Ανταπόκριση από την εκδήλωση για την ζωή και την πολιτική σκέψη του Ίωνα Δραγούμη, που πραγματοποιήθηκε στο μουσείο Μπενάκη (13-12-2018)

                                                                          του Χάρη Τ.

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η χθεσινή εκδήλωση, που αφορούσε τη ζωή και το έργο του Ίωνα Δραγούμη, στο αμφιθέατρο του μουσείου Μπενάκη. Ομιλητές ήταν ο συγγραφέας Νίκος Καρράς και ο επικεφαλής της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας Σταμάτης Μαμούτος. Μολονότι οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες, ο κόσμος που παραβρέθηκε ήταν αρκετός ώστε να γεμίσει το ζεστό και φιλόξενο αμφιθέατρο.


Η εκδήλωση άρχισε χωρίς καθυστέρηση και οι ομιλίες διήρκεσαν κάτι λιγότερο από μία ώρα. Στη συνέχεια ακολούθησαν ερωτήσεις από τους παρευρισκόμενους. Πρώτος τον λόγο πήρε ο Νίκος Καρράς, ο οποίος μίλησε για τη ζωή και για την ιστορική σημασία της δράσης του Ίωνα Δραγούμη. Ο κύριος Καρράς παρέθεσε πολλές λεπτομέρειες και υποστήριξε τα επιχειρήματά του με αναγνώσεις αποσπασμάτων από κείμενα του Δραγούμη. Ακόμη, διάβασε κείμενα της δευτερογενούς βιβλιογραφίας που αφορούν τον Δραγούμη. 


Στη συνέχεια μίλησε ο Σταμάτης. Και για άλλη μια φορά αποδείχτηκε πόσο  μεγάλη σημασία έχει το να ακούει κανείς αυτόν τον ομιλητή στις εκδηλώσεις που είναι καλεσμένος. Η ομιλία του Σταμάτη Μαμούτου είχε ως θέμα την πολιτική σκέψη του Ίωνα Δραγούμη και το πώς αυτή τροφοδοτήθηκε από την παρακαταθήκη των ιδεών του ελληνικού Ρομαντισμού.

Ο Σταμάτης, αφού αρχικά έκανε μια περιγραφή των ιδεολογικών συσχετισμών της Ελλάδας του 19ου αιώνα, στη συνέχεια προχώρησε σε μια σύνοψη του ρομαντικού φαινομένου, όπως αυτό εμφανίστηκε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο. Έπειτα αντιστοίχισε με παραδείγματα ορισμένα γνωρίσματα του πολιτικού Ρομαντισμού στην σκέψη του Ίωνα Δραγούμη. Σύμφωνα με τον Σταμάτη, η παρακαταθήκη του ελληνικού Ρομαντισμού μπορεί να συνοψιστεί στα εξής στοιχεία:

α) στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας και του Βυζαντίου, στην ενότητα αντίληψης του ιστορικού και γεωγραφικού πλαισίου του ελληνισμού. Ο Σταμάτης ανέφερε ότι προγενέστεροι στοχαστές που προέρχονταν από το ιδεολογικό στρατόπεδο των φιλελεύθερων διαφωτιστών, όπως για παράδειγμα ο Κοραής, θεωρούσαν ότι η Μακεδονία δεν υπήρξε ποτέ μέρος του ελληνισμού και πως το Βυζάντιο δεν είχε τίποτε το ελληνικό. Αντίθετα, λόγιοι από το περιβάλλον της εκκλησίας θεωρούσαν οικείο για τους νεότερους Έλληνες το μεσαιωνικό περιβάλλον, αλλά απέρριπταν την ελληνική αρχαιότητα ως ειδωλολατρική. Ο Ρομαντισμός απάντησε και στις δυο ιδεολογίες. Κατά κύριο λόγο, μέσα από τις ιστορικές έρευνες των Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, αποδείχτηκε η διαχρονική ελληνικότητα των Μακεδόνων και αναγνωρίστηκε ο ελληνικός χαρακτήρας συγκεκριμένων εποχών του βυζαντινού μεσαίωνα. Επιπλέον, μέσα από το πρίσμα της ρομαντικής οπτικής, πέρα από την απόδειξη της ενότητας του ελληνισμού στον χρόνο, προέκυψε το αίτημα για την διεκδίκηση της ενότητας των ελληνικών πληθυσμών σε έναν ενιαίο διοικητικό χώρο, μέσα από το όραμα της Μεγάλης Ιδέας.

β) Στην διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης. Μέχρι σήμερα ο μέσος Έλληνας αντιλαμβάνεται το ελληνικό έθνος ως διαχρονικά ενιαίο, από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα και από τον μεσαίωνα στα νεότερα χρόνια. Πρόκειται για το τρίσημο σχήμα της ενότητας του ελληνισμού, που μολονότι οι ρίζες του είχαν λαϊκές καταβολές χαμένες στα βάθη των αιώνων, αποκρυσταλλωμένη μορφή απέκτησε μέσα από τον λόγο του ελληνικού Ρομαντισμού.

γ) Στην προσπάθεια της γεωπολιτικής αυτονόμησης της χώρας από τις μεγάλες δυνάμεις.

δ) Στην ιδεαλιστικά παραδοσιοκρατική αντίληψη, που θέλει τον φιλελευθερισμό να αποτελεί μια ιδεολογία η οποία ωθεί τον δημόσιο βίο προς το φθαρτό στοιχείο της αγοραίας πολιτικής, με αποτέλεσμα να απομακρύνει τα έθνη από την βαθύτερη ουσία της ταυτότητάς τους.

ε) Στην έμφαση στον μεσαίωνα.  Ο βυζαντινός μεσαίωνας απέκτησε προνομιακή σημασία για τους Έλληνες ρομαντικούς, καθώς εξασφάλιζε την ιστορική ενότητα του έθνους, από την αρχαιότητα στα νεότερα χρόνια. Στην ουσία ο μεσαίωνας αποτελούσε το βραχίονα στον οποίο βασίστηκε η Μεγάλη Ιδέα. Επιπλέον, στα μάτια των Ελλήνων ρομαντικών, ο αρχαιοπρεπής κλασικισμός, λόγω της οικουμενικής του αναγνώρισης και των πολλών υποστηρικτών που είχε αποκτήσει σε όλο τον κόσμο, είχε προσλάβει μια διεθνιστική διάσταση, που ιδεολογικά διαλεγόταν με τον κοσμοπολιτικό φιλελευθερισμό. Αντίθετα, οι επιρροές του μεσαίωνα ήταν ορατές στην λαϊκή κουλτούρα και την τέχνη των απλών Ελλήνων, οι οποίοι εκφράζονταν δημιουργώντας αυθόρμητα. Αυτή η σύμπλευση της ρομαντικής λόγιας ελίτ με την «μεσαιωνικά καταγόμενη» λαϊκότητα, εμπεριέχει τους σπόρους μιας κατεύθυνσης, που θα χαρακτηρίσει τον ελληνικό εθνικιστικό λόγο, μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Στ) Στην πρόκριση μιας αντίληψης που ήθελε τους λόγιους να είναι και πολιτικά ενεργοί.

Στη συνέχεια της ομιλίας του ο Σταμάτης αντιστοίχισε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ελληνικού Ρομαντισμού σε πτυχές της πολιτικής σκέψης του Ίωνα Δραγούμη. Έπειτα, επέλεξε να κρατήσει δυο παραδείγματα αυτής της διαλεκτικής, ανάμεσα στον ελληνικό Ρομαντισμό και στην σκέψη του Ίωνα Δραγούμη, και να τα συζητήσει με τους ακροατές, προκειμένου να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα σχετικά με την φημολογούμενη αντιφατικότητα των ιδεών του.


Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στον προσέγγιση του ελληνοθωμανισμού. Σύμφωνα με τον Σταμάτη, η Μεγάλη ιδέα είχε κατά τον 19ο αιώνα, μία κύρια εκδοχή και δυο παραλλαγές:

Η κύρια εκδοχή ήταν η καθαυτό ρομαντική θέληση για την δημιουργία μιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας, η οποία προϋπέθετε την αποδέσμευση από το στρατόπεδο των δυτικών μεγάλων δυνάμεων. Το αίτημα για την νέα ελληνική αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη απέκτησε δημοτικότητα κατά την δεκαετία του 1850. Υποχώρησε, όμως, μετά τον ατυχή κριμαϊκό πόλεμο.

Κατά την δεκαετία του 1860 εμφανίστηκε η πρώτη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας, που προϋπέθετε την σύμπλευση με τις δυτικές δυνάμεις και την διεκδίκηση όχι μιας ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά σταδιακών συνοριακών βελτιώσεων. Όπως μας είπε ο Σταμάτης, αυτή ήταν η λεγόμενη «πολιτική των προσθηκών» την οποία υιοθέτησε αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ωστόσο, στην δεκαετία του 1860 απέτυχε κι αυτή λόγω της ήττας των Ελλήνων στην αιματηρή κρητική επανάσταση.

Η δεύτερη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο ελληνοθωμανισμός και ήρθε στο προσκήνιο την δεκαετία του 1870. Ο ελληνοθωμανισμός προϋπέθετε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την προώθηση των Ελλήνων ομογενών σε σημαντικές θέσεις του κρατικού της μηχανισμού. Στόχος ήταν να απλωθεί μια νευραλγικά σημαντική παρουσία Ελλήνων στο οθωμανικό κράτος, με προοπτική κάποια στιγμή οι Έλληνες να το καταλάβουν από μέσα, όπως έγινε με τους Ρωμαίους στο Βυζάντιο. Κι αυτή η εκδοχή απέτυχε. Τόσο γιατί τα παλιά πολιτιστικά προνόμια των Ελλήνων στη Βαλκανική είχαν εκλείψει μετά την ανάδυση των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων. Όσο και γιατί η υπεράσπιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν σωστή επιλογή σε μια ιστορική συγκυρία, που οι σλαβικοί εθνικισμοί κέρδιζαν τη μείωση των συνόρων της.

Ο Σταμάτης επισήμανε, καταρχάς, ότι ο ελληνοθωμανισμός δεν ήταν σχέδιο του Δραγούμη, όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν. Ήταν μια εκδοχή του ελληνικού εθνικιστικού λόγου και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που υπήρχε από τον 19ο αιώνα. Ο Δραγούμης, που δεν ήταν απλά ένας θεωρητικός αλλά και ένας ενεργός πολιτικά άνδρας, γνώριζε πολύ καλά τα δεδομένα του Υπουργείου Εξωτερικών. Έτσι, μολονότι στο βιβλίο Όσοι Ζωντανοί, δήλωσε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε και πως εκείνος εκφραζόταν μέσα από έναν αυθεντικό εθνικισμό όπως ο ιταλικός, χρησιμοποίησε το μοντέλο του ελληνοθωμανισμού, γιατί σε εκείνη την ιστορική συγκυρία ήταν το μόνο που μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.

Η ελλαδική πολιτική ελίτ, μετά την ήττα του 1897, είχε καλλιεργήσει ένα κλίμα ηττοπάθειας και πρότεινε τον συνεχή κατευνασμό των εθνοκεντρικών και των ανατρεπτικών πολιτικών αιτημάτων. Ο Δραγούμης, ως γνήσιος ρομαντικός, ερχόμενος σε σύγκρουση με αυτή την συστημική λογική, επεξεργάστηκε κάποια σχέδια που θα μπορούσαν να καταστήσουν τον ελληνισμό πολιτικά ενεργό. Και σε εκείνη την συγκυρία, ο ελληνοθωμανισμός ήταν το μόνο που μπορούσε λειτουργήσει. Γι αυτό και επέλεξε να το στηρίξει. Κι όχι, ασφαλώς, γιατί έγινε ξαφνικά διεθνιστής. 


Τέλος, ο Σταμάτης μίλησε και για ένα απόσπασμα του βιβλίου Όσοι Ζωντανοί, στο οποίο ο Δραγούμης περιγράφει έναν διάλογο που έλαβε χώρα ανάμεσα σε έναν ιερέα, (ο οποίος εξέφρασε την εκκλησιαστική ιδεολογία), σε έναν μαρξιστή φοιτητή, σε έναν αστό φαναριώτη με φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις και στον ίδιο. Στον διάλογο αυτό ο Δραγούμης εξέφρασε γλαφυρά την ιδιαίτερη πολιτική αντίληψη του πολιτικού Ρομαντισμού, στρεφόμενος κατά των υπόλοιπων ιδεολογικών ρευμάτων.

Μόλις ο Σταμάτης ολοκλήρωσε την ομιλία του, ο Νίκος Καρράς ξαναπήρε τον λόγο και αναφέρθηκε σε επιμέρους πτυχές της ζωής του Δραγούμη. Επιπλέον, διάβασε ορισμένα ακόμη αποσπάσματα από το δραγούμειο έργο. Όταν οι ομιλίες ολοκληρώθηκαν ακολούθησαν ερωτήσεις και σύντομη συζήτηση με τους παρευρισκόμενους.

Συμπερασματικά, η εκδήλωση ήταν απόλυτα επιτυχής και όσοι την παρακολουθήσαμε ικανοποιηθήκαμε πλήρως από την οργάνωσή της. Ελπίζουμε ότι οι υπεύθυνοι θα ξαναπάρουν σύντομα τέτοιες ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες κι εμείς θα είμαστε εκεί για να τις στηρίξουμε.