι από τις απαρχές της Νεωτερικότητας μέχρι πρόσφατα κεντρικό σημείο αναφοράς στις αφηγήσεις των υποστηρικτών του φιλελευθερισμού και της αριστεράς υπήρξε η δημοκρατία. Η δημοκρατία στην νεωτερική και φιλελεύθερη εκδοχή της θα μπορούσαμε να πούμε επιγραμματικά ότι έγινε νοητή ως το πολιτικό σύστημα μέσω του οποίου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ο οποίος καλείται να αποφασίσει σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ή και εκτάκτως για το ποιοι θα κυβερνήσουν ή για τον πολιτικό προσανατολισμό που θα πρέπει να ακολουθηθεί σε κρίσιμα ζητήματα. 

Αν θελήσουμε να ανιχνεύσουμε την έννοια που συγκρότησε τον ζωτικό πυρήνα της νεώτερης δημοκρατίας θα καταλήξουμε στην αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας προϋποθέτει ότι μετά από μια εκλογική διαδικασία, κομματικού ή δημοψηφισματικού τύπου, θα προκριθεί εκείνο το οποίο θα ψηφίσουν οι περισσότεροι, πάντοτε όμως με σεβασμό στην ύπαρξη των μειοψηφιών που προστατεύεται συνήθως από συνταγματικές διατάξεις. 

Τόσο ως  προς τις πρώτες θεωρίες της νεωτερικής δημοκρατίας που παρέθεσαν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού όσο και σε ότι είχε να κάνει με τις πολιτικές ζυμώσεις που χρειάστηκε να συντελεστούν προκειμένου να καταλήξουμε σε αυτό τον γενικό τύπο δημοκρατίας, οι ρομαντικοί εθνικιστές παραδοσιοκράτες ήταν επιφυλακτικοί ή και αρνητικοί. Οι λόγοι αυτής της στάσης ήταν πολλοί. Σε ό,τι είχε να κάνει με την εκλογική πρακτική, που είναι απαραίτητη προκειμένου να εφαρμοστεί η αρχή της πλειοψηφίας, οι παραδοσιοκράτες αντιλαμβάνονταν πως ο ανταγωνισμός που προϋπέθετε μια εκλογική μάχη έδινε εκ των πραγμάτων την ευκαιρία στην ισχυρή αστική τάξη των πλουτοκρατών να διαφημίσει και να υπερπροβάλει τις οικείες σε αυτήν φιλελεύθερες προτάσεις ή παρατάξεις και να απομονώσει ή να εξαφανίσει τις αντίπαλες. 


Αν ανατρέξουμε στην ευρωπαϊκή ιστορία της νεωτερικής εποχής θα διαπιστώσουμε ότι, στην πράξη, οι οικονομικά ισχυροί παράγοντες της αστικής τάξης δικαίωσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τους φόβους των παραδοσιοκρατών. Οφείλουμε, όμως, να μην λησμονήσουμε ότι υπήρξαν και τρανταχτές περιπτώσεις στις οποίες η θέληση των οικονομικά ισχυρών παραγόντων της αστικής τάξης και των ομοϊδεατών τους απορρίφθηκε από την πλειοψηφία εκλογικών σωμάτων. 

Ωστόσο, έπειτα την επικράτηση των διεθνιστικών ιδεολογιών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα από την ιδεολογική μονοκρατορία του φιλελευθερισμού που απλώθηκε, σχεδόν παγκοσμίως, μετά την πτώση του κομμουνισμού, η σημασία της εκλογικής διαδικασίας άρχισε να φθίνει. Και τούτο, τόσο λόγω του γεγονότος ότι οι περισσότεροι ισχυροί κομματικοί οργανισμοί, αριστεροί και δεξιοί, άρχισαν να αμβλύνουν τις διαφορές τους και να προσαρμόζονται στην παγκόσμια ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού, όσο και λόγω του ότι η οικονομική ελίτ του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου -που αποτελούσε ανέκαθεν τον ισχυρότερο παράγοντα του φιλελεύθερου πολιτικού πεδίου-  ένιωσε τόσο σίγουρη για την διαφύλαξη και την αναπαραγωγή των συμφερόντων της ώστε να υποτιμήσει στοιχεία της ίδιας της ιδεολογίας της που θεώρησε παρωχημένα και μη λειτουργικά. 

Σήμερα, μετά από «δυόμιση αιώνες Νεωτερικότητας», φαίνεται πως έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου προκειμένου η σχεδόν παγκόσμια εξουσιαστική, αστικοφιλελεύθερη ελίτ να απομακρυνθεί εμφανώς από ένα εκ των κύριων στοιχείων της ιδεολογίας της. Δηλαδή, να παρακάμψει την πλειοψηφική δημοκρατία ως μη λειτουργική και να κατευθυνθεί προς την πρόκριση ενός νομοθετικά φορμαλιστικού, κατ’ όνομα, δημοκρατικού σχήματος. Τα πρόσφατα παραδείγματα του Brexit και των προεδρικών εκλογών της Αυστρίας νομίζω ότι σηματοδοτούν ακριβώς αυτό. Ότι δηλαδή η αστική τάξη και οι υποστηρικτές του φιλελευθερισμού προσπαθούν στον δυτικό κόσμο, να υποβαθμίσουν την αρχή της πλειοψηφίας και μέσω αυτής την ίδια την δημοκρατική πρακτική. 


Περνώντας στα δυο παραδείγματα θα αναφέρω ότι πριν λίγες ημέρες, παρακολούθησα στο μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης τους δημοσιογράφους να ενημερώνουν για μια πρωτοβουλία δύο Βρετανών φιλελεύθερων ιδεολογικά πολιτών, οι οποίοι διαθέτοντας την υποστήριξη ισχυρών οικονομικών παραγόντων, κινήθηκαν νομικά έχοντας ως αίτημα την ακύρωση της απόφασης της πλειοψηφίας του βρετανικού λαού να αποχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τα βρετανικά δικαστήρια, ακολουθώντας ένα σκεπτικό φορμαλιστικού ορθολογισμού, υπηρέτησαν πιστά τα συμφέροντα της εδρεύουσας στο Λονδίνο αστικής τάξης, λαμβάνοντας μια απόφαση η οποία  θέτει έναν νομικό φραγμό στην διαδικασία του Brexit και τείνει να αλυσοδέσει την χώρα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κόντρα στην θέληση της πλειοψηφίας των Βρετανών. Μάλιστα, στην ελληνική δημόσια τηλεόραση της αριστερής κυβέρνησης, οι παραμένοντες παλαιοκομματικοί δημοσιογράφοι παρουσίασαν με επαινετικό τρόπο αυτή την πρωτοβουλία των «τόσο λίγων αλλά αποφασιστικών, ενεργών, πολιτών» ενάντια στην θέληση της δημοκρατικά αποτυπωμένης πλειοψηφίας! 

Το σημαντικό της υπόθεσης είναι ότι αυτή η συμπεριφορά επαναλήφθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την αστικοφιλελεύθερη εξουσιαστική ελίτ της Ευρώπης. Η πρώτη παρόμοια περίπτωση έλαβε χώρα πριν λίγους μήνες στις εκλογές για την ανάδειξη του προέδρου της Αυστρίας. Ήταν τότε που ενώ ένας εθνικιστής υποψήφιος προηγείτο μέχρι λίγα λεπτά πριν ανακοινωθούν τα οριστικά αποτελέσματα, βρέθηκε στο τέλος να χάνει για λίγες ψήφους. Άπαντες υποπτεύθηκαν νοθεία. Ο εν λόγω υποψήφιος ζήτησε να ξαναμετρηθούν οι ψήφοι και κατέφυγε στα δικαστήρια. Στις έρευνες που ακολούθησαν αποκαλύφθηκε ότι όντως το αποτέλεσμα είχε αλλοιωθεί! Αυτό που προβλεπόταν ήταν η επανάληψη των εκλογών σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και η δίωξη των υπευθύνων. Σήμερα, ενώ έχουν παρέλθει μήνες από την αποκάλυψη της νοθείας, το αστικοφιλελεύθερο κράτος με κυνική ωμότητα καθυστερεί την επανάληψη των εκλογών και, ασφαλώς, αποδίδει σε λάθος την νοθεία, συγκαλύπτοντας τους ανθρώπους του που την διενήργησαν. 

Κοντολογίς, στις ημέρες μας γινόμαστε μάρτυρες του πρωτοφανούς πολιτικού φαινομένου οι υποστηρικτές της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού να υπερασπίζονται την εξουσία τους ακόμη και υποβαθμίζοντας την δημοκρατία και καταπατώντας την αρχή της πλειοψηφίας, επικαλούμενοι φορμαλιστικές μεθόδους και ανασύροντας νομικές ρυθμίσεις καμωμένες από γραφειοκράτες που δεν διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Γίνεται έτσι φανερό ότι πολλοί φιλελεύθεροι είναι δημοκράτες όσο η δημοκρατία φέρνει αποτελέσματα βολικά για τα συμφέροντά τους. Τώρα που αυτό δεν συμβαίνει με την ακρίβεια που συνέβαινε κατά το παρελθόν, δείχνουν ότι δεν διστάζουν να εγκαταλείψουν μια από τις σημαντικότερες αρχές της πολιτικής τους αφήγησης. Μένει πια να δούμε πως θα εξελιχθεί αυτή η τάση. 


Προσωπικά εκτιμώ ότι είναι πολύ πιθανό η εν λόγω τάση να ενταθεί όσο περνά ο καιρός, εκτός κι αν λάβουν χώρα ανατρεπτικές εξελίξεις. Ο φιλελευθερισμός και εν γένει οι νεωτερικές έννοιες, φευγαλέες, μοδάτες και παροδικές καθώς είναι εν τη γενέσει τους, έπειτα από δυόμιση αιώνες είναι αναμενόμενο να απολέσουν το ψευδές και λαμπερό τους περιτύλιγμα. Καθιστάμενες, πλέον, γυμνές, χάνουν την ελκυστικότητά τους στα μάτια όλο και περισσότερων ανθρώπων. Τα επικοινωνιακά στολίδια αδυνατούν σταδιακά να κρύψουν την ωμή αλήθεια που κρύβουν στον πυρήνα τους. Ότι δημιουργήθηκαν, δηλαδή, για να δομήσουν ένα διεθνιστικό και οικονομιστικό εξουσιαστικό σύστημα και να αλλοιώσουν ουσιαστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης, προκειμένου να στήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την εξουσιαστική τους ελίτ. 

Αντιθέτως, οι ρομαντικές ιδέες, εκφράζοντας αρχετυπικές αλήθειες του ανθρώπινου βίου, μπορεί σε μια αρχική φάση να γίνονται δυσνόητες ή να δείχνουν απαρχαιωμένες, στο πέρασμα όμως του καιρού ανακυκλώνουν την έντασή τους μέσα από τους ίδιους τους παλμούς της ιστορίας και επανέρχονται σαν πνοή της ίδιας της ζωής, με απρόβλεπτο τρόπο, στην αιχμή της ανθρώπινης δράσης. Μπορεί, λοιπόν, στους πρώτους αιώνες της Νεωτερικής εποχής, η γυαλάδα της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού να τύφλωσε πολλές γενεές και η δημοκρατική πρακτική να αποτέλεσε το μέσο για την νομιμοποίηση της κυριαρχίας της. Ενδέχεται, όμως, όσο περνούν τα χρόνια, η αέναη αξία των ρομαντικών ιδεών να γίνεται περισσότερο ορατή και να επικρατεί στα πεδία που ο αποκαθηλωμένος φιλελευθερισμός παλαιότερα είχε χρησιμοποιήσει. Κι ένα από τα πεδία αυτή είναι η δημοκρατική πρακτική.   


Ας δούμε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα για να γίνει αντιληπτό τι εννοώ. Στον εμφύλιο πόλεμο των Η.Π.Α εκείνοι που ήταν επηρεασμένοι σε μεγαλύτερο βαθμό από παραδοσιοκρατικές, ρομαντικές ιδέες και συμπεριφορές ήταν οι νότιοι. Εκείνοι, δηλαδή, που έχασαν την μάχη. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, χωρίς βέβαια το διακύβευμα της σύγκρουσης να είναι πρωτίστως ιδεολογικό, η παράταξη που συνδεόταν πιο πολύ με παραδοσιοκρατικές αντιλήψεις ήταν ξανά η ηττημένη, δηλαδή εκείνη των κεντρικών αυτοκρατοριών. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συνέβη κάτι αντίστοιχο. Η όλη αυτή εξέλιξη είχε κάνει πολλούς διανοητές να συμπεράνουν ότι εκείνοι που κινούνται από ιδεαλιστικά, ουτοπικά και ρομαντικά κίνητρα είναι νομοτελειακό ότι θα χάνουν από αυτούς που δίνουν έμφαση στα δεδομένα της υλικής εμπειρίας και προσαρμόζονται σε αυτά. Είναι αναμφίβολο πως αν κάποιος, τέσσερις ή πέντε δεκαετίες παλαιότερα, πρόβλεπε ότι σήμερα, μετά από την σύνδεσή τους με δυνάμεις που είχαν υποστεί τόσο κομβικές ιστορικά ήττες, οι ρομαντικές ιδέες θα επέστρεφαν στην επικαιρότητα του ευρωπαϊκού βίου και μάλιστα θα γίνονταν πλειοψηφικά κυρίαρχες μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ο περίγυρός του μάλλον θα του συνιστούσε να επισκεφθεί κάποιον ψυχολόγο. Κι, όμως, η σημερινή συνθήκη θα τον δικαίωνε. Γιατί, όπως προανέφερα, όσο υπάρχει η ανθρωπότητα με την μορφή που την γνωρίζουμε, οι αρχετυπικές ιδέες του ανθρωπίνου βίου, οι ιδέες που διαλέχθηκαν επί αιώνες με την ανθρώπινη ιστορία αποτελώντας τις αφετηρίες του νοήματος της ζωής που αποκαλούμε πολιτισμό, θα επιστρέφουν αέναα, όσο κι αν στον κόσμο της καθημερινότητας τυγχάνει να επικρατούν αντι-φυσικές εξουσιαστικές ελίτ που επιχειρούν να τις απωθήσουν. Αλήθεια, προς τα πού και για πόσο; Οι ιδέες είναι στην απαρχή των πάντων και θα επιστρέφουν, απαράλλαχτες στην ουσία τους αλλά με νέα ένταση και σε νέες εκδοχές, διεισδύοντας εκεί που λίγοι μπορούν να φανταστούν. 

Στην πολιτική συνθήκη της εποχής μας είναι πια προφανές ότι η φιλελεύθερη ιδεολογία που προκρίνει η εξουσιαστική ελίτ του διεθνούς κεφαλαίου, έχει χάσει την λάμψη της. Σε πολλές περιπτώσεις οι παραδοσιοκράτες είναι πλέον οι πολλοί και οι υποστηρικτές της οι λίγοι. Και με μια τέτοια αναλογία υπαρκτή είναι εύλογο να προκύψουν για τους παραδοσιοκράτες νίκες μέσα από δημοκρατικές πρακτικές. Φρονώ, λοιπόν, ότι θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως η λαϊκότητα είναι ένα όπλο των παραδοσιοκρατών ενάντια στην παρακμάζουσα μαζικότητα των νεωτεριστών. Και αυτό το όπλο πρέπει να γίνει χρήσιμο μέσα (και από) την δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, ιδίως τώρα που οι φιλελεύθεροι δείχνουν να την εγκαταλείπουν. Θα είναι για τους παραδοσιοκράτες ένα πολιτικό «ματ» νομιμοποίησης και υπεροχής έναντι στην αναδιπλούμενη πολιτικά άρχουσα τάξη των διεθνιστών. Όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Ίων Δραγούμης «δεν είναι αξιοκαταφρόνητη η μεγάλη μάζα των ανθρώπων, αφού σ’ αυτήν επάνω ριζώνουν και ακουμπούν και δυναμώνουν και ακονίζονται και από μέσα της ξεχωρίζονται τα μεγάλα άτομα, οι διαλεχτοί, που δεν είναι ουρανοκατέβατα πουλιά μα οι ανθοί της ανθρωποσύνης».

                                                      Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση
Μολονότι στην κεντρική Ευρώπη οι πολιτικές ισορροπίες θυμίζουν εκείνες των απαρχών της νεωτερικής εποχής, δηλαδή οι δυο αντίπαλοι ιδεολογικοί πόλοι είναι από την μια ο εξουσιαστικός φιλελεύθερος και από την άλλη ο παραδοσιοκρατικός (ο οποίος σε αυτή την ιστορική συγκυρία εκφράζεται κυρίως μέσα από συντηρητικά ή ριζοσπαστικότερα εθνικιστικά κόμματα) με την αριστερά να μην διαθέτει προσανατολισμό ούτε ισχυρή επιρροή, σε χώρες που χαρακτηρίζονται από πολιτική οπισθοδρόμηση, όπως είναι η Ελλάδα, συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Στην πατρίδα μας ως αιχμή της αντίδρασης στον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό δεν αναδείχθηκε κάποια παραδοσιοκρατική τάση αλλά η αριστερά.

Η ελλαδική αριστερά, επενδύοντας την ιστορική της αφήγηση με ένα περιτύλιγμα Ρομαντισμού το οποίο έχει να κάνει με την προβαλλόμενη ως εθνικοαπελευθερωτική της στάση κατά την κατοχή και τον μεταπολεμικό αντιαμερικανισμό της, κατάφερε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι ο ελληνικός εθνικισμός ήταν ανέκαθεν δέσμιος της αστικοφιλελεύθερης δεξιάς και να συνδεθεί αυτή πρώτη με τις ιστορικές εξελίξεις και την αέναη επιστροφή των ρομαντικών αρχετυπικών ιδεών που είναι σήμερα εμφανής σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό πολιτικό στίβο. Έτσι, όταν το φιλελεύθερο κατεστημένο ξέμεινε από υποσχέσεις, δείχνοντας το ωμό του πρόσωπο μέσω της υποτέλειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Μέρκελ και της πολιτικής των μνημονίων, ο εθνικιστικός χώρος μπόρεσε να κάνει ένα σημαντικό βήμα αποτίναξης κάποιων δεξιών δεσμών του αλλά -σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- στην πρωτοπορία της μάχης κατά του φιλελεύθερου εξουσιαστικού κατεστημένου πρόλαβε να μπει η αριστερά. Και βέβαια, αναφέρομαι στην ευέλικτη και θεωρητικά καταρτισμένη αριστερά και όχι στο σταλινικό απομεινάρι που λειτουργεί ως διαχρονικός δούρειος ίππος της ελλαδικής αστικοφιλελεύθερης εξουσίας.


Προκειμένου, όμως, η αριστερά να πετύχει αυτό τον στόχο παραμέρισε την παλαιότερη «φρανκφουρτιανή» της ταυτότητα και υιοθέτησε μια «λαϊκή» αφήγηση, καλώντας σε πατριωτική(!) κινητοποίηση αποτίναξης της νέας κατοχής των μνημονίων, αφομοιώνοντας τα αιτήματα του κινήματος των αγανακτισμένων.  Οι εκλογές του 2012 απέδειξαν ότι όντως η μεταπολιτευτική εποχή είχε κλείσει. Η αριστερά της «λαϊκής» συνθηματολογίας βρέθηκε σε θέση αναμονής για την κυβέρνηση και ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος είχε αποκτήσει ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μέσω ενός κόμματος, που για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία έδειχνε να εκφράζει μια εθνικιστική ανεξαρτησία από την δεξιά.

Κάπου εκεί, όμως, άρχισαν τα δύσκολα για ολόκληρο το αντιμνημονιακό και αντιφιλελεύθερο μπλοκ. Όταν τελικά η αριστερά έγινε κυβέρνηση αντιλήφθηκε γρήγορα πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Η.Π.Α της είχαν θέσει ένα αμείλικτο δίλλημα. Ή θα συνέχιζε -υπό τις γεωπολιτικές τους ευλογίες- να κρατά την χώρα εντός της Ε.Ε και να εφαρμόζει φιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές ή θα ερχόταν σε οριστική ρήξη με τους γεωπολιτικούς εξουσιαστές/επόπτες της περιοχής μας. Την κρίσιμη στιγμή η ηγεσία της αριστερής κυβέρνησης διάλεξε τον πρώτο δρόμο. Υποχώρησε από τις υποσχέσεις της, απομόνωσε τους συντρόφους της που θέλησαν να μείνουν πιστοί στην γραμμή της «λαϊκής» αντιμνημονιακής αφήγησης και υποτάχθηκε στα θέλω της διεθνούς φιλελεύθερης εξουσίας. 


Ζούμε έκτοτε το παράδοξο φαινόμενο στην ελληνική κυβέρνηση να βρίσκεται ένα κόμμα που ιδεολογικά αντικρούει τον φιλελευθερισμό αλλά στην πράξη εφαρμόζει τις πολιτικές του. Μια αριστερή κυβέρνηση που σύρεται σε δεξιές πολιτικές. Και, βέβαια, αυτό το πολιτικό σύρσιμο γκρεμίζει λίγο-λίγο την ιστορική θέση που διεκδίκησε η αριστερά ως αντιφιλελεύθερη δύναμη.  

Υπό τους έκπληκτους οφθαλμούς ακόμη και των πολιτικών αντιπάλων, η σημερινή κυβέρνηση από εναλλακτικά κομουνιστική (σε διαλεκτική σχέση με την εθνικολαϊκή αντιμνημονιακή βάση), μεταμορφώθηκε εν ριπή οφθαλμού σε σοσιαλδημοκρατική και πριν προλάβει να σταματήσει εκεί, μεταπήδησε απευθείας στον οικονομικό κεϋνσιανό φιλελευθερισμό, την ίδια ώρα που επανέφερε στο προσκήνιο την παλιά «φρανκφουρτιανή» της ταυτότητα! Στηριζόμενη, στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, σχεδόν εξολοκλήρου στο αμερικανικό δημοκρατικό κόμμα, φροντίζει αυτές τις ημέρες να γκρεμίσει άλλο ένα ιστορικό ιδεολογικό τοτέμ του αριστερού χώρου, δηλαδή τον αντιαμερικανισμό, μέσω της επίσκεψης του απερχόμενου προέδρου των Η.Π.Α στην χώρα και της σύνδεσής του με την αριστερή επέτειο του πολυτεχνείου.

Το μοναδικό θέμα στο οποίο πάλεψε επί μακρόν να μείνει πιστή στις υποσχέσεις της ήταν εκείνο των τηλεοπτικών αδειών. Αλλά ακόμη και σ’ αυτή την μικρή απόπειρα να συγκρουστεί με ένα μόνον μέρος της παλιάς φιλελεύθερης ελίτ, αποδείχτηκε η αδυναμία της. Και τούτο συνέβη γιατί αντί να χτυπήσει αποφασιστικά κατά πρόσωπο την ελίτ των ιδιωτών καναλαρχών δοκίμασε να το κάνει με μια μέθοδο τυπικά αστική, φοβούμενη να αντιληφθεί το προφανές, Δηλαδή, το ότι οι νόμοι ενός αστικοφιλελεύθερου συστήματος είναι φτιαγμένοι για να αναπαράγουν την ιδεολογική κυριαρχία του φιλελευθερισμού.


Πλέον, ακολουθώντας μονομερώς τις προτεινόμενες πολιτικές του αμερικανικού φιλελεύθερου λόμπι, θεωρώ ότι η αριστερή κυβέρνηση είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει να αλλάξει βηματισμό και εκτιμώ ότι απλώς επιχειρεί να κερδίσει χρόνο, μήπως και πετύχει κάποιον μικρό στόχο, για να τον χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά στις μελλοντικές αφηγήσεις που θα υιοθετήσει προκειμένου να απολογηθεί για αυτή την ιστορική της ήττα. Ερωτηματικό πλέον αποτελεί το είδος των σχέσεων που θα επιχειρήσει να οικοδομήσει με την κυβέρνηση του Ντόναλτ Τραμπ.     

                                                      Ο χώρος του ελληνικού εθνικισμού
Η ιστορική συγκυρία της εποχής των μνημονίων δημιούργησε εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε να ισχυροποιηθεί ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος. Ωστόσο, μολονότι οι προϋποθέσεις (μετά από την ήττα που βιώνει καθημερινά η αριστερή κυβέρνηση και λόγω των μεταναστευτικών πολιτικών της) γίνονται ακόμη πιο ευνοϊκές, ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος δεν δείχνει έτοιμος να αναπτυχθεί περαιτέρω. Ένας από τους λόγους αυτού του γεγονότος είναι η ιδεολογική αδυναμία των Ελλήνων εθνικιστών να αποτινάξουν από το πεδίο τους τις δεξιές επιρροές.  


Ο ελληνικός εθνικισμός, όπως προανέφερα, από τις αρχές του 20ου αιώνα βρέθηκε αιχμάλωτος της αστικοφιλελεύθερης δεξιάς. Περιπτώσεις ανδρών, όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Ιωάννης Μεταξάς, που δοκίμασαν να φέρουν τον ελληνικό εθνικισμό εγγύτερα στην αληθινή του ουσία και να τον απελευθερώσουν από την ιδεολογική κατοχή της δεξιάς, διώχθηκαν, εξορίστηκαν και θανατώθηκαν από τις δυνάμεις του δεξιού φιλελευθερισμού. Αντιθέτως, ένας ανάμικτος εσμός από πράκτορες μυστικών υπηρεσιών, γκροτέσκες τηλεπερσόνες, παρακρατικούς, ψυχοπαθείς και κάθε λογής ακροδεξιά ανθρωπάρια, βαπτίστηκαν από την αστικοφιλελεύθερη εξουσία ως «εθνικιστές» και λειτούργησαν όλα αυτά τα χρόνια ως δούρειοι ίπποι της. 

Διαχρονικός προορισμός αυτού του εσμού των δήθεν «εθνικιστών» είναι να δημιουργούν σύγχυση και, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ικανοποιητικής πολιτικής κουλτούρας στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο, να παρουσιάζουν ως «εθνικιστικές», θέσεις που στην πραγματικότητα είναι ολικά αντιεθνικιστικές, σε κάποιες περιπτώσεις και ανθελληνικές, πάντως σε κάθε περίπτωση βολικές για την φιλελεύθερη ελίτ εξουσίας. Τα σχετικά πρόσφατα παραδείγματα της αναίσχυντης στράτευσης χαρακτηριστικών εκφραστών αυτού του μυσαρού (παρα)πολιτικού τόπου στις υπηρεσίες της Μέρκελ και του Δ.Ν.Τ είναι ενδεικτικά του πως έχει σχεδιάσει η αστικοφιλελεύθερη ελίτ να φέρει στα μέτρα της τον ελληνικό εθνικισμό.


Είναι γεγονός ότι οι αφηγήσεις αυτών των, ελεγχόμενων από την εξουσιαστική ελίτ, ακροδεξιών, που καπηλεύονται τον όρο «εθνικισμός», είναι χονδροειδείς και πολλές φορές αγγίζουν τα όρια του κωμικοτραγικού. Είναι, όμως, ταυτοχρόνως και εξαιρετικά επικίνδυνες. Αν θέλαμε να εστιάσουμε στον πυρήνα τους θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως κεντρικός τους στόχος είναι να πείσουν την κοινή γνώμη ότι εθνικισμός είναι η πολιτική θεωρία κάποιων φανατικών δεξιών, που απεχθάνονται την αριστερά. Και πάνω σε αυτό το προβοκατόρικο και στρεβλό συμπέρασμα, οικοδομούνται, ανάλογα με την εποχή και τις συνθήκες, επιμέρους επιχειρηματολογίες. Επιχειρηματολογίες διαφόρων τάσεων οι οποίες περιλαμβάνουν εσχατολογικές και συνωμοσιολογικές αναφορές σε αρχαίους εξωγήινους, αγιορείτες μοναχούς, μυστικές ομάδες και επιθέσεις γειτονικών χωρών που από στιγμή σε στιγμή αναμένονται..(εδώ και τριανταπέντε χρόνια), αναμεμειγμένες με μια αυθαίρετη και γενικόλογη κατηγοριοποίηση των ένστολων ως πολιτικών τους συμμάχων, και επενδυμένες με αναλύσεις για τον επικίνδυνο διεθνισμό της αριστεράς καθώς επίσης και για την προδοσία του πολιτικού κατεστημένου. Βεβαίως, σε αυτές τις ακροδεξιές αφηγήσεις ποτέ δεν γίνεται λόγος για την διεθνιστική ιδεολογική πτυχή της κεφαλαιοκρατικής δεξιάς, ούτε και συγκεκριμενοποιείται το γενικόλογο «κατηγορώ» κατά του πολιτικού κατεστημένου. 

Ασφαλώς διαχρονικά ωφελημένα από αυτές τις αφηγήσεις είναι τα κόμματα της ελλαδικής δεξιάς, είτε επρόκειτο για την ΕΡΕ και τον Συναγερμό παλαιότερα, είτε για την Νέα Δημοκρατία πιο μετά. Η ακροδεξιά αφήγηση κατέληγε κάποτε σε συμπεράσματα του τύπου «ναι μεν όλο το πολιτικό σύστημα διαθέτει προδότες αλλά για να μην νικήσει η αριστερά που υποκινείται από την Μόσχα, ας εκλεγεί καλύτερα η ΕΡΕ (που –όπως «ξεχνούσαν να αναφέρουν»- υποκινείτο από το δυτικό κεφάλαιο)» και αργότερα «ναι, μεν, το σύστημα είναι διεφθαρμένο αλλά για να μη νικήσει το ΠΑΣΟΚ που έχει Αμερικανό πολίτη για αρχηγό, ας εκλεγεί πρώτο κόμμα η Νέα Δημοκρατία (που -όπως πάλι «ξεχνούσαν να αναφέρουν»- είχε ανθρώπους των Αμερικανών ή των Βρυξελλών για αρχηγούς)», για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου σύμφωνα με τους ακροδεξιούς «όλοι οι πολιτικοί είναι ανεπαρκείς αλλά πρώτα απ’ όλα να χάσει η αριστερά που γεμίζει την χώρα με μετανάστες, κι ας επιστρέψουν στην κυβέρνηση ο Βορίδης και ο Άδωνις που είναι πατριώτες και παλιά δικά μας παιδιά (αλλά και της Μέρκελ και του Ντέιβιντ Χάρις- όπως και πάλι «ξεχνούν να αναφέρουν»).

Μπορεί, βέβαια, από την δεκαετία του 2000 ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος να έκανε βήματα ανεξαρτητοποίησης από την δεξιά, τα οποία έγιναν μεγαλύτερα μετά τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων στην πλατεία συντάγματος. Ωστόσο, η έλευση στο πολιτικό προσκήνιο του Αντώνη Σαμαρά δυνάμωσε όσο ποτέ την ακροδεξιά προπαγάνδα και πίεση. Υπό την εποπτεία και τον σχεδιασμό του εν λόγω πολιτικού, στρατιές από ακροδεξιούς προβοκάτορες ξεχύθηκαν στον εθνικιστικό χώρο, προκειμένου να πείσουν όσους μπορούσαν πως εθνικισμός είναι να μισεί κανείς τον Τσίπρα, να αγωνιά για την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να υπερασπίζεται την τάξη των επενδυτών (sic) και να εφαρμόζει τα μνημόνια του Σόιμπλε. Και μάλιστα, εκεί που κάποτε τα κύρια μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν τέτοιους τύπους ως «μπανάλ», στην δύσκολη γι’ αυτά συγκυρία τους υποδέχτηκαν ως «ισότιμους και σεβαστούς» συνομιλητές. 

Ο Σαμαράς, διαθέτοντας την κακόβουλη πονηριά των ανθρώπων της πάστας του, είχε αντιληφθεί αυτό που ανέφερα στο πρώτο κεφάλαιο. Δηλαδή, την επιστροφή στο ιστορικό προσκήνιο ρομαντικών πολιτικών ιδεών. Στόχος του ήταν να συνδεθεί αυτός και η δεξιά με την ολοένα και αυξανόμενη τάση τους πριν εκείνες συγκεκριμενοποιηθούν πολιτικά μέσα από κάποια ποιοτικά παραδοσιοκρατικά ή εθνικιστικά κινήματα, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τα πλεονεκτήματά του ήταν τρία. Πρώτον ότι ο κύριος ανταγωνιστής του, δηλαδή η Χρυσή Αυγή, δεν διέθετε καλλιεργημένο δυναμικό στελεχών που θα την βοηθούσε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτή την ιστορική συγκυρία. Δεύτερον ότι η χώρα δεν διέθετε εθνικιστική ή παραδοσιοκρατική διανόηση, (όπως αντιθέτως συμβαίνει σε άλλες χώρες), που θα μπορούσε να ξεδιαλύνει τους όρους και να αποτινάξει την επιρροή της καπιταλιστικής, φιλελεύθερης δεξιάς με τις καταβολές στον Διαφωτισμό από τον εθνικιστικό χώρο, φωτίζοντας το ρομαντικό ιστορικό υπόβαθρο της θεωρίας του εθνικισμού. Και τρίτον ότι ο έλεγχος του ελληνικού εθνικισμού από την δεξιά γινόταν υπό τις σιωπηλές ευλογίες της αριστεράς, η οποία είχε συμφέρον να μονοπωλεί την αντιπολίτευση στον φιλελευθερισμό δίχως να έχει ανταγωνισμό από τους εθνικιστές.


Ωστόσο, έστω και με καθυστέρηση μερικών ετών, η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας οδήγησε σε αποτυχία το εγχείρημα του Σαμαρά, Για άλλη μια φορά αντί ο εθνικισμός να σώσει τον ελληνικό λαό, συνέβη το αντίθετο. Ο ελληνικός λαός έσωσε τον εθνικισμό. Ωστόσο αυτό είναι κάτι που καταδεικνύει την προβληματική κατάσταση του ελληνικού εθνικιστικού χώρου. Πλέον, είτε φωλιάζοντας μέσα σε εθνικιστικούς κομματικούς οργανισμούς είτε και σε μικρές οργανώσεις, οι ακροδεξιοί και οι αφηγήσεις τους εξακολουθούν να παραμένουν ριζωμένοι βαθιά στον πολιτικό χώρο του ελληνικού εθνικισμού, εργαζόμενοι για το συμφέρον της φιλελεύθερης εξουσιαστικής ελίτ. 

Εν κατακλείδι, φρονώ πως ένας ασφαλής τρόπος προκειμένου ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος να υπερβεί το σημερινό τέλμα δεν είναι άλλος από το ξερίζωμα των δεξιών αποστημάτων του. Σε επίπεδο ιδεολογικής ανάλυσης θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι δεν υπάρχει αριστερά και δεξιά, αλλά αριστερά-δεξιά-εθνικισμός και αναρχισμός ως ξεχωριστοί ιδεολογικοί τόποι με διαφορετικές ιδέες, προτάσεις και συμπεράσματα. Να καταστεί σαφές πως ο εθνικισμός αποτελεί από τις ιστορικές απαρχές του την κύρια αντινεωτερική πολιτική θεωρία, η οποία αντιπαραθέτει μια ολοκληρωμένη πρόταση για την οργάνωση του δημόσιου βίου, προβάλλοντας αντίθετες ιδέες από τους δυο διεθνιστικούς πόλους της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή την δεξιά και την αριστερά. Στο επίπεδο της κοινωνικής συνάθροισης ο εθνικισμός θα πρέπει να πάψει να γίνεται το πεδίο όπου βρίσκουν καταφύγιο τα απογοητευμένα ρετάλια της δεξιάς. Αν πρόκειται για πολίτες που απλώς αναζητούν νέα ιδεολογική στέγη σαφώς και θα πρέπει να γίνουν δεκτοί αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα καταρτιστούν σε βασικές ιδεολογικές γραμμές άμεσα, αφήνοντας πίσω το παρελθόν τους. Αντιθέτως, αν πρόκειται για κάποιους που θεωρούν ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είναι αρκετά δεξιά και εκείνοι αναζητούν κάτι αυθεντικά δεξιό, θα ήταν σίγουρα καλύτερο για τον εθνικιστικό χώρο αν παρέμενε γι αυτούς οριστικά απρόσιτος. Μια πρόσκαιρη αριθμητική αύξηση δεν αποκλείεται να εγκυμονεί μελλοντικούς κινδύνους.

                                                                 Η νίκη του Τραμπ
Είναι προφανές ότι η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει σύγχυση στην ελλαδική δεξιά, η οποία όντας συνεπής στον ιδεολογικό της προσανατολισμό υποστήριξε, ταυτόχρονα με την αριστερή κυβέρνηση, την Χίλαρυ Κλίντον. Ωστόσο, για τα «ακροδεξιά» όργανά της δεν άλλαξε τίποτε. Η αποστολή τους παρέμεινε η ίδια. Έτσι, άρχισαν ήδη να επιδίδονται σε προσπάθειες να παρουσιάσουν την νίκη του Τραμπ ως μια δήθεν νίκη της δεξιάς έναντι της αμερικανικής αριστεράς. 

Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Τραμπ αφενός δεν είναι μέλος της δεξιάς ελίτ του ρεπουμπλικανικού κόμματος (η οποία υποστήριξε την Κλίντον) αλλά απλά συνεργαζόμενος μαζί του και αφετέρου, μολονότι ο ίδιος ως πρόσωπο έχει δεξιά ιδεολογικά γνωρίσματα, στην προεκλογική του εκστρατεία δεν βασίστηκε σε αυτά αλλά υιοθέτησε έναν αντισυστημικό λόγο και αρκετά αντιδεξιά, παραδοσιοκρατικά αιτήματα. Επιπλέον ο εν λόγω πολιτικός στηρίχθηκε και από λαϊκά στρώματα του δημοκρατικού κόμματος που ήταν προσκείμενα στον Σάντερς. Τέλος, είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι η άνοδος του Τραμπ και η ανάπτυξη των παραδοσιοκρατικών τάσεων στις Η.Π.Α ακολούθησε την εμφάνιση ενός πνευματικού ρεύματος φιλοσόφων και ακαδημαϊκών, το οποίο έχοντας ως επίκεντρο τον κοινοτισμό και ως κύριο εκφραστή τον Σκωτσέζο (αλλά διδάσκοντα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) στοχαστή Αλασντάιρ Μακιντάιρ, δημιούργησε εδώ και αρκετά χρόνια τις προϋποθέσεις για μια ισχυρή παραδοσιοκρατική αφήγηση.  


Τα ορφανά του «συστήματος Σαμαρά» αν και επιχειρούν να οικειοποιηθούν την νίκη του Αμερικανού πολιτικού, μάλλον δυσκολεύονται να μας εξηγήσουν πως ένας υποτιθέμενος ομοϊδεάτης τους ηγέτης στρέφεται (έστω και φραστικά προς το παρόν) ενάντια στην νέα συμφωνία εμπορίου Η.Π.Α-Ε.Ε και κόντρα στην θέληση των μεγάλων εταιριών να μεταφέρουν τα εργοστάσια παραγωγής τους σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό, την ίδια ώρα που υποστηρίζει την αρχή της διάλυσης του συστήματος των Βρυξελλών χειροκροτώντας το Brexit. Όπως επίσης και γιατί δεν επέλεξε (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) ως συνομιλητές του δεξιούς πολιτικούς όπως ο Σαρκοζί και η Μέρκελ, αλλά προτίμησε τον Φάρατζ και άλλους αντιπάλους του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος». Νομίζω, όμως, ότι έχω ήδη ασχοληθεί αρκετά μαζί τους. 

Κλείνοντας, λοιπόν, αυτό το άρθρο, σε ό,τι έχει να κάνει με την νίκη του Τραμπ, το συμπέρασμα είναι το εξής. Ο νέος πρόεδρος των Η.Π.Α, ασχέτως του πως θα κυβερνήσει, ψηφίστηκε από έναν λαό ο οποίος τον επέλεξε για την παραδοσιοκρατική και αντισυστημική του ατζέντα. Μολονότι ο ίδιος, ως πρόσωπο, φέρει όντως πολλά γνωρίσματα της δεξιάς στην μέχρι τώρα οικονομική και πολιτική σταδιοδρομία του, το κλειδί για την κατανόηση του αποτελέσματος αυτών των εκλογών δεν θα αποκαλυφθεί αν εστιάσουμε στον ίδιο ως προσωπικότητα, όπως επιχειρούν ήδη να κάνουν οι δεξιοί, αλλά ερευνώντας το γιατί επέλεξαν οι Αμερικανοί να τον στηρίξουν. Και, όπως προανέφερα, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα περνά μέσα από την κατανόηση της αντισυστημικής υπόστασης της πολιτικής παραδοσιοκρατίας.    

Πρόκειται για μια ακόμη απόδειξη της επιστροφής κάποιων κεντρικών πολιτικών ιδεών του Ρομαντισμού στο ιστορικό προσκήνιο της εποχής μας. Σε χώρες που βρίσκονται στην αιχμή των γεγονότων αυτές οι ρομαντικές ιδέες δείχνουν να αποκρυσταλλώνονται  σε παραδοσιοκρατικά, εθνικιστικά πολιτικά σχήματα. Αντίθετα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι είτε κάποια αριστερά είτε ορισμένα «λαϊκιστικά» κινήματα εκείνα που επιχειρούν να αφομοιώσουν τα αιτήματά τους. Τείνει έτσι να καταστεί ισχυρό το συμπέρασμα ότι η αριστερά δεν δύναται να αρθρώσει έναν πειστικό αντισυστημικό λόγο ενάντια στην φιλελεύθερη ελίτ εξουσίας όσο μένει στις γνωστές μαρξιστικές της αναφορές ενώ αντίθετα πετυχαίνει να αποκτήσει ακόμη και κυβερνητική προοπτική όταν μπολιάζει τις ταξικές της αναλύσεις με τις δυναμικά επανεμφανιζόμενες ιδέες του Ρομαντισμού.   

Σχόλια
Συμφωνώ απόλυτα με το άρθρο μόνο στο σημείο με το τραμπ διαφωνώ ο τραμπ είναι άνθρωπος του καπιταλισμού.

Epic
Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Έξοχο άρθρο. Θα κάνω μόνο μια ένσταση. Δεν είναι μόνο η ελληνική αριστερά αλλά και σε άλλες χώρες η αριστερά προσέγγισε σε κάποιες ιστορικές συγκυρίες τον ρομαντισμό. Να μην ξεχνάμε ότι και στην γαλλική αριστερά κατά την περίοδο του Β" παγκοσμίου πολέμου οι αριστεροί λογοτέχνες έγραφαν σαν ρομαντικοί εθνικιστές και οι Γάλλοι πολιτικοί μιλούσαν με εθνικοαπελευθερωτικό ύφος. Και στην κομμουνιστική Ρωσία ακόμη, ο Στάλιν κατασκεύασε μια εθνικοπατριωτική αφήγηση για να ξεσηκώσει τον λαό στον πόλεμο κατά των Γερμανών.
Και μεταπολεμικά, στα κομμουνιστικά κινήματα του λεγόμενου "τρίτου κόσμου", συνέβη το ίδιο.
Κυριακή, 13 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Η Γιώργος Doomsword είπε...
Φαίνεται πως τα εθνικιστικά κόμματα σε διαβάζουν τακτικά! Δες τα παρακάτω άρθρα που κινούνται στην γραμμή του δικού σου και δημοσιεύθηκαν λίγες μέρες μετά από το δικό σου.

http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-epanastash-tou-jechasmenou-anthrwpou

http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/ethnikismos-den-shmainei-akrodejia
Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Η Αστερόπη είπε...
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα μελέτη για τον αντιδιαφωτισμό του Macintyre στο παρακάτω βιβλίο
http://www.biblionet.gr/book/179577/Μελά,_Λία/Alasdair_MacIntyre
Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Καρό Πουκάμισο είπε...
Μπράβο σας για την προσφορά σας στην ελληνική σκέψη!

Σε αυτό το άρθρο-εξαιρετικό δείγμα υπεράσπισης του αληθινού εθνικισμού εγώ θα προσθέσω δυο λόγια για το τσίρκο που διαδραματίζεται με την επίσκεψη Ομπάμα.

Έχετε ξαναδεί τέτοιο αδερφικό αγκάλιασμα αριστεράς και "φιλελέ" life style? Τρέχουν τα σάλια των "επαναστατών" του κώλου στην όψη του προέδρου της πιο καπιταλιστικής χώρας του κόσμου. Και πόσο έπεσαν οι τόνοι στην κόντρα με τα ιδιωτικά κανάλια! Όλοι μαζί στο παρτάκι σήμερα.

Με αυτό τον ραγιαδισμό που επιδεικνύει η αριστερά όχι μόνο γκρεμίζει τα μυθεύματα της αντιστασιακής της ιστορίας μα δίνει και ένα χεράκι βοηθείας στην ανάπηρη δεξιά τώρα που εκείνη το έχει ανάγκη. Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας και η παρέα του προσφέρουν ένα μεγάλο μέρος των αντιμνημονιακών ψηφοφόρων στο στρατόπεδο του ΔΝΤ και της Μέρκελ.
Την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική το κύμα αγανάκτησης κατά του δεξιού φιλελευθερισμού σηκώνεται ολοένα, εδώ η ελίτ του αστικοφιλελεύθερου κατεστημένου χρησιμοποιεί ακροδεξιούς (όπως πολύ σωστά περιγράφετε) μα και αριστερούς προβοκάτορες για να κρατήσει την εξουσία της ανέπαφη.

Για το τέλος, αν και αντίπαλος τους παραδέχομαι πάντως τους τελευταίους γνήσιους αριστερούς και αναρχικούς που βγήκαν σήμερα σε πορείες κατά των ΗΠΑ. Οι δικοί μας, όπως πάντα μόνο λόγια...
Τρίτη, 15 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Epic και Ανώνυμε, μάλλον δεν διαφωνούμε. Απλώς, αν είχα επεκταθεί και στα όσα παρατηρείτε θα είχα ξεφύγει του θέματος και θα είχε απολέσει την συνοχή του άρθρο.

Γιώργο, στόχος μας να διαβάσουν το ιστολόγιο όσο το δυνατόν περισσότεροι αναγνώστες.

Αστερόπη, ευχαριστώ για τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο που έχεις παραθέσει.

Καρό Πουκάμισο, να υποθέσω εκ του Oi! το ψευδώνυμο; Όντως, έχεις δίκιο. Ευχαριστούμε, για τα καλά σου λόγια.
Τρίτη, 15 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Καρό Πουκάμισο είπε...
Ναι βέβαια καραφλοπάνκ όπως έγραφες και εσύ σε παλιό σου άρθρο.

Θέλω να πω κάτι σχετικά με το αν διαβάζουν τα εθνικιστικά ελληνικά κόμματα τα άρθρα σας. Και να το κάνουν μάλλον δεν θα αλλάξουν ποτέ. Αστείοι ακροδεξιοί θα παραμείνουν.
Δείτε εδώ πως δέχονται την συμπαράσταση ενός ακροδεξιού τσοπανόσκυλου του Σαμαρά,ξεχνώντας πως τους αντιμετώπισε αυτή η συμμορία όσο ήταν στην κυβέρνηση.
Πρώτη μόστρα η γουρουνόφατσα του ιδεολογικού απογόνου του Γκουτσαμάνη και η ανακοίνωση με το φιλελεύθερο ακροδεξιό political correct περιεχόμενο του "νόμου και της τάξεως" και του "αστυνομικού μονοπωλίου στην βία"
Τρίτη, 22 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Καρό Πουκάμισο είπε...
Να και το link για το παραπάνω σχόλιο

http://www.xryshaygh.com/enimerosi/view/h-pseutodejia-nd-dinei...-sumboules-sta-parakratika-skulia-tou-suriza-pou-e
Τρίτη, 22 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Ίων ¨Ελλην είπε...
Εύγε για το θάρρος και την οξύνοια σου, αγαπητέ. Οι απόπειρες της συστημικής καπιταλιστικής δεξιάς να μετατρέψει τον εθνικιστικό χώρο σε απορριμματοφόρο της, χρήσιμο για κάποιες περιπτώσεις, είναι εμφανείς και στο διεθνές σκηνικό. Βλέπε για παράδειγμα το πώς στις δυτικές χώρες γίνεται εκμετάλλευση της ιδεολογικής άγνοιας των νεαρών που στελεχώνουν εθνικιστικές ομάδες με το να αποδέχονται τίτλους όπως "Εναλλακτική Δεξιά" στις Η.Π.Α και "Δεξιός Τομέας" στην Ουκρανία. Όπως γράφει και ο Στάνλεϊ Πέιν στο εξαιρετικό του πόνημα "Η ιστορία του φασισμού" κατά τον μεσοπόλεμο, ο μέσος εθνικιστής θεωρούσε προσβλητικό να τον αποκαλούν δεξιό. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και ως συνέπεια της εξέλιξής του, τα πράγματα άλλαξαν. Προσοχή, λοιπόν, σε αυτό το σημείο, τώρα που οι καιροί το απαιτούν.
Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου, 2016
 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Καρό Πουκάμισο, όντως και σε μένα προκάλεσε αλγεινή εντύπωση η προβολή αυτού του ακροδεξιού τύπου. Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό "καραφλοπάνκ", για να είμαστε ακριβείς, νομίζω ότι τον είχε παραθέσει κάποιος σχολιαστής στο άρθρο που αναφέρεις και όχι εγώ.

Ίωνα, καίρια η επισήμανσή σου.
Παρασκευή, 25 Νοεμβρίου, 2016