The Rods

                                                             από τον Flammentrupp

Οι «The Rods» σχηματίστηκαν το 1979 στη Νέα Υόρκη από τον David "Rock" Feinstein στην κιθάρα και τα φωνητικά, τον Steven Starmer στο μπάσο και τον Carl Canedy στα τύμπανα. Ο David ήταν η πιο παλιά καραβάνα, όντας στο χώρο από το 1967 στη μπάντα «Elf» του μεγάλου Ronnie James Dio (του οποίου ήταν ξάδελφος), απ’ όπου αποχώρησε το 1973 μετά την κυκλοφορία του πρώτου ομώνυμου δίσκου τους στον οποίο έπαιξε κιθάρα.

Πριν τους «The Rods», ο David είχε φτιάξει μπάντα με το όνομα David Feinstein's Thunder στο οποίο συμμετείχε ο Carl Canedy στα τύμπανα και ο τεράστιος Joey DeMaio, πριν αποχωρήσει για να σχηματίσει τους μυθικούς Manowar. O Steven Starmer τον αντικατέστησε, και το νέο power trio μπήκε στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα αυτοχρηματοδοτούμενο άλμπουμ, αφού δεν αρεσκόταν στην ιδέα του «γράφω demo και περιφέρομαι στις δισκογραφικές εταιρείες». Το Rock Hard τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα και κυκλοφόρησε το 1980.


Το άλμπουμ κίνησε την περιέργεια της εταιρείας Arista Records, η οποία τους προσέφερε συμβόλαιο και ανέλαβε να επανακυκλοφορήσει το δίσκο. Μια εισαγωγή -τρόπον τινά- σε αυτόν, υπήρξε η κυκλοφορία του ΕΡ Full Throttle που περιελάμβανε τρία τραγούδια από το Rock Hardκι ένα καινούργιο. Το ΕΡ αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του μπασίστα, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον Garry Bordonaro, ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την σύνθεση με την οποία θα πορεύονταν οι The Rods προς την ακμή και τη διάλυσή τους. Μέσα στο 1981 ήρθε στην κυκλοφορία το άλμπουμ με τίτλο The Rods, το οποίο περιείχε επανηχογραφημένα τα 9 από τα 12 τραγούδια του αρχικού LP, συν το καινούργιο του ΕΡ.


                                                                   The Rods – 1981
Είναι μια εποχή που έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία το punk-rock των Ramones και, ασφαλώς, οι εταιρείες που έχουν σκοπό μόνο το κέρδος, προσπαθούν να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Το εξώφυλλο έχει το ίδιο concept με αυτό των LP Ramones και Rocket to Russia. Νεαροί μακρυμάλληδες ντυμένοι με denim and leather να ποζάρουν έμπροσθεν ενός μισοκατεστραμμένου τοίχου. Τουλάχιστον δεν είχε «μοϊκάνες και παραμάνες». Ο δίσκος μας συστήνει ένα συγκρότημα στο οποίο είναι παραπάνω από εμφανείς οι επιρροές από τα supergroup του hard rock. Υπάρχουν δύο κομμάτια blues rock, τα Hungry for your love και Woman (με αυτό να είναι μπαλάντα), πέντε hard/boogie rock στο στυλ των Kiss,  Aerosmith, ίσως και AC/DC με Bon Scott, τα Music man (με riff που θυμίζει το λατρεμένο man on the silver mountain των Rainbow), Get ready to rock ‘n’ roll, Ace in the hole (διασκευή από τον Robert Fleischman), Rock hard, Roll with the night, και τρεις proto-speed metal δυναμίτες, τα Power lover (που σε σημεία θυμίζει το Highway star των Deep Purple),  Nothing going on in the city (φέρνει στο νου το Neon Knights των Black Sabbath, αν και είναι διασκευή από τους Ολλανδούς White Honey) και Crank it up.

Σίγουρα δεν ήταν το ντεμπούτο που έμεινε στην ιστορία, αλλά η ενέργεια που βγάζει (έγινε αντιληπτή στις συναυλίες), τα υπέροχα κιθαριστικά μέρη του βετεράνου βιρτουόζου Feinstein, αλλά και το όλο attitude που δίνει ο συνδυασμός εικόνας/ήχου/στίχων (γυναίκες, ποτά, rock ‘n’ roll), αποτελούν το εκρηκτικό κοκτέιλ βρώμικου και πεζοδρομιακού rock που τόσο αγαπάμε. Ωστόσο, η αναμενόμενη επιτυχία δεν έγινε στις ΗΠΑ αλλά στην Ευρώπη, και κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ευρωπαίοι ροκάδες/πρωτο-μεταλλάδες μαθημένοι στον ήχο του σκληρού ροκ και αρνούμενοι να παραδοθούν στη λαίλαπα της ντισκομπάλας, έδωσαν την ευκαιρία στην Arista Records να στείλει το γκρουπ ως support στην περιοδεία των Iron Maiden για την προώθηση του The number of the beast, αλλά και να παρατείνει την παραμονή του εκεί για την ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ.

 We'll have the best damn party in town / Drink alot of booze and messin' around
So c'mon get ready to yell / We're gonna turn it up louder than hell



                                                                  Wild Dogs - 1982
Με τα Άγρια Σκυλιά και μια έκδοση του τρικέφαλου αρχαιοελληνικού Κέρβερου στο εξώφυλλο, οι The Rods έδωσαν τον οβολόν τους για την ενίσχυση του heavy metal στο μακρινό 1982. Η παραγωγή του δίσκου είναι σαφώς καλύτερη και το συγκρότημα φαίνεται να βρίσκει το δρόμο του αφήνοντας πίσω του τις εμφανείς επιρροές. Οι μεταλλικοί  ύμνοι συνεχίζονται με τα Waiting for Tomorrow (με riff που φέρνει στο μυαλό τοI don’t Know του Ozzy), Wild Dogs,  No Sweet Talk και Honey να εξασκούν το σβέρκο με headbanging. Μια μικρή ξεκούραση έρχεται με τα mid tempo Violation και End of the Line, και ξανά όρθιοι με το hard rock Too hot to stop, το Burned by Love (που φέρνει σε ξεσηκωτικό hair metal του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80), το The Night Lives to Rock που ακολουθεί τα χνάρια των πρώτων δίσκων των Twisted Sister και Motley Crue και το Rockin' and Rollin' Again με το r’n’r riff. To LP ολοκληρώνεται με μια εξαιρετική διασκευή στο τραγούδι  You Keep Me Hangin' On των Supremes (αν κι εμείς οι 40+, το θυμόμαστε μέσω μίας εκ των πιο σέξι κυριών της απέναντι πλευράς, πίσω στα 80ς).

Το παίξιμο της κιθάρας και τα φωνητικά βρίσκονται στα υψηλά επίπεδα που αρμόζουν στην περίσταση, ενώ το rhythm section αποτελεί το ισχυρό θεμέλιο του οικοδομήματος. Οι στίχοι παραμένουν στην διονυσιακή πλευρά, συνεχίζοντας να υμνούν την αντρική απόλαυση των γυναικών και την διασκέδαση. Κορυφαία στιχουργική στιγμή: I didn't know she was only seventeen ...

Δεν μπορούσε να φανταστεί …ποιητής, πως η κοπελιά που τον συνόδευσε ήταν μόνο 17 ετών. Ας δείξουμε κατανόηση. Είναι μια κυκλοφορία που δικαίως έφερε περισσότερους Ευρωπαίους φίλους στις τάξεις των «The Rods», αλλά  δεν συγκίνησε ιδιαίτερα τους συμπατριώτες τους. Ως αποτέλεσμα, η δισκογραφική έλυσε το συμβόλαιό τους.


                                                                 In The Raw - 1983
Ευτυχώς για το γκρουπ, η μικρότερη εταιρεία Shrapnel Records, τους προσέφερε συμβόλαιο, κι έτσι η περιπέτεια στην ανεξερεύνητη χώρα του heavy metal συνεχίστηκε. Τον Μάρτιο του 1983 το In the raw πήρε  τη θέση του στα ράφια των δισκοπωλείων. «Ωμό», όνομα και πράγμα, αφού ουσιαστικά είναι οι demo ηχογραφήσεις των κομματιών, που ολοκληρώθηκαν σε διάστημα 48 ωρών. Αυτό δεν είναι καθόλου αρνητικό για το power trio αφού είναι μια συναυλιακή μπάντα και η live αίσθηση του δίσκου προστίθεται στα θετικά. 

Συνολικά, αυτό το άλμπουμ είναι ό,τι πιο heavy metal είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Δεν υπάρχει κάποιο blues rock τραγούδι ή μπαλάντα, παρά μόνο 4 hard rock πινελιές. Οι δύο πιο αξιοσημείωτες είναι το Witches Brew σε μουσικό και στιχουργικό ύφος παρόμοιο με των Black Sabbath της πρώτης περιόδου και το Another night on the town με riff πανομοιότυπο με το Man on the silver mountain. Ξεδιάντροπη κλεψιά για κάποιους, φόρος τιμής στον άντρα με τα μαύρα που έμαθε στον κόσμο κιθάρα, για κάποιους άλλους. Το Go for broke βαδίζει σε πιο hair metal μονοπάτι, ενώ το Hot city ξεκινάει ως mid tempo για να καταλήξει speed-αριστό στο στυλ των Motorhead ή των Raven. Σε αυτό το στυλ, οι «The Rods» έχουν ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά τους και συνεχίζουν εδώ με τους δυναμίτες Hurricane και Hot love. Ο δίσκος ολοκληρώνεται με τα Street fighter και Hold on for your life που αποτελούν κλασικά δείγματα του heavy metal ήχου, που επικρατούσε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80. Στιχουργικά, δεν αλλάζει κάτι. Η πεζοδρομιακή ζωή κυριαρχεί με την εξαίρεση του «σκοτεινού» Witches Brew, ενώ η απόδοση των μουσικών παραμένει πολύ καλή. Δυστυχώς, η εταιρεία δεν είχε την εμπειρία ή τη δυνατότητα να στηρίξει το γκρουπ επικοινωνιακά, κι έτσι βρέθηκαν για μια ακόμη φορά σε αναζήτηση δισκογραφικής.  


                                                           Let Them Eat Metal - 1984
Η δισκογραφική εταιρεία Combat, με εξειδίκευση στο ανερχόμενο τότε thrash metal, ήταν ο επόμενος σταθμός. Η πρώτη κυκλοφορία τους μαζί της ήταν ένα live τον Δεκέμβριο του 1983, το οποίο πέρασε απαρατήρητο ακόμα κι από τους ίδιους τους οπαδούς. Η αλήθεια είναι πως, με την εξαίρεση το Hurricane, δεν κατάφερα να εντοπίσω από πού προέρχονται τα τραγούδια. Πιθανόν να είναι δικά τους ακυκλοφόρητα, πιθανόν να είναι διασκευές που παίζονταν μόνο στις συναυλίες. 

Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στην καλύτερη χρονιά του heavy metal, το μυθικό 1984, όπου οι «The Rods» κυκλοφορούν το Let them eat metal. Η παραγωγή επιστρέφει σε υψηλά επίπεδα, ίσως η καλύτερη που είχαν σε άλμπουμ, ενώ ακολουθείται η συνταγή του προηγούμενου LP. Δηλαδή, ατόφιο ατσάλι δίχως blues rock πινελιές, συν το γεγονός πως δεν υπάρχουν πλέον ούτε οι hard rock πινελιές.

Τα «ελαφριά» τραγούδια του άλμπουμ είναι απλώς mid tempo κλασικό heavy metal, με άλλες δυο στιγμές που παραπέμπουν σε πρώιμους Twisted Sister. Ασφαλώς, υπάρχουν οι αγαπημένες και -σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος- speed-αριστές στιγμές, δηλαδή τα White Lightning (λες και βγήκε από δίσκο των Judas Priest) και Got the fire burnin’. Υπάρχουν επίσης τα καθαρόαιμα «μεταλλικά άτια» Rock Warriors (ίσως το καλύτερο κομμάτι τους, σίγουρα το αγαπημένο μου) και Bad blood.

Γενικώς, ο δίσκος αποπνέει ένα μεταλλικό άρωμα Judas Priest. Στιχουργικά, το μόνο που αλλάζει σε σχέση με το In the raw είναι πως το σκοτεινό Witches Brew έχει αντικατασταθεί από τον προβληματισμό για το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που εκφράζεται στο κομμάτι Nuclear skies. Κατά τα άλλα, γυναίκες, ποτά και rock and roll σε όλες τις εκφράσεις με την απόδοση των μουσικών στα υψηλά, όπως πάντα, επίπεδα. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στο προβοκατόρικα φαλλοκρατικό εξώφυλλο, που στην φιλελεύθερα μοταμοντέρνα συνθήκη της εποχής μας, μάλλον θα κόστιζε στο συγκρότημα μια καταδίκη για την πρόκριση «σεξιστικών» προτύπων. Το άλμπουμ υπήρξε το κύκνειο άσμα του γκρουπ, ως power trio, μέχρι την επανασύνδεσή τους το 2010.


                                                          Heavier Than Thou - 1986
Η πολυπόθητη επιτυχία στα charts δεν ερχόταν, ενώ, το MTV σε ό,τι αφορά τη σκληρή μουσική, έδινε βάση σε πιο χαρούμενα, καθαρά πρόσωπα, που άρεσαν στον γυναικείο πληθυσμό.

Από το 1984 η κατάσταση στο συγκρότημα έχει βαρύνει. Ο ντράμερ Carl Canedy άρχισε να δίνει σημασία στον χώρο της παραγωγής με μεγάλη, μάλιστα, επιτυχία. Παρότι οι «The Rods» δεν έπαιζαν thrash metal, εκείνος έκανε την παραγωγή σε διαμάντια του χώρου όπως τοSpreading the disease των Anthrax, Violence and force των Exciter και Feel the fire των Overkill. Παρόλα αυτά, δεν είναι εκείνος που αποχώρησε για μια νέα καριέρα, αλλά ο μπασίστας Garry Bordonaro. Επίσης, για μια ακόμη φορά, έπρεπε να βρεθεί δισκογραφική εταιρεία για το γκρουπ.

Τελικά, το 1986 βρίσκει το δρόμο για τα ράφια των δισκοπωλείων το Heavier than Thou μέσω της μικρής και ανεξάρτητης Passport Records. Η σύνθεση του συγκροτήματος είναι πλέον τετραμελής. Στο μπάσο έχει έρθει ο Graig Gruber, βετεράνος με τους Elf και τους Rainbow, ενώ στα φωνητικά έχει προσληφθεί ο Ολλανδός Sammy “Shmoulik” Avigal με εμπειρία στους Picture και τους Horizon. O David Feinstein κρατάει το πόστο της κιθάρας. Το LP είναι παρόμοιο σε παραγωγή και ύφος τραγουδιών με το Let them eat metal.

Ο νέος τραγουδιστής δίνει μια άλλη διάσταση αφού η φωνή του σε πολλά σημεία θυμίζει τόσο τον Ronnie James Dio όσο και τον David Coverdale. Το εξώφυλλο δε, με ιππότες και σπαθιά! Ο δίσκος ξεκινά με το ομώνυμο κομμάτι το οποίο είναι μια μικρή επική εισαγωγή και στη συνέχεια έρχεται ο speed-αριστός ύμνος Make me a believer, με riff που μου θύμισε το Let there be rock των AC/DC παιγμένο σε μεγαλύτερη ταχύτητα. Ακολουθεί το Angels never run, ένα εξαιρετικό κλασικό μέταλλο της εποχής με όλον τον υπόλοιπο δίσκο στο ίδιο μοτίβο, και με μόλις ένα-δυο τραγούδια να κάνουν την εξαίρεση ως mid tempo. Επίσης, για πρώτη φορά μετά το 1982 και το Wild Dogs, υπάρχει μια διασκευή και συγκεκριμένα το Communication Breakdown των Led Zeppelin.

Κατά τη γνώμη μου, τα δύο τελευταία άλμπουμ είναι τα κορυφαία στην πορεία των «The Rods». Το Let them eat metal είναι το καλύτερο ως power trio, ενώ το Heavier than thou ίσως να είναι ακόμα καλύτερο ως σύνολο, αλλά δίνει την αίσθηση ενός άλλου συγκροτήματος, πιο κοντινού στα γούστα εμάς των νεορομαντικών επκάδων. Όπως έχουμε να λέμε για πολλά γκρουπ που έβγαλαν έναν εξαιρετικό δίσκο και μετά διαλύθηκαν, έτσι θα μπορούσαμε να μιλάμε και γι αυτόν. Ατόφιο ατσάλι, χαρακτηριστικό της εποχής του, που αδυνατώ να κατανοήσω πως πέρασε απαρατήρητο.


                                                                        Επίλογος
Η μπερδεμένη κατάσταση στο συγκρότημα εκφράστηκε και με άλλον ένα τρόπο μέσα στο ίδιο έτος (1986). Μέσω της Passport Records βγήκε στην κυκλοφορία ένα άλμπουμ με τίτλο Hollywood, χωρίς όνομα συγκροτήματος παρά μόνο τα ονόματα των μελών. Σε αυτά έχουμε το power trio που γνωρίσαμε με την προσθήκη του Rick Caudle στα φωνητικά και της Emma Zale στα πλήκτρα. Η μουσική του κινείται σε περισσότερο soft για τα μέτρα του γκρουπ μονοπάτια (θα τολμούσα να πω πως θυμίζει soundtrack ταινιών τύπου Top Gun με πιο ραδιοφωνικό ύφος) με την εξαίρεση ενός-δύο κομματιών που θυμίζουν τους «The Rods» από το In the raw και μετά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ακούμε το συγκρότημα κατά την δεκαετία του ’80.

Πέρασαν είκοσι πέντε χρόνια και φτάσαμε στο 2011, όπου το power trio ενώθηκε ξανά για συναυλίες κι ένα καινούργιο άλμπουμ με τίτλοVengeance. Προσωπικά, δεν διακρίνομαι για την πίστη μου στο σύγχρονο heavy metal και τις επανασυνδέσεις συγκροτημάτων της χρυσής εποχής, οπότε δεν έχω άποψη για το δίσκο.


Οι «The Rods» αποτελούν ένα από τα πολλά συγκροτήματα που στάθηκαν τίμια στο χώρο που αγαπάμε, δίνοντας ατόφιο hard rock και heavy metal, αλλά δεν έτυχαν της αναγνώρισης που άξιζαν. Δεν έδωσαν ποτέ κακό δίσκο και δεν άλλαξαν τη μουσική/τρόπο ζωής τους προς το glam ή το thrash metal, που ανέβαιναν ραγδαία εκείνη την περίοδο. Σίγουρα δεν υπήρξαν πρωτοπόροι στην κατάκτηση νέων μουσικών τόπων, αλλά το «αλήτικο», πεζοδρομιακό ατσάλι τους θα λαμποκοπά πάντα στα σκοτάδια της σύγχρονης πραγματικότητας για όλους εμάς τους θιασώτες της βαρυμεταλλικής φαντασίας.   

Σχόλια:
 Ο tzortzadams είπε...
Παραθέτω κάποια ακόμη στοιχεία για τους αγαπημένους και για μένα The Rods.
Το Vengeance του 2011 είναι ένας εξαιρετικός δίσκος που ηχητικά κινείται προς τη περίοδο των Wild Dogw και In the Raw. Με την αυθεντική σύνθεση και με κάποια εξαιρετικά τραγούδια μέσα από από ένα συνολικά πολύ δυνατό δίσκο, που πέρασε σχετικά απαρατήρητος.
Ο David Rock Feinstein, πιστός απόλυτα στο μουσικό του όραμα και μακριά από κάθε είδους trends και μόδες εποχών, έχει κυκλοφορήσει καταπληκτικούς solo δίσκους με αποκορύφωμα το υπέροχο Clash of Armor. Τσεκάρετε οπωσδήποτε και το πιο hard rockin, Α Night in the jungle του 2000.
Βασίλη, ευχαριστώ που έγραψες για μία απο τις πλέον αγαπημένες μου μπάντες.
Hail the Rods!
Παρασκευή, 06 Ιουλίου, 2018
 
 Ο tzortzadams είπε...
Να προσθέσω επίσης ότι το ντεμπούτο των Rods (και με τις 2 εκδοχές του Rock Hard - κυρίως - και ομώνυμο), σφύζει από ωμή ενέργεια, και πάθος, που δύσκολα συναντάς σήμερα, στις πιο αποστειρωμένες παραγωγές.
Tέλος, οι Carl Cannedy και Gary Bordonaro, καθώς και η Emma Zale, συμμετείχαν στον αριστουργηματικό δίσκο του μεγάλου Jack Starr "Out of the Darkness"!
Παρασκευή, 06 Ιουλίου, 2018
 
Ανώνυμος Ο Epic fantasy είπε...
Αμα γίνεται καντε αφιερωμα στο δίσκο αστρονειρα του τουρνα

the rods φοβερη μπάντα αν και ακουω doom metal περισσότερο
Σάββατο, 07 Ιουλίου, 2018
 
Ανώνυμος Ο Flammentrupp είπε...
Καλημέρα και καλή εβδομάδα Χρήστο. Ευχαριστώ για τα συμπληρωματικά σχόλια. Μου είχε διαφύγει η συμμετοχή τους στον δίσκο του Jack Starr (που επίσης συμμετέχει και ο μοναδικός Rhett Forester). Δεν έχω ακούσει τα solo album, αλλά δεν αμφιβάλω για την ποιότητα, καθώς, αυτοί που αγάπησαν το metal ως τρόπο ζωής (και όχι τη δημοσιότητα) σπάνια διάλεξαν "εύκολους" δρόμους. Είναι, πάντως, μεγάλο κρίμα που πολλοί αυθεντικοί έμειναν σε -σχετική ή όχι- αφάνεια. Αν είχαν τη δυνατότητα για τα προς το ζην από τη μουσική, το heavy metal θα είχε πατήσει ακόμα μεγαλύτερες κορυφές και, ίσως, να είχε διαφορετική και καλύτερη πορεία κατά τη δεκαετία του 90 και αργότερα.

Epic Fantasy, δεν έχω ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο δίσκο, αλλά θα το κάνω στο μέλλον. Για αφιέρωμα, θα πρέπει να απευθυνθείς στον Σταμάτη που τον γνωρίζει καλύτερα.
Δευτέρα, 09 Ιουλίου, 2018
 
Ανώνυμος Ο Epic fantasy είπε...
Οκ ευχαριστω flammetrupp ενα συγκρότημά που εχει σχεση με το sci-fi ειναι οι scanner
Τρίτη, 10 Ιουλίου, 2018