Pride & Loyalty

Πόσο μας αρέσει όταν ακούμε ελληνικά Oi! συγκροτήματα να τραγουδούν ύμνους του πεζοδρομιακού ρομαντισμού..! Αν μη τι άλλο το  λαϊκό στοιχείο του αστικού βίου, δοσμένο μέσα από μια σχεδόν αταβιστική, ακατέργαστα πρωτογενή, έκφραση, αποτελεί κεντρικό γνώρισμα της ταυτότητας του συγκεκριμένο μουσικού ρεύματος. Οι Hellenic Stompers είναι μια ελληνική Oi! μπάντα, που επιχειρεί να διαμορφώσει το μουσικό της στυλ βασιζόμενη σε αυτό το δεδομένο.

Ασφαλώς, έχουμε να κάνουμε με ένα συγκρότημα που συνέδεσε το όνομά του με ζωντανές εμφανίσεις οι οποίες προκάλεσαν αντιδράσεις. Αρχικά, κατά την δεκαετία του 2000, με το πρώτο τους live που πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΙ Λαμίας, από φοιτητές της φυσικοθεραπευτικής επιστήμης, και τον θόρυβο που ξεσήκωσε λόγω των ακραίων στίχων και συμβόλων που χρησιμοποίησαν. Αλλά και πριν λίγα χρόνια, μια εμφάνισή τους στο κέντρο των Αθηνών ήταν  αρκετή ώστε να προκαλέσει  την οργή διεθνιστικών ομάδων και να δημιουργήσει προβλήματα στην διεύθυνση κάποιων συναυλιακών χώρων, καθώς και την διασπορά ψευδών φημών περί δήθεν επεισοδίων που στην πραγματικότητα ποτέ δεν συνέβησαν.

Η αλήθεια είναι ότι οι Hellenic Stompers έπαιζαν ένα συνειδητά τραχύ και άτεχνο Oi!,  επενδυμένο με ακραίους στίχους. Απ’ ότι φαίνεται, η εποχή αυτή δείχνει να ολοκληρώνεται. Ο τελευταίος τους δίσκος, που φέρει τον τίτλο Pride & Loyalty, αποτελεί μια συλλογή παλαιότερων και νέων τραγουδιών, η οποία δίνει την εντύπωση ότι κλείνει τον μέχρι τώρα κύκλο της μπάντας κι αφήνει υποσχέσεις για μια νέα συνέχεια. Ασφαλώς, στα δώδεκα τραγούδια που περιλαμβάνει συγκαταλέγονται και τα παλιά γνωστά, με τους cult τίτλους του τύπου «Δήμιος». Ωστόσο υπάρχουν και κομμάτια, όπως το «Η κοινωνία δεν σε συγχωρεί», που εκφράζουν τον ατόφιο πεζοδρομιακό ρομαντισμό της κουλτούρας του Oi!.


Ο ήχος είναι γεμάτος και η παραγωγή πολύ καλή-καμία σχέση δηλαδή με τις παλιές τους κυκλοφορίες. Παραμένει, όμως, συνειδητά μονολιθικός, πράγμα που ασφαλώς πρέπει να μεταβληθεί προκειμένου η μπάντα να υπερβεί τον underground cult χαρακτήρα της και να παίξει την μουσική που μπορεί. Κάτι ανάλογο πρέπει να γίνει και με τους στίχους. Το «Η κοινωνία δεν σε συγχωρεί» δείχνει πως οι Hellenic Stompers αντιλαμβάνονται τον κατάλληλο προσανατολισμό και πως μπορούν να παίξουν ωραίο, αυθεντικό, street punk

Τα "αίματα της εκδίκησης" και παρόμοιες υποσχέσεις ενδεχομένως να μοιάζουν παρωχημένες σήμερα. Ο πατριωτισμός της εργατικής τάξης και ο αληθινός εθνικισμός μπορούν να εκφραστούν ουσιαστικότερα μέσα από στίχους που καταγγέλλουν την παγκοσμιοποίηση ή την αστική κοινωνία και προβάλουν τον Ρομαντισμό του πεζοδρομιακού τρόπου ζωής. Η μπάντα του Rudy με τα νέα μέλη δείχνει ότι μπορεί να κινηθεί προς αυτή την μουσική ατραπό. Κι όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι, η εξαιρετική της σκηνική παρουσία θα δέσει άρτια με έναν τέτοιο προσανατολισμό.  

Όποιος θέλει να αγοράσει σε CD ή κασέτα το Pride&Loyalty μπορεί να επισκεφθεί τον διαδικτυακό τόπο του συγκροτήματος στην διεύθυνσηhttps://sites.google.com/view/hellenic-stompers/home .

Ακούστε το τραγούδι "Η κοινωνία δεν σε συγχωρεί" στον παρακάτω σύνδεσμο

Ανακοίνωση της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. για τον νέο νόμο που αφορά το ακαδημαϊκό άσυλo

Η κεντρική πολιτική απόφαση των τελευταίων ημερών που είχε ως επίκεντρο τα εκπαιδευτικά ζητήματα ήταν αυτή της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου από την νέα κυβέρνηση. Κάποιοι συντηρητικοί χαμογέλασαν ικανοποιημένοι από αυτή την απόφαση. Ασφαλώς, για ακόμη μια φορά ξεγελάστηκαν από την Νέα Δημοκρατία. Και δεν θα αργήσουν να το αντιληφθούν, όπως συμβαίνει συνήθως με τις αποφάσεις του εν λόγω φιλελεύθερου κόμματος, που κρατά όμηρο μια, ιδεολογικά απαίδευτη, συντηρητική εκλογική πλειοψηφία.

Η κυβερνητική παράταξη βρίσκεται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες κι έχει κεντρική ευθύνη για φαινόμενα που αφορούν την κακή χρήση του ακαδημαϊκού ασύλου. Αυτό γίνεται εμφανές ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι η φοιτητική της πτέρυγα, δηλαδή η ΔΑΠ, (εκμεταλλευόμενη χρήματα αγνώστου προελεύσεως) έχει την πλειοψηφία εδώ και τριάντα χρόνια στα περισσότερα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλά κι αν σκεφτούμε πως το ποσοστό των ακαδημαϊκών που στηρίζουν την Ν.Δ δεν είναι ευκαταφρόνητο. Όπως, επίσης, και το ότι νόμοι υπήρχαν ανέκαθεν, βούληση δεν υπήρχε ώστε να θεραπευθούν παθογένειες των ελληνικών πανεπιστημίων.

Η πραγματικότητα είναι η εξής. Η Νέα Δημοκρατία, όπως και τα άλλα κόμματα, αντιμετωπίζουν το πανεπιστήμιο (όπως και το υπόλοιπο ελλαδικό δημόσιο τομέα) ως πεδίο άσκησης της κομματικής τους επιβολής. Επειδή, λοιπόν, η μαχητικότητα των αριστερών φοιτητικών μειοψηφιών αντισταθμίζει την εκλογική πλειοψηφία της νεοδημοκρατικής ΔΑΠ, όλα αυτά τα χρόνια, σε πολλά ιδρύματα, είναι η Aριστερά εκείνη που καθιερώνει την δική της ιδεολογική επιβολή. Αυτόν ακριβώς τον συσχετισμό θέλει να ανατρέψει η Νέα Δημοκρατία με τον νέο νόμο. Κατά τα άλλα, γνωρίζουμε άπαντες πως αδιαφορεί επιδεικτικά για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Και ως γνήσια αστικοφιλελεύθερη Δεξιά, προκειμένου να πετύχει τους κομματικούς της στόχους, χρησιμοποιεί το κράτος απροκάλυπτα (σε αυτή την περίπτωση την Αστυνομία) σαν να είναι ιδεολογικός της βραχίονας.

Τον χειμώνα θα δούμε πως θα εφαρμοστεί ο συγκεκριμένος νόμος. Όπως και να έχει, πάντως, εμείς ως Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ γελάμε σαρκαστικά με τα χάλια του κράτους και του παρακράτους. Ασφαλώς και δεν θέλαμε να αλλάξει ο νόμος. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να ιδρύσουμε την λέσχη μας και να υπηρετήσουμε ως Έλληνες παραδοσιοκράτες τον πολιτισμό στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απέναντι σε αφιονισμένες και χρηματοδοτούμενες ορδές δεξιών και αριστερών, εκεί που πολλοί δεν μπορούν να περάσουν ούτε απ’ έξω.


Το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια

                                                            Σταμάτης Μαμούτος

Τρία κοινά πράγματα περιλαμβάνουν οι αναμνήσεις των παιδικών μας καλοκαιριών. Την ανάγνωση του «Μπλεκ», του «Αγοριού», της «Περιπέτειας» και των άλλων comics. Την μπάλα στους χωματόδρομους των παλιών γειτονιών. Και το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια!!


Το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια ήταν ένα σχετικά φθηνό επιτραπέζιο παιχνίδι, που προοριζόταν, ως επί το πλείστον, για τα παιδιά της εργατικής και της μικροαστικής τάξης. Μπορούσε κανείς να το βρει σε πάγκους πλανόδιων πωλητών και, κάποιες φορές, σε ψιλικατζίδικα. Σπανιότερα το συναντούσαμε και σε μεγάλα καταστήματα παιχνιδιών.

Το εξώφυλλο του κουτιού ήταν λιτό. Συνήθως, μια φωτογραφία από κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα.  Αλλά το παιχνίδι δεν είχε όνομα! Αποτελούνταν απλά από ένα πλαστικό ορθογώνιο επίπεδο με μικρές καμπυλώσεις, το οποίο ήταν σχεδιασμένο και χρωματισμένο για να μοιάζει σαν ποδοσφαιρικός αγωνιστικός χώρος. Εντός των καμπυλώσεων ήταν βιδωμένοι μονόχρωμοι, πλαστικοί ποδοσφαιριστές. Συνήθως κόκκινοι και πράσινοι, αλλά ορισμένες φορές κι άλλων χρωμάτων. Δυο άσπρες πλαστικές μικρογραφίες ποδοσφαιρικών τερμάτων υπήρχαν στις  άκρες και τερματοφύλακες που οι παίκτες χειρίζονταν από την άκρη μιας μικρής μεταλλικής ράβδου. Μια μικρούλα σφαίρα που χρησιμοποιούσαμε ως μπάλα..κι αυτό ήταν όλο. Με ελάχιστα υλικά μέσα, χωρίς διαφημίσεις και με μηδαμινή προβολή, χωρίς καν να έχει κάποιο κωδικοποιημένο όνομα, το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια βρέθηκε σε χιλιάδες ελληνικά σπίτια κατά την δεκαετία του ’80 και χάρισε στιγμές ανεπανάληπτης απόλαυσης σε πιτσιρικάδες κι εφήβους της γενιάς μου.


Μετά από πολλά χρόνια αναζήτησα το αγαπημένο μου ποδοσφαιράκι. Η έλευση της παγκοσμιοποίησης έφερε μια διαφοροποίηση στην παιδική αγωγή και κουλτούρα και σηματοδότησε την κατάρρευση της ελληνικής βιομηχανίας παιχνιδιών. Τα ψιλικατζίδικα άρχισαν να αντικαθίστανται από αλυσίδες εταιριών, τα παλιά επιτραπέζια παιχνίδια να υποχωρούν εμπρός στην επέλαση των ηλεκτρονικών και τα εναπομείναντα παιχνίδια να κατασκευάζονται άκομψα σε χώρες της Ασίας. Ήταν πια δύσκολο να βρω το παλιό παιχνίδι. Μιλώντας με μικροεμπόρους έμαθα ότι ο κατασκευαστής του ήταν Έλληνας και ονομαζόταν Γκούσης. Η εταιρία υπάρχει ακόμη και συνεχίζει να παράγει το εν λόγω ποδοσφαιράκι. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει τις ανατολικές αντιγραφές, που κάπως ευκολότερα μπορεί να βρει κανείς σε λαϊκές πανηγύρεις.


Πρόκειται, πάντως, για μιμήσεις που δεν συγκρίνονται με την αρχική ελληνική εκδοχή. Μπορεί να είναι πιο καλά χρωματισμένες οι φιγούρες των καινούργιων παιχνιδιών, μπορεί στην κινεζική έκδοση να κυκλοφορούν τουλάχιστον τρία μεγέθη (μικρό με πέντε παίκτες η κάθε ομάδα, μεσαίο με οκτώ παίκτες η κάθε ομάδα και μεγάλο με κανονικές εντεκάδες), μπορεί στην ρωσική εκδοχή οι φιγούρες να βιδώνονται από τους χρήστες (πράγμα που δίνει την δυνατότητα να στηθούν οι ομάδες με διαφορετικά συστήματα και να υπάρχουν εναλλακτικά στυλ παιχνιδιού), ωστόσο η ανθεκτικότητα του συνόλου και η ισορροπία των φιγούρων που είχε πετύχει η ελληνική εταιρία υπήρξαν ασυναγώνιστες. 


Στα καινούργια ποδοσφαιράκια ένα δυνατό σουτ, που θα ακολουθήσει μια μεγάλη ταλάντωση της φιγούρας, εγκυμονεί τον κίνδυνο να δεις την φιγούρα να ξεκολλήσει από την θέση της και να φύγει ιπτάμενη, ακολουθώντας την τροχιά της μπάλας. Και οι χώροι ανάμεσα στους παίκτες είναι στριμωγμένοι, όπως στο σύγχρονο τεχνοκρατικό ποδόσφαιρο. Ενώ οι τερματοφύλακες κινούνται εντός μιας μικρής αυλάκωσης κι όχι ελεύθερα, όπως εκείνοι του παλιού παιχνιδιού. Ενδεχομένως να υπάρχουν εκδοχές κι από άλλες χώρες προέλευσης. Δεν το έχω ψάξει. Προτιμώ την παλιά ελληνική κατασκευή με τους μεγάλους χώρους ανάμεσα στις φιγούρες, που ευνοούσε τα μακρινά σουτ ή τις εντυπωσιακές αλλαγές παιχνιδιού κι εξέφραζε την κουλτούρα του φαντεζύ, old school soccer.


Θυμάμαι το παλιό ποδοσφαιράκι να γεμίζει απολαυστικά τις καλοκαιρινές μέρες της παιδικής μου ηλικίας. Όταν κατέβαινα για διακοπές στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Σε δρόμους από χώμα και κράσπεδα από πέτρα. Σε ηλιόλουστα μυσταγωγικά μεσημέρια και σε ίσκιους που δρόσιζαν το κορμί περισσότερο κι απ’ τις δροσοσταλιές της αυγής. Γύρω μου δεκάδες πιτσιρίκια. Περίμεναν την σειρά τους. Η κλήρωση είχε βγάλει ζευγάρια. Οι νικητές προκρίνονταν και οι αγώνες ολοκληρώνονταν με τον τελικό. Η μπάλα έπεφτε από ψηλά και κυλούσε σε κάποια καμπύλη του πλαστικού αγωνιστικού χώρου. Τα ελατήρια τεντώνονταν. Τα παιδικά δάκτυλα έπαιρναν φωτιά.

Η φαντασία μας ταξίδευε στα στάδια του Μεξικού, εκεί όπου λάμβανε χώρα το μουντιάλ του ’86. Αλλά το πεδίο στο οποίο η πραγματικότητα ενωνόταν με την φαντασία, σε μια ηδονική ενότητα, ήταν το πλαστικό ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια…

Παρουσίαση Βιβλίου: Φίλιπ Πούλμαν-Το Βιβλίο της Σκόνης (μέρος πρώτο, «La Belle Sauvage»)

                                                             του Σταμάτη Μαμούτου

 Έχω δηλώσει αρκετές φορές ότι θεωρώ τον Φίλιπ Πούλμαν ως έναν από τους λίγους σύγχρονους λογοτέχνες του φανταστικού, που διαθέτει τη στόφα των παλαιών σπουδαίων εκπροσώπων του αγαπημένου μας λογοτεχνικού ρεύματος. Αναμφίβολα, η «Τριλογία του Κόσμου» (αποτελούμενη από τα βιβλία Το Αστέρι του ΒορράΟ Άρχοντας των Δυο Κόσμων και το Κεχριμπαρένιο Τηλεσκόπιο), που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αποτελεί ένα αληθινό αριστούργημα της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Πριν λίγο καιρό, οι ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησαν τον πρώτο τόμο του prequel αυτής της τριλογίας, την οποία αποφάσισε να γράψει ο Βρετανός συγγραφέας. Η μεταφράστρια είναι η ίδια με εκείνη της «Τριλογίας του Κόσμου», δηλαδή η Κώστια Κοντολέων.

Για όσους δεν έχουν διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του εν λόγω λογοτεχνικού σύμπαντος, θα περιγράψω συνοπτικά την υπόθεσή του. Σε έναν κόσμο παράλληλο με τον δικό μας, υπάρχουν χώρες και περιοχές ίδιες με εκείνες του δικού μας αλλά και διαφορετικές. Τα περισσότερα γνωρίσματα του παράλληλου κόσμου ομοιάζουν με αυτά του δικού μας, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι ο παράλληλος κόσμος έχει διατηρήσει στο παρόν του πολλά από τα προνεωτερικά στοιχεία της παραδοσιακής Ευρώπης, ενώ διαθέτει –πολύ περισσότερο απ’ τον δικό μας- ανοιχτές τις θύρες του σε πλάσματα με μυθικές καταβολές και υπερφυσικές δυνατότητες. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στη φύση των ανθρώπων. Στον κόσμο του Πούλμαν οι άνθρωποι διαθέτουν από ένα δαιμόνιο, που ζει δίπλα τους. Το δαιμόνιο είναι η ενσάρκωση της βαθύτερης ουσίας του ανθρώπινου ψυχισμού και παίρνει την μορφή κάποιου ζώου. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί την ίδια ύπαρξη με το δαιμόνιό του. Αν αυτό τραυματιστεί, αισθάνεται τον πόνο κι εκείνος. Αν αυτός πεθάνει, το ίδιο θα συμβεί και σ’ αυτό.


Το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης είναι η λύρα. Ένα κοριτσάκι που παίζει ανέμελο στους αγρούς και τα μεσαιωνικά κτίρια της Οξφόρδης –τοπία τα οποία ο Πούλμαν ζωντανεύει με μια αυθεντικά ρομαντική και απολαυστικά γλαφυρή περιγραφή- θα γίνει το μήλον της έριδος για τις δυο πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται στον παράλληλο κόσμο. Δηλαδή, της δογματικής και παγκόσμια ισχυρής εκκλησιαστικής αρχής από την μια και των υποστηρικτών της εκκοσμίκευσης και της επιστημονικής ανεξαρτησίας από την άλλη. Οι περιπέτειες της Λύρας και των συνοδοιπόρων της (ορισμένοι εκ των οποίων έχουν μεταφυσικές ικανότητες) είναι καταιγιστικές, η πένα του Πούλμαν εκπληκτική -με μικτά στοιχεία επικής φανταστικής λογοτεχνίας και παραμυθιού- και το σενάριο, θα έλεγα, ανεπανάληπτο. Και τούτο γιατί ο συγγραφέας, μολονότι κλείνει προς τους υποστηρικτές της εκκοσμίκευσης, δεν αποφεύγει να περιγράψει τις γυμνές από ηθική και συναίσθημα μεθοδεύσεις και των δυο παρατάξεων. Φτάνοντας στο τέλος του τρίτου βιβλίου, ο αναγνώστης αδυνατεί να αντιληφθεί ποιος τελικά είναι ο καλός και ο κακός της υπόθεσης. Αναμφίβολα, το Κεχριμπαρένιο Τηλεσκόπιο ολοκληρώνει την τριλογία με έναν τρόπο που καθιστά το συνολικό έργο μια κοσμοθεωρητική κατάθεση ενός σημαντικού λογοτέχνη. Ενός λογοτέχνη που δείχνει να συμπεραίνει ότι ανάμεσα στις υψιπετείς αποκαλύψεις του θείου και τις κοσμογονικές ανακαλύψεις του επιστημονικού νου, περισσότερο ένθεη είναι η αγνότητα του παιδικού ψυχισμού.

Η επιτυχία της τριλογίας την έφερε στις κινηματογραφικές αίθουσες μετά από μερικά χρόνια. Επρόκειτο για μια πικρή εμπειρία για τον Πούλμαν και τους συντελεστές της ταινίας. Μολονότι το κινηματογραφικό Αστέρι του Βορρά, της Νικόλ Κίντμαν και του Ντάνιελ Κρεγκ, πήγε πολύ καλά όσον αφορά τις εμπορικές εισπράξεις, φημολογούμενη παρέμβαση του Βατικανού (ορισμένα στοιχεία της πολιτικής παράδοσης του οποίου φαίνεται ότι είχε δανειστεί ο Πούλμαν, προκειμένου να περιγράψει την μια πλευρά των εξουσιαστών του κόσμου της τριλογίας) ματαίωσε την συνέχεια.


Όλο αυτό φαίνεται να επηρέασε τον Πούλμαν κατά τη συγγραφή του prequel. Καταρχάς οφείλω να δηλώσω ότι προσωπικά δεν είμαι σύμφωνος με τα prequels. Θεωρώ ότι όταν έχει κανείς στο ενεργητικό του ένα τόσο σημαντικό έργο, καλό θα είναι να μείνει σε αυτό ή να γράψει κάτι διαφορετικό. Συνεπώς, καθίσταται σαφές με πόσο ενδιαφέρον πήρα το νέο βιβλίο του Πούλμαν στα χέρια μου. Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς του φανταστικού, που κοντράρισε τη δική μου νοοτροπία επί του θέματος! Το πρώτο μέρος του «Βιβλίου της Σκόνης» μάλλον θα είχε πολλά να μου αποδείξει.   

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του, διαπίστωσα ότι ένας σπουδαίος συγγραφέας μάλλον θα παραμένει σπουδαίος ακόμη κι αν διαφωνώ στα μεθοδολογικά ζητήματα μαζί του. Ασφαλώς, εκτιμώ ότι το βιβλίο αυτό υστερεί σε κάποια σημεία από τα προηγούμενα. Δεν παύει, όμως, να είναι ένα πολύ καλό βιβλίο ενός εξαίρετου συγγραφέα. Αν θελήσω να αναφερθώ στα σημεία που με προβλημάτισαν θα σταθώ στο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ογκώδη τόμο, στον οποίο αργεί κάπως να αναπτυχθεί η δράση ενώ στο πρώτο του μέρος οι ήρωες, σε κάποια σημεία, πλατιάζουν σε διαλόγους περί επιστημονικών θεμάτων. Όταν, όμως, αρχίζει η δράση, η περιγραφή κόβει την ανάσα. Ο παλιός καλός Πούλμαν είναι εδώ και με την ρομαντικά γλαφυρή του πένα, περιγράφει συναρπαστικά την ζωή στις κωμοπόλεις και τα πανεπιστήμια της Βρετανίας, επενδύοντας με μια μυθική ατμόσφαιρα τις αφηγήσεις που αφορούν παρακολουθήσεις και δολοφονίες προσώπων, την δράση μυστικών υπηρεσιών, τις μονομαχίες στρατιωτικά εκπαιδευμένων αντρών και τις αγωνιώδεις προσπάθειες αγνών παιδιών να σώσουν αθώα θύματα.

Το όλο θέμα με το Βατικανό φαίνεται πως τον έχει στρέψει αυτή την φορά πιο εμφανώς υπέρ των λογοτεχνικών του ηρώων που υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση. Ωστόσο, παραμένει έντιμος στην κριτική του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, στην σελίδα 259, δεν διστάζει να περιγράψει το πως κάποιοι πράκτορες αυτής της παράταξης, προκειμένου να αποπλανήσουν έναν αντίπαλο πράκτορα για τον οποίο γνωρίζουν ότι έχει ερωτικές προτιμήσεις σε νεαρά αγόρια, σκέφτονται να του ρίξουν ως δόλωμα τον μικρό πρωταγωνιστή του βιβλίου, ο οποίος τους βοηθά άδολα και με αυταπάρνηση.


Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, ένα ακόμη γεγονός που φαίνεται πως έχει επηρεάσει τον Πούλμαν είναι η όλη συζήτηση για την θέση της Βρετανίας στην Ευρώπη, η οποία πήρε έντονες διαστάσεις με τον δημόσιο διάλογο γύρω από το Brexit. Ο Βρετανός συγγραφέας αναφέρει συχνά το κέντρο της εκκλησιαστικής εξουσίας του λογοτεχνικού του κόσμου ως «Διευθυντήριο». Το «Διευθυντήριο», εκτός από τις θεοκρατικές πολιτικές, διαθέτει και πανευρωπαϊκά πολυεθνική ισχύ, την οποία δείχνουν να αντιμάχονται οι υπερασπιστές της ελεύθερης σκέψης στο εθνικό τους περιβάλλον. Αναφέρει μάλιστα στη σελίδα 231 ότι οι υποστηρικτές αυτής της παράταξης οργανώθηκαν το 1933, όταν η Βρετανία φαινόταν ότι θα είχε ηττηθεί, σε έναν Ελβετικό Πόλεμο, από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Διευθυντηρίου. Μολονότι ο Πούλμαν πήρε μια μετριοπαθή θέση υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη, όχι λόγω κάποιας ένθερμης υπεράσπισης των Βρυξελλών αλλά φοβούμενος μήπως το Ηνωμένο Βασίλειο απομονωθεί γεωπολιτικά μετά το Brexit,  Αχνά, αλλά όχι ανεπαίσθητα, αν δεν κάνω λάθος, διαβάζω στις σελίδες του βιβλίου του μια στάση υπέρ της βρετανικής ανεξαρτησίας από το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών της Ε.Ε του δικού μας κόσμου. Σύμπτωση, αντίφαση, ποιος ξέρει; Μήπως τελικά η ανεπαίσθητη γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό γίνει περισσότερο δυσανάγνωστη, στο επόμενο βιβλίο, όπως συνέβη και στην «Τριλογία του Κόσμου»; Ο χρόνος θα δείξει.

Συμπερασματικά, το πρώτο μέρους του «Βιβλίου της Σκόνης» αποτελεί ένα ανάγνωσμα που προτείνω ανεπιφύλακτα. Ο Πούλμαν αποτελεί μια από τις ελάχιστες, αυθεντικά σημαντικές πένες της λογοτεχνίας του φανταστικού των καιρών μας.

Παρουσίαση Βιβλίου-Βαγγέλης Γεωργάκης, Ο Αγαπημένος Ήρωας των Παιδιών, εκδόσεις Oasis

                                                             του Χρήστου Νάστου

 Ο Βαγγέλης Γεωργάκης αποτελεί έναν από τους πιο ελπιδοφόρους Έλληνες συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού. Με επτά βιβλία του να έχουν κυκλοφορήσει δείχνει ικανός να συνθέτει ενδιαφέροντα διηγήματα, καθώς και εκτενέστερα μυθιστορήματα. Σε αυτό το άρθρο θα σταθώ στο μυθιστόρημα Ο Αγαπημένος Ήρωας των Παιδιών, που κυκλοφόρησε από τις Oasis Publications το 2014.

Ο Αγαπημένος Ήρωας των Παιδιών αποτυπώνει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με αλληγορική μαεστρία καθώς η πολυεπίπεδη δομή του (συμβολικό, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα φανταστικό) προσφέρει απλόχερα πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις  – δίχως όμως να κουράζει ή να μπερδεύει στο ελάχιστο τον αναγνώστη. Με αφορμή έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο, παράξενο πίνακα του Μίκυ και τις ταυτόχρονες εξαφανίσεις μικρών παιδιών, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει με την απαιτούμενη δυναμική,  υπό το πρίσμα της αστυνομικής (κυρίως) πλοκής και του ψυχογραφικού θρίλερ, τις περιπέτειες των ηρώων του αλλά και τις περιπέτειες μιας Ελλάδας που διαχρονικά πληγώνει και πληγώνεται, αναζητώντας διακαώς την λύτρωση η οποία μοιάζει να μην έρχεται ποτέ. Το φαντασιακό και η σκληρή, σύγχρονη πραγματικότητα είναι αλληλένδετα σε αυτό το ενδιαφέρον μυθιστόρημα που αξίζει την προσοχή μας.


Ένα μυθιστόρημα φόρος τιμής στους Ήρωες, τόσο στους χάρτινους των κόμικς (Μικρός Ήρωας, Μικρός Καου-μπόυ, Γκρέκο) που ξαναζωντανεύουν μέσα από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος, όσο και στους πραγματικούς που αγωνίζονται καθημερινά για να διατηρήσουν ακέραιη την υπόστασή τους, σε μια εποχή παρακμής και αντιηρωισμού. Ένα μυθιστόρημα-καθρέφτης της παραμορφωμένης πραγματικότητας, αλλά και της εναγώνιας προσπάθειας για την αναζήτηση της χαμένης μας παιδικότητας, της αμόλυντης φαντασίας και του ηρωικού εαυτού μας.

Ψυχογραφικό θρίλερ; Αστυνομική περιπέτεια;  Κοινωνικο-πολιτική καταγγελία; Σκοτεινή παράσταση; Ονειρικό ταξίδι αυτογνωσίας; Ηρωικό παραμύθι; Όπως και να χαρακτηρίσει κανείς τον «Αγαπημένο Ήρωα των Παιδιών» το μόνο σίγουρο είναι πως η δυνατή και παλλόμενη από ένταση πένα του Βαγγέλη Γεωργάκη, θα σας κρατήσει ως τέλους. Προσωπικά εκτίμησα ιδιαιτέρως και το όμορφο, χειροποίητο εξώφυλλο, που φέρνει στη θύμηση άλλες εποχές. Σε σημεία το βιβλίο θα μπορούσε είναι ελάχιστα πιο σύντομο στην εξέλιξη του, αυτό όμως δε στερεί τίποτε από τη μυθιστορηματική του δυναμική