του Σταμάτη Μαμούτου
Όπως έχω γράψει και σε παλαιότερα άρθρα, μια από τις αγαπημένες μου συνήθειες είναι το περπάτημα στους δρόμους του κέντρου των Αθηνών. Ίσως αυτό να οφείλεται στην θέα των διάσπαρτων αρχαιολογικών μνημείων, που με κάνει να ταξιδεύω νοερά στον χρόνο προσπαθώντας να συνθέσω με την φαντασία μια -φευγαλέα έστω- εικόνα της αρχαίας πόλης. Ίσως πάλι να είναι εκείνο το συναίσθημα της νοσταλγίας, το αναβλύζον γλυκό δέος, που απλώνεται στην καρδιά όταν διαβαίνω τις οδούς στις οποίες -από καιρούς παλαιούς μέχρι και κάποιες δεκαετίες πριν- φιλοξενήθηκαν τα φημισμένα λογοτεχνικά καφενεία, οι μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις, τα θέατρα και τα δισκοπωλεία, τα αδιόρατα αλλά υπαρκτά ίχνη της ιστορίας αυτού του τόπου.
Ποιος ξέρει; Ίσως να είναι τα παραπάνω ή κάποια μυστικά που ψιθυρίζει στην ψυχή των αισθαντικών διαβατών η αύρα των δρόμων, εκείνα τα οποία μεταρσιώνουν το περπάτημα σε μια υπερβατική εμπειρία.
Το κέντρο των Αθηνών, μια γκρίζα και μουντή επιφάνεια. Κι όμως, κάτω από την τωρινή της όψη ακούγονται ακόμη οι σφυγμοί της καρδιάς του έθνους. Και οι δρόμοι, οι πολύβουες αρτηρίες απλωμένες ως τα απώτατα όρια του αστικού όλου, άρτο και οίνο, αίμα αιθέριο προσφέρουν από την ρέουσα ζωή τους να κοινωνήσουν οι διψασμένοι για πατριδογνωσία και αλήθεια. Μετάληψη μνήμης, από αυτά που πέρασαν αλλά δεν χάθηκαν, περιμένοντας να αποκαλυφθούν κάτω απ’ τις πτυχές του πέπλου της ιστορίας, για εμάς τους τελευταίους ρομαντικούς.
Στέκομαι απέναντι απ’ την πύλη του Αδριανού. Ο δρόμος έχει ελαφρά κατηφορική κλίση. Πατώ στο νοητό άκρο της αρχαίας συνοικίας του Αλίκοκκου. Της ιστορικής, κατά την νεώτερη εποχή, Πλάκας.
Ποιος άραγε γνωρίζει τι σήμαινε η ονομασία Αλίκοκκου; Κανείς, μέχρι σήμερα, δεν έχει απαντήσει. Το όνομα αυτό, αχνό απομεινάρι μιας ξεχασμένης εποχής. Ευτυχώς, χάρη στον Δημήτρη Καμπούρογλου, δεν συνέβη το ίδιο και με εκείνο της Πλάκας. Μια Πλάκα, μεγάλη και κάτασπρη, στερεωμένη στην διασταύρωση των οδών Κυδαθηναίων και Αδριανού, ήταν ο λόγος που σύμφωνα με τον αθηναιογράφο πήρε το όνομα αυτό όλη η συνοικία.
Γέρνω στο πλάι και στηρίζω τον ώμο μου σε έναν γέρικο τοίχο. Η υγρασία περνά στο κορμί μου σαν φίλημα δροσιάς. Τα αυτοκίνητα, ανεβοκατεβαίνοντας από την λεωφόρο Συγγρού στο κέντρο, επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή μου με τα φασαριόζικα μουγκρητά τους. Μάταια! Η ματιά μου ταξιδεύει απέναντι. Με τους τροχούς της μνήμης και τα φτερά της φαντασίας αγκαλιάζει την πύλη του Αδριανού και εισχωρεί στα ιστορικά πεδία που οι αντανακλάσεις του απογευματινού ήλιου ανασύρουν από την αχλή του χρόνου.
Πολλά χρόνια πριν, όταν βασιλιάς της μόλις απελευθερωμένης χώρας μας ήταν ο Όθωνας, στο σημείο όπου τώρα ταξιδεύει η ματιά μου είχαν εγκατασταθεί κάποιοι παράξενοι έμποροι. Οι περισσότεροι κατάγονταν απ’ την Μάλτα και πωλούσαν τις λεγόμενες μαλτεζόπλακες. Τι ήταν αυτές; Οικοδομικά υλικά της εποχής, χρήσιμα για την μόνωση ταρατσών.
Όταν οι Μαλτέζοι μπάρκαραν στον Πειραιά ξεφόρτωναν τις μαλτεζόπλακες και τις μετέφεραν προς πώληση εμπρός από τους στύλους του Ολυμπίου Διός και γύρω από την πύλη του Αδριανού. Ωστόσο, αυτή ήταν μια φαινομενική εργασία ικανή να καλύπτει τον πραγματικό λόγο της παρουσίας τους στην πρωτεύουσα. Και τούτος δεν ήταν άλλος από το πλέξιμο ισχυρών δικτύων αρχαιοκαπηλίας. Θαυμαστής ομορφιάς αρχαιότητες ξεριζώνονταν απ’ την αισθητική τους μήτρα για να μεταφερθούν με τα μαλτέζικα καράβια σε σαλόνια πλουσίων της δυτικής Ευρώπης.
Όμως, εκείνη η εποχή διέθετε κάποιους αληθινούς άντρες. Διέθετε, επίσης, ένα ακηδεμόνευτο από κόμματα και μεστό από εθνικιστική ενέργεια φοιτητικό κίνημα. Όταν, λοιπόν, η φήμη των Μαλτέζων αρχαιοκαπήλων απλώθηκε, αρκετοί Αθηναίοι αγνόησαν τις διστακτικές ελλαδικές αρχές και ξεκίνησαν να παρακολουθούν τους ύποπτους ξένους.
Ένας από αυτούς, ονόματι Ντομένικο Τσερούνια, έγινε αντιληπτός από ομάδα φοιτητών να μεταφέρει στο καράβι του κλεμμένες αρχαιότητες. Αμέσως τότε, οι φοιτητές τον ακολούθησαν και μόλις τον είδαν να ανεβαίνει στο πλοίο επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, το κατέλαβαν και κατέστρεψαν ό,τι υπήρχε γύρω τους. Πέταξαν στο νερό ακόμη και τις μαλτεζόπλακες που ο Τσερούνια δεν είχε προλάβει να ξεφορτώσει. Αφού του πήραν τα αρχαία ευρήματα επέστρεψαν στην πύλη του Αδριανού, όπου με μια γενική έφοδο κυνήγησαν όλους τους Μαλτέζους κι έσπασαν τις μαλτεζόπλακές τους.
Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που οι αρχαιοκάπηλοι από το μικρό νησιωτικό βασίλειο βρέθηκαν στην Ελλάδα. Το δίκτυό τους διαλύθηκε και η Αθήνα απαλλάχθηκε από την παρουσία τους. Εκείνη ήταν η πρώτη χρονιά που στην ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε η παροιμιώδης φράση «σπάσαμε πλάκα». Φραστική ανάμνηση του παθήματος κάποιων κατεργάρηδων.
Κι εγώ, αμετανόητος εραστής της μνήμης, ταξιδευτής της φαντασίας και περιπλανώμενος φύλακας του ελληνικού Ρομαντισμού, γυρεύω -στέκοντας γυρτός στον δροσερό τοίχο- να ακούσω τις φωνές των παλιών εκείνων φοιτητών. Τα λόγια και τις μουσικές από την ραψωδία των δρόμων.
Σχόλια:
Υπέροχο κείμενο που αναβλύζει θύμησες της παλαιάς Αθήνας.
Νοσταλγική διάθεση και λυρικός πεσιμισμός συνθέτουν τα θραύσματα ενός πολιτισμικού ασυνείδητου.
Τότε που κάποιοι φοιτητές είχαν το αίσθημα του καθήκοντος.
Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας να εισέλθουν οι νεωτεριστές, όχι εμείς..
Για πάντα Ρομαντικοί.
Νοσταλγική διάθεση και λυρικός πεσιμισμός συνθέτουν τα θραύσματα ενός πολιτισμικού ασυνείδητου.
Τότε που κάποιοι φοιτητές είχαν το αίσθημα του καθήκοντος.
Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας να εισέλθουν οι νεωτεριστές, όχι εμείς..
Για πάντα Ρομαντικοί.
I have exactly the same attitude here, walking around Rome :)
Λυρικος και ταξιδιωτης ο Σταμάτης.πολυ καλο οπως παντα αδερφε.σε χαιρετω.χαρη στο μπλογκ σου γεμιζει το διαδικτυο
Φίλιππε, το ίδιο υπέροχο είναι και το σχόλιό σου!
Bruno, in Greece, in Italy, in Europe..Romanticism for ever!
Δημήτρη, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
Bruno, in Greece, in Italy, in Europe..Romanticism for ever!
Δημήτρη, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!