«Μετά των εκατοντάδων σχεδίων, μικρών και μεγάλων, μέχρι Κολάσεως και Παραδείσου, έζησα ονειρευόμενος».
Η φράση αυτή ως σύνοψη ζωής, η αναφορά και η αναγωγή στο όνειρο και το φαντασιακό στάθηκε αφορμή για το άρθρο αυτό. Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901), πρωτοπόρος καλλιτέχνης της εποχής του και εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ευρώπη, διαφέρει από τους σύγχρονούς του στην ψυχή. Η ζωή και το έργο του καταδεικνύουν την αξία της αφομοίωσης γνώσης μέσω των εξωτερικών ερεθισμάτων με αντίσταση στην αλλοτρίωση των συχνά παροδικών κινημάτων και ρευμάτων.
O Γύζης γεννήθηκε το 1842 στην Τήνο, όπου ο λυρικός ποιητής Johann Christian Friedrich Hölderlin τοποθετούσε με τη φαντασία του τον Υπερίωνα τον πατέρα του ήλιου, σε μια πολυπληθή και φτωχή οικογένεια, από την οποία όμως δεν έλειπε η αγάπη για τη ζωή αλλά και την τέχνη, αφού για χάρη της τέχνης του νεαρού Νικόλα θα μετακομίσει ολόκληρη στην Αθήνα. Παρά τις δυσκολίες οι γονείς του τον έστειλαν στο «Σχολείο των Τεχνών» κι εκείνος χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και το ταλέντο του, βοήθησε οικονομικά με κάθε τρόπο. Δυστυχώς, όσο εξελισσόταν σαν καλλιτέχνης, τόσο η αδυναμία της Ελλάδας να κρατά κοντά τα άξια τέκνα της κατέστη εμφανής. Με τη συνδρομή του εύπορου, φιλότεχνου, τηνιακού Νικολάου Νάζου, φεύγει στα 23 του χρόνια (1867) για την «Ακαδημία Τεχνών» του Μονάχου, πόλης αφιερωμένης στις Τέχνες κατά τον 19ο αιώνα, και μόνο τυχαίο δεν είναι πως ήδη στα 38 του θα αναγορευτεί επίτιμο μέλος της και Καθηγητής, χαίροντας καθολικής αναγνώρισης στη Γερμανία αλλά και έξω από αυτή.
Η ζωή και οι σπουδές στην Ευρώπη, η επαφή με ρεύματα και καλλιτέχνες που απέχουν από τα ως τότε ερεθίσματά του (ο ιμπρεσιονισμός δεν τον αγγίζει σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό και τη γερμανική εκδοχή του Ρομαντισμού που ανθεί στα μέσα του 19ου αιώνα), αποτελούν το πρίσμα μέσα από το οποίο μπορεί να δει την τέχνη και την πατρίδα του από την αρχή. Η ζωγραφική αποτελεί το κυρίως πεδίο του, όμως ως ολοκληρωμένος καλλιτέχνης θα καταπιαστεί με την γλυπτική, τη χαρακτική και τη μουσική ενώ η ποίηση αν και δεν την υπηρετεί είναι γι αυτόν η πρώτη των Τεχνών.
Στην αρχή της καριέρας του περιοδεύει την Ελλάδα, καθώς και την «Ελληνίδα Ανατολή» της Ασίας, επί διετία, αντλώντας θεματολογία και έμπνευση (η δεύτερη και τελευταία επιστροφή του θα είναι λίγο πριν το θάνατό του και με προσκυνηματικό χαρακτήρα). Η απόδοση των εντυπώσεών του μέσω ιστορικών και καθημερινών σκηνών, θα μας χαρίσει μερικούς από τους πλέον μεστούς πίνακες – ορόσημα στην ελληνική εικαστική ιστορία («Το Τάμα», «Τα Αρραβωνιάσματα των παιδιών», «Η Καταστροφή των Ψαρών» κ.α). Ακόμη όμως και όταν καταπιάνεται με μνημειακά έργα της δεύτερης –πλέον- πατρίδας του, («Ειδήσεις Νίκης», «Αποθέωση της Βαυαρίας» κ.α.), το κάνει με τρόπο ζωντανό μα και ονειρικό. Η διάσωση του κλασικού πνεύματος έχει πρωταρχική θέση στην τέχνη του και στην Γερμανία βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος απ’ ότι στην χώρα μας, η οποία κατά την εποχή του πασχίζει να αποτινάξει τις ανατολίτικες συνήθειες και επιρροές. «Θα έκαμνα, εννοείς, με πολύ πλέον ευχαρίστησης την αποθέωση της Ελλάδος, άλλα μόνος δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν» γράφει με πικρία μάλλον παρά με χιούμορ.
Η ζωή και οι σπουδές στην Ευρώπη, η επαφή με ρεύματα και καλλιτέχνες που απέχουν από τα ως τότε ερεθίσματά του (ο ιμπρεσιονισμός δεν τον αγγίζει σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό και τη γερμανική εκδοχή του Ρομαντισμού που ανθεί στα μέσα του 19ου αιώνα), αποτελούν το πρίσμα μέσα από το οποίο μπορεί να δει την τέχνη και την πατρίδα του από την αρχή. Η ζωγραφική αποτελεί το κυρίως πεδίο του, όμως ως ολοκληρωμένος καλλιτέχνης θα καταπιαστεί με την γλυπτική, τη χαρακτική και τη μουσική ενώ η ποίηση αν και δεν την υπηρετεί είναι γι αυτόν η πρώτη των Τεχνών.
Στην αρχή της καριέρας του περιοδεύει την Ελλάδα, καθώς και την «Ελληνίδα Ανατολή» της Ασίας, επί διετία, αντλώντας θεματολογία και έμπνευση (η δεύτερη και τελευταία επιστροφή του θα είναι λίγο πριν το θάνατό του και με προσκυνηματικό χαρακτήρα). Η απόδοση των εντυπώσεών του μέσω ιστορικών και καθημερινών σκηνών, θα μας χαρίσει μερικούς από τους πλέον μεστούς πίνακες – ορόσημα στην ελληνική εικαστική ιστορία («Το Τάμα», «Τα Αρραβωνιάσματα των παιδιών», «Η Καταστροφή των Ψαρών» κ.α). Ακόμη όμως και όταν καταπιάνεται με μνημειακά έργα της δεύτερης –πλέον- πατρίδας του, («Ειδήσεις Νίκης», «Αποθέωση της Βαυαρίας» κ.α.), το κάνει με τρόπο ζωντανό μα και ονειρικό. Η διάσωση του κλασικού πνεύματος έχει πρωταρχική θέση στην τέχνη του και στην Γερμανία βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος απ’ ότι στην χώρα μας, η οποία κατά την εποχή του πασχίζει να αποτινάξει τις ανατολίτικες συνήθειες και επιρροές. «Θα έκαμνα, εννοείς, με πολύ πλέον ευχαρίστησης την αποθέωση της Ελλάδος, άλλα μόνος δεν ημπορώ να την αποθεώσω, αφού οι περισσότεροι την ξεθεώνουν» γράφει με πικρία μάλλον παρά με χιούμορ.
Eξελισσόμενος μέσα από τα καλλιτεχνικά ρεύματα, που δεν ακολουθεί άλλα συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωσή τους, ο Γύζης αναζητά το όραμα των ιδεαλιστών ζωγράφων, μια μακρινή πραγματικότητα όπου ο άνθρωπος απαλλαγμένος απ’ όλες τις δεσμεύσεις μπορεί να ικανοποιήσει τα όνειρα αυτού του κόσμου. Κινούμενος ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ιδέα αναβιώνει το Διονυσιακό στοιχείο και ζωγραφίζει εικόνες μιας ποιητικής ατμόσφαιρας με προσωποποιήσεις ευαίσθητες και ρυθμικές κινήσεις χωρίς ρεαλιστική χροιά ή και γήινη υπόσταση, ιδίως στα ύστερα έργα του. («Ο Χορός των Μουσών», «Εαρινή Συμφωνία», «Η Χαρά», «Η Δόξα Νικά τον Θάνατο» κ.α.)
Με την έλευση του 20ου αιώνα ο χρόνος για τον Γύζη μετρά αντίστροφα και η μάχη με τη λευχαιμία τον καταβάλλει τον Ιανουάριο του 1901 αφήνοντας την Ελληνική ψυχή χωρίς έναν από τους κορυφαίους εκφραστές της στις εικαστικές τέχνες. «Η εικών προχωρεί βραδέως με το ίδιον βάδισμα προς τα εμπρός, όπως και οι Θεαί επάνω στον μουσαμά. Μ’ έχει μαγεύσει η πρώτη Θεα (η Ποίησις). Φαντάζομαι ότι ακούω την μουσικήν της και στολίζω (μαζί με τας Θεάς) το άρμα –τους- με ρόδα. Είθε να μην συναντήσωμεν καθ΄οδόν κανένα βάραθρον και να φθάσωμεν αισίως εις την Walhalla».
Η σύνοψη του έργου του Γύζη με όλες τις μορφές της δημιουργίας του σε λίγες γραμμές είναι πολύ δύσκολη. Καταφέρνει να συγκεράσει τον ρεαλισμό, τον ιδεαλισμό και τον συμβολισμό στο απόλυτα προσωπικό του ύφος. Στον δικό του λυρικό κόσμο, καθημερινές μορφές, ήρωες άγγελοι, μούσες (ακόμη και αυτή η άπιαστη εικόνα της μουσικής) συνυπάρχουν.
Με την έλευση του 20ου αιώνα ο χρόνος για τον Γύζη μετρά αντίστροφα και η μάχη με τη λευχαιμία τον καταβάλλει τον Ιανουάριο του 1901 αφήνοντας την Ελληνική ψυχή χωρίς έναν από τους κορυφαίους εκφραστές της στις εικαστικές τέχνες. «Η εικών προχωρεί βραδέως με το ίδιον βάδισμα προς τα εμπρός, όπως και οι Θεαί επάνω στον μουσαμά. Μ’ έχει μαγεύσει η πρώτη Θεα (η Ποίησις). Φαντάζομαι ότι ακούω την μουσικήν της και στολίζω (μαζί με τας Θεάς) το άρμα –τους- με ρόδα. Είθε να μην συναντήσωμεν καθ΄οδόν κανένα βάραθρον και να φθάσωμεν αισίως εις την Walhalla».
Η σύνοψη του έργου του Γύζη με όλες τις μορφές της δημιουργίας του σε λίγες γραμμές είναι πολύ δύσκολη. Καταφέρνει να συγκεράσει τον ρεαλισμό, τον ιδεαλισμό και τον συμβολισμό στο απόλυτα προσωπικό του ύφος. Στον δικό του λυρικό κόσμο, καθημερινές μορφές, ήρωες άγγελοι, μούσες (ακόμη και αυτή η άπιαστη εικόνα της μουσικής) συνυπάρχουν.
Στο έργο του αναγνωρίζονται τέσσερις κύκλοι. Στον πρώτο εξ αυτών ο Έλληνας ζωγράφος αντανακλά τις επιρροές του δασκάλου του Καρλ Τέοντορ φον Πιλότυ, διαπρεπούς ζωγράφου της Βαυαρίας. Πρόκειται για μια ρομαντικού τύπου αντίδραση στον νεοκλασικισμό, που εκείνη την εποχή κυριαρχούσε, με επαναφορά στην γερμανική ζωγραφική του χρώματος και των ρωπογραφικών θεμάτων εμπνευσμένων από την ολλανδική παράδοση. Κάποιοι από τους πίνακες του Γύζη, αυτής της περιόδου, όπως οι «Ιουδήθ και Ολοφέρνης», «Ειδήσεις Νίκης», «Ο Ιωσήφ στην φυλακή», χαρακτηρίζονται από ελευθερία σχεδίου και χρωματικό πλούτο. Ήδη από τον πρώτο του κύκλο ο Γύζης αναγνωρίζεται ως ένας από τους πιο ταλαντούχους ζωγράφους της Ευρώπης.
Ωστόσο, το ύφος και η θεματολογία του αλλάζουν στον δεύτερο κύκλο. Πρόκειται για μια φάση που η ηθογραφία απορροφά πολύ από το ενδιαφέρον του. Χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη την σύγχρονη πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου, προσπάθησε να την μετουσιώσει και να της δώσει ηθικοπνευματικές διαστάσεις. Η ζωγραφική του, πλέον, γίνεται περιεκτικότερη και αρχίζει να αναζητά ιδέες καθολικής σημασίας. Έργα της εν λόγω περιόδου είναι τα «Πρώτη Εξομολόγησις», «Το κρυφό σχολειό», «Το παραμύθι της γιαγιάς», «Χαρτομάντισσα», «Αποκρηά στην Αθήνα», «Το κρυφτούλι», «Το τάμα» και άλλα. Η αναγνώριση του Γύζη στην Ευρώπη γίνεται όλο και πιο μεγάλη.
Στον τρίτο κύκλο εισέρχεται το συμβολικό στοιχείο ως κύριο γνώρισμα στη ζωγραφική του. Σε αυτή την φάση εμπνέεται – όχι από την σύγχρονη, μα – από την αρχαία Ελλάδα. Η επαφή του με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν είναι μιμητική. Αντιθέτως, είναι δημιουργική. Όπως μόνο ένας γνήσιος απόγονος και συνεχιστής του πολιτισμού θα μπορούσε να καταφέρει. Οι μορφές των πινάκων του είναι ανάλαφρες και γεμάτες χάρη. Απρόσωπες, καθολικές υποστάσεις, αναγνωρίζονται από τα σύμβολά τους. Οι χρωματικοί τόνοι γίνονται πιο απαλοί και ευαίσθητοι. Κάποια έργα αυτής της περιόδου είναι τα «Εαρινή συμφωνία», «Αράχνη», «Ποίησις», «Αρμονία», «Η αποθέωση της Βαυαρίας» (έργο που δυστυχώς χάθηκε λόγω του βομβαρδισμού του Μουσείου Τεχνών της Νυρεμβέργης) και άλλα. Ο Ρομαντισμός πια, πέρα από τάση, αρχίζει να γίνεται και ξεκάθαρη καλλιτεχνική αποτύπωση του Έλληνα ζωγράφου.
Στην τελευταία φάση της δημιουργίας –και της ζωής του- η ρομαντική του δυναμική γίνεται ακόμη πιο έντονη. Στα θέματά του εμφανίζονται πια χριστιανικά και θρησκευτικά θέματα. Μυστικιστικές εξάρσεις χαρακτηρίζουν ακόμη και έργα μη θρησκευτικού περιεχομένου, όπως η «Δόξα», που αποτέλεσε έμπνευση βασιζόμενη σε ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. Το σχέδιο υποχωρεί στην ένταση του χρώματος. Οι πίνακες αποτελούν καλλιτεχνικά οράματα, συνοδευόμενα από βαθύ μυστικισμό, που αποτυπώνουν την ύστατη οδύνη της ψυχής. Τι «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» αποτελεί την κορύφωση αυτής της φάσης και προαναγγέλλει το τέλος της ζωής του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου.
Ο Γύζης μέσα από την εξιδανίκευση της μακρινής πατρίδας του και με στυλοβάτες τον Ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό προσπαθεί να υποβάλλει στον θεατή του – τότε μα και τώρα – ιδέες υψηλές και να προσφέρει ανάταση. Εφόσον το καταφέρνει, τότε η καλλιτεχνική ψυχή του είναι δικαιωμένη.
«Ιδού ο Νυμφίος»
Ο Νυμφίος αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό έργο του έσχατου προσανατολισμού της ζωγραφικής του Γύζη. Μέσα από την αχλή ενός υπερκόσμιου φωτός αχνοφαίνεται ο ερχομός του Κυρίου. Στον νυχτερινό ουρανό ένα φλεγόμενο νέφος εκτινάσσει κύματα σκοταδιού προς τις άκρες του πίνακα. Μια πελώρια σκάλα οδηγεί στο κέντρο ενώ στις δυο της άκρες άγγελοι υποκλίνονται.
Δυο ιπτάμενα ζεύγη αγγέλων που κρατούν σάλπιγγες κινούνται προς τα έξω, από δεξιά και αριστερά, και με την στάση τους αναγγέλλουν την έλευση του Νυμφίου. Ένας ακόμη φτερωτός άγγελος ίπταται στην κορυφή με ανοιγμένα τα χέρια. Τα πρόσωπα των αγγέλων είναι αυστηρά, μα ταυτοχρόνως και γαληνεμένα με μια θεϊκή ηρεμία.
Ωστόσο, το ύφος και η θεματολογία του αλλάζουν στον δεύτερο κύκλο. Πρόκειται για μια φάση που η ηθογραφία απορροφά πολύ από το ενδιαφέρον του. Χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη την σύγχρονη πραγματικότητα της ελληνικής υπαίθρου, προσπάθησε να την μετουσιώσει και να της δώσει ηθικοπνευματικές διαστάσεις. Η ζωγραφική του, πλέον, γίνεται περιεκτικότερη και αρχίζει να αναζητά ιδέες καθολικής σημασίας. Έργα της εν λόγω περιόδου είναι τα «Πρώτη Εξομολόγησις», «Το κρυφό σχολειό», «Το παραμύθι της γιαγιάς», «Χαρτομάντισσα», «Αποκρηά στην Αθήνα», «Το κρυφτούλι», «Το τάμα» και άλλα. Η αναγνώριση του Γύζη στην Ευρώπη γίνεται όλο και πιο μεγάλη.
Στον τρίτο κύκλο εισέρχεται το συμβολικό στοιχείο ως κύριο γνώρισμα στη ζωγραφική του. Σε αυτή την φάση εμπνέεται – όχι από την σύγχρονη, μα – από την αρχαία Ελλάδα. Η επαφή του με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα δεν είναι μιμητική. Αντιθέτως, είναι δημιουργική. Όπως μόνο ένας γνήσιος απόγονος και συνεχιστής του πολιτισμού θα μπορούσε να καταφέρει. Οι μορφές των πινάκων του είναι ανάλαφρες και γεμάτες χάρη. Απρόσωπες, καθολικές υποστάσεις, αναγνωρίζονται από τα σύμβολά τους. Οι χρωματικοί τόνοι γίνονται πιο απαλοί και ευαίσθητοι. Κάποια έργα αυτής της περιόδου είναι τα «Εαρινή συμφωνία», «Αράχνη», «Ποίησις», «Αρμονία», «Η αποθέωση της Βαυαρίας» (έργο που δυστυχώς χάθηκε λόγω του βομβαρδισμού του Μουσείου Τεχνών της Νυρεμβέργης) και άλλα. Ο Ρομαντισμός πια, πέρα από τάση, αρχίζει να γίνεται και ξεκάθαρη καλλιτεχνική αποτύπωση του Έλληνα ζωγράφου.
Στην τελευταία φάση της δημιουργίας –και της ζωής του- η ρομαντική του δυναμική γίνεται ακόμη πιο έντονη. Στα θέματά του εμφανίζονται πια χριστιανικά και θρησκευτικά θέματα. Μυστικιστικές εξάρσεις χαρακτηρίζουν ακόμη και έργα μη θρησκευτικού περιεχομένου, όπως η «Δόξα», που αποτέλεσε έμπνευση βασιζόμενη σε ποίημα του Διονύσιου Σολωμού. Το σχέδιο υποχωρεί στην ένταση του χρώματος. Οι πίνακες αποτελούν καλλιτεχνικά οράματα, συνοδευόμενα από βαθύ μυστικισμό, που αποτυπώνουν την ύστατη οδύνη της ψυχής. Τι «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» αποτελεί την κορύφωση αυτής της φάσης και προαναγγέλλει το τέλος της ζωής του κορυφαίου Έλληνα ζωγράφου.
Ο Γύζης μέσα από την εξιδανίκευση της μακρινής πατρίδας του και με στυλοβάτες τον Ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό προσπαθεί να υποβάλλει στον θεατή του – τότε μα και τώρα – ιδέες υψηλές και να προσφέρει ανάταση. Εφόσον το καταφέρνει, τότε η καλλιτεχνική ψυχή του είναι δικαιωμένη.
«Ιδού ο Νυμφίος»
Ο Νυμφίος αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό έργο του έσχατου προσανατολισμού της ζωγραφικής του Γύζη. Μέσα από την αχλή ενός υπερκόσμιου φωτός αχνοφαίνεται ο ερχομός του Κυρίου. Στον νυχτερινό ουρανό ένα φλεγόμενο νέφος εκτινάσσει κύματα σκοταδιού προς τις άκρες του πίνακα. Μια πελώρια σκάλα οδηγεί στο κέντρο ενώ στις δυο της άκρες άγγελοι υποκλίνονται.
Δυο ιπτάμενα ζεύγη αγγέλων που κρατούν σάλπιγγες κινούνται προς τα έξω, από δεξιά και αριστερά, και με την στάση τους αναγγέλλουν την έλευση του Νυμφίου. Ένας ακόμη φτερωτός άγγελος ίπταται στην κορυφή με ανοιγμένα τα χέρια. Τα πρόσωπα των αγγέλων είναι αυστηρά, μα ταυτοχρόνως και γαληνεμένα με μια θεϊκή ηρεμία.
Ο πίνακας αυτός αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα, όχι μόνο του Γύζη αλλά και της ρομαντικής ζωγραφικής συνολικά. Υποβλητικός, πνευματώδης, φορέας Μύθου και οραμάτων. Δυστυχώς, το ασπρόμαυρο φύλλο του περιοδικού μας στερεί από τον θεατή-αναγνώστη την ευκαιρία να συλλάβει το χρωματικό υπόβαθρο τόσο του «Νυμφίου» όσο και των υπόλοιπων έργων (το εν λόγω άρθρο έχει δημοσιευθει στο τεύχος 10 της Φανταστικής Λογοτεχνίας).
Ωστόσο, το έργο εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Και μια επίσκεψη μπορεί να αποτελέσει για τους τελευταίους ρομαντικούς την ευκαιρία να βιώσουν μια αποκαλυπτική εμπειρία με οδηγό την τέχνη του σημαντικότερου, ίσως, Έλληνα ζωγράφου των νεότερων χρόνων.
Ωστόσο, το έργο εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Και μια επίσκεψη μπορεί να αποτελέσει για τους τελευταίους ρομαντικούς την ευκαιρία να βιώσουν μια αποκαλυπτική εμπειρία με οδηγό την τέχνη του σημαντικότερου, ίσως, Έλληνα ζωγράφου των νεότερων χρόνων.
Morias, ε. μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.
Εικόνα 1: Νικόλαος Γύζης.
Εικόνα 2: Μετά την καταστροφή των Ψαρών .
Εικόνα 3: Η ψυχή του καλλιτέχνη.
Εικόνα 4: Ιδού ο Νυμφίος.
- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :
Ο/Η Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είπε...
Επίσης, μια προσωπική σημείωση: Από την πρώτη στιγμή που το Ελληνόπουλο θα αντικρύσει τα "Αρραβωνιάσματα" στο Ανθολόγιο του Δημοτικού, θα του μείνουν βαθειά χαραγμένα στο μυαλό και στην ψυχή, με τη δύναμη της εικόνας, τις μορφές των δύο αμήχανων παιδιών που δεν ξέρουν πως πρέπει να αντιδράσουν και τις κινήσεις των ενηλίκων που περιμένουν να δουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αυτή είναι μια κατάσταση που κάθε μικρό παιδί έχει βρεθεί και γι' αυτό ενστικτωδώς καταλαβαίνει τη ροή του καλλιτεχνήματος. Αυτό ίσως είναι το 0.1% που είναι σωστό στην "ελληνική" Παιδεία σήμερα...
Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Υποσχόμαστε ότι η συνέχεια θα είναι ανάλογη...
Τρίτη, 28 Αυγούστου, 2012
Με την τέχνη του Ρομαντισμού, ανοίγουμε ορίζοντες
Κιμμέριος