Βαμπίρ, η πραγματικότητα μέσα στο Μύθο


Ένας από τους σημαντικότερους προβληματισμούς του ανθρωπίνου γένους αφορά τη μετά το θάνατο ζωή. Πρόκειται για ένα ζήτημα πανάρχαιο, πρωταρχικό και παντοτινό. Το ζήτημα αυτό έχει να κάνει με τον πρωταρχικό φόβο του ανθρώπου, που είναι ο Θάνατος. Κι ο φόβος του προσωπικού θανάτου ή η θλίψη για την αποχώρηση από τη ζωή αγαπημένων προσώπων, είχε ως αποτέλεσμα την αρχέγονη αναζήτηση σε ένα αναπάντητο ερώτημα. Υπάρχει ζωή μετά το Θάνατο ;

Ή μήπως το ερώτημα δεν παρέμεινε τελικά αναπάντητο; Μύθοι, θρησκείες και παραδόσεις έδωσαν τις δικές τους απαντήσεις. Οι απαντήσεις αυτές μπορεί να μην συνδέθηκαν με εμπειρικά, επιστημονικά δεδομένα, παρήγαγαν όμως τις δικές τους αλήθειες.

Η περίπτωση των «Βαμπίρ» αποτελεί ένα μικρό τμήμα της όλης προβληματικής σχετικά με τη ζωή μετά το θάνατο. Τα συναντά κανείς σε μυθολογίες, παραδόσεις και θρησκείες, τα συναντά κανείς σε διαφορετικές εποχές και κυρίως τα συναντούμε σήμερα στη συνολική σφαίρα του «Φανταστικού Πολιτισμού». Λογοτεχνικά κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, εικαστικά έργα και άλλες τέτοιες πολιτιστικές εκφράσεις, βρίθουν από τα πλάσματα που ζουν μετά το θάνατο και κρύβονται στις σκιές, περιμένοντας να ρουφήξουν το αίμα κάποιου ανυποψίαστου θύματος.

Υπάρχουν ιστορίες που μιλούν για τα φαντάσματα ως κακά πνεύματα των νεκρών, για τις μούμιες που ζωντανεύουν, για τα πλάσματα των λιμνών και των μαγεμένων βουνών, για τα νεκροταφεία όπου οι νεκροί βγαίνουν από τα φέρετρά τους και άλλα. Ωστόσο, το πλέον χαρακτηριστικό πρότυπο των βρικολάκων (βαμπίρ, βουρδουλάκων, ουμπίρ ή όπως αλλιώς αποκαλούνται ανά τόπο και παράδοση) τους θέλει να είναι όντα ανθρώπινα στην εξωτερική τους εμφάνιση, μα και αδίστακτα, τρομερά και απόκοσμα. Για τη συγγραφέα και ερευνήτρια της μυθολογίας των βαμπίρ Karen Thompson, οι βρικόλακες αντιπροσωπεύουν ένα φάντασμα, που έχει επιβληθεί μέσω του φόβου εδώ και αρκετούς αιώνες.

Παρά τις χωρικές και χρονικές αποστάσεις που χωρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς οι ιστορίες που αφορούν τα βαμπίρ, είναι εκπληκτικά ομοιόμορφες. Πολλές από αυτές προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Στην ελληνική περίπτωση έχουμε αρκετές παραδόσεις και λογοτεχνικές αναφορές σε βρικόλακες. Μια από αυτές αποτελεί ο μύθος της Λάμιας.

Πρόκειται για μια όμορφη βασίλισσα της Λιβύης, που είχε την ατυχία να γίνει ερωμένη του Δία. Ένα παιδί γεννήθηκε από την ένωσή τους και η αιώνια σύντροφος του Δια, η Ήρα, από το θυμό της έκλεψε το παιδί της Λάμιας. Θρηνώντας η νεαρή αυτοεξορίστηκε και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Τα χρόνια πέρασαν και η Λάμια ασχήμυνε. Μέσα στον πόνο της και την τρέλα που ακολούθησε την οικειοθελή απομόνωσή της, άρχισε να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα. Η νύχτα πλάκωσε την ψυχή της και το κακό την κατέλαβε. Μέσα στην παραφροσύνη της σέρνονταν τις νύχτες έξω από την κρυψώνα της για να κλέψει και να φάει τα νεογέννητα μωρά. Με το πέρασμα του χρόνου οι προτιμήσεις της επεκτάθηκαν στην αποπλάνηση νεαρών ανδρών, που τους σκότωνε είτε κάνοντας τους έρωτα μέχρις ότου πέθαιναν είτε πίνοντας το αίμα τους.

Αλλά και στην Οδύσσεια του Ομήρου, αναφέρεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφθηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να προσφέρει αίμα για τροφή στα πνεύματα των νεκρών, προκειμένου να μπορέσουν να του μιλήσουν. Ωστόσο, πέρα από τις μυθολογικές και λογοτεχνικές αναφορές στην Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη, υπήρχαν γιορτές, που είχαν κεντρικό θέμα την επιστροφή των νεκρών. Στη Ρώμη ήταν τα Lemuria και στην Ελλάδα τα Ανθεστήρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών τελούνταν θυσίες ζώων και ειδικές οικιακές τελετουργίες, για το καλωσόρισμα των νεκρών. Κάθε οικογένεια προετοίμαζε ιδιαίτερη υποδοχή για τους προγόνους της, παρασκευάζοντας τροφή και ποτό για να κατευναστεί η πείνα και η δίψα των φαντασμάτων για αίμα. Για να προστατευτούν από τα κακόβουλα πνεύματα τοποθετούσαν ή σχεδίαζαν φυλακτήρια στις πόρτες και τα παράθυρα. Οι Αθηναίοι έδεναν σχοινιά γύρω από τους ναούς τους, για να αποτρέψουν το μίασμα των ιερών από τους νεκρούς. Λέγεται ότι πριν αναχωρήσουν οι νεκροί για τον κάτω κόσμο, στο τέλος των εορτασμών προσπαθούσαν, να πάρουν μερικούς ζωντανούς μαζί τους. Συνεπώς, αν άκουγε κανείς το όνομά του μέσα στη νύχτα, δεν έπρεπε να απαντήσει. Στο τέλος της περιόδου των τριήμερων εορτασμών κάθε ρωμαϊκή ή ελληνική οικογένεια διοργάνωνε μια τελετή εξορκισμού, για να απελευθερώσει το σπίτι από τις ψυχές των νεκρών και να εξασφαλίσει ευλογία για το επόμενο έτος. Ο επικεφαλής της οικογένειας, που συνήθως ήταν ο γηραιότερος άντρας, αφού εξαγνιζόταν εκτελούσε την τελετή του εξορκισμού ρίχνοντας σπόρους πίσω του. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι αυτού του είδους την τελετή συναντάμε μέχρι και σήμερα σε λαούς όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες, που πιστεύουν στα καλά και τα κακά πνεύματα χιλιετίες τώρα.

Τόσο στην Αρχαία Ελλάδα όσο και σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης ( και μάλιστα μέχρι τους τελευταίους αιώνες) προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο. Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω του τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως «κύκλωση» με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρει τον δρόμο του πίσω στο σπίτι. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα, για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική.

Ακόμα για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της Κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος. Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διανοιχτεί. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος. Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και τα μέλη τους ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς, που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους.

Σε πολλές αρχαίες δοξασίες το είδωλο του καθρέπτη (όπως και κάθε αντανάκλαση) θεωρείτο έμψυχο. Αν το πνεύμα του νεκρού βρισκόταν κάπου κοντά, θα μπορούσε ίσως να κλέψει την ψυχή που απεικονιζόταν στον καθρέπτη και κατόπιν ο ζωντανός θα έπρεπε να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Ο καθρέφτης υποτίθεται ότι απεικονίζει την αλήθεια και το καλό. Συνεπώς κανένα βαμπίρ ή πνεύμα δεν μπορεί, να απεικονιστεί στον καθρέφτη.

Στη νεότερη ελληνική παράδοση βρικόλακας ή στοιχειό γίνεται ο πεθαμένος με βίαιο θάνατο, μαχαιρωμένος ή γκρεμισμένος από βράχο, ή αυτός που πάνω του όταν ήταν νεκρός είχε περάσει γάτα, ποντικός ή πουλί. Επίσης, βρικόλακας γίνεται ο νεκρός στον οποίο ο ιερέας δεν διάβασε ολόκληρη τη νεκρώσιμη ακολουθία ή αυτός που ο ιερέας τον είχε καταραστεί, να μη λιώσει. Το ίδιο και ο αφορισμένος, ο αναθεματισμένος, ο τοκογλύφος, ο φονιάς, ο αμαρτωλός και γενικά όποιος μολύνθηκε από βρικόλακα, έφαγε φαγητό μολυσμένο από αίμα βρικόλακα, τον δάγκωσε βρικόλακας αλλά κι αυτός που αγάπησε πολύ κάποιον και δεν μπορεί ούτε και μετά το θάνατό του να τον αποχωριστεί. Στη μεσαιωνική Ευρώπη χωριά ολόκληρα εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους για να γλιτώσουν από τους βρικόλακες, (ωστόσο, ιστορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι κάποιες φορές «τα βαμπίρ» ήταν ληστές μασκαρεμένοι).

Ανάμεσα σε όλη αυτή την πληθώρα των στοιχείων υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία από την Ελλάδα. Πρόκειται για τον θρύλο του «Θαλασσομάχου» από τη Σαντορίνη. Ο θρύλος θέλει τον Θαλασσομάχο, έναν γενναίο μαχητή της θάλασσας, ο οποίος παρόλο που είχε κάνει ευεργεσίες για τον τόπο, προδόθηκε, συνελήφθει και αποκεφαλίστηκε άδικα. Έτσι λοιπόν, σαν ακέφαλος κουρσάρος, έβγαινε μέσα από την θάλασσα, για να τρομάξει και συγχρόνως για να εκδικηθεί. Μόλις νύχτωνε για τα καλά, οι ντόπιοι κλειδαμπαρώνονταν μέσα στα σπίτια τους. Μάλιστα, όταν έβλεπαν και φωτάκια να κουνιούνται μέσα στο σκοτάδι ανεβαίνοντας τον Πύργο ή τον Αθηνιό (τοπωνύμια της περιοχής), τότε πλέον ήταν σίγουροι ότι ο Θαλασσομάχος είχε πάρει στο κυνήγι κάποιο δύστυχο που είχε ξεμείνει.

Ο πιο γνωστός θρύλος βρικόλακα που αφορά ιστορική προσωπικότητα είναι εκείνος του Κόμη Δράκουλα ή διαφορετικά του Βλαντ Τέπες (ή Τσέπες). H Tρανσυλβανία αποτελεί μια περιοχή της Ρουμανίας. Ο Βλαντ ο Τρίτος-Βλάντ ο Παλουκωτής-Δράκουλας-Drăculea στα Ρουμάνικα, ήταν πρίγκιπας της Βλαχίας και γεννήθηκε το 1431 στο φρούριο της πόλης Σιγκισοάρα στην Τρανσυλβανία. Ήταν ο δεύτερος γιος του Βλαντ ΙΙ Ντρακούλ, ο οποίος από το 1431αποτελούσε μέλος της «Τάξης του Δράκου (Order of the Dragon)», ενός χριστιανικού τάγματος που στόχο είχε να προστατεύσει την Ανατολική Ευρώπη από τους Οθωμανούς. Ο Βλαντ ο 3ος μυήθηκε στην «Τάξη..» στην ηλικία των 5 ετών. Επονομάστηκε Δράκουλας-Draculea, που σημαίνει γιος του δράκου. Οι ιστορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι αποτέλεσε έναν εξαιρετικό στρατιωτικό, σκληροτράχηλο ιππότη και βασιλιά, δίκαιο ηγέτη αλλά και απίστευτα σκληρό στις τιμωρίες του. Παροιμιώδεις ήταν κάποιες συμπεριφορές του, όπως για παράδειγμα η διαταγή του να παλουκωθούν 20.000 Τούρκοι στρατιώτες μαζί με τον επικεφαλής τους Χαμζά Πασά έξω από την πόλη Τιρκοβίστε. Ο Ιρλανδός λογοτέχνης Bram Stoker που στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτελούσε γνωστό εκφραστή του μεταρομαντικού λογοτεχνικού κόσμου της Βρετανίας, παίρνοντας ιστορικά στοιχεία από το βίο του πρίγκιπα και εμπνεόμενος από το μυστήριο που είχε απλωθεί εκείνη την εποχή γύρω από την περίπτωση του Τζακ του αντεροβγάλτη, κατόρθωσε ύστερα από αιώνες (και συγκεκριμένα το 1897) να ζωντανέψει τον Βλαντ Τσέπες ως βρικόλακα ενός εκ των κορυφαίων έργων της παγκόσμια λογοτεχνίας του φανταστικού. Η επιτυχία του βιβλίου το έφερε και στον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία με αυτό το θέμα ήταν το βουβό δράμα του Γερμανού σκηνοθέτη Φ. Β. Μουρνάου με τον τίτλο «Eine Symphonie des Grauens», του 1922. Ακολούθησε το θρυλικό «Ντράκουλα» με πρωταγωνιστή τον Ούγγρο Μπέλα Λουγκόζι, το 1931. Το 1958 τη σκυτάλη πήρε ο Κρίστοφερ Λι με την ταινία «Horror of Dracula». Ακολούθησαν άλλες επτά ταινίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Το 1979 γυρίστηκε το «Nosferatu, Phantom der Nacht» με τον Κλάους Κίνσκυ, ενώ το 1992 το χολυγουντιανό «B. Stokers, Dracula» του σκηνοθέτη Φ. Π. Κόπολα. Η ζωή του ιστορικού Δράκουλα αποδόθηκε στη ρουμανική ταινία «Βλαντ Τσέπες» των Μιρτσέα Μοχόρ και Ντόρου Ναστάσε, το 1976.

Ωστόσο, στο θέμα των βαμπίρ εκτός από τη μυθολογία, τις λαϊκές παραδόσεις και τις τέχνες, λόγο αναπτύσσει και η επιστήμη. Συγκεκριμένα, Ιταλοί ερευνητές υποστηρίζουν πως ανακάλυψαν στη Βενετία τα λείψανα γυναίκας βρικόλακα. Μιας γυναίκας που είχε ταφεί με ένα τούβλο στο στόμα της, πιθανότατα για να μην επιτεθεί στα θύματα της πανώλης, που σάρωσε την πόλη τον 16ο αιώνα. Στην Ευρώπη, που μαστίζονταν τότε από αρρώστιες όπως η Πανώλη και που η αποσύνθεση των πτωμάτων δεν γινόταν κατανοητή σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Ματέο Μπορίνι από το πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, πιστεύονταν πως ευθύνονταν τα βαμπίρ για το αποτρόπαιο αποτέλεσμα. Ο ίδιος μας λέει πως οι άνθρωποι για να εξοντώσουν νεκρούς που θεωρούσαν βαμπίρ, έβαζαν στο στόμα τους κάτι που δεν τρωγόταν, όπως για παράδειγμα τούβλα. Βέβαια, η πιο διαδεδομένη επιστημονική εξήγηση του φαινομένου προκρίνει την άποψη ότι η νεκροφάνεια, που στο παρελθόν δεν μπορούσε να εξηγηθεί, αποτελεί τον κύριο λόγω της διάδοσης τέτοιων δοξασιών.

Τόσο στις παραδόσεις όσο και στη λογοτεχνία οι βρικόλακες παρουσιάζονται ως ανθρωπόμορφα πλάσματα που κατέχουν ιδιαίτερες δυνάμεις, όπως η μεταμόρφωση σε ζώο (νυχτερίδα, λύκο, φίδι) η σε καπνό. Έχουν συνήθως στην εξωτερική τους εμφάνιση ξεκάθαρα ή υπαινικτικά στοιχεία που προκαλούν τρόμο και αποκαλύπτουν τις κακές προθέσεις τους, όπως για παράδειγμα μακριά νύχια, άγρια ή ψυχρά μάτια και υπερμεγέθεις κυνόδοντες. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού τα βαμπίρ άρχισαν να παίρνουν μέσα στα πλαίσια της ρομαντικής λογοτεχνίας (1750-1850). Με πρωτεργάτη τον Οράτιο Ουόλπολ, που στις αρχές της δεκαετίας του 1760 γέννησε από την πέννα του το ρεύμα της «γοτθικής νουβέλας», οι ρομαντικοί λογοτέχνες έφεραν το στοιχείο του τρόμου στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού στερεώματος. Στην εξέλιξη της ρομαντικής λογοτεχνίας τρόμου, οι βρικόλακες έκαναν την εμφάνισή τους, μέχρι που τελικά καθιερώθηκαν ως βασικοί χαρακτήρες μέχρι και τις ημέρες μας. Η παραγωγή γερμανικών και βρετανικών ρομαντικών έργων στα οποία συναντάμε βρικόλακες να πρωταγωνιστούν υπήρξε έντονη, ωστόσο και οι υπόλοιπες χώρες, στα πλαίσια της ρομαντικής τους δημιουργικότητας, δεν έμειναν πίσω.

Στη Γαλλία ο Θεόφιλος Γκωτιέ έγραψε το 1836 τη «Νεκρή Ερωμένη», όπου η πρώην εταίρα και μετέπειτα κληρονόμος ενός παλατιού Κλάριμοντ, αποτελεί μια από τις πλέον γοητευτικές και ηθικές γυναίκες βρικόλακες, που ερωτεύεται έναν νεαρό ιερέα. Τον κατακτά, ζουν τον έρωτά τους και κρατιέται ακμαία από το αίμα του. Δεν πίνει, όμως, πολύ για να μην του προκαλέσει προβλήματα υγείας. Μέσα σε ένα γοτθικό κλίμα ερωτισμού, μυστηρίου και τρόμου, το ζευγάρι ζει υπέροχες στιγμές, μέχρι που ο αββάς Σεραπίωνας ραντίζει με αγιασμό τον τάφο της Κλάριμοντ, σκοτώνοντάς τη για πάντα.

Στη Ρωσία ο Αλεξέι Κωνσταντίνοβιτς Τολστόι δημοσίευσε το 1841 τη νουβέλα «Βαμπίρ» (ή «Ουμπίρ» στα σλαβικά), στην οποία εξιστορεί τη δράση μιας ομάδας βρικολάκων που ανήκουν στην αριστοκρατική τάξη της χώρας. Οι περιγραφές των πλουσιοπάροχων χορών, που διοργάνωναν οι αριστοκράτες της εποχής, ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι σε ιταλικές πόλεις με αναγεννησιακή αύρα και οι συνομιλίες με φοβισμένους χωρικούς, καθώς επίσης και οι αιματηρές συνήθειες των Ρώσων βρικολάκων, συγκροτούν μια πολύ καλή λογοτεχνική περιπέτεια, που δυστυχώς σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστή στη χώρα μας.

Μετά το πέρας της ρομαντικής περιόδου και την κυκλοφορία του Ντράκουλα από τον Μπραμ Στόουκερ, οι βρικόλακες εκτός από βασικοί χαρακτήρες της νεότερης και της σύγχρονης λογοτεχνίας του φανταστικού, έγιναν σημείο αναφοράς επιπλέον καλλιτεχνικών εκφράσεων (από μουσικά σχήματα μέχρι παιχνίδια ρόλων). Πολλά λογοτεχνικά έργα με βρικόλακες πρωταγωνιστές μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη. Κάποια εξ αυτών αποτελούν τα best seller της Αnne Rice «Συνέντευξη με ένα Βρυκόλακα (Interview with the Vampire)» του 1976, «Ο Βρικόλακας Λεστάτ (The Vampire Lestat) του 1985 και «Η Βασίλισσα των καταραμμένων (The Queen of the Damned) του 1988, βάσει των οποίων γυρίστηκαν δυο κινηματογραφικές ταινίες, που είχαν μεγάλη επιτυχία. Τελευταία μεγάλη επιτυχία του είδους αποτελεί το «Λυκόφως» της Stephenie Meyer.

Ας αφήσουμε, όμως, τώρα τη φαντασία μας να ταξιδεύσει στους μαγικούς τόπους του φανταστικού και ας νιώσουμε κάτι από το συναισθηματικό κόσμο του βρικόλακα Moraine, που ζει κάπου στη μεσαιωνική Γαλλία. Όπως τον φαντάζομαι τουλάχιστον εγώ…

Το δωμάτιο του είναι αρκετά σκοτεινό, το μοναδικό φως έρχεται από ένα κερί στο μέσο του δωματίου, ακουμπισμένο πάνω σε ένα κέδρινο, καλαίσθητο γραφείο. Οι τοίχοι ζωντανεύουν κάτω από το φως του μικρού κεριού, σκιές υπερμεγέθεις τρεμοπαίζουν, πάλλονται ανήσυχα και σχηματίζουν αλλόκοτα σχήματα στις επιφάνειες του δωματίου. Κάπου στο βάθος βρίσκεται η προσωπογραφία μιας όμορφης και θλιμμένης αρχοντικής γυναίκας σε ένα κάδρο. Σπάνια βιβλία λογοτεχνίας κοσμούν τις δυο αντικριστές βιβλιοθήκες. Όμορφα καλλιτεχνικά δημιουργήματα κρέμονται πάνω απ’ το σβηστό εδώ και χρόνια τζάκι.

Η εικόνα του χώρου είναι θολή και συμπληρώνεται από την αίσθηση μιας υγρής και παγερής ατμόσφαιρας. Το μόνο που ακούγεται είναι ο ανατριχιαστικός θόρυβος μιας πένας που πότε σταματάει, πότε ξεκινάει και πότε βουλιάζει στο μελανοδοχείο μαζί με τη σκέψη του αφέντη της. Ενός αφέντη που γράφει συλλογισμένος, αναπολώντας το παρελθόν και πενθώντας για το μέλλον του. Αν μπορούσε να κλάψει, θα ανακάτευε το φρέσκο μελάνι, πιτσιλίζοντας το χαρτί με κάποιο δάκρυ του, χαρίζοντας ζωγραφιές από λεπτές γραμμές στο ποίημά του που έχει τίτλο “Παντοτινός”.

Φοβάμαι τον θάνατο.. Θέλω να ζήσω αιώνια.
Να περιδιαβαίνω τον κόσμο αλώβητος
απ’ τις πληγές, π’ αφήνει πίσω του ο χρόνος.
Ακόμη κι αν οι ίσκιοι χάσουν την υπόστασή τους,
εγώ να παραμείνω ακλόνητος και ζωντανός.
Δημιουργώντας σταθερά την μοίρα μου,
αδέσμευτος από τα “θέλω” και τα “πρέπει”
αυτού του τρωτού και μίζερου κόσμου.

Στο τέλος, αν υπάρξει ποτέ, θα είμαι ο πιο δυστυχής.
Αφού όσα έχω αγαπήσει και λατρέψει,
θα έχουν εξαφανιστεί ακόμη κι από τη θύμησή μου.
Και τα χρόνια θα περνάνε, μα εγώ θα παραμένω.
Ανίκητος για πάντα μα και αιώνια νικημένος.
Μα και πάλι εγώ θέλω να ζήσω για πάντα..
Αιώνια, παντοτινά, μέχρι το χείλος του κόσμου.
Ώσπου να έρθει εκείνη η ποθητή και μισητή ώρα,
που αφού δεν κρατεί τίποτα πραγματικά.

να ελευθερωθώ ευτυχισμένος…

Δημήτρης Σιάβας, ε. μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η PALADIN είπε...
Εξαιρετικό άρθρο. Πάντως για τα σημερινά δεδομένα έχω 2 παρατηρήσεις.

α)Τα σύγχρονα κινηματογραφικά βαμπίρ είναι πια φτηνιάρικα... δεν αποπνέουν τον γοτθικό φόβο των παλαιών... (βλέπε Twilight)

β)τα σύγχρονα πραγματικά βαμπίρ ρουφούν ενέργεια και σχεδόν μονοπωλούν τη μαχητική μας δράση.

Παρασκευή, 16 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Υπέροχο άρθρο, υπέροχο να είσαι Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ!

Σάββατο, 17 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Χάρης Παπαϊωάννου είπε...
Όντως τα σημερινά vamρires δεν είναι όπως τα παλιά, αλλά οι vamp γκοθούδες είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρουσες!

Κυριακή, 18 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Πολύ καλός ο Δημήτρης Σιάβας !

Ένα ακόμη ωραίο άρθρο !

Τετάρτη, 21 Μάρτιος, 2012

Ο Λόγιος και τα Φαντάσματα

Για όσους αρέσκονται στην ανάγνωση ιστοριών υπερφυσικού τρόμου, το όνομα του Montague Rhodes James (1862-1936) δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού. Πράγματι, ο Άγγλος συγγραφέας και οι μικρές ιστορίες φαντασμάτων (ghost stories) που μας χάρισε, κατέχουν εξέχουσα θέση στο χώρο της Φανταστικής Λογοτεχνίας. Μάλιστα η περίπτωση του M. R. James είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα αφού παρά τη φήμη που απολαμβάνουν σήμερα οι ιστορίες του και την επιρροή που έχουν ασκήσει, η συγγραφή τους αποτελούσε δευτερεύουσα ενασχόληση του. Και αυτό, διότι στην εποχή του ο James ήταν αναγνωρισμένος ακαδημαϊκός, αρχαιοδίφης και μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας και γραμματείας. Διετέλεσε κοσμήτορας στα πανεπιστήμια του Eton και του Cambridge και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούσαν θέματα όπως τα μεσαιωνικά χειρόγραφα, τα Βιβλικά απόκρυφα και η εκκλησιαστική ιστορία, με μεγάλο αριθμό σχετικών επιστημονικών δημοσιεύσεων. Ήταν χαρακτηριστική περίπτωση λόγιου που ένιωθε περισσότερο άνετα από οπουδήποτε αλλού μέσα σε μια βιβλιοθήκη μελετώντας παλιά χειρόγραφα. Δεν ήταν όμως απομονωμένος από το περιβάλλον του αλλά επρόκειτο για έναν ευχάριστο άνθρωπο, που απολάμβανε τις συζητήσεις και τα ταξίδια. Τις ιστορίες φαντασμάτων τις έγραφε περισσότερο για την ψυχαγωγία των φίλων του, στους οποίους συνήθιζε να τις διαβάζει στις γιορτές των Χριστουγέννων, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο υπό το φως ενός μοναδικού κεριού. Ωστόσο, το γεγονός πως ο στόχος των ιστοριών του ήταν ψυχαγωγικός δεν μειώνει σε καμία περίπτωση την αξία και τη σημασία τους.

O όρος «ιστορίες φαντασμάτων» μπορεί να ακούγεται ξεπερασμένος αλλά μην τον αφήσετε να σας ξεγελάσει. Δεν έχουμε να κάνουμε με κοινότοπα διηγήματα όπου σαβανωμένες μορφές σέρνουν τις αλυσίδες τους σε σκοτεινούς διαδρόμους. Ο James προχώρησε το ghost story πολύ πιο μακριά, δίνοντας σημασία στον υπαινιγμό και την υπονόμευση της καθημερινής πραγματικότητας από το υπερφυσικό, χαρακτηριστικό – κατά τη γνώμη του γράφοντος – απαραίτητο για την επιτυχία μιας ιστορίας υπερφυσικού τρόμου.

Εδώ αξίζει να κάνουμε μια παρένθεση. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς τρόμου αρέσκονται να περιγράφουν με λεπτομέρειες ακρωτηριασμούς, αιματηρές δολοφονίες και άλλες ακραίες καταστάσεις. Αντιθέτως, ο γράφων πιστεύει πως η πραγματική τέχνη του τρόμου βρίσκεται στον υπαινιγμό. Αυτό συμβαίνει διότι με το να υπαινίσσεται κάποιες καταστάσεις ο συγγραφέας – αντί να τις περιγράψει άμεσα – θέτει τη φαντασία του αναγνώστη σε λειτουργία, ώστε αυτή να δημιουργήσει την τελική εικόνα. Για παράδειγμα, διαβάζουμε σε μια ιστορία του James πως ο κόμης Magnus επισκέφτηκε την πόλη Chorazin για το Μαύρο Προσκύνημα και επέστρεψε φέρνοντας κάποιον ή κάτι μαζί του. Ο συγγραφέας δεν μπαίνει στη διαδικασία να ξεκαθαρίσει τί ήταν το Μαύρο Προσκύνημα ή τί ήταν αυτό το αινιγματικό “κάτι” που έφερε μαζί του ο κόμης. Μέσα σε μια σύντομη φράση όμως, δίνει το ερέθισμα που χρειάζεται η φαντασία του αναγνώστη για να ενεργοποιηθεί, να συμπληρώσει τα κενά και να σχηματίσει τις δικές της σκοτεινές και υποβλητικές εικόνες. Χωρίς εκτενείς περιγραφές, χωρίς διάθεση φτηνού εντυπωσιασμού, χωρίς κόπο, ο James πετυχαίνει να προκαλέσει ανησυχία και τρόμο και γι’ αυτό είναι ένας από τους αριστοτέχνες του είδους.

Οι ιστορίες φαντασμάτων του M. R. James κυκλοφόρησαν σε τέσσερις συλλογές: Ghost Stories of an Antiquary (1904), More Ghost Stories of an Antiquary (1911), A Thin Ghost (1919) και A Warning to the Curious (1925). Το 1931 κυκλοφόρησε το Τhe Collected Ghost Stories of M. R. James που συγκέντρωνε τα περιεχόμενα των τεσσάρων παραπάνω συλλογών και μερικά επιπλέον διηγήματα. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η πρώτη συλλογή με τον τίτλο Ιστορίες φαντασμάτων ενός αρχαιοδίφη από τις εκδόσεις Ars Nocturna.

Αν και – στα πλαίσια αυτού του άρθρου – σκοπός μας δεν είνι η ανάλυση αλλά μια σύντομη παρουσίαση του έργου του, έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως ο James έγραφε για πάρα πολύ τρομακτικά πράγματα χωρίς υστερίες και μελοδραματισμούς, με ένα ανάλαφρο ύφος που παραπέμπει σε φιλική συζήτηση. Σχετικά με τη φύση των φαντασμάτων, πίστευε πως οι υπερφυσικές οντότητες πρέπει απαραιτήτως να είναι εχθρικές απέναντι στον άνθρωπο ενώ άφηνε πολλά σημεία στις ιστορίες του χωρίς εξήγηση, μεγιστοποιώντας με τον τρόπο αυτόν την αβεβαιότητα του αναγνώστη. Επιπλέον φρόντιζε οι ιστορίες του να διανθίζονται με ένα διακριτικό χιούμορ ενώ πολύ συχνά έκανε χρήση σε αυτές των ακαδημαϊκών του γνώσεων. Ο ίδιος ο H. P. Lovecraft ήταν θαυμαστής του έργου του James για τον οποίο έγραψε πως είναι «προικισμένος με σχεδόν διαβολική δύναμη να προκαλεί φρίκη, ξεκινώντας από το κέντρο της πεζής καθημερινής ζωής και προχωρώντας με σιγανά βήματα».

Τί θα συναντήσει όμως ο αναγνώστης μέσα στις σελίδες των βιβλίων του Άγγλου συγγραφέα; Διαβάζοντας τις ιστορίες φαντασμάτων του James, διακρίνεται ένα βασικό μοτίβο που συναντάται σε πολλές από αυτές. Υπάρχει ένας ανυποψίαστος ήρωας που συνήθως είναι λόγιος ή αρχαιοδίφης (όπως ήταν και ο ίδιος ο James) ενώ η δράση εξελίσσεται σε ένα εξοχικό μέρος, σε μια αρχαία εκκλησία ή σε μια παλιά πόλη. Ο ήρωας ανακαλύπτει κάποιο αρχαίο αντικείμενο και η ανακάλυψη αυτή δρομολογεί μια σειρά γεγονότων με το υπερφυσικό στην αρχή να εισχωρεί αδιόρατα στην καθημερινότητα του ήρωα και να τη διαταράσσει σταδιακά, για να οδηγηθούμε πολύ γρήγορα στην κορύφωση, όπου επέρχεται η πλήρης ρήξη με την ασφάλεια του κόσμου μας και ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με την εκδήλωση του κακόβουλου και απειλητικού φαντάσματος. Ίσως η πιο αντιπροσωπευτική ιστορία του James – η οποία ενσωματώνει όλα τα παραπάνω στοιχεία - είναι το “Oh whistle, and I’ll come to you, my lad”, στο οποίο ο ήρωας ανακαλύπτει μια αρχαία σφυρίχτρα σε κάποια ερείπια μιας μονής των Ναϊτών που βρίσκεται στην αγγλική εξοχή και αφού κάνει το λάθος να την χρησιμοποιήσει, προκαλεί την εμφάνιση ενός από τα πιο αλησμόνητα φαντάσματα στην ιστορία της Φανταστικής Λογοτεχνίας. Στο Canon Alberic’s scrapbook, το αντικείμενο που προκαλεί την εμφάνιση της μοχθηρής υπερφυσικής οντότητας είναι ένα παλιό λεύκωμα, στο The uncommon prayer-book ένα προσευχητάρι, στο A warning to the curious ένα αρχαίο αγγλοσαξονικό στέμμα το οποίο ξεθάβει ο απερίσκεπτος ήρωας, ενώ στο The diary of Mr Poynter ένα παλιό ύφασμα με διακοσμητικό σχέδιο.

Ωστόσο, η κορυφαία δημιουργία του James ξεφεύγει από το παραπάνω μοτίβο. Πρόκειται για το διήγημα Count Magnus. Σε αυτό, ο συγγραφέας, κύριος Wraxall, ταξιδεύει στη Σουηδία και μελετάει τα αρχεία μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, προκειμένου να αντλήσει υλικό για ένα βιβλίο του. Κατά την διάρκεια της έρευνας του συναρπάζεται με την προσωπικότητα ενός προγόνου της οικογένειας, του μυστηριώδη κόμη Magnus για τον οποίο κυκλοφορούν πολλές σκοτεινές φήμες. Τελικά ο – εδώ και αιώνες – νεκρός κόμης με τον αποτρόπαιος υπηρέτης του, θα ανταποδώσουν το ενδιαφέρον του κυρίου Wraxall με ολέθριες συνέπειες για τον τελευταίο. Η περιγραφή της ανάγλυφης παράστασης στη σαρκοφάγο του κόμη, η αφήγηση του πανδοχέα για την τύχη των δύο χωρικών που αποφάσισαν να κυνηγήσουν μέσα στο δάσος το οποίο ανήκε στον νεκρό γαιοκτήμονα, η συγκλονιστική τελευταία επίσκεψη του κυρίου Wraxall στο μαυσωλείο και τα τελικά αποσπάσματα από τις σημειώσεις του, είναι μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν το Count Magnus έναν θρίαμβο της λογοτεχνίας τρόμου.

Στο διήγημα Casting the runes – στο οποίο βασίστηκε η κλασική ταινία τρόμου Night of the demon – κυριαρχεί η μορφή του διαβολικού κου Karswell που αποζητά να εκδικηθεί με υπερφυσικά μέσα τον κύριο Dunning που απέρριψε ένα βιβλίο του πάνω στην αλχημεία. Πέρα από την ενδιαφέρουσα βασική πλοκή της ιστορίας, ξεχωρίζουν η περιγραφή της σκοτεινής παράστασης που στήνει ο Karswell για τα παιδάκια της γειτονιάς του από καθαρή μοχθηρότητα προκειμένου να τα τρομάξει και η τελική, αινιγματική αναφορά σε κάτι δυσοίωνο που ακούστηκε να λέει ένα άλλο θύμα του Karswell στον ύπνο του (φυσικά δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ήταν αυτό).

Από τις πιο δυνατές ιστορίες του James είναι και το A view from a hill όπου ένα περίεργο ζευγάρι κιάλια γίνεται η αφορμή για να μάθουμε πως ο κύριος Baxter προσπάθησε να δει μέσα από τα μάτια των νεκρών και πως αυτοί τελικά τον εκδικήθηκαν. Αν και ο James θεωρούσε πως οι υπερβολικές περιγραφές βίας πρέπει να αποφεύγονται, στα διηγήματα Lost hearts και An evening’s entertainment υπάρχει αρκετό αίμα. Ειδικά το πρώτο με τον αποκρυφιστή που αφαιρεί τις καρδιές από μικρά παιδιά ενώ αυτά είναι ακόμα ζωντανά, είναι από τις πιο «ενοχλητικές» ιστορίες του συγγραφέα.

Άλλες αξιόλογες ιστορίες του James είναι τα The stalls of Barchester cathedral και An episode of cathedral history, όπου ο χώρος εκδήλωσης των εκδικητικών φαντασμάτων είναι ένας παλιός καθεδρικός ναός, το Number 13 με το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου που δεν θα έπρεπε να υπάρχει και τον ενοχλητικό ένοικο του, το The treasure of abbot Thomas στο οποίο ένα πράγμα φρουρεί τον θησαυρό του ηγούμενου μέσα στο πηγάδι, το The story of a disappearance and an appearance με την περιγραφή του αλλόκοτου και τρομακτικού ονείρου. Και φυσικά το έργο του James δεν εξαντλείται στα παραπάνω διηγήματα αφού όλες οι ιστορίες που έγραψε, ακόμα και αυτές που είναι πιο αδύναμες, παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Απομένει στον αναγνώστη να τις ανακαλύψει και να βυθιστεί σε έναν κόσμο σκοτεινών νύξεων και απειλητικών υπερφυσικών παρουσιών.

Κλείνοντας το άρθρο αυτό, μπορούμε να πούμε πως δικαίως ο M. R. James εξακολουθεί να θεωρείται σήμερα – 75 χρόνια μετά τον θάνατο του – ο σπουδαιότερος συγγραφέας ιστοριών με φαντάσματα. Τα έργα του συνεχίζουν να εκδίδονται και να προκαλούν ανατριχίλες ενώ το στυλ που καθιέρωσε έχει επηρεάσει πάρα πολλούς συγγραφείς του χώρου. Φαντάζομαι πως ο ίδιος ο James βρίσκεται κάπου πέρα από τον Χώρο και τον Χρόνο παρέα με τον Blackwood, τον Machen, τον Lovecraft και πολλούς άλλους μεγάλους του Φανταστικού, συγκεντρωμένοι σε κάποιο μυστικό, μισοφωτισμένο δωμάτιο, να αφηγούνται σκοτεινές ιστορίες ο ένας στον άλλον. Εμείς παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτή τη διάσταση και συνεχίζουμε την περιπλάνηση μας, αναζητώντας το παράξενο και το τρομακτικό με μόνη συντροφιά τα βιβλία τους και τα οράματα τους. Ο δρόμος μας είναι ακόμα μακρύς...

''Κιμμέριος'', μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :

Ο/Η Lord Ruthven είπε..
Εξαιρετικό άρθρο για μια μεγάλη μορφή του Φανταστικού. Ο άνθρωπος από την αυγή της ιστορίας έχει ως κινητήρια δύναμή του τη φόβο της θνητότητας. Η γνώση οτι αναπόφευκτα θα έρθει το τέλος είναι αυτή που ωθεί το άτομο να ενεργοποιήσει τη φαντασία του, να παράξει πολιτισμό, να σκεφτεί και να διανοηθεί, να προσπαθήσει να κάνει πράξη τις ιδέες του μέσα στον περιορισμένο του χρόνο. Φιλοδοξία του είναι να αφήσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενεές το έργο του και μέσω αυτού να αποκτήσει ίσως ένα είδος αθανασίας. Η ικανότητα να ολοκληρώσεις στόχους και έργα μέσα στη ζωή σου γίνεται βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όμως ο θάνατος είναι και κάτι το τρομέρο και ανεξερεύνητο, κάτι από το οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να γυρίσει. Είναι αφύσικο να γυρίζεις από το θάνατο και αν το κάνεις εμποτίζεσαι με την αύρα του παραλόγου, αλλοτριώνεσαι, χάνεις την επαφή με ο,τι αγαπούσες και θεωρούσες δικό σου. Αν έχεις επιστρέψει σημαίνει οτι έχεις αφήσει εκκρεμότητες που δεν ολοκλήρωσες μέσα στον χρόνο που σου δόθηκε. Άρα, αφού η περιορισμένη διάρκεια είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που ορίζει την έννοια Άνθρωπος, κατά μια έννοια έχεις αποτύχει ως ανθρώπινη φύση στο θεμελιακό επίπεδο, είσαι κατά την αγγλοσαξωνική ορολογία abomination. Δεν έχει σημασία αν κάτι σου στέρησε τη ζωή πολύ πριν τη φυσιολογική λήξη της. Οι άνθρωποι φοβούνται πολύ αυτό που αισθάνονται οτι μπορεί να συμβεί και στους ίδιους, νιώθωντας ένα ανάμεικτο συναίσθημα τρόμου προς μια ενδεχόμενη παρόμοια δικιά τους μοίρα και μια απέχθεια και αποστροφή προς το άτομο που απέτυχε να ικανοποιήσει τη φύση του. Από την άλλη, οι νεκροί που αισθάνονται ενστικτωδώς την αποτυχία τους και την περιφρόνηση των ζωντανών, γίνονται όντα γεμάτα μίσος για όσους θα έχουν έστω την ευκαιρία να πετύχουν όσα εκεί δεν κατάφεραν και καταλήγουν να απολαμβάνουν να προκαλούν στους άλλους τον τρόμο οτι θα καταλήξουν σαν και αυτούς.

Αυτή η φοβία των εκκρεμοτήτων είναι που δημιουργεί τη φοβία προς το φάντασμα, όχι ο φόβος οτι θα μας σκοτώσει, αλλά οτι θα το κάνει πριν τελειώσουμε τις υποθέσεις μας σε αυτόν τον κόσμο, αναγκάζοντάς μας να γίνουμε σαν και αυτό. Αυτή η φοβία αλλά και η υποσυνείδητη βεβαιότητα οτι θέλει να το κάνει για να απλώσει την υπέρτατη και αιώνια δυστυχία που το ίδιο νιώθει.
Τετάρτη, 07 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Είναι γνώρισμα του Κιμμέριου να αποκαλύπτει λογοτεχνικά διαμάντια στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό..
Τετάρτη, 07 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Πολύ καλό άρθρο. Θυμάμαι τον Μάγκνους από τις ανθολογίες ωρόρα...
GUARDIAN LORD
Παρασκευή, 09 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Χάρης είπε...
Ωραία παρουσίαση ενός σχεδόν άγνωστου στην Ελλάδα λογοτέχνη. Μπράβο.
Σάββατο, 10 Μάρτιος, 2012

Ο/Η PALADIN είπε...
Χαιρετώ τη Λέσχη των πραγματιστών των μύθων και τον Κιμμέριο με τους σπουδαίους λογοτέχνες που μας γνωρίζει...
Κυριακή, 11 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Ένα πολύ καλό άρθρο, που άρεσε πολύ - αν κρίνουμε και από τα πολλά likes που απέσπασε στο facebook :)

Ο Κιμμέριος είναι ένας από τους πιο βαθύς γνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας, μελετητής της στις πρωτότυπες γλώσσες...
Κυριακή, 11 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση του κειμένου μου και για τα καλά σας λόγια παίδες! Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάλυση του Lord Ruthven. Τον χαιρετισμό μου σε όλους!!
Κιμμέριος
Κυριακή, 11 Μάρτιος, 2012

Απόκριες στην Πλάκα

Σήμερα, η αναφορά στην αισθητική των αποκριάτικων εορτασμών φέρνει στο νου κυρίως δυο περιπτώσεις. Εκείνη του βραζιλιάνικου κι εκείνη του βενετσιάνικου καρναβαλιού. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, στην χώρα δηλαδή του χοντροκομμένου υλισμού, της ακαλαίσθητης επιδεικτικότητας, της τυραννίας των media και της «άκαπνης» ηδονοβλεπτικής λαγνείας, ήταν αναμενόμενο να επικρατήσουν οι επιρροές του καρναβαλιού της Βραζιλίας. Κακόγουστες στολές, λατινική μουσική, χαοτική νυκτερινή «διασκέδαση» και άλλα σχετικά κληροδότησε στον δύσμοιρο τόπο μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως αποκριάτικά χαρακτηριστικά, η κουλτούρα του μεταπολιτευτικού καθεστώτος.

Από την μεριά μου οφείλω να δηλώσω ότι δεν έχω ταξιδεύσει σε καμιά από τις δυο χώρες για να παρακολουθήσω από κοντά τις αποκριάτικες εκδηλώσεις τους. Εντούτοις, δεν νομίζω ότι χρειάζεται κανείς να το κάνει προκειμένου να αντιληφθεί ότι το καρναβάλι που εκφράζει την ευρωπαϊκή ταυτότητα και την υψηλή ρομαντική αισθητική είναι αυτό της Βενετίας. Αριστοκρατική λεπτότητα, μεσαιωνική ομορφιά, γοτθικό μυστήριο.

Αυτή η αύρα ρομαντισμού πιστεύω ότι διαπερνά τον κάθε πραγματικό Έλληνα Ευρωπαίο (και όχι τον αμερικανόδουλο, ελληναρά της European Union) όταν έρχεται σε επαφή με τις εικόνες, τις περιγραφές και τις ιστορικές αναφορές του βενετσιάνικου καρναβαλιού, καθώς επίσης και άλλων αποκριάτικων εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται σε ιταλικές πόλεις.

Η αίσθηση αυτή γίνεται ακόμη πιο έντονη για όποιον έχει διαβάσει το διήγημα που ο Μαμούτος «προπαγανδίζει» με ζήλο ως ιδανικό ανάγνωσμα για αυτή την εποχή, το οποίο δεν είναι άλλο από το «Πριγκίπισσα Μπραμπίλα» του Ε.Τ.Α Χόφμαν[1]. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία έργα του Γερμανού ρομαντικού, που θεωρείται ο πατέρας του «υποβλητικού τρόμου», του «μαγικού ρεαλισμού» και άλλων λογοτεχνικών ρευμάτων του Φανταστικού. Η υπόθεσή του διαδραματίζεται στην προνεωτερική Ρώμη κατά την διάρκεια του καρναβαλιού, όπου τσαρλατάνοι, εύθυμοι μασκαράδες, αληθινοί και ψεύτικοι πρίγκιπες, μάγοι και γελωτοποιοί επιστρατεύονται από τον συγγραφέα προκειμένου να συνθέσει μια έξοχη νουβέλα υπερβατικού ρομαντισμού.

Ωστόσο, εκτός από την λογοτεχνική του αξία το κείμενο μας βοηθά να καταλάβουμε το πώς γινόταν αντιληπτό το καρναβάλι σε προνεωτερικές εποχές. Επρόκειτο για έναν ζωντανό Μύθο, για έναν συλλογικό ενθουσιασμό που νοηματοδοτούσε την ζωή των ανθρώπων. Με τον ίδιο τρόπο βιωνόταν το καρναβάλι και στην μη νεωτερικοποιημένη Ελλάδα των παππούδων, ενδεχομένως και των γονιών μας σε κάποιες περιπτώσεις. Οι μαρτυρίες των παλαιότερων για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις αποκαλύπτουν μια αίσθηση ζωής, που στην σημερινή εποχή έχει χαθεί.

Βεβαίως, υπάρχουν ακόμη ζωντανές παραδόσεις σε πολλές ελληνικές επαρχίες. Εκτιμώ, όμως, ότι, αποκομμένες καθώς είναι από τον κεντρικό ρυθμό της ζωής, μοιάζουν περισσότερο με τυπικά τελετουργικά μνήμης (που σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζουν τα όρια του «φολκλόρ»), παρά με ουσιαστικές εκδηλώσεις ζωτικότητας και βουλητικής έντασης. Στο αστικό κέντρο των Αθηνών, οι αποκριές έχουν συνδεθεί με τα δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στην συνοικία της Πλάκας.

Όντας μέλος της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, έχω βρεθεί πάρα πολλές φορές στην κεντρική αυτή συνοικία που αποτελεί «έδρα» και «στέκι» της Λέσχης μας. Οι ιστορίες που έχω ακούσει από τους κατοίκους και όσους εργάζονται στην περιοχή για τις αποκριάτικες εκδηλώσεις οι οποίες λάμβαναν χώρα στην ιστορική αυτή συνοικία δεν μπορούν παρά να με γεμίζουν νοσταλγία. Νοσταλγία για ένα ρομαντικό μέλλον, εφόσον το παρελθόν ζει μοναχά μέσα από τις αφηγήσεις των παλαιότερων.

Βρισκόμενη στη ρίζα του ιερού βράχου η Πλάκα διατηρεί ακόμη και σήμερα κάτι από την αύρα των αρχαίων καιρών. Στις αποκριάτικες εκδηλώσεις που λάμβαναν χώρα εκεί, αισθητικές της προ-τραγικής αρχαιότητας αναμιγνύονταν με τρόπους της νεότερης αστικής ηθογραφίας. Στα πλακιώτικα καπηλειά, κατά την διάρκεια της αποκριάς, ο θεός Πάνας με τους ακόλουθούς του συναντούσαν τον μπαρμπα-Γιάννη με τα κανάτια και τους ρομαντικούς ξενύχτηδες.

Η πραγματικότητα αυτή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, άρχισε να αλλάζει δραματικά κατά την δεκαετία του ’70. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια μέχρι να σβήσει το παραδοσιακό πνεύμα και να αρχίσει να ξεφτίζει η πλακιώτικη αποκριάτικη ατμόσφαιρα.

Σήμερα η Πλάκα αποτελεί μια ήσυχη γειτονιά στην οποία ζουν αρκετά από τα καθάρματα του ελληνικού επιχειρηματικού και mediaκου κόσμου. Τα καπηλειά, οι μπουάτ και τα ταβερνεία, έχοντας χάσει, στον μεγαλύτερο βαθμό, την ταυτότητά τους ζουν από τον θερινό τουρισμό. Ωστόσο, η τραυματισμένη θανάσιμα από την μεταπολιτευτική αλητεία πόλη των Αθηνών, κατά το τελευταίο σαββατοκύριακο της αποκριάς, προσπάθησε να μαζέψει όσες δυνάμεις τις είχαν απομείνει για να τιμήσει το έθιμο.

Η Πλάκα γέμισε κόσμο μετά από πολύ καιρό. Μπορεί τα περισσότερα καταστήματα να είχαν κατεβάσει τα ρολά τους λόγω της κρίσης και να άπλωναν ένα σκιερό πεδίο παγωνιάς στα πλακόστρωτα σοκάκια, μπορεί στα πρόσωπα του κόσμου να διαγραφόταν η κατήφεια της εποχής, μπορεί η ουσία του εθίμου να έχει αντικατασταθεί από την μόδα, μπορεί ο Ρίτσαρντ – το πιο ιστορικό «καμάκι» της Πλάκας - με τα φωσφορίζοντα τραγίσια κέρατα και τα φορεμένα πάνω από το παντελόνι σκανδαλιστικά, υπερμεγέθη, πλαστικά γεννητικά όργανα να έχει απολυθεί αφήνοντας την οδό Μνησικλέους ελεύθερη για τον γυναικείο πληθυσμό, εντούτοις οι Αθηναίοι ήταν εκεί, οι πιτσιρικάδες με τα πλαστικά ρόπαλα έδωσαν τις μάχες τους, οι δρόμοι γέμισαν κομφετί.

Ελπίζοντας, ενδεχομένως μάταια αλλά με αμείωτη ένταση, σε μια ρομαντική επανάσταση κατά του κόσμου της Νεωτερικότητας, κρατώ τις εικόνες της σαββατιάτικης Πλάκας στο νου μου και εύχομαι καλή συνέχεια και χρόνια πολλά σε όλους τους Έλληνες ρομαντικούς.

Ίωνας Αλβέριχος, μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

Σημειώσεις:
[1] Ε.Τ.Α Χόφμαν, «Πριγκίπισσα Μπραμπίλα», μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1998.


- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :








Ο/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Δυνατή επιστροφή.

Hail!
Τετάρτη, 29 Φεβρουάριος, 2012

Ο/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
«Το πλήθος είχε δίκιο, γιατί η πομπή που ανηφόριζε αργά δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί παρά ως η πιο παράξενη μασκαράτα που είχαν δει ποτέ. Πάνω σε δώδεκα μικρούς χιονάτους μονόκερους με χρυσές οπλές κάθονταν κουκουλωμένα με ατλαζένια ντόμινο πλάσματα που έπαιζαν όμορφα ασημένιες φλογέρες ή χτυπούσαν κύμβαλα και μικρά ταμπούρλα… Πίσω από αυτούς, δύο τεράστιοι στρουθοκάμηλοι έσερναν, στερεωμένη πάνω σε τροχούς, μια αστραφτερή χρυσή τουλίπα όπου καθόταν ένα γέρικο ανθρωπάκι με μακριά λευκή γενειάδα… Με κάτι τεράστια γυαλιά στην μύτη, διάβαζε πολύ προσεχτικά ένα τεράστιο βιβλίο που είχε ανοιγμένο μπροστά του. Τον ακολουθούσαν δώδεκα καλοντυμένοι αράπηδες…»

- Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ’’Πριγκίπισσα Μπραμπίλα’’

Είθε οι αποκριές και η μασκαράτα να παραμείνουν ζωντανές καταλαμβάνοντας τον χώρο που τους ανήκει, ως χαρούμενο παιχνίδι και απελευθερωτική γιορτή, και όχι ως μόνιμο χαρακτηριστικό της καθημερινότητάς μας.

Nice to have you back, Ίωνα :)
Τετάρτη, 29 Φεβρουάριος, 2012

Ο/Η Χάρης είπε...
Μπορεί οι αποκριές να πέρασαν, αλλά το στέκι στην Πλάκα παραμένει εδώ και χρόνια!

Αργασταρά, αυτό το απόσπασμα με τους αράπηδες στο τέλος μου ακούγεται κάπως.. χα, χα! Ξέρω κι εγώ κάποια ανέκδοτα με αυτούς
Τετάρτη, 29 Φεβρουάριος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Ωραίο κείμενο ! Η Πλάκα είναι η πιο όμορφη γειτονιά της Αθήνας, αν και δυστυχώς δεν έχω βρεθεί εκεί κατά τη διάρκεια των Αποκριών. Και έλεος πια με το βραζιλιάνικο τσοντοκαρναβάλι !

Χαιρετισμούς !

Κιμμέριος
Πέμπτη, 01 Μάρτιος, 2012

Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Χαίρε Ίωνα, δεν έχω την παραμικρή εμπειρία για τις Απόκριες στην Πλάκα, όμως εδώ στα μέρη μου θυμάμαι πολύ ξύλο στους δρόμους τα 2 Σ/Κ πριν την Κ.Δευτέρα.

Θυμάμαι όμως πριν 3 χρόνια - τέτοια εποχή - που κατέβηκα σε κλαμπ της πόλης ντυμένος Ναϊτης και είχαν ψαρώσει όλοι... ;)

GUARDIAN LORD
Πέμπτη, 01 Μάρτιος, 2012