Μουσική: Ο ρυθμός της σκέψης και το χρώμα της ψυχής


                                                        του Κωνσταντίνου Γαβρόγλου

Είχε χαρακτηριστεί από νεότερους καλλιτέχνες ως η «Βασίλισσα των Τεχνών». Από την αρχαιότητα η μουσική ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του θεάτρου ενώ στη νεότερη εποχή αποτέλεσε απαραίτητο συστατικό και του κινηματογράφου. Κανείς μας δεν θα ξεχάσει την μουσική του Χανς Ζίμμερ για τις ταινίες Spirit the Stallion και Lion King.Ο Ζίμμερ έχει πει ότι θέλω να γράψω μουσική που σου δημιουργεί κάτι, δεν θέλω να ξέρω τι, απλά θέλω να έχεις την δυνατότητα να νοιώσεις κάτι.  Κανείς μας δεν θα ξεχάσει την μουσική δημιουργία του Ennio Morricone για την ταινία Cinema Paradiso και για τα εκπληκτικά γουέστερν του Sergio Leone. Στο σημείο αυτό θα άξιζε να θυμηθούμε μια ρήση του Morricone: Όταν πρέπει να δημιουργήσω μουσική για κάποια ταινία, βλέπω πρώτα την ταινία, ύστερα σκέφτομαι για εκείνη, και από εκείνη την στιγμή είναι σαν να βρίσκομαι υπό κατάσταση πνευματικής κύησης. Από κείνη τη στιγμή σκέφτομαι πάντα την μουσική .


Η κλασσική μουσική αποτελείται από όπερα, λειτουργία, καντάτα, σύνολα εγχόρδων κ.α. Η πιο γνωστή όπερα μέχρι σήμερα είναι ο μαγικός αυλός, του Μότσαρτ, πρωτοπαίχτε στην Βιέννη το 1791, και ακούγονται τα μουσικά όργανα Χορν, Φλάουτο, Τρομπέτα, Τρομπόνι, Τυμπάνια, ξυλάκια, πλήκτρα, κλαρινέτο, μουσικά σύνολα. Μπορεί οι συνθέτες που υποστηρίζουν μουσικά τα κινηματογραφικά έργα να βασίζονται στην κλασική μουσική. Ωστόσο θα πρέπει να μην λησμονούμε ότι η μπαρόκ (1700-1750), η αναγεννησιακή (1400-1600) και η μεσαιωνική μουσική (500-1400) αποτέλεσαν τις βάσεις αυτής της εκπληκτικής ηχητικής δημιουργίας του ανθρώπινου πνεύματος που αποκαλείται κλασική μουσική. Απαρχή όλων αυτών στον ευρωπαϊκό κόσμο θεωρείται η αρχαία ελληνική μουσική.


Η μουσική έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην αρχαία Ελλάδα. Το πιο γνωστό ήταν ο Αυλός καθώς είχαμε τον Αυλητή  ο οποίος έπαιζε με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο πριν την έναρξη θεατρικών παραστάσεων. Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν μεγάλη έμφαση στην μουσική παιδεία και πίστευαν ότι η μουσική λειτουργεί και σαν μέσο έκφρασης και ψυχοθεραπείας. Εκτός από τον αυλό, είχαμε την Λύρα, την Κιθάρα, την Βάρβιτο, το τρίγωνο, την Πανδούρα, την πολυκάλαμη σύριγγα, την σάλπιγγα, το τύμπανο, το σείστρο, τα κρόταλα, τα κύμβαλα.

Η λύρα αποτελεί δημιούργημα του θεού Ερμή ο οποίος την δώρισε στον θεό Απόλλωνα και ο δεύτερος την κράτησε. Περιλαμβάνει ένα ηχείο, δύο βραχίονες στις πλευρές, που ονομάζονται Πήχεις, τα οποία ενώνονται και στην πάνω πλευρά του μουσικού οργάνου δημιουργούν ένα κυλινδρικό τόξο. 

Η κιθάρα καθιερώθηκε στα Πείθια Δελφών το 582 π.χ, η το 586 π.χ. Ήταν από μεγαλύτερη από την Λύρα και είχε δυνατότερο ήχο. Οι νικητές κιθαρωδοί είχαν την τιμή να βραβεύονται.

Η Βάρβιτος θεωρείται αρχαϊκός τύπος Λύρας που περιλαμβάνει μακρύτερους βραχίονες. Δημιουργός της πιστεύεται πως είναι ο αρχαίος λυρικός ποιητής Ανακρέων.  

Το Τρίγωνο ανήκει την κατηγορία του Ψαλτηρίου. Έχει χορδές διαφορετικού μήκους και κάποιες φορές φτάνει τις 40. Παράσταση τριγωνικού οργάνου στην Αρχαία Ελλάδα εντοπίζονται το 2800 π.χ. – 2200 π.χ. Από ειδώλια στις Κυκλάδες.

Η Πανδούρα έχει καταγωγή από την Ασία και είναι πρόγονος των Λαούτο – Μπουλγαρί.

Αυλός η Ύδραυλις. Ο ήχος του παραγόταν από την πίεση του αέρα. Συχνά το αποκαλούσαν Δίαυλος και αυτό γιατί πολλές φορές παιζόταν σε ζευγάρι. Η Ύδραυλις είναι πρόγονος του Αρμονίου.

Πολυκάλαμη Σύριγγα  ήταν κατασκευασμένη από σωλήνες καλαμιού. Τα ύψη των καλαμιών μειώνονταν έτσι ώστε να φανούν τα ύψη των φθόγγων.

Το Σείστρο σήμερα φυλάσσεται στο μουσείου Ηρακλείου. Είναι πήλινο και έχει σχήμα πετάλου. Περιλαμβάνει επτά εγκάρσιους ράβδους.

Το Τύμπανο χρησιμοποιούνταν κυρίες σε τελετές για τον θεό Διόνυσο, και την Κυβέλη. Έχει σχήμα κυκλικό και το έπαιζαν γυναίκες.

Τα Κρόταλα αποτελούνται από Όστρακο και Μέταλλο. Εξυπηρετούσαν τον ρυθμό των χορευτών.

Τα Κύμβαλα είχαν σχήμα ημισφαιρικό, ήταν μεταλλικά πιάτα.

Η μουσική ασκεί μεγάλη επιρροή στην ψυχική διάθεση του ανθρώπου, αλλά και στην συναισθηματική του έκφραση. Βοηθά τον άνθρωπο να απελευθερώσει την φαντασία του, ενισχύει την δημιουργικότητα. Επίσης παίζει σημαντικό ρόλο για σωματική και ψυχολογική θεραπεία, καθώς οι ήχοι που δημιουργεί βοηθούν τον άνθρωπο να εκφραστεί σωματικά προκαλώντας το νευρικό μας σύστημα με τους ήχους που γίνονται ερεθίσματα.

 

           

Η τέχνη της μουσικής διαπερνά τον άνθρωπο

Την σκέψη του με όμορφες εικόνες γεμίζει

Την ψυχή του με αγάπη χρωματίζει

Και τον χαρακτήρα του με θάρρος οπλίζει.

Έτσι μπροστά κοιτάμε με πάθος για ζωή

Με όνειρα όμορφα να ζήσουμε

Και σε τοπία όμορφα να περπατήσουμε.

Το Σφυρί και το Κάστρο

  

Σαράντα και ένα χρόνια πριν. Μάιος 1980. Η Βρετανία βιώνει την κορύφωση της επέλασης του punk. Το New Wave Of British Heavy Metal έχει μόλις ξεκινήσει την αντεπίθεση του «rock Ρομαντισμού». Η Θάτσερ, εκλεγείσα πριν έναν χρόνο στην πρωθυπουργία, οργανώνει την άλωση του βρετανικού κοινωνικού κράτους και επιτυγχάνει, μέσω των ακροδεξιών της παπαγάλων, ένα καίριο χτύπημα σε ένα από τα πλέον ιστορικά εθνικιστικά κόμματα της μεταπολεμικής εποχής, το Εθνικό Μέτωπο. Οι Εργατικοί, υπό την ηγεσία του Μάικλ Φουτ, μετατρέπονται σε ένα καθαρά σοσιαλιστικό κόμμα και συστρατεύονται με μαρξιστικές ομάδες, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την νεοφιλελεύθερη πολιτική.


Το πολιτικό και κοινωνικό μείγμα προμηνύει εποχές εντάσεων. Και, πράγματι, από το 1981 η Βρετανία αρχίζει να φλέγεται. Τα επεισόδια διαχέονται σε ολόκληρο το κοινωνικό της φάσμα. Αλλά γι αυτά αναφερθήκαμε σε παλαιότερο άρθρο.

Προς το παρόν θα μείνουμε στον Μάιο του 1980. Ο τελικός κυπέλλου διεξάγεται ανάμεσα σε δυο λονδρέζικες ομάδες. Άρσεναλ εναντίον Γουέστ Χαμ. Στις εξέδρες έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους οι πάνκηδες με τους χεβυμεταλλάδες. Στις ομάδες οργανωμένων οπαδών των συλλόγων του Λονδίνου κυριαρχούν οι skinheads και οι positive punks. Σε εκείνες των midlands, οι metalheads. Η εμφάνιση αυτών των μουσικών τάσεων στα γήπεδα θα συνδεθεί με την έξαρση του φαινομένου του χουλιγκανισμού.


Ο χουλιγκανισμός υπήρξε στην Βρετανία ως κοινωνικό φαινόμενο πολύ πριν την δεκαετία του ΄80. Αλλά στα 70’s και τα 80’s γνωρίζει μια θυελλώδη έξαρση και συνδέεται με ρεύματα της rock. Ώσπου, τελικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 η συντριπτική πλειοψηφία των νεαρών hools θα απομακρυνθεί από το rock και θα αφομοιωθεί στην ουδέτερα άχρωμη κοινωνική ταυτότητα του casual, χάνοντας την όποια κοινωνικά ριζοσπαστική της δυναμική και κρατώντας απλώς το βίαιο χαρακτήρα της.


Η Γουέστ Χαμ έχει έναν από τους πλέον φανατικούς πυρήνες οργανωμένων. Λαϊκή ομάδα της εργατικής τάξης του Λονδίνου καθώς είναι αφομοιώνει στις τάξεις των οπαδών της νεαρούς που από την μια προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα κι από την άλλη βιώνουν από απόσταση αναπνοής τα νεολαιίστικα ρεύματα που γεννιούνται διαδοχικά στο Λονδίνο αυτά τα χρόνια. Τον Μάιο του 1980 τα «σφυριά» θα κερδίσουν τον τελευταίο τίτλο της ιστορίας τους. 1-0 επί της Άρσεναλ και οι λαϊκές συνοικίες του Λονδίνου θα πάρουν φωτιά.


Η παρακάτω φωτογραφία είναι ενδεικτική. Ένας skin έφηβος πάνω σε ένα αμάξι της δεκαετίας του '70, στο οποίο έχουν γραφτεί με σπρέυ τα αρχικά της ομάδας. Στο βάθος, πλήθος πιτσιρικάδων εφορμά από το Γουέμπλεϋ στους δρόμους. Πανηγυρισμοί και πρόσωπα μιας εποχής, κατά την οποία το ποδόσφαιρο αποτελούσε αφορμή για ένα εβδομαδιαίο λαϊκό προσκύνημα των απλών ανθρώπων της εργατιάς και των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.


Εφέτος η ομάδα της λονδρέζικης εργατικής τάξης, που ως σήμα της έχει το σφυρί και το κάστρο, έκανε μια από τις καλύτερες σεζόν της και κέρδισε την έξοδο στην Ευρώπη. Ποιος ρομαντικός, όμως, ασχολείται σοβαρά με το post modern soccer της παγκοσμιοποίησης, της έλλειψης εθνικών τρόπων παιχνιδιού, των ανώνυμων εταιριών και των άδειων γηπέδων;

 Σχόλια:

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Μόνο Manchester United και Red Army.Ο ορισμός των χούλιγκανς και με "ρατσιστικές" καταβολές.Θα ήθελα επιπλέον να επισημάνω,ότι οι οπαδοί της West Ham, είναι οι μόνοι οπαδοί των ομάδων της Αγγλίας,που δεν είναι "ρατσιστές",αντιθέτως όλοι οι άλλοι οπαδοί,άλλοι λιγότερο,άλλοι περισσότερο,έχουν αναδείξει φυλετική σκέψη (π.χ Manchester United,Chelsea κτλ).Γι'αυτό ποτέ δεν συμπαθούσα ιδιαίτερα τη West Ham.

Τρίτη, 25 Μαΐου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ο καθένας με τις επιλογές του. Γενικά γουστάρουμε παλιό και αγαπημένο βρετανικό ποδόσφαιρο.

Όσον αφορά τις πολιτικές επιλογές των hammers, το μοναδικό πανό που υποστήριζε το Εθνικό Μέτωπο αναρτήθηκε από αυτούς στο λατρεμένο μουντιάλ του '86. Ψάξτο. Υπάρχει και στο internet.

Πάντως στο Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ υπήρχαν ανέκαθεν οι μικρότεροι εθνικιστικοί πυρήνες της Βρετανίας.

Επιπλέον, ελάχιστοι από τους παλιούς οπαδούς της Μάντσεστερ ασχολούνται με την ομάδα από την εποχή Μπέκαμ και μετά. Το θεωρούν αστείο να βλέπουν μια ομάδα του μάρκετινγκ. Οι περισσότεροι παλιοί βλέπουν την ερασιτεχνική ομάδα της Μάνστεστερ. Αντίθετα στη Χαμ άργησε η παρακμή. Ακόμη υπάρχει ένα ίχνος της παλιάς εξέδρας, αν και η διοίκηση σύντομα θα το εξαφανίσει.

Τρίτη, 25 Μαΐου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Μια χαρά ασχολούνται.Το αντίθετο συμβαίνει.Ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν ασχολούνται και παρακολουθούν την ερασιτεχνική.Η Μάντσεστερ πράγματι έχει καταντήσει ομάδα μάρκετινγκ,όπως η Ρεάλ,η Μπαρτσελόνα,η Γιουβέντους,κτλ,με "οπαδούς" Ασιάτες και μαύρους.Αυτό όμως δεν εμποδίζει τους οπαδούς της να την υποστηρίζουν.Με τους Ιουδαίους Glazers τα έχουν βάλει,και είναι από τους λίγους οπαδούς που σηκώνουν ανάστημα σε ιδιοκτήτη.
Η West Ham έχει έναν υπερτιμημένο οπαδικό πυρήνα που έχει γίνει γνωστός από... ταινίες.Οι πραγματικοί, αυθεντικοί Άγγλοι χούλιγκανς ήταν ανέκαθεν της Μάντσεστερ.Οι οπαδοί της West Ham,έχουν κυρίως κόντρα με της Millwall (οι οποίοι ήταν, τουλάχιστον κάποτε , ρατσιστές).

Τρίτη, 25 Μαΐου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Αν έχεις περισσότερες πληροφορίες μπορεί να είναι και έτσι. Aπό την μεριά μας ότι γράφουμε το στηρίζουμε σε προσωπική πείρα και αντλούμε πληροφορίες από ανθρώπους που έχουν ζήσει από κοντά την λονδρέζικη νεολαία των '80's.

Πάντως απ' ότι γνωρίζουμε δεν είναι (τουλάχιστον γηπεδικά) ενεργός ο πυρήνας των παλιών οργανωμένων της Μάντσεστερ. Μην ξεχνάμε και την αλησμόνητη ατάκα για τον ήχο από τα τσιπς, που αφορούσε το γήπεδο της United κατά τα τέλη της δεκαετίας '90 και στα 00's. Μην ξεχνάμε και πρόσφατους διασυρμούς των οπαδών της σε αγώνες της ανατολικής Ευρώπης.

Από εκεί και πέρα δεν νομίζουμε ότι υπάρχει διάκριση αυθεντικών Άγγλων hools και μη. Όλοι κατά τα '70's και τα '80's αυθεντικοί Άγγλοι hools ήταν, όποια ομάδα και αν υποστήριζαν.

ΥΓ. Τους παλιούς οπαδούς της United από τις φωτογραφίες που βλέπουμε τους γουστάρουμε και για το αισθητικό τους κομμάτι, επειδή είχαν πολλούς μαλλιάδες rockers.

Τετάρτη, 26 Μαΐου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανώνυμε, δεν ανέβασα το σχόλιο που έγραψες για τος ευνόητους λόγους και για να μην εκτεθείς. Σε λίγες μέρες έρχεται η ανάρτηση που περίμενες από τα μέσα του χειμώνα. Θα είναι η μεθεπόμενη.

Τετάρτη, 26 Μαΐου, 2021

 
O :Άγνωστος είπε
Ο φιλος της Manchester United δεν τα ξερει πολυ καλα.Το ανατολικο λονδινο(η περιοχη της West Ham)υπηρξε ανεκαθεν καστρο του εθνικισμου απο εποχες Mosley.To oτι θεωρειται αγαπημενη ομαδα των skins παγκοσμιως δεν ειναι τυχαιο.Οπως και η φιλια με τη Λατσιο.Εκτος του NF πανο που σωστα ειπατε και της συμμετοχης της ICF σε πορειες υπαρχουν και προσφατες φωτο και βιντεο με αντισημιτικα τραγουδια και μπλουζες με σβαστικες στη κερκιδα.Ασχετα με τις ταινιες μαζι με την επισης εθνικιστικη Millwall ηταν απο τους πλεον σκληροπυρηνικους οπαδους των 80's.

Δεν ξερω κατα ποσο το Red Army ηταν εθνικιστικο αλλα αν σκεφτουμε οτι οι σκληροπυρηνικοι που εφυγαν και δημιουργησαν την ερασιτεχνικη ειναι αριστεροι μαλλον δεν ηταν και τοσο.Γενικα και λογω της σχεσης Μαντσεστερ και Λιβερπουλ με την Ιρλανδια δεν θεωρουνται ιδιαιτερα εθνικιστες κι αυτο εξηγει αυτο που ειπατε οτι εκει ηταν οι μικροτεροι εθνικιστικοι πυρηνες της Βρετανιας.

Διευκρινήσεις περί ρομαντικών, χαίτης και υποχρεωτικών εμβολιασμών


Το προηγούμενο άρθρο που αφορούσε την σύγκρουση της γερμανικής καπιταλιστικής «ελίτ εξουσίας» και της γερμανικής «ελίτ αξιών» της «συντηρητικής επανάστασης», κατά το δεύτερο μισό του 1932, προκάλεσε εντυπώσεις. Δυστυχώς ανάμεσα στους αναγνώστες μας δεν είναι μόνο σοβαροί άνθρωποι που ερευνούν ιστορικά και πολιτιστικά θέματα. Είναι και οι μανδαρίνοι που αποστολή έχουν να κατευθύνουν μικρές ομάδες νεολαίας σε λάθος αναγνώσεις της ιστορίας και να οικοδομούν ψευδο-ιδεολογικές ταυτότητες, βασισμένοι σε επιλεκτικές συρραφές δοκιμιακών αποσπασμάτων. Η δράση και οι εκδόσεις της λέσχης μας έχουν προκαλέσει εδώ και χρόνια ψυχικές διαταραχές σε αυτούς τους τύπους, οι οποίοι εμφανίζονται με πολλά προσωπεία.


Στρατηγικός στόχος της Δεξιάς και της Αριστεράς είναι να εκφυλίσουν τον παραδοσιοκρατικό λόγο, να αλλοιώσουν την ιστορία των πολιτικών ιδεών και να ελέγξουν την κίνηση των ιδεών στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων. Απώτερος σκοπός τους είναι να κρατούν τον ελληνικό εθνικισμό δέσμιο διαφορετικών αλλά εξίσου κίβδηλα χυδαίων εκδοχών της αστικής Δεξιάς. Αυτό είναι βολικό τόσο για την Δεξιά, η οποία εγκλωβίζει άνευ αντίστασης τον συντηρητικό κόσμο στο φιλελεύθερο πλαίσιο, όσο και την Αριστερά, η οποία υποκρίνεται ότι αντιπολιτεύεται τον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό δίχως να φοβάται ότι θα χάσει μέρος τους ριζοσπαστικού της ακροατηρίου. Σε αυτό τον σχεδιασμό παίρνουν μέρος και οι μανδαρίνοι της άκρας δεξιάς που, εξυπηρετώντας τους σχεδιασμούς του κατεστημένου, μασκαρεύουν διαχρονικά την αληθινή υπόσταση του εθνικισμού με παρδαλά κουρέλια, δίνοντας προς τα έξω την εικόνα που το σύστημα εξουσίας θέλει να επιβάλει στον ελληνικό εθνικισμό.


Το γεγονός ότι από τα έντυπα της λέσχης μας παρουσιάζονται κείμενα που βοηθούν το αναγνωστικό κοινό να ερευνήσει πεδία τα οποία η διανοητική ελίτ του ελλαδικού παρόντος έχει για χρόνια αποσιωπήσει, προκαλεί προβληματισμό σε αντιφασιστικά και (ακρο) Δεξιά ζωντόβολα. Γιατί τα κείμενά μας διαβάζονται από αναγνωστικά κοινά που θέλουν να διατηρούν διανοητικά και κοινωνικά  ανενεργά. Έτσι, πανικόβλητα καθώς είναι και ανίκανα να αντιπαρατεθούν μαζί μας, τα ζωντόβολα αυτά καταφεύγουν κατά καιρούς σε διάφορα πρακτόρικα κολπάκια. Πριν μερικά χρόνια εισέρχονταν στο chat ΚΑΘΕ ραδιοφωνικής εκπομπής που παρουσιάζαμε και επιχειρούσαν (μέσω λογαριασμών που δεν μπορούσαν οι τεχνικοί του ραδιοφωνικού σταθμού να εντοπίσουν) να πείσουν τους ακροατές ότι η λέσχη μας χρηματοδοτούνταν από τον Συριζα!!! Αργότερα άλλαξαν το τροπάρι και είπαν ότι η λέσχη μας υποστήριξε τη Νέα Δημοκρατία!!!


Ασφαλώς τα χαφιεδάκια αυτά προκαλούν την θυμηδία και απολαμβάνουμε τις απέλπιδες προσπάθειες που καταβάλουν προκειμένου να μας πλήξουν. Ευχόμαστε να συνεχίσουν να μας αντιμετωπίζουν με τέτοιους τρόπους γιατί το γέλιο είναι σπάνιο στις δύσκολες συνθήκες της σημερινής ζωής και αυτοί μας το προκαλούν αφειδώς. Οφείλουμε όμως να κάνουμε μερικές διευκρινίσεις για κάποιες από τις τελευταίες εμπνεύσεις τους.


Πληροφορηθήκαμε ότι σε ένα ιστολόγιο εμφανίστηκαν σχολιαστές παρουσιαζόμενοι άλλοτε ως υβριστές και άλλοτε ως «υποστηρικτές» της λέσχης μας. Αν και δεν έχουμε σε μεγάλη εκτίμηση ανθρώπους που κινούνται γύρω από τέτοια δημοσιεύματα ενημερώνουμε, όσους αναγνώστες έτυχε να δουν τα εν λόγω σχόλια, ότι σε περίπτωση που θελήσουμε να «τρολλάρουμε» μπορούμε να το κάνουμε εξίσου ικανοποιητικά με το να γράφουμε άρθρα. Μπορούμε να σπάσουμε τα νεύρα των μανδαρίνων με απολαυστικό τρόπο. Ποτέ, λοιπόν, δεν θα υπογράφαμε σε ιστολόγια είτε ταυτίζοντας τον Ρομαντισμό με το κούρεμα της χαίτης είτε αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «μοναδικοί» και άλλα συναφή που εμφανίστηκαν στα σχόλια.  Μπορεί ορισμένοι σχολιαστές να αναφέρθηκαν σε εμάς με τέτοια λογοπαίγνια και παρατσούκλια. Αυτό είναι κατανοητό. Εκείνο που διευκρινίζουμε είναι ότι κανείς από εμάς δεν θα έγραφε με τέτοιο ύφος. Δεν θα δείτε από εμάς τέτοια σχόλια.


Επίσης οι κωμικές αυτές ορντινάτσες έγραψαν μέσα στον πανικό τους ότι η λέσχη μας υποστήριξε, σε διένεξη με σχολιαστή παλαιότερης ανάρτησης, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά του covid19. Τους απαντούμε ότι εκείνο που γράψαμε σε εκείνο το άρθρο είναι ότι η αντιμετώπιση των εξουσιαστικών πολιτικών που εφαρμόζονται στο θέμα του covid πρέπει να γίνει με τρόπο ουσιαστικό, που θα υπερβαίνει τις απλοϊκές γενικεύσεις των συνωμοσιολογικών εντύπων. Τους τονίζουμε, δε, ότι μόνο υπό μία προϋπόθεση θα δεχόμασταν να υποστηρίξουμε το αίτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού: Αν γινόταν να καρφώναμε εμείς τα εμβόλια στα επίμαχα σημεία του σώματος αυτών των τύπων.


Αυτά, προς το παρόν, για τους διαδικτυακούς μας «φίλους». Τουλάχιστον τα σχόλια για την σχέση των νεορομαντικών της λέσχης με το κούρεμα της χαίτης οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι άνοιξαν μια συζήτηση γύρω από την αισθητική της εξωτερικής εμφάνισης στον «χώρο». Ο «λασπωτήρας» της δεκαετίας του ’80 πήρε μια άτυπη εκδίκηση απέναντι στην συνήθεια του κοντοκουρεμένου κεφαλιού. Μένει τώρα να υποστηριχθεί εκτενέστερα προκειμένου να κερδίσει έδαφος στους κύκλους των συναγωνιστών και να δώσει ένα στυλιστικό αέρα απελευθέρωσης από τα -μεστά αστικών κατάλοιπων- εμφανισιακά δεδομένα των ρεταλιών της Δεξιάς.


Η χαίτη εξάλλου παραπέμπει εικαστικά στο στρατιωτικό κράνος τύπου Kevlar. Τούτος ο συμβολικός παραλληλισμός θα έπρεπε να είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των παρακρατικών. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημα εμείς τινάζουμε περήφανα τις χαίτες μας και απολαμβάνουμε τον άνεμο να κυματίζει, καθώς αυξάνουμε ταχύτητα στις μηχανές μας. Ενώ αυτοί, έχοντας τους σβέρκους τους καθαρούς, εισπράττουν τις ηχηρές μας καρπαζιές όταν περνάμε από δίπλα τους μαρσάροντας.


ΥΓ. Οι φήμες που θέλουν τον γραφίστα της λέσχης Morias να επεξεργάζεται σε πειραματικές εικόνες πως θα ήταν γνωστά πρόσωπα του «χώρου» αν άφηναν χαίτη και έπειτα να τις διανείμει στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, δεν έχει ακόμη επαληθευτεί.


Σχόλια
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Που τον θυμήθηκες το Γιαννάκη το Δοντά. Σα να βγήκε από την Ομπρε είναι στη φωτογραφία.

Τετάρτη, 19 Μαΐου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανώνυμε 19 Μαΐου, 2021 για αυτό ακριβώς επιλέχθηκε η φωτογραφία του..χε,χε!

Ανώνυμε 20 Μαΐου, 2021, μη δακτυλογραφείς τόσο μεγάλα σε έκταση σχόλια. Μπορεί να τραυματίσεις κανένα δάχτυλο. Και πως θα πλένεις τα πιάτα στο σπίτι μετά; Θα πέσει παντόφλα..

Πέμπτη, 20 Μαΐου, 2021

 

Εξωτερική πολιτική με το κιάλι


Υπήρχε μια εποχή που το ελλαδικό κράτος, μολονότι έπασχε από χίλιες δυο παθογένειες, λειτουργούσε σε κάποια θέματα της εξωτερικής πολιτικής με έναν τρόπο που απέπνεε μια υπόνοια ανεξαρτησίας. Το αραβικό ζήτημα ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Η Ελλάδα μέχρι το 1990 βάσιζε την εξωτερική της πολιτική σε ένα αυτονόητο συμπέρασμα. Ο αραβικός κόσμος μπορεί κατά τον μεσαίωνα να απείλησε την Ευρώπη. Ωστόσο στην νεωτερική εποχή έχει αποδυναμωθεί και κερματιστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αποτελεί γεωστρατηγική απειλή και, κατά συνέπεια, η Ελλάδα να μην είναι (όπως το US αμυντικό δόγμα έλεγε) κάποιο προπύργιο του δυτικού κόσμου ενάντια σε μια υποτιθέμενη αραβική επίθεση.


Αντιθέτως ο αραβικός κόσμος, αν και χωρίς σοβαρή γεωπολιτική ισχύ, αποτελούσε και αποτελεί απειλή για το κράτος του Ισραήλ, λόγω της γεωγραφικής τους γειτνίασης και της ιστορικής τους διαμάχης. Συνεπώς, το US δόγμα ασφάλειας της ανατολικής Μεσογείου είχε προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να  παρουσιάζει ως απειλή για τον δυτικό κόσμο οτιδήποτε συνιστούσε απειλή για το κράτος του Ισραήλ.

Η Ελλάδα ήταν ένα κράτος που στις μικροκατανομές ισχύος της ανατολικής Μεσογείου, είχε συγκρουόμενα συμφέροντα με το Ισραήλ. Και οι δυο χώρες διεκδικούσαν, λίγο πολύ, κοινά πράγματα. Και μολονότι η γεωπολιτική υποστήριξη που αποκόμιζε το Ισραήλ από τον δυτικό κόσμο ήταν παγκόσμιας δυναμικής, μέχρι το 1990 το ελλαδικό κράτος κατάφερνε να στέκεται με κάποια αξιοπρέπεια στην περιοχή, αποτελώντας έναν υπολογίσιμο πόλο απέναντι στην Τουρκία και το Ισραήλ, που ήταν οι βασικοί του ανταγωνιστές.

Αυτή η υποψία της γεωπολιτικής μας παρουσίας εξανεμίστηκε από την μοιραία ώρα που ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο Κώστας Σημίτης. Μέσα σε τρία χρόνια η Ελλάδα έγινε αποικία και καρπαζοεισπράκτορας της περιοχής αναγκαζόμενη, μετά από διαδοχικές συμβολικές ήττες από την Τουρκία, να φτιάξει κοινό δορυφόρο με τον άλλο ανταγωνιστή της, δηλαδή το Ισραήλ (στην ουσία να θέσει την ελληνική υπηρεσία αποκόμισης δορυφορικών πληροφοριών στην εποπτεία της αντίστοιχης ισραηλινής). Ωστόσο η πρώτη υποταγή είχε πραγματοποιηθεί  την εποχή της κυβέρνησης του Μητσοτάκη του 1ου, όταν εν λόγω ισοπέδωσε την μέχρι τότε διπλωματική παράδοση του υπουργείου των Εξωτερικών και ως πρωθυπουργός (με υπουργό Εξωτερικών των Αντώνη Σαμαρά) υπέγραψε την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ, απομονώνοντας την Ελλάδα από τον αραβικό κόσμο.


Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν εκείνη την κίνηση του Μητσοτάκη λέγοντας ότι η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της τότε ΕΟΚ η οποία δεν είχε αναγνωρίσει το Ισραήλ. Μόνο που παραλείπουν να μας πουν ότι ήταν και η μοναδική χώρα της τότε ΕΟΚ, που είχε τον χώρο των ζωτικών γεωπολιτικών της συμφερόντων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και ότι τα εθνικά της συμφέροντα ήταν σε αρκετά σημεία ανταγωνιστικά με εκείνα του εν λόγω κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του δικού μας προσανατολισμού αποτελεί η Αίγυπτος. Μολονότι η Αίγυπτος έχει σήμερα μια δικτατορική δυτικόφιλη κυβέρνηση και εμπλέκεται στο δυτικό ενεργειακό παιχνίδι της περιοχής μαζί με την χώρα μας, καταφέρνει παράλληλα να διατηρεί μια υποτυπώδη γεωπολιτική αυτονομία μη ανεχόμενη να συνδεθεί ανοιχτά με το Ισραήλ και διατηρώντας τους δεσμούς με τον αραβικό παράγοντα στο ζήτημα του παλαιστινιακού.

Υπάρχουν και ορισμένοι άλλοι που αναρωτιούνται αν θα πρέπει να συμμαχήσει η Ελλάδα με το Ισραήλ από την στιγμή που η παλαιστινιακή Χαμάς υποστηρίζεται από την Τουρκία και εκφράζει έναν ακραίο σουνιτικά ανατολίτικο ισλαμισμό, ο οποίος είναι εχθρικός προς την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Η απάντησή μας είναι ότι η Χαμάς μπορεί να είναι μια οργάνωση με τέτοια γνωρίσματα ωστόσο γεωπολιτικά πράττει το αυτονόητο και συνεργάζεται με τους αντιπάλους του Ισραήλ. Γι αυτό και οι τζιχαντιστές (που χρηματοδοτούνται από τους δυτικούς καπιταλιστές και είναι αυτοί που οραματίζονται τον βίαιο εξισλαμισμό της Ευρώπης) την θεωρούν ως νούμερο ένα εχθρό στη Μέση Ανατολή. Όσον αφορά το θέμα της συμμαχίας με την Τουρκία, προέκυψε γιατί τόσο η Τουρκία όσο και η Χαμάς είχαν το θάρρος να ενταχθούν στην συμμαχία Ρωσίας-Συρίας, που υφίσταται στο γεωπολιτικό θέατρο της Μέσης Ανατολής. Αντιθέτως οι φιλελεύθερες ελληνικές κυβερνήσεις μετέτρεψαν την χώρα σε γεωπολιτικό ουραγό των δυνάμεων του δυτικού κεφαλαίου, δίχως να έχουμε δει μέχρι στιγμής κάποια σημαντικά γεωπολιτικά αποτελέσματα. Τέλος, ως ρομαντικοί, θεωρούμε ότι ο κίνδυνος εξισλαμισμού της Ευρώπης είναι εξίσου ανατριχιαστικός με τον εδώ και διακόσια χρόνια φιλελεύθερο εκφυλισμό της. Με την διαφορά ότι ο φιλελεύθερος εκφυλισμός έχει ήδη ριζώσει  γύρω μας ενώ ο ισλαμισμός αποτελεί δυνητική απειλή. Αναγνωρίζουμε, βέβαια, ότι αυτό το σκεπτικό γίνεται δύσκολα αντιληπτό στους ζητωπατριώτες και τους νεοεθνικιστές υπαλλήλους της ελλαδικής Δεξιάς. Τόσο σε όλους τους παραπάνω όσο και στους θιασώτες του φιλελευθερισμού φαντάζει απίθανο ότι υπάρχουν ακόμη αληθινοί Έλληνες εθνικιστές που θέτουν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των ισορροπιών της (sic) διεθνούς κοινότητας.


Οι διαπρύσιοι υπερασπιστές της ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης μας μιλούν για τα οφέλη της διπλωματικής μας υποταγής (που βαφτίζουν συμμαχία). Μόνο που εμείς ακόμη δεν τα έχουμε δει. Αντιθέτως έχουμε δει ένα αποσαρθρωμένο ελληνικό κρατίδιο να μην έχει κανένα λόγο στα όσα συμβαίνουν σε μια περιοχή που υποτίθεται ότι αποτελεί την γεωπολιτική του σφαίρα επιρροής. Και μάλλον δεν θα τα δούμε ποτέ τα πολυδιαφημισμένα οφέλη της συμμαχίας με το Ισραήλ. Θα συνεχίσουμε όμως να βλέπουμε την γεωπολιτική περιοχή που οφείλαμε να επηρεάζουμε να προχωρά την ιστορική της ζωή με το ελλαδικό κράτος να παίζει τον ρόλο του κομπάρσου.

Αλλά μάλλον κάτι τέτοιο δεν ενδιαφέρει και πολύ τον μέσο συμπολίτη της εποχής μας. Του αρκεί το survivor, το life style. Λίγο το έχετε να είμαστε μέρος του δυτικού κόσμου της φιλελεύθερης νεωτερικότητας;

Ιστορική αναδρομή: Η μάχη δυο γερμανικών ελίτ εξουσίας με φόντο την αποπομπή του Γκρέγκορ Στράσσερ από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα


                                                         του Στέφανου Linassos

Ανατρέχοντας σε ορισμένα ιστοριογραφικά αρχεία πυροδοτήθηκε το ενδιαφέρον μου για μια ιδιαίτερη ιστορική στιγμή του μεσοπολέμου. Οι τελευταίοι μήνες πριν την αναρρίχηση του Χίτλερ στην καγκελαρία παρουσιάζονται συνήθως μέσα από το πρίσμα δυο οπτικών. Από τη μια οι περισσότεροι «mainstream» ιστορικοί καταφεύγουν σε γενικεύσεις και παρουσιάζουν στρογγυλεμένα συμπεράσματα και από την άλλη, οι λίγοι ιστορικοί που εξακολουθούν να βλέπουν τον Χίτλερ με συμπάθεια, καταλήγουν σε παρόμοιες γενικεύσεις που απλά έχουν αντίθετο ιδεολογικό πρόσημο. Για αυτό αποφάσισα να ξύσω την κρούστα της επιδερμικής παράθεσης συμβάντων και να επιχειρήσω μια βαθύτερη ερμηνεία. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η ιστορική αλήθεια και το πώς αυτή μπορεί να τροφοδοτήσει την ανάπτυξη μιας σοβαρής πολιτικής κουλτούρας.

ΥΓ. Ευχαριστώ τον Σταμάτη που μου δάνεισε βιβλία και σημειώσεις του για να γράψω αυτό το άρθρο


Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας κατά το φθινόπωρο του 1932

Το φθινόπωρο του 1932 Πρόεδρος της Γερμανίας ήταν ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίντενμπουργκ ήταν ένας ηλικιωμένος στρατιωτικός που εξέφραζε τα συμφέροντα της τάξης των ισχυρών γαιοκτημόνων και των βιομηχάνων της Γερμανίας. Η συμμαχία των Γερμανών γαιοκτημόνων με τους καπιταλιστές είχε προκύψει ως εξής. Οι καπιταλιστές της Γερμανίας θεωρούσαν ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να εκφράσουν ανοιχτά τη στήριξή τους σε κάποιο φιλελεύθερο πολιτικό πόλο. Αντίθετα με ότι είχε συμβεί σε άλλες χώρες, η δομή του παραγωγικού μοντέλου της Γερμανίας δεν εμπόδιζε την συσχέτιση των μεγαλοαστών καπιταλιστών με τους γαιοκτήμονες. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που ευνόησε τη σύμπλευση των Γερμανών μεγαλοαστών με τους γαιοκτήμονες ήταν η μεγάλη δυναμική που ανέπτυσσαν οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Γερμανία. Οι μεγαλοαστοί ένιωθαν περισσότερο ασφαλείς σε μια συμμαχία με τους παλιούς αριστοκράτες, οι οποίοι έλεγχαν το απομεινάρι του γερμανικού στρατού (την Ράιχσβερ) και την αστυνομία, υπό τον φόβο κάποιας επανάληψης του επαναστατικού εγχειρήματος της Ρωσίας (που ήδη είχε πραγματοποιηθεί μια φορά με την εξέγερση των Σπαρτακιστών, τον Ιανουάριο του 1919).

Ο Χίντενμπουργκ είχε αυξημένες αρμοδιότητες ως Πρόεδρος. Έδινε τον γενικό προσανατολισμό της κρατικής πολιτικής και ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. Ο καγκελάριος (πρωθυπουργός) έπρεπε να χαίρει της εκτίμησής του και δεν ήταν απαραίτητο να είναι αρχηγός κάποιου ισχυρού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε περίπτωση που στο κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) κάποιο κόμμα ή κάποια συμμαχία κομμάτων δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Όμως ο ρόλος του Χίντενμπουγκ τελείωνε κάπου εκεί. Ο καγκελάριος, εφόσον αποδεχόταν τον γενικό προσανατολισμό που έδινε ο Πρόεδρος, οργάνωνε την κυβερνητική πολιτική με ικανοποιητικά περιθώρια αυτονομίας. Οι περιορισμοί στην αυτονομία του καγκελάριου προέρχονταν συνήθως από το κοινοβούλιο. Το κοινοβούλιο μπορούσε να καταψηφίσει νόμους που πρότεινε ο πρωθυπουργός και να καταθέσει προτάσεις δυσπιστίας κατά των κυβερνήσεων.

Το 1932, επειδή δεν υπήρχαν οι απαιτούμενοι πλειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί, ο Χίντενμπουργκ είχε την ευκαιρία να πλαισιώνεται από κυβερνήσεις εξολοκλήρου προσκείμενες στα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Η κοινοβουλευτική ρευστότητα του έδινε την ευκαιρία να οργανώνει κυβερνητικά σχήματα βασισμένος στους ανθρώπους που υποστήριζε το σύμπλεγμα των βιομηχανικών και των ισχυρών γεωργικών συμφερόντων. Στα τέλη της άνοιξης του 1932 πρωθυπουργός της Γερμανίας έγινε ο Φραντς φον Πάπεν. Ένας στρατιωτικός και διπλωμάτης στενά συνδεδεμένος με τον τουρκικό παράγοντα, που παλαιότερα είχε εμπλακεί σε υποθέσεις δολιοφθορών. Ο Πάπεν είχε υπάρξει βουλευτής του Κεντρώου Κόμματος, που εκπροσωπούσε την Καθολική Χριστιανική εκκλησία της Γερμανίας.

Μέσα σε λίγους μήνες ο Πάπεν αποδείχτηκε ο πιο αντιλαϊκός πρωθυπουργός. Αγνόησε τα συμφέροντα των εργατών και των μεσαίων στρωμάτων και πήρε σκληρά μέτρα προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου. Η ανάλγητη πολιτική του Πάπεν εξόργισε μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. Τα επεισόδια και οι συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία καθιερώθηκαν ως συχνό φαινόμενο και αυξήθηκαν σε ένταση όσο ο Πάπεν κυβερνούσε. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό του κλίματος που είχε διαμορφωθεί ήταν η απόφαση του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος να συμπαραταχθούν από κοινού στην απεργία της Εταιρείας Συγκοινωνιών του Βερολίνου, που πραγματοποιήθηκε την 3η Νοεμβρίου του 1932. Η απεργία εξελίχθηκε σε μικρή εξέγερση κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τρεις διαδηλωτές από σφαίρες της αστυνομίας.


Το κοινοβούλιο κατέθετε συνεχώς προτάσεις δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Πάπεν. Αλλά ο Χίντενμπουργκ γνώριζε ότι ο Πάπεν ήταν ο πρωθυπουργός που στήριζαν οι κεφαλαιοκράτες και δήλωνε στον καγκελάριο ότι αν κρινόταν αναγκαίο θα του επέτρεπε να κηρύξει την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πράγμα που σήμαινε ότι θα συνέχιζε να κυβερνά υπό ένα καθεστώς συγκαλυμμένης δικτατορίας. Ο Πάπεν έδειχνε διστακτικός να υιοθετήσει αυτή την έσχατη λύση γιατί φοβόταν ότι μια τέτοια απόφαση θα καταβαράθρωνε το ήδη χαμηλό του κύρος.

Εντωμεταξύ τον Οκτώβριο του 1932 συνέβη ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Ήταν η εντυπωσιακή ιδεολογική στροφή της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Η Γερμανική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία, το συνδικαλιστικό όργανο που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς εργάτες, ήταν σταθερά προσκείμενη στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως η μεγάλη απήχηση που άρχιζαν να αποκτούν οι ιδέες των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» έκανε δημοφιλή τον εθνικισμό ακόμη και σε κάποιους κύκλους αριστερών συνδικαλιστών.

Η «συντηρητική επανάσταση» ήταν ένα ισχυρό διανοητικό ρεύμα στη Γερμανία του μεσοπολέμου. Οι εκπρόσωποι του ρεύματος της «συντηρητικής επανάστασης» πρότειναν την αντικατάσταση του φιλελευθερισμού της δημοκρατίας της Βαϊμάρης με παραδοσιοκρατικά ιδεολογικά σχήματα, τα οποία περιελάμβαναν και κάποιες εκδοχές ενός εθνικού σοσιαλισμού. Στόχος των διανοητών που εκπροσωπούσαν τις πολιτικές ιδέες της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν να διαχύσουν σε μεγάλα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας την ιδεολογία τους και μέσα από μια μάχη ιδεών να νικήσουν τον κυρίαρχο αστικό υλισμό. Το 1932 ήταν ήδη αρκετοί οι κύκλοι αριστερών διανοητών που διαλέγονταν με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης».  

Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες του 1932 και με την απήχησή του ευνόησε την σύμπλευση των εθνικιστών διανοητών με κύκλους της αριστεράς ήταν το Der ArbeiterHerrschaft und Gestalt του Έρνστ Γιούνγκερ. Ο Lothar Erdmann ήταν ένας εκδότης αριστερών φρονημάτων, που είχε επηρεαστεί από τις ιδέες του Γιούνγκερ. Ο Erdman εξέδιδε το μηνιαίο συνδικαλιστικό έντυπο Die Arbeit. Φίλος του Erdman ήταν ο πρόεδρος της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Theodor Leipart. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1932 ο Leipart θεωρείτο άμεσα συνδεδεμένος με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.


Όμως στις 14 Οκτωβρίου ο Leipart εκφώνησε μια προγραμματική ομιλία για το μέλλον του γερμανικού συνδικαλιστικού κινήματος. Την ομιλία είχε γράψει ο Erdman. Η ομιλία του Γερμανού αρχισυνδικαλιστή έπεσε ως βόμβα εν αιθρία στην ήδη ηλεκτρισμένη γερμανική πολιτική σκηνή. Για πρώτη φορά ο Leipart δήλωνε ότι οι συνδικαλιστές είχαν αποφασίσει να διαχωρίσουν την θέση τους από εκείνη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και σκόπευαν να κινηθούν ως αυτόνομη κοινωνική ομάδα. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν ότι ο Leipart είχε υιοθετήσει τις θέσεις του Γιούνγκερ και αναφέρθηκε στον εργάτη ως «στρατιώτη της εργασίας», ο οποίος σε αντίθεση με τον φιλελεύθερο αστό υπηρετούσε -όχι μόνο τα ταξικά του συμφέροντα- αλλά το σύνολο του έθνους. Ο Leipart απαρνήθηκε την μαρξιστική φρασεολογία της ταξικής πάλης και ανέφερε ότι τα συνδικάτα είχαν οργανώσει την εργατική τάξη με σκοπό να καλλιεργήσουν την έννοια της κοινότητας και ότι διαπνέονταν από το στρατιωτικό πνεύμα της πειθαρχίας και της θυσίας υπέρ του συνόλου. 

Αμέσως μετά τον αιφνιδιασμό που προκάλεσε στην Αριστερά ο Leipart, κύκλοι της «συντηρητικής επανάστασης» χαιρέτισαν την ομιλία του. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau που άνηκε σε διανοητές του «κύκλου της πράξης» οι οποίοι υπάγονταν στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», δημοσίευσαν με θετικά σχόλια την ομιλία του Leipart. Ο «κύκλος της πράξης» εκπροσωπούνταν από τον Hans Zehrer. Ο Zehrer ήταν φίλος με τον Κουρτ φον Σλάιχερ, έναν στρατιωτικό που συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση του Πάπεν χωρίς όμως να είναι από τους υποστηρικτές των περισσότερων αποφάσεων της. Εκείνους τους μήνες, λόγω έλλειψης κομματικών αυτοδυναμιών, σχηματίζονταν κυβερνήσεις μεμονωμένων προσωπικοτήτων, που διέθεταν πολιτική ισχύ. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι υπουργοί να προέρχονται από τους ίδιους πολιτικούς χώρους.

Ο Σλάιχερ ήταν μια ιδιόμορφη προσωπικότητα. Στον ελληνικό εθνικιστικό χώρο παρουσιάστηκε για χρόνια λαθεμένα ως εκπρόσωπος του αστικού κατεστημένου από τους «πατριάρχες», τους παρακρατικούς και τους μανδαρίνους αρχηγού πρώην μαζικού κόμματος. Αυτό συνέβη πρώτον για λόγους αμορφωσιάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμορφωσιάς των «παραγόντων» του ελλαδικού εθνικιστικού χώρου είναι ότι εκείνοι που συνήθως εκθειάζουν τον Όσβαλντ Σπένγκλερ αποθεώνουν ταυτόχρονα τον Χίτλερ και κατηγορούν τον Σλάιχερ. Αγνοούν βέβαια ότι ο Σλάιχερ ήταν μέλος του ίδιου πολιτικού και διανοητικού κύκλου με τον Σπένγκλερ ενώ ο Χίτλερ όχι. Επίσης η αποθέωση του Χίτλερ έχει εφαρμοστεί ως στρατηγική στην Ελλάδα για λόγους πολιτικής πειθαρχίας. Επίδοξοι αρχηγίσκοι ομάδων επιδιώκουν την απόλυτη υπακοή των στελεχών τους. Επειδή οι ίδιοι ως ασήμαντα πρόσωπα είναι αδύνατο να πετύχουν μια αφοσιωμένη υπακοή, επενδύουν στην προσωπολατρεία του «ειδώλου» Χίτλερ προκειμένου να κρύψουν τον εαυτό τους κάτω απ’ το κάδρο μιας καθαγιασμένης ιστορικής προσωπικότητας και να αποκομίσουν, εν είδει πρωθιερέων, την άκριτη υποταγή που η γενίκευση της προσωπολατρείας προϋποθέτει.

Ας αφήσουμε όμως τους γραφικούς και ας δούμε ποιος ήταν ο πραγματικός Σλάιχερ της ιστορίας. Από την μια ο Σλάιχερ ήταν ένα πρόσωπο που λειτουργούσε με υπόγειο τρόπο και βρισκόταν συχνά αναμεμειγμένος σε δίκτυα πολιτικών συνωμοσιών. Από την άλλη διέθετε εξαιρετική προσωπική καλλιέργεια και ήταν στενά συνδεδεμένος με τους διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης». Ο Σλάιχερ την δεκαετία του 1920 συμμετείχε σε μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών που προώθησαν την μυστική συνεργασία με την Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς, με αντάλλαγμα την υποστήριξή των Σοβιετικών για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Ράιχσβερ. Η συνεργασία εκείνη των Γερμανών και των Σοβιετικών στρατιωτικών αποτέλεσε το υπόστρωμα στο οποίο γονιμοποιήθηκε αργότερα η φιλοσοφία πολέμου του Blitzkrieg και της σύνθεσης των μεραρχιών Panzer. Στρατιωτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ιδέες που εφάρμοσαν οι Γερμανοί αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν βασιστεί σε εκείνη τη συνεργασία.


Ο Σλάιχερ βρέθηκε κι άλλες φορές στο επίκεντρο συνωμοσιών. Υπήρχαν υποψίες ότι εμπλεκόταν στην υπόθεση της «Μαύρης Ράιχσβερ» και ότι καθοδηγούσε την ομάδα της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς οι οποίοι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια κατάφερνε να θέτει εκτός του πολιτικού στίβου γραφειοκράτες και πολιτικούς που τον είχαν εμπιστευθεί με αποτέλεσμα να αναρριχηθεί τελικά εκείνος στα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής εξουσίας. 

Όσο ο Σλάιχερ ήταν υπουργός Άμυνας είχε επαφές με τον Χίτλερ και ήταν εκείνος που επέτρεψε την επαναδραστηριοποίηση των SA και των SS, όπως και την δυνατότητα σε άντρες των SS και SA να γίνουν στρατιωτικοί, που μέχρι τότε απαγορευόταν. Φιλική σχέση είχε ο Σλάιχερ με τον Έρνστ Ρεμ. Ιδεολογικά ο Σλάιχερ ήταν υπέρ μιας αριστοκρατικού τύπου εθνικιστικής πολιτείας, που θα ανέτρεπε την δημοκρατία της Βαϊμάρης και θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις αρχές του συντηρητικού σοσιαλισμού των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης». Επιπλέον ο Σλάιχερ, μέσω του Zehrer και άλλων διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης», είχε οικοδομήσει μια καλή σχέση με τον Leipart και αρκετούς ακόμη αριστερούς συνδικαλιστές και πολιτικούς που αναθεωρούσαν τον μαρξισμό σε εκδοχές του συντηρητικού σοσιαλισμού.

Εκτός από την εφημερίδα Tägliche Rundschau ένας ακόμη σημαντικός άντρας της γερμανικής εθνικιστικής σκέψης δήλωσε ότι η στροφή των συνδικαλιστών προς τον συντηρητικό σοσιαλισμό ήταν ελπιδοφόρα. Ήταν ο Γκρέγκορ Στράσσερ. Ο Στράσσερ, στις 20 Οκτωβρίου του 1932, σε μια ομιλία του στο Βερολίνο είπε ότι θα ήταν ευχής έργο αν οι συνδικαλιστές έκαναν πράξη όσα είπε ο πρόεδρός τους και εγκατέλειπαν το διεθνιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για να δράσουν σαν αυτόνομη κοινωνική ομάδα με πατριωτικό φρόνημα.

Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ο κύριος εκφραστής της σοσιαλιστικής τάσης του NSDAP. Υπήρξε αυθεντικός εθνικιστής με ρομαντικές ιδεολογικές καταβολές, που δεν είχε καμία σχέση με τον δεξιόστροφο και κλασικιστικό ιμπεριαλισμό τον οποίο υιοθέτησε η ηγεσία του κόμματος. Ο Στράσσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης». Η ευνοϊκή του στάση προς την εθνοκεντρική στροφή των συνδικαλιστών μπορεί να ειδωθεί ως στήριξη σε ένα ιδεολογικό μέτωπο προσωπικοτήτων που αναζητούσαν μια λύση εθνικού σοσιαλισμού. Ο Στράσσερ ήταν, όπως πάντα, συνεπής στις ιδέες του. Επιπλέον σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί εκείνη η δήλωση ως κάτι το υπονομευτικό στην όλη δράση του NSDAP. Μην ξεχνάμε ότι η χαλάρωση της έντασης με την Αριστερά ήταν τακτική που είχε υιοθετήσει ο Χίτλερ, εφόσον μετά από δεκαπέντε μέρες έγιναν οι κοινές απεργίες των εθνικοσοσιαλιστών με τους κομμουνιστές.


Οι εξελίξεις μετά τις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου

Όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή μετά της εκλογές της 6ης Νοεμβρίου του 1932. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα έπεσε από το 37,3% στο 33,1%. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έπεσε από το 21,6% στο 20,4%. Το ακροδεξιό κόμμα των βασιλοφρόνων, υπό την ηγεσία του Hugenberg, ανέβηκε στο 8,9% και το κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε από το 14,5% στο 16,6%. Η κυβέρνηση του Πάπεν είχε κερδίσει χρόνο καθώς οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν έδιναν την απαιτούμενη κυβερνητική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα και σε καμία συμμαχία κομμάτων. Όμως το γερμανικό κεφάλαιο άρχισε να φοβάται την άνοδο των κομμουνιστών. Για πρώτη φορά οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν σπάσει το φράγμα των 100 βουλευτών. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο βιομηχανικό και τραπεζικό κατεστημένο.

Λίγες μέρες μετά τις εκλογές ο Ewald Heckler, που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των μεταλλουργείων Ilseder, πληροφόρησε τον Πάπεν ότι πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας, των τραπεζών και της αγροτικής οικονομίας ετοίμαζαν μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ με την οποία θα ζητούσαν την ανάθεση της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Ταυτόχρονα ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Πάπεν, φον Krosigk, ζητούσε την συμμετοχή του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην κυβέρνηση.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτή ήταν μια αυθόρμητη πρόταση ορισμένων κύκλων που είχαν συμπεράνει ότι ο Χίτλερ έπρεπε να γίνει πρωθυπουργός υπό το φόβο μιας ανόδου των κομμουνιστών. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όποιος έχει την παραμικρή γνώση του πως λειτουργούν τα πολιτικά κυκλώματα θα γνωρίζει ότι προκειμένου να τοποθετηθούν δημοσίως κοινωνικές ομάδες με τέτοια ισχύ έχουν προηγηθεί ΣΙΓΟΥΡΑ διερευνητικές επαφές με το κόμμα στο οποίο θα προσφέρουν την στήριξή τους. Επίσης οι συζητήσεις γίνονται με έμπιστους ανθρώπους της ηγεσίας του κόμματος και όχι με οποιοδήποτε στέλεχος.

Ο Πάπεν επιχείρησε μάταια να βρει κάποιο ισχυρό κόμμα ώστε να στηρίξει την κυβέρνησή του. Στις 17 Νοεμβρίου ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο ότι η εθνική συσπείρωση ήταν ανέφικτη όσο ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και έπειτα παρέδωσε στον Χίντενμπουργκ την παραίτησή του. Ο Πρόεδρος την δέχτηκε αλλά ζήτησε από τους υπουργούς να συνεχίσουν να ασκούν προσωρινά τα καθήκοντά τους.

Στις 19 Νοεμβρίου αρκετοί βιομήχανοι, τραπεζίτες και μεγαλογαιοκτήμονες έστειλαν τελικά την επιστολή στον Χίντενμπουργκ, ζητώντας να γίνει πρωθυπουργός ο Χίτλερ. Στα τέλη Νοεμβρίου, στο συνέδριο της Ένωσης Langnam της βαριάς βιομηχανίας στο Ντύσελντορφ, ήταν εμφανές ότι όλη η γερμανική βαριά βιομηχανία στήριξε το αίτημα της ανάθεσης της καγκελαρίας στον Χίτλερ. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προκειμένου οι κεφαλαιοκράτες να κάνουν κάτι τέτοιο είχαν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι η εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού που θα εφάρμοζε ο Χίτλερ δεν θα ήταν επιζήμια για τα συμφέροντά τους. Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίντενμπουργκ ξεκίνησε ο ίδιος συνομιλίες με τους αρχηγούς των κομμάτων. Μίλησε με τον Χίτλερ στις 19 και 21 Νοεμβρίου αλλά δεν συμφώνησαν.


Εκείνη την ιστορική στιγμή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και μπήκε στο παιχνίδι ο Σλάιχερ. Ο Σλάιχερ άρχισε να πλαγιοκοπεί τον Χίντενμπουργκ ζητώντας ο ίδιος μια ευκαιρία να κυβερνήσει ως πρωθυπουργός. Όταν διαπίστωσε ότι ο Χίντενμπουργκ του έδωσε την άδεια να συζητήσει με όποιον νόμιζε, ο Σλάιχερ άρχισε τις δικές του πολιτικές επαφές. Πρώτα εξασφάλισε την στήριξη του προέδρου της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας, Theodor Leipart. Ο Leipart είχε εκφωνήσει τον επίμαχο λόγο της 14ης Οκτωβρίου στον οποίο είχε υιοθετήσει την φρασεολογία του Γιούνγκερ. Ο Leipart ήταν εκείνος που είχε αποφασίσει να απομακρύνει το συνδικαλιστικό κίνημα από τους σοσιαλδημοκράτες. Ο Σλάιχερ δεσμεύτηκε ότι θα καταργούσε έναν πρόσφατο αντεργατικό νόμο του Πάπεν και ο Leipart του υποσχέθηκε ότι αν έπαιρνε μια τέτοια απόφαση τα συνδικάτα θα του έδιναν έναν χρόνο να κυβερνήσει δίχως να του ασκήσουν αφόρητη πίεση. Αμέσως μετά ο Σλάιχερ ενεργοποίησε όλη την πολιτική επιρροή του δικτύου των διανοητών της «συντηρητικής επανάστασης» και των προσωπικών γνωριμιών που είχε αναπτύξει ο ίδιος με διάφορους πολιτικούς φορείς τα προηγούμενα χρόνια. Οι δυνάμεις της Αριστεράς τον προτιμούσαν σε σχέση με τον Πάπεν και, πλην των κομμουνιστών, έδειχναν ότι θα ήταν περισσότερο ανεκτικές απέναντί του.  

Εκείνο που ζητούσε διακαώς ο Σλάιχερ ώστε να στήσει μια κυβέρνηση της «συντηρητικής επανάστασης» ήταν η στήριξη του Χίτλερ. Στις 30 Νοεμβρίου ο Σλάιχερ πρότεινε στον Χίτλερ να γίνει αντικαγκελάριος σε μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του. Ο Χίτλερ αρνήθηκε. Έπειτα πέρασε σε μια εναλλακτική εκδοχή. Το ιδανικό για τον Σλάιχερ θα ήταν η συμμετοχή του Γκρέγκορ Στράσσερ στην κυβέρνηση, με την άδεια του Χίτλερ. Ο Στράσσερ ήταν συμπαθής τόσο στους κύκλους της «συντηρητικής επανάστασης» όσο και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς και η συμμετοχή του θα γινόταν αρεστή σε ευρύ φάσμα πολιτικών του γερμανικού πολιτικού στερεώματος. Επιπλέον, επειδή δεν ήταν αρχηγός του κόμματος, η υπουργοποίησή του δεν θα ξεσήκωνε τις αντιδράσεις της ηγεσίας των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών, όπως θα γινόταν σε περίπτωση που γινόταν υπουργός ο Χίτλερ. Ωστόσο ο Χίτλερ απέρριψε άνευ συζήτησης και αυτό το ενδεχόμενο.

Ο Χίντνεμπουργκ, όσο οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν, σκεφτόταν όλο και πιο πολύ τη λύση της έκτακτης ανάγκης. Επανέφερε στον Πάπεν την ιδέα να κάνει ένα βελούδινο πραξικόπημα με αφορμή την ακυβερνησία. Ο Πάπεν αρνήθηκε. Τελικά στις 3 Δεκεμβρίου του 1932 ο Πρόεδρος έκανε τον Σλάιχερ πρωθυπουργό.


Η κυβέρνηση του Σλάιχερ

Ο Σλάιχερ βλέποντας ότι χρειαζόταν μαζική στήριξη από τον εθνικιστικό χώρο προκειμένου να συγκροτήσει μια εθνικιστική κυβέρνηση που θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα συντηρητικού σοσιαλισμού, έκανε την κίνηση που προκάλεσε την ρήξη ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Στράσσερ. Πρότεινε, στις 4 Δεκεμβρίου, στον Στράσσερ να μπει στην κυβέρνησή του ως αντικαγκελάριος, αν και γνώριζε ότι ο Χίτλερ το είχε αρνηθεί.

Ο Στράσσερ, μολονότι αντιλαμβανόταν τις καλές προοπτικές του σχεδίου και παρότι γνώριζε ότι η πολιτική του Σλάιχερ θα ήταν συνεπής με τις περισσότερες από τις βλέψεις των εθνικοσοσιαλιστών, θεώρησε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αποκοπή της «αριστερής» πτέρυγας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Για να μην προκαλέσει ένα τέτοιο πλήγμα στο κόμμα του αρνήθηκε την θέση. Αυτό όμως δεν έγινε σεβαστό από την καμαρίλα του Χίτλερ.


Πάντως ακόμη και χωρίς την στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ο Σλάιχερ είχε δημιουργήσει ένα υπόβαθρο προκειμένου να εφαρμόσει εθνικιστικά σοσιαλιστικές πολιτικές. Η πλειοψηφία του γερμανικού εκλογικού σώματος πληροφορήθηκε με ανακούφιση την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ και την απομάκρυνση από την εξουσία της μαριονέτας του μεγάλου κεφαλαίου, Πάπεν.

Μόνο που το μεγάλο κεφάλαιο δεν θα άφηνε να εφαρμοστεί μια σοσιαλιστική πολιτική από κάποιον ιδεολογικά καλλιεργημένο και δύσκολα προσεγγίσιμο πολιτικό. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Σλάιχερ οι εφημερίδες Deutshe Allgemeine Zeitung και Rheinisch-Westfälische Zeitung, που εξέφραζαν τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας, έστειλαν ένα σαφές μήνυμα στον Σλάιχερ: Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν εξασφάλιζε την συμμαχία του Χίτλερ. Αν υπάρχουν κάποιοι σήμερα που θέλουν να μας πείσουν ότι ο Χίτλερ δεν είχε σχέση με όλο αυτό και ότι απλώς οι αρχικαπιταλιστές μαγεύτηκαν από τα πολιτικά του χαρίσματα και άρχισαν να αρθρογραφούν υπέρ του, δεν θα τους πιστέψουμε.

Η θέση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά ιδεολογικά συνεπής. Ο Στράσσερ θεώρησε ότι το κόμμα του θα έπρεπε να τηρήσει τους πρώτους μήνες της κυβέρνησης Σλάιχερ στάση αναμονής. Να έδινε στη νέα κυβέρνηση ένα διάστημα κάποιων μηνών ώστε να διαπίστωνε αν ο Σλάιχερ θα εφάρμοζε την εθνικιστική και σοσιαλιστική πολιτική που είχε υποσχεθεί. Ούτως ή άλλως μια κυβέρνηση που δεν είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευάλωτη. Ο Στράσσερ γνώριζε ότι αν ο Σλάιχερ υποχωρούσε από τον αρχικό ιδεολογικό του προσανατολισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές θα μπορούσαν να τον αντιπολιτευθούν αποτελεσματικά.

Αντιθέτως στην ηγεσία του NSDAP επικράτησαν οι αρπακτικές προθέσεις μιας μακιαβελικά προσωπικής βουλιμίας για εξουσία, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε υποχώρηση από κάποιες ιδεολογικές αρχές. Έτσι, στις 9 Δεκεμβρίου ο Χίτλερ, συμμαχώντας με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, έστησε την πρώτη κοινοβουλευτική παγίδα στον Σλάιχερ. Ο Χίτλερ αντιλαμβανόταν ότι ο Χίντενμπουργκ, λόγω του ότι ήταν μεγάλος σε ηλικία (85 ετών), μπορεί μέσα στο επόμενο διάστημα της θητείας του να αρρώσταινε και να μην ήταν σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το άρθρο 51 του Συντάγματος προέβλεπε ότι σε περίπτωση κωλύματος ο καγκελάριος θα αναπλήρωνε τον Πρόεδρο. Στην ουσία ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έδινε μια καλή ευκαιρία για τον Σλάιχερ να κυβερνήσει χωρίς τον φόβο του κοινοβουλίου για το διάστημα που θα χρειαζόταν προκειμένου να γίνουν νέες προεδρικές εκλογές. Έτσι, με πρωτοβουλία του Χίτλερ και των σοσιαλδημοκρατών η Βουλή τροποποίησε το άρθρο 51 την 9η Δεκεμβρίου και στέρησε στον Σλάιχερ αυτή την δυνατότητα. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου του Χίτλερ στην κυβέρνηση που είχε αναλάβει καθήκοντα μόλις έξι μέρες πριν. Και, μάλιστα, μια κήρυξη πολέμου που βασίστηκε στην κοινοβουλευτική συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο Στράσσερ βλέποντας ότι η ηγεσία του NSDAP έβαζε την προσωπική στρατηγική του αρχηγού υπεράνω των ιδεολογικών προσανατολισμών του κόμματος, παραιτήθηκε απογοητευμένος από όλες τις κομματικές του θέσεις. Σε όσους υποστηρίξουν ότι ο Στράσσερ γνώριζε ότι το κόμμα ήταν οργανωμένο στην βάση της χαρισματικής ηγεσίας και κατά συνέπεια αντιστρατεύτηκε μια κομματική αρχή με αυτή του την απόφαση, θα τους απαντήσω ότι κάνουν λάθος. Η περίφημη αρχή του αδιαμφισβήτητου ηγέτη αύξανε την έντασή της σταδιακά και απέκτησε την τελική καισαρική της εκδοχή μόνο όταν ο Χίτλερ έγινε Φύρερ στην θέση του εκλιπόντος Προέδρου Χίντενμπουργκ. Ας διαβάσουν το βιβλίο The Making of Adolf HitlerThe Birth and Rise of Nazism του Eugene Davidson για να διαπιστώσουν ότι για πολλά έτη ο Χίτλερ γινόταν αντιληπτός στο ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα της Γερμανίας ως ο απλός άνθρωπος του λαού, που είχε το χάρισμα να ηγείται μιας μεγάλης κομματικής προσπάθειας. Όχι ως κάποιος υπερβατικός Φύρερ. Συνεπώς η απόφαση του Στράσσερ ήταν για άλλη μια φορά καθόλα συνεπής με τις αρχές και τις αξίες ενός ανθρώπου που έβαζε το συμφέρον της πατρίδας και την ιδεολογική του συνέπεια πάνω απ’ όλα.

Επιστρέφοντας στα της παραίτησης του Στράσσερ θα σταθώ στο γεγονός που αποτέλεσε την αρχή του πολιτικού και βιολογικού του τέλους. Η εφημερίδα Tägliche Rundschau, που άνηκε σε ανθρώπους της «συντηρητικής επανάστασης», πρόβαλε την παραίτηση του Στράσσερ ως πιθανή του εναντίωση προς τον Χίτλερ. Δεν έχει διαπιστωθεί σήμερα αν αυτό συνέβη λόγω λαθεμένης εκτίμησης των δημοσιογράφων του συγκεκριμένου εντύπου ή αν ήταν μια προβοκατόρικη κίνηση που είχε οργανώσει ο Σλάιχερ, σε μια προσπάθεια να διασπάσει το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να πάρει με το μέρος του τον Στράσσερ και την αριστερή του πτέρυγα. Το πιο πιθανό είναι να ισχύει το πρώτο. Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Σλάιχερ επιδίωκε την συνεννόηση με τον Χίτλερ και τους εθνικοσοσιαλιστές ακόμη και στα μέσα του Δεκεμβρίου, όταν ο Χίτλερ είχε στήσει το δίκτυο συμμαχιών που θα δούμε παρακάτω.


Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στράσσερ είχε πλήρη άγνοια για όλα αυτά. Οι ιστορικοί αποδέχονται σήμερα αυτή την εκδοχή. Αν ο Στράσσερ ήθελε να προκαλέσει εσωκομματικό ρήγμα θα έπρεπε τις επόμενες μέρες, μετά την παραίτησή του, να οργάνωνε τα δικά του δίκτυα και να διατηρούσε ενεργό το γραφείο του. Αντιθέτως, απογοητευμένος καθώς ήταν από την εξέλιξη των πραγμάτων, την ίδια μέρα, δηλαδή στις 9 Δεκεμβρίου, ταξίδεψε στο Μόναχο για να συναντήσει την οικογένειά του και μετά πήγαν δυο εβδομάδες διακοπές στο νότιο Τιρόλο. Κάποιος που συνωμοτεί δεν αφήνει την πολιτική δράση για να πάει διακοπές.

Από την άλλη, την ίδια μέρα που έφυγε ο Στράσσερ ο Χίτλερ κάλεσε τα μεσαία και τα ανώτερα στελέχη του κόμματος να ορκιστούν πίστη στο όνομά του. Μάλιστα χρησιμοποίησε και το εξής παράδοξο επιχείρημα. Αν δεν ορκίζονταν να τον ακολουθήσουν σε όποια προσωπική επιλογή έκανε, εκείνος απείλησε να αυτοκτονήσει!! Λίγες μέρες μετά θα γίνονταν γνωστές οι προσωπικές του επιλογές για τις οποίες έβαλε τα στελέχη του NSDAP να ορκιστούν.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1933 ο Σλάιχερ κυβερνούσε έναν μήνα. Από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής του εφάρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων και δημοσίων έργων. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας!! Πιθανόν αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν στην πολιτική του Σλάιχερ.

 

Διαδοχικές προβοκάτσιες, συγκάλυψη σκανδάλων και πτώση του Σλάιχερ

Ωστόσο το μεγάλο κεφάλαιο είχε πολλούς λόγους να ανησυχεί με την πολιτική του Σλάιχερ. Την 5η Ιανουαρίου του 1933 οι εφημερίδες ανακοίνωσαν μια απρόσμενη συνάντηση. Την προηγούμενη ημέρα, στην οικία του τραπεζίτη Schröder στην Κολωνία, ο πολιτικός εκπρόσωπος του κεφαλαίου Πάπεν συναντήθηκε με τον Χίτλερ!! Οι δυο άντρες επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο συνεννόησης για μια μελλοντική κυβέρνηση που θα έριχνε από την καγκελαρία τον Σλάιχερ. Η συνάντηση δεν οδήγησε σε άμεσο αποτέλεσμα καθώς υπήρχαν διαφορές στο ποιος θα έπαιρνε τα κατάλληλα κυβερνητικά πόστα.

Πάντως και μόνο το γεγονός ότι ο Χίτλερ οργάνωσε την πτώση του Σλάιχερ συνεργαζόμενος με τον πιο αντιλαϊκά αστό πολιτικό του Κέντρου, αρκεί για να θρυμματίσει το επιχείρημα των ακροδεξιών ότι τάχα ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών. Ο Στράσσερ ήταν συνομιλητής των συντηρητικών εθνικιστών της «συντηρητικής επανάστασης» και δεν σχεδίασε καμία συνωμοσία. Ο Χίτλερ ήταν συνομιλητής των Κεντρώων καπιταλιστών και εξελίχθηκε σε συνεργάτη τους.

Λίγες μέρες μετά την συνάντηση του Χίτλερ με τον Πάπεν, μάλλον καθόλου τυχαία, η Εθνική Αγροτική Συνομοσπονδία, που εξέφραζε τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, εξέδωσε ένα ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ. Ποιο ήταν λέτε το επιχείρημα; Οι μεγαλογαιοκτήμονες κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ότι εφάρμοζε αδιανόητες μαρξιστικές αντιλήψεις στην αγροτική του πολιτική. Ο  πρόεδρος της Ομοσπονδίας, κόμης Kalckreuth, δήλωσε ότι η «βρωμερή μπολσεβικοποίηση είχε καταλάβει την γερμανική πολιτική ζωή» μέσω της κυβέρνησης Σλάιχερ. Δυο μέρες αργότερα ο υπεύθυνος της αγροτικής πολιτικής του NSDAP Walter Darre συμφώνησε με τον Kalckreuth και υποστήριξε ότι ο Σλάιχερ μπολσεβικοποιούσε την πολιτική ζωή της Γερμανίας. Αν μη τι άλλο, οι ακροδεξιές προβοκάτσιες παραμένουν αναλλοίωτες εδώ και εκατό χρόνια!!

Στις 16 Ιανουαρίου ο Χίτλερ απόκοψε οριστικά τον Γκρέγκορ Στράσσερ από το κόμμα. Παρόλα αυτά ο Σλάιχερ συνέχισε να ζητά την υποστήριξη του Χίτλερ. Του φαινόταν εύλογο το NSDAP να στήριζε μια πολιτική με σοσιαλιστικά στοιχεία, που εκείνος ήδη είχε αρχίσει να εφαρμόζει με επιτυχία. Φαίνεται ότι δεν είχε πεισθεί ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία με έναν πολιτικό που εξέφραζε τις πιο αντιλαϊκές πολιτικές ιδέες, όπως ήταν ο Πάπεν.

Ο Σλάιχερ σχεδίασε το επόμενο βήμα του ως εξής. Το κοινοβούλιο θα άνοιγε στις 24 Ιανουαρίου του 1933. Αν το κοινοβούλιο αντιμετώπιζε τον Σλάιχερ όπως τον Πάπεν, δηλαδή με συνεχής προτάσεις δυσπιστίας, ο Σλάιχερ θα ζητούσε από τον Χίντενμπουργκ την διάλυσή του. Ο νόμος έλεγε ότι αν διαλυόταν το κοινοβούλιο θα γίνονταν εκλογές σε δυο μήνες. Αν οδηγούνταν εκεί τα πράγματα ο Σλάιχερ αποφάσισε να προτείνει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές μέχρι το φθινόπωρο, προκειμένου να φανούν οι καρποί της κυβερνητικής του προσπάθειας. Αυτό σήμαινε ότι θα καταργούσε ένα άρθρο του Συντάγματος. Για να υποστηρίξει το επιχείρημά του κατέφυγε σε μια νομική ερμηνεία του Καρλ Σμιτ, που επίσης ήταν μέλος του κύκλου της «συντηρητικής επανάστασης». Στις 16 Ιανουαρίου έπεισε το υπουργικό του συμβούλιο να υποστηρίξει αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαίο.


Στην ουσία εκείνες τις μέρες συγκρούονταν στη Γερμανία δυο ελίτ εξουσίας. Η μια ήταν εκείνη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτή η ελίτ εξουσίας ήταν η ισχυρότερη, διέθετε τα κλειδιά του κράτους και ήθελε τον σταδιακό εκσυγχρονισμό της Γερμανίας σε μια δυτικού τύπου χώρα, όπου η αριστοκρατία με του εκπροσώπους της βαριάς βιομηχανίας θα συγχωνεύονταν σε έναν ενιαίο κοινωνικό πόλο (όπως είχε γίνει στη Βρετανία). Προκειμένου να γινόταν αυτό εφικτό σε ένα προσεχές μελλοντικό στάδιο, υπήρχε πρόνοια ώστε να χρησιμοποιηθεί το εθνικιστικό κίνημα παροδικά, σαν ασπίδα, ενάντια σε κάθε προοπτική σοσιαλισμού. Κατεξοχήν πολιτικός εκπρόσωπος αυτής της ελίτ στα τέλη του 1932 και τις αρχές του 1933 ήταν ο Πάπεν.

Η αντίπαλη ελίτ εξουσίας ήταν εκείνη της «συντηρητικής επανάστασης». Αυτή ήταν οργανωμένη από παλιούς αριστοκράτες και εκπροσώπους των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που διέθεταν ανθρώπους στον κρατικό μηχανισμό αλλά όχι σε κομβικά πόστα εξουσίας. Στόχος της δεύτερης ελίτ ήταν να μετατρέψει την Γερμανία σε μια χώρα με ιδιαίτερη ταυτότητα, ενάντια σε αυτή του δυτικού φιλελευθερισμού. Να οικοδομήσει ένα πολιτικό σύστημα που θα εξέφραζε τον παραδοσιακό γερμανικό κοινοτισμό σε μια εκδοχή εθνικού σοσιαλισμού (όπως έγραφε ο Σπένγκλερ). Πολιτικός της εκφραστής ήταν ο Σλάιχερ.

Οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ιδεολογικά συνδεδεμένοι με την δεύτερη ελίτ. Όμως ό Χίτλερ για λόγους τακτικής επέλεξε να συμμαχήσει με την πρώτη. Έτσι, στις 18 Ιανουαρίου συναντήθηκε ξανά με τον Πάπεν και μεθόδευσαν την πτώση του Σλάιχερ. Στο σημείο που διαφωνούσαν ήταν η κατανομή των υπουργείων. Δεν είναι σίγουρο το πότε σχεδίαζαν να χτυπήσουν τον Σλάιχερ μέχρι εκείνη την ημέρα οι δυο άντρες.

Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι σχεδιασμοί αναπροσαρμόστηκαν όταν την 19η Ιανουαρίου ήρθε στο φως ένα τεράστιο οικονομικό σκάνδαλο, που έπληττε την ελίτ του μεγάλου κεφαλαίου. Ήταν η μέρα που ο κεντρώος βουλευτής Joseph Ersing ενημέρωσε την Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ότι ορισμένοι μεγαλοτσιφλικάδες της Ανατολικής Πρωσίας (αυτοί που κατηγορούσαν τον Σλάιχερ ως μαρξιστή) είχαν υφαρπάξει τεράστια κρατικά κονδύλια και αντί να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς το δημόσιο είχαν αγοράσει αυτοκίνητα και άλλα είδη πολυτελείας. Στο σκάνδαλο ήταν εμπλεκόμενος και ένας προσωπικός φίλος του Προέδρου Χίντενμπουργκ. Φαίνεται ότι είναι διαχρονική η τάση όσων υποστηρίζουν την ελευθερία της αγοράς και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους κατά του σοσιαλισμού να απολαμβάνουν κρυφά τα οφέλη των κρατικών επιχορηγήσεων.

Πολλοί βουλευτές θεώρησαν ότι το σκάνδαλο έπρεπε να διερευνηθεί από την Βουλή. Αμέσως οι θορυβημένοι κύκλοι της μεγάλης ιδιοκτησίας ανέπτυξαν παρασκηνιακή δραστηριότητα προκειμένου να προκαλέσουν την άμεση διάλυση της Βουλής ώστε να σταματήσει η διερεύνηση του θέματος. Την επόμενη μέρα, στις 20 Ιανουαρίου, οι εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών ομάδων της Βουλής αποφάσισαν να αναβάλουν τη σύγκλιση της ολομέλειας από την 24η που είχε προγραμματιστεί αρχικά για την 31η Ιανουαρίου. Η απόφαση αυτή βασίστηκε και πάλι στις ψήφους των εθνικοσοσιαλιστών βουλευτών. Ούτε και για αυτή την απόφαση του Χίτλερ υπάρχει σαφής ερμηνεία των ιστορικών σήμερα. Δεν έχει αποσαφηνιστεί αν την πήρε για να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες του με τον Πάπεν ή αν την έλαβε για να βοηθήσει το στρατόπεδο των μεγάλων γαιοκτημόνων.  

Εντωμεταξύ η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ξεκίνησε να ερευνά το σκάνδαλο των μεγαλοτσιφλικάδων. Την 21η Ιανουαρίου το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg που συμμετείχε στις επαφές Χίτλερ-Πάπεν με παράλληλες επαφές που διατηρούσε με τους δυο πόλους, επιστρατεύτηκε από τους μεγαλοτσιφλικάδες και συνέταξε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε την κυβέρνηση του Σλάιχερ ότι διέθετε (sicμαρξιστική πολιτική ατζέντα. Μια ακόμη ακροδεξιά πολιτική δύναμη εξίσωνε προβοκατόρικα τον συντηρητικό σοσιαλισμό της «συντηρητικής επανάστασης» με τον μπολσεβικισμό. Ήταν πλέον προφανές ότι για το μεγάλο κεφάλαιο της Γερμανίας ο Σλάιχερ ήταν δηλωμένος εχθρός που έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την καγκελαρία.

Στις 22 Ιανουαρίου ο Χίτλερ, ο Πάπεν, ο γιος του Χίντεμπουργκ και τα επιτελεία τους έκαναν μια κομβική συζήτηση. Ο Χίτλερ καταλάβαινε ότι το γερμανικό κεφάλαιο ήταν στριμωγμένο και πίεσε αποτελεσματικά ώστε να γίνει εκείνος πρωθυπουργός της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τον Σλάιχερ. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά εύστοχη τακτική κίνηση ενός ευφυούς πολιτικού. Όμως το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματος είχε σχεδόν χαθεί στο λαβύρινθο αυτών των κινήσεων τακτικής.

Ο Σλάιχερ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε αντιληφθεί ότι η αντίπαλη ελίτ εξουσίας θα εκδήλωνε την επίθεσή της τα επόμενα εικοσιτετράωρα. Την 23η Ιανουαρίου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο και τον ενημέρωσε ότι αν η Βουλή κατέθετε πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησής του εκείνος θα προκαλούσε την διάλυση της Βουλής και θα ζητούσε από τον Πρόεδρο να του επιτρέψει να καθυστερήσει τις εκλογές μέχρι το ερχόμενο φθινόπωρο, κηρύσσοντας την χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Χίντενμπουργκ, που μέχρι πριν ένα μήνα προσπαθούσε ο ίδιος να κρατήσει το αντιδημοφιλές και αποτυχημένο πολιτικά πιόνι του κεφαλαίου, δηλαδή τον Πάπεν, στην κυβέρνηση, προτείνοντας ο ίδιος την λύση της έκτακτης ανάγκης, εκείνη την ημέρα απάντησε στον Σλάιχερ σα να ήταν ο πλέον φιλελεύθερος συνταγματολόγος. Του είπε ότι η λύση που πρότεινε θα παραβίαζε ένα άρθρο του Συντάγματος και πως δεν ήταν πρόθυμος να χρεωθεί ως Πρόεδρος μια τέτοια αντιδημοκρατική απόφαση.

Ωστόσο ο Σλάιχερ δεν κατάλαβε (ή έκανε ότι δεν κατάλαβε) ένα από τα υπονοούμενα που άφησε ο Χίντενμπουργκ σε εκείνη τη συζήτηση. Ο Πρόεδρος προσπάθησε να συμπεράνει αν ο Σλάιχερ θα ήταν διατεθειμένος να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι έρευνες για τα σκάνδαλα των μεγαλοτσιφλικάδων. Ο Πρόεδρος συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ότι ο Σλάιχερ δεν σκεφτόταν να ακολουθήσει αυτή την οδό. Αυτό ήταν! Ο Σλάιχερ είχε τελειώσει μολονότι ήταν ο πιο επιτυχημένος πρωθυπουργός των τελευταίων δέκα ετών. Σύγχρονοι ερευνητές σημειώνουν ότι ο άμεσα εμπλεκόμενος φίλος του Χίντνενμουργκ στο σκάνδαλο, ο Januschau, παρακάλεσε με επιστολή του τον Πρόεδρο να ρίξει τον Σλάιχερ προκειμένου να ησυχάσουν οι καθεστηκυίες δυνάμεις της Γερμανίας από τον φόβο της μπολσεβικοποίησης που υποτίθεται ότι προωθούσε.

Την επόμενη μέρα, 24 Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε το κείμενο του ακροδεξιού κόμματος των βασιλοφρόνων στο οποίο ηγείτο ο Hugenberg, που κατήγγειλε τον Σλάιχερ, λίγο πολύ, ως μαρξιστή. Αλλά και οι ίδιοι οι μαρξιστές δεν έμειναν πίσω. Στις 25 Ιανουαρίου οι σοσιαλδημοκράτες προειδοποίησαν τον Σλάιχερ να μην αναβάλει τις εκλογές σε περίπτωση που αυτές προέκυπταν από τις εξελίξεις των πραγμάτων. Την 26η Ιανουαρίου στο ίδιο ύφος ήταν και η σχετική ανακοίνωση του Κεντρώου Κόμματος της Καθολικής Εκκλησίας. Μάλιστα σε αυτή την ανακοίνωση δριμύ κατηγορώ δεχόταν και ο Καρλ Σμιτ, γιατί με την νομική του θεωρία έδινε το πάτημα στον Σλάιχερ να υπονομεύσει την δημοκρατία.


Σύσσωμο το βαθύ γερμανικό κράτος έπαιζε τα ρέστα του ώστε να πέσει ο Σλάιχερ. Οι ιστορικοί τονίζουν σήμερα ότι τον Ιανουάριο του 1933 τα δημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας είτε διατυμπάνιζαν (Κέντρο) είτε συναινούσαν (σοσιαλδημοκράτες) ότι η δημοκρατία απειλούνταν από τον Σλάιχερ και πως η μόνη δημοκρατική διέξοδος συνεπαγόταν την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Προφανώς μια τέτοια μεταστροφή δεν είχε συμβεί επειδή τα κόμματα αυτά είχαν πειστεί από τις δημοκρατικές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος έπαιζε το δικό του παιχνίδι. Η στροφή τους στο θέμα της ανάληψης της καγκελαρίας από τον αρχηγό του NSDAP είχε προετοιμαστεί από τους ανθρώπους που ήλεγχαν τις δομές του βαθέως γερμανικού κράτους. 

Ωστόσο για να παιχτεί το σενάριο που είχαν επιλέξει να εφαρμόσουν οι εκπρόσωποι της ελίτ που εξουσίαζε την Γερμανία έπρεπε να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος ώστε να πραγματοποιηθεί, χωρίς αναταραχές, η μετάβαση από έναν πρωθυπουργό που έχαιρε μεγάλης λαϊκής συμπάθειας, όπως ήταν ο Σλάιχερ. Η κλίκα του Χίντενμπουργκ στις 27 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε μέσω του τύπου την φήμη ότι ο Πρόεδρος θα αντικαθιστούσε τον Σλάιχερ με μια δικτατορική κυβέρνηση στην οποία πρωθυπουργός θα ήταν ο Πάπεν και οι εθνικοσοσιαλιστές με τους ακροδεξιούς θα την στήριζαν. Το ακροδεξιό κόμμα του Hugenberg αναπαρήγαγε αυτή την φήμη. Ο Χίτλερ δήλωσε αμέσως ότι διαφωνεί και ότι θα πολεμήσει με κάθε τρόπο μια τέτοια κυβέρνηση.

Η φήμη ότι θα επέστρεφε ο Πάπεν στην καγκελαρία, και μάλιστα ως δικτάτορας, άρχισε να απλώνει τον πανικό στην γερμανική κοινωνία. Τα συνδικάτα εξέδωσαν ανακοινώσεις ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στην κοινωνία και πως ετοίμαζαν τα οδοφράγματα. Ο ίδιος ο Σλάιχερ, που είχε ήδη πέσει αλλά δεν το γνώριζε, είπε στο υπουργικό συμβούλιο της 28ης Ιανουαρίου ότι  ο Χίντενμπουργκ θα έκανε κάτι παρανοϊκό αν κατέληγε σε μια τέτοια απόφαση και υποστήριξε ότι αν ήταν να χάσει την καγκελαρία τουλάχιστον να την έπαιρνε ο Χίτλερ, ώστε η νέα κυβέρνηση να είχε ένα μαζικό κόμμα να την στηρίζει. Ασφαλώς αυτή ήταν μια μπλόφα του κατεστημένου που εξουσίαζε τη Γερμανία. Μέσω τη μπλόφας αυτής προετοιμάστηκε η προώθηση του Χίτλερ στην καγκελαρία χωρίς η λαϊκή βάση των σοσιαλδημοκρατών και οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις να απειλήσουν με άμεσο ξεσηκωμό, όπως θα συνέβαινε υπό άλλες συνθήκες.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σλάιχερ επισκέφθηκε την ίδια μέρα ως πρωθυπουργός τον Πρόεδρο και του ζήτησε να διαλύσει τη Βουλή και να του επιτρέψει να κυβερνήσει τουλάχιστον για δυο ακόμη μήνες, μέχρι να γίνουν οι επόμενες εκλογές. Ο Χίντενμπουργκ έκανε εκείνο που γνώριζε ότι θα προκαλούσε την άμεση πτώση του Σλάιχερ. Απάντησε αρνητικά. Ο Σλάιχερ, μη έχοντας να κάνει τίποτε άλλο, παραιτήθηκε.

Το άκουσμα της πτώσης του Σλάιχερ από την πρωθυπουργία σηματοδότησε την έναρξη των προετοιμασιών για έναν εμφύλιο των εργατικών δυνάμεων κατά της νέας κυβέρνησης του Πάπεν, που όλοι περίμεναν. Όμως τελικά, την 29 Ιανουαρίου, άπαντες ηρέμησαν. Ο Πάπεν είχε ετοιμάσει το καινούργιο υπουργικό σχήμα. Νέος καγκελάριος θα γινόταν ο αρχηγός του μαζικότερου κόμματος, ο Αδόλφος Χίτλερ. Στο υπουργικό συμβούλιο θα συμμετείχαν μόνο τρία μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και ένας ημιφασίστας της οργάνωσης Stahlhelm. Όλοι οι υπόλοιποι θα ήταν εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης. Τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Την 30η Ιανουαρίου ο Χίτλερ ήταν καγκελάριος.


Συμπεράσματα

Ανατρέχοντας στις κρίσιμες εκείνες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ‘30 το τελικό συμπέρασμα που εξάγω είναι το εξής. Ο Χίτλερ, ο Στράσσερ και τα ηγετικά στελέχη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος είχαν αντιληφθεί ότι στα τέλη του 1932 η δυναμική του κόμματος είχε φτάσει στο υψηλότερο δυνατό σημείο. Το αστικό σύστημα εξουσίας διαθέτει πάντα δικλείδες ασφαλείας. Εκείνες τις δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν επέτρεπαν στο πρώτο κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμα και αν το εκλογικό του ποσοστό κυμαινόταν στο 40%. Επιπλέον όλες οι στρατιωτικές μελέτες κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ούτε οι εθνικοσοσιαλιστές ούτε οι κομμουνιστές μπορούσαν μόνοι τους να νικήσουν την Ράιχσβερ και την αστυνομία σε μια ενδεχόμενη ένοπλη εξέγερση. Ο Σλάιχερ, ο Χίντενμπουργκ και ο Πάπεν γνώριζαν ότι μόνο αν συμμαχούσαν οι κομμουνιστές με τους εθνικοσοσιαλιστές σε ένα ένοπλο μέτωπο και ταυτόχρονα η Πολωνία έκανε επίθεση στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας, υπήρχε περίπτωση να χάσει την εξουσία, με επαναστατικό τρόπο, το γερμανικό αστικό κατεστημένο. Πράγμα που εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον.

Στην ουσία τα κλειδιά του γερμανικού κράτους κρατούσε μια εκσυγχρονιστική ομάδα κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με πρόθυμους παλιούς αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες. Ο μοναδικός πυρήνας που διεκδικούσε με αξιώσεις την εξουσία από εκείνη την πλουτοκρατική ελίτ ήταν αυτός του δικτύου των εκπροσώπων της «συντηρητικής επανάστασης». Κομμουνιστές, εθνικοσοσιαλιστές και λοιπές μαζικές πολιτικές δυνάμεις ήταν καταδικασμένες να κονταροχτυπιούνται σε ένα κοινοβουλευτικό θέατρο σκιών, χωρίς να μπορούν να υπερβούν το θεσμικό φράγμα προς την εξουσία που είχε ορθώσει το γερμανικό κεφάλαιο. Χίτλερ και Στράσσερ γνώριζαν ότι η κοινοβουλευτική δράση δεν είχε να προσφέρει άλλους καρπούς στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.

Ένας μόνο τρόπος υπήρχε προκειμένου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα να κάνει το απαιτούμενο βήμα προς την εξουσία. Έπρεπε να πείσει κάποια από τις δυο ελίτ ότι μπορούσε να παίξει ρόλο ως εξουσιαστικός πόλος. Η επίμονη εργασία του Χίτλερ και των συνεργατών του έφερε τελικά το ποθητό αποτέλεσμα. Στο δεύτερο μισό του 1932 τόσο ο εξουσιαστικός πυρήνας του βαθέως γερμανικού κράτους όσο και το δίκτυο των «συντηρητικών επαναστατών» αποζητούσαν την συμμαχία των εθνικοσοσιαλιστών.

Οι «συντηρητικοί επαναστάτες» είχαν έναν κοινό πολιτικό στόχο με τους εθνικοσοσιαλιστές. Θεωρούσαν όμως ότι κατά τα πρώτα χρόνια που θα έπαιρναν την εξουσία την γενική πολιτική κατεύθυνση θα έπρεπε να δώσει μια ελίτ μορφωμένων πολιτικών, που θα γνώριζε καλά τους συσχετισμούς δυνάμεων ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές έπρεπε να αποτελέσουν την βάση στην οποία θα οικοδομούνταν η μελλοντική συνέχεια του πολιτικού αυτού μετώπου. Η συγκεκριμένη επιλογή ήταν ιδεολογικά συνεπής με τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά προϋπέθετε ότι η ηγεσία του κόμματος δεν θα έπαιζε ανεξάρτητο πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη φάση, όταν το κόμμα θα βρισκόταν, τρόπον τινά, σε διαρκή διάλογο για τη συνδιαμόρφωση των πολιτικών με τους εκπροσώπους της «συντηρητικής επανάστασης». 


Αντιθέτως οι κεφαλαιοκράτες, που είχαν τα κλειδιά της εξουσίας, νιώθοντας περικυκλωμένοι από την ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων (κομμουνιστικών, ρεφορμιστικών, εθνικοσοσιαλιστικών, «συντηρητικών επαναστατών»), αντιλήφθηκαν ότι δεν γινόταν να κυβερνούν επί μακρόν με μειοψηφικά σχήματα. Αναζήτησαν έτσι μια ισχυρή συμμαχία. Θεώρησαν ότι ο Χίτλερ θα μπορούσε να τους προσφέρει μια καλή συμφωνία και πως αν τον έβαζαν στο παιχνίδι της εξουσίας θα εφάρμοζε μια ισχνή μορφή σοσιαλισμού, η οποία και τα λαϊκά στρώματα θα καθησύχαζε και τα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ θα απέφευγε να χτυπήσει με μεγάλη ένταση.

Σε αυτό το δίλλημα ο Γκρέγκορ Στράσσερ επέλεξε το δρόμο της ιδεολογικής συνέπειας. Ο Χίτλερ επέλεξε το δρόμο που θεώρησε ότι θα του έδινε μεγαλύτερες πιθανότητες προσωπικής ευελιξίας. ΣΕ ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν παραβλέπω ότι το σχέδιο του Χίτλερ, μολονότι ήταν μακιαβελικό και παρέκαμπτε ιδεολογικούς φραγμούς, είχε σωστή στόχευση. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έγινε πιόνι της εκσυγχρονιστικής ελίτ εξουσίας και έπαιξε επιδέξια το δικό του παιχνίδι. Μέχρι που τελικά εξουδετέρωσε προσωρινούς συμμάχους και αντιπάλους και έγινε εκείνος ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης. Ωστόσο για να φέρει σε πέρας αυτό το ριψοκίνδυνο σχέδιο χρειάστηκε να παρακάμψει ιδεολογικές αρχές, να συναναστραφεί με το πιο χυδαία πλουτοκρατικό κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, να μετατρέψει τα στελέχη του κόμματος   του από αγωνιστές σε άβουλους χειροκροτητές και να εξοντώσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα.

Δεν είναι τυχαίο ότι με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία εξαφανίστηκε από το διανοητικό προσκήνιο το ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης». Τον πρώτο χρόνο της κυβέρνησής του τα 4/5 των εντύπων της «συντηρητικής επανάστασης» είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν. Μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί η εξήγηση ότι οι διανοητές της «συντηρητικής επανάστασης» εκφράστηκαν από το καθεστώς του Χίτλερ και μείωσαν τις πνευματικές τους δραστηριότητες. Η αλήθεια είναι ότι οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που βοήθησαν τον Χίτλερ να ανέβη στην εξουσία θεωρούσαν πιο επικίνδυνους εχθρούς τους «συντηρητικούς επαναστάτες». Για αυτό και απαίτησαν από τον Χίτλερ να εξαφανίσει το κίνημά τους, όπως και την στρασσερική τάση του κόμματός του. Ο Χίτλερ έπραξε αυτό που του ζήτησαν οι άνθρωποι του κατεστημένου. Άσχετα αν στο τέλος περίμενε στωικά την κατάλληλη στιγμή ώστε να εκμεταλλευτεί τις συγκυρίες και να θέσει τους δικούς του όρους από θέση ισχύος στην αστική ελίτ που τον είχε βοηθήσει.

Συμπερασματικά ο Χίτλερ υποκατέστησε μεγάλο μέρος από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος με την κυνική ιδιοφυία της πολιτικής του ευστροφίας. Ο Σλάιχερ επιχείρησε μια έξυπνα αθόρυβη αντικατάσταση της αστικής εξουσίας με εκείνη των δυνάμεων της «συντηρητικής επανάστασης» αλλά αποτράπηκε την τελευταία στιγμή από το να το πετύχει. Ο Γκρέγκορ Στράσσερ ήταν ένας από τους πιο συνεπής με τις ιδεολογικές τους αρχές πολιτικούς άντρες του μεσοπολέμου, που πλήρωσε με χυδαίο τρόπο αυτή του την συνέπεια.   

 

Βιβλιογραφία

-HEINRICH A WINKLER- ΒΑΙΜΑΡΗ Η ΑΝΑΠΗΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1918-1933), Πόλις, Αθήνα 2013.

-ΣΤΑΝΛΕΫ ΠΕΪΝ- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (1914-1945), Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.

-JEFFREY HERF-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ. ΤΕΧΝΟΛΟΛΟΓΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟ Γ' ΡΑΙΧ, ΠΕΚ, Κρήτη 2012.

-SERGE BERSTEIN& PIERRE MILZA, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1919 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.

-Κώστας Υφαντής-Θεόδωρος Ηλιάδης, Σημειώσεις μαθήματος Αμυντική Πολιτική και Στρατηγική, ΕΚΠΑ, Σχολή ΝΟΠΕ.

- Andreas Dorpalen- Hindenberg and the Weimar Republic, Princeton Legacy Library 1964.

- Peter D. Stachura- Gregor Strasser and the Rise of Nazism, Allen & Unwin, London 1983.

- Eugene Davidson- The Making of Adolf Hitler: The Birth and Rise of Nazism, University of Missouri Press, 1997.


Σχόλια:

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Τι είναι αυτό ρε παιδιά! Τρομερή ανάλυση.

Τετάρτη, 12 Μαΐου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Draug είπε...

Εξαιρετικό το κείμενο, σε βάθος ανάλυση χωρίς αγκυλώσεις και προκαταλήψεις. Δυστυχώς σπανίζει αυτό στον "χώρο", είναι κρίμα να αδυνατούμε ακόμα και σήμερα να δούμε με ψύχραιμη ματιά τα γεγονότα και την ιστορία

Πέμπτη, 13 Μαΐου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Ανώνυμε, είμαστε εδώ για να τους χαλάμε τη "γιορτή"...

Draug, ο χώρος είμαστε εμείς. Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, εσύ και μερικοί ακόμη άνθρωποι που μπορούν να αντιληφθούν τα αυτονόητα. Οι υπόλοιποι είναι εισβολείς στον χώρο μας. Θα τους ξαποστείλουμε από εκεί που ήρθαν. Μπορεί το να αντιπαρατεθούμε με τα μεγάλα κέντρα εξουσίας της παγκοσμιοποίησης να μην είναι εφικτό. Αλλά το να ξεβρωμίσουμε τον ιδεολογικό μας χώρο από τα λύματα της (άκρας) δεξιάς δεν είναι αδύνατο. Αξίζει να το προσπαθήσουμε.

Πέμπτη, 13 Μαΐου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Draug είπε...

Έτσι ακριβώς! Είναι το πρώτο, αναγκαίο όμως, βήμα!

Πέμπτη, 13 Μαΐου, 2021