Η πρώτη Αθηναϊκή Σχολή
Οι Έλληνες Ρομαντικοί Συγγραφείς (1830-1880)

 
Η περίοδος μετά την Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια πραγματική κοσμογονία για την νέα Ελλάδα. Η αναταραχή, η αιμορραγία και η αναρχία, που έφεραν τα εφτά χρόνια συνεχών αγώνων και καταστροφών, βρήκαν στα 1828 μια Ελλάδα όπου τα πάντα έπρεπε να χτιστούν από την αρχή. Έτσι, τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια αποτέλεσαν μια εποχή πραγματικά οριακή για την νεοελληνική κοινωνία και επομένως πολύ δύσκολη προκειμένου να βρει και την λογοτεχνική της έκφραση στο μυθιστόρημα.

Στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας, η λογοτεχνία ήταν γενικά μια άγνωστη έννοια. Οι προικισμένοι νέοι, που είχαν τις δυνατότητες και εμφάνιζαν κλίση στα γράμματα, έφευγαν στο εξωτερικό και συνέχιζαν εκεί την σταδιοδρομία τους, αποβλέποντας κυρίως σε εθνικούς σκοπούς, στην απελευθέρωση του υπόδουλου έθνους. Η καλλιέργεια και η συντήρηση των γραμμάτων δεν υπηρετούσε τόσο την τέχνη ή την επιστήμη, όσο έναν σκοπό πολιτικό, όσοι έγραφαν είχαν πάντα ζωηρή ανάμειξη στην πολιτική και ο «λόγος» βρισκόταν στην υπηρεσία του έθνους.

Συνεπώς, το νεοελληνικό μυθιστόρημα στα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Στο μεταξύ, όμως, το μυθιστορηματικό είδος είχε διαμορφωθεί ήδη στην Δύση με συγκεκριμένους κανόνες και τεχνικές και είχε ανοίξει έναν δρόμο στην λογοτεχνία. Οπότε, οι πρώτοι νεοέλληνες μυθιστοριογράφοι, μη βλέποντας άλλη δυνατότητα, στράφηκαν προς την δυτική Ευρώπη και αναζήτησαν εκεί τις βάσεις και τα πρότυπα για την ανάπτυξη του μυθιστορηματικού είδους στην Ελλάδα.

Το κυρίαρχο ρεύμα του Ρομαντισμού
 
Στην ζωή και την τέχνη, από το δεύτερο μισό του 18ου έως και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, κυριαρχεί το πνεύμα του ρομαντισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, κι όπως ήταν φυσικό διαποτίζει και τον χώρο της λογοτεχνίας. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι η στροφή προς την φύση, η εισβολή της αδέσμευτης φαντασίας στην δημιουργία, η τάση της φυγής από την καθημερινότητα, η καταφυγή στην Ιστορία ή γενικά στο παρελθόν, ο αυθορμητισμός και τα παράφορα συναισθήματα. Αυτά τα στοιχεία θα γονιμοποιήσουν τον πεζό λόγο της εποχής και θα δημιουργήσουν το κυρίαρχο αίσθημα του ρομαντισμού, που θα είναι η φλογερή και ανικανοποίητη επιθυμία του ανθρώπου να φτάσει στην απόλυτη ολοκλήρωση, η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου όπου βασίλευε η αρχική αρμονία και στην θέση των αντιθέσεων υφίσταντο συγχωνεύσεις ανώτερων σχημάτων. Αυτός ο πόθος του απόλυτου, που δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί ή να καταλαγιάσει μέσα στα κοινά μέτρα, δημιουργεί την αγωνία της ύπαρξης και οδηγεί τους ήρωες στην ονειροπόληση και τον ρεμβασμό ή στην αποφασιστική δράση και τον ηρωικό θάνατο.

Από τους πρώτους και πιο διάσημους εκπροσώπους του γαλλικού ρομαντισμού είναι ο Σατωβριάνδος και τα δύο αφηγήματά του ‘‘Atala’’ (1801) και ‘‘René’’ (1802) που ενσωματώθηκαν στο έργο του Le genié du Christianisme (1803). Έπειτα, θα ακολουθήσουν οι μυθιστοριογράφοι με την μεγάλη διάδοση, Αλέξανδρος Δουμάς («Οι τρεις σωματοφύλακες») και Βίκτωρ Ουγκό («Η Παναγία των Παρισίων»), ενώ ο Θεόφιλος Γκωτιέ θα προσφέρει κάποια από τα καλύτερα πεζά κείμενα της γοτθικής λογοτεχνίας. Στην Αγγλία ο Ρομαντισμός εκδηλώνεται με τα γοτθικά μυθιστορήματα του Οράτιου Ουόλπολ, της Αν Ράντκλιφ και άλλων, με τα περιπετειώδη έμμετρα ποιητικά μυθιστορήματα του Λόρδου Μπάιρον και τα ιστορικά μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ («Ιβανόης»), ο οποίος θα καλλιεργήσει εντατικά και θα διαμορφώσει το ιστορικό μυθιστόρημα επηρεάζοντας και εμπνέοντας παντού τους περισσότερους μυθιστοριογράφους. Ο Σ. Τ. Κόλεριτζ, ο Ρόμπερτ Σάουθεϊ και άλλοι ρομαντικοί ποιητές θα γράψουν σημαντικά μακροσκελή έργα, που θα ακροβατούν ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Ο Κάρολος Ντίκενς θα γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με τα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματά» του, όπου κυριαρχεί η στροφή στην παράδοση και η κοινωνική αλληλεγγύη. Στην Γερμανία, την μητρόπολη του Ρομαντισμού, αρκετοί σπουδαίοι λογοτέχνες όπως ο Νοβάλις, ο Λούτβιχ Τηκ, ο Κλέμενς Μπρεντάνο, ο φον Άρνιμ και άλλοι, θα δημιουργήσουν λογοτεχνικά έργα σταθμούς της ρομαντικής παράδοσης, ενώ τα διηγήματα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν θα ασκήσουν μεγάλη επίδραση στην υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως στους Γκωτιέ και Νερβάλ). Στην Αμερική έχουμε τις περιπτώσεις των Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Ναθάνιελ Χώθορν και Χένρι Τζέιμς, που με τις ιστορίες τους δημιουργούν ένα κλίμα βίαιης εισβολής του μυστηρίου και αλλόκοτων συνειδησιακών καταστάσεων.

Παράλληλα, ο ρομαντισμός καλλιεργεί και την στροφή προς τα λαϊκά έργα, επειδή αυτά, σύμφωνα με την ρομαντική αντίληψη, διαθέτουν το προσόν του αυθορμητισμού. Έτσι, αναπτύσσεται η επιστήμη της Λαογραφίας και η συλλογή και δημοσίευση λαογραφικού υλικού και παραμυθιών. Στην Γαλλία ο Charles Perrault έχει ήδη δημοσιεύσει την συλλογή παραμυθιών του (1697) αρκετά πριν την έλευση του Ρομαντισμού, ενώ στην Αγγλία ο Ουόλτερ Σκοτ συγκεντρώνει και δημοσιεύει μπαλάντες και θρύλους της Σκωτίας («Τραγούδια των σκωτσέζικων συνόρων», 1803). Στην Γερμανία οι αδερφοί Γκρίμμ συλλέγουν και δημοσιεύουν τα λαϊκά παραμύθια (1813-1814) που έγιναν παγκοσμίως γνωστά, ενώ στην Ρωσία ο Κρυλώφ, επηρεασμένος από τα γαλλικά πρότυπα, δημοσιεύει μεταξύ των ετών 1810-1820 τους «Μύθους» του.

Η Αθηναϊκή σχολή

Οι νεοέλληνες συγγραφείς που καταπιάστηκαν μετά το 1830 με το μυθιστόρημα ήταν επόμενο να επηρεαστούν αποφασιστικά και ν’ αντλήσουν τα στοιχεία της έμπνευσής τους από τις εκδηλώσεις του ρομαντικού κινήματος. Στην Ελλάδα μάλιστα ο ρομαντισμός συνδέθηκε εξαρχής με την πιο απαισιόδοξη και καταθλιπτική πλευρά του: η θρηνητική διάθεση, η ερωτική απελπισία, οι εκρήξεις στα συναισθήματα και η απάρνηση της ζωής στάθηκαν τα πιο βασικά χαρακτηριστικά του.

Γενικά, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την πρώτη περίοδο της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως περίοδο του «ιστορικού μυθιστορήματος», γιατί οι περισσότεροι συγγραφείς ανέτρεχαν στο παρελθόν, ζωντάνευαν πρόσωπα ή γεγονότα της Ιστορίας και απέφευγαν την εκμετάλλευση θεμάτων της σύγχρονης ζωής. Για παράδειγμα, ο «Λέανδρος» και η «Χαριτίνη» ήταν βιβλία γεμάτα ιστορικές αναμνήσεις και αναφορές στο ένδοξο παρελθόν, «Ο Εξόριστος» παρακολουθούσε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της μετα-επαναστατικής Ελλάδας, και «Ο Θέρσανδρος» είχε δράση τοποθετημένη στην επανάσταση του ’21. Ωστόσο, τα όρια ανάμεσα στο απλώς ιστορικό μυθιστόρημα και στο ρομαντικό με ιστορικά ενδιαφέροντα ήταν ρευστά στην νεοελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα υπήρξε βασικά ρομαντικό και το ρομαντικό χαρακτηριζόταν από ένα ιστορικό πλαίσιο.

Στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, λοιπόν, συρρέουν λόγιοι από τον ελληνισμό εκτός συνόρων καθώς επίσης και πολλοί Φαναριώτες από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι δίνουν τις κύριες κατευθύνσεις στην πνευματική ζωή, μεταφράζοντας ρομαντικά μυθιστορήματα και επιβάλλοντας την καθαρεύουσα. Στο μεταξύ οι συγγραφείς που εμφανίζονται απαρτίζουν την λεγόμενη «Αθηναϊκή σχολή». Έτσι, μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά μυθιστορήματα αυτής της περιόδου είναι: «Ο Λέανδρος» (1834) του Παναγιώτη Σούτσου, «Ο εξόριστος του 1831» (1835) του Αλέξανδρου Σούτσου, «Ο πολυπαθής» (1839) του Γρηγορίου Παλαιολόγου, «Ο Αυθέντης του Μωρέως» (1850) του Α.Ρ. Ραγκαβή, «Η ήρως της ελληνικής επαναστάσεως» (1852) του Στέφανου Ξένου, «Ο Κατσαντώνης» (1860) του Κων. Ράμφου κ.α. Κάνοντας μια επιλογή, θα γνωρίσουμε μερικά από αυτά τα έργα παρακάτω.

Παρενθετικά, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένα από τα σημαντικότερα αφηγηματικά κείμενα, που εκφράζει το ρομαντικό φανταστικό στοιχείο, εμφανίζεται στα Επτάνησα από τον Διονύσιο Σολωμό. Το διήγημα «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» είναι το πρώτο, υψηλής ποιότητας κείμενο του είδους που ονομάστηκε «φανταστικό». Σε αυτό ο Σολωμός συνδυάζει την ρομαντική τόλμη της φαντασίας και το υπερφυσικό με έναν αδρό ρεαλισμό στις περιγραφές, σχετίζοντας ταυτόχρονα το θέμα με κορυφαία σύγχρονα γεγονότα (πολιορκία του Μεσολογγίου) καθώς και με καθημερινά περιστατικά και πρόσωπα της ζακυνθινής κοινωνίας. Παράλληλα, χρησιμοποιεί γλώσσα ποιητική και αποκαλυπτική, βιβλική στον τόνο και τον τρόπο σύνθεσης. Με την ανάμειξη όλων αυτών των στοιχείων, ο Σολωμός συνθέτει ένα είδος «μικτό αλλά νόμιμο» που απογειώνει την φαντασία. Ωστόσο, η επτανησιακή λογοτεχνία εκείνη την εποχή περιθωριοποιείται από την πνευματική ηγεσία του ελεύθερου κράτους και το έργο του Σολωμού θα παρέμενε άγνωστο («θα ελάνθανε») για έναν ολόκληρο αιώνα μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο.

Οι αδερφοί Σούτσοι

Ο Παναγιώτης Σούτσος (1806 – 1868) υπήρξε ο κατεξοχήν ρομαντικός ποιητής της νεότερης Ελλάδας. Γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής φαναριώτικης οικογένειας, σπούδασε στο Παρίσι και εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο νέο ελληνικό κράτος. Τα δύο μυθιστορήματα που συνέγραψε («Ο Λέανδρος» και «Η Χαριτίνη») χαρακτηρίζονται από τον άκρατο ρομαντισμό, τον πατριωτικό τόνο και την τάση για ηθικολογία.

Στον «Λέανδρο» έχουμε ένα ερωτικό μελόδραμα, γραμμένο σε επιστολική μορφή. Ο ομώνυμος ήρωας ταξιδεύει από το Ναύπλιο στην Αθήνα, όπου συναντά την Κοραλία. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, όμως η Κοραλία είναι παντρεμένη και πιστή στον σύζυγό της. Έτσι, μπλεγμένος στο αδιέξοδο ανάμεσα στον έρωτα και την ηθική, ο Λέανδρος σκέφτεται τον θάνατο, αλλά ο φίλος του Χαρίλαος τον προτρέπει αντίθετα να περιοδεύσει την Ελλάδα για να ξεχαστεί. Πράγματι, ο Λέανδρος φεύγει και στο ταξίδι του θυμάται πρόσωπα, κατορθώματα και περιστατικά, όχι μόνο της επανάστασης του ’21 αλλά και από την παλαιότερη ελληνική ιστορία. Όταν επιστρέφει πάλι στην Αθήνα, ακόμη ερωτευμένος με την Κοραλία, βρίσκει την αγαπημένη του να πεθαίνει από ερωτικό μαρασμό και τελικά αυτοκτονεί, κρατώντας την εικόνα της στο στήθος του.

Ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803 – 1863), σε αντίθεση με τον αδερφό του, ήταν μια πιο δραστήρια, επαναστατική και ελεύθερη φυσιογνωμία. Κατά την διάρκεια της ζωής του, τα έβαλε συχνά με την εξουσία του μετα-επαναστατικού κράτους, ασκώντας έντονη κριτική και στον Καποδίστρια, γνωρίζοντας διαδοχικές διώξεις και εκπατρισμούς. Όταν κατέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την Ιταλία όπου σπούδαζε, δημοσίευσε τις πρώτες καυστικές του σάτιρες, που προκάλεσαν πολλές αντιπάθειες και επιθέσεις. Στην συνέχεια έφυγε για το Παρίσι, όπου τύπωσε γαλλικά την «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», έργο εθνικά πολύ ωφέλιμο εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Τελικά, μετά από χρόνια μετακινήσεων και εξορίας, στον δρόμο μιας ακόμα επιστροφής στην πατρίδα, φτωχός και εγκαταλειμμένος, πέθανε σε ένα νοσοκομείο της Σμύρνης.

Ο Αλέξανδρος Σούτσος περιβάλλει τα πολιτικά του ενδιαφέροντα στο μοναδικό του μυθιστόρημα, «Ο Εξόριστος του 1831» με έναν ρομαντικό μύθο. Ο εξόριστος του έργου δεν είναι μόνο ένας πολιτικός αγωνιστής αλλά και ένας κατατρεγμένος εραστής που δεν γνωρίζει την ευτυχία. Ο ήρωάς του «τριακονταετής μόλις, εβαρύνετο τον κόσμο και απέφευγε τους ανθρώπους. Περιελθών μέρος πολύ της Ευρώπης και μη ευρών αρέσκειαν εις εκνευρισμένας και μονοτόνους κοινωνίας, επανήλθεν εις την Ελλάδα, προκρίνων την αρχέτυπον και πυρώδη φυλή των τέκνων της». Σε όλο το βιβλίο, ο ίδιος ο εξόριστος, ο αδερφικός του φίλος Νικήστρατος, η αγαπημένη του Ασπασία και ο άσπονδος εχθρός και αντεραστής Αυγερινόπουλος, διαγράφονται με ρομαντική υπερβολή και με πλοκή μελοδραματική. Ταυτόχρονα, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο αδερφός του Αυγουστίνος, ο Ζαΐμης, ο Τρικούπης, οι Μαυρομιχαλαίοι, οι άλλοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής και οι μεταξύ τους συγκρούσεις γεμίζουν κυρίως τις σελίδες του βιβλίου.
 
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Ο Α. Ρ. Ραγκαβής (1809 – 1892), ένας Φαναριώτης με ευρύτατη καλλιέργεια, αποτελούσε μια κατεξοχήν αντιπροσωπευτική μορφή λόγιου της εποχής. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε στρατιωτική τέχνη στο Μόναχο, αρχικά διορίστηκε ως αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αλλά οι γνώσεις του τού επέτρεψαν να γίνει επίσης καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπουργός εξωτερικών, και πρεσβευτής της Ελλάδας στο κρίσιμο συνέδριου του Βερολίνου. Παράλληλα, έγραφε και δημοσίευε ακατάπαυστα διάφορα είδη: ποιήματα, δράματα, διηγήματα, αρχαιολογικές πραγματείες, απομνημονεύματα, λεξικά.

Το πιο σημαντικό μυθιστόρημα του Ραγκαβή είναι «Ο Αυθέντης του Μωρέως». Στα 1209, στην φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο, ανάμεσα στην Σπάρτη και την Ανδραβίδα, βρίσκεται η αυθεντία του Μωρέως. Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ο αυθέντης, φεύγει για την Γαλλία και αφήνει προσωρινό τοποτηρητή τον Γοδοφρείδο Βιλλαρδουίνο με συμφωνία, αν μέσα σε ένα χρόνο δεν διόριζε άλλο κληρονόμο, η αυθεντία θα έμενε οριστικά σε αυτόν. Όμως ο Σαμπλίτης διορίζει τον ανιψιό του Ροβέρτο και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του μυθιστορήματος είναι ο αγώνας και οι προσπάθειες του τελευταίου να φτάσει εγκαίρως στην Πελοπόννησο. Χάρη σε διάφορες μηχανορραφίες, που αφθονούν σε ολόκληρο το βιβλίο, ο Ροβέρτος δεν τα καταφέρνει τελικά και η αυθεντία του Μωρέως μένει στον Βιλλαρδουίνο. Παράλληλα με αυτόν τον κεντρικό μύθο παρακολουθούμε τον έρωτα της Άννας Κομνηνής με τον χαριτωμένο ιππότη Γωλτιέρο, μια απόπειρα ανταρσίας των Ελλήνων με αρχηγό τον Λέοντα Χαμάρετο, πολλούς ιπποτικούς αγώνες και κονταρομαχίες, δολοπλοκίες και πολιτικά σχέδια, και άλλες δευτερεύουσες υποθέσεις. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, όμως σε μια γλώσσα που δεν είναι βαριά και σχολαστική, ενώ διακρίνουμε χωρίς δυσκολία τα αφηγηματικά και περιγραφικά χαρίσματα, τις ικανότητες στην σύνθεση και την αρχιτεκτονική του Ραγκαβή.

Ο «Αυθέντης του Μωρέως» είναι ένα ιπποτικό μυθιστόρημα όπου στις σελίδες του δεσπόζει η δράση και η εξωτερική περιπέτεια, γραμμένος κυρίως με πρότυπο τον «Ιβανόη» του Ουόλτερ Σκοτ. Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα : «Συγχρόνως μεγάλη επεκράτει κίνησης εις του Βαύλλου τους οίκους. Ιππόται σιδηροφορούντες ανέβαινον και κατέβαινον, όπλων κλαγγή αντήχει εν ταις αιθούσας, οι ίπποι ως εις μάχην εσταλμένοι εχρεμέτιζον, περιαγόμενοι την αυλήν υπό των ιπποκόμων… Εις την στιγμήν ταύτην νέα σάλπιγξ ηκούσθη και όλοι, στρέψαντες εκπεπληγμένα βλέμματα προς την είσοδον, είδον εισορμώντα ιππότην, όστις είχε κεκλεισμένον του κράνους το προσωπείον, μέλανα ίππον, καταμέλαινα την ενδυμασία, και ουδέν έφερεν ουδ’ έμβλημα ουδέ κόσμημα».

Ο Ραγκαβής έγραψε ακόμη πολλά διηγήματα, με χαρακτηριστικό ρομαντικό περιεχόμενο. Όπως για παράδειγμα το «Εκδρομή εις τον Πόρον», με τις λυρικές του περιγραφές και τις δραματικές του καταστάσεις. Πρόκειται για την ιστορία ενός έρωτα που καθιστά τον νέο παράφρονα, να περιπλανιέται στις ερημιές του Πόρου, και την νέα τρελή από τύψεις, να κλείνεται σε ένα φρενοκομείο της Γερμανίας. Σε ένα άλλο διήγημα, «Η Ναϊάς», ο ήρωας περιγράφεται ως εξής : «Ο Τζων Ήνγκλετον περιεφέρετο εις την προκυμαίαν του Θαμέσιος, με το σιγάρον εις το στόμα, τας χείρας εις τους κόλπους, τους οφθαλμούς εις τον αέρα, αργός και αμέριμνος, ως ο πλουσιότερος Λόρδος της Ρήτζεν-Στρειτ…». Ωστόσο, αξιομνημόνευτα είναι και τα διηγήματα «Το χρυσούν μαστίγιον» μια περιπετειώδης φανταστική αφήγηση που ξεκινά από την θέληση ενός νέου να κερδίσει την καρδιά μιας όμορφης αλλά και ασυγκίνητης κοπέλας, «Γλουμυμάουθ» όπου η σκοτεινή, υποβλητική ατμόσφαιρα αποτελεί το κεντρικό γνώρισμα και το «Κακουργιοδικείον της Ελισαβεττώνος» που αναδεικνύει με ελαφρύ τόνο στοιχεία πρώιμου αστυνομικού θρίλερ. Στο ίδιο μοτίβο με το «Κακουργιοδικείον..» και το επιτυχημένο μυθιστόρημα «Ο Συμβολαιογράφος» στο οποίο όμως η ατμόσφαιρα είναι βαριά, όπως αρμόζει σε ένα σκοτεινό θρίλερ.

«Ο Συμβολαιογράφος» διασκευάστηκε τηλεοπτικά και παρουσιάστηκε το 1979 στην ΕΡΤ. Το σενάριο και την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Γιώργος Μιχαηλίδης, την μουσική σύνθεση ο Γιάννης Ζουγανέλης και την φωτογραφία ο Βασίλης Βασιλειάδης. Τον ρόλο του συμβολαιογράφου είχε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ενώ κάποιοι από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές ήταν ο Σταύρος Ξενίδης, ο Γιάννης Φέρτης, η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Στάθης Ψάλτης. Το ασπρόμαυρο φιλμ βοήθησε ώστε να αποτυπωθεί τηλεοπτικά η σκοτεινή ατμόσφαιρα του βιβλίου, ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, η τηλεοπτική εκδοχή εστίασε και σε διαφορετικές παραμέτρους από εκείνες του βιβλίου.
 
Ο Διάβολος, η Ηρωίς και άλλα έργα

Το μυθιστόρημα «Η ορφανή της Χίου» είναι ένα ιστορικό έργο που γράφτηκε το 1839 από τον Ιάκωβο Πιτζιπιό, αλλά ο ρομαντισμός του είναι απλοϊκός. Ο Ιάκωβος Πιτζιπιός ήταν μια ανήσυχη προσωπικότητα, που έγραψε πολλά και έζησε μια πολυκύμαντη ζωή. Με καταγωγή από την Χίο, μετά την περιβόητη καταστροφή του νησιού, θα φύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου θα σπουδάσει στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Αφού διδάξει για ένα διάστημα στην ίδια σχολή, τελικά θα εγκατασταθεί στην Ερμούπολη της Σύρου για να ασχοληθεί πλέον με την δημοσιογραφία. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου του είναι ο μεγάλος έρωτας της Ευλαλίας και του Αλέξανδρου με τους διαδοχικούς τους χωρισμούς και τις αναπάντεχες συναντήσεις. Η Ευλαλία είναι η ορφανή της Χίου, που υπομένει την κακομεταχείριση των συγγενών της. Το ποτήρι θα ξεχειλίσει όταν η θεία της Λοξάνδρα θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ματαιώσει τον γάμο με τον Αλέξανδρο για να μην χάσουν την μεταχείριση της περιουσίας της. Έτσι οι δύο νέοι το σκάνε και στην συνέχεια συναντούν ανυπέρβλητα εμπόδια – ναυαγούν, αιχμαλωτίζονται από πειρατές, πουλιούνται ως σκλάβοι, συναντιούνται στο ίδιο κελί της Αλγερίας – μέχρι να καταφέρουν τελικά να παντρευτούν και να βρουν την ευτυχία.

Ο Στέφανος Ξένος (1821 – 1894) γεννήθηκε στην Σμύρνη και πέθανε στην Αθήνα, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στο Λονδίνο, όπου εξέδιδε και τον «Βρετανικό Αστέρα» συγκεντρώνοντας έγγραφα και έργα περιηγητών σχετικά με την Επανάσταση του ’21 και συναναστρεφόμενος τους πιο γνωστούς φιλέλληνες λόγιους της εποχής. Το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τον τίτλο «Ο Διάβολος εν Τουρκία». Όπως γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή του «Ο Διάβολος εν Τουρκία είναι η ζωηρότατη εικών του δικαίου μίσους πάσης ελληνικής καρδίας κατά των ασπλάγχνων τυράννων της. Δεν περιέχει υπερβολάς ουδ’ ανύπαρκτα γεγονότα, αλλά είναι το ειλικρινέστατον καίτοι απίστευτον κάτοπτρον του αρχαίου μουσουλμανικού ζυγού μας και της εφ’ ημίν εξαπλωθείσης χαυνωτικής διαφθοράς του». Ωστόσο, στην πραγματικότητα, πρόκειται για προϊόν αχαλίνωτης δημιουργικής φαντασίας, μιας εποχής που ευνοούσε την ρομαντική τέχνη. Έτσι, το απίθανο, το παράδοξο, το υπερβολικό ενώνονται στις σελίδες του με τις σατανικές ραδιουργίες, τις σκοτεινές μηχανορραφίες και τις πολύπλοκες περιπέτειες. Ταυτόχρονα, όμως, ο Ξένος καταφέρνει να δημιουργήσει σκηνές με δύναμη και πειστικότητα και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την εξέλιξη της πλοκής.

«Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου. Όπως γράφει ο ίδιος πάλι εισαγωγικά «Το πόνημα τούτο εστίν η διήγησις των ενδοξότερων επεισοδίων της εποχής εκείνης, το πανόραμα των ηρώων της, το θέατρο των δυστυχιών της, και η ραψωδία των τραυμάτων του ήδη βραδέως και μετ’ αγωνίας θνήσκοντος τυράννου μας». Το βιβλίο αυτό είναι η αξιέπαινη προσπάθεια να συντεθεί μυθιστορηματικά, με πλασματικά πρόσωπα και φανταστικά περιστατικά, που κινούνται ή εξελίσσονται πλάι στους πραγματικούς ήρωες και στα ιστορικά γεγονότα, το έπος της Επανάστασης του ’21. Το μυθιστόρημα αρχίζει εντυπωσιακά τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής του 1821 στην Κωνσταντινούπολη και μας αφηγείται τα περιστατικά που προηγήθηκαν από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη. Έπειτα μεταβαίνουμε στην Άνοιξη του 1819 στην Αρκαδία, όπου ο Θρασύβουλος και η Ανδρονίκη γνωρίζονται και πλέκουν το περιπαθές, ρομαντικό και επώδυνο ειδύλλιό τους. Και εδώ, όπως και σε άλλα έργα της εποχής, το πραγματικό της επανάστασης και των ηρώων της συνδυάζεται με το φανταστικό των κεντρικών προσώπων και των περιπετειών τους.

Ο Κωνσταντίνος Ράμφος (1776 – 1871) υπήρξε μέλος της Φιλικής Εταιρίας, κήρυκας των ιδεών της στα νησιά του Αιγαίου και στρατιώτης του τακτικού στρατού σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε αρχικά δικαστής και έπειτα πολιτικός διοικητής επαρχιών, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα τρία μυθιστορήματα: «Ο Κατσαντώνης», «Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή-Πασά» και «Ο Χαλέτ Εφέντης». Κοινό χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η καλλιέργεια του ιστορικού μυθιστορήματος και η ανάπτυξη κυρίως θεμάτων πατριωτικών, που εξυμνούν την ζωτικότητα, τις αρετές και γενικά την υπεροχή της ελληνικής φυλής. Παράλληλα, όμως, πέρα από την εξωτερική περιπέτεια, ο Ράμφος διακρίνεται για την επιμελημένη σύνθεση και αρχιτεκτονική, την ολοκλήρωση των προσώπων και τις ψυχογραφικές του προθέσεις, που οδηγούν σε αξιοσημείωτα για την εποχή αποτελέσματα.


Το τέλος μιας εποχής

Η λογοτεχνική παραγωγή της πεντηκονταετίας 1830-1880, που διαπνέεται από τα οράματα του ρομαντισμού, δεν εξαντλείται στους τίτλους που αναφέραμε παραπάνω. Οι συγγραφείς για τους οποίους μιλήσαμε υπήρξαν οι περισσότεροι πολύ παραγωγικοί δίνοντας αρκετά έργα και, κυρίως, διηγήματα, που δημοσιεύονταν στα λογοτεχνικά περιοδικά εκείνης της περιόδου («Ευτέρπη», «Πανδώρα», κ.α.), και φυσικά υπήρξαν και πολλοί άλλοι ακόμη. Πιστεύω, όμως, ότι έγινε εφικτή η απόδοση των γενικών χαρακτηριστικών και του πνεύματος των έργων της εποχής.

Τελικά, την δεκαετία του 1880 σημειώνεται στην λογοτεχνία μια μεγάλη στροφή. Η «Νέα Αθηναϊκή Σχολή» ή «Γενιά του 1880» (με συγγραφείς όπως ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης) θα στραφεί προς πιο ρεαλιστικά θέματα, καλλιεργώντας το είδος της λεγόμενης ηθογραφίας. Οι λόγοι αυτής της αλλαγής είναι πολλοί και ξεφεύγουν απ’ τα όρια αυτής της παρουσίασης, μπορούμε όμως να αναφέρουμε ότι το νεωτεριστικό αυτό ρεύμα είναι ευρύτερο και αφορά γενικότερα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου (άνοδος του Χ. Τρικούπη, δημόσια έργα, ανάπτυξη εμπορίου, αύξηση του πληθυσμού στις πόλεις). Έχει προηγηθεί, βέβαια, η ανάλογη αλλαγή και στον ευρωπαϊκό χώρο, το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον μοντερνισμό με πρώτες εκφράσεις τον ρεαλισμό κι έπειτα τον συμβολισμό (με τον οποίο εγκαινιάστηκαν τα «κινήματα της πρωτοπορίας»). Έτσι όταν στα 1879 ο Άγγελος Βλάχος δημοσιεύει στην «Εστία» το εκτενές του άρθρο «Η φυσιολογική Σχολή και ο Ζολά», ο αυθόρμητος και υψιπετής ρομαντισμός είναι έτοιμος να παραδώσει πια την σκυτάλη στην καθημερινή σκηνογραφία και την αστική ζωή. Με το τέλος της εποχής του ρομαντισμού το φανταστικό στην ελληνική λογοτεχνία θα περιέλθει σε μια – κυριολεκτικά – αιώνια δίνη, από την οποία ακόμη και σήμερα δεν έχει εξέλθει οριστικά...

Δημήτρης Αργασταράς, ε. μέλος Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.

(αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 11ο τεύχος του free-press περιοδικού ''Φανταστική Λογοτεχνία'')
 
- Σχόλια σε αυτή την ανάρτηση :
 
Ο/Η Eustratios Sarris είπε...
Θερμὰ συγχαρητήρια κύριε Ἀργασταρᾶ γιὰ τὸ κείμενό σας περὶ τῆς πρώτης Ἀθηναϊκῆς σχολῆς. Ἀλοίμονο! Λογοτεχνία δὲν εἶναι μόνον ἡ σαφῶς ὑπερεκτιμημένη γενιὰ τοῦ τριάντα, ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι. Καὶ στὴν τέχνη μονόδρομος λοιπόν; Ἂς μὴν τὸ ἐπιτρέψουμε περαιτέρω... Μπράβο σας.
Πέμπτη, 21 Μαρτίου, 2013

ΑνώνυμοςΟ/Η Σταμάτης Μαμούτος είπε...
Μια ρομαντική αναδρομή στην ελληνική εποχή του Ρομαντισμού.
 
Εύγε Δημήτρη.
Πέμπτη, 21 Μαρτίου, 2013
 
ΑνώνυμοςΟ/Η Ίων Αλβέριχος είπε...
Εξαιρετικό άρθρο που πλουτίζει τις γνώσεις μας για τον Ελληνικό ρομαντισμό. Όπως και εξαιρετικό το παράθεμα για τον αγώνα της Εθνέγερσης, ιδιαίτερα το σχόλιο για την κάποτε ευρωπαϊκή Ευρώπη. Φαίνεται πως ο ρομαντισμός είναι πιο επίκαιρος και πιο αναγκαίος απο ποτέ πλέον.
Κυριακή, 24 Μαρτίου, 2013
 
ΑνώνυμοςΟ/Η Γιάννης Παπαδημητρόπουλος είπε...
Πολύ καλό άρθρο, που έρχεται να προστεθεί στην πλειάδα εξαιρετικών άρθρων που έχει δημοσιεύσει η ΦΛΕΦΑΛΟ όλα αυτά τα χρόνια (αλήθεια 11ο τεύχος, πότε φτάσαμε ως εδώ;).
 
Θέλω να μείνω σε μια παρατήρηση που έκανα, ότι ενώ οι ήρωες των μυθιστορημάτων της εποχής είχαν ονόματα αρχαιοελληνικά ή αρχαιοπρεπή, βλέπω ότι ο "κακός" του Εξόριστου έχει σύγχρονο όνομα Αυγερινόπουλος. Νομίζω ότι έχει μια ιδιαίτερη σημειολογία αυτό για το αξιακό πλαίσιο των συγγραφέων.
 
Και φυσικά ο "Αυθέντης του Μωρέως" είναι ένα καθαρόαιμο ιπποτικό μυθιστόρημα, από αυτά που πολύ όψιμα ξανανακάλυψαν οι συγγραφείς και οι εκδότες. Και το στοιχείο της αληλλεπίδρασης ιστορικών και φανταστικών προσώπων που έχει γίνει απαραίτητο στοιχείο του ιστορικού μυθιστορήματος σήμερα. Για άλλη μια φορά αποδεικύεται ότι ο Ρομαντισμός ως καλλιτεχνικό ρεύμα έχει φτάσει σε κορυφές και έχει παράξει πολλά περισσότερα από όσα γνωρίζαμε.
 
Συγχαρητήρια Δημήτρη για το εύρος των γνώσεών σου και την λογοτεχνική σου παιδεία!
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2013
 
BloggerΟ/Η P A L A D I N είπε...
Εξαιρετικό το άρθρο του Δημήτρη! 
Σάββατο, 30 Μαρτίου, 2013
 
ΑνώνυμοςΟ/Η Δημήτρης Αργασταράς είπε...
Ευχαριστώ για τα σχόλιά σας.

κ. Σαρρή, όντως δεν πρέπει να υπάρχει μονόδρομος στην τέχνη, αλλά ευρεία γνώση όλων των ρευμάτων. Συχνά ξεχνάμε το παρελθόν και το ανασκευάζουμε με τις ελλιπείς μας γνώσεις του παρόντος. Αλλά το παρελθόν μπορεί να είναι πολύ πιο εκπληκτικό και διαφορετικό από το σήμερα.

Ίωνα, χαίρομαι που σχολίασες. Εσύ είσαι ο δικός μας ‘‘Εξόριστος’’ που αναμένουμε την επιστροφή του για να συμβάλλει εκ νέου στον ‘‘Αγώνα’’… :)

Γιάννη, πολύ ενδιαφέρον το σχόλιό σου σχετικά με την σημειολογία των ονομάτων… Όντως φτάσαμε στα 11 τεύχη και προχωράμε προς το 12ο…

Φίλε Paladin, το κατά δύναμιν… :) Αν και προσωπικά, ξαναδιαβάζοντάς το κι από δω, βλέπω ένα-δύο σημεία στα οποία θα μπορούσε να γίνει και καλύτερο… :)

Σταμάτη, Sol Invictus…
Κυριακή, 31 Μαρτίου, 2013
 
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Μπράβο Δημήτρη! Πολύ ωραίο άρθρο!

Κιμμέριος
Δευτέρα, 01 Απριλίου, 2013