Ο Ρομαντισμός ενάντια στον κόσμο της Νεωτερικότητας

                                                του Σταμάτη Μαμούτου

                                                          Το ιστορικό πλαίσιο


Είμαι της άποψης ότι ένα άρθρο που αφορά τον Ρομαντισμό ίσως είναι ορθό να  ξεκινήσει από κάποια ερωτήματα. Τι είναι Ρομαντισμός; Ένα κίνημα; Ένα καλλιτεχνικό ρεύμα; Μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι υπάρχουν σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες που ξεπήδησαν από τα πλαίσιά του; Ποια η σχέση του με τη νεότερη λογοτεχνία του φανταστικού; Αυτά τα ερωτήματα απασχόλησαν τους περισσότερους μελετητές που έστρεψαν την προσοχή τους κατά καιρούς στον Ρομαντισμό. Εκτίμηση μου είναι ότι η σωστή απάντηση στο ερώτημα αν ο Ρομαντισμός αποτελεί ένα κίνημα ή ένα καλλιτεχνικό ρεύμα βρίσκεται πέρα κι από τις δυο αυτές υποθέσεις. Οι περισσότεροι ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Ρομαντισμός αποτελεί μια συνολική κοσμοθέαση από τα πλαίσια της οποίας εκρέουν φιλοσοφικές, πολιτικές, εικαστικές και λογοτεχνικές εκφράσεις. 


Οι αφετηρίες του ρομαντικού φαινομένου τοποθετούνται από τις περισσότερες έρευνες στα τέλη του 18ου αιώνα ενώ το τέλος του στο πρώτο μισό του 19ου. Ωστόσο, εδώ θα προβάλω και την πρώτη μου ένσταση. Άποψή μου είναι πως θα έπρεπε τα χρονικά όρια να μετακινηθούν στα μέσα του 18ου αιώνα για την αρχή και στα μέσα του 19ου για το τέλος της εποχής του Ρομαντισμού. Δεν θα αναλύσω επί μακρόν την εκτίμησή μου αυτή γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στη νοηματική διάρρηξη αυτού του άρθρου. Θα αρκεστώ απλά να σημειώσω ότι από την δεκαετία του 1750 κι έπειτα ήρθαν μαζικά στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού πνευματικού γίγνεσθαι φιλοσοφικές αναλύσεις, πολιτικές προτάσεις, εικαστικές δημιουργίες και λογοτεχνικά έργα, τα οποία εξέφρασαν το πνεύμα της ρομαντικής κοσμοαντίληψης[1], πράγμα που με κάνει να υποθέτω με σχετική ασφάλεια ότι μπορούμε να θεωρούμε ως εποχή του Ρομαντισμού την εκατονταετία 1750 με 1850.

Έχοντας κατά νου όλα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Ρομαντισμός δεν εμφανίστηκε στην ευρωπαϊκή ιστορία ως συγκροτημένη ενιαία πνευματική ενότητα. Αντιθέτως, οι εκφραστές του απέκτησαν συνείδηση της κοινής τους ρομαντικής κοσμοθέασης κατά την εξέλιξη της δραστηριοποίησής τους. Οι αφετηρίες του Ρομαντισμού ανιχνεύονται στην διάθεση ορισμένων στοχαστών να διαφοροποιηθούν από τα πρότυπα του Διαφωτισμού που κυριαρχούσαν κατά τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη.



                       Η αντίθεση στον Διαφωτισμό και ο Ρομαντισμός ως κοσμοθέαση
Ο Διαφωτισμός αποτέλεσε κι αυτός μια ευρεία κοσμοθέαση με επιμέρους εκφράσεις. Τα δυο κύρια φιλοσοφικά του ρεύματα ήταν ο γαλλικός υλισμός και ο βρετανικός εμπειρισμός. Επιγραμματικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως οι περισσότεροι διαφωτιστές θεωρούσαν ότι ο κόσμος βασίζεται σε καθολικούς νόμους οι οποίοι μπορούν να γίνουν ανακαλύψιμοι από τον άνθρωπο με την χρήση της λογικής και την εφαρμογή των επιστημονικών μεθόδων. Σε εκδοχές του βρετανικού εμπειρισμού η βασική παραδοχή ήταν η ίδια αλλά ως όργανα της ανθρώπινης αντίληψης, πέρα από την λογική, προκρίνονταν και οι αισθήσεις. Πέρα πάντως από τον υλισμό και τον εμπειρισμό ένα ακόμη κύριο γνώρισμα του Διαφωτισμού υπήρξε κι ο ατομικισμός. Η ανθρωπολογία του Διαφωτισμού εκκινούσε από την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος στην «φυσική» του κατάσταση είναι προορισμένος να ζει μόνος και μακριά από τους άλλους συνανθρώπους του.

Μέσω του εργαλειακού ορθολογισμού, του εμπειρισμού, της μαθηματικής αντίληψης των πραγμάτων, του ατομικισμού και της οικουμενικής φύσης των οργανωτικών τύπων της ζωής, ο Διαφωτισμός μόλις επικράτησε ως φιλοσοφική τάση, από το δεύτερο μισό του 17ου ως και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, μετασχημάτισε τον τρόπο ζωής των Ευρωπαίων. Η αρχαία σοφία τέθηκε στο περιθώριο, η παράδοση θεωρήθηκε ως φορέας επικίνδυνων αναχρονισμών, η καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργικότητα υποβιβάστηκε σε δευτερεύοντα ρόλο εμπρός στην πρωτοκαθεδρία της επιστήμης και η φαντασία εξοστρακίστηκε στο όνομα του ρεαλισμού.

Στο πολιτικό επίπεδο οι διαφωτιστές έδωσαν έμφαση στην προώθηση της θεωρίας του φιλελευθερισμού και της καθολικής επικράτησης του νέου αστικού κράτους. Αν και σε ορισμένους διαφωτιστές η καθαρότητα των προαναφερθέντων γνωρισμάτων δεν ήταν επαρκώς διακριτή[2], συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο Διαφωτισμός κατέστη το πλαίσιο ιδεών στο οποίο αρθρώθηκε ο κόσμος της Νεωτερικότητας[3].

Ίσως αυτό να είναι και το κατάλληλο σημείο προκειμένου να αρχίσουμε την ψηλάφηση του ρομαντικού φαινομένου. Η ρομαντική αντίληψη είχε τις ρίζες της στην πεποίθηση ότι ο κόσμος της Νεωτερικότητας έλαβε εξ’ αρχής στρεβλό προσανατολισμό, χωρίς να περιλαμβάνει κάποιες πρωταρχικές αξίες. Εισερχόμενα στη νεωτερική εποχή τα ευρωπαϊκά έθνη αναγκάστηκαν να εγκλωβιστούν σε έναν τρόπο ζωής εντελώς ξένο προς τον παραδοσιακό τους βίο. Η κυριαρχία των αγορών επάνω στις κοινωνίες, η προβολή του ανταγωνιστικού ατομικιστικού προτύπου έναντι του πατροπαράδοτου κοινοτισμού, οι γραφειοκρατικές δομές του νέου κράτους, το πρότυπο του παγκόσμιου πολίτη, όλα αυτά και πολλά ακόμη χαρακτηριστικά της νεωτερικής εποχής αποτέλεσαν τομές που αποδείχτηκαν ασύμβατες με το πνεύμα του Ρομαντισμού.



Στόχος των ρομαντικών ήταν ο προσανατολισμός του ανθρώπου όχι στο ωφελιμιστικό επίπεδο της καθημερινής υλικής εμπειρίας (στο οποίο είχε αναγκαστεί να προσγειωθεί έπειτα από την επικράτηση του Διαφωτισμού) αλλά σε πεδία αρχετυπικά. Είναι σαφές πως το φιλοσοφικό υπόβαθρο του Ρομαντισμού ήταν ιδεαλιστικό. Όπως στον αρχαιοελληνικό πλατωνισμό έτσι και στον Ρομαντισμό θεωρείτο δεδομένο ότι πέραν του περιβάλλοντος της φθαρτής καθημερινής διαβίωσης απλωνόταν ένα πεδίο αρχετυπικό όπου οι αξίες και τα σχήματά του ήταν παντοτινά και αναλλοίωτα. Και στις δυο περιπτώσεις ο σκοπός του ανθρώπου όφειλε να είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανάταση του καθημερινού βίου προς το αρχετυπικό πεδίο.

Τόσο στον αρχαιοελληνικό όσο και στον ρομαντικό ιδεαλισμό επικράτησε η αντίληψη ότι μόνον ορισμένοι εκλεκτοί άνθρωποι διέθεταν την ικανότητα να συλλαμβάνουν κάτι από το πεδίο των αρχετύπων. Κοινή, επίσης, υπήρξε και η θέση ότι αποστολή αυτών των ανθρώπων δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την αποτύπωση των υπερβατικών τους εμπειριών στο περιβάλλον της καθημερινότητας, προκειμένου να οδηγήσουν τον ανθρώπινο βίο σε ανώτερα σχήματα ζωής. Η μόνη κεντρική τους διαφορά ήταν η εξής. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα εκείνοι οι οποίοι έχουν πρόσβαση στον «κόσμο των ιδεών» είναι οι φιλόσοφοι που ενεργοποιούν τον λογικό τους νου και γνωρίζουν άριστα μαθηματικά (εξ ου και το πρότυπο του φιλοσόφου-βασιλιά, το οποίο αναδύθηκε από την πλατωνική πολιτική θεωρία). Αντίθετα οι ρομαντικοί υποστήριζαν ότι μόνον οι άνθρωποι των τεχνών με την δυναμική της φαντασίας τους καταφέρνουν να αποσπάσουν σχήματα του «ιδεατού». Η αντικατάσταση της ψυχρής λογικής και της στατικότητας των μαθηματικών από την φλογερή ορμή και την κίνηση του φανταστικού συνιστά την μετάθεση του ιδεαλισμού σε ένα πιο επαναστατικό επίπεδο μέσα στο ρομαντικό πλαίσιο. Σύμφωνα με την ρομαντική ενόραση ο πνευματικός ήρωας έπρεπε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τα δεσμά του υλικού κόσμου εκμεταλλευόμενος την δύναμη της φαντασίας και να χρησιμοποιήσει αυτή την δύναμη για να μετασχηματίσει τον κόσμο σε κάτι ανώτερο.

Ωστόσο, όταν οι ρομαντικοί αναφέρονταν στην φαντασία δεν εννοούσαν μοναχά την δυνατότητα του νου να αναπλάθει εικόνες. Σίγουρα της αναγνώριζαν και αυτή την ικανότητα, όμως, κυρίως ως φαντασία γινόταν αντιληπτή η πρωτογενής πνευματική δύναμη του ανθρώπου. Προέκυψε έτσι η τομή της φαντασίας σε δυο επίπεδα. Ως πρωτογενής φαντασία θεωρήθηκε η πνευματική ικανότητα του ανθρώπου να υπερβαίνει τα κοινά μέτρα και να έρχεται σε επαφή με το «Απόλυτο» και τον κόσμο των αρχετύπων ενώ ως δευτερογενής φαντασία η όμορφη αλλά απλή ανάπλαση μη πραγματικών εικόνων. Ένας εκ των σημαντικότερων Βρετανών ρομαντικών, ο Σάμουελ Τ. Κόλλερτιζ στο έργο του που έφερε τον τίτλο Biographia Literraria αποτύπωσε την διάκριση μεταξύ της δημιουργικής φαντασίας (imagination) η οποία εκφράζει αυτή την συνθετική και κύρια λειτουργία του ανθρωπίνου πνεύματος και της δευτερεύουσας φαντασίας (fancy) που αποτελεί το παιχνίδισμα του νου με τα συγκεκριμένα πράγματα του πεπερασμένου κόσμου. 


Η Λίλιαν Φουρστ στο εξαιρετικό της έργο της «Η προοπτική του ρομαντισμού» αναλύει επιτυχώς τις δυνάμεις της ρομαντικής φαντασίας, διατηρώντας την βασική τομή πρωτογενούς/ δευτερογενούς φαντασίας και διακρίνοντας στην πρώτη τρία είδη. Το πρώτο επίπεδο της πρωτογενούς φαντασίας εμπεριέχει την «ενοποιητική» δύναμη της φαντασίας. Πρόκειται για τη δύναμη του ρομαντικού ποιητή να «αγκαλιάσει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, διαμορφώνοντάς την και μετατρέποντάς την σε μιαν αρμονική, όμορφη ενότητα[4]». Πέρα από την ενοποιητική δύναμη της φαντασίας, η οποία ενώνει ποικίλα σχήματα σε ένα αρμονικό σύνολο, στο ίδιο επίπεδο (εκείνο της πρωτογενούς φαντασίας δηλαδή), εκδηλώνονται και άλλες δυο δυνάμεις. Η  «μεσολαβητική» και η «τροποποιητική». Η «μεσολαβητική» δύναμη αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ του υλικού και του υπερβατικού κόσμου και η «τροποποιητική» είναι η δύναμη του μετασχηματισμού και της δημιουργίας των νέων σχημάτων.

Σύμφωνα με τους ρομαντικούς η φαντασία αποτελεί την ανώτερη νοητική δύναμη του ανθρώπου. Απόρροια αυτής της κεντρικής θέσης ήταν να αποκτήσουν ιδιαίτερη αξία ως πηγές πνευματικότητας οι μύθοι, οι λαϊκές παραδόσεις και τα συναισθήματα.

                                       Ρομαντισμός και λογοτεχνία του φανταστικού
Η προαναφερθείσα έμφαση των ρομαντικών στην μυθολογία, τους λαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις γονιμοποιήθηκε στο πεδίο της λογοτεχνίας. Αποτέλεσμα αυτής της γονιμοποίησης ήταν η έξαρση της ρομαντικής δημιουργικότητας έργων της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τα περισσότερα ρεύματα της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας όπως το γοτθικό μυθιστόρημα, το επικό μυθιστόρημα, το ιστορικό μυθιστόρημα, η επιστημονική φαντασία, ο μαγικός ρεαλισμός και το μυθιστόρημα υπερφυσικού τρόμου προέκυψαν από τα πλαίσια του Ρομαντισμού.

Ο Ρομαντισμός αναπτύχθηκε σε επιμέρους εθνικές συνιστώσες. Κυριότερες εξ αυτών ήταν η γερμανική και η βρετανική. Αυτή η πολλαπλότητα οδήγησε αρκετούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ενιαίος Ρομαντισμός και συνεπώς δεν θα πρέπει να μιλάμε για Ρομαντισμό αλλά για Ρομαντισμούς[5]. Άλλοι πάλι διαφώνησαν και υποστήριξαν το αντίθετο. Χωρίς να αρνούνται τις όποιες επιμέρους δευτερεύουσες διαφορές, εστίασαν στον κοινό πυρήνα της ρομαντικής κοσμοθέασης και ανέδειξαν την ενότητά της. Άποψή μου είναι ότι οι δεύτεροι έχουν δίκιο. Κύριοι εκφραστές αυτής της θέσης ήταν οι Μ. Άμπραμς, Ρ. Βέλλεκ και Μ. Πέκχαμ. Ο Ρενέ Βέλλεκ στο έργο «Theconcept of Romanticism in literary history» το 1949 παρουσίασε τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά στα οποία δομείται η ρομαντική ενότητα: την φαντασία, τον μύθο, την φύση και το σύμβολο.




Μολονότι αναδείχτηκαν σημαντικοί ρομαντικοί λογοτέχνες, θεωρητικοί και καλλιτέχνες στην Βρετανία και την Γαλλία, η Γερμανία θεωρείται δικαιολογημένα «πρωτεύουσα» του ρομαντικού κινήματος. Οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που χάρισαν το ιδεαλιστικό φιλοσοφικό υπόβαθρο στην ρομαντική κοσμοθέαση. Παρότι οι απαρχές του ανιχνεύονται σε στοχαστές όπως ο Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν και ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, ο γερμανικός Ρομαντισμός ανήλθε στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού πολιτιστικού γίγνεσθαι στα τέλη του 18ου αιώνα με την «σχολή της Ιένας». Την εν λόγω σχολή δημιούργησαν ποιητές-φιλόσοφοι όπως οι αδελφοί Σλέγκελ, ο Νοβάλις και ο Λούντβηχ Τηκ, πνευματικοί άντρες δηλαδή που προίκισαν την ευρωπαϊκή γραμματεία με κομψοτεχνήματα του γραπτού λόγου κι έστρεψαν προς την κατεύθυνση των ενοράσεών τους τον ιστορικό ρου της λογοτεχνίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα η σκυτάλη του γερμανικού Ρομαντισμού πέρασε στην «σχολή της Χαϊδελβέργης» και σε λογοτέχνες όπως ο Κλέμενς Μπρεντάνο κι ο Άχιμ φον Άρνιμ. Η σχολή της «Χαιδελβέργης» συνέχισε την παράδοση της φανταστικής λογοτεχνίας ενώ την ίδια εποχή οι αδελφοί Γκριμ έγραψαν την πασίγνωστη συλλογή παραμυθιών, ο Χάινριχ φον Κλάιστ εμπνεύστηκε σπουδαία θεατρικά και όμορφες νουβέλες του φανταστικού κι ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν χάρισε στο αναγνωστικό κοινό καταπληκτικές νουβέλες υπερφυσικού τρόμου.

Στην Βρετανία οι πρώτες ρομαντικές εκφράσεις αποτυπώθηκαν μέσω της φανταστικής λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα τα «Ποιήματα του Οσσιάν»  από τον Μακφέρσον δημοσιεύθηκαν το 1762. Η γοτθική νουβέλα που έφερε τον τίτλο «Το κάστρο του Οτράντο» γράφτηκε από τον Οράτιο Ουόλπολ το 1764. Έπειτα ακολούθησαν αρκετοί λογοτέχνες γοτθικών μυθιστορημάτων ενώ ο Ουίλιαμ Μπλέηκ αναστάτωσε τον συμβατικό πνευματικό κόσμο της Αγγλίας με τις εικαστικές και ποιητικές ενοράσεις του. Στο τέλος του 19ου αιώνα ήρθαν στο προσκήνιο οι επονομαζόμενοι «λιμναίοι» ρομαντικοί. Επρόκειτο για τους Σάμουελ Τ. Κόλλεριτζ, Ρόμπερτ Σάουθεϊ και Ουίλιαμ Γουέρτσγουορθ. Ήταν αυτοί που υιοθέτησαν το υπόβαθρο των Γερμανών ρομαντικών κι έδωσαν στην βρετανική εκδοχή του Ρομαντισμού ιδεαλιστικό βάθος. Στο ρομαντικό ρεύμα εντάχθηκε και η ομάδα των Βύρωνα, Σέλλεϋ και Κητς. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Κάρολος Ντίκενς και ο Τζων Ράσκιν συνέχιζαν να γράφουν λογοτεχνικά έργα του φανταστικού ενώ μετά το 1850 επίκεντρο της ρομαντικής κινητοποίησης έγινε η «Αδελφότητα των Προραφαηλιτών» στην οποία συνασπίστηκαν λογοτέχνες και καλλιτέχνες όλων των ρομαντικών πολιτικών τάσεων.

Στην γαλλική εκδοχή του Ρομαντισμού δεν υπήρχε σε μεγάλο βαθμό το ιδεαλιστικό υπόβαθρο που συναντήσαμε στην Γερμανία και την Βρετανία. Αυτό δεν εμπόδισε πάντως συγγραφείς όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο Βίκτωρ Ουγκό και ο Θεόφιλος Γκωτιέ να δημιούργησαν κάποια από τα κορυφαία έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. 


Ρομαντικά κινήματα εμφανίστηκαν και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα ο ρομαντικός άνεμος έφτασε με χρονική καθυστέρηση λόγω του οθωμανικού ζυγού και σάρωσε την πνευματική ζωή του τόπου περίπου στα μισά του 19ου αιώνα για να κοπάσει κατά την δεκαετία του 1880. Κύριοι εκφραστές του ήταν οι λογοτέχνες Διονύσιος Σολωμός, Αντρέας Κάλβος, Αχιλλέας Παράσχος, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, Παναγιώτης και Αλέξανδρος Σούτσος. Στην ιστοριογραφία εμβληματικό υπήρξε το έργο των Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και Μάρκου Ρενιέρη ενώ στην λαογραφία σημαντική ήταν η συνεισφορά του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου.

                                                       Πολιτικός  Ρομαντισμός
Η σχέση της ρομαντικής λογοτεχνίας με το φανταστικό υπήρξε αναμφίβολα στενή. Ωστόσο, η κατανόησή της καθιστά αναγκαία την υπενθύμιση ότι η λογοτεχνική έκφραση, εντός των πλαισίων του Ρομαντισμού, αποτέλεσε την επιμέρους πτυχή μιας ευρύτερης κοσμοθέασης. Δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί πως η ρομαντική φανταστική λογοτεχνία εκτός από το να τέρπει τους αναγνώστες είχε ως στόχο και το να αποτυπώνει την αντίθεση των ρομαντικών στο πνευματικό κατεστημένο της εποχής τους. Επρόκειτο, βέβαια, για μια αντίθεση η οποία δεν περιορίστηκε στα λογοτεχνικά δρώμενα αλλά εκδηλώθηκε και στο πεδίο της πολιτικής. Μολονότι κατά καιρούς έχει υποστηριχτεί ότι ο Ρομαντισμός ήταν ένα απολιτικό ρεύμα που είχε μόνο καλλιτεχνικούς στόχους και προσανατολισμούς[6] η αλήθεια είναι πως «σε όλη του την ιστορική πορεία έδωσε έργα όπου σε επίπεδο συμβολισμού και αφαίρεσης εξέφρασαν φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές κατηγορίες[7]». Η τέχνη στα πλαίσια της ρομαντικής κοσμοθέασης αποτέλεσε το κύριο μέσο της πολιτισμικής καλλιέργειας του ανθρώπου κι ως εκ τούτου ένα όπλο για την επίτευξη κοινωνικών ανατροπών και πολιτικών αλλαγών.

Αντίπαλο δέος του πολιτικού Ρομαντισμού υπήρξε ο φιλελεύθερος Διαφωτισμός. Η αστική δημοκρατία, ο ατομικιστικός ανταγωνισμός, η ανάδειξη της αγοράς ως βασικής μεταβλητής του δημοσίου βίου και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συγκέντρωσαν τα πυρά των ρομαντικών. Ο εκσυγχρονισμός και η πρόοδος θεωρήθηκαν από αυτούς κούφιες έννοιες που πραγματικό στόχο είχαν την υποδούλωση της Ευρώπης σε υλικές και αντιπνευματικές ιδεοληψίες. Η φιλελεύθερη ανθρωπολογία που ήθελε τον άνθρωπο να διαθέτει «ατομικιστική φύση» και η κομβική πολιτική θέση που υποστήριζε ότι το άτομο αποτελεί το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας απορρίπτονταν ασυζητητί. Το φιλελεύθερο «κοινωνικό συμβόλαιο» ήταν μια απάτη. 


Ο Ρομαντισμός αποτέλεσε την πηγή από την οποία ξεπήδησε μια πολύ πλούσια πολιτική θεωρία. Το κεντρικό γνώρισμα του πολιτικού Ρομαντισμού ήταν η παραδοσιοκρατία. Η παραδοσιοκρατία νοούμενη ως μια πολιτική τάση, η οποία υποστηρίζει ότι αξίες και δομές του παραδοσιακού προνεωτερικού πολιτικού βίου δεν θα πρέπει να απεμποληθούν προς χάριν της αφηρημένης έννοιας που ονομάζεται «πρόοδος» και στην οποία βασίζεται ο φιλελευθερισμός. Από την παραδοσιοκρατική βάση του πολιτικού Ρομαντισμού αναδύθηκαν δυο τάσεις. Ο κοινοτισμός και ο ρομαντικός εγωισμός.

                                                    Α) Ρομαντικός Κοινοτισμός
Η κοινότητα, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, αποτελεί απ’ την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας -όχι ένα απλό άθροισμα ατόμων αλλά- έναν συλλογικό οργανισμό αποτελούμενο από επιμέρους πρόσωπα. Όπως ένας ζωντανός οργανισμός διαθέτει διάφορα μέλη έτσι και ο συλλογικός οργανισμός της κοινότητας διαθέτει τα πρόσωπα που τον συνιστούν. Σε αντίθεση με την καπιταλιστική καταναγκαστική «συμβολαιακή» κοινωνία η κοινότητα δεν έχει ως στόχο τον έλεγχο των μελών της αλλά την τροφοδοσία τους με πνευματικές δυνάμεις ικανές να τα οδηγήσουν στην αληθινή τους αυτοπραγμάτωση. Βάσει της ρομαντικής οπτικής, ο κοινοτικός βίος προϋποθέτει σχέσεις μη ανταγωνιστικές ανάμεσα σε αλληλέγγυα και συνεργαζόμενα πρόσωπα. «Η κοινοτική συνοχή δεν οφείλεται σε νόμους αλλά στην κοινή κουλτούρα, την θρησκεία, τις παραδόσεις, την γλώσσα του λαού». Τα ιστορικά σημεία στα οποία εντόπισαν οι ρομαντικοί την ύπαρξη της κοινότητας που περιέγραφαν ήταν ο μεσαίωνας και η αρχαιότητα.

Ο ρομαντικός κοινοτισμός διαιρέθηκε σε δυο ρεύματα. Το ελευθεριακό και το εθνικιστικό. Όραμα των ελευθεριακών  ρομαντικών αποτέλεσε η οργάνωση της τοπικής κοινότητας, άνευ κρατικής ενοποίησης, σε μια βάση λαϊκών ελευθεριών και δίχως έξωθεν επιβεβλημένη ιεραρχία. Αν ακολουθήσουμε την διαδρομή από τα σχέδια μιας πανισοκρατίας που έκαναν οι πρώιμοι «λιμναίοι» στην Βρετανία (πριν αλλάξουν πλεύση και προσχωρήσουν στον συντηρητισμό), στις ενοράσεις για την απελευθέρωση του υποκειμένου τις οποίες εξάφρασε το ζεύγος Σέλλεϋ κι από εκεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τον παραδοσιοκρατικό αναρχισμό του Ουίλιαμ Μόρρις, θα διαπιστώσουμε ότι ο ελευθεριακός Ρομαντισμός μπορεί να απέρριπτε την απαξίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας που είχε επιβάλει στο όνομα της προόδου ο αστισμός της Νεωτερικότητας αλλά επειδή δεν εστίαζε σε κάποιο ιστορικό υπόδειγμα την κριτική του κατέληγε σε προτάσεις ουτοπικών επαναστατικών σχημάτων. 

Αντιθέτως η δεύτερη τάση του ρομαντικού κοινοτισμού, δηλαδή η εθνικιστική, είχε ιστορική διάσταση και έδωσε εν τέλει εφαρμόσιμο χαρακτήρα στις προτάσεις της. Ο εθνικισμός προέκυψε ως πολιτική θεωρία από τον Ρομαντισμό και δημιουργός του ήταν ο Γερμανός στοχαστής Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ. Κύρια θέση της θεωρίας του Χέρντερ ήταν ότι το έθνος αποτελεί το κεντρικό πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας (όχι το άτομο όπως υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι, ούτε η ταξική πάλη που πρόκριναν αργότερα οι μαρξιστές). Το έθνος έγινε από τον ρομαντικό θεωρητικό αντιληπτό ως μια ζωντανή κοινότητα, ως ένας συλλογικός οργανισμός ανθρώπων με κοινή προέλευση, κοινούς τρόπους και κοινό πεπρωμένο. Η εθνικιστική πολιτική θεωρία διαιρέθηκε σε δυο ιδεολογικές τάσεις, τον συντηρητικό και τον ριζοσπαστικό εθνικισμό. Ο συντηρητικός βασίστηκε σε παραδοσιακές δομές όπως η αριστοκρατία και η εκκλησία, είχε ως επιφανείς εκφραστές τον Έντμουντ Μπερκ, τον Ζοζέφ ντε Μαιστρ και τον Νοβάλις, με την αντίθεσή του στον φιλελευθερισμό να είναι έντονη αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις διαλεκτική. Ο ριζοσπαστικός, από την άλλη, πρόκρινε ένα ολιστικό μοντέλο πολιτικής συμμετοχής, εκφράστηκε από τους Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε και Άνταμ Μύλλερ, ενώ χτυπώντας μετωπικά τον φιλελευθερισμό αντιπροτείνε ένα κορπορατιστικό σύστημα οικονομικής οργάνωσης.

Ο Isaiah Berlin θεωρούσε ως «πρώτο φασίστα» και πατέρα του ριζοσπαστικού μεσοπολεμικού εθνικισμού τον μεταγενέστερο Βρετανό ρομαντικό και επικεφαλής της Προραφαηλιτικής Αδελφότητας, Τζων Ράσκιν. Ο Ράσκιν δήλωνε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ότι ήταν ένας συντηρητικός με πρότυπο τον Ομήρο και απέχθεια για τους Τόρρυς και ταυτόχρονα ένας κομμουνιστής με πρότυπο τον Τόμας Μορ και απέχθεια για τον μαρξιστικό υλισμό. Αναμφίβολα ο Τζων Ράσκιν υπήρξε ένας από τους σημαντικούς ρομαντικούς ριζοσπάστες εθνικιστές αλλά προσωπικά θεωρώ ότι ο Berlin έκανε λάθος να τον τοποθετήσει στις απαρχές. Κι αυτό γιατί οι απαρχές του ριζοσπαστικού εθνικισμού ανάγονται στον Φίχτε και τον Μύλλερ γύρω στο 1810. Στο έργο του τελευταίου που φέρει τον τίτλο «Τα στοιχεία της πολιτικής τέχνης» συνυπάρχουν η θεωρία του ολοκληρωτικού κράτους και η θεωρία της κορπορατιστικής οικονομίας, τα δυο βασικά δηλαδή γνωρίσματα του μεσοπολεμικού (και όχι μόνο) ριζοσπαστικού εθνικισμού



Σε αντίθεση με τους ελευθεριακούς ρομαντικούς οι εθνικιστές άρχισαν με το πέρασμα του καιρού να αναφέρονται όλο και πιο πολύ στην σημασία του κράτους. Το αληθινό κράτος γι αυτούς όφειλε να είναι η ψυχή και ο νους του έθνους, ο εγγυητής των κοινωνικών δεσμών ενάντια στον κοινωνικά διαλυτικό ατομικιστικό ανταγωνισμό του καπιταλισμού. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, πάντως, ελευθεριακοί και εθνικιστές ρομαντικοί είχαν στραμμένο το βλέμμα στο μεσαιωνικό και αρχαίο παρελθόν, αντλώντας υποδείγματα κι αναζητώντας συναισθηματική πλήρωση μέσω της νοσταλγίας. 

                                                      Β) Ρομαντικός Εγωισμός
Εκτός όμως από τους κοινοτιστές υπήρχαν και ρομαντικοί που έδιναν έμφαση στο εγωιστικό στοιχείο. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει σαφές ότι ο ρομαντικός εγωισμός αποτέλεσε προέκταση του κοινοτισμού και υπήρξε κάτι εντελώς διαφορετικό από τον φιλελεύθερο ατομικισμό. Στην περίπτωση του ρομαντικού εγωισμού επαναλήφθηκε η διάκριση ανάμεσα στο ελευθεριακά ηρωικό και το εθνικιστικά ηρωικό ρεύμα.

Ο Βύρωνας υπήρξε βασικός εκφραστής του ελευθεριακού ρομαντικού εγωισμού. Οι λογοτεχνικοί ήρωες πολλών έργων του εκκινούσαν από την θέληση να ζήσουν αρμονικά μέσα σε κοινοτικά πλαίσια αλλά διαπίστωναν ότι η μετριότητα του τρόπου ζωής των μέσων ανθρώπων αποτελούσε τροχοπέδη για την ανάπτυξη των πνευματικών κι αισθαντικών τους δυνατοτήτων. Οι κοινωνικές συμβάσεις έπρεπε να καταπατηθούν προκειμένου το ηρωικό υποκείμενο να χειραφετηθεί, να ζήσει σύμφωνα με τα θέλω της βούλησής του, κερδίζοντας τελικά την ελευθερία του. Ο βυρωνικός ελευθεριακός ρομαντικός εγωισμός υπήρξε αυτοαναφορικός και αποτέλεσε βασική αναφορά της νιτσεϊκής φιλοσοφίας. Προκάλεσε τα κατεστημένα και αμφισβήτησε την όπια παραδεδομένη ηθική εφόσον αυτή αποτέλεσε παράγοντα ανάσχεσης της ελεύθερης ανάπτυξης των ανθρωπίνων δυνατοτήτων. 


Αντίθετα, σε ότι έχει να κάνει με τον εθνικιστικά ηρωικό ρεύμα σημείο αναφοράς αποτελεί ο Τόμας Καρλάυλ. Πρόκειται για τον ρομαντικό στοχαστή που πρόβαλε ένα σχήμα ερμηνείας της ιστορίας ως πεδίο επικράτησης των ξεχωριστών ανθρώπων. Ο Καρλάυλ υιοθέτησε την θέση ότι τα έθνη αποτελούν τα κεντρικά υποκείμενα της ιστορίας αλλά προχώρησε υποστηρίζοντας ότι μέσα από την λαϊκή βάση των εθνών ξεπηδούν κάποιοι ανώτεροι άνθρωποι, οι ήρωες, προορισμός των οποίων είναι να προσανατολίζουν την ιστορία βάσει των ενοράσεών τους. Η αλήθεια είναι ότι ο Καρλάυλ δεν υπήρξε ο πρώτος στοχαστής που αναφέρθηκε στην σημασία των ξεχωριστών ανθρώπων. Ήταν όμως ο πρώτος που ερμήνευσε συστηματικά την θέση του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Ο Καρλάυλ αποτέλεσε κύρια αναφορά των μεταγενέστερων θεωριών ελίτ (Βιλφρέντο Παρέτο, Ορτέγκα Υ Γκασέτ κ.α) ενώ διαβάστηκε και από μεσοπολεμικούς εθνικιστές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην βιβλιοθήκη του Χίτλερ βρέθηκαν όλα σχεδόν τα έργα του. 


                                                             Η Κληρονομιά 
Ο Ρομαντισμός έπαψε να επικρατεί στο ευρωπαϊκό στερέωμα από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κι έπειτα, υποχωρώντας εμπρός στην έλευση των ρευμάτων του Μοντερνισμού. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υπάρχουν ρομαντικά και νεορομαντικά ρεύματα. Μάλιστα με την πάροδο του χρόνου το άπλωμα των ρομαντικών επιρροών σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα του δυτικού πολιτισμού υπήρξε εξαιρετικά ευρύ, πράγμα που προσέδωσε στο όλο φαινόμενο μια ιδιάζουσα πολλαπλότητα.

Μολονότι η επικρατούσα τάση της Νεωτερικότητας είναι αντιρομαντική κάποιες απ’ τις αξίες που υπερασπίστηκαν οι παλαιοί ρομαντικοί εξακολουθούν μέχρι σήμερα να βρίσκονται στο προσκήνιο. Έμφαση στους μύθους και την φανταστική λογοτεχνία, νοσταλγία και όραμα, μελαγχολία και ενθουσιασμός, εξέγερση και παραδοσιοκρατία, αστραφτερά επική ατμόσφαιρα και γοτθική υποβολή, ηρωική δράση και στοχαστική απομόνωση. Τα εν λόγω δίπολα δείχνουν αντιθετικά μα αρμόζουν σε ένα ιδεατό όλον μέσα στην ρομαντική κοσμοθέαση και αποτυπώνονται συμβολικά στην διασταύρωση της πέννας και του ξίφους.  
     
Η κοινωνική θεωρία έχει ανιχνεύσει πολλές ρομαντικές επιρροές σε πολιτισμικά κινήματα των τελευταίων εβδομήντα ετών. Πέρα από την νεότερη και την σύγχρονη λογοτεχνία του φανταστικού που εξακολουθεί να συναρπάζει πολλούς αναγνώστες ανά τον κόσμο, διάφορα μουσικά κινήματα (με χαρακτηριστικότερο όλων το heavy metal) διαθέτουν αναμφίβολα ρομαντικό υπόβαθρο. 


Και η τάση ενδυνάμωσης των ρομαντικών επιρροών δείχνει να αναπτύσσεται. Ο κόσμος της πρώιμης Nεωτερικότητας, τον οποίο κατήγγειλε ο Ρομαντισμός, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης. Ο Νοβάλις είχε πει κάποτε ότι εμείς οι ρομαντικοί «έχουμε αναλάβει μια αποστολή: Κληθήκαμε να μεταμορφώσουμε τον κόσμο»[8]. Είναι σαφές ότι χρειάζεται να κυριευθεί κανείς από το μένος μιας ιερής και δημιουργικής ορμής, προκειμένου να ταυτιστεί με το μήνυμά του.


Εικόνες:
1) Horace Vernet, The Ballad of Leonore, 1839
2) Caspar David Friedrich, Graves of Ancient Heroes, 1812
3) Caspar David Friedrich, Chalk Cliffs on Rugen 1818
4) Carl Gustav Carus-The ruins of Eldena Abbey 1819
5) Ανδρέας Κάλβος
6) Τζων Ράσκιν
7) John Martin, Manfred and the Witch of the Alps, 1837
8) Τόμας Καρλάυλ
9) Νοβάλις

[8] Νοβάλις, Blϋtenstaub 35, Werke, I, 317



[7] Γιώργος Μανιάτης, «Ρίχαρντ Βάγκνερ, το καθαρά ανθρώπινο», σελίδα 315, εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2004.
[6] Ένας από τους πλέον γνωστούς εκφραστές αυτής της λανθασμένης άποψης ήταν ο πολιτικός θεωρητικός Καρλ Σμιτ.

[5] Κυριότερος εκφραστής αυτής της άποψης υπήρξε ο Άρθρουρ Λάβτζοϊ. 

[4] Λίλιαν Φουρστ, «Η προοπτική του ρομαντισμού», εκδόσεις Ψυχογιός, σελ.220.



[3] Οι απαρχές της Νεωτερικότητας ως ιστορικής περιόδου ανιχνεύονται συμβολικά στην εποχή που ακολούθησε την Αμερικανική (1775) και την Γαλλική Επανάσταση (1789).  Κύρια γνωρίσματα της Νεωτερικότητας αποτελούν η εκβιομηχάνιση του κύριου όγκου της παραγωγής (σε αντίθεση με την αμεσότητα των παλαιών αγροτικών παραγωγικών δομών), η επικράτηση της φιλελεύθερης αστικής καπιταλιστικής δημοκρατίας (εις βάρος των αριστοκρατικών και των παραδοσιακών συστημάτων), η αυτοσυνείδηση του ανθρώπου σε ατομικό επίπεδο που συνήθως αποκαλείται «χειραφέτηση» (κόντρα στο προσωπικό «κοινωνείν» του παραδοσιακού κοινοτιστικού πνεύματος) και η διάχυση οικουμενιστικών αξιών. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι μολονότι στις ιδέες του Διαφωτισμού αρθρώθηκαν τα κυρίαρχα ρεύματα της Νεωτερικότητας, οι ενοράσεις του Ρομαντισμού συνέχισαν να τροφοδοτούν τις αντινεωτερικές τάσεις ακολουθώντας μια παράλληλη διαδρομή εντός της νεωτερικής εποχής. Σήμερα η εποχή μας συνεχίζει να βρίσκεται ιστορικά εντός της Νεωτερικότητας, η οποία έχει μεταβεί στην μεταμοντέρνα της φάση. Η μεταμοντέρνα Νεωτερικότητα διαθέτει κάποια επιμέρους γνωρίσματα αλλά ταυτόχρονα εξακολουθεί να διατηρεί ενεργό τον πυρήνα των αρχικών νεωτερικών χαρακτηριστικών.
[2] Τυπικά παραδείγματα αποτελούν φιλόσοφοι όπως οι Μοντεσκιέ και Ρουσσώ, που μπορεί να εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας ωστόσο στα έργα τους ανιχνεύονται σημεία που εφάπτονται με τον Ρομαντισμό και άλλες παραδόσεις.

[1] Το 1759 ο Γερμανός φιλόσοφος Γιόχαν Γ. Χάμανν παρουσίασε τα «Σωκρατικά απομνημονεύματα» και το 1762 τα «Σπέρματα της αισθητικής: Μια ραψωδία σε καμπαλιστική πρόζα». Το 1762 ο Βρετανός Τ. Μακφέρσον δημοσίευσε τα «ποιήματα του Οσσιάν», ενώ το 1764 ο (επίσης Βρετανός) Οράτιος Ουόλπολ έφερε στο λογοτεχνικό προσκήνιο την πρώτη γοτθική νουβέλα που έφερε τον τίτλο «Το κάστρο του Οτράντο». Έκτοτε, η παραγωγή «ρομαντικού πνευματικού έργου» συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.                                        

 Σχόλια:
 Ο Pentacontarca είπε...


The romantic idealism found fertile ground in Italy at the time of unification Wars. Vittorio Alfieri was considered a pre romantic, with his characters in "Vite" who fought heroically against a corrupt world. Giovanni Berchet or Alessandro Manzoni, poets, considered heroic to fight against the foreigner oppressors in defense of identity and national unification. The hero who died for an ideal (the unification) extolled the romantic titanism. Even Jesus Christ and his death was framed in romantic key. More detached was the thought of Giacomo Leopardi, the Italian romantic poet par excellence, a kind of Italian Keats. For him, the dissatisfaction in leading a life against which he felt powerless, a world in which he did not recognize, was painful (romantic victimism).

Excellent article (google translate worked good)!
Ciao!
Τρίτη, 31 Μαΐου, 2016

Ανώνυμος Ο k0zmik είπε...
Τα ιδεολογικά κείμενα της ΦΛΕΦΑΛΟ, είναι ένας φάρος μέσα στο πνευματικό σκοτάδι και την απαξίωση που κυριαρχεί γύρω μας. Και σαν φάρος, καθοδηγεί τους αναζητητές, τους ταξιδιώτες και πιστούς Ρομαντικούς της Εποχής μας. Μακριά από τα βράχια ενός εκμαυλισμένου ηθικά και πνευματικά Νέου Κόσμου. Το κείμενο αυτού του ποστ, είναι ένα κάλεσμα σε όσους πιστεύουν ότι ταυτίζονται, σε όσους έχουν τοποθετηθεί απέναντι από το Μοντέρνο Κατεστημένο. Δεν είναι σε καμία περίπτωση κάλεσμα για ένα ευχάριστο, ξέγνοιαστο ταξίδι. Είναι Ατραπός. Είναι Δοκιμασία διά Πυρός και Σιδήρου. Και σε αυτό το Κάλεσμα, έχουμε ήδη υψώσει τα λάβαρα του "Πολέμου"..
Τετάρτη, 01 Ιουνίου, 2016

Ανώνυμος Ο Ανώνυμος είπε...
Συνέχισε έτσι και δεν θα αργήσεις να αναγνωριστείς σαν τον Έλληνα Dominique Venner
Πέμπτη, 02 Ιουνίου, 2016

Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Bruno, thanks for your special informations. Italian romantics are not well known in Greece, so your coment is a usefull bridge to the paths of the italian romanticism.

Kozmik, προσυπογράφω το σχόλιό σου! Hail!

Aνώνυμε, με τιμά ιδιαιτέρως αυτό που γράφεις.

Τρίτη, 07 Ιουνίου, 2016


Πολύ καλή δουλειά, Σταμάτη!

Καταθέτω όμως έναν κοινωνιολογικό προβληματισμό, που δεν αφορά την παρούσα πολιτική σου ανάλυση, αλλά μπορεί να έχει ευρύτερο πλαίσιο εφαρμογής: μήπως πρέπει πια να ξεφύγουμε από το "Gemeinschaft-Gesellshaft" (1887) δίπολο του Tonnies, στο οποίο εν πολλοίς νομίζω ότι βασίζεται ο ρομαντικός κοινοτισμός; Χρειαζόμαστε νέες αναφορές και νέα εργαλεία κατανόησης της πραγματικότητας (διατηρώντας φυσικά κάποιες παλιές βάσεις)... αλλιώς θα μας ξεπεράσει. Η έννοια της "κοινότητας" έχει διευρυνθεί...
Τρίτη, 07 Ιουνίου, 2016

Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Battle Angel, αν το πλαίσιο σχολιασμού του blogspot δεν ήταν αποτρεπτικά μικρό και άβολο, θα ζητούσα να καταθέσεις εκτενώς την γνώμη σου πάνω στο ενδιαφέρον θέμα που ανοίγεις.

Προς το παρόν αρκούμαι στο να επισημάνω πως, σε όσους θέλουν να μετατρέψουν την ρομαντική θεώρηση σε πολιτική πράξη, ο ρομαντικός κοινοτισμός αποτελεί αρχικά μια ερμηνεία ξέχωρη (και αντίθετη θα μπορούσαμε να πούμε) προς εκείνη του ατομικισμού. Και ως τέτοια χρησιμεύει αποτελώντας την αφετηρία ενός προσανατολισμού διαφορετικού από εκείνον του φιλελεύθερου ατομικισμού που έχει επικρατήσει.
Από εκεί και πέρα, όπως επισημαίνεις, τα κοινοτιστικά σχήματα είναι πολλά. Ούτως ή άλλως, και κατά την εποχή του Ρομαντισμού υπήρχαν τόσο εθνικιστικά όσο και ελευθεριακά κοινοτιστικά σχήματα. Αλλά και στην συνέχεια ο κοινοτισμός, ως πολιτική πρόταση, συνδέθηκε με επιμέρους ιδεολογικά ρεύματα (μην ξεχνάμε τα αγροτικά και τα ποπουλιστικά κινήματα της ανατολικής Ευρώπης στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα).

Προσωπικά πάντως, τόσο στα πλαίσια του διδακτορικού μου όσο και για λόγους "γούστου", με ενδιαφέρει να ερευνώ τον κοινοτισμό στις συνάφειές του με τον εθνικισμό.
Εκείνο, όμως, που εκτιμώ ότι έχει σημασία για τους αναγνώστες είναι να αντιληφθούν πρώτον τι είναι Ρομαντισμός και δεύτερον ότι υπάρχει στην ευρωπαϊκή ιστορία μια ολόκληρη παράδοση ιδεών η οποία έχει διαφορετικό προσανατολισμό από εκείνη του φιλελεύθερου Διαφωτισμού που η ελίτ εξουσίας προβάλει ως (δήθεν) μοναδική.

Τετάρτη, 08 Ιουνίου, 2016
Battle Angel είπε...
Ναι, συμφωνώ με τα παραπάνω. Το σχόλιό μου αφορά την έννοια της «κοινότητας». Σήμερα υπάρχουν πολλές μορφές κοινότητας, εδαφικές και φανταστικές. Π.χ. μια σύγχρονη μορφή εδαφικής κοινότητας είναι η ‘θεληματική’: μια ομάδα ανθρώπων επιλέγουν συνειδητά να απομονωθεί σε επιλεγμένο φυσικό περιβάλλον (ή σε εγκαταλελειμμένα χωριά) και να διαχωριστούν από την πρώτη μορφή κοινότητας, κάνοντας μια προσπάθεια να ζήσουν ένα κοινό εναλλακτικό τρόπο ζωής. Επίσης ένας άνθρωπος μπορεί να ανήκει σε πάνω από μια κοινότητες. Η «κοινότητα» δεν είναι πλέον μόνο στατικό φαινόμενο με αισθητά χαρακτηριστικά καθορισμένη με όρους μορφής και λειτουργίας. Είναι κάτι πιο πολύπλοκο. Επίσης, διαφορετικές κοινότητες βιώνουν τις διαδικασίες και την επίδραση της παγκοσμιοποίησης με διαφορετικούς τρόπους, ενώ υπάρχουν διαφορετικές εμπειρίες του «αισθήματος του ανήκειν» και της «κοινωνικής συνοχής» μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, κλπ.

Στο έργο του Tonnies (1887) που αναφέρω (και επικαλούνται και οι Lowy & Sayre στο υπέροχο βιβλίο «Εξέγερση και Μελαγχολία») όπου γίνεται η διάκριση μεταξύ υπαίθρου-άστεως (κοινότητας-κοινωνίας), υπάρχει μια εξιδανικευμένη αντίληψη της κοινότητας της υπαίθρου (που ήδη όμως έχει αρχίσει σημαντικά να ερημώνει) και αυτό δεν βοηθά στην κατανόησή της. Π.χ. αυτό φαίνεται στην ποίηση του George Elliot (“the Mill”, “Felix Folt”, δεκαετίας 1860), στο «Ημερολόγιο του Kilvert» που εκδόθηκε το 1938-1940 αλλά γράφτηκε την δεκαετία του 1870, στις νουβέλες του Hardy τις δεκαετίες του 1870 και του 1880, κλπ.

Οπότε α) για να κατανοήσουμε τη σύγχρονη πραγματικότητα χρειαζόμαστε νέα επικαιροποιημένα εργαλεία και β) η εξιδανίκευση, αν και έχει ρομαντικές ρίζες και προσφέρει ένα είδος «καταφυγίου», δεν μας βοηθά να προσεγγίσουμε σοβαρά ζητήματα. Αυτό όλο θεωρώ ότι έχει επίδραση και στο πώς προσεγγίζεται ο κοινοτισμός ως πολιτειακό σύστημα. Είναι όντως μεγάλη κουβέντα...
Πέμπτη, 09 Ιουνίου, 2016