Μετάφραση: Flammentrupp
Το παρακάτω διήγημα αποτελεί την αρχική εκδοχή, εκείνου που δημοσιεύθηκε τελικά με τον τίτλο Η Κόρη του Γίγαντα των Πάγων, ως ιστορία του Κόναν, στο περιοδικό Fantasy Fan, to 1934.
Η κλαγγή των σπαθιών είχε χαθεί, οι κραυγές της σφαγής είχαν σβήσει, ησυχία είχε απλωθεί στο πορφυροβαμμένο χιόνι. Ο χλωμός ψυχρός ήλιος που έλαμπε εκτυφλωτικά πάνω στις πλάκες πάγου και στις χιονοσκέπαστες πεδιάδες, γέμιζε το τοπίο με αργυρές ανταύγειες, καθώς έπεφτε πάνω στους διαλυμένους θώρακες και τις σπασμένες σπαθολεπίδες, εκεί που κείτονταν οι νεκροί. Άψυχα χέρια έσφιγγαν ακόμη τη λαβή του ξίφους τους, ενώ κεφάλια με περικεφαλαίες είχαν γύρει προς τα πίσω, αφήνοντας τα πρόσωπα με τις χρυσοπόρφυρες γενειάδες και την αγωνία του θανάτου να κοιτάζουν ψηλά, σαν σε ύστατη επίκληση στον Ύμιρ, τον γίγαντα των πάγων.
Μέσα από τον αιματοβαμμένο σωρό των κουφαριών, δύο μορφές πλησίασαν η μία την άλλη. Ήταν η μόνη κίνηση στην απόλυτη ερημιά. Ο παγωμένος ουρανός ήταν πάνωθε τους, το λευκό αχανές τοπίο γύρω τους και οι νεκροί στα πόδια τους. Αργά κινήθηκαν, σαν φαντάσματα που πηγαίνουν σε συνάντηση κρυφή μέσα από τα ερείπια ενός τόπου.
Οι ασπίδες τους είχαν χαθεί, οι θώρακες τους διαλυμένοι, η πανοπλία τους γεμάτη αίμα, τα σπαθιά τους άλικα. Οι περικεφαλαίες με τα κέρατα είχαν σημάδια μανιωδών χτυπημάτων. Ο ένας μίλησε, αυτός που τα μαλλιά και η γενειάδα του ήταν κόκκινα, σαν το αίμα πάνω στο ηλιόλουστο χιόνι.
«Άνδρα με τα κορακίσια μαλλιά,» είπε, «πες μου το όνομά σου, έτσι ώστε οι αδελφοί μου στο Βαναχάιμ να γνωρίζουν ποιος ήταν ο τελευταίος της ομάδας Γούλφχιρ που έπεσε από το σπαθί του Χάιμντουλ».
«Αυτή είναι η απάντησή μου,», αποκρίθηκε ο μαυρομάλλης πολεμιστής. «Όχι στο Βαναχάιμ, μα στη Βαλχάλλα θα πεις στους αδελφούς σου το όνομα του Άμρα της Ακμπιτάνα».
O Χάιμντουλ βρυχήθηκε πηδώντας στον αέρα, με το σπαθί του να διαγράφει ένα μεγάλο τόξο. Ο Άμρα τρέκλισε και τα μάτια του γέμισαν άλικες σπίθες, καθώς η λεπίδα τον χτύπησε στην περικεφαλαία βγάζοντας σπινθήρες γαλάζιας φωτιάς. Αλλά καθώς έπεφτε, ανταπέδωσε το χτύπημα με όλη τη δύναμη των ώμων του. Η αιχμή του σπαθιού του διαπέρασε τον ορειχάλκινο θώρακα, τα κόκαλα και την καρδιά, και ο πορφυρομάλλης πολεμιστής έπεσε νεκρός στα πόδια του.
Ο Άμρα ταλαντεύτηκε, αφαιρώντας το σπαθί από το άψυχο σώμα, και ένιωσε μια ξαφνική κόπωση να τον κυριεύει. Η αντηλιά πάνω στο χιόνι τού τρυπούσε τα μάτια σαν μαχαίρι και ο ουρανός έμοιαζε παράξενα ρυτιδιασμένος και μακρινός. Απομακρύνθηκε απ’ το ποδοπατημένο μέρος, όπου οι κιτρινογένηδες πολεμιστές κείτονταν παρέα με τους κοκκινομάλληδες δολοφόνους στην αγκαλιά του θανάτου. Λίγα βήματα είχε κάνει, όταν ξαφνικά το ηλιόφως άρχισε να χάνει τη λάμψη του. Ένα ορμητικό κύμα τύφλωσης τον αγκάλιασε κι αυτός, βυθιζόμενος στο χιόνι, στηρίχτηκε στο ένα χέρι τινάζοντας το κεφάλι του, όπως ένας λέων τινάζει τη χαίτη, σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από το σκοτάδι.
Ένα ασημένιο γέλιο διαπέρασε τη ζαλάδα του και η όραση του επανήλθε αργά. Υπήρχε κάτι παράξενο στο τοπίο που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει –ένας ασυνήθιστος τόνος στο χρώμα της γης και του ουρανού. Μα δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ. Εμπρός του, παλλόμενη σαν βλαστάρι στον άνεμο, στεκόταν μια γυναίκα. Το σώμα της ήταν σαν από ελεφαντόδοντο και, εκτός από ένα αραχνοΰφαντο πέπλο, ήταν ολόγυμνη. Τα καλλίγραμμα γυμνά πόδια της ήταν λευκότερα από το χιόνι που πατούσαν. Γέλασε, και το γέλιο της ήταν γλυκύτερο από το κελάρυσμα μιας ασημένιας κρήνης αλλά ταυτόχρονα και δηλητηριώδες, γεμάτο βάναυση χλεύη.
«Ποια είσαι εσύ;», απαίτησε να μάθει ο πολεμιστής.
«Τι σημασία έχει;». Η φωνή της έβγαζε περισσότερη μουσική κι από μία αργυρόχορδη άρπα, αλλά την είχε τροχίσει η στυγνότητα.
«Κάλεσε τους άνδρες σου», μούγκρισε ο πολεμιστής, σφίγγοντας το σπαθί του. «Αν και η δύναμη μου με έχει εγκαταλείψει, δεν θα με πιάσουν ζωντανό. Βλέπω ότι ανήκεις στους Βάνιρ».
«Είπα κάτι τέτοιο;».
Κοίταξε πάλι τις άναρχες τούφες της, τις οποίες νόμιζε κόκκινες. Τώρα πρόσεξε πως δεν ήταν ούτε κόκκινες, ούτε κίτρινες, αλλά μία μεγαλειώδης πρόσμιξη των δύο χρωμάτων. Την κοίταξε μαγεμένος. Είχαν το χρυσάφι των ξωτικών και όταν ο ήλιος ανακλούσε πάνω τους, τον θάμπωναν. Τα μάτια της δεν ήταν ούτε ακριβώς γαλάζια, ούτε ακριβώς φαιά, αλλά μέσα τους εναλλάσσονταν τα χρώματα και αναδεύονταν με ζωηράδα κεραυνοί και χρωματιστές νεφέλες. Τα σαρκώδη, πορφυρά χείλη ήταν χαμογελαστά και από τα αδύνατα πόδια της ως το εκτυφλωτικό στέμμα των κυματιστών μαλλιών της, το φιλντισένιο κορμί της ήταν τέλειο σαν το όνειρο ενός θεού. Οι κρόταφοι του πολεμιστή πάλλονταν με ορμή.
«Δεν μπορώ να ξέρω» είπε, «αν είσαι από το Βαναχάιμ και εχθρός μου, ή από το Άσγκαρντ και φίλη μου. Μακριά έχω ταξιδέψει, από τη Ζινγκάρα ως τη Θάλασσα του Βίλαβετ, στην Στυγία και την Κους, ακόμα και στη χώρα των Υρκανιανών. Μα γυναίκα σαν και σένα δεν έχω ξαναδεί. Τα μαλλιά σου με θαμπώνουν με τη λαμπρότητα τους. Ούτε και ανάμεσα στις ομορφότερες κόρες των Έσιρ δεν τα έχω ξαναδεί, μα τον Ύμιρ!»
«Ποιος είσαι εσύ που θα ορκιστείς στον Ύμιρ;», τον περιγέλασε. «Τι γνωρίζεις εσύ για τους θεούς του πάγου και του χιονιού, εσύ που ήρθες από το νότο για να ζήσεις περιπέτειες ανάμεσα σε ξένους;».
«Μα τους σκοτεινούς θεούς της φυλής μου!», ούρλιαξε θυμωμένος. «Δεν ήμουν καλός στην ξιφομαχία, ξένος ή όχι; Την ημέρα τούτη, είδα τέσσερις πολεμιστές να πέφτουν και μόνος εγώ επιβίωσα στο πεδίο της μάχης, όπου οι άρπαγες του Μούλφχιρ συνάντησαν τους άνδρες του Μπράγκι. Πες μου γυναίκα, είδες τη λάμψη της πανοπλίας στις χιονοσκέπαστες πεδιάδες ή τους αρματωμένους άνδρες να κινούνται πάνω στον πάγο;».
«Έχω δει την πάχνη να λαμπυρίζει στον ήλιο», αποκρίθηκε, «έχω ακούσει τον άνεμο να ψιθυρίζει πάνω από τα αιώνια χιόνια».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Ο Νιόρντ θα έπρεπε να μας έχει βρει πριν μας επιτεθούν. Φοβάμαι πως αυτός και οι άνδρες του έπεσαν σε παγίδα. Ο Γούλφχιρ κείτεται νεκρός, το ίδιο και οι στρατιώτες του. Πίστευα πως δεν υπάρχει κάποιο χωριό σε μεγάλη απόσταση από εδώ, ο πόλεμος μας οδήγησε πολύ μακριά, αλλά δεν μπορεί να κάλυψες τόσο μεγάλο χώρο μέσα στα χιόνια γυμνή. Οδήγησε με στη φυλή σου, αν είσαι από το Άσγκαρντ, διότι είμαι εξαντλημένος από την κόπωση της μάχης».
«Ο τόπος κατοικίας μου είναι μακρύτερα από εκεί που εσύ μπορείς να φτάσεις, Άμρα της Ακμπιτάνα!», τον κορόιδεψε. Άπλωσε τα χέρια της και λικνίστηκε εμπρός του, έγειρε νωχελικά το χρυσαφένιο κεφάλι της, ενώ τα σπινθηροβόλα μάτια έκλεισαν κάτω από τις μακριές μεταξένιες βλεφαρίδες της. «Δεν είμαι όμορφη, άνθρωπε;»
«Σαν την Αυγή που απλώνεται γυμνή πάνω στο χιόνι», αποκρίθηκε, με τα μάτια του να φλέγονται σαν αυτά του λύκου.
«Τότε γιατί δεν σηκώνεσαι να με ακολουθήσεις; Ποιος είναι ο δυνατός πολεμιστής που κείτεται εμπρός μου;», αποκρίθηκε με τραγουδιστή φωνή, αλλά σε έναν εξοργιστικά χλευαστικό τόνο. «Κάθισε εδώ να πεθάνεις στο χιόνι μαζί με τους άλλους ανόητους, μαυρομάλλη Άμρα. Δεν μπορείς να έρθεις εκεί που πηγαίνω».
Με μια βρισιά, ο άνδρας στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Τα γαλάζια μάτια του φλέγονταν και το σκοτεινό σημαδεμένο πρόσωπο του συσπάστηκε. Η οργή κυρίευσε την ψυχή του, αλλά ο πόθος για τη σαρκαστική μορφή που βρισκόταν εμπρός του σφυρηλατούσε τους κροτάφους του κι έκανε το αίμα να τρέχει ξέφρενα στις φλέβες. Το πάθος μάνιασε, παρά την καταπόνηση που είχε πλημμυρίσει όλο του το είναι, σε σημείο που γη και ουρανός στροβιλίζονταν κόκκινα στη θολή ματιά του. Ήταν στα πρόθυρα ολικής κατάρρευσης.
Δίχως λέξη, πήγε να πιάσει τα χέρια της με τα γαμψά απεριποίητα νύχια του. Εκείνη, με ένα ξέφρενο γέλιο, οπισθοχώρησε κι άρχισε να τρέχει περιπαίζοντας τον. Γογγύζοντας ο Άμρα την ακολούθησε. Είχε ξεχάσει τη μάχη, τους σιδερόφρακτους ματωμένους πολεμιστές και τους άφαντους άρπαγες του Νιόρντ. Ο νους του έβλεπε μόνο την καλλίγραμμη, λευκή μορφή που φαινόταν να πλέει αντί να τρέχει εμπρός του.
Αυτή τον οδήγησε πέρα, στις λευκές εκθαμβωτικές πεδιάδες. Το ποδοπατημένο, άλικο πεδίο της μάχης είχε χαθεί πίσω του, αλλά αυτός συνέχιζε με την σιωπηλή επιμονή που χαρακτήριζε τη φυλή του. Τα θωρακισμένα πόδια του διέλυαν τον παγωμένο φλοιό του εδάφους. Βυθιζόταν σε οπές, αλλά έβγαινε από μέσα τους με περίσσια δύναμη. Μα το κορίτσι χόρευε στο χιόνι τόσο ανάλαφρα, όσο ένα φτερό πάνω από το νερό. Τα γυμνά πόδια της, σχεδόν δεν άφηναν αποτύπωμα στην πάχνη. Παρά τη φωτιά στις φλέβες του, το κρύο τον περόνιαζε περνώντας μέσα από την πανοπλία και τις γούνες του. Η γυναίκα με το αραχνοΰφαντο πέπλο, συνέχιζε να τρέχει τόσο ντελικάτα κι εύθυμα σαν να λικνιζόταν ανάμεσα στα βάγια και τους ροδόκηπους του Ποϊτέιν.
Μαύρες κατάρες βγήκαν από τα ξερά του χείλη. Οι φλέβες στους κροτάφους πάλλονταν με μανία και τα δόντια του έτριζαν σπασμωδικά.
«Δεν θα μου ξεφύγεις!», ούρλιαξε. «Οδήγησε με σε παγίδα, και θα φτιάξω σωρό με τα κεφάλια των συγγενών σου μπροστά στα πόδια σου. Κρύψου, και θα σκίσω τα βουνά για να σε βρω! Θα σε ακολουθήσω στον Άδη κι ακόμα παραπέρα!»
Το εξωφρενικό γέλιο της έπεσε πάνω του, και αφροί ξεχύθηκαν από το στόμα του. Όλο και μακρύτερα τον οδηγούσε στις ερημιές, μέχρι που, στη θέση των πεδιάδων, αντίκρισε χαμηλούς λόφους να ορθώνουν τις κυματιστές κορυφές τους. Μακριά στο βορρά, έπιασε τη λάμψη θεόρατων βουνών, γαλάζιων στο χρώμα λόγω της απόστασης, μα και λευκών από τα αιώνια χιόνια που τα σκέπαζαν. Πάνωθε τους, φεγγοβολούσε το βόρειο σέλας. Οι ακτίνες του απλώνονταν σαν βεντάλια, παγωμένες λεπίδες πολύχρωμου θερμού φωτός, που συνεχώς μεγάλωνε και άστραφτε.
Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι του φωτοβολούσε γεμάτος παράξενες λάμψεις. Το χιόνι έλαμπε αλλόκοτα, άλλοτε κρυστάλλινο γαλάζιο, άλλοτε παγωμένο πορφυρό κι άλλοτε κρύο ασημί. Μέσα σε αυτό το μαγευτικό παγωμένο βασίλειο, ο Άμρα κόπιαζε να προχωρήσει μπροστά. Σε αυτόν τον κρυστάλλινο λαβύρινθο, όπου η μόνη αλήθεια ήταν αυτό το λευκό κορμί που λικνιζόταν πάνω στο χιόνι και συνεχώς -μα συνεχώς- του ξέφευγε.
Μα δεν έδινε σημασία στην νεκρομαντική παραδοξότητα που κυριαρχούσε γύρω του, ούτε κι όταν δύο γιγάντιες φιγούρες ορθώθηκαν για να του φράξουν το δρόμο. Ο αλυσοθώρακας της πανοπλίας τους είχε γίνει λευκός από την πάχνη, ενώ τα κράνη και οι πελέκεις τους είχαν καλυφθεί από πάγο. Τα άκρες των μαλλιών τους είχαν πασπαλιστεί από χιόνι, στις γενειάδες τους παγοκρύσταλλοι σχημάτιζαν καρφιά, ενώ τα μάτια τους ήταν τόσο κρύα όσο τα κυματιστά φώτα από πάνω τους.
«Αδελφοί!», κραύγασε το κορίτσι, χορεύοντας ανάμεσά τους. «Κοιτάξτε ποιος ακολουθεί! Σας έφερα έναν άνθρωπο για τη γιορτή! Αφαιρέστε την καρδιά του και αφήστε την να αχνίζει πάνω στο τραπέζι του πατέρα μας!»
Οι γίγαντες απάντησαν με βρυχηθμούς όμοιους με το τρίξιμο των παγόβουνων σε μια παγωμένη ακτή και σήκωσαν ψηλά τους λαμπερούς πελέκεις τους, καθώς ο τρελαμένος Ακμπιτανός ρίχτηκε πάνω τους. Μια παγωμένη λεπίδα άστραψε στα μάτια του τυφλώνοντάς τον, μα έδωσε ένα ισχυρό χτύπημα που διαπέρασε τον μηρό του εχθρού του. Με μια κραυγή το θύμα έπεσε, αλλά μαζί κι ο Άμρα αφού δέχτηκε χτύπημα στον αριστερό ώμο από τον δεύτερο γίγαντα. Η πανοπλία, όμως, άντεξε σώζοντας του τη ζωή. Είδε τη μορφή του αντιπάλου του να στέκει από πάνω του σαν κολοσσός σκαλισμένος στον πάγο και καρφωμένος στον εκθαμβωτικό ουρανό. Ο πέλεκυς έπεσε, καρφώθηκε στο χιόνι και στην παγωμένη γη, καθώς ο Άμρα πρόλαβε να γυρίσει στο πλάι και να σηκωθεί στα πόδια του. Ο γίγαντας μούγκρισε και ξεκάρφωσε το όπλο του από το έδαφος για να επιτεθεί ξανά, όμως το σπαθί του ανθρώπου πρόλαβε και βρήκε στόχο. Τα γόνατα του γίγαντα λύγισαν και βούλιαξε αργά στο άλικο, από το αίμα του κομμένου λαιμού του, χιόνι.
Ο Άμρα γύρισε να δει το κορίτσι που στεκόταν παραδίπλα του. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα από τον τρόμο και η χλεύη είχε τώρα εξαφανιστεί από το πρόσωπο της. Ούρλιαξε αγριεμένος και σταγόνες αίματος έσταζαν από το σπαθί καθώς το χέρι του έτρεμε από την παραφορά.
«Κάλεσε τα υπόλοιπα αδέλφια σου! Κάλεσε και τα σκυλιά! Θα δώσω τις καρδιές τους στους λύκους!»
Εκείνη με μια κραυγή φόβου γύρισε κι έφυγε. Τώρα δεν γελούσε, ούτε τον χλεύαζε. Έτρεχε για να σώσει τη ζωή της και, παρά την τιτάνια δύναμη που έβαλε αυτός για να την φτάσει, αυτή χανόταν όλο και περισσότερο μέσα στη μαγική φωτιά των ουρανών, ως ότου η φιγούρα της δεν ήταν μεγαλύτερη από αυτή ενός παιδιού, μετά έγινε μια λευκή φλόγα πάνω στο χιόνι, και στο τέλος μια αμυδρή μακρινή σκιά. Όμως εκείνος, σφίγγοντας τα δόντια μέχρι να ματώσουν, συνέχισε να την κυνηγά, και είδε την αμυδρή σκιά να ξαναγίνεται λευκή φλόγα κι έπειτα η σιλουέτα της έτρεχε μόλις στα εκατό βήματα μπροστά του, και η απόσταση μειωνόταν μέτρο με το μέτρο.
Το κορίτσι, τώρα, έκανε μεγάλη προσπάθεια για να τρέξει, και τα χρυσά μαλλιά της ανέμιζαν ελεύθερα. Ο Άμρα άκουσε τη γρήγορη ανάσα και είδε το φόβο στο πρόσωπο όταν αυτή έριξε τη ματιά πάνω από τον αλαβάστρινο ώμο της. Η εξαιρετική αντοχή του τον είχε υπηρετήσει καλά. Η ταχύτητα υποχωρούσε από τα αστραφτερά λευκά πόδια κι ένα τρέκλισμα φάνηκε στην τρεχάλα της. Στην ανυπότακτη ψυχή του, έκαιγαν οι φωτιές του Άδη, αυτές που εκείνη είχε θρέψει με τόση επιμονή. Με έναν απάνθρωπο βρυχηθμό την πλησίασε κι εκείνη με μια στοιχειωτική κραυγή άπλωσε τα χέρια για να τον απομακρύνει.
Το σπαθί του έπεσε στο χιόνι και την άρπαξε με ορμή. Το εύπλαστο κορμί της λύγισε προς τα πίσω, καθώς πολεμούσε με αλλοφροσύνη να ξεφύγει από τα σιδηρά μπράτσα του. Τα χρυσαφένια μαλλιά της ρίχνονταν στο πρόσωπό του, τυφλώνοντας τον με τη λάμψη τους. Η αίσθηση της ισχνής σιλουέτας της πάνω στα χέρια του τον οδηγούσε στην τρέλα. Τα δυνατά δάχτυλά του βυθίστηκαν στο μαλακό δέρμα της, ένα δέρμα κρύο σαν τον πάγο. Ήταν σαν να αγκάλιαζε όχι ένα θηλυκό με ανθρώπινη σάρκα και αίμα, αλλά μια γυναίκα πυρωμένου πάγου. Το κορίτσι γύρισε απότομα το κεφάλι της στο πλάι, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τα βάρβαρα φιλιά που λέκιαζαν τα άλικα χείλη της.
«Είσαι κρύα σαν τα χιόνια», της ψέλλισε ζαλισμένος. «Θα σε θερμάνω με τη φωτιά του δικού μου αίματος».
Με μια απέλπιδα και βίαιη προσπάθεια, κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του, αφήνοντας το αραχνοΰφαντο πέπλο της στη χούφτα του. Αναπηδώντας μακριά του, γύρισε και τον κοίταξε. Οι χρυσαφένιες τούφες έπεφταν άναρχα στο κορμί της, το λευκό στήθος ανεβοκατέβαινε με την λαχανιασμένη ανάσα της, και τα όμορφα μάτια της έκαιγαν από τον τρόμο. Για μια στιγμή, ο Άμρα στάθηκε κοκαλωμένος, γεμάτος δέος από την τρομερή ομορφιά της, βλέποντας την γυμνή στα χιόνια.
Και σε εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι σήκωσε τα χέρια προς τα λαμπερά φώτα του ουρανού, και με μια φωνή που θα έμενε για πάντα στα αυτιά του πολεμιστή, έκραξε :
«Ύμιρ! Ω, πατέρα μου, σώσε με!»
Ο Άμρα πηδούσε προς το μέρος της με τα χέρια ορθάνοιχτα για να την αρπάξει, όταν οι ουρανοί σκίστηκαν, σαν παγόβουνο που σπάζει, γεμίζοντας παγωμένη φωτιά. Το φιλντισένιο κοριτσίστικο κορμί τυλίχτηκε ξαφνικά με μια κρύα γαλάζια φλόγα, τόσο εκτυφλωτική που ο πολεμιστής τράβηξε τα χέρια πίσω για να καλύψει τα μάτια του. Εν ριπή οφθαλμού, οι ουρανοί και οι χιονισμένοι λόφοι λούστηκαν σε λευκή φλόγα, σε γαλάζια βέλη παγωμένου φωτός και σε παγερή πορφυρή φωτιά. Ο Άμρα τρεκλίζοντας ούρλιαξε.
Το κορίτσι είχε χαθεί. Το λαμπερό χιόνι ήταν εκεί άδειο και γυμνό. Πάνωθε του, τα μαγικά φώτα άστραφταν ακανόνιστα σε έναν ουρανό που είχε τρελαθεί, και στα μακρινά γαλάζια βουνά ακούστηκε ο κεραυνός ενός γιγάντιου άρματος δεμένο σε μανιασμένα άτια, ο οπλές των οποίων ξέρναγαν κεραυνούς όταν ακουμπούσαν το χιόνι και γέμιζαν το τοπίο με ήχους τρόμου.
Έξαφνα, το σέλας, οι λόφοι και τα πυρακτωμένα ύψη χάθηκαν από τα μάτια του πολεμιστή. Χιλιάδες σφαίρες φωτιάς έσκασαν σε ένα καταιγισμό σπινθήρων και ο ίδιος ο ουρανός μετατράπηκε σε τιτάνιο τροχό που περιστρεφόταν βρέχοντας αστέρια. Κάτω από τα πόδια του, το έδαφος φούσκωνε σαν κύμα, και ο Ακμπιτανός έπεσε πάνω του μένοντας ακίνητος.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σε ένα κρύο σκοτεινό σύμπαν, του οποίου ο ήλιος έσβησε αιώνες πριν, ο Άμρα αισθάνθηκε την κίνηση της ζωής, αλλόκοτη και άγνωστη. Ένας σεισμός τον κρατούσε σφιχτά και τον δονούσε πέρα-δώθε, ενώ ταυτόχρονα καίγονταν από την τριβή τα χέρια και τα πόδια του, κάνοντας τον να ωρύεται από τον πόνο και την οργή ψηλαφώντας γύρω για το σπαθί του.
«Επανέρχεται, Χόρσα», μούγκρισε μια φωνή. «Χάστι, πρέπει να αφαιρέσουμε τον πάγο από τα άκρα του, αν θέλουμε να πιάσει ξανά σπαθί».
«Δεν ανοίγει το αριστερό του χέρι», γρύλλισε ένας άλλος, με φωνή που φανέρωνε σωματικό πόνο. «Σφίγγει κάτι …».
Ο Άμρα άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τα γενειοφόρα πρόσωπα από πάνω του. Ήταν περικυκλωμένος από ψηλούς χρυσομάλληδες πολεμιστές με πανοπλίες και γούνες.
«Άμρα! Ζεις!»
«Μα τον Κρομ, Νιόρντ», αποκρίθηκε ασθμαίνοντας, «είμαι ζωντανός ή είμαστε όλοι νεκροί στη Βαλχάλλα;»
«Είμαστε ζωντανοί», γρύλλισε ο Έσιρ, αφαιρώντας τον πάγο από τα παγωμένα πόδια του Άμρα. «Πέσαμε σε ενέδρα κι έπρεπε να πολεμήσουμε πριν μπορέσουμε να έρθουμε. Όταν φτάσαμε, τα πτώματα δεν ήταν ακόμη σε ακαμψία. Δεν σε βρήκαμε στο πεδίο της μάχης κι έτσι ακολουθήσαμε τα χνάρια σου. Για όνομα του Ύμιρ, γιατί περιπλανήθηκες στις ερημιές του βορρά; Ακολουθούσαμε τα ίχνη για ώρες. Αν είχε έρθει χιονοθύελλα και τα είχε κρύψει, δεν θα σε βρίσκαμε ποτέ, μα τον Ύμιρ!»
«Μην ορκίζεσαι τόσο συχνά στον Ύμιρ», μουρμούρισε ένας πολεμιστής κοιτάζοντας στα μακρινά βουνά. «Αυτή είναι η γη του και μένει σε εκείνα τα όρη, λένε οι θρύλοι».
«Ακολούθησα μια γυναίκα», είπε θολωμένος ο Άμρα. «Συναντήσαμε τους άνδρες του Μπράγκι. Δεν ξέρω για πόσο πολεμούσαμε. Μόνο εγώ επέζησα. Ήμουν σε σύγχυση και ημι-λιπόθυμος. Το τοπίο γύρω μου έμοιαζε με όνειρο. Μόνο τώρα μου φαίνονται όλα φυσιολογικά και οικεία. Η γυναίκα ήρθε και με χλεύασε. Ήταν όμορφη σαν μια παγωμένη φλόγα του Άδη. Όταν την κοίταξα, τρελάθηκα και ξέχασα όλα τα άλλα στον κόσμο. Την ακολούθησα. Δεν βρήκατε τα ίχνη της ή τους γίγαντες με την παγωμένη πανοπλία που φόνευσα;».
Ο Νιόρντ κούνησε το κεφάλι του. «Μόνο τα ίχνη σου βρήκαμε, Άμρα».
«Τότε ίσως να τρελάθηκα», αποκρίθηκε αυτός σαστισμένα. «Ίσως κι εσύ να είσαι το ίδιο ψεύτικος για μένα όσο και η χρυσομαλλούσα μάγισσα που έτρεχε στα χιόνια εμπρός μου, και μέσα από τα ίδια μου τα χέρια εξαφανίστηκε τυλιγμένη σε μια παγωμένη φλόγα».
«Είναι σε παραλήρημα», ψιθύρισε ένας πολεμιστής.
«Δεν είναι έτσι!», φώναξε ένας γηραιότερος άνδρας, τα μάτια του οποίου ήταν άγρια και παράξενα. «Ήταν η Ατάλι, η κόρη του Ύμιρ του γίγαντα των πάγων! Έρχεται στα πεδία της μάχης και φανερώνεται στους ετοιμοθάνατους! Εγώ ο ίδιος, όταν ήμουν μικρό παιδί την είδα, ως μισοπεθαμένος στο αιματοβαμμένο πεδίο του Βολράβεν. Περπατούσε ανάμεσα στους νεκρούς, με το γυμνό της σώμα να λάμπει σαν ελεφαντόδοντο και τα χρυσαφένια μαλλιά της να μοιάζουν με φλόγα εκτυφλωτική στο σεληνόφως. Ήμουν στο έδαφος και ούρλιαζα σαν ετοιμοθάνατο σκυλί, διότι δεν μπορούσα να συρθώ πίσω της. Δελεάζει τους άνδρες και τους παρασύρει στις ερημιές για να τους σκοτώσουν οι αδελφοί της, οι γίγαντες των πάγων, και να αφήσουν την αχνιστή καρδιά τους στο τραπέζι του Ύμιρ. Ο Άμρα είδε την Ατάλι, την κόρη του παγογίγαντα!»
«Μπα!», μούγκρισε ο Χόρσα. «Το μυαλό του γέρο-Γκορμ πειράχτηκε από ένα χτύπημα σπαθιού στο κεφάλι, όταν ήταν νέος. Ο Άμρα ήταν σε παραλήρημα λόγω της μάχης. Κοιτάξτε πόσο χτυπημένο είναι το κράνος του. Καθένα από αυτά τα χτυπήματα θα μπορούσε να μπερδέψει το μυαλό του. Ήταν μια παραίσθηση αυτό που ακολούθησε στις ερημιές. Κατάγεται από τον νότο, τί γνωρίζει για την Ατάλι;»
«Λες την αλήθεια, ίσως», μουρμούρισε ο Άμρα. «Ήταν όλα τόσο παράξενα και παράδοξα, μα τον Κρομ!»
Σταμάτησε και αγριοκοίταξε το αντικείμενο που κρεμόταν από την αριστερή του γροθιά. Το κοίταξαν και οι άλλοι σιωπηλά. Ήταν ένα πέπλο, ένα αραχνοΰφαντο ύφασμα που δεν το είχε γνέσει ανθρώπινη ηλακάτη.
Εικόνα 1: Frank Frazetta, Silver Warrior
Εικόνα 2: Cary Nord-Dave Stewart
Εικόνα 3: Ddte Putra, Frost Giants
Εικόνα 4: Frank Frazetta, The Frost Giants Daughter