Ο "Κόκκινος Πάπας"

                                                                     του Αχιλλέα

Πριν λίγους μήνες, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει σε μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ., ο Σταμάτης είχε αναφέρει κάτι που κέντρισε το ενδιαφέρον όσων μελετάμε τον πολιτικό Ρομαντισμό. Συγκεκριμένα, είχε πει ότι όπως η «σχολή της Φρανκφούρτης» αρχικά και ο «γαλλικός αποδομισμός» στην συνέχεια αλλοίωσαν την σοσιαλιστική ουσία του μαρξισμού μετατρέποντάς τον σε ουρά του φιλελευθερισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έτσι και η Νέα Δεξιά σήμερα αποψιλώνει τον εθνικισμό από τις κοινωνιστικές και ρομαντικές καταβολές του τραβώντας τον καθημερινά όλο και περισσότερο εντός των πλαισίων του φιλελεύθερου αστισμού. Νιώθοντας τον κίνδυνο αυτής της προοπτικής, σκέφτηκα λοιπόν να ανατρέξω στην ιστορία των ιδεών, καθώς και κάποιων εκ των παλαιών μορφών του εθνικιστικού χώρου, προκειμένου να αναδείξω την αλήθεια γύρω από την έννοια του εθνικισμού, την οποία η συστημική «πνευματική ελίτ» διατηρεί συνεχώς στην ασάφεια, για ευνόητους λόγους. Ασφαλώς, στόχος τέτοιων άρθρων είναι να προβάλουν την ιστορική αλήθεια και να κάνουν τους πάσης φύσεως δεξιούς, παλιούς και νέους, να αντιληφθούν ότι πολλοί μπορεί να δελεαστούν από διάφορα κίνητρα προκειμένου να αποσπάσουν τον εθνικισμό από τις ρομαντικές καταβολές του για να τον εκφυλίσουν στις φόρμες της καπιταλιστικής Νέας Δεξιάς. Εμείς, όμως, στην Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. δεν θα τους κάνουμε αυτή την χάρη.

Το πρώτο πρόσωπο στο οποίο θα σταθώ στα πλαίσια αυτής της αναδρομής είναι ο Nicola Bombacci. Ο Μπομπάτσι αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση Ιταλού κομμουνιστή, ο οποίος στρατεύτηκε τελικά με τους ριζοσπάστες εθνικιστές του Μουσολίνι. Πολυσχιδής και ιδιόμορφος στοχαστής, εξέφρασε την ρομαντική πολλαπλότητα σε όλες της τις εκφάνσεις. Ας δούμε αναλυτικά την περίπτωσή του.


Στις 29 Απριλίου του 1945, οι βασικοί ηγέτες του φασιστικού κινήματος δολοφονήθηκαν στα χέρια των κομμουνιστών συμπατριωτών τους. Και ανάμεσα σ' αυτούς τους φασίστες, ο Μπομπάτσι, πρώην κεντρικό πρόσωπο του ιταλικού κομμουνισμού, ιδρυτής του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), προσωπικός φίλος του Λένιν με τον οποίο, βρισκόταν στην ΕΣΣΔ κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Γνωστός με το παρατσούκλι «Κόκκινος Πάπας» από την αστική τάξη και, τελικά, διαπρύσιος υποστηρικτής του Μουσολίνι, στου οποίου το καθεστώς εντάχθηκε πριν το τέλος της ζωής του. Είναι η ιστορία του μια ιστορία προδοσίας ή αλλαγής; Ή ίσως, για κάποιους, η φυσική εξέλιξη του εθνικό-μπολσεβικισμού;

Ο Nicola Bombacci μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν αγρότης, πρώην στρατιώτης των παπικών κρατών) από την Ρομάνα, στην επαρχία Φορλί, στις 24 Οκτωβρίου του 1879. Ο πατέρας του Μπομπάτσι τον ανάγκασε αρχικά, να ενταχθεί σε παρακολουθήσεις σεμιναρίων για να γίνει ιερέας, αλλά μετά τον θάνατο του πατέρα του ο ίδιος τις εγκατέλειψε, καθώς δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτή την ατραπό. Το 1903 εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (PSI) και αποφάσισε να γίνει δάσκαλος, ώστε να υπηρετήσει τις κατώτερες τάξεις στον αγώνα τους για μια καλύτερη ζωή (αξίζει να σημειώσω ότι σπούδασε στο ίδιο κολέγιο με τον Μουσολίνι). Γρήγορα, όμως, αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στη σοσιαλιστική επανάσταση. Οι οργανωτικές ικανότητές του τον βοήθησαν να αυξήσει την επιρροή του στο εργατικό κίνημα και στη συνέχεια να γίνει Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Κόμματος. Εκεί συνάντησε τον νεαρό Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος ήταν σοσιαλιστής πριν γίνει εθνικός επαναστάτης.

Όντας αντίθετοι με τη μετριοπαθή γραμμή της σοσιαλδημοκρατίας, ο Μπομπάτσι με τον Αντόνιο Γκράμσι θα ιδρύσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, μετά την εσωτερική διάλυση του PSI, και θα ταξιδέψουν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην ΕΣΣΔ για να συμμετάσχουν στην μπολσεβίκικη επανάσταση. Ο Μπομπάτσι είχε βρεθεί και παλαιότερα εκεί, ως εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και είχε πειστεί πλήρως για την αναγκαιότητα της ρωσικής επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Λένιν, στον οποίο είπε για τον Μουσολίνι το εξής: «Στην Ιταλία, σύντροφοι, υπάρχει μόνο ένας σοσιαλιστής που μπορεί να οδηγήσει τον λαό στην επανάσταση: ο Μπενίτο Μουσολίνι»[1]. Λίγα χρόνια αργότερα εκείνος θα ξεκινήσει μια επανάσταση στην Ιταλία, αλλά αυτή θα οδηγήσει στην επικράτηση όχι του κομμουνισμού μα του φασισμού.

Ωστόσο, μέχρι να εξελιχθούν τα πράγματα στο ιταλικό πολιτικό στερέωμα κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Μπομπάτσι, ως ηγέτης του νεοσυσταθέντος PCI, (ο Αντόνιο Γκράμσι ήταν ο θεωρητικός, ενώ ο Μπομπάτσι ο οργανωτής), εξελίχθηκε σε «νούμερο ένα δημόσιο εχθρό» της ιταλικής αστικής τάξης, που τον αποκαλούσε «Κόκκινο Πάπα»[2]. Ο Μπομπάτσι προσπάθησε να σταματήσει την πορεία του φασισμού στην εξουσία, αλλά απέτυχε. Από τις σελίδες της εφημερίδας του άρχισε να καταφέρεται εναντίον του φασισμού και να υπερασπίζεται την κομμουνιστική επανάσταση. Ήταν η εποχή που οι μελανοχίτωνες τραγουδούσαν τραγούδια όπως:

«Δεν φοβάμαι τον Μπομπάτσι / Με του Μπομπάτσι την γενειάδα θα κάνουμε βούρτσες / Για να λαμπρύνει το κεφάλι του Μπενίτο Μουσολίνι».

Εκείνη την περίοδο το ιταλικό κομμουνιστικό κίνημα σπαρασσόταν από εσωτερικές εντάσεις κι ο Μπομπάτσι εισήλθε σε μια περίοδο προστριβών με τους συντρόφους του, καθώς υπήρχαν έντονες διενέξεις για το αν ο κομμουνισμός θα έπρεπε να είναι εθνικιστικός ή διεθνιστικός. Την περίοδο που ήταν ακόμα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα έγραψε για την  δράση του  Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο στο Φιούμε, ότι ήταν «Τέλεια και βαθιά επαναστατική, γιατί ο Ντ’Ανούντσιο είναι επαναστατικός. Ο Λένιν το είπε στο συνέδριο της Μόσχας».


Ασφαλώς, ο Ντ’Ανούτσιο είχε μικρή σχέση με τις μαρξιστικές ιδέες. Διαλεγόταν, όμως, με ένα αδιαμόρφωτο ιδεολογικά ρεύμα κοινοτιστικού σοσιαλισμού, που κυοφορείτο στα πλαίσια της νεορομαντικής σκέψης. Ο Ντ’Ανούτσιο ήταν σημαντικός συγγραφέας και σεναριογράφος, που αισθητικά προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στον decadent Ρομαντισμό και κάποιες μοντέρνες τάσεις. Διετέλεσε ανεξάρτητος βουλευτής στα τέλη του 19ου αιώνα και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε γενναία στην ιταλική πολεμική αεροπορία. Μετά το τέλος του πολέμου, εξοργισμένος από την συμπεριφορά των δυτικών και την παράδοση του Φιούμε (σημερινής Ριέκα στην Κροατία) στην Γιουγκοσλαβία, ακολουθούμενος από 2000 βετεράνους στρατιώτες, κατέλαβε την εν λόγω πόλη εκδιώκοντας τα στρατιωτικά σώματα των Αμερικανών, των Βρετανών και των Γάλλων. Στην συνέχεια κήρυξε το Φιούμε ως ένα ανεξάρτητο κράτος, με τον τίτλο ιταλική δημοκρατία του Carnaro.


Φορούσε στρατιωτική στολή και έβγαζε κάθε μέρα λόγους από το μπαλκόνι του κυβερνητικού μεγάρου, υιοθετώντας το τελετουργικό που αντέγραψε στην συνέχεια ο Μουσολίνι. Ο ΝτΆνούτσιο, ως επικεφαλής του Φιούμε, πρόλαβε να καθιερώσει πολλά γνωρίσματα του στυλ που πρόκρινε αργότερα ο φασισμός. Η υιοθέτηση των μαύρων χιτώνων, του χαιρετισμού με το δεξί χέρι υψωμένο, μυσταγωγικές τελετές και άλλα[3]. Προσπάθησε να οργανώσει μια εναλλακτική λύση στην Κοινωνία των Εθνών και για τους καταπιεσμένους λαούς  του κόσμου (όπως τον λαό της Ιρλανδίας, τον οποίο ο Ντ’Ανούτσιο προσπάθησε να εξοπλίσει το 1920). Το σύνταγμα που εγκαθίδρυσε προέβλεπε ένα κράτος συντεχνιακό, με εννέα εταιρείες για να αντιπροσωπεύουν τους διάφορους τομείς της οικονομίας και έναν δέκατο για να εκπροσωπεί τους πνευματικούς ανθρώπους (ήρωες, ποιητές, κλπ). Το σύνταγμα προέβλεπε επίσης την πολιτική ισότητα όλων των πολιτών και των δυο φύλων, την αποκέντρωση και το ότι η μουσική ήταν η θεμελιώδης αρχή του κράτους! Τελικά, το αστικό ιταλικό κράτος εκδίωξε τον Ντ’Ανούτσιο από το Φιούμε, στα τέλη του 1920. Έκτοτε, ο λεγόμενος «πρώτος Ντούτσε» είχε μια χλιαρή σχέση με το ιταλικό εθνικιστικό κίνημα. Παρέμεινε, ωστόσο, σημείο αναφοράς όλων των Ευρωπαίων ρομαντικών.

Το 1922 οι φασίστες πέρασαν από την πρωτεύουσα του Τίβερη. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον Μουσολίνι πλέον. Ο Μπομπάτσι, ως βουλευτής και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς και υπεύθυνος για τις εξωτερικές σχέσεις, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. Συμμετείχε στο «IV Διεθνές Κομμουνιστικό Συνέδριο», στο οποίο εκπροσώπησε την Ιταλία και μίλησε με τους Ρώσους μπολσεβίκους ηγέτες.

Είχε ήδη αφιερώσει το μισό της ενήλικης ζωής του στους αγώνες του προλεταριάτου και δεν έδειχνε διατεθειμένος να εγκαταλείψει την προσπάθειά του για να εφαρμόσει στην πράξη το σοσιαλιστικό του όνειρο. Ο Μπομπάτσι θεωρούσε ότι οι σχέσεις με το επαναστατικό σοβιετικό κράτος θα ήταν ένα πλεονέκτημα για την Ιταλία ως έθνος που επίσης διερχόταν μια επαναστατική διαδικασία, έστω και φασιστική. Αμέσως κατηγορήθηκε ως αιρετικός και του ζητήθηκε να διορθώσει την θέση του. Πολλοί σύντροφοί του δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι ένας κομμουνιστής απαιτούσε να «ξεπερνιέται το έθνος χωρίς να καταστρέφεται, γιατί το θέλουμε μεγαλύτερο, γιατί θέλουμε μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών», σοσιαλιστική, χωρίς να αρνείται ότι η πατρίδα είναι «ιερό και αναμφισβήτητο δικαίωμα κάθε προσώπου»[4]. Με λίγα λόγια ο Μπομπάτσι εξέφρασε μια καθαρά «Τρίτη Θέση», όπου ο επαναστατικός εθνικισμός του φασισμού συναντούσε τον κομμουνιστικό επαναστατικό σοσιαλισμό.


Εξάλλου, μια τάση προς αυτή την κατεύθυνση είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, στην κεντρική Ευρώπη εκείνα τα χρόνια, και από το στρατόπεδο των νεορομαντικών εθνικιστών. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γερμανός στοχαστής Όσβαλντ Σπένγκλερ, που ανανεώνοντας στα κείμενά του την θεωρητική αντιπαράθεση ανάμεσα στη γερμανική ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων και τον επιφανειακό δυτικό υλισμό, συμπέρανε ότι η γεωπολιτική συμμαχία μιας συντηρητικής Γερμανίας με την κομουνιστική Ρωσία ίσως αποτελούσε το αντίδοτο στην επέλαση της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Ο Σπένγκλερ είδε στο κομουνιστικό τμήμα της ανατολικής Ευρώπης την δυνατότητα για την οικοδόμηση ενός μελλοντικού πολιτισμού,  «τη στιγμή που οι σκιές του ηλιοβασιλέματος στη Δύση[5]» μάκραιναν όλο και πιο πολύ. 


Η ιδεολογική αυτή τροπή έκανε τον Μπομπάτσι να περιθωριοποιηθεί από το PCI. Ωστόσο, δεν έπαψε να έρχεται σε επαφή με κάποιους Ρώσους ηγέτες και με την ρωσική πρεσβεία, στην οποία εργάστηκε. Ταυτόχρονα, ένας από τους γιους του ζούσε στην ΕΣΣΔ. O Μπομπάτσι εξακολούθησε να πιστεύει ειλικρινά στην μπολσεβίκικη επανάσταση και, αντίθετα με τους Ιταλούς συντρόφους του, θεωρούσε ότι οι Ρώσοι είχαν μία εθνική αίσθηση της επανάστασης τους.

Με την απομάκρυνση του από το κόμμα το 1927, ο Μπομπάτσι σιώπησε μέχρι το 1936, όταν και ίδρυσε το περιοδικό «La Verità». Οι απόψεις του άρχισαν να διαφοροποιούνται και, μετά το 1943, να αποκτούν μια σταδιακή ροπή προς τον φασισμό. Αυτή η αργή προσέγγιση, έγινε αρχικά στο οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο του εθνικιστικού κορπορατισμού, το οποίο πρόκρινε ο φασισμός. Ο Μπομπάτσι, ήδη από το 1928, είχε αναφέρει ότι ο κορπορατισμός «είναι ένα πρόγραμμα σοσιαλισμού»[6].

Ο Μπομπάτσι ποτέ δεν έγινε μέλος του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος - παρά την φιλία του με τον Μουσολίνι. Παρέμεινε πάντα ανεξάρτητος. Ωστόσο, ήταν πεπεισμένος ότι το κράτος που πρότεινε ο εταιρικός φασισμός ήταν μια άρτια υλοποίηση του σοσιαλισμού. Το 1936 έγραψε στο περιοδικό «La Verità»: «Ο φασισμός έκανε μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση, εξαιτίας του Λένιν και του Μουσολίνι. Το σοβιετικό και φασιστικό εταιρικό κράτος, τη Ρώμη και τη Μόσχα. Πολλά έπρεπε να διορθωθούν, και δεν πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη για τίποτε, γιατί σήμερα, όπως χθες, ένα είναι το κινητήριο ιδεώδες: ο θρίαμβος της εργασίας»[7].

Ο Μπομπάτσι είχε ξεκινήσει να ανταλλάζει επιστολές με τον Μουσολίνι, προσπαθώντας να επηρεάσει την κοινωνική του πολιτική. Ο σημαντικός ιστορικός του φασισμού, Ρέντζο Ντε Φελίσε, έγραψε για αυτό ότι ο Μπομπάτσι είχε προτείνει στον Μουσολίνι περισσότερα από ένα από τα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ την δεκαετία του 1930[8]. Επίσης, από τις σελίδες του περιοδικού του, πέρα από τα οικονομικά ζητήματα εξέφρασε και την γεωπολιτική του εκτίμηση για την ανεξαρτητοποίηση της Ιταλίας από την σφαίρα επιρροής των πλουτοκρατικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία και Αγγλία).

Υιοθετώντας μια παράξενη ρητορική, υποστήριξε την ιταλική παρέμβαση στην Αιθιοπία το 1935, αλλά όχι ως αποικιοκρατική εκστρατεία. Εκτιμούσε ότι αυτή η εκστρατεία αποτελούσε ένα προοίμιο της αντιπαράθεσης μεταξύ των «προλεταριακών» χωρών (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν η Ιταλία) και των «καπιταλιστών», καθώς πίστευε, ότι θα υπάρξει μία «παγκόσμια επανάσταση που θα αποκαταστήσει την παγκόσμια ισορροπία». Η παραπάνω νίκη «θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πολύ σημαντική για την απελευθέρωση των έγχρωμων πληθυσμών που βρίσκονταν ακόμα κάτω από την πιο τρομερή καταπίεση του καπιταλισμού». Στην ουσία, σήμερα διαπιστώνει κανείς ότι η συγκεκριμένη θέση του Μπομπάτσι αποτελούσε μια περιτυλιγμένη με σοσιαλιστική ρητορική, υποστήριξη της γεωπολιτικής ανεξαρτησίας της Ιταλίας από το στρατόπεδο των δυτικών δυνάμεων.


Μεταξύ των ετών του 1936 και 1945, αναδύθηκαν οι πιο δύσκολες στιγμές για το σύστημα του Μουσολίνι. Ο Μπομπάτσι μολονότι διαπίστωνε ότι οι περισσότερες ιδέες του δεν υλοποιούνταν, ενεργώντας ως αμετανόητος ρομαντικός ιδεαλιστής, δεν έδειξε πρόθυμος να εγκαταλείψει τον ιδιότυπο -και δυσερμήνευτο σε ορισμένες περιπτώσεις- αγώνα του για την προώθηση του σοσιαλισμού στην Ιταλία. Υποστήριζε χαρακτηριστικά ότι στήριζε ένα έργο λύτρωσης και «οικονομικής ανάκαμψης της ιταλικού προλεταριάτου που είχαν ξεκινήσει οι πρώιμοι σοσιαλιστές»[9].

Αυτή η φάση συνέπεσε με μια αναθεωρητική του περίοδο και μια σειρά επιθέσεων κατά του σοβιετικού συστήματος. Τον Νοέμβριο του 1937 έγραψε ότι οι σχέσεις μεταξύ της ΕΣΣΔ και των δημοκρατικών χωρών είχαν μόνο μία εξήγηση: «ο λόγος είναι μόνο ένας, επιπόλαιος, χυδαίος αλλά αληθής: το συμφέρον, τα χρήματα, οι επιχειρήσεις» και κατηγόρησε το σύστημα του Στάλιν ως «αποικία του διεθνούς καπιταλισμού»[10].
Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος -και ειδικά όταν άρχισαν οι μάχες στο Ανατολικό Μέτωπο- ο Μπομπάτσι συμμετείχε στις αντισοβιετικές εκστρατείες του καθεστώτος. Ως γνώστης της ΕΣΣΔ απέκτησε δημοτικότητα. Έγραψε αρκετά άρθρα για τα μέτρα που έλαβε ο Στάλιν προκειμένου να καταστρέψει όλες τις επιτυχίες του λενινιστικού σοσιαλισμού. Το 1943, λίγο πριν την πτώση του φασισμού, ο Μπομάτσι συνόψισε τη θέση του σε ένα φυλλάδιο: «Ποια από τις δύο επαναστάσεις, φασιστική ή μπολσεβίκικη, θα γράψει ιστορία στον εικοστό αιώνα και θα γίνει γνωστή ως η δημιουργός μιας νέας τάξης του κόσμου και των κοινωνικών αξιών; Ποια από τις δύο επαναστάσεις επιλύει το αγροτικό πρόβλημα ακολουθώντας πραγματικά τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες των αγροτών και τα οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα της εθνικής κοινότητας; Η Ρώμη έχει κερδίσει! […] η εκβιομηχάνιση που υπάρχει στην ΕΣΣΔ είναι παρόμοια με τις χώρες που κατά τον 19ο αιώνα ακολούθησαν την αστική καπιταλιστική διαδικασία. Η Μόσχα, πλέον, ολοκληρώνει το καπιταλιστικό της στάδιο. Η Ρώμη είναι κάτι διαφορετικό»[11].

To 1943, καθώς ο φασισμός στην Ιταλία αποδυναμωνόταν και η χώρα είχε χωριστεί στα δύο μετά την κατάληψη του νότιου τμήματός της από τους δυτικούς και την συνθηκολόγηση του αστικού κόσμου μαζί τους, ο Μπομπάτσι έγραφε στον Μουσολίνι: «η προδοσία του βασιλιά έφερε παντού την καταστροφή και την ντροπή στην Ιταλία. […] Αλλά για να εξασφαλιστεί η νίκη πρέπει να έχουμε με το μέρος μας τις εργατικές μάζες. Πως; Με αποφασιστικές και ριζοσπαστικές πράξεις στον παραγωγικό και συνδικαλιστικό τομέα»[12].

Ο Μουσολίνι αντιλαμβανόμενος την στενότητα των ιστορικών του περιθωρίων και θέλοντας να γράψει την τελευταία φάση του κεφαλαίου της προσωπικής του ιστορίας ως σοσιαλιστής, επιχείρησε, στην λεγόμενη «Δημοκρατία του Σαλό», να πραγματοποιήσει μια ριζοσπαστική οικονομική μεταρρύθμιση. Ο οικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός που θέσπισε ονομάστηκε, έπειτα από πρόταση του Μπομπάτσι που έγινε δεκτή, «κοινωνικοποίηση». Τα νέα μέτρα είχαν υπερβεί τον παλιότερο κορπορατισμό και αποκτούσαν πλέον σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Προέβλεπαν την δημιουργία συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη συνδιαχείριση των μεγάλων επιχειρήσεων από τους ιδιώτες, τους εργάτες και το κράτος, τη συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη των εταιριών, την εθνικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών και την ίδρυση ενός, μη φασιστικού, αντιπολιτευτικού κόμματος, του Raggruppamento. Η διακήρυξη αυτής της σοσιαλιστικής μετάβασης δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της βόρειας Ιταλίας, στις 16 Ιανουαρίου του 1944.

Αναμφίβολα η «Δημοκρατία του Σαλό», από θεσμικής απόψεως, αποτέλεσε το πιο ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό σύστημα ανάμεσα στα εθνικιστικά κράτη του μεσοπολέμου. Ωστόσο, στην πράξη, οι ρυθμίσεις αυτές είτε δεν εφαρμόστηκαν εξολοκλήρου είτε καθυστέρησαν να εφαρμοστούν. Γιατί οι εμπνευστές της «Δημοκρατίας του Σαλό» είχαν ένα σοβαρό εμπόδιο. Οι Γερμανοί, που ήλεγχαν στρατιωτικά το βόρειο κομμάτι της Ιταλίας και είχαν απελευθερώσει τον Μουσολίνι από την φυλακή, εν μέσω του εξοντωτικά απαιτητικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φοβούνταν ότι οι μεταρρυθμίσεις της Ιταλίας πρώτον θα δημιουργούσαν μεταβολή στο παραγωγικό αποτέλεσμα και δεύτερον ενδεχομένως και να γοήτευαν κάποιους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές. Και σε εκείνη την ιστορική συγκυρία οι βιομηχανίες και τον δυο χωρών βρίσκονταν στην πλήρη εντατικοποίηση των εργασιών τους, προκειμένου να υποστηρίξουν τους ύστατους σχεδιασμούς του γερμανικού στρατού. Μια απλή αλλαγή του ρυθμού παραγωγής ίσως να μην ικανοποιούσε τις στρατιωτικές ανάγκες. Ο Γερμανός πρεσβευτής Ραν προσπάθησε να παρακινήσει την ηγεσία της «Δημοκρατίας του Σαλό» να αποσύρει τις κοινωνικοποιήσεις «με το χαρακτηριστικό επιχείρημα ότι στο Βερολίνο εκφράζουν κιόλας φόβους, για πολιτική σύγχυση και ισχυρό αντίκτυπο ακόμα και μέσα στις μάζες των Γερμανών, οι οποίοι […] ήταν μέχρι τότε ευχαριστημένοι με τη «Νέα Τάξη» που είχε δημιουγήσει ο εθνικοσοσιαλισμός[13]» Έτσι, ορισμένα από τα όνειρα του Μπομπάτσι, μπορεί να επικυρώνονταν ως νόμοι, αλλά καθυστερούσαν να εφαρμοστούν. Τελικά, τα «διακηρυγμένα από μήνες ήδη «Διατάγματα των Κοινωνικοποιήσεων» θα εκδοθούν στις «21 Απριλίου 1944»[14]».  


Ενώ όλοι οι οιωνοί ήταν εναντίον του νέου αδύναμου ιταλικού κράτους, ο Μπομπάτσι επέλεξε αυτήν την ιστορική περίοδο για να συσφίξει τις σχέσεις του με τους εθνικιστές. Όντας ενεργός υποστηρικτής του νέου συστήματος Μουσολίνι, συμπεριφερόταν πλέον ως ηγετική φυσιογνωμία, προκαλώντας την μοίρα του. Πράγματι, είναι δύσκολο να ερμηνευθεί αυτή η στάση με εργαλειακά λογικά κριτήρια. Μόνο μια κατάδυση στο συναισθηματικό υπόβαθρο και στον αξιακό ηθικό κώδικα του Ρομαντισμού μπορεί να καταστήσει κατανοητές τέτοιες πράξεις. Παρόμοια συμπεριφορά υιοθέτησαν και κάποιοι ακόμη, μη ορθόδοξοι, νεορομαντικοί σοσιαλιστές. «Τους μήνες εκείνους φαίνεται να υπήρξαν μυστικές  συναντήσεις με σοσιαλιστές και κομουνιστές, όπου ο Μουσολίνι θα «περιοριστεί στους παλιούς […] επαναστάτες σοσιαλιστές της σχολής του Σορέλ», ενώ ακόμα διατείνεται ότι η εγκαθίδρυση της «Κοινωνικής Δημοκρατίας» δεν υπήρξε στην πραγματικότητα δικό του έργο, αλλά πραγματοποιήθηκε από άλλες προσωπικότητες»[15].    

Το καλοκαίρι του 1944, όταν η απόπειρα πραξικοπήματος του συνταγματάρχη Στάουφενμπεργκ εναντίον της ηγεσίας του Γ’ Ράιχ απέτυχε, το επιτελείο του Χίτλερ άρχισε κι εκείνο να ξαναβλέπει με συμπάθεια τις πρωτογενείς σοσιαλιστικές καταβολές της ιδεολογίας του και να αντιμετωπίζει με δυσπιστία το στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Οι ηγέτες της «Δημοκρατίας του Σαλό» έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία, προωθώντας τις σοσιαλιστικές πολιτικές τους και ζητώντας από τους Γερμανούς να απομακρύνουν από την Ιταλία μεγάλο μέρος των στρατιωτικών και των γραφειοκρατών τους[16]. Κατάφεραν να μετατρέψουν τα εστιατόρια σε «κοινές καντίνες» και να ιδρύσουν εργατικούς καταναλωτικούς συνεταιρισμούς σε όλες τις αγροτικές κοινότητες.

Σε αυτό το κλίμα, ο Μπομπάτσι, αναζωογονημένος, έγραφε από την Βερόνα, στις 22 Δεκεμβρίου του 1944, μετά από αρκετές επισκέψεις σε κοινωνικοποιημένες εταιρείες: «Μίλησα για μία ώρα και τριάντα λεπτά σε ένα ενθουσιώδες θέατρο... το ακροατήριο που αποτελείται από εργάτες φώναζαν: ναι, θέλουμε να αγωνιστούμε για την Ιταλία, για τη δημοκρατία, μέσω της κοινωνικοποίησης ... το πρωί επισκέφθηκα το Μοντατόρι που ήδη κοινωνικοποιήθηκε και μίλησα στους εργαζομένους που αποτελούν το διοικητικό συμβούλιο και τους βρήκα γεμάτους ενθουσιασμό και κατανόηση για την αποστολή μας».

Όλος ο ενθουσιασμός του Μπομπάτσι δεν θα καταλήξει πουθενά, όμως, καθώς το 1945 ήρθε η οριστική πολεμική ήττα. Θα μείνει μέχρι το τέλος με τον Μουσολίνι, ακόμα κι όταν όλα είναι σίγουρα χαμένα και το τέλος του προδιαγραφόταν τραγικό. Προφητικά είπε σε κάποιους εργάτες, σε μία από τις τελευταίες του εμφανίσεις τον Μάρτιο του 1945, ότι  βρήκε τον εαυτό του στις τάξεις των χρωμάτων της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας και επέστρεψε στο επίκεντρο του πολιτικού στίβου προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πιστός στο ιδιότυπο εθνικομπολσεβικικό του όραμα και πάντα γαλήνιος, θα εκτελεστεί, στις 28 Απριλίου του 1945, από Ιταλούς κομουνιστές παρτιζάνους (μάλλον υποκινούμενους από τις αμερικανικές αρχές). Λίγο πριν πεθάνει φώναξε ένα σύνθημα υπέρ του σοσιαλιστικού εθνικισμού. Μετά τον θάνατο του κρεμάστηκε ανάποδα στην Πιατσάλε Λορέτο, σε δημόσια θέα, μαζί με τον Μουσολίνι, την Κλάρα Πετάτσι και άλλα στελέχη της «Δημοκρατίας του Σαλό».


[1] ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελ.28.
[2] Ο.π. σελ. 28.
[3] Στάνλεϊ Πέιν, Η Ιστορία του φασισμού 1914-1945, μτφρ Κώστας Γεώρμας, Αθήνα 2000, Φιλίστωρ, σελίδα143.
[4]. ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελίδα 29.
[5] Χανς Μάγκνους Έτσενσμπέργκερ, Χάμερσταϊν, ή περί ιδιορρυθμίας, μτφρ. Κώστας Κοσμάς, Καστανιώτης, Αθήνα 2010, σελίδα 199.
[6] ERIK NORLING, Revolutionary Fascism, Fini Mundi Press, (2011), σελίδα σελίδα 30.
[7] Ο.π., σελίδα 30.
[8] Ο.π., σελίδα 31.
[9] Ο.π., σελίδα 32.
[10] Ο.π., σελίδα 32.
[11] Ο.π., σελίδα 33.
[12] Ο.π., σελίδα 34.
[13] Γκεόργκ Σόιερ, Σύντροφος Μουσολίνι. Ρίζες και δρόμοι του πρωτογενούς φασισμού, μτφρ. Τίμος Παπακώστας, Φιλίστωρ, Αθήνα 1989, σελίδα 143.
[14] Ο.π., σελίδα 144.
[15] Ο.π., σελίδα 169.
[16] Ο.π., σελίδα 170.


Εικόνες:
1,4,6,7: Nicola Bombacci
2: Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο
3: Άντρες του Ντ'Ανούτσιο στο Φιούμε.
5: Όσβαλντ Σπένγκλερ