Γιώργος Τουρκοβασίλης-Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80: Παρουσίαση Βιβλίου

                                                               Σταμάτης Μαμούτος

Ήταν άνοιξη του 2016. Απόγευμα. Σε μια μπυραρία του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, δρόσιζα τον λαιμό μου με ξανθό βορειοευρωπαϊκό ζύθο και απολάμβανα την παρέα του Flammentrupp και του «Τσίκο». Ο τελευταίος επέμενε πειστικά ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσε τον πρώτο Έλληνα skinhead. Οι ερωτήσεις επιτηδευμένης απορίας που του θέταμε εγώ και ο «Flam» είχαν περισσότερο σκοπό να τον κεντρίσουν προκειμένου να μας μιλήσει για παλιές ιστορίες, παρά να αμφισβητήσουν τα λεγόμενά του. Ούτως ή άλλως, ήταν γνωστό εδώ και πολλά χρόνια, στους κύκλους των Ελλήνων rockers που ενδιαφέρονταν για την σκηνή του punk, ότι ο ευτραφής και μικρόσωμος συνταξιούχος που καθόταν απέναντί μας, στα νιάτα του, πηγαινοερχόταν στην Αγγλία και μετέφερε στους Έλληνες πάνκηδες τα δρώμενα της γηραιάς Αλβιώνας. Και, μολονότι, αποτελούσε γνωστό θαμώνα της Θύρας 7 το πάθος του για τους Cockney Rejects είχε κάνει έναν γνωστό του, να δώσει όνομα εμπνευσμένο από την Oi! μπάντα σε έναν από τους συνδέσμους οργανωμένων οπαδών του αιωνίου αντιπάλου.


«Ξέρεις τι θέλω από εσένα που διαβάζεις πολύ; Να μου βρεις το παλιό βιβλίο του Γιώργου Τουρκοβασίλη. Τα «ροκ ημερολόγια». Έχει μια φωτογραφία από το Dragonfly, που δείχνει κι εμένα. Φόραγα μια τραγιάσκα εκείνη τη μέρα. Είναι παλιό βιβλίο. Σπάνιο. Ποιος ξέρει που μπορεί να υπάρχει σήμερα», μου είπε κάποια στιγμή.

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Υπάρχει σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας. Μόλις πριν λίγες μέρες ξανακυκλοφόρησε» του απάντησα. Και, μια στιγμή αργότερα, ένα τρανταχτό γέλιο του Flammentrupp ακολούθησε την φράση μου, διαλύοντας με κυνισμό την διάθεση για το ρομάντζο της βιβλιοαναζήτησης, που μόλις είχε αρχίσει να γεννιέται στο νου του καλού μας φίλου με το ιστορικό παρατσούκλι.


Και, πράγματι, το παλιό βιβλίο, που είχαν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις Οδυσσέας το 1984, βρισκόταν ξανά στους πάγκους των βιβλιοπωλών, σε μια νεότερη έκδοση, επιμελημένη αυτή την φορά από τις εκδόσεις Στο Περιθώριο.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Γιώργος Τουρκοβασίλης είναι ένας φωτογράφος, ο οποίος κατά το παρελθόν είχε ζήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Έχοντας συναναστραφεί με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, ο Σόρογκας, ο Κακογιάννης και άλλοι, άρχισε να γίνεται γνωστός για τις ποιοτικές του φωτογραφίες. Οφείλω να σημειώσω ότι οι φωτογραφίες του Τουρκοβασίλη έχουν ενδιαφέροντα θέματα και αποπνέουν ζωή. Σε καμία περίπτωση δεν μοιάζουν με τις γελοίες λήψεις από λεκάνες αποχωρητηρίων και από breakfast, τις οποίες αποθεώνουν ως παραδείγματα καλλιτεχνικής φωτογραφίας οι ανόητοι avant garde τύποι, που παριστάνουν τους θεωρητικούς της φωτογραφίας στις μέρες μας. Επιστρέφοντας, μετά την σύντομη παρένθεση, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι εκδόσεις Οδυσσέας ζήτησαν από τον Τουρκοβασίλη να ετοιμάσει ένα βιβλίο με φωτογραφίες και μικρά του δοκίμια για την ελληνική νεολαία της εποχής. Εκείνος, έχοντας παρακολουθήσει το νεολαιίστικο rock κίνημα της Αθήνας, διατηρώντας φιλίες με παιδιά που εξέφραζαν τις διάφορες μουσικές τάσεις και δίνοντας το παρόν σε αρκετές συναυλίες, ετοίμασε το υλικό του, το οποίο και κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο  Τα Ροκ Ημερολόγια. Ελληνική Νεολαία και Ροκ Εν Ρολ.


Το βιβλίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους Έλληνες ροκάδες της εποχής. Γρήγορα, τα 5000 αντίτυπά του εξαντλήθηκαν. Ωστόσο, η επανακυκλοφορία του καθυστέρησε είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, με αποτέλεσμα η πρώτη έκδοση να γίνει αντικείμενο πόθου δεκάδων νεαρών. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, εκατοντάδες κόπιες του βιβλίου ανατυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν ανεπίσημα, από χέρι σε χέρι, σε φωτοτυπίες αλλά και σε «παράνομες» εκδόσεις. Και σαν η θεά τύχη να συνέλαβε τον πόθο του «Τσίκο», το βιβλίο επανακυκλοφόρησε την άνοιξη του 2016, αυτή την φορά υπό τον επικαιροποιημένο τίτλο Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80.


Όσον αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου, η δομή του είναι η εξής. Μικρά αισθητικά δοκίμια του Τουρκοβασίλη, αναμνήσεις από συναυλίες και σύντομα αποσπάσματα συνομιλιών του με τους rockers της εποχής (μουσικούς, αλλά και- κυρίως- οπαδούς), εναλλάσσονται στις σελίδες των «ροκ ημερολογίων» με φωτογραφίες που είχε τραβήξει σε στέκια, συγκροτήματα, πρόσωπα και συναυλίες. Όπως προανέφερα, ο φακός του Τουρκοβασίλη συνδέει την καλλιτεχνική αντίληψη στην λήψη της φωτογραφίας με την ζωντάνια στην απεικόνιση των θεμάτων. Οι εικόνες του θυμίζουν ντοκιμαντέρ. Παράλληλα, αποτυπώνουν το αισθητικό ίχνος μιας άγριας νεολαίας που, δυστυχώς, φαίνεται πως δεν βρήκε πολλούς κληρονόμους.


Όσον αφορά το καθαρά φωτογραφικό υλικό του βιβλίου υπάρχουν εικόνες από συναυλίες όπως εκείνες των UFO στο Σπόρτινγκ το 1983, των Blues Band το καλοκαίρι του 1982 στον Λυκαβηττό, των New Order στο Σπόρτινγκ την ίδια χρονιά, των Ex Humans στην Σοφίτα το 1983 και πάρα πολλές ακόμη. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται, ακόμη, φωτογραφίες από την επίσκεψη του Bruce Dickinson με σκοπό την υπογραφή αυτόγραφων και την γνωριμία με το ελληνικό κοινό σε γνωστό στέκι της εποχής, καθώς και φωτογραφίες «σκινάδων», «νιουγουεηβάδων», και metalheads εν δράσει, σε θρυλικά νεολαιίστικα μαγαζιά, όπως τα Αρετούσα, Σοφίτα, Mad και άλλα. Τέλος, υπάρχουν φωτογραφίες ροκάδων οπαδών και hooligans στα γήπεδα του Καραϊσκάκη και της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.


Ωστόσο, πέρα από το αναμφισβήτητα ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό, κατά καιρούς ασκήθηκαν κάποιες αρνητικές κριτικές που αφορούσαν τα κείμενα των «ροκ ημερολογίων». Κριτικές με αιχμές διαφορετικών προελεύσεων. Προσωπικά θεωρώ παρατραβηγμένες και αδόκιμες αυτές τις προσεγγίσεις. Χωρίς να μακρηγορήσω, θα σημειώσω ότι πράγματι τα αισθητικά κείμενα του Τουρκοβασίλη δεν καταφέρνουν πάντοτε να συλλάβουν την ουσία των όσων παρουσιάζουν. Ο συγγραφέας μπορεί να παρακολουθεί από κοντά και με ενδιαφέρον το φαινόμενο της ελληνικής rock νεολαίας, αλλά είναι σαφές ότι η γνωριμία με το πεδίο της έρευνάς του ήταν πρόσφατη όταν έγραφε το βιβλίο, πράγμα που σημαίνει ότι η συγγραφική του ματιά είναι εξωτερική και όχι αυτή ενός ανθρώπου που γνωρίζει καλά τον «κόσμο» του rock. Αυτό, όμως δεν μειώνει την αξία του έργου.


Το ίδιο πιστεύω ότι συμβαίνει και με τα αποσπάσματα από συνομιλίες με νεαρούς rockers, που φιλοξενούνται στις σελίδες του βιβλίου. Πολλοί στέκονται στο γεγονός ότι εκφράζουν απλοϊκές γενικεύσεις και περιλαμβάνουν ανακρίβειες. Νομίζω ότι μια τέτοια ανάγνωση μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στην απώλεια του νοήματος. Γιατί το νόημα αυτών των αποσπασμάτων είναι να αποκαλύψουν, με τον πιο ζωντανό τρόπο, την εικόνα και τις απόψεις που είχαν οι rockers της εποχής για την μουσική και το ευρύτερο κίνημα που εξέφραζαν, βάσει των λίγων πληροφοριών και της ισχνής σχετικής βιβλιογραφίας που υπήρχε στην Ελλάδα. Όχι να καταγράψουν με επιστημονικό τρόπο μια ανάλυση του rock. Και σε αυτό το πεδίο, νομίζω ότι ο Τουρκοβασίλης έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Με μια πεζοδρομιακή γλώσσα και με νεανικά ορμητικό ύφος οι συνομιλητές του αποτυπώνουν ανάγλυφα την κυρίαρχη κουλτούρα των Ελλήνων rockers και metalheads της δεκαετίας του ’80.


Επίσης, ο Τουρκοβασίλης έχει κατακριθεί, μεταξύ των άλλων, γιατί παρουσίασε σε κάποια σημεία του βιβλίου του εθνικιστικές και hooligan εκδοχές του rock κινήματος στην Ελλάδα. Προφανώς, θεωρώ ότι οι εν λόγω κατακρίσεις πρέπει να γραφτούν στα παλαιότερα των υποδημάτων από τους σοβαρούς αναγνώστες του βιβλίου. Γιατί, πρώτον, το rock, κατά την δεκαετία του ’80, ήταν σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένο με το οπαδικό κίνημα, πράγμα που σημαίνει ότι σωστά έπραξε ο Τουρκοβασίλης με το να το παρουσιάσει. Και, δεύτερον, γιατί οι εθνικιστικές τάσεις, σε μερίδες του punk και του heavy metal κοινού, ήταν γνωστές σε όλους τους εμπλεκομένους και μόνο ως απαίτηση «πολιτικά ορθής» λογοκρισίας μπορεί να θεωρηθεί η κριτική στον Τουρκοβασίλη, επειδή επέτρεψε να δημοσιευθούν φωτογραφίες και αναφορές που τις παρουσίασαν. 




Συμπερασματικά, Τα Ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, συνιστούν μια σημαντική καταγραφή της κουλτούρας του rock κινήματος στην Ελλάδα. Για όσους αρέσκονται στις αναπολήσεις των περασμένων, όμορφων, εποχών, των οποίων, δυστυχώς, η μεταμοντέρνα παρακμή των ημερών μας, όσο περνούν τα χρόνια, σβήνει και τα τελευταία τους ίχνη, το συγκεκριμένο βιβλίο μπορεί να αποτελέσει ένα απολαυστικό εαρινό και θερινό ανάγνωσμα.