της Sekte
Κάποτε, ή μήπως θα μπορούσα να πω «μία φορά και έναν καιρό», όπως συνηθίζεται όταν πρόκειται για διήγηση παλιών ιστοριών και παραμυθιών, βρέθηκα μπροστά σε έναν Παρθενώνα. Παράξενο θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος, αφού αυτός ορθωνόταν εμπρός μου ενώ εγώ βρισκόμουν σε ξένη γη. Αυτή η γη είναι η χώρα των παραμυθιών που ονομάζεται Σκωτία. Και πράγματι, όποιος έχει ταξιδέψει στην πρωτεύουσα της χώρας, το Εδιμβούργο, και περπατήσει στο Calton Hill, έναν λόφο στο κέντρο της πόλης, εκτός από το να απολαύσει την πανοραμική θέα που προσφέρει το σημείο σε όλη την πόλη, θα βρεθεί έκπληκτος, μπροστά στο εθνικό μνημείο της Σκωτίας το οποίο δεσπόζει στην κορυφή του. Το μνημείο αυτό σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο του Παρθενώνα της Αθήνας και είναι αφιερωμένο στους πεσόντες στρατιώτες των ναπολεόντειων πολέμων αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας της έλλειψης πόρων. Για αυτό απέκτησε ψευδώνυμα όπως «υπερηφάνεια και φτώχεια της Σκωτίας». Εντούτοις η ομορφιά του μνημείου, σε συνδυασμό με το τοπίο στο οποίο βρίσκεται, προσφέρεται για εξορμήσεις στη φύση καθώς επίσης και για εκδηλώσεις με χαρακτήρα λατρευτικό, όπως το φεστιβάλ της φωτιάς «Beltaine» ή «May DayFestival» ή «May Eve».
Το Beltaine ήταν μια εποχιακή γιορτή που οι αφετηρίες της ανάγονται πολύ πίσω στα προχριστιανικά χρόνια και λάμβανε χώρα μεταξύ μιας ισημερίας και ενός ηλιοστασίου. Η συγκεκριμένη γιορτή αποτελούσε προάγγελο του καλοκαιριού και ένα από τα οκτώ sabbats, όπου μαζί με τις υπόλοιπες τρεις εποχιακές γιορτές («Lammas», «Samhain ή Halloween» και «Imbolc») και τις ισημερίες με τα ηλιοστάσια που απάρτιζαν τα sabbats, λειτουργούσαν όπως ένα ημερολόγιο.
Στο Beltaine γιόρταζαν το τέλος του χειμώνα και την έξοδο από τις κρύες σκοτεινές μέρες, καλωσορίζοντας την αναζωογονητική επίδραση του ήλιου σε ολόκληρη την πλάση και την αναγέννηση της φύσης. Κατά την συγκεκριμένη εποχή η φύση δέχεται αυτή την επίδραση του ήλιου και έτσι το δάσος γίνεται πράσινο, τα φυτά ανθοφορούν, το πράσινο της χλόης αναγεννιέται. Σε εκείνους τους καιρούς, που η ανθρώπινη αισθαντικότητα ήταν πιο ευαίσθητη, όλα τα παραπάνω σηματοδοτούσαν τη γονιμότητα, το τέλος της χειμερίας νάρκης και την επανασύνδεση των μελών της κοινότητας. Ως προάγγελος της εποχής του καλοκαιριού συνδεόταν με την προστασία των ανθρώπων, των γαλακτοκομικών αλλά επίσης ιδιαίτερη σημασία είχε η προστασία και των ζώων από αρρώστιες, ιδιαίτερα εκείνων που θα ξεκινούσαν το ταξίδι τους στους μεγάλους βοσκότοπους, καθότι οι Κέλτες ήταν κατά το πλείστον ποιμενικός λαός. Έτσι ένας Δρυίδης, δηλαδή ένας ιερέας, άναβε δύο μεγάλες φωτιές και περνούσαν ανάμεσα άνθρωποι και ζώα ή πηδούσαν πάνω από αυτές. Για τον ίδιο λόγο, το φύσημα του καπνού σε ανθρώπους και ζώα και η στάχτη επάνω στις καλλιέργειες, ως παράγωγα της φωτιάς, είχαν μεγάλη προστατευτική δύναμη. Το άναμμα της φλόγας από την τριβή ξύλου πιστευόταν ότι πυροδοτούσε μια «Ιερή Φωτιά».
Η γιορτή είχε στο επίκεντρό της τον ήλιο και το φως γι αυτό και το όνομα της σχετίζεται με τον θεό Bel ή Belenus ή Belen, το όνομα του οποίου στα κελτικά σημαίνει «Φωτεινή Φωτιά» ή «Μεγάλος Θεός». Πολλά μέρη που ήταν αφιερωμένα στον Belen μετά τον εκχριστιανισμό τους αφιερώθηκαν στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ήταν το φως, ο ήλιος και όπως μας πληροφορεί ο Kadith, το αρχαιότερο ιρλανδικό αλφάβητο ξεκινά από τα γράμματα BLN (BeLeN). Ασφαλώς, ένας τρόπος μίμησης του ήλιου είναι η ίδια η φωτιά. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της παράδοσης σχετίζεται με τις φωτιές και το πέρασμα ανθρώπων και ζώων από αυτές ως τελετουργική προϋπόθεση για απόκτηση υγείας, καλής τύχης και προστασίας. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι χωρικοί πριν από την μέρα της γιορτής πήγαιναν στο δάσος για να μαζέψουν εννέα ιερά ξύλα για τις φωτιές.
Στα πλαίσια του Beltaine λάμβανε χώρα ένα ξεχωριστής σημασίας τελετουργικό. Ήταν η καύση μιας μεγάλης ανθρώπινης φιγούρας από ξύλο και άχυρο. Το όνομα της φιγούρας: «Wicker Man». Όταν η σοδειά ήταν φτωχή γινόταν επίκληση στους θεούς προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη σοδειά για την επόμενη χρονιά. Η τελετή της επίκλησης απαιτούσε τη θυσία ενός ζώου ή ανθρώπου, όπως μας λέει ο Ιούλιος Καίσαρας. Πέραν όμως των όσων αναφέρονται από τον Καίσαρα δεν υπάρχουν αποδείξεις για ανθρωποθυσίες στις τελετές των Κελτών. Εντούτοις, σε άλλα αρχαία τελετουργικά που έχουμε αποδείξεις για ανθρωποθυσίες, φαίνεται πως οι θυσιαζόμενοι ήσαν είτε πολύ προχωρημένης ηλικίας είτε άνθρωποι με ανίατες ασθένειες οι οποίοι αυτοθυσιάζονταν για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των απογόνων τους είτε εγκληματίες. Η ομότιτλη cult ταινία «Wicker Man» του 1973, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του David Pinner που φέρει τον τίτλο «Ritual» και κυκλοφόρησε το 1967, είναι ένα θρίλερ το οποίο με έξυπνο και υποβλητικά τρομακτικό τρόπο μνημονεύει τα έθιμα των παγανιστών Κελτών στο Beltaine. Σε μια από τις κομμένες σκηνές της ταινίας, μάλιστα, τραγουδά ο μοναδικός Christopher Lee. Το εν λόγω μυθιστόρημα ξαναπαρουσιάστηκε κινηματογραφικά υπό τον ίδιο τίτλο, σε σκηνοθεσία του Neil Labute και με πρωταγωνιστή τον NicolasCage, το 2006. Ως ταινία ήταν άνιση με την προηγούμενη και μάλλον θα μας μείνει στην μνήμη για την αφιέρωση του Cage στον εκλιπόντα φίλο του κιθαρίστα των Ramones Johnny Ramone.
Όπως και στη γιορτή Samhain ή Halloween έτσι και στο Beltaine, αντανακλάται η αντίληψη της κελτικής μυθολογίας σύμφωνα με την οποία το πέπλο που χωρίζει τον δικό μας ορατό κόσμο από έναν άλλο κόσμο υπαρκτό αλλά αόρατο είναι πολύ λεπτό. Το Samhain σχετίζεται με τον κόσμο των νεκρών και το σκοτάδι ενώ το Beltaine με τον κόσμο των ξωτικών και του φωτός! Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, η βασίλισσα των νεραϊδών και των ξωτικών καβάλα στο λευκό άτι της και με τις καμπανούλες του αλόγου της να χτυπάνε, έρχεται στη γη των ανθρώπων για να τους δελεάσει και να τους πάρει μακριά. Σε πολλές ιστορίες με ξωτικά και νεράιδες υπάρχουν αναφορές σε ανθρώπους που χάθηκαν για χρόνια και εμφανίστηκαν ξαφνικά χωρίς να θυμούνται το πώς ή ανθρώπους που δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς! Συνεπώς, η χρήση της φωτιάς στις τελετουργίες είχε συν τοις άλλοις εξευμενιστικό και κατευναστικό χαρακτήρα. Υπάρχουν αμέτρητοι μύθοι και ιστορίες που σχετίζονται με αυτά τα πλάσματα/πνεύματα. Στην νεώτερη λογοτεχνία ο William Butler Yeats, στο ποίημά «The Stolen child» (1886), τα παρουσιάζει να υφίστανται σε έναν κόσμο χαράς και της ξεγνοιασιάς σε αντίθεση με εκείνο των ανθρώπων που είναι ο κόσμος των δακρύων και του θρήνου.
Στο «Βιβλίο των Εισβολών», το οποίο είναι γραμμένο τον 12ο αιώνα μ.Χ και στηριζόμενο στις αυθεντικές ιρλανδικές παραδόσεις καταγράφει την ιστορία των ιρλανδικών φυλών από τις ομιχλώδεις εποχές της απώτατης αρχαιότητας, αναφέρονται ως Aos Si, δηλαδή πνεύματα που ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Μία λογοτεχνική έκδοση του όρου Aos Si είναι το Tuatha Dé Danann που σημαίνει (οι άνθρωποι της θεάς Ντάνου). Σύμφωνα με μια ριψοκίνδυνη αλλά ενδιαφέρουσα ερμηνεία οι Tuatha Dé Danann, οι οποίοι ζούσαν στην Ιρλανδία όταν αντιμετώπισαν το κύμα εισβολών των Μιλησίων, δηλαδή των υιών της Ισπανίας, μετά την ήττα τους κρύφτηκαν μέσα σε σπηλιές και στα βουνά. Εκεί δημιούργησαν τον αόρατο κόσμο των ξωτικών. Επίσης ο όρος Banshee, συνδέεται με τα Aos Si και αντίστοιχα στα Γαελικά, Ιρλανδικά και Σκωτσέζικα, σημαίνει το θηλυκό πνεύμα. Έχει, όμως, αρνητικό χαρακτήρα και θεωρείται οιωνός θανάτου. Λέγεται πως αν μία Banshee κλαίει, τότε κάποιος θα πεθάνει. Ιστορίες με Banshees υπάρχουν πάρα πολλές στα Highlands. Η παράδοση τις θέλει να είναι τρομακτικές και άσχημες ή πολύ όμορφες σε οποιαδήποτε ηλικία. Σε ορισμένες αναφορές συγχέονται με την ιρλανδική θεά της μάχης, Morrígan. Τα ονόματα οικογενειών που σχετίζονται με τα Banshees, συνήθως έχουν το πρόθεμα «Μac» ή «Ó» μπροστά. Κατά κάποιον τρόπο τα Banshees αποτελούν αντίστοιχα των αρχαιοελληνικών νυμφών, δηλαδή των πνευμάτων που συνδέονταν με τη φύση, τα ποτάμια και τα δέντρα. Έχει σημασία να σημειώσουμε πως μια από τις κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης, ήταν η νύμφη Μαία, η ομορφότερη από όλες τις αδερφές, της οποίας πήρε το όνομα ο μήνας Μάιος-May. Οι κόρες του Άτλαντα αργότερα έγιναν ο αστερισμός των Πλειάδων και κατά τον Ησίοδο στο «Έργα και Ημέραι» οι Πλειάδες όταν εμφανίζονται στην ανατολή -και αφού έχει περάσει ο ήλιος τον Ταύρο- σηματοδοτούν την είσοδο του καλοκαιριού ενώ κατά τη δύση τους προαναγγέλλουν την αρχή του χειμώνα. Ο Μάιος επίσης είναι αφιερωμένος στο θεό Ερμή, υιό της Μαίας και του Δία.
Το Beltaine είχε λησμονηθεί στα μέσα του εικοστού αιώνα και αναβίωσε σαν πολιτιστικό γεγονός από μια ομάδα καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών το 1988 στο Calton Hill, όπου και εξακολουθεί να εορτάζεται με χιλιάδες κόσμο να το παρακολουθεί και πολλούς ανθρώπους αφοσιωμένους στην οργάνωσή του. Οι οργανωτές χωρίζονται σε διάφορες ομάδες που αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, φωτιά, αέρας) και φτιάχνουν αντίστοιχα κουστούμια, σκηνογραφούν τα τελετουργικά χορευτικά και συνθέτουν επιδείξεις κι ακροβατικά σε μια φανταστική ιστορία. Το Beltaine, μετονομασμένο σε «φεστιβάλ της φωτιάς» σήμερα, πραγματοποιείται την 1η Μαΐου ενώ ξεκινά κατά τη νύχτα στις 30 Απριλίου. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το ημερολόγιο των Κελτών, που ήταν ηλιακό και σεληνιακό μαζί, οι μήνες ξεκινούσαν στην Πανσέληνο και η αλλαγή της ημέρας γινόταν τη νύχτα. Λαμβάνει χώρα δίπλα και μέσα στον «σκωτικό» Παρθενώνα. Είναι θεαματικό, εντυπωσιακό και επιβλητικό, όπως ακριβώς θα ταίριαζε στην εσώτατη φύση του στοιχείου της φωτιάς.
Στα δρώμενα του φεστιβάλ αναπαρίστανται επιμέρους βρετανικές παραδόσεις που σχετίζονταν με τον Μάιο. Οι κυριότερες από αυτές είναι το «Maybush» (η «Wishing Tree»), το «May birching» (ή «May boughing»), το «Maypole», καθώς επίσης και ο μύθος που συνδέει τον θεό του δρουϊδισμού Κερνούνο με την «May Queen» και τον «Green Man» ή («Jack in the Green»).
Το «Maybush» ήταν ένα έθιμο που λάμβανε χώρα στην Ιρλανδία και την Αγγλία. Κατά την διάρκειά του ζώα, πόρτες και παράθυρα στολίζονταν με λουλούδια ενώ με λουλούδια ή κορδέλες διακοσμείτο ένας θάμνος ή ένα δέντρο (το «Wishing Tree»). Κάποιες φορές δίπλα στο δέντρο υπήρχε και ένα πηγάδι, το ιερό πηγάδι, που θα ‘πρεπε να χρησιμοποιείται ολόκληρο τον χρόνο. Κάθε κορδέλα, ύφασμα ή γενικότερα πολύχρωμο αντικείμενο, γινόταν μια εκδήλωση σεβασμού και μια ευχή προς τους τοπικούς αγίους. Επρόκειτο για μια εκχριστιανισμένη αρχαία εορτή.
Κατά την διάρκεια του εθίμου «May birching» οι νεαροί άφηναν λουλούδια και κλαδιά στο κατώφλι των σπιτιών των κοριτσιών ως ένδειξη ενδιαφέροντος και πρόσκλησης για την νύχτα που θα ακολουθούσε.
Το «Maypole», το γνωστό Γαϊτανάκι, είναι το κοντάρι του Μαγιού. Το έθιμο αυτό είναι πρωτομαγιάτικο και το συναντούσε κανείς σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Επρόκειτο για έναν χορό γύρω από ένα ψηλό κοντάρι που έχουν στολίσει με πρασινάδα και ίσως κάποια λουλούδια (ενώ στο ελληνικό γαϊτανάκι κρέμονται γύρω απ’ το κοντάρι πολύχρωμες κορδέλες). Το κοντάρι συμβόλιζε τον φαλλό και την ένωσή του με την μητέρα γη ενώ γύρω του χόρευαν τα ζευγάρια, όπως επάνω στη γη ζωντανεύει και κινείται όλη η φύση και τα πλάσματά της.[1] Το κινησιολογικό τελετουργικό του εθίμου θυμίζει την ύφανση, το κυκλικό πλέξιμο της κλωστής ή το γνέσιμο της ρόκας και φαντασιακά μας μυεί στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι η ποικιλία και το πλέξιμο των πλασμάτων μεταξύ τους σε έναν ατέρμονο κύκλο μέσα στον χρόνο, που περιδιαβαίνει κάθε πλάσμα ως μοναδική οντότητα από την ζωή στον θάνατο και έπειτα ξανά στη γέννηση!
Ο κερασφόρος Θεός Κερνούνος στην κελτική μυθολογία ήταν ο άρχοντας του δάσους, κύριος του κυνηγιού και απεικονιζόταν με μούσι, πυκνά μακριά μαλλιά και κέρατα ελαφιού. Εξέφραζε το αρσενικό πνεύμα και σχετιζόταν με τη γονιμότητα και την βλάστηση. Ήταν ο θεός της Λαγνείας και συγγένευε με τον ελληνικό Πάνα, όπως και με άλλες θεότητες. Το ελάφι είναι σύμβολο της μακροζωίας και της άνοιξης κι ο κερασφόρος θεός διαθέτοντας εξωτερικά γνωρίσματά του συνδεόταν με το έαρ. Το φθινόπωρο ο Κερνούνος πέθαινε, όπως έπεφταν τα φύλλα από τα κλαδιά και ναρκωνόταν η φύση, ενώ την άνοιξη ανασταινόταν για να εμποτίσει τη γόνιμη θεά της γης.
Η «May Queen», η βασίλισσα του Μαΐου δηλαδή, συμβόλιζε την φύση, την Μητέρα Γη. Αυτή ενωνόταν, ανάλογα με το μέρος και την παράδοση, με τον Κερνούνο (έπειτα από βοήθεια του Belenus) ή τον «Green Man». Το πάντρεμα της θεάς με τον θεό που αποτυπώνεται στην αρχαία παράδοση μπορεί να μην βασίζεται σε μια επιστημονική τεκμηρίωση κάνει όμως παντού αισθητό το αποτέλεσμά του μέσα στην φύση, όχι βέβαια με την έννοια της μονογαμίας (με την οποία έχουμε συνηθίσει να νοηματοδοτούμε τον όρο) αλλά με εκείνη της ένωσης δύο αντιθέτων σε μια υπέρτερη ενότητα. Στη ταινία «Ομίχλη πάνω από το Άβαλον», η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα της σειράς βιβλίων «Mists of Avalon» της Marion Zimmer Bradley, ο Αρθούρος πρέπει να κυνηγήσει μέσα στο δάσος και να σκοτώσει τον Βασιλιά Ελάφι για να μπορέσει να συναντηθεί με την Θεά. Ίσως όχι εντελώς τυχαία μιας και ολόκληρη η ιστορία του βασιλιά Αρθούρου και του αγίου δισκοπότηρου είναι ένας συμβολισμός που περικλείει την παλιά θρησκεία η οποία έχει αφήσει τα ίχνη της μέσα στον χριστιανισμό.
Ο «Green Man» ήταν ο θεός της φύσης και της βλάστησης. Φαίνεται πως έχει τις ρίζες του αρκετά πίσω στον χρόνο σε διάφορες περιοχές με αποτέλεσμα η εξέλιξη των εθίμων να γίνει ανεξάρτητα σε κάθε τόπο και αυτό να οδηγήσει σε νεώτερες εκδοχές του «Green Man», όπως ο «Jack in the Green», ο «Robin of the Hood» και ο «Herne the Hunter», μας λέει ο λαογράφος James Frazer. Σημειώνει επίσης πως υπάρχουν παρόμοιες θεότητες της φύσης και εκτός Βρετανίας. Ο «Green Man» παρουσιαζόταν ως ένα ανθρώπινο πρόσωπο με φύλλωμα ολόγυρά του. Λόγω της έλευσης του χριστιανισμού λίγα πράγματα μπόρεσαν να επιβιώσουν από την παλιά θρησκεία. Έτσι ο «Green Man» πέρασε στην λήθη με εξαίρεση κάποια μικρά σημάδια επιβίωσης που άφησε μέσα στην τέχνη. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ήρθαν στο προσκήνιο νεότερες εκδοχές του. Κατά τον 16ο με 17ο αιώνα οι άνθρωποι έφτιαχναν γιρλάντες για την Πρωτομαγιά. Έπειτα από μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ των κοινοτήτων έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο περίπλοκων και περίτεχνων σχεδίων ώστε τελικά να καλύπτεται εξολοκλήρου το άτομο που είχε τον ρόλο αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο «Jack in the Green». Τον 19ο αιώνα το έθιμο άρχισε να φθίνει και να αποδοκιμάζεται ως ανήθικη και άναρχη συμπεριφορά. Κατά συνέπεια το ζευγάρι «Lord and Lady of the May» έδωσε την θέση του στην ελκυστικότερη κατά την βικτωριανή κοινωνία «May Queen» ενώ ο θορυβώδης «Jack in the Green» εξαφανίστηκε. Μετά την δεκαετία του 1970 αναβίωσε και πάλι στην Ευρώπη ενώ έκανε την εμφάνισή του και στην Αμερική.
Στο «φεστιβάλ της φωτιάς» του Calton Hill επικεφαλής είναι η «May Queen», της οποίας προαναγγέλλεται ο ερχομός με περιστρεφόμενες φωτιές και αναμμένες δάδες που κρατούν οι συμμετέχοντες. Η Βασίλισσα έχει σύγχρονη όψη και είναι ντυμένη στα λευκά ενώ συνοδεύεται από τις λευκές παρθένες πολεμίστριες και τους τυμπανιστές, που διαχέουν δια μέσου των τυμπανοκρουσιών την ενέργεια και κρατούν τον ρυθμό στην πομπή. Η πομπή έχει κυκλική τροχιά και εποπτεύεται από το κυανό στοιχείο, δηλαδή τους πνευματικούς οδηγούς. Έπειτα συνεχίζει έως ότου η Βασίλισσα επισκεφθεί όλους τους κατοίκους των στοιχείων για να τους ξυπνήσει και να υποδεχτούν την ίδια και αργότερα τον «Green Man». Η πομπή τελειώνει όταν μια σφοδρή αντιπαράθεση από κακόβουλα πνεύματα του χάους ξεσπά και ο κερασφόρος θεός θανατώνεται τελετουργικά από τις λευκές πολεμίστριες οι οποίες θέλουν να προστατέψουν την Βασίλισσα. Στην συνέχεια η «May Queen» ανασταίνει και μεταμορφώνει τον κερασφόρο θεό από θεό του χειμώνα σε «Green Man». Ακολουθεί ένας έντονος τελετουργικός χορός μεταξύ τους. Ο χορός σηματοδοτεί την ένωσή τους μέσα από την δύναμη της φωτιάς. Έπειτα οι κόκκινοι άνδρες αποπλανούν τις λευκές παρθένες και η αρμονία όλων των στοιχείων συντελείται.
Βρισκόμενη στο Calton Hill, μεταλαμβάνω εσωτερικά το μήνυμα του αρχαίου εθίμου από όσα διαδραματίζονται εκεί στο φεστιβάλ της φωτιάς, κι ανασύρω από το νου τους «Inkubus Sukkubus» -ένα pagan gothic rock συγκρότημα- και το τραγούδι τους «Beltaine». Ένα τραγούδι για τον νεολιθικό ουρανό και τον αυλό του Πάνα, του θεού που η μουσική του ταξιδεύει στον άνεμο. Κάτω από τον ίδιο νεολιθικό ουρανό και τον ίδιο άνεμο να παίζει μουσική, ανακάλυψα τον δικό μου μύθο ατενίζοντας έναν Παρθενώνα που προσπάθησα να κατανοήσω σε μια άλλη γη, μακρινή!"
[1] Στην Ελλάδα το συγκεκριμένα έθιμο τηρείται τις αποκριάτικες μέρες και λέγεται πως έχει πάρει το όνομά του από τις κορδέλες που βρίσκονται στη κορυφή το κονταριού, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως το έθιμο σχετίζεται με τον μύθο του Άττιδος, ακόλουθο της Μητέρας Θεάς Κυβέλης. Ο Άττις, παρέβη τον όρκο που είχε δώσει στη Μητέρα Θεά για να παραμείνει αγνός και όταν το συνειδητοποίησε αυτοευνουχίστηκε και πέθανε από αιμορραγία. Οι κορδέλες σύμφωνα με το ελληνικό έθιμα είναι δεκατρείς. Τα ζευγάρια που χορεύουν γύρω του είναι έξι και χορεύουν με τρόπο ώστε να πλέκονται οι κορδέλες ομοιόμορφα η μία μέσα στην άλλη την ώρα που ένα άτομο κρατάει το κοντάρι. Συμβολικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι οι δώδεκα μήνες του χρόνου, τα δεκατρία φεγγάρια και ολόκληρος ο κύκλος του χρόνου που γιόρταζαν οι παγανιστές και τα sabbats με τις φάσεις της σελήνης.
Εικόνες 1 και 3 από την αναβίωση του εθίμου
Εικόνα 6: Οι Inkubus Sukkubus το 1992