Ο θείος μου ο Μένιος

                                                            του Σταμάτη Μαμούτου

Τον θυμάμαι ως μια οικεία αντιστροφή του εαυτού μου. Ως έναν άνθρωπο με χαρακτήρα βαθύτατα όμοιο και, ταυτόχρονα, ακριβώς αντίθετο απ’ τον δικό μου. Είχε την ψηλόλιγνη και νευρώδη κορμοστασιά των ανδρών του γένους από το οποίο κατάγεται η μητέρα μου. Το πάλλευκο δέρμα, το πρόσωπο που κοκκίνιζε στο παγερό αγέρι, τα μαύρα μαλλιά. Υιοθετούσε και τα αξιακά γνωρίσματα της παράδοσης των παππούδων μας. Την αταλάντευτη προσωπική τιμή και την μέχρις εσχάτων υπεράσπισή της, αν χρειαζόταν, ακόμη και με τον πιο βίαια νταηλίδικο τρόπο. Την πηγαία ευγένεια. Το μόνιμο χαμόγελο. Την έφεση στις κοινωνικές συναναστροφές. Αλλά κάπου εκεί τελείωναν οι ομοιότητες με τους παλιούς κι άρχιζαν τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Εκείνα που τον έκαναν να αφήσει εποχή στο κέντρο των Αθηνών της δεκαετίας του ΄70, στον νομό Ηλείας και στα υπόλοιπα μέρη που σεργιάνισε κατά τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του.


Αν μου ζητούσε κανείς να περιγράψω συνοπτικά την περίπτωσή του, θα έλεγα ότι ήταν σαν μια ισχυρή οικογένεια μακρινών απογόνων του θεού Άρη να είχε υιοθετήσει τον τελευταίο απόγονο του θεού Διόνυσου. Τον ρωτούσες ποια είναι η ηλικία του και ενώ ήταν σαράντα ετών σου απαντούσε οδόντα! Κι όταν ζητούσες απορημένος διευκρινίσεις, σου εξηγούσε, ανάμεσα στα γέλια του που ακούγονταν λες και κόχλαζαν το μάγμα κάποιου βακχικού πυρήνα ζωής απ’ τον οποίο μόνον αυτός μπορούσε να μεταλάβει, ότι είχε ζήσει δυο ζωές. Μία ανάμεσα στον απλό κόσμο της ημέρας. Και άλλη μια στο βασίλειο της νύχτας, όταν οι άνθρωποι της καθημερινότητας κοιμούνταν. Μαζί με «τους παράνομους και τους αδικημένους», που αναφέρει ο ρομαντικός ύμνος της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Γι’ αυτό και τα χρόνια της ζωής του μετρούσαν διπλά.

Επρόκειτο για τον αδερφό της μάνας μου. Τον θείο μου τον Μένιο. Και είχα την τύχη να παρακολουθήσω, στον βαθμό που μπορούσα, τον φρενήρη βίο του, περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους του. Ήταν ένας αληθινός βασιλιάς των δρόμων. Αεικίνητος, ασταμάτητος, αχαλίνωτα ζωτικός. Δεν στεκόταν για πολύ σε κάποιο σημείο. Λες και γέμιζε την ψυχή του η ορμητικότητα μιας διάθεσης για φυγή. Φυγή για πού άραγε; Υποθέτω πως ούτε κι ο ίδιος πρέπει να γνώριζε. Από καμπαρέ σε καμπαρέ, από βράδυ σε βράδυ, από γκόμενα σε γκόμενα.


Έτρωγε σχεδόν τρέχοντας. Έπινε ασταμάτητα οτιδήποτε περιείχε αλκοόλ. Κάπνιζε όποιο είδος καπνού έβρισκε πρόχειρο. Γνώριζε κάθε κέντρο διασκέδασης σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων από εκεί που ζούσε κατά καιρούς. Κι όταν εμφανιζόταν σε κάποιο από αυτά οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα. Οι υπεύθυνοι έτρεχαν να τον υποδεχτούν. Οι μπράβοι να του σφίξουν το χέρι, αποδίδοντας τον πρέποντα σεβασμό. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε κάποιο άδειο κάθισμα οι σερβιτόροι ξεφύτρωναν τραπέζια από το πουθενά και τα τοποθετούσαν στο καλύτερο σημείο για να τον περιποιηθούν. Κι, όμως, δεν υπήρξε ποτέ του παραβατικός, μολονότι οι πύλες της παρανομίας ήταν διάπλατα ανοικτές γι’ αυτόν και τα προσδοκώμενα οφέλη θελκτικά. Ήταν ένας ρομαντικός νυχτόβιος, που ζούσε κάθε στιγμή της ζωής. Ένας ιδιότυπος δον Κιχώτης, που ήθελε να τον αγαπούν όλοι. Και τα κατάφερνε πάντα.

Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα κοινά. Υποστήριζε μόνον τους πολιτικούς του φίλους για καθαρά προσωπικούς λόγους. Και δεν έχανε την ευκαιρία να το υπενθυμίζει. Τον ενδιέφερε μόνο η διασκέδαση και οι γυναίκες που άλλαζε σαν τα πουκάμισα -ασφαλώς και μετά τον γάμο του. Δυο ήταν οι αγάπες που έμειναν σταθερές στην ζωή του. Η ελληνική λαϊκή μουσική και ο Παναθηναϊκός.

Όντας έφηβος, βρέθηκε στην Αθήνα κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Εκείνη την εποχή αφομοίωσε με ειλικρινή αφοσίωση την έμφαση στον λαϊκό πολιτισμό και το ρεμπέτικο τραγούδι, που δινόταν από μεγάλο μέρος της νεολαίας. Και κάπως έτσι άρχισε να γράφει το εισαγωγικό κεφάλαιο της ιδιαίτερης ζωής του. Από τις καφετέριες του Ζωγράφου στην θύρα 13 του σταδίου της λεωφόρου Αλεξάνδρας, από την οδό Μητροπόλεως και το εμπορικό κέντρο στα μπουζούκια και τα bar των Αθηνών, το όνομα «Μένιος» ταξίδευε λες με τον άνεμο. Σε τέτοιο βαθμό ώστε η μητέρα μου να συναντά αγνώστους που την σταματούσαν στους δρόμους του πολυπληθούς κέντρου για να την ρωτήσουν αν ήταν η αδερφή του.


Κάποια χρόνια αργότερα τον θυμάμαι να γεμίζει την παιδική μου καρδιά με χαρά, όταν ερχόταν να πάρει τον πιτσιρικά ανιψιό του για βόλτα. Ήμουν μικρούλης και δυσκολευόμουν να αντιληφθώ τα δεδομένα του «υπόγειου κόσμου», στον οποίο είχε χτίσει το βασίλειό του. Ένιωθα, όμως, τις χαοτικές πτυχές του κόσμου αυτού να τυλίγονται γύρω από ανθρώπινες ψυχές. Και παρατηρούσα τους σαγηνευτικούς μορφασμούς της νύχτας, που σαν αρχαία έκπτωτη θεά φαινόταν αχνά ανάμεσα στους καπνούς  των τσιγάρων. Κι ο θείος μου στο κέντρο, ως μεγάλος μύστης των ανομολόγητων αληθειών του κόσμου εκείνου, με διαβεβαίωνε πως μόλις γινόμουν μεγάλος θα καταλάβαινα τους νόμους του και θα τον κατακτούσα, όπως έκανε κι εκείνος. Αλλά παρότι η παρέα μας συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του, φάνηκε τελικά ότι αυτός δεν ήταν ο κόσμος μου. Εξακολουθώ, μάλιστα, να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν κι ο δικός του.


Μολονότι ο Μένιος ήταν ο τελευταίος, ίσως, γνήσιος εκφραστής του τρόπου ζωής των ρεμπετών, στο νου μου τον έχω παραλληλίσει με το λαϊκό τραγούδι που φέρει τον τίτλο «Οι νταλίκες». Τον θυμάμαι να το σιγοτραγουδά, ένα συννεφιασμένο, κυριακάτικο, μεσημέρι της δεκαετίας του ’80, στην Πάτρα, πίνοντας ένα Marlboro, λίγο πριν φύγει για το γήπεδο της Παναχαϊκής, προκειμένου να παρακολουθήσει τον αγώνα της τοπικής ομάδας με τον Παναθηναϊκό. Έχω την αίσθηση ότι ο στίχος του τραγουδιού, που αναφέρεται σε «σκηνές από ταινία προσεχώς» αντανακλά την ζωή του. Μια ζωή γρήγορη, αποσπασματική, η οποία άφησε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν βρήκε τον τελικό της προορισμό. Μια ζωή πλημμυρισμένη από την ένταση ενός ελλειπτικού βάθους, όπως τα κινηματογραφικά τρέιλερ.


Ο θείος μου ο Μένιος ήταν στενός πνευματικός συγγενής του Γιώργη Ζορμπά. Μόνο που δεν γνωρίζω αν κατάφερε να κατακτήσει την πληρότητα του διονυσιακού του βίου. Γιατί ο κόσμος στον οποίο φιλοξενήθηκε ήταν πολύ διαφορετικός από εκείνον της εποχής του καζαντζακικού ήρωα.

Η μεταπολίτευση, στην οποία γαλουχήθηκε κι ανδρώθηκε ο Μένιος και η γενιά του, ήταν ένα πολυσχιδές χάος. Ρευστό, φανταχτερό, αλλά και βαλτώδες. «Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει», που έλεγε και το παλιό τραγούδι με τους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Κι, ασφαλώς, η παθογένεια του χάους της μεταπολίτευσης εκδηλώθηκε και στην νυχτερινή της ζωή σαν το ψεύτικο πάθος της εκδιδόμενης γυναίκας. Η μεταπολίτευση αντικατέστησε, σταδιακά και ανεπαίσθητα, την νύχτα του κόσμου των παλιών γλεντζέδων με νεωτερικές εκδοχές της νυχτερινής ζωής, μεστές εκτυφλωτικών ψευδαισθήσεων. Οι οποίες, σαν το ύπουλο ναρκωτικό, γεννούσαν την αίσθηση της ατελεύτητης προσδοκίας στις καρδιές των ρομαντικών εραστών της. Όσο γεμάτοι κι αν ήταν ήθελαν να την γευτούν ακόμη περισσότερο. Όλο και πιο πολύ. Και αυτή η ορμή τους έφερνε ξανά στην αρχή. Σε μια αρχή χωρίς σκοπό. Γι αυτό έχω την υποψία, όπως έγραψα και πιο πριν, πως ο κόσμος της νύχτας, στον οποίο έχτισε το βασίλειό του ο θείος μου, ίσως τελικά να μην ήταν ο αληθινά δικός του κόσμος.


Βασίζω αυτή μου την υποψία στις αναμνήσεις που κρατώ από τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Ήταν οι μοναδικές ημέρες κατά τις οποίες τον θυμάμαι νηφάλιο. Αποσπασμένο από τον εαυτό του. Με μια φωνή βαριά, σαν εκείνες των παππούδων μας. Όταν η μητέρα μου τον ρώτησε πόσο γεμάτος ένιωθε από τις δυο ζωές που έλεγε ότι είχε ζήσει, αυτός γέλασε αχνά. Σαν να αντιμετώπιζε περιπαικτικά κι ο ίδιος τα περασμένα.


Ήταν σαράντα επτά ετών όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει το πρώτο σημαντικό θέμα υγείας. Οι γιατροί του σύστησαν αυστηρή δίαιτα και δια παντός αποχή απ’ τις καταχρήσεις. Αλλά τι γνώριζαν εκείνοι οι χαρτογιακάδες με τις λευκές ρόμπες για τον τρόπο ζωής των απογόνων του Διόνυσου. Και πως μπορούσε να τους λάβει υπόψη του κάποιος που είχε μεθύσει με το γλυκό νέκταρ των μυστικών πηγών της αχαλίνωτης κοσμικής ροής.


Άντεξε επτά ακόμη χρόνια να ζει στους γνωστούς του ρυθμούς. Έπειτα παράτησε στην μέση το σενάριο της κινηματογραφικής του ζωής και μας άφησε για να κάνει την τελευταία του βόλτα. Αυτή την φορά με προορισμό τον ουρανό. Κι εγώ, ενθυμούμενος ένα γνωστό μυθιστόρημα του Ρέη Μπράντμπερι, μάταια προσευχόμουν στον Θεό να πάρει έναν χρόνο από την δική μου ζωή και να τον προσθέσει στην δική του. Έστω έναν χρόνο. Αλλά τι να τον έκανε ένας άνθρωπος που έζησε γρήγορα για να πεθάνει νέος.

«Too old to rock’n’roll, too young to die» έλεγαν κάποτε οι Jethro Tull. Πόσο του ταίριαζε, είναι η αλήθεια. Κι ας μην είχε καμιά σχέση με το rock.