Ο Σινεφίλ Δολοφόνος

                                                   (διήγημα 121 λέξεων) του Ιωάννη Μπαχά

Έβαλε το πολυπαιγμένο dvd στη συσκευή και άκουσε τον εκνευριστικό ήχο της γρατζουνισμένης κόπιας. Την είχε δει δεκάδες φορές. Κάθε φορά ανακάλυπτε κάτι νέο. Όπως τώρα, που σημείωσε το ποπκόρν και την κόλα που αγόρασε ο Ντε Νίρο στο τσοντάδικο. Σταμάτησε απότομα. Νευρικός άνοιξε τη φωνή στην τηλεόραση που έπαιζε σιωπηλή όλη την ημέρα. Στις ειδήσεις μιλούσαν για αυτόν. Έψαχναν τον δολοφόνο στον κύκλο των ταξιτζήδων. Ανακάλυψαν λέει, ψυχολογικά τραύματα και ιστορικό παιδικής κακοποίησης στο προφίλ του δράστη. Όμως αυτός είναι καλλιτέχνης και φυσικά σινεφίλ, σκέφτηκε.


 Δεν πειράζει, ας τον έψαχναν  στις πιάτσες ταξί. Είχε μόλις ανακαλύψει μια καλτ ταινία του '90. Τον «Μανιακό Μπάτσο». Ήταν αποφασισμένος να την ζήσει έντονα. Αύριο θα έβγαινε να ψωνίσει και να ....εφαρμόσει τον Νόμο. 

Ο θείος μου ο Μένιος

                                                            του Σταμάτη Μαμούτου

Τον θυμάμαι ως μια οικεία αντιστροφή του εαυτού μου. Ως έναν άνθρωπο με χαρακτήρα βαθύτατα όμοιο και, ταυτόχρονα, ακριβώς αντίθετο απ’ τον δικό μου. Είχε την ψηλόλιγνη και νευρώδη κορμοστασιά των ανδρών του γένους από το οποίο κατάγεται η μητέρα μου. Το πάλλευκο δέρμα, το πρόσωπο που κοκκίνιζε στο παγερό αγέρι, τα μαύρα μαλλιά. Υιοθετούσε και τα αξιακά γνωρίσματα της παράδοσης των παππούδων μας. Την αταλάντευτη προσωπική τιμή και την μέχρις εσχάτων υπεράσπισή της, αν χρειαζόταν, ακόμη και με τον πιο βίαια νταηλίδικο τρόπο. Την πηγαία ευγένεια. Το μόνιμο χαμόγελο. Την έφεση στις κοινωνικές συναναστροφές. Αλλά κάπου εκεί τελείωναν οι ομοιότητες με τους παλιούς κι άρχιζαν τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Εκείνα που τον έκαναν να αφήσει εποχή στο κέντρο των Αθηνών της δεκαετίας του ΄70, στον νομό Ηλείας και στα υπόλοιπα μέρη που σεργιάνισε κατά τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του.


Αν μου ζητούσε κανείς να περιγράψω συνοπτικά την περίπτωσή του, θα έλεγα ότι ήταν σαν μια ισχυρή οικογένεια μακρινών απογόνων του θεού Άρη να είχε υιοθετήσει τον τελευταίο απόγονο του θεού Διόνυσου. Τον ρωτούσες ποια είναι η ηλικία του και ενώ ήταν σαράντα ετών σου απαντούσε οδόντα! Κι όταν ζητούσες απορημένος διευκρινίσεις, σου εξηγούσε, ανάμεσα στα γέλια του που ακούγονταν λες και κόχλαζαν το μάγμα κάποιου βακχικού πυρήνα ζωής απ’ τον οποίο μόνον αυτός μπορούσε να μεταλάβει, ότι είχε ζήσει δυο ζωές. Μία ανάμεσα στον απλό κόσμο της ημέρας. Και άλλη μια στο βασίλειο της νύχτας, όταν οι άνθρωποι της καθημερινότητας κοιμούνταν. Μαζί με «τους παράνομους και τους αδικημένους», που αναφέρει ο ρομαντικός ύμνος της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Γι’ αυτό και τα χρόνια της ζωής του μετρούσαν διπλά.

Επρόκειτο για τον αδερφό της μάνας μου. Τον θείο μου τον Μένιο. Και είχα την τύχη να παρακολουθήσω, στον βαθμό που μπορούσα, τον φρενήρη βίο του, περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους του. Ήταν ένας αληθινός βασιλιάς των δρόμων. Αεικίνητος, ασταμάτητος, αχαλίνωτα ζωτικός. Δεν στεκόταν για πολύ σε κάποιο σημείο. Λες και γέμιζε την ψυχή του η ορμητικότητα μιας διάθεσης για φυγή. Φυγή για πού άραγε; Υποθέτω πως ούτε κι ο ίδιος πρέπει να γνώριζε. Από καμπαρέ σε καμπαρέ, από βράδυ σε βράδυ, από γκόμενα σε γκόμενα.


Έτρωγε σχεδόν τρέχοντας. Έπινε ασταμάτητα οτιδήποτε περιείχε αλκοόλ. Κάπνιζε όποιο είδος καπνού έβρισκε πρόχειρο. Γνώριζε κάθε κέντρο διασκέδασης σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων από εκεί που ζούσε κατά καιρούς. Κι όταν εμφανιζόταν σε κάποιο από αυτά οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα. Οι υπεύθυνοι έτρεχαν να τον υποδεχτούν. Οι μπράβοι να του σφίξουν το χέρι, αποδίδοντας τον πρέποντα σεβασμό. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε κάποιο άδειο κάθισμα οι σερβιτόροι ξεφύτρωναν τραπέζια από το πουθενά και τα τοποθετούσαν στο καλύτερο σημείο για να τον περιποιηθούν. Κι, όμως, δεν υπήρξε ποτέ του παραβατικός, μολονότι οι πύλες της παρανομίας ήταν διάπλατα ανοικτές γι’ αυτόν και τα προσδοκώμενα οφέλη θελκτικά. Ήταν ένας ρομαντικός νυχτόβιος, που ζούσε κάθε στιγμή της ζωής. Ένας ιδιότυπος δον Κιχώτης, που ήθελε να τον αγαπούν όλοι. Και τα κατάφερνε πάντα.

Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα κοινά. Υποστήριζε μόνον τους πολιτικούς του φίλους για καθαρά προσωπικούς λόγους. Και δεν έχανε την ευκαιρία να το υπενθυμίζει. Τον ενδιέφερε μόνο η διασκέδαση και οι γυναίκες που άλλαζε σαν τα πουκάμισα -ασφαλώς και μετά τον γάμο του. Δυο ήταν οι αγάπες που έμειναν σταθερές στην ζωή του. Η ελληνική λαϊκή μουσική και ο Παναθηναϊκός.

Όντας έφηβος, βρέθηκε στην Αθήνα κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Εκείνη την εποχή αφομοίωσε με ειλικρινή αφοσίωση την έμφαση στον λαϊκό πολιτισμό και το ρεμπέτικο τραγούδι, που δινόταν από μεγάλο μέρος της νεολαίας. Και κάπως έτσι άρχισε να γράφει το εισαγωγικό κεφάλαιο της ιδιαίτερης ζωής του. Από τις καφετέριες του Ζωγράφου στην θύρα 13 του σταδίου της λεωφόρου Αλεξάνδρας, από την οδό Μητροπόλεως και το εμπορικό κέντρο στα μπουζούκια και τα bar των Αθηνών, το όνομα «Μένιος» ταξίδευε λες με τον άνεμο. Σε τέτοιο βαθμό ώστε η μητέρα μου να συναντά αγνώστους που την σταματούσαν στους δρόμους του πολυπληθούς κέντρου για να την ρωτήσουν αν ήταν η αδερφή του.


Κάποια χρόνια αργότερα τον θυμάμαι να γεμίζει την παιδική μου καρδιά με χαρά, όταν ερχόταν να πάρει τον πιτσιρικά ανιψιό του για βόλτα. Ήμουν μικρούλης και δυσκολευόμουν να αντιληφθώ τα δεδομένα του «υπόγειου κόσμου», στον οποίο είχε χτίσει το βασίλειό του. Ένιωθα, όμως, τις χαοτικές πτυχές του κόσμου αυτού να τυλίγονται γύρω από ανθρώπινες ψυχές. Και παρατηρούσα τους σαγηνευτικούς μορφασμούς της νύχτας, που σαν αρχαία έκπτωτη θεά φαινόταν αχνά ανάμεσα στους καπνούς  των τσιγάρων. Κι ο θείος μου στο κέντρο, ως μεγάλος μύστης των ανομολόγητων αληθειών του κόσμου εκείνου, με διαβεβαίωνε πως μόλις γινόμουν μεγάλος θα καταλάβαινα τους νόμους του και θα τον κατακτούσα, όπως έκανε κι εκείνος. Αλλά παρότι η παρέα μας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, φάνηκε τελικά ότι αυτός δεν ήταν ο κόσμος μου. Εξακολουθώ, μάλιστα, να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν κι ο δικός του.


Μολονότι ο Μένιος ήταν ο τελευταίος, ίσως, γνήσιος εκφραστής του τρόπου ζωής των ρεμπετών, στο νου μου τον έχω παραλληλίσει με το λαϊκό τραγούδι που φέρει τον τίτλο «Οι νταλίκες». Τον θυμάμαι να το σιγοτραγουδά, ένα συννεφιασμένο, κυριακάτικο, μεσημέρι της δεκαετίας του ’80, στην Πάτρα, πίνοντας ένα Marlboro, λίγο πριν φύγει για το γήπεδο της Παναχαϊκής, προκειμένου να παρακολουθήσει τον αγώνα της τοπικής ομάδας με τον Παναθηναϊκό. Έχω την αίσθηση ότι ο στίχος του τραγουδιού, που αναφέρεται σε «σκηνές από ταινία προσεχώς» αντανακλά την ζωή του. Μια ζωή γρήγορη, αποσπασματική, η οποία άφησε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν βρήκε τον τελικό της προορισμό. Μια ζωή πλημμυρισμένη από την ένταση ενός ελλειπτικού βάθους, όπως τα κινηματογραφικά τρέιλερ.


Ο θείος μου ο Μένιος ήταν στενός πνευματικός συγγενής του Γιώργη Ζορμπά. Μόνο που δεν γνωρίζω αν κατάφερε να κατακτήσει την πληρότητα του διονυσιακού του βίου. Γιατί ο κόσμος στον οποίο φιλοξενήθηκε ήταν πολύ διαφορετικός από εκείνον της εποχής του καζαντζακικού ήρωα.

Η μεταπολίτευση, στην οποία γαλουχήθηκε κι ανδρώθηκε ο Μένιος και η γενιά του, ήταν ένα πολυσχιδές χάος. Ρευστό, φανταχτερό, αλλά και βαλτώδες. «Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει», που έλεγε και το παλιό τραγούδι με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Κι, ασφαλώς, η παθογένεια του χάους της μεταπολίτευσης εκδηλώθηκε και στην νυχτερινή της ζωή σαν το ψεύτικο πάθος της εκδιδόμενης γυναίκας. Η μεταπολίτευση αντικατέστησε, σταδιακά και ανεπαίσθητα, την νύχτα του κόσμου των παλιών γλεντζέδων με νεωτερικές εκδοχές της νυχτερινής ζωής, μεστές εκτυφλωτικών ψευδαισθήσεων. Οι οποίες, σαν το ύπουλο ναρκωτικό, γεννούσαν την αίσθηση της ατελεύτητης προσδοκίας στις καρδιές των ρομαντικών εραστών της. Όσο γεμάτοι κι αν ήταν ήθελαν να την γευτούν ακόμη περισσότερο. Όλο και πιο πολύ. Και αυτή η ορμή τους έφερνε ξανά στην αρχή. Σε μια αρχή χωρίς σκοπό. Γι αυτό έχω την υποψία, όπως έγραψα και πιο πριν, πως ο κόσμος της νύχτας, στον οποίο έχτισε το βασίλειό του ο θείος μου, ίσως τελικά να μην ήταν ο αληθινά δικός του κόσμος.


Βασίζω αυτή μου την υποψία στις αναμνήσεις που κρατώ από τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Ήταν οι μοναδικές ημέρες κατά τις οποίες τον θυμάμαι νηφάλιο. Αποσπασμένο από τον εαυτό του. Με μια φωνή βαριά, σαν εκείνες των παππούδων μας. Όταν η μητέρα μου τον ρώτησε πόσο γεμάτος ένιωθε από τις δυο ζωές που έλεγε ότι είχε ζήσει, αυτός γέλασε αχνά. Σαν να αντιμετώπιζε περιπαικτικά κι ο ίδιος τα περασμένα.


Ήταν σαράντα επτά ετών όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το πρώτο σημαντικό θέμα υγείας. Οι γιατροί του σύστησαν αυστηρή δίαιτα και δια παντός αποχή απ’ τις καταχρήσεις. Αλλά τι γνώριζαν εκείνοι οι χαρτογιακάδες με τις λευκές ρόμπες για τον τρόπο ζωής των απογόνων του Διόνυσου. Και πως μπορούσε να τους λάβει υπόψη του κάποιος που είχε μεθύσει με το γλυκό νέκταρ των μυστικών πηγών της αχαλίνωτης κοσμικής ροής.


Άντεξε επτά ακόμη χρόνια να ζει στους γνωστούς του ρυθμούς. Έπειτα παράτησε στην μέση το σενάριο της κινηματογραφικής του ζωής και μας άφησε για να κάνει την τελευταία του βόλτα. Αυτή την φορά με προορισμό τον ουρανό. Κι εγώ, ενθυμούμενος ένα γνωστό μυθιστόρημα του Ρέη Μπράντμπερι, μάταια προσευχόμουν στον Θεό να πάρει έναν χρόνο από την δική μου ζωή και να τον προσθέσει στην δική του. Έστω έναν χρόνο. Αλλά τι να τον έκανε ένας άνθρωπος που έζησε γρήγορα για να πεθάνει νέος.

«Too old to rock’n’roll, too young to die» έλεγαν κάποτε οι Jethro Tull. Πόσο του ταίριαζε, είναι η αλήθεια. Κι ας μην είχε καμιά σχέση με το rock.  

Οι Ξεχασμένες Προκαταλήψεις

Γράψαμε πριν λίγο καιρό, στην σελίδα που διατηρεί η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. στο facebook, ότι ο Έντμουντ Μπερκ είχε περιγράψει εύστοχα τον τρόπο με τον οποίο οι παραδοσιοκράτες αντιλαμβανόμαστε τις προκαταλήψεις. Δηλαδή, ως σύνολο μιας παραδεδομένης, από γενιά σε γενιά, λαϊκής κιβωτού εμπειρικής γνώσης, η οποία δεν επιδέχεται επιστημολογική ανάλυση. Οι προκαταλήψεις κρύβουν μέσα τους  κάποια στοιχεία της λαϊκής σοφίας, κοντολογίς.

Υπενθυμίσαμε, επίσης, πως ο, δέσμιος στον υλιστικό φιλελευθερισμό, μέσος Έλληνας ψηφοφόρος των καιρών μας αγνόησε την παλιά προκατάληψη, που συσχέτιζε την οικογένεια Μητσοτάκη με την κακοτυχία. Και μόλις το έκανε, παραδίδοντας δήμους και κράτος σε αυτούς που η λαϊκή μας παράδοση έχει στιγματίσει ως γρουσούζηδες, πρωτόγνωρα φαινόμενα –όπως απερίγραπτες πυρκαγιές στην Αυστραλία, πανδημίες κοροναϊών κλπ- άρχισαν να μαστίζουν τον πλανήτη.


Και σαν να μην έφτανε όλο αυτό, επειδή οι δαίμονες της ελλαδικής εξουσίας δείχνουν να έχουν κολασμένα κέφια, την Παρασκευή είχαμε την ορκωμοσία της νέας προέδρου δημοκρατίας. Αυτής που, ως ανώτατη δικαστικός, είχε ακολουθήσει τις οδηγίες της Μέρκελ, νομιμοποιώντας τα μνημόνια, τις περικοπές συντάξεων, την παράνομη λειτουργία των τηλεοπτικών media και άλλα σχετικά.

Αυτή η μεταμοντέρνα και διεθνίστρια πρόεδρος, λοιπόν, ορκίστηκε Παρασκευή και 13, υπό την εκτελεστική εξουσία της οικογένειας Μητσοτάκη και με αστρολογική συναστρία στον Αιγόκερω. Αν μη τι άλλο, ο συνδυασμός αυτός αφήνει την φαντασία μας να συλλάβει πόσο «τυχερή» θα είναι η πατρίδα μας κατά τα επόμενα χρόνια και τι πρόκειται να συμβεί ...


Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ' αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς…

Παρουσίαση του split album Tales From The Streets των Defender και των March or Die

Πριν λίγες ημέρες λάβαμε το split album δυο Oi! συγκροτημάτων, που κυκλοφόρησε το 2019. Το ένα εξ αυτών είναι οι Έλληνες Defender, για τους οποίους είχαμε γράψει παλαιότερα ότι αποτελούν ένα από τα καλύτερα σχήματα του ελληνικού street punk. Και η νέα αυτή κυκλοφορία ήρθε για να επιβεβαιώσει την παλαιότερη εκτίμηση.


Οι Defender, σε αυτό το split, παίζουν πιο τραχιά απ’ ότι έκαναν στην, επίσης πολύ καλή, προηγούμενη κυκλοφορία τους, που έφερε τον τίτλο Fly The Flag. Τα φωνητικά στα τραγούδια του split είναι γρέντζα ενώ εκείνα του προηγούμενου τραγουδιστή ήταν περισσότερο traditional. Οι επιρροές τους κυμαίνονται από το παραδοσιακό βρετανικό και γερμανικό Oi! της δεκαετίας του ’80 μέχρι νεότερα punk σχήματα, όπως οι Offsprig. Η τεχνική τους κατάρτιση είναι εξαιρετική για τα δεδομένα της μουσικής που παίζουν. Πράγμα που τους επιτρέπει να αφομοιώνουν άρτια τις επιρροές τους και να συνθέτουν πολύ καλά τραγούδια.


Το Tales From The Streets, όπως μαρτυρά ο τίτλος του, είναι ένα album που στόχο έχει να αναδείξει τον τραχύ ρομαντισμό της κουλτούρας του δρόμου. Οι Defender, με τα πέντε κομμάτια τους, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Ωραίες μελωδίες, που εναλλάσσονται με τραχιά και γρήγορα περάσματα, καθώς επίσης και ωμοί στίχοι που γουστάρουμε. «Περήφανος εργάτης/ φλόγα στην καρδιά», «Πόνεσα μα δεν γονάτισα/ σταυρωμένος skin», «Σιχάθηκα τα πάντα σας, στον κόσμο αυτό που ζω/ όλα γύρω μου μοντέρνα, με πνίγουν δεν μπορώ» και άλλα σχετικά lyrics κάνουν τους Defender να ακούγονται ευχάριστα όχι μόνο από το εθνικιστικό, αλλά και από το traditional Oi! κοινό. 


Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αδικήσουμε και το άλλο συγκρότημα του split. Οι Άγγλοι March or Die, που είχαν πραγματοποιήσει μια ζωντανή εμφάνιση στην χώρα μας πριν κάποια χρόνια, με τα πέντε δικά τους τραγούδια προσφέρουν στους ακροατές απολαυστικό Oi! ρομαντισμό του πεζοδρομίου. Τίτλοι τραγουδιών, όπως τα «Fuck The Modern World» και «Drag Pusher», μαρτυρούν του λόγου το αληθές.

Κοντολογίς, το Tales From The Streets αποτελεί ένα σύγχρονο διαμαντάκι για τους εναπομείναντες «καραφλούς» του σκληρού ήχου στην Ελλάδα. Όσοι θέλουν να το προμηθευτούν μπορούν να επικοινωνήσουν με τους Defender στην σελίδα https://www.facebook.com/defenderoi/

Ανταπόκριση από την παράσταση Phantom of the Opera, 15/11/2019, Her Majesty’s Theater, Λονδίνο

                                                        του Παναγιώτη Μπουρδάκου

Με αφορμή την επικείμενη εμφάνιση του παγκοσμίως φήμης μιούσικαλ «Το Φάντασμα της Όπερας» (“The Phantom of the Opera”), το οποίο βασίζεται στο θρυλικό πλέον μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη από τις 26/1/2020 έως και στις 8/3/2020, παρουσιάζεται μιας καλή ευκαιρία να περιγράψω την εμπειρία μου από την αυθεντική παράσταση στο West End του Λονδίνου. Επισκεπτόμενος την αγγλική πρωτεύουσα δεν μπορούσα να μην παρακολουθήσω ένα από τα πιο κλασικά musical όλων των εποχών. Μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού είναι οι περιστάσεις όπου έφυγα από μια θεατρική παράσταση, συναυλία ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τέχνης, με τέτοιο ενθουσιασμό, δέος και πλήρη ευχαρίστηση, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση.


Η εμπειρία αυτή δεν περιορίστηκε στο καθαυτό ερμηνευτικό σκέλος της παράστασης, αλλά περικλείει την ατμόσφαιρα του χώρου, το ίδιο το θέατρο, την εξυπηρέτηση και -πιο σημαντικό- την αίσθηση ενός ταξιδιού σε μια πραγματικότητα μακρινή αλλά, ταυτόχρονα, πολύ οικεία στα δικά μου μάτια.

Το «Φάντασμα της Όπερας» ξεκίνησε τις παραστάσεις του στο West End στις 27 Σεπτεμβρίου 1986 και για 34 συναπτά έτη φιλοξενείται στο Her Majesty’s Theater το οποίο, μαζί με τα διάσπαρτα στην περιοχή θέατρα, αποτελούν τη συνοικία της “Theaterland” στο West End. Το θέατρο άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες τους στις 28 Απριλίου 1897, ωστόσο το πρώτο κτίριο που θεμελιώθηκε στο συγκεκριμένο σημείο ήταν το Queen’s Theatre γύρω στο 1705. Η χωρητικότητα του θεάτρου αγγίζει τα 1216 άτομα. Εντυπωσιακή είναι η εξωτερική όψη του, με τις σκιές και το φωτισμό να τονίζουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του. Αξίζει να σημειώσουμε πως με αφορμή τα είκοσι πέντε χρόνια παραστάσεων, το «Φάντασμα..» επισκέφθηκε για μια και μοναδική φορά το Royal Albert Hall του Λονδίνου, πραγματοποιώντας την καλύτερή του εμφάνιση.


Η έναρξη της παράστασης είχε οριστεί στις 19:30. Απ’ ό,τι κατάλαβα απ’ την επίσκεψή μου στο Λονδίνο, αυτή θεωρείται βραδινή ώρα. Η άφιξή μας στο θέατρο έγινε γύρω στις 19:00, όπως ακριβώς συνιστούσε και η κράτηση. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στον περιβάλλοντα χώρο και κάποιοι είχαν ήδη παραλάβει το εισιτήριό τους. Η κράτησή μου έγινε ηλεκτρονικά, όπως επιτάσσουν οι τάσεις της εποχής, αλλά το εισιτήριο παραλήφθηκε από τα ταμεία του θεάτρου. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως τα εισιτήρια ήταν ονομαστικά, ήδη τυπωμένα (αναμνηστικό και όχι φύλλο Α4) και ταξινομημένα σε αλφαβητική σειρά.


Οι θέσεις μας βρίσκονταν στο 2ο Εξώστη (Grand Circle), 2η σειρά από κάτω και στο αριστερό διάζωμα, χαρακτηρισμένες ως περιορισμένης θέασης, καθώς δεν είχαμε καθαρό οπτικό πεδίο στο τμήμα της σκηνής προς το αριστερό διάζωμα. Ευτυχώς, πολύ μικρό κομμάτι της παράστασης εξελίχθηκε στο συγκεκριμένο σημείο, οπότε δεν παρουσιάστηκε ιδιαίτερη δυσκολία στη θέαση.

Ο εσωτερικός διάκοσμος του θεάτρου απέπνεε ένα συνδυασμό baroque, γοτθικής και βικτωριανής αισθητικής, η οποία συνάδει πλήρως με την ατμόσφαιρα και το χαρακτήρα της παράστασης. Πλέον το θέατρο έχει γίνει μέρος της παράστασης και το «Φάντασμα..» κατοικεί και στα υπόγεια του Her Majesty’s Theatre εκτός από αυτά της Opera Populaire.


 Η παράσταση ξεκίνησε ακριβώς στις 19:30 και τελείωσε στις 22:00, με ένα διάλειμμα 20 λεπτών μεταξύ των δύο πράξεων. Η πρώτη πράξη ήταν πιο ατμοσφαιρική ενώ η δεύτερη περισσότερο πομπώδης, καθώς παράλληλα διαπνεόταν από μια αίσθηση αγωνίας μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της κορύφωσης και να επέλθει η κάθαρση.

Βασικό παράγοντα σε όλη την παράσταση καταλαμβάνει η ορχήστρα, που βρίσκεται μεταξύ της πλατείας και της σκηνής. Πνευστά, έγχορδα, κρουστά και κύμβαλα συνετέλεσαν στη μουσική επένδυση του έργου, εκτελώντας με περίσσεια ακρίβεια και συναίσθημα το μουσικό πόνημα του μεγάλου Andrew Lloyd Webber. Κινητήριος δύναμη της ορχήστρας, ωστόσο, ήταν το εκκλησιαστικό όργανο, του οποίου κάθε χτύπος και νότα αντηχούσε ως τα πιο απομακρυσμένα σημεία του θεάτρου και μέχρι τις πλέον απόμακρες γωνιές της ψυχής.


Η παράσταση ξεκίνησε εντυπωσιακά μεταφέροντας μας στο Παρισί του 1910, στο εσωτερικό μιας εγκαταλελειμμένης όπερας όπου διάφορα αντικείμενα παλιών παραστάσεων βγαίνουν σε πλειστηριασμό. Ωστόσο, η πρώτη μνημειώδης στιγμή ήταν το άναμμα του πολυελαίου και το άκουσμα των πρώτων νοτών από το βασικό θέμα της παράστασης, που αυτομάτως μας μετέφερε στην απαρχή της ιστορίας. Βρισκόμαστε γύρω στα 1880 όταν η ιστορία του φαντάσματος και της αγαπημένης του μούσας ζωντανεύει στη γαλλική Opera Populaire. Όλη η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στα παρασκήνια και στη σκηνή της γαλλικής όπερας.

Οι συνεχόμενες εναλλαγές σκηνικών ήταν εξίσου εντυπωσιακές. Πτυσσόμενες σκάλες, λίμνες, σπηλιές, βάρκες, σκηνικά της όπερας, καμαρίνια της όπερας και εξώστες ήταν λίγα από τα στοιχεία που εμφανίστηκαν στη σκηνή του Her Majesty’s Theatre, δίνοντας μια κινηματογραφική αίσθηση στο έργο.

Εφόσον μιλάμε για έργο εποχής, δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα αντίστοιχα κουστούμια τα οποία εναλλάσσονταν πάνω στη σκηνή εν ριπή οφθαλμού. Πλούσια γυναικεία φορέματα αλλά και φανταχτερά αντρικά κουστούμια (φράκα) εμφανίζονταν στο σανίδι, ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε σκηνής. Φυσικά το πιο εντυπωσιακό και συνάμα επιβλητικό κουστούμι ήταν αυτό του Φαντάσματος, στο πρόσωπο του οποίου ξεχώριζε η λευκή – γνωστή σε όλους – μάσκα, η οποία δημιουργούσε μια αισθητικά άρτια αντίθεση με την μαύρη κάπα του χαρακτήρα.


Μάσκα, η οποία εκτός από την επιφανειακή παραμόρφωση του προσώπου του, έκρυβε θυμό, αγωνία, μοναξιά, απόγνωση και αγάπη. Αγάπη για τη μουσική και για την γυναίκα εκείνη που θα τον ενέπνεε να γράψει την καλύτερή του σύνθεση. Τη μελωδία της νύχτας. Το έργο δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και η ψυχή του να ηρεμήσει μέχρι να ήταν σίγουρος ότι επιτέλους θα έβρισκε κάποια να τον αγαπήσει έστω και πλατωνικά.

Ο πολυμελής θίασος γέμιζε τη σκηνή με τις χορογραφίες ενώ οι πρωταγωνιστές μας μάγεψαν με τις φωνητικές τους ικανότητες. Το τραγούδι των ηθοποιών, σε συνδυασμό με τη μουσική της ορχήστρας, μάγεψαν το μυαλό μου κι ακόμα και σήμερα ακούω στο μυαλό μου τις νότες από εκείνη τη βραδιά.

Το παρατεταμένο χειροκρότημα στο πέσιμο της αυλαίας ήταν το λιγότερο που θα μπορούσαμε να ανταποδώσουμε στους συντελεστές αυτής της παράστασης. Η παράσταση κατάφερε να ενώσει τη μουσική, την ατμόσφαιρα της εποχής, το συναίσθημα μιας ανεκπλήρωτης αγάπης και το πάθος για ζωή και να το μεταδόσει σε όσους ήταν τυχεροί να τη δουν. Βγαίνοντας από το θέατρο τραγουδούσα τη μελωδία μέσα στο μυαλό μου και ένιωθα κι εγώ μέρος της ιστορίας.


Συμπερασματικά, συστήνω ανεπιφύλακτα την παράσταση και πιστεύω ότι είναι ευτυχής συγκυρία η επίσκεψή της στη χώρα μας. Δεν γνωρίζω τις δυνατότητες (ηχητικά και σκηνογραφικά) του Christmas Theater, αλλά ελπίζω ότι θα ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της παράστασης. Μακάρι το «Φάντασμα…» να δείξει στο ελληνικό κοινό τις αρετές του και να το καθηλώσει μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο.

Σημείωση: Δυστυχώς (ή ευτυχώς) φωτογραφίες και βιντεοσκόπηση δεν επιτρέπονταν κατά τη διάρκεια της παράστασης.