Χάινριχ φον Κλάιστ.
Από την φανταστική λογοτεχνία
στις απαρχές του ριζοσπαστικού εθνικισμού

                                                                                      του Σταμάτη Μαμούτου

Τα πρώτα χρόνια

Ο Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811) αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του γερμανικού Ρομαντισμού. Όντας συγγραφέας δραμάτων, κωμωδιών, ενός φιλοσοφικού δοκιμίου και αφηγημάτων του φανταστικού, καθώς επίσης και συντάκτης πολιτικών κειμένων, κατάφερε να αποτυπώσει τις ρομαντικές επιρροές του υπερβατικού συνδυαζόμενες σε μια ιδεατή αρμονία με την κλασικιστική έμφαση στην καθαρή μορφή. Η ικανότητα του αυτή ήταν ο κύριος λόγος μιας διττής συνέπειας. Από την μια τον εξύψωσε σε ένα κορυφαίο επίπεδο λογοτεχνικής αξίας και τον βοήθησε να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στο πάνθεον των ηρώων του πνεύματος. Από την άλλη τον κατέστησε δυσνόητο και τον εμπόδισε να αναγνωριστεί ευρέως όσο ζούσε, γεγονός που προσανατόλισε την ζωή του σε μια ατραπό εντάσεων, ατυχιών και παρακμής. Ωστόσο, ο περιπετειώδης προσωπικός του βίος δεν πρέπει να εκληφθεί μοναχά ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του καλλιτεχνικού κατεστημένου της εποχής να αντιληφθεί την αξία του αλλά και –σε μεγάλο βαθμό– ως συνέπεια της ασυμβίβαστης, αυθεντικά αληθινής κι επαναστατικής του ιδιοσυγκρασίας.


Η σύντομη ζωή του Κλάιστ μοιάζει με περιπέτεια της λογοτεχνίας του φανταστικού, που δυστυχώς όμως είχε θανατηφόρο τέλος για τον ήρωα της. Εντάσεις και περιπλανήσεις, στιγμές δόξας και περίοδοι φυλακίσεων, λογοτεχνία και θέατρο, πόλεμος και πολιτική, ενθουσιασμός και μελαγχολία, δημιουργικότητα και αυτοκαταστροφή. Αυτά τα εκρηκτικά δίπολα πύρωσαν επί τριάντα τέσσερα έτη την βούληση και το πνεύμα του σπουδαίου συγγραφέα που ως ρομαντικός αντιτάχθηκε στις καθιερωμένες αξίες του Διαφωτισμού και με το πρωτότυπο λογοτεχνικό του ύφος ανάγκασε τον «καθεστωτικό» Γκαίτε να δηλώσει αμήχανα πως ο Κλάιστ «αξίζει για όλους εκείνους που έχουν χάσει τα λογικά τους». 

Γεννημένος το 1777, προερχόμενος από οικογένεια αριστοκρατών Πρώσων στρατιωτικών και όντας από μικρός ορφανός, κατατάχθηκε το 1792 στον στρατό για να τον εγκαταλείψει το 1799 προκειμένου να γραφτεί στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Η απόφασή του αυτή προκάλεσε αντιδράσεις στους κυβερνητικούς κύκλους της χώρας. Ωστόσο, θεωρήθηκε ως μια απλή επιλογή ενός νέου ο οποίος προερχόταν από καλή οικογένεια κι έψαχνε τον δρόμο της προσωπικής του σταδιοδρομίας. Εξάλλου, εκείνη την εποχή, ιδεολογικά και φιλοσοφικά ο Κλάιστ ασπαζόταν τις κυρίαρχες αντιλήψεις της προόδου και του ορθολογισμού που είχε εγκαθιδρύσει ο Διαφωτισμός και τις οποίες το κυβερνητικό μέρος της πρωσικής αριστοκρατίας απορροφούσε σταδιακά μέσου του ιδεώδους της πεφωτισμένης μοναρχίας. Έναν χρόνο αργότερα ο νεαρός φοιτητής αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Βιλχελμίνη φον Τσένγκε ωστόσο, από το 1801 άρχισε η αλλαγή του πνευματικού του προσανατολισμού η οποία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Aρχικά εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο κι έπειτα άρχισε να περιπλανιέται στις χώρες τις κεντρικής Ευρώπης αναζητώντας τις εμπειρίες που θα τον οδηγούσαν στην πλήρωση της προσωπικότητάς του και στην καλλιτεχνική έμπνευση. Ο αρραβώνας του διαλύθηκε, κι εκείνος, αφήνοντας την αρραβωνιαστικιά του με την πικρία ενός άδικου χωρισμού, συνέχισε να εξερευνά τον κόσμο και τον εαυτό του. Το 1803 απογοητεύθηκε από το Παρίσι που αποτελούσε την καρδιά της πνευματικής κίνησης του Διαφωτισμού και των ιδεών της προόδου ενώ ήδη από το 1802 είχε ξεκινήσει να αποτυπώνει τον ρομαντικό λογοτεχνικό του χαρακτήρα προσπαθώντας να γράψει ένα θεατρικό έργο μέσω του οποίου στόχευε να πετύχει την ένωση της κλασικής τελειότητας του Σοφοκλή με την δραματική ένταση του Σαίξπηρ. Το όνομα του έργου ήταν «Ροβέρτος Γυισκάρδος», όμως δυστυχώς, μετά από αρκετές επεξεργασίες, ο Κλάιστ απογοητευμένος έκαψε το χειρόγραφό του.

Η λογοτεχνική του ροπή προς τον Ρομαντισμό και οι πρώιμες τάσεις αυτοκτονίας ακόμη δεν είχαν συνοδευτεί από κάποια αλλαγή των πολιτικών του απόψεων. Τον Οκτώβριο του 1803 θέλησε να καταταγεί στον στρατό του Ναπολέοντα όταν ο τελευταίος σχεδίαζε να πραγματοποιήσει απόβαση στην Αγγλία. Μόλις έφτασε στο σημείο συγκέντρωσης του στρατεύματος κινδύνευσε να θεωρηθεί από τους Γάλλους κατάσκοπος αλλά ένας φίλος του αξιωματικός, όντας βέβαιος ότι ήταν πιστός στον Κορσικανό ηγέτη και στην γαλλική νεωτερική πολιτική αντίληψη των πραγμάτων που είχε επικρατήσει μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1789, τον προφύλαξε. Τελικά η επιχείρηση ματαιώθηκε. Ο Κλάιστ γύρισε στην Πρωσία όπου το 1804 υποσχέθηκε στην αγαπημένη του αδερφή Ουλρίκε ότι θα σταματούσε να ασχολείται με την ποίηση κι ότι θα έμενε για πάντα κοντά της ματαιώνοντας τις περιηγήσεις του. Διορίστηκε, μάλιστα, δημόσιος υπάλληλος και ξεκίνησε να ζει σαν απλός άνθρωπος.

Η ιδεολογική μεταβολή

Εντούτοις, αυτή η ηρεμία δεν διήρκεσε για πολύ. Έκτοτε ξεκίνησε η ολοκληρωτική μεταβολή των ιδεών του.  Η επαφή του με την ρομαντική κοσμοθέαση άρχισε να αφήνει τα σημάδια της και στις πολιτικές του απόψεις. Από το 1803 έγραφε σπουδαία δράματα κι από το 1806 νουβέλες. Η δημιουργική του επαφή με το ρομαντικό κίνημα όλα αυτά τα χρόνια τον έφερε μοιραία σε επαφή και με το πρωτότοκο τέκνο του πολιτικού Ρομαντισμού, δηλαδή τον εθνικισμό. Το 1806 είχε ήδη απομακρυνθεί από τον φιλελευθερισμό και προσανατολιζόταν προς το στρατόπεδο των συντηρητικών. Η κατάληξη αυτής της πολιτικής διαδρομής τον οδήγησε στο τέλος της ζωής του να γίνει ένας από τους δημιουργούς της ιδεολογικής κατεύθυνσης του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Το κομβικό γεγονός που τον ώθησε σε αυτή την ατραπό ήταν η στρατιωτική ήττα της Πρωσίας από την Γαλλία του Ναπολέοντα στην Ιένα το 1806 και η ταπεινωτική συνθήκη που υπογράφτηκε από τις δυο πλευρές στο Τίλστιτ τον επόμενο χρόνο. Μετά την στρατιωτική ήττα, τόσο στην Πρωσία όσο και στα υπόλοιπα γερμανικά κράτη, άρχισε μια δημόσια συζήτηση που αφορούσε τους λόγους αυτής της εξέλιξης. 

Οι αντίπαλες πλευρές ήταν δύο. Από την μια οι φιλελεύθεροι που ασπάζονταν τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και υποστήριζαν ότι η μετεπαναστατική Γαλλία υπήρξε χώρα πρότυπο και πως αν οι Γερμανοί ήθελαν να γίνουν κάποτε το ίδιο ισχυροί θα έπρεπε να ακολουθήσουν τον δρόμο της και να εγκαταλείψουν την σχεδόν μεσαιωνική παραδοσιακή τους οργάνωση η οποία είχε επιβιώσει ως τις μέρες τους. Οι πολιτικές προτάσεις των φιλελευθέρων είχαν σαφώς δημοκρατικό και αστικό χαρακτήρα. Οι κάτοικοι των φέουδων έπρεπε να γίνουν πολίτες, η προστατευτική οικονομική οργάνωση των συντεχνιών όφειλε να καταργηθεί και την θέση της να πάρει η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, τα δημόσια αξιώματα να μην δίνονται στους αριστοκράτες, η αυτοδιοίκηση να αναπτυχθεί, οι γυναίκες να χειραφετηθούν και οι Εβραίοι της Γερμανίας να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες μιας νέας  διοικητικής δομής. Οι φιλελεύθεροι πίστευαν πως για να προωθηθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε η γερμανική πολιτική ελίτ να αποδεχτεί τους όρους της Γαλλίας του Ναπολέοντα –ακόμη κι αν ο τελευταίος ήταν κατακτητής– και να εφαρμόσει στην πολιτική πράξη τα προοδευτικά ιδεώδη. Η επιλογή αυτή μπορεί να μην ήταν ευχάριστη αλλά προκρίθηκε ως η μόνη ορθολογική.

Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι συντηρητικοί εθνικιστές που υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα. Θεωρούσαν ότι η στρατιωτική ήττα οφειλόταν στην αποδυνάμωση των παραδοσιακών θεσμών, η οποία είχε αρχίσει από την εποχή του Μεγάλου Φρειδερίκου μέσω της διείσδυσης των αντιλήψεων του Διαφωτισμού στην αριστοκρατική άρχουσα τάξη. Αυτή η διείσδυση είχε δηλητηριάσει τον εθνικό ψυχισμό με αποτέλεσμα να φανεί αποδυναμωμένος την κρίσιμη στιγμή και να ηττηθεί από τις στρατιές του Ναπολέοντα. Ο εισαγόμενος από την Γαλλία φιλελευθερισμός, με το να προάγει τον ατομικισμό και τον υλισμό, διάβρωνε συνεχώς τον πρωσικό κοινοτισμό και είχε ως συνέπεια την συνακόλουθη αποδυνάμωση του στρατεύματος. Οι πολιτικές προτάσεις των συντηρητικών ήταν οι εξής. Η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε μια κοινωνία χωρίς ρίζες, ένα χαοτικό σύμπλεγμα ανταγωνισμών. Συνεπώς, το ορθό θα ήταν να απορριφθεί. Η αριστοκρατία έπρεπε να προστατευτεί από την επέλαση του φιλελευθερισμού γιατί στην στρατιωτική της κουλτούρα στηριζόταν το παλαιό δέος και η συλλογική ταυτότητα της Πρωσίας. Όσο για τις γυναίκες, αποτελούσαν ανέκαθεν τους στυλοβάτες της οικογένειας δηλαδή του πρωταρχικού κύτταρου της κοινότητας. Άρα η ονομαζόμενη χειραφέτησή τους θα τις έκανε να χάσουν την αληθινή τους υπόσταση, θα κλόνιζε το θεσμό της οικογένειας και θα αποδυνάμωνε τον κοινωνικό ιστό. Οι Εβραίοι της Γερμανίας, τέλος, αντιμετωπίζονταν από τους συντηρητικούς ως μια μειονότητα που υποστήριζε τις πολιτικές δυνάμεις της Νεωτερικότητας. Συνεπώς, η είσοδός τους στην πολιτική κοινότητα θα συνέβαλε στο να μετατραπεί η Πρωσία σε αστικό κράτος, πράγμα που έπρεπε να αποφευχθεί. Συμπερασματικά, η συμπεριφορά που πρόκριναν οι συντηρητικοί συνοψιζόταν σε μια φράση: Απόρριψη της οποιασδήποτε γαλλικής επιρροής.  

O Κλάιστ μετά την στρατιωτική ήττα αισθάνθηκε οργή. Όπως έγραψε στην αδερφή του, ένιωθε σα να επαναλαμβανόταν η ρωμαιοκρατία. Η νεωτερική Γαλλία αποτέλεσε στα μάτια του την νέα πολυεθνική Ρώμη που θα υπέτασσε τους Γερμανούς στην απόλυτη κυριαρχία της. Η πνευματική κυριαρχία των Γάλλων, η οποία είχε ξεκινήσει με τον Διαφωτισμό, ολοκληρωνόταν μοιραία με την πολιτική τους κυριαρχία. Ο Γερμανός λογοτέχνης αισθανόταν ότι ο κώδωνας κινδύνου που είχε κρούσει από το 1769 ο Χέρντερ και οι επιφυλάξεις των συντηρητικών αμελήθηκαν άδικα. Οι φόβοι τους είχαν αποδειχτεί βάσιμοι. Γεμάτος απογοήτευση παραιτήθηκε από το πρωσικό δημόσιο λίγες μέρες μετά την ήττα. Είχε εξασφαλίσει μια μικρή σύνταξη μέσω της βοήθειας που του πρόσφερε η συγγενής του Μαρία φον Κλάιστ και η ίδια η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα φον Μέκλενμπουργκ. Ωστόσο, οι Γάλλοι κατακτητές τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν άνευ σοβαρού λόγου. Τελικά, τον αποφυλάκισαν μισό περίπου χρόνο αργότερα.

Μετά την αποφυλάκισή του ο Κλάιστ κατέφυγε στη Δρέσδη όπου και έζησε τα επόμενα δυο χρόνια. Ο Ναπολέοντας είχε ενώσει τα περίπου τριακόσια γερμανικά κρατίδια σε μια συνομοσπονδία των τριάντα οκτώ κρατών. Η γερμανική αριστοκρατία, εφόσον αποδέχτηκε τους όρους του, διατήρησε τα προνόμιά της. Ωστόσο, όφειλε να προωθήσει φιλελεύθερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις την ώρα που ο γαλλικός στρατός περιφερόταν στην Γερμανία συλλαμβάνοντας και ασκώντας αστυνομική εξουσία. Ο Κλάιστ την χρονιά αυτή, το 1807 δηλαδή, έγραψε την εμπνευσμένη από την ελληνική μυθολογία πρωτοποριακή τραγωδία «Πενθεσίλεια» που σόκαρε με το αιματοβαμμένο της τέλος, το εξαιρετικό ιπποτικό δράμα «Η μικρή Κατερίνα του Χάιλμπρον» στο οποίο ανέδειξε τον ρομαντικό τύπο της ιδεώδους γυναίκας ως διπολική αντίθεση στην σκληρή Πενθεσίλεια και το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο σεισμός στη Χιλή» που ο Φραντς Κάφκα εκθείασε περίπου έναν αιώνα αργότερα. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον σημαντικότερο πνευματικό και πολιτικό του συναγωνιστή, τον Άνταμ Μύλλερ, και τον Δεκέμβριο ίδρυσαν έναν εκδοτικό οίκο. Στις αρχές του 1808 ο εκδοτικός τους οίκος κυκλοφόρησε το ρομαντικό λογοτεχνικό περιοδικό «Φοίβος».


Ο Άνταμ Μύλλερ ήταν ένας νέος στοχαστής που είχε σπουδάσει ιστορία, νομικά και οικονομικά. Από το 1804 άρχισε να γράφει φιλοσοφικά δοκίμια ενώ παράλληλα δημοσίευε εξαιρετικές καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές αναλύσεις. Το 1805 μεταστράφηκε στον Καθολικισμό ενώ ήδη από το 1806 ξεκίνησε να τοποθετείται στις δημόσιες συζητήσεις ως εκφραστής του πολιτικού Ρομαντισμού. Μέχρι το 1809 έδωσε μια σειρά διαλέξεων πάνω σε πολιτικά ζητήματα. Οι διαλέξεις αυτές τον ανέδειξαν ως εκφραστή ενός πολύ δυναμικού και ριζοσπαστικού προσανατολισμού μέσα στα πλαίσια του συντηρητισμού. Το 1811 ο Μύλλερ συγκέντρωσε τις αρχές της πολιτικής του φιλοσοφίας στο βιβλίο που έφερε τον τίτλο «Τα στοιχεία της πολιτικής τέχνης». Επρόκειτο για την πρώτη αποτύπωση της θεωρίας του ολιστικού κράτους και του ανανεωμένου αντικαπιταλιστικού κορπορατισμού.

Για να αντιληφθούμε τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Κλάιστ και του Μύλλερ οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια συνοπτική ανασκόπηση των ιδεών του πολιτικού τους χώρου. Αφετηρία αυτής της ανασκόπησης θα αποτελέσει η εστίαση στην γέννηση της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας από τον Γερμανό ρομαντικό στοχαστή Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, μέσω μιας σειράς δοκιμίων τα οποία ξεκίνησαν να γράφονται το 1769.

Λογοτεχνία και εθνικισμός

Ο εθνικισμός, εκπεφρασμένος ως πολιτική θεωρία, συνοψίστηκε σε δυο κύριες θέσεις. Η πρώτη υποστήριξε πως οι φιλελεύθεροι κάνουν λάθος να νομίζουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται προορισμένος από την φύση να ζήσει ως ατομική μονάδα και μόνο για λόγους σκοπιμότητας δημιουργεί (βάσει κοινωνικών συμβολαίων) κοινωνίες και κράτη. Σύμφωνα με τον Χέρντερ, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν δίκιο όταν έλεγαν ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον προορισμένο να ζήσει μέσα σε κοινότητες. Κι επειδή οι ισχυρές και γνήσιες κοινότητες είναι οι εθνικές κοινότητες, η ανθρώπινη ιστορία γράφτηκε και θα συνεχίσει να γράφεται από τα έθνη. Λάθεψαν, λοιπόν, οι φιλελεύθεροι διαφωτιστές που έλεγαν ότι το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας είναι το άτομο (και αργότερα οι μαρξιστές που υποστήριξαν ότι η ιστορία εξελίσσεται από την ενέργεια που εκλύει η πάλη των τάξεων). Σύμφωνα με τον Χέρντερ, το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ανθρώπινης ιστορίας είναι το έθνος. Ωστόσο, όταν ο Γερμανός στοχαστής πρόκρινε την πρώτη του θέση τέθηκε το ερώτημα, «τι είναι έθνος». Ο Χέρντερ διαφοροποιήθηκε ξανά από τους διαφωτιστές για να καταλήξει στην δεύτερη θέση του. Εκείνοι υποστήριξαν ότι το έθνος είναι ένα σύνολο ατόμων που υπόκεινται σε μια κοινή διοικητική αρχή. Στην ουσία, στα πλαίσια της φιλελεύθερης πολιτικής κουλτούρας (αλλά και της μεταγενέστερης μαρξιστικής) το έθνος ταυτίστηκε με το κράτος. Αντιθέτως, ο Γερμανός θεωρητικός απάντησε ότι το έθνος είναι μια συλλογική οντότητα, ένας ενιαίος οργανισμός, που τα πρόσωπα (και όχι τα άτομα) αποτελούν τα επιμέρους μέλη του. Το κάθε έθνος έχει μια ψυχή, μια ιστορία, ένα πεπρωμένο, βάσει της χερντεριανής αντίληψης. Συνεπώς, τα έθνη δεν κατασκευάστηκαν μέσα στην ανθρώπινη ιστορική διαδρομή αλλά την δημιούργησαν. Η ιστορία γράφτηκε από τα έθνη (κι όχι από τα άτομα ή τις τάξεις) και θα συνεχίσει να γράφεται από αυτά.

Πάνω σε αυτές τις αρχές θεωρητικοί όπως ο βρετανός Έντμουντ Μπερκ και ο Γάλλος Ζοζέφ Ντε Μαιστρ ανέπτυξαν τις πολιτικές τους απόψεις, δημιουργώντας την ιδεολογική κατεύθυνση του συντηρητισμού, η οποία αποτέλεσε την βασική τάση της εθνικιστικής θεωρίας για αρκετά χρόνια. Επιγραμματικά θα αναφέρουμε πως ο Μπερκ, όντας πιο μετριοπαθής, υποστήριξε ότι μολονότι ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση του 1789 είχαν όντως ρίξει την Ευρώπη στην παρακμή της Νεωτερικότητας, κάποια πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να αλλάξουν κι έτσι οι συντηρητικοί όφειλαν να δώσουν την μάχη τους μέσα από τα κοινοβούλια και αποδεχόμενοι ως έναν βαθμό την ελεύθερη αγορά. Ο Ντε Μαιστρ, από την άλλη, απέρριψε κάθε σχέση με την νεωτερική πολιτική τάξη και τάχθηκε υπέρ μιας βίαιης επιστροφής στο καθεστώς που υπήρχε πριν την Γαλλική Επανάσταση. Και οι δυο, πάντως, είχαν στραμμένο το βλέμμα σαφώς προς το παρελθόν.

Τα γραπτά του Μπερκ και του Ντε Μαιστρ αποτέλεσαν τις βασικές αναφορές των συντηρητικών μέχρι την εποχή του Κλάιστ και του Μύλλερ. Όμως οι δυο νέοι, μαζί με ορισμένους ακόμη στοχαστές, είχαν κάτι διαφορετικό να προτείνουν. Κάτι που ήταν μεν συντηρητικά παραδοσιοκρατικό αλλά ταυτόχρονα υπερέβαινε την οπισθοδρόμηση και στρεφόταν προς το μέλλον. Κάτι που έδινε στον εθνικισμό μια ριζοσπαστική τροπή και δημιουργούσε εντός των πλαισίων του μια καινούργια τάση δίπλα στην συντηρητική.

Την αρχή έκανε ο φιλόσοφος Φίχτε, ο οποίος μετά από την αρχική του επαφή με τον φιλελευθερισμό προσανατολίστηκε σταδιακά προς τον εθνικισμό. Το 1800 έγραψε το «Εμπορικά Κλειστό Κράτος», ένα έργο μέσω του οποίου πρόκρινε την οικονομική αυτάρκεια των εθνών ως απάντηση στην καπιταλιστική θεωρία της ελεύθερης αγοράς. Ο Μύλλερ καταπιάστηκε με αυτή την θεωρία αλλά υποστηρίζοντας ότι το μοντέλο του Φίχτε ήταν στατικό δημιούργησε μια δική του οικονομική πρόταση. Επανέφερε, έτσι, το σύστημα των μεσαιωνικών συντεχνιών στα πλαίσια ενός οικονομικού κορπορατισμού, ο οποίος και την παραδοσιακή οικονομική φόρμα που υιοθετούσαν οι συντηρητικοί διατήρησε και στις νέες συνθήκες ήταν εφαρμόσιμος. Κι ενώ ο Φίχτε επανήλθε το 1807-08 εκφωνώντας τους «Λόγους προς το γερμανικό έθνος» (δημιουργώντας ένα εθνικιστικό φιλοσοφικό μανιφέστο και κάνοντας μνεία στον βιβλιοπώλη Παλμ, που είχε τουφεκιστεί επειδή στο κατάστημά του εκδόθηκε μια μπροσούρα στρεφόμενη κατά του Ναπολέοντα), ο Μύλλερ μέσω των διαλέξεών του παρουσίασε για πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών την θεωρία του ολιστικού κράτους. 
 

Ήταν σαφές ότι στα πλαίσια αυτής της πνευματικής κίνησης ο συντηρητισμός υποχωρούσε εμπρός σε μια ριζοσπαστική του εκδοχή. Ο Φίχτε, ο Μύλλερ, ο Κλάιστ και οι υπόλοιποι εκφραστές της εν λόγω κίνησης διαπίστωναν ότι οι συντηρητικοί βάσιζαν τις θέσεις τους στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της αριστοκρατίας και της εκκλησίας. Αντιθέτως, εκείνοι οραματίζονταν μια ολικά ενεργή εθνική κοινότητα και δήλωναν ότι σημαντικά τμήματα της αριστοκρατίας και της εκκλησίας είχαν μολυνθεί από την νεωτερική εμπορευματοποίηση κι έβλεπαν τα προνόμιά τους μοναχά ως οικονομικές αξίες. Η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος οφειλόταν, λοιπόν, και στην παρακμή των εκπροσώπων του. Συνεπώς, οι ριζοσπάστες εθνικιστές ήθελαν να διατηρηθούν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί θεσμοί όχι όπως είχαν καταντήσει αλλά αναγεννημένοι σε μια καινούργια, στιβαρή και ηθικά αποκαθαρμένη έκφραση παραδοσιοκρατίας που θα υπερέβαινε τις προκλήσεις της νέας εποχής.

Το 1808 ο Κλάιστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε έναν από τους κεντρικούς εκφραστές της όλης κίνησης στο λογοτεχνικό πεδίο, έγραψε το δράμα που έφερε τον τίτλο «Η μάχη του Αρμίνιου». Μέσω της «Μάχης..» θέλησε να εγείρει τον γερμανικό πατριωτισμό εναντίον των κατακτητών και να καταγγείλει τους φιλελεύθερους συνεργάτες των Γάλλων, αντιστοιχίζοντάς τους με τους υποταγμένους φύλαρχους των αρχαίων γερμανικών φατριών που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους και συνεργάστηκαν μαζί τους. Πάντως, μολονότι στόχευε να δημιουργήσει ένα έργο στρατευμένης τέχνης στάθηκε αδύνατο η αιθέρια πένα του να υποταχθεί στο πεζό επίπεδο της καλλιτεχνικής στράτευσης. Όταν «Η μάχη του Αρμίνιου» ολοκληρώθηκε το κοινό βρέθηκε ενώπιον όχι ενός απλού πατριωτικού έργου αλλά ενός ακόμη έξοχου δημιουργήματος της παγκόσμιας θεατρικής ιστορίας.

Έχοντας πια το περιοδικό «Φοίβος» ως ορμητήριο ιδεών, ο Κλάιστ επανήλθε στην συγγραφή του θεατρικού έργου «Ροβέρτος Γυισκάρδος, δούκας των Νορμαννών», που είχε κάψει μερικά χρόνια πριν. Στο τεύχος Απριλίου-Μαίου του 1808 δημοσίευσε την πρώτη πράξη, την οποία αποτελούσαν δέκα σκηνές. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο, ούτε καν το προχώρησε. Το άφησε έτσι, ως ένα «ρομαντικό απόσπασμα». Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό τον έφερε στην κορυφή της παγκόσμιας ιστορίας του θεάτρου. Πρόκειται για ένα κορυφαίο δημιούργημα. Μια μονόπρακτη τραγωδία υψηλού ύφους, που μπόρεσε να παιχτεί σαν ολοκληρωμένο έργο στην σκηνή του θεάτρου με μεγάλη επιτυχία αρκετά μετά τον θάνατο του συγγραφέα της.

Όμως, ο Κλάιστ ήταν άτυχος. Οι λογοτεχνικές του δημιουργίες δεν βρήκαν ανταπόκριση τόσο λόγω της καινοφανούς ιδιοφυίας που περιέκλειαν όσο και λόγω της πολιτικής του δραστηριοποίησης. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ ήταν φορέας μια συμβατικά συντηρητικής ιδεολογίας παλαιού τύπου. Συνεπώς, δεν ταυτιζόταν με την μικρή πνευματική ιντελιγκέτσια των ριζοσπαστών εθνικιστών. Ωστόσο, δεν την αντιμετώπιζε ως φορέα αντίπαλων ιδεών αλλά ως μια νεανική ριζοσπαστική έκφραση του δικού του πολιτικού χώρου. Θα μπορούσαν, λοιπόν, ο Κλάιστ και οι ομοϊδεάτες του να περιμένουν μια εύνοια από αυτόν. Εντούτοις, ο βασιλιάς στο πρωσικό σύστημα είχε έναν ρόλο επόπτη που έδινε την τελική επικύρωση στα πολιτικά και κοινωνικά πεπραγμένα. Δεν ήταν πρωθυπουργός. Μάλιστα, μετά την ήττα από την Γαλλία, στην αυλή του είχε αυξηθεί η επιρροή των φιλελεύθερων πολιτικών. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι στον χώρο των γραμμάτων κυριάρχησαν οι φιλελεύθερες και προοδευτικές αντιλήψεις μετά τον Διαφωτισμό, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι εκείνη την εποχή καλλιτέχνες και στοχαστές με συντηρητικές ιδέες άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ο Κλάιστ δεν έβρισκε θέατρα να ανεβάσουν τα έργα του ούτε κι εκδότες να τα δημοσιεύσουν. Το 1809 ο «Φοίβος» σταμάτησε να κυκλοφορεί μετά το δωδέκατο τεύχος του.

Την απογοήτευση που άρχισε να τον καταλαμβάνει προσπάθησε να την αντιμετωπίσει γράφοντας πατριωτικά ποιήματα και πολιτικές μπροσούρες. Τον ίδιο χρόνο η Αυστρία και η Αγγλία συνασπίστηκαν κατά του Ναπολέοντα. Το καλοκαίρι οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν χώρα μέσα σε γερμανικά εδάφη. Ο Κλάιστ γεμάτος ενθουσιασμό, και με συνοδοιπόρο τον νεαρό λόγιο Φρειδερίκο Ντάλμαν, άφησε την Δρέσδη και σχεδόν απένταρος ξεκίνησε για την Βιέννη με τα πόδια, προκειμένου να προσφέρει την βοήθειά του στην Αυστρία. Η πορεία όμως διακόπηκε καθώς ο Ναπολέοντας τον Ιούλιο νίκησε και τους Αυστριακούς. Μετά από πολλές περιπέτειες, ο ρομαντικός συγγραφέας εξαφανίστηκε κάπου έξω από την Πράγα. Αρρώστησε βαριά και τον Νοέμβριο εμφανίστηκε στην γενέτειρά του, την Φρανκφούρτη. Στα τέλη του 1809 έφτασε στο Βερολίνο, όπου και έζησε τα τελευταία συγκλονιστικά χρόνια της ζωής του. Εκεί τον περίμενε ο Άνταμ Μύλλερ, ο οποίος είχε νυμφευτεί και διοριστεί στο πρωσικό δημόσιο.

Πνευματική κορύφωση

Το 1810 οι δυο φίλοι άρχισαν να οργανώνουν τις επόμενες κινήσεις τους. Αυτή την φορά οι σχεδιασμοί τους υπήρξαν εξαιρετικά εύστοχοι. Ωστόσο, το περιβάλλον τους ήταν ακόμη πιο εχθρικό από εκείνο των προηγούμενων ετών. Και τούτο, γιατί είχε επέλθει μια σημαντική πολιτική εξέλιξη. Ο βασιλιάς της Πρωσίας έπειτα από τη νέα νίκη των Γάλλων είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει σε όλες τις πιέσεις του φιλογαλλικού παράγοντα. Το τάγμα των ροδόσταυρων, μια μυστικιστική οργάνωση με συντηρητικό χαρακτήρα και δηλωμένη αντιπάθεια για τους ελευθεροτέκτονες, που βρισκόταν δίπλα του κι επηρέαζε την στάση του, παραμερίστηκε. Μια ομάδα προοδευτικών στρατιωτικών με επικεφαλής τον φον Χάρντενμπεργκ οργανώνοντας ένα κίνημα ανέλαβε την διοίκηση της χώρας κι άρχισε να εφαρμόζει αστικοδημοκρατικές πολιτικές. Ο Κλάιστ, ο Μύλλερ και οι υπόλοιποι συντηρητικοί εθνικιστές είχαν πλέον στραμμένη επάνω τους την προσοχή του κράτους. Τα περιθώρια ήταν μικρά και το δίλημμα μεγάλο. Κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί για αυτούς αν η σύγκρουση με την κυβέρνηση έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Ωστόσο, φάνηκε πως τέτοια διλήμματα ήταν αδύνατο να ανακόψουν την ορμή των ρομαντικών τους ιδιοσυγκρασιών.

Ο Κλάιστ μέσα στο 1810 έγραψε τρία έργα φανταστικής λογοτεχνίας, τα «Η ζητιάνα του Λοκάρνο», «Η Αγία Καικιλία» και «Μίχαελ Κόλχας». Το πρώτο είναι ένα μικρό γοτθικό διήγημα, το δεύτερο μια νουβέλα φαντασίας υποβλητικού τρόμου ενώ το τρίτο ένα ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία επικής φανταστικής λογοτεχνίας που περιέχει και πολιτικά μηνύματα. Το μυθιστορηματικό ύφος του Κλάιστ διαφέρει από το θεατρικό του. Στο θεατρικό είναι έντονο το συγκινησιακό στοιχείο ενώ στο μυθιστορηματικό ανιχνεύει κανείς τα βασικά γνωρίσματα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Μακροσκελείς φράσεις, καταιγισμός γεγονότων, σκοτεινή ατμόσφαιρα, αγωνιώδεις καταστάσεις αλλά και στιβαρή αφήγηση που δεν χάνει τον τελικό της προσανατολισμό.

Ο Κόλχας του μυθιστορήματος βασίζεται σε ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε στην Γερμανία την εποχή του Λούθηρου αλλά λεγόταν Χανς Κολχάζε. Το έργο βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα, τα οποία ο συγγραφέας βρήκε σε ένα χρονικό δημοσιευμένο το 1731. Η υπόθεση μοιάζει κάπως με εκείνη του «Ρομπέν των Δασών» κι έχει ως εξής. Ο Μίχαελ Κόλχας είναι ένας έντιμος και συνετός άνθρωπος που για κακή του τύχη ζητά μια δίκαιη αποζημίωση από έναν ευγενή. Αντί να την λάβει περιπαίζεται από το σύστημα εξουσίας και χλευάζεται από την κοινωνία. Αυτό τον κάνει έξω φρενών. Έτσι, παίρνει το νόμο στα χέρια του, γίνεται παράνομος και συγκροτεί μια ομάδα περιφερόμενων τιμωρών η οποία ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της αποδίδοντας δικαιοσύνη με το σπαθί. Ο ευγενής που τον αδίκησε, ο φον Τρόνκα, βλέπει τον πύργο του να παραδίδεται στις φλόγες και τρέχει να σωθεί στην πόλη Βίτεμπεργκ. Η ομάδα του Κόλχας τον ακολουθεί και κάνει την πόλη κόλαση! Η προσωπική διαφορά έχει γενικευθεί σε πόλεμο κατά της αδικίας. Ωστόσο, τα μέσα των τιμωρών είναι εξίσου σκληρά και πολλές φορές άδικα. Φωτιά και ατσάλι θερίζουν ενώ μοναχά στάχτες αφήνει πίσω το πέρασμά τους. Ο Λούθηρος τους παρακαλεί να σταματήσουν αλλά ένας δεύτερος αρχηγός εμφανίζεται και ρίχνει κι άλλο λάδι στην φωτιά. Τελικά, έχοντας αφήσει πίσω του ποτάμια αίματος, ο Κόλχας συλλαμβάνεται. Εκτελείται, αλλά πεθαίνει ευτυχισμένος γιατί απέδωσε δικαιοσύνη κι έχοντας μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια κληρικών του Λούθηρου. Μόλις πριν λίγο καιρό προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών η κινηματογραφική μεταφορά του έργου, σε σκηνοθεσία του Arnaud des Pallières, με πρωταγωνιστή τον επιβλητικό Μαντς Μίκελσεν.
 

Στο «Αγία Καικιλία» ένα μοναστήρι Καθολικών απειλείται από πλήθος Προτεσταντών, που έχουν αποφασίσει να επιτεθούν κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Τέσσερα αδέρφια αποτελούν τους αρχηγούς των επιτιθέμενων. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της Λειτουργίας ξαφνιάζουν τους πάντες καθώς αρχίζουν να προσεύχονται με αδιαμφισβήτητη πίστη όταν ακούνε το εκκλησιαστικό όργανο να παίζει την συνοδευτική μουσική σύνθεση. Οι υπόλοιποι Προτεστάντες έκπληκτοι ματαιώνουν την επίθεση. Τα αδέρφια συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με αυτό τον παράξενο τρόπο και οδηγούνται στο φρενοκομείο. Εκεί, κάθε νύχτα τραγουδούν με δαιμονικά παραμορφωμένη φωνή το Δόξα εν Υψίστοις. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι συνέβη. Ούτε και στο μοναστήρι μπορούν να καταλάβουν πως η μοναδική μοναχή που ήξερε να παίξει το εκκλησιαστικό όργανο, ενώ λίγο πριν ήταν ετοιμοθάνατη, κατάφερε να εμφανιστεί και να διευθύνει την Λειτουργία σα να ήταν υγιέστατη. Ταυτόχρονα, υπάρχουν αξιόπιστοι μάρτυρες που παίρνουν όρκο ότι η μοναχή δεν βγήκε στιγμή απ’ το κελί της και το βράδυ πέθανε. Το νεκρό κορμί της αποτελεί την αδιάψευστη απόδειξη της μαρτυρίας τους. Τι είχε συμβεί τελικά; Ο ρομαντικός λογοτέχνης δημιούργησε ένα γοητευτικά σκοτεινό έργο στο ύφος που πολλά χρόνια αργότερα κορυφαίοι συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Μάχεν και ο Χ. Φ. Λάβκραφτ θα οικοδομούσαν την δική τους παράδοση.

Την ίδια χρονιά ο Κλάιστ έγραψε το καταπληκτικό φιλοσοφικό δοκίμιο «Οι Μαριονέτες». Πρόκειται για το κείμενο που αποτυπώνει την ιδεαλιστική ρομαντική του κοσμοθέαση και αποτελεί οδηγό για την κατανόηση της ζωής και του έργου του. Σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή στον κόσμο της καθημερινότητας ο άνθρωπος βιώνει το Χάος των πρόσκαιρων και φαινομενικών καταστάσεων. Αν θελήσει να το υπερβεί και να έρθει σε επαφή με την κοσμική Τάξη και το θείον, θα πρέπει να αρχίσει την αναζήτηση σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Ωστόσο, σε αυτό το επίπεδο δεν θα τον οδηγήσει η εργαλειακή ορθολογιστική σκέψη αλλά η φωνή των πιο ενδόμυχων στοιχείων της ψυχής του. Ο δρόμος για την υπερβατικότητα βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου. Στο θέατρο της ύπαρξης τρεις είναι οι χαρακτηριστικές φιγούρες: Η μαριονέτα, που έχει τα χαρίσματα του αθώου αυθορμητισμού και της έλλειψης λογικής συνείδησης και αντανακλά τον άνθρωπο στην κατάσταση πριν την πτώση από την αγκαλιά του θείου. Η γήινη θεότητα, στην οποία συναίσθημα και λογική συνυπάρχουν σε μια αρμονική τελειότητα. Ανάμεσα στις δυο αυτές τέλειες φιγούρες στέκεται ο άνθρωπος. Ένα ατελές πλάσμα που διαθέτει κάτι απ’ την πρωταρχική αθωότητα αλλά και λίγο από την λογική συνείδηση. Αυτό το λογικό δυναμικό καθιστά σχεδόν αδύνατη την επανάκτηση της πρωταρχικής χαμένης αθωότητας της μαριονέτας. Ωστόσο, η έμφαση προς τα μέσα και η ανάδειξη του βαθέως «αθώου», αν συνδυαστεί στην κατάλληλη ισορροπία με την λογική, ίσως να ανοίξει το δρόμο για την μεταβολή του ανθρώπου σε γήινη θεότητα, σε φορέα Τάξης και θείου.

Το φθινόπωρο του 1810 γράφτηκε και το τελευταίο θεατρικό έργο του Κλάιστ. Ήταν «Ο Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ». «Ο Πρίγκιπας…», μολονότι είχε πολιτικό υπόβαθρο, τον έφερε σε σύγκρουση με τους αριστοκράτες συντηρητικούς του παλαιού τύπου. Οι τελευταίοι, προσκολλημένοι σε συμπαγή δόγματα καθώς ήταν, δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την πνευματική ριζοσπαστικότητα του έργου και να αντιληφθούν ότι αυτή θα δικαίωνε τον συγγραφέα του στο πέρασμα της ιστορίας.

Η σύγκρουση με την κυβέρνηση και το τέλος της ζωής του

Η δραστηριότητα του Κλάιστ όμως δεν σταμάτησε εκεί. Την πρώτη Οκτωβρίου του 1810 κυκλοφόρησε με τον Μύλλερ την καθημερινή εφημερίδα «Εσπερινά φύλλα του Βερολίνου». Η επίθεση κατά του φον Χάρντενμπεργκ και της φιλελεύθερης κυβέρνησης είχε ήδη αρχίσει. Με τον Μύλλερ να χτυπά μετωπικά τον φιλελευθερισμό στο πολιτικό-οικονομικό του σκέλος και τον Κλάιστ να καταγγέλλει το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής, η εφημερίδα προκάλεσε σεισμό και η επιτυχία της ήταν μεγάλη. Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι αν την άφηνε να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς θα μετατρεπόταν σε ένα αντιπολιτευτικό κάστρο, δεν άργησε να στρέψει εναντίον της την κρατική λογοκρισία. Με αφορμή καυστικά σχόλια του Κλάιστ κατά του Βίλχελμ Ίφλαντ, ο οποίος ήταν ο κεντρικότερος παράγοντας του θεατρικού γίγνεσθαι στο Βερολίνο, η κυβέρνηση απαγόρευσε σε όλες τις εφημερίδες την θεατρική κριτική! Ο Κλάιστ σταμάτησε να αρθρογραφεί αλλά και ο Μύλλερ δέχτηκε κυβερνητικές πιέσεις για να ρίξει τους τόνους. Τελικά, τα «Εσπερινά φύλλα του Βερολίνου» εξέπνευσαν τον Μάρτιο του 1811.

Οι δυο φίλοι, όμως, δεν το έβαλαν κάτω. Αρχικά κινητοποιήθηκαν προκειμένου να δημιουργήσουν έναν όμιλο σκέψης ομοϊδεατών τους. Όταν τα κατάφεραν ένας ρομαντικός κύκλος ριζοσπαστών συντηρητικών στοχαστών, που στις τάξεις του φιλοξένησε κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα του πνευματικού γερμανικού στερεώματος, είχε δημιουργηθεί. Δίπλα στους Μύλλερ και Κλάιστ πλέον στέκονταν ο φιλόσοφος Φίχτε, ο θεωρητικός του πολέμου φον Κλαούζεβιτς, ο διάσημος νομικός φον Σαβινύ και οι ρομαντικοί λογοτέχνες Κλέμενς Μπρεντάνο και Άχιμ φον Άρνιμ.

Η μαχητικότητα του Μύλλερ έκανε τον ηγέτη της συντηρητικής αντιπολίτευσης Φρειδερίκο φον ντερ Μάρβιτς να τον δεχτεί ως πολιτικό συνεργάτη. Ωστόσο, ο φιλελεύθερος καγκελάριος Χάρντενμπεργκ έθεσε εκτός νόμου την αντιπολίτευση κι έστειλε στην φυλακή τον Μάρβιτς. Αναπόφευκτα ο κύκλος των ριζοσπαστών εθνικιστών διαλύθηκε και τα μέλη του βρέθηκαν υπό διωγμό. Ο Μύλλερ μετατέθηκε στην Βιέννη. Αλλά κι από εκεί δεν σταμάτησε να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι σκόπευε να μετατρέψει την Πρωσία σε γαλλική καρικατούρα εμποτίζοντας το κράτος με το πνεύμα του υλισμού και τις διαλυτικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, ώσπου τελικά απολύθηκε οριστικά από το πρωσικό δημόσιο.

Ο Κλάιστ έμεινε χωρίς στήριξη στο Βερολίνο. Εκείνη την χρονιά έγραψε τρία λογοτεχνικά έργα, τα «Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομίνικο», «Ο έκθετος» και «Η μονομαχία». «Ο έκθετος» και τα «Αρραβωνιάσματα..» είναι θρίλερ χωρίς έντονα υπερφυσικά στοιχεία. «Η μονομαχία» αποτελεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ατμόσφαιρα θρίλερ και βασίζεται στο μυθιστόρημα «Persiles y Sigismunda» του Θερβάντες. Η επιτυχία που είχαν ήταν ικανοποιητική. Το κοινό τα αγάπησε κι ένας συλλογικός τόμος με αφηγήματα του Κλάιστ κυκλοφόρησε μέσα στο 1811. 
 

Ωστόσο, ο ίδιος έστρεφε την προσοχή κυρίως στο θέατρο και το καλοκαίρι του 1811 έζησε στο Βερολίνο απομονωμένος και γεμάτος απελπισία. Συναναστρεφόταν μόνο την ερωμένη του Ανριέττα Φόγκελ, μια χαρισματική τραγουδίστρια που του είχε γνωρίσει ο Άνταμ Μύλλερ. Η Φόγκελ ήταν καρκινοπαθής και οι γιατροί είχαν διαγνώσει ότι ο θάνατός της θα ερχόταν με οδυνηρό τρόπο. Ο μελαγχολικός ρομαντικός είχε βρει την συντροφιά που ζητούσε για να αποχωρήσει από αυτό τον κόσμο.

Στις 20 Νοεμβρίου το ζευγάρι κατευθύνθηκε με άμαξα προς το Πότσνταμ. Ένα μίλι έξω από την πόλη σταμάτησε στο πανδοχείο Zum Stimming, το οποίο βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Βαν. Την επόμενη μέρα ένας δασονόμος που ζούσε εκεί κοντά και μια υπηρέτρια της Φόγκελ άκουσαν δυο πυροβολισμούς. Όταν ο δασονόμος έφτασε στις όχθες βρήκε το πτώμα της Ανριέττας σε μια μακάρια στάση με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος του στήθους. Ο Κλάιστ την είχε πυροβολήσει στην καρδιά. Η ακρίβεια της βολής ήταν τέτοια που στο σώμα της δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες κηλίδες αίματος. Ο ίδιος είχε αυτοπυροβοληθεί έπειτα στο κεφάλι. Σε επιστολές που είχαν γράψει το προηγούμενο βράδυ εξηγούσαν τους λόγους της εκούσιας φυγής τους.  

Η Ουλρίκε Κλάιστ, έζησε το υπόλοιπο της ζωής της γεμάτη τύψεις για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει την αυτοκτονία του αδερφού της και δεν έπαψε στιγμή να καταγγέλλει τον Γκαίτε ως εκπρόσωπο του κατεστημένου που του έφραξε τον δρόμο της επιτυχίας. Λίγα χρόνια μετά την αυτοκτονία του ζευγαριού έχασε τα λογικά της. Η καημένη Ουλρίκε δεν μπορούσε να προβλέψει πως η ιστορία θα δικαίωνε με τον καλύτερο τρόπο το ταλέντο του αδερφού της.

Ο Κλάιστ στον 20ο αιώνα αναγνωρίστηκε ως ένας σπουδαίος λογοτέχνης του φανταστικού αλλά κυρίως ως ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της ιστορίας. Μάλιστα εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην αναγνώρισή του δεν ήταν μόνο οι κατά καιρούς νεορομαντικοί αλλά και κορυφαίοι εκπρόσωποι των καλλιτεχνικών κινημάτων της (avant garde) πρωτοπορίας. Τα έργα του έχουν παιχτεί πλέον σε μεγάλες θεατρικές σκηνές και μεταφέρονται στον κινηματογράφο.
 

Όσο για εμάς πέρα από την τέρψη που μας προσφέρει η ανάγνωση των κειμένων του ίσως θα πρέπει να μας κεντρίσει η πορεία της προσωπικής του ζωής πριν αποφασίσει να της δώσει αυτό το άδικο τέλος. Στην εποχή μας, που οι όροι έχουν αντιστραφεί και οι Γερμανοί δεν αναζητούν την υπεράσπιση της εθνικής τους ταυτότητας ενάντια σε μια ξένη νεωτεριστική κατοχή αλλά είναι πολίτες ενός κράτους που εφαρμόζει επεκτατικούς σχεδιασμούς για λογαριασμό των δυνάμεων που στην εποχή του Κλάιστ τους υποδούλωσαν, ενδεχομένως η στάση του σπουδαίου λογοτέχνη και των παλαιών εκείνων ρομαντικών να αποτελεί διδαχή ηθικής ακεραιότητας και αγωνιστικού πνεύματος.


Εικόνες:
1) και 5) Xάινριχ φον Κλάιστ
3) Άνταμ Μύλλερ
6) Peter Simonischek και August Diehl, στον Πρίγκιπα του Χόμπουργκ

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η P A L A D I N είπε..
Χμ... νομίζω πως ήρθε η ώρα να βρω αυτήν την ταινία με τον Μίκκελσεν...
Ωραίο άρθρο Σταμάτη.
Hail!
Παρασκευή, 04 Απριλίου, 2014

Ο/Η Χάρης είπε...
Κορυφαίος Ρομαντικός
Παρασκευή, 04 Απριλίου, 2014

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...



Ένα πολύ καλογραμμένο και πρωτότυπο άρθρο. Ο Σταμάτης δείχνει πως έχει, όχι μόνο πολύ καλή θεωρητική συγκρότηση, αλλά και την ευχέρεια να συνδυάζει διάφορες περιοχές της γνώσης - λογοτεχνία, πολιτική φιλοσοφία, εμπνευσμένη σύνδεση με τα σύγχρονα γεγονότα.
Κυριακή, 06 Απριλίου, 2014
 
Ο/Η Πολιτικάριος είπε...
Έχω πιά πειστεί ότι δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από τα γραπτά της ΦΛΕΦΑΛΟ και ειδικά ανθρώπων όπως ο Σταμάτης (χωρίς να θέλω να αδικήσω τους υπόλοιπους εξαίρετους αθρογράφους), για να γνωρίσει κάποιος την πλούσια ιστορία των ιδεών του Εθνικισμού, τα ιδεολογικά του ρεύματα και τις μεγάλες μορφές που διαμόρφωσαν όλο το θεωρητικό οικοδόμημα και κατά συνέπεια και την καλλιτεχνική του έκφραση. Είναι πολύ σημαντικό ότι έχουμε να κάνουμε με λόγιους μελετητές που έχουν εισχωρήσει σε βάθος στο αντικείμενό τους και έχουν όλη τη θεωρητική κατάρτιση για να συνδέσουν το κοινωνικόπολιτικό αυτό ρεύμα με την καλλιτεχνική του έκφραση που είναι ο Ρομαντισμός. Για να κατανοήσεις τη Φαντασία ως καλλιτεχνική δημιουργία και την αξία των διαφόρων μορφών της και της θεματολογίας της πρέπει να έχεις γνώση των ριζών της και των ιδεών που τις ενέπνευσαν.
Επίσης κείμενα σαν αυτό, για τις μεγάλες μορφές των διανοητών και συγγραφέων της Φανταστικής Λογοτεχνίας που είναι όμως ταυτόχρονα και φορείς (και διαμορφωτές) ιδεολογίας αποτελούν διττή απάντηση, τόσο σε όσους θεωρούν τη Φανταστική Λογοτεχνία μια "εύκολη απόδραση" που γράφεται σε λίγες μέρες και υπάρχει για να διαβάζεται στο Μετρό (που δυστυχώς υπάρχουν και τετοια παραδείγματα), όσο και σε όσους κατηγορούν συλλήβδην τους φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας ως "αμόρφωτα Ορκ". Οι διαμορφωτές ιδεολογιών δίνουν το παράδειγμα με τη ζωή τους και τις πράξεις τους.
Τρίτη, 08 Απριλίου, 2014
 
Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Paladin,
http://www.youtube.com/watch?v=9eAF9BXCAy0
a sample...
 
Χάρη και Δημήτρη... hail!
 
Πολιτικάριε, ευχαριστώ για το σχόλιο. Η τελευταία σου πρόταση είναι ρομαντική... είναι φ.λε.φα.λο.
Σάββατο, 12 Απριλίου, 2014


Διαγραφή

Η γοτθική ομάδα των Reflections στο club Death Disco




REFLECTIONS (anireta duma + g. safelas)
Κάθε Πέμπτη η ομάδα των Reflections πραγματοποιεί μια περιπετειώδη διαδρομή στις σκοτεινές πτυχές της τέχνης. Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:00 και η είσοδος είναι ελεύθερη.

Death Disco (Ψυρρή, Ωγύγου 16 και Λεπενιώτου 24)