Σκιάχτηκες;

                                                            του Ιωάννη Μπαχά 

Οι άνθρωποι και οι σκιές είναι ένα. Δεν διαφέρουν. Είναι οι δύο μορφές που παίρνει η ουσία αυτή που λέμε ανθρωπιά. Όταν ο άνθρωπος λιγώνεται, τελειώνει, σβήνει, πες το όπως θέλεις, γίνεται σκιά. Δεν χάνεται. Ψάχνει τοίχο, βουνό, χώμα και ζει πια εκεί. Καμιά φορά αυτή η αλλαγή φαίνεται και πριν πεθάνει και τότε λέμε πως έγινε «σκιά του εαυτού του». Όταν γυρνάει κανείς από τον πόλεμο, όταν κάνει φυλακή και τέτοιες καταστάσεις.

Μα γίνεται και το αντίστροφο. Κάποιες σκιές ξαναγίνονται άνθρωποι και αυτό είναι φρικτό. Να μάθεις δηλαδή ή να καταλάβεις πως κάποιος που γνωρίζεις πως πέθανε ήταν σκιά και ξαναζωντάνεψε. Και κυρίως το πως το έκανε αυτό. Για να γίνει πρέπει να «ρουφήξει» η σκιά του πεθαμένου, άνθρωπο, για να «γεμίσει», να «παχύνει» κατά πως λένε. Καραδοκούν σε κάποιο τοίχο, συχνά σε κάποιο μέρος όπου έγινε φόνος (και είναι οι σκιές των δολοφόνων). Σε αρπάζουν χωρίς να καταλάβεις και τότε απλώς αγνοείσαι, χάνεσαι, εξαφανίζεσαι, σε ψάχνουν για καιρό αλλά δεν θα σε βρουν ποτέ. Η σκιά σε ρουφήξε και μέστωσε, ανδρώθηκε, έγινε παχιά και είναι πια του δολοφόνου η ψυχή σε άλλο σώμα που σου φέρνει και λίγο.

Γι' αυτό με βλέπεις περπατάω μόνο όπου πέφτει ο ήλιος. Μόνο τη δικιά μου τη σκιά κουβαλάω. Αποφεύγω τώρα το καλοκαίρι τα σκιερά δρομάκια, ακόμη και τις ομπρέλες  στην παραλία. Φέρε μου τώρα το αντηλιακό. Κάηκα.


Τι έγινε; Σκιάχτηκες;