Ο μπαρμπα-Γιάννης στα menu των «εστιατορίων» της Δεξιάς


Ήταν κάπου στα 2009 όταν ο Σταύρος του Μαύρου Κρίνου επέμενε να μου γνωρίσει τον ιππέα. Επηρεασμένος καθώς ήταν από τις παλιομοδίτικες αλλά επικοινωνιακά θεμελιωμένες ρητορικές τεχνικές του (ιππέα) Τέλη, ο Σταύρος θεωρούσε ότι θα έφερνε κάτι καλό για τον εθνικιστικό χώρο η γνωριμία μας. Αντιθέτως, εγώ ήμουν επιφυλακτικός με όλους εκείνους που αργότερα αποκάλεσα ειρωνικά «εθνικιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου». Σαφώς αναγνώριζα στον Τέλη, -έχοντας παρακολουθήσει ορισμένες εμφανίσεις του στην τηλεόραση και σε δίκτυα, κι έχοντας διαβάσει κάποια κείμενά του-, μια ραφιναρισμένη παρουσία σε σύγκριση με τον Μιχαλολιάκο, τον Πλεύρη και άλλες φιγούρες του χώρου. Όμως, από την άλλη, ακόμη και η τηλεοπτική απόσταση ανάμεσα στον πομπό και τον δέκτη της εικόνας δεν ήταν αρκετή για να κρύψει εντελώς εκείνο που αντιλαμβανόμουν ως προβληματικό υπόβαθρο αυτού του ανθρώπου. Η επιτηδευμένα avant garde ρητορική, η αδυναμία αποφυγής της τυπικά φιλολογικής κλασικίζουσας ρητορείας και άλλα στοιχεία του λόγου του, σε συνδυασμό με τις φήμες που θυμάμαι να τον ακολουθούν από τότε που ήμουν μαθητής γυμνασίου, ενίσχυαν την επιφυλακτικότητά μου. Όμως, ο Σταύρος ήταν ανένδοτος. Παρακάμπτοντας τις αρνήσεις μου, κανόνισε να συναντηθούμε. Δεν ήθελα να του διαταράξω την ευφορία που έβλεπα να τον διακατέχει γιατί ήμουν σίγουρος ότι κάποια στιγμή θα δικαιωνόταν η επιφυλακτικότητά μου και θα καταλάβαινε μόνος του τι πραγματικά συνέβαινε. Έτσι, η αναμενόμενη συνάντηση πραγματοποιήθηκε.


Μόλις είδα από κοντά τον ιππέα δέχτηκα το ψυχρό ράπισμα ενός απροσδιόριστου συναισθήματος. Έκπληξη, ανάμικτη με εκνευρισμό και αμηχανία. Από την μέση και πάνω ήταν ντυμένος «κανονικά» ενώ από την μέση και κάτω «παράδοξα». Φορούσε ένα γυναικείο κολάν παντελόνι, ανοιχτού μωβ χρώματος. Ξέρω, μπορεί κάποιοι να διερωτηθούν αν ήταν παντελόνι ιππασίας και άλλα σχετικά. Όχι παιδιά. Δεν ξέρω αν είχε κάποια σχέση με την ιππασία. Ξέρω ότι ήταν ένα γυναικείο κολάν από το οποίο προεξείχαν, με μια προκλητικότητα που μου ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, σημεία του σώματός του που όλοι μπορείτε να υποθέσετε. Μέσα μου μια φωνή ούρλιαζε, «που πάμε με αυτόν; Θα γυρίζουν όλοι να μας κοιτάζουν αν βγούμε έξω». Αλλά, είτε λόγω αιφνιδιασμού είτε λόγω μιας κακώς νοούμενης συστολής που με χαρακτήριζε όταν ήμουν μικρότερος, δεν αντέδρασα. Έμεινα και συζήτησα κοντά δυο ώρες με τον ιππέα και τον Σταύρο, ευτυχώς μακριά από πολλά βλέμματα.

«Ξέρεις, ο πατέρας μου ήταν ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε το αεροδρόμιο του Ελληνικού», μου είπε ο ιππέας, κάποια στιγμή, επιδιδόμενος στην γνωστή ψευδολογία του.

«Το πολιτικό ή το στρατιωτικό;» τον ρώτησα.

«Ολόκληρο. Χτίστηκε από τους Γερμανούς επί Χίτλερ αλλά ο πατέρας μου σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί τους και κάποια στιγμή έδωσε τα σχέδια του αεροδρομίου στους Άγγλους. Οι Άγγλοι τα χρησιμοποίησαν για να το βομβαρδίσουν», απάντησε ο Τέλης.

Είχε αρχίσει να πλέκει μια από τις αφηγήσεις τις οποίες τα επόμενα χρόνια καθιέρωσε στα social media αλλά μέχρι τότε αφιέρωνε αποκλειστικά στους συναγωνιστές που συναντούσε. Το παράξενο ήταν ότι περιέγραφε με υπερηφάνεια μια υποτιθέμενη αλλαγή στρατοπέδου του πατέρα του, που στα μάτια ενός λογικά σκεπτόμενου ανθρώπου θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως λαμογιά ή προδοσία. Αυτό με έκανε να τον ρωτήσω παραξενεμένος.

«Μια με τους Γερμανούς, την άλλη με τους Άγγλους, δεν ήρθες σε ρήξη με τον πατέρα σου όταν σου περιέγραφε αυτή του την στάση;»

«Όχι φυσικά» ήταν η απάντησή του.

«Γιατί;» απόρησα.

«Γιατί στα κρατητήρια του αεροδρομίου ήταν κλεισμένοι κομμουνιστές. Με τους αγγλικούς βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν και επιτελέστηκε ένα εθνικά ωφέλιμο έργο», αποφάνθηκε ο «ιππέας μας».

Μέσα σε δύο λεπτά είχε αραδιάσει ένα (ακόμα) ψευδές σενάριο για το οικογενειακό του status και είχε δικαιολογήσει την εναλλαγή πολιτικών στρατοπέδων, σαν να ήταν πουκάμισα, με την αιτιολογία ότι μια τέτοια απόφαση είχε ως θετική συνέπεια τον θάνατο κομμουνιστών αιχμαλώτων από αγγλικούς βομβαρδισμούς. Ο ιππέας δικαίωνε αυτό που είχα αντιληφθεί από τότε που ήμουν πιτσιρικάς. Πίσω από τον φαινομενικό εθνικοσοσιαλισμό των «εθνικιστών της γενιάς του Πολυτεχνείου» κρυβόταν ο αμερικανοκίνητος, κοκκινοπροβίτικος, αντικομμουνισμός της Δεξιάς. Αυτός ήταν ο καημός τους, αυτό το βαθύτερο κίνητρο της δράσης τους, αυτή η πραγματική τους πίστη, αυτή η εμμονή τους. Το μίσος προς τους κομμουνιστές. Τα υπόλοιπα περί Χίτλερ ήταν ρητορικές επενδύσεις.

Το σενάριο με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο πατέρα του ιππέα έφερε την συζήτηση στα περί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια στιγμή τον ρωτήσαμε με τον Σταύρο πώς αξιολογούσε τον Μεταξά. Ο ιππέας απάντησε ότι ο Μεταξάς είχε μια αξιοσημείωτη προσφορά στην ιστορία της «αντιδημοκρατικής σκέψεως», αν και υστερούσε ως προσωπικότητα συγκρινόμενος με ηγέτες των φασιστικών κινημάτων της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης. Όταν η συζήτηση έφευγε από τον εαυτό και την οικογένειά του, ο ιππέας μεταμορφωνόταν σε έναν κανονικό συνομιλητή, σταματούσε τα ασύστολα ψεύδη και εξέφραζε τις γενικά αποδεκτές απόψεις του «χώρου» εκείνης της εποχής, καθώς και οξυδερκείς κρίσεις για την πολιτική ποιότητα των περισσότερων γνωστών προσώπων που τον απάρτιζαν.


Μπορεί ο ιππέας και οι υπόλοιποι μπροστάρηδες της γενιάς του να ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλλο ωστόσο διέθεταν κάποιους κοινούς πολιτικούς κώδικες και ένα πλαίσιο παρόμοιων ιδεολογικών αναφορών που συνέθεταν αυτό το οποίο ονομάζαμε «εθνικιστικό χώρο». Η αποτίμηση που παρέθεσε ο Τέλης για τον Μεταξά ήταν πάνω κάτω αποδεκτή από όλο τον χώρο. Ορισμένοι μπορεί να ήταν περισσότερο «μεταξικοί» και να έβρισκαν πιο πολλά θετικά στον μπαρμπα-Γιάννη, άλλοι να ήταν «χιτλερικοί», άλλοι με τον Χοσέ Αντόνιο και πάει λέγοντας. Πάντως, άπαντες θεωρούσαν ότι αυτά τα πρόσωπα ταξινομούνταν σε ένα ενιαίο ιδεολογικό πλαίσιο. Άπαντες θεωρούσαν ότι ανήκαν σε έναν πολιτικό χώρο με κοινές, λίγο πολύ, ιδέες και πολιτικές προτάσεις. Άπαντες θεωρούσαν αδιανόητο να καταναλωθεί πολιτική ενέργεια για να γίνουν οργανωμένες απόπειρες μείωσης της ιστορικής αξίας ορισμένων προσώπων (πχ Μεταξάς) προς όφελος άλλων (πχ Χίτλερ). Μέχρι και το 2010-11 θα ακουγόταν εξωπραγματική η επικέντρωση του εθνικιστικού χώρου σε παρόμοιου περιεχομένου εσωτερικά θέματα. Όποιοι ξεκινούσαν μια τέτοια προσπάθεια θα αντιμετωπίζονταν ως προβοκάτορες ή παρανοϊκοί και θα απομονώνονταν άμεσα.

Όμως, τότε ήταν ακόμη τα προ-μνημονιακά χρόνια. Ο εθνικιστικός χώρος αφορούσε ελάχιστους Έλληνες και το σύστημα εξουσίας τον αντιμετώπιζε ως κάτι παρακμιακό. Δεν τον υπολόγιζε ως παράγοντα διαμόρφωσης του πολιτικού γίγνεσθαι. Μπορεί οι κυπατζήδες και οι εγκάθετοι της Δεξιάς να έκαναν τα βρώμικα παιχνίδια τους εντός των πλαισίων του χώρου αλλά ο ιδεολογικός του πυρήνας παρέμενε -ανεπεξέργαστος ουσιαστικά αλλά και- ακέραιος σε ένα στοιχειωδώς αποδεκτό επίπεδο. Η κατάσταση, ωστόσο, άλλαξε άρδην μετά το 2011 και το κίνημα των Αγανακτισμένων. Μέσα από τους Αγανακτισμένους ο εθνικισμός απενοχοποιήθηκε και σε συνδυασμό με τις εσωτερικές (υποχώρηση ΛΑΟΣ, άνοδος Χρυσής Αυγής) και εξωτερικές (μαζικοποίηση συντηρητικών και εθνικιστικών κινήσεων πανευρωπαϊκά και ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης λίγο αργότερα) πολιτικές εξελίξεις, το περιθωριακό πολιτικό περιβάλλον που φιλοξενούνταν μέχρι τότε στον ΛΑΟΣ, στην ολιγομελή Χρυσή Αυγή και σε ελάχιστες μικρότερες κινήσεις εκτοξεύτηκε στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής.

Πλέον ο εθνικιστικός χώρος είχε γίνει κεντρικός ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτικής καθημερινότητας. Αυτό σήμαινε ότι το σύστημα εξουσίας θα τον αντιμετώπιζε με διαφορετικό τρόπο. Έπρεπε να τον διασπάσει, να αλλοιώσει τις ιδεολογικές αρχές του, μετατρέποντάς τον οριστικά σε μια ελεγχόμενη ουρά της καπιταλιστικής Δεξιάς, και να υπονομεύσει τις μέχρι τότε παραδεδομένες αξίες του. Κι επειδή αυτό δεν γινόταν να επιτευχθεί απλά με μιντιακές επιθέσεις, με επιθετικές μαρξιστικές ρητορικές και με πολιτική αντιπαράθεση, το κύριο βάρος της εν λόγω προσπάθειας έπεσε στην χρήση των παλιών και νέων αχυρανθρώπων που θα εμφανίζονταν ως opinion leaders του ίδιου του εθνικιστικού χώρου και θα δρούσαν εντός των διευρυμένων πια πλαισίων του.

Η αρχή έγινε κάπου στα 2010-11 με τους Φώτη «εστιάτορα» και Περίανδρο. Το συγκεκριμένο ντουέτο δρούσε στο «βιβλιοπωλείο-χωρίς βιβλία» του κέντρου των Αθηνών, ξεκινώντας την συνεργασία του με μια επαναλαμβανόμενη ρητορική επίθεση κατά της Χρυσής Αυγής. Ασφαλώς, υπήρχαν πολλοί λόγοι για να ασκήσει κανείς κριτική στο τσίρκο του Νίκου Μιχαλολιάκου. Όμως οι λόγοι αυτοί λίγο ενδιέφεραν το ντουέτο. Εκείνο που κινούσε τις περισσότερες ενέργειές τους ήταν το προσωπικό μίσος τους για τον Μιχαλολιάκο λόγω παλιανθρωπικών συμπεριφορών που θεωρούσαν ότι είχε επιδείξει εναντίον τους στο παρελθόν.

Το μένος ατόμων του «χώρου», που είχαν προσωπικές φιλοδοξίες και αντιπαθούσαν την Χρυσή Αυγή, ήταν η καλύτερη γέφυρα για να περάσουν στον «χώρο» οι στρατηγικές της Νέας Δημοκρατίας επί προεδρίας Αντώνη Σαμαρά, που εκείνη την περίοδο θεωρούσε ότι της άνηκε το μεγάλο εκλογικό ποσοστό το οποίο έδειχνε να χάνει ο ΛΑΟΣ και να συγκεντρώνει η Χρυσή Αυγή. Έτσι, μέσα από ένα βιβλιοπωλείο που δεν είχε βιβλία για πώληση αλλά συγκέντρωνε, για αρκετούς μήνες, όλους τους απογοητευμένους από την ηγεσία τους χρυσαυγίτες μαζί με αρκετούς ακροδεξιούς αρθρογράφους και bloggers, με έναν εκδοτικό οίκο που έκανε χρόνια να κυκλοφορήσει την πρώτη του έκδοση, σε έναν χώρο που ενοικιαζόταν στο κεντρικότερο σημείο των Αθηνών (δίπλα στην πλατεία Συντάγματος) διαχειριζόμενος από άνεργους μεσήλικες, άνοιξε ο κρουνός της κατευθυνόμενης από την συστημική Δεξιά ρητορικής εντός του εθνικιστικού χώρου στην μεταμοντέρνα της εκδοχή.


Την πρώτη περίοδο το «εστιατόριο»-βιβλιοπωλείο, μέσα από τα social media που διαχειρίζονταν οι ιδιοκτήτες του, άρχισε ένα λιβελογραφικό σφυροκόπημα της Χρυσής Αυγής. Σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν στο πόδι καθημερινά, λόγω του κινήματος των Αγανακτισμένων, κι απαιτούσε το τέλος της μεταπολίτευσης και την οριστική ιστορική καταδίκη των κλεπτοκρατών πολιτικών απατεώνων της συστημικής Δεξιάς και της κεντροαριστεράς με έναν τρόπο που θα έδινε στον εθνικιστικό χώρο ευρεία δυναμική στο πολιτικό περιβάλλον της νέας εποχής, η παρέα του «εστιάτορα» επέλεγε να βομβαρδίζει το διευρυμένο εθνικιστικό κοινό που επηρέαζε με μονοθεματικό αντιχρυσαυγιτισμό. Το σχέδιο ήθελε μια φαινομενικά εύλογη αρχή. Η συνέχεια επιφύλαξε το πιο σοκαριστικό στριπτίζ.

Η πρώτη κλιμάκωση έγινε με αραιές, στην αρχή, αναρτήσεις κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που εκείνη την περίοδο είχε ρίξει όσο ποτέ άλλοτε τους αντιεθνικιστικούς τόνους και καλούσε σε αντιμνημονιακό μέτωπο όλους τους πολιτικούς χώρους, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η οργανωμένη antifa τον είχε στο στόχαστρο για κλείσιμο ματιού στους φασίστες. Όμως εκείνοι που ήθελαν να φορέσουν τον φερετζέ του πλέον αδιάλλακτου φασισμού χτυπούσαν πολιτικά τον αντιμνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ του Λαφαζάνη, της Κωνσταντοπούλου και των λοιπών γνωστών πολιτευτών εκείνης της περιόδου εξίσου σκληρά με την Χρυσή Αυγή, αφήνοντας στο απυρόβλητο την μνημονιακή Νέα Δημοκρατία. Οι πλέον αδιάλλακτοι φασίστες έγραψα; Λάθος. Μετά τον ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στο στόχαστρο του «εστιατορίου» και ο φασισμός!! Η προβοκάτσια περνούσε στα ενδότερα του πυρήνα της.   

Η πιο οργανωμένη παρέα που συγκεντρωνόταν στο «εστιατόριο» υπό την καθοδήγηση του «εστιάτορα» και του Περίανδρου ήταν αυτή των παιδιών που σήμερα αποκαλούμε «περιανδρικούς» και αριθμούν πια δυο ολιγομελείς ομάδες έχοντας ως αιχμή της ρητορικής τους την γνωστή τηλεοπτική εκπομπή στο διαδίκτυο. Εκείνη, όμως, την εποχή, ο πυρήνας των θαμώνων του «εστιατορίου» δεν περιοριζόταν σε αυτά τα παιδιά. Ήταν πολύ μεγαλύτερος. Το «εστιατόριο» δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί ως φωλιά νεοδημοκρατικής προβοκάτσιας και ο εθνικιστικός χώρος δεν φημιζόταν για τους καλλιεργημένους πολιτικά ανθρώπους που φιλοξενούσε. Η συστημική Δεξιά έβλεπε ότι έπρεπε να εκμεταλλευτεί αυτή την έλλειψη πολιτικής καλλιέργειας για να παρουσιάσει στους αυξανόμενους ραγδαία, εκείνα τα χρόνια, εθνικιστές ακροδεξιές ρέπλικες του αληθινού εθνικισμού, προκειμένου να τους ελέγχει από μια ασφαλή απόσταση και να τους απορροφήσει στην κατάλληλη μελλοντική στιγμή εφόσον αυτοί δεν θα είχαν γαλουχηθεί σε αληθινά εθνικιστικές ιδέες.

Το σχέδιο έδειχνε να αποδίδει κάποιους καρπούς στις πρώτες φάσεις και δεν άργησε να έρθει η ώρα της εμβάθυνσης. Σταδιακά δεν γίνονταν μόνο η Χρυσή Αυγή και ο ΣΥΡΙΖΑ στόχοι του «εστιατορίου» αλλά και αυτός ακόμη ο φασισμός με τον ριζοσπαστικά συντηρητικό εθνικισμό, συνοδευόμενοι από μια σειρά ιστορικών προσωπικοτήτων. Κάπου στα 2013-14 άρχισε η επίθεση «εστιατορίων και γκαρσονιών» στους Δραγούμη, Μεταξά, αδελφούς Στράσσερ, Έβολα, ιταλικό φασισμό, συντηρητική επανάσταση, Σίτσα Καραϊσκάκη, Ζαν Μαρί Λεπέν, Σαβίτρι Ντέβι, ακόμη και σε όσους από τους πατέρες των εθνικιστικών ιδεών του Ρομαντισμού είχαν πέσει στην αντίληψή τους. Όλοι και όλα τα παραπάνω υποτίθεται ότι αποτελούσαν κακές παραλλαγές της ιδέας και εκδοχές μπολσεβικισμού!! Οι αναλύσεις που οδηγούσαν σε τέτοια συμπεράσματα θα μπορούσαν να ακουστούν από θαμώνες εκπομπών της Αννίτας Πάνια και ανταγωνίζονταν στην κακοήθη αλλοίωση νοημάτων κείμενα της ΟΑΚΚΕ. Ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Έβολα, οι Στράσσερ, ο Χοσέ Αντόνιο αλλά και οι Σπένγκλερ, Κλάγκες, Γιούνγκερ, Φίχτε, όλοι κοντολογίς οι διανοητές της ιδεολογίας ήταν άχρηστοι ή προδότες και μικροί μπροστά στον «εστιάτορα», στον Περίανδρο και, κυρίως, στον «Άβαταρ» Χίτλερ. Αδιάφορο αν σύγκριναν πολιτικούς με διανοητές, αδιάφορο αν δεν είχαν διαβάσει κανέναν απ’ όσους απέρριπταν ουσιαστικά. Σημασία είχε να γαλουχηθεί το εθνικιστικό κοινό της χώρας με αυτές τις αντιλήψεις.

Όταν ρωτούσε κανείς εκείνους τους τύπους ποιους διανοητές αποδέχονταν, απαντούσαν επιλέγοντας (παραδόξως) πρόσωπα που είχαν ορθολογιστικά τεχνοκρατικό μορφωτικό υπόβαθρο και μια κάποια σύνδεση με την ελεύθερη αγορά ή με μηχανισμούς που συνδέονταν με την ευρωπαϊκή Δεξιά. Μπορεί ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, ο Λεπέν, ο Ραούτι, ο Τύνταλ ή ακόμη και διανοητές όπως ο Φίχτε, ο Λαγκάρντ, ο Μπαρρές και ο Μύλλερ να ήταν άχρηστοι αλλά έπρεπε να γίνει αποδεκτός ο αριβίστας Καρλ Σμιτ, ο άσχετος με το πεδίο των πολιτικών ιδεολογιών (αλλά σίγουρα καταπληκτικός φιλόσοφος του πολέμου και ποιοτικά σκεπτόμενος) Κλαούζεβιτς, κάθε λοχίας των SS, κάποιος Βουλπιώτης και ορισμένοι ακόμη συνεργάτες των Γερμανών επί κατοχής στα πλαίσια του δοσιλογισμού. Μαζί με αυτούς, βέβαια, έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί και «φάροι» της πολιτικής ποιότητας και της ιστορικής επιτυχίας, όπως οι Στυλιανός Παττακός, Γιώργος Παπαδόπουλος, Μίμης Ιωαννίδης, καθώς και αξιωματικοί κάκιστης φήμης που αναγκάστηκε ο Χίτλερ να επιστρατεύσει από τις φυλακές όταν δεν έβρισκε άλλους στρατιώτες για να συνεχίσει τον αγώνα της χώρας του στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ακόμη πιο παράδοξο; Ανάμεσα στους αποδεκτούς από το «εστιατόριο» άρχισε να αχνοφαίνεται ότι θα ήταν και ορισμένοι πολιτικοί της φιλελεύθερης παράταξης, όπως οι Παύλος Γύπαρης και Ελευθέριος Βενιζέλος (ο τελευταίος υπό όρους, για να μην καρφωθούν εντελώς)!!!


Όλα αυτά, επαναλαμβάνω, την περίοδο που ένα μεγάλο εκλογικό κομμάτι της κοινωνίας στρεφόταν στον εθνικιστικό χώρο για να βρει απαντήσεις στα προβλήματα της ζωής του, τα οποία προκαλούσε η φιλελεύθερη πολιτικο-οικονομική μνημονιακή λαίλαπα. Στα αιτήματα του κόσμου που αναζητούσε λύσεις μέσα από τον εθνικισμό η ατζέντα που διαμόρφωναν οι αχυράνθρωποι εντός του εθνικιστικού χώρου ήθελε ρητορική αντιχρυσαυγιτική, αντιφασιστική, μακαρθικά αντικομμουνιστική, αντιδραγουμική, αντιμεταξική, αντιεβολιανή, αντιεθνικιστική(!!), αντισοσιαλιστική αλλά και δαρβινιστική, απριλιανή και δοσιλογική. Ο εθνικιστικός χώρος θα εξευτελιζόταν στα μάτια όσων τον έβλεπαν ως πιθανή λύτρωση από τα προβλήματά τους, θα αναγκαζόταν να υποστεί διασπάσεις που αναμενόταν να προκαλούσαν αυτές οι γελοιότητες και, ταυτόχρονα, ένας αριθμός αρρωστημένων μυαλών που θα έμεναν στον χώρο υιοθετώντας τις παρανοϊκές κρυφοφιλελεύθερες προβοκάτσιες θα ήταν άριστα εκπαιδευμένος να επιστρέψει εκλογικά στην συστημική Δεξιά, ως περιθωριακό ακραίο της κομμάτι, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Η δουλειά για την μνημονιακή παράταξη γινόταν μια χαρά.   

Μόνο που ο Σαμαράς, παρότι πρόλαβε να ισοπεδώσει επικοινωνιακά τον εθνικιστικό χώρο και να ενοχοποιήσει ξανά την εθνικιστική ιδεολογία με αφορμή την ανοησία των χρυσαυγιτών, δεν κατάφερε να δρέψει εκλογικά τους καρπούς τέτοιων κινήσεων. Έχασε γρήγορα την πρωθυπουργία και στην κυβέρνηση βρέθηκε ο Τσίπρας με τον Καμμένο. Η Χρυσή Αυγή είχε μπει στον δρόμο χωρίς επιστροφή και απλώς κυλούσε αργά προς τον τελικό προορισμό που της είχε επιφυλάξει το σύστημα εξουσίας. Η πρώτη χοντρή δουλειά είχε γίνει με επιτυχία. Ωστόσο, υπήρχε και συνέχεια. Ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι σε εκείνο το ρευστοποιημένο πολιτικό περιβάλλον, με τους πολίτες στα κάγκελα, σε συνθήκες σκληρής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν θα ξεπηδούσε ένα νέο ανεξάρτητο εθνικιστικό κίνημα στην θέση της Χρυσής Αυγής; Ο εθνικιστικός χώρος έπρεπε να χτυπηθεί στην ρίζα του. Και ρίζα ήταν οι ιδέες και οι αξίες οι οποίες τον συγκροτούσαν, όχι το ανεπαρκές από κάθε άποψη κόμμα του Μιχαλολιάκου.

Συνεπώς, τα «εστιατόρια» είχαν ακόμη πολλή δουλειά. Το μεγάλο τους αφεντικό δεν ήταν η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά αλλά συνολικά το σύστημα του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού εκπεφρασμένο από την Ε.Ε, τις ΗΠΑ και το διεθνές εβραϊκό κεφάλαιο με τις μυστικές τους υπηρεσίες. Η δράση των «εστιατορίων» συνεχίστηκε μέσα από διαφορετικούς επιμέρους πυρήνες. Πώς συνέβη αυτό; Χρησιμοποίησα τον πληθυντικό όχι τυχαία. Κάπου εκεί, στα 2013-14, ο Περίανδρος αποχώρησε από το αρχικό «εστιατόριο», με αποτέλεσμα να τον ακολουθήσουν όσοι σήμερα αποκαλούνται «περιανδρικοί». Το αρχικό «εστιατόριο» πέρασε σταδιακά σε παρακμή, υποστηρίζοντας σχιζοφρενικές παρα-μασονικές θεωρίες που ήθελαν τον Χίτλερ να ήταν μια ενσαρκωμένη θεότητα η οποία θα επέστρεφε σε κάποια δευτέρα παρουσία της και τα ρέστα. Ωστόσο, οι «περιανδρικοί» άρχισαν να δραστηριοποιούνται αυτονομημένοι σε πιο νεολαιίστικα περιβάλλοντα, συνεχίζοντας να αναπαράγουν, όχι ασφαλώς τις παρανοϊκές ιδέες περί θεού Χίτλερ και δευτέρας παρουσίας, μα τις κύριες αποδομιστικές (για να το γράψω με μεταμοντέρνους όρους) γραμμές προπαγάνδας, τις οποίες είχαν διδαχθεί στο αρχικό «εστιατόριο». Ο Δραγούμης, ο Μεταξάς, οι Στράσσερ και πολλοί άλλοι ήταν μπολσεβίκοι και όχι εθνικιστές!! Η Ρωσία του Πούτιν είναι και αυτή κομμουνιστική. Οι Ρώσοι δεν είναι λευκοί Ευρωπαίοι αλλά μελαμψοί Μογγόλοι. Οι Εβραίοι παραμένουν ο κύριος πυλώνας του στρατοπέδου των πολιτικών μας αντιπάλων αλλά εμείς καλό θα ήταν να διατηρούμε μια ευμενή προς αυτούς ουδετερότητα όταν ξεσπούν συγκρούσεις του Ισραήλ με τους Πέρσες ή με αραβικούς λαούς.

Οι «εστιάτορες» και τα «γκαρσόνια» μπορεί να σερβίριζαν αντιεβραϊκές ατάκες από δαρβινιστικές θεωρίες που είχαν ξεπεραστεί επιστημολογικά πριν έναν αιώνα αλλά δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν κάτι εναντίον του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου. Όσον αφορά τις ΗΠΑ μπορεί οι «σερβιτόροι» να έλεγαν ότι είχαν παρακμάσει λόγω της επικρατούσας ελίτ τους αλλά, ταυτόχρονα, συμπλήρωναν ότι σε κάποιο -μη ακριβώς προσδιορισμένο παρελθόν- αποτελούσαν τάχα ένα κράτος εργατικών, λευκών ανθρώπων, που είχε οικοδομηθεί με αξίες και ιδανικά (αν ήταν φιλελεύθερα τα ιδανικά, πολυεθνικό το κράτος και συνεχώς δεμένο στο άρμα του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου, μάλλον δεν ενδιέφερε τους «εστιάτορες», προείχε η λευκή ομοεθνία του πολυεθνικού μωσαϊκού του).

Αυτές οι αντιλήψεις συναντήθηκαν σε τηλεοπτικά διαδικτυακά κανάλια με παρόμοια συμπεράσματα αρθρογράφων του Στόχου και ανθρώπων του περιβάλλοντος Κώστα Πλεύρη. Γνωστός ακροδεξιός «κλόουν» που αρθρογραφούσε στον Στόχο, ήταν στενός φίλος του Κώστα Πλεύρη και είχε διωχθεί βιαίως από τον Νίκο Μιχαλολιάκο και μέλη του Ελληνικού Μετώπου (!!) σε αντίστοιχες εκδηλώσεις κατά το παρελθόν επειδή εμφανίστηκε φορώντας την αμερικανική σημαία σε γραβάτα, αναπαρήγαγε εντατικά τις θεωρίες που ήθελαν τον Ίωνα Δραγούμη να ήταν μπολσεβίκος και τον Μεταξά κρυφοκομμουνιστής (ή φιλότουρκος, μπερδεύτηκα). Πλεύρης, περιανδρικοί, αρθρογράφοι του Στόχου και «εστιατόριο», παρά τις επιμέρους διαφορές στις προσεγγίσεις τους, άρχισαν να συγκλίνουν σε κάποια σημεία, με κύριο σημείο αυτής της σύγκλισης το δημοψήφισμα του 2015.

Ο Τσίπρας έδινε την τελευταία του μεγάλη παράσταση πολιτικής απάτης πριν περάσει οριστικά στο μνημονιακό στρατόπεδο και ο Σαμαράς έπαιζε την τελευταία του παρτίδα ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, ελπίζοντας σε μια ήττα της πρότασης του Τσίπρα στο επερχόμενο δημοψήφισμα. Στην προδημοψηφισματική εκστρατεία το επιτελείο του Σαμαρά χρησιμοποίησε, ανάμεσα στα δικά του, πολλά από τα επιχειρήματα των «πλεύρηδων» και των «εστιατορίων». Αν ψηφίζαμε κατά του μνημονίου θα βγαίναμε από την χρυσή αγκαλιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα χαίρονταν οι κομμουνιστές, οι Ρώσοι θα μας καταλάμβαναν (ενώ τώρα που μας έχουν καταλάβει οι «άριες» ΗΠΑ και η Ε.Ε. είναι εντάξει η κατάσταση), θα γυρνούσαμε στην δραχμή (την νομισματική μας εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή) και θα καταστρεφόμασταν από τον πληθωρισμό (ενώ τώρα με το ευρώ έχουμε στασιμοπληθωρισμό, χωρίς λεφτά στην τσέπη), θα αποβαλλόμασταν από την Ευρώπη(!!) και θα γινόμασταν τριτοκοσμική χώρα. Ευτυχώς, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν αυτό που έπρεπε αλλά οι μοχλοί της Δεξιάς μέσα στον εθνικιστικό χώρο δεν σταμάτησαν την απόπειρα αποδόμησης της ιδεολογίας μας και αλλοίωσης του πολιτικού μας χώρου.


Η αποκαθήλωση του Σαμαρά συνοδεύτηκε από την άνοδο στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας του φιλελεύθερου καραμανλικού Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Όσον κι αν φαίνεται παράξενο ακόμη και αυτός βρήκε υποστηρικτές μέσα στον εθνικιστικό χώρο!! Εκδότης και ιδιοκτήτης γνωστού διαδικτυακού τηλεοπτικού καναλιού, που σήμερα λανσάρεται ως ανοιχτό σε όλες τις τάσεις του χώρου, έλεγε στους πελάτες του εκείνη την περίοδο ότι έπρεπε να νικήσει ο Μεϊμαράκης στις επερχόμενες εθνικές εκλογές τον Τσίπρα για το καλό της πατρίδας. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι καραμανλικοί ήταν αρκετά elegan για να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με τους αχυρανθρώπους της άκρας Δεξιάς. Για αυτό, παραδοσιακά, οι τελευταίοι τους αποκαλούν υποτιμητικά (τι άλλο;) κομμουνιστές.

Όμως ο Μεϊμαράκης δεν μακροημέρευσε στην ηγεσία της δεξιάς παράταξης. Οι καραμανλικοί δεν ήταν φανατικοί θιασώτες των μνημονίων (οι κύριες εφημερίδες τους, Δημοκρατία και Εστία, έκαναν μάλιστα αγώνα εναντίον των μνημονίων και εντάσσονταν στο «λαϊκιστικό» μέτωπο). Το διεθνές εβραϊκό κατεστημένο δεν ήθελε τέτοιους πολιτικούς εκείνη την περίοδο. Έτσι, με εσωκομματικές εκλογικές απάτες και αλχημείες, ο Μεϊμαράκης έχασε την ηγεσία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αν και στον πρώτο γύρο τον είχε νικήσει με διαφορά. Ποιοι ήταν εκείνοι που στήριξαν την υποψηφιότητα Μητσοτάκη; Ασφαλώς, ο Σαμαράς και οι συνεργάτες του (Βορίδης, Γεωργιάδης κλπ), μαζί με τους Γκλίξμπουργκ (που τότε συνδέονταν και με τον τρίτο υποψήφιο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας, Τζιτζικώστα). Κι αν με τον έκπτωτο βασιλιά η οικογένεια Μητσοτάκη διατηρούσε παραδοσιακά καλές σχέσεις, το παλιό μίσος ανάμεσα σε Σαμαρά και οικογένεια Μητσοτάκη ξεχάστηκε εμπρός στην κοινή τους λατρεία για το εβραϊκό κατεστημένο, τον εκσυγχρονισμό (του Κώστα Σημίτη) και την νεοφιλελεύθερη μνημονιακή τους λύσσα. Τα «εστιατόρια» και τα «γκαρσόνια» είχαν βρει, πλέον, νέο πόλο έλξης στον πυρήνα της συστημικής Δεξιάς.

Κώστας Πλεύρης, περιανδρικοί, Χατζηκλόουν του (παραδοσιακά σαμαρικού) Στόχου και άλλοι παρομοίων αντιλήψεων έγιναν αστέρες του τηλεοπτικού διαδικτύου από το 2015 μέχρι το 2019. Την ίδια εποχή η Χρυσή Αυγή βολόδερνε, με την βουλευτική της ομάδα είτε προφυλακισμένη είτε μόλις αποφυλακισμένη εν αναμονή του δικαστηρίου, αλλά κρατούσε ένα σημαντικό εκλογικό ποσοστό. Αδυνατούσε, όμως, να αρθρώσει πολιτικό λόγο ικανό να αποτελέσει ανάχωμα στις προβοκάτσιες των «εστιατορίων» της Δεξιάς ή να προσφέρει διέξοδο στα προβλήματα του μέσου ψηφοφόρου της. Όταν ο Σαμαράς της διέκοψε τους ακτιβισμούς, η Χρυσή Αυγή έπαψε να έχει την δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης. Όλα είχαν τελειώσει και απλώς ο χρόνος θα έφερνε το τελικό χτύπημα για ένα κόμμα που μπορούσε να κάνει μόνο φασαριόζικο ακτιβισμό της καγκουριάς. Η εποχή των Αγανακτισμένων και των λαϊκών δικαστηρίων περνούσε. Ο εθνικιστικός χώρος χρειαζόταν νέα και προσαρμοσμένα στις καινούργιες συνθήκες επικοινωνιακά εργαλεία.

Αντί για αυτά είχε τους αποδομιστές προβοκάτορες των «εστιατορίων» από την μια να μιλάνε για τον «κομμουνιστή Μεταξά», τον «μπολσεβίκο Δραγούμη» και τους «Ρωσομογγόλους μεταπολεμικούς εθνικιστές» που έπρεπε να πεταχτούν στην αφάνεια συκοφαντημένοι και από την άλλη τους απογοητευμένους χρυσαυγίτες, με πρώτο όλων τον Ηλία Κασιδιάρη, που ήθελαν να κάνει ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος στροφή προς την νεοδεξιά alt right και να ακολουθήσει το υπόδειγμα του Όρμπαν, του Σαλβίνι και αργότερα του Τραμπ. Ενώ οι opinion leaders του εθνικιστικού χώρου διαπληκτίζονταν για το ποιος θα αφομοίωνε περισσότερες καπιταλιστικά φιλελεύθερες νεοδεξιές παρλάτες, τα «εστιατόρια» άρχισαν να λαμβάνουν βοήθεια και από άλλα πολιτικά περιβάλλοντα.

Ο «ιππέας μας», μην αντέχοντας να μείνει έξω από το πανηγύρι της κυπατζίδικης (ακρο) Δεξιάς που δηλητηρίαζε τον εθνικιστικό χώρο, επέστρεψε με ένα ιστολόγιο που διεκδικούσε το βραβείο της έσχατης ομονοιακής κωμικοτραγικής γελοιότητας, ανατρέποντας ορισμένες μέχρι πρότινος παραδοχές του και περνώντας στα πλέον hard core menu. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή είχα συναντήσει έναν από τους ιδρυτές της Χρυσής Αυγής και παλιό ΕΝΕΚίτη, που διατηρούσε καφενείο στην Καλλιθέα και με είχε ενημερώσει ότι ο Αριστοτέλης άνοιξε πολιτικό ιστολόγιο. «Επιτέλους, θέλω να τον δω να συζητά πολιτικά πέρα από τις ρουφιανιές στο indymedia, τις αναρτήσεις για τα άλογα και τις καυστικές κριτικές προς τους υπόλοιπους παλιούς, θέλω να δω τι πραγματικά πιστεύει για τα προβλήματα της εποχής μας», είχα απαντήσει. Τολμώ να αποκαλύψω ότι είχα μια ελπίδα μήπως έγραφε και κάτι που δεν θα ήταν παρμένο από τα menu της εποχής. Έπρεπε να είχα θυμηθεί το παλιό ρητό «μην εύχεσαι να συμβεί κάτι που δεν γνωρίζεις καλά».

Αυτό που διαπίστωσα επισκεπτόμενος το ιστολόγιο ήταν απερίγραπτο. Δεν ήταν μόνο ότι ο Τέλης συμφωνούσε με τους τσάτσους της Δεξιάς που θεωρούσαν τους μεγάλους διαμορφωτές των ιδεών μας σκουπίδια και τον (άλλοτε σημαντικό αντιδημοκράτη, κατά τον ίδιο) Ιωάννη Μεταξά Αγγλόδουλο. Ο Τέλης είχε ξεχειλώσει την προβοκάτσια σε επίπεδα «Ερωτοδικείου». Υποστήριζε (ασφαλώς, συνθηματολογικά και χωρίς καμία ουσιαστική γνώση) ότι ο Φλαμεράγιερ είχε δίκιο και πώς οι νεοέλληνες είμαστε νόθοι, ότι ο Παπαρρηγόπουλος ήταν άνθρωπος του Πατριαρχείου (ασχέτως αν έφτασε λίγο πριν τον αφορισμό από εκείνο λόγω των εθνικιστικών ρομαντικών ιδεών του), ότι δεν υπήρχε μεσαιωνικός ελληνισμός, ότι δεν υπήρχε καμία ενότητα στον χρόνο για το ελληνικό έθνος, ότι μόνο αυτός και οι έχοντας τα ίδια γούστα με εκείνον ήταν γνήσιοι Έλληνες κι άλλα τέτοια ωραία, συνοδευόμενα από σχόλια απροσμέτρητης σεξοδιαστροφικής χυδαιόττας, φωτογραφίες αντρικών γλουτών και ακατάσχετη πολιτική διαστροφή ομονοιακής πιάτσας.  

Αλλά και περιβάλλοντα της λεγόμενης «τρίτης θέσης», με αφορμή το ουκρανικό, ενώ στην πρώτη τους ανάρτηση επί του θέματος έθεταν το εύλογο ερώτημα πού αποσκοπούσε η μακαρθική ρωσοφοβία η οποία απλωνόταν στον εθνικιστικό χώρο, μέσα σε λίγες μέρες πέρασαν σε μια εντελώς διαφορετική γραμμή, φέρνοντας το ουκρανικό στο επίκεντρο των συζητήσεων του χώρου και υποστηρίζοντας μια φανατική αντι-ιστορική και εμμονικά αντιρωσική γραμμή. Όταν συζητούσαμε για την εν λόγω επιλογή η μόνιμη απάντηση ήταν «αυτή είναι η θέση και των Ιταλών συναγωνιστών». Εννοούσαν (και) αυτούς που πριν λίγες μέρες αντάλλαξαν τηλεγραφήματα με την αμερικανική πρεσβεία της Ρώμης. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλος ο πέραν της Χρυσής Αυγής χώρος έδειχνε να συντονίζεται, λιγότερο ή περισσότερο, με επιλογές και ιδέες αρεστές στην φιλελεύθερη Δεξιά.

Έτσι, με την ούτως ή άλλως πολιτικά αστοιχείωτη Χρυσή Αυγή μεταξύ κελιού και τελικής πτώσης και με έναν μεγάλο αριθμό Ελλήνων να αναζητά ακόμη στον εθνικιστικό χώρο απαντήσεις στα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής κρίσης, το αποτέλεσμα ήταν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Ο μέσος Έλληνας αναζητούσε εθνικιστική λύση σε μια από τις σοβαρότερες εν Ελλάδι κρίσεις της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και λάμβανε απαντήσεις που τον ήθελαν να μην ήταν Έλληνας γιατί ο Φαλμεράγιερ είχε δίκιο, να ελέγξει στον καθρέφτη αν η μύτη του ήταν γρυπή και σε πόση απόσταση βρίσκονταν τα ζυγωματικά από το στόμα του, να μάθει ότι άντρες που διαμόρφωσαν τις αυθεντικές εθνικιστικές ιδέες και έδωσαν την ζωή τους για αυτές -όπως ο Ίωνας Δραγούμης- ήταν τελικά μπολσεβίκοι, να μην γιορτάζει την 28η Οκτωβρίου γιατί ο Μεταξάς δεν ήταν εθνικιστής αλλά την μια βουλγαροτσολιάς και την άλλη όργανο των Άγγλων, να εξυμνήσει προπάτορες της σημερινής Δεξιάς και του φιλελεύθερου κέντρου όπως ο Βενιζέλος και ο Γύπαρης(!!), να χαρεί που τα μνημόνια τον έριχναν στην φτώχεια για τα επόμενα τριάντα χρόνια γιατί χάρη σ’ αυτά είχε σωθεί ο «άριος ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της χώρας και το ευρώ από τις βλέψεις του Μογγόλου Πούτιν, σε τελική ανάλυση να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι αν και η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σκότωνε το έθνος και τις ζωές μας τουλάχιστον δεν επέτρεπε να καταλάβουν την χώρα οι κομμουνιστές.


Τα χρόνια πέρασαν, η Χρυσή Αυγή τιμωρήθηκε ως εγκληματική συμμορία, ο μέσος απογοητευμένος Έλληνας αισθάνθηκε μόνος και αβοήθητος μετά την στυγνή προδοσία της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ και την καταβαράθρωση της όποιας εναλλακτικής του προσέφερε η Χρυσή Αυγή, αποδέχτηκε την μοίρα του και πέρασε στην αποχή από τις κάλπες. Το σύστημα Μητσοτάκη, όμως, χρειαζόταν τον έλεγχο του εθνικιστικού χώρου για να μην χάσει την οριακή εκλογική αυτοδυναμία και να στείλει οριστικά τους χρυσαυγίτες πολιτευτές στην φυλακή. Έτσι, η δουλειά των «γκαρσονιών» έπρεπε να συνεχιστεί. Έτσι, ο Κώστας Πλεύρης έπρεπε να αναγνωρίσει τον Μητσοτάκη ως ηγέτη (σε αντίθεση με τον λαοπλάνο Τσίπρα) και να τον συγχαρεί για την στρατιωτική συμμαχία της μιας αγοράς (εκ μέρους μας) με την Γαλλία του Μακρόν(!!). Έτσι, οι φίλοι του Πλεύρη από τον Στόχο, φορώντας πάλι την αμερικανική σημαία σε γραβάτα, έπρεπε να συνεχίσουν να υποστηρίζουν μια «ανανέωση» των ιδεών του χώρου που θα απομακρυνόταν οριστικά από το βάρος των «δραγούμηδων και των μεταξάδων» (κατά δική τους έκφραση) τους οποίους ο Πλεύρης, όμως, εξακολουθούσε να υμνεί (θα μας τρελάνετε, οέο). Έτσι, οι περιανδρικοί έπρεπε να συνεχίσουν να αναπαράγουν τα menu του «εστιατορίου», την ίδια ώρα που στην υποτιθέμενα απέναντι όχθη οι κύκλοι των νεοδεξιών εργάζονταν για μια μετατροπή του εθνικιστικού χώρου σε τραμπικό, λαϊκιστικό, φιλελεύθερο τσίρκο.

Κάπου στο βάθος όλες αυτές οι φαινομενικά διαφορετικές αφηγήσεις εφάπτονταν. Όλες επιζητούσαν έναν εκσυγχρονισμό του εθνικιστικού χώρου. Όλες επιθυμούσαν αντί να αλλάξουν τα ανίκανα πρόσωπα που τον χαντάκωσαν επί δεκαετίες να παραμείνουν αυτά αλλά να αλλάξουν οι εθνικιστικές ιδέες και αξίες. Όλες, κάτω από την επιφανειακή συνθηματολογία, έβρισκαν κάποια αφορμή για να προκρίνουν την αναπαραγωγή του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού και την πολιτική σύνδεση με την Δεξιά. Ακόμη και με το πρόσχημα ότι ο Χίτλερ μπορεί και να μην ήταν αρνητικός στην χρήση του όρου «φιλελευθερισμός». Ανανέωση με χιτλερισμό ή με απριλιανούς και εκσυγχρονισμός με δαρβινισμό!! Και στην γωνία Χατζηκλόουν με αμερικανική σημαία σε γραβάτα να ευχαριστεί τις ΗΠΑ επειδή «έσωσαν» την χώρα απ’ τους κομμουνιστές. Ούτε και στο πιο αλλόκοτο μεταμοντέρνο όνειρο δεν θα γινόταν πιστευτή αυτή η μακαρθική μαύρη κωμωδία.

Δεν νομίζω ότι έχει νόημα να γραφτεί κάτι παραπάνω για τα «εστιατόρια» που κάνουν το βρώμικο παιχνίδι της Δεξιάς εντός του εθνικιστικού χώρου. Μιας και είναι 28η Οκτωβρίου θα κλείσω με μερικές αράδες για το πώς προσπαθούν να αποδομήσουν τον Ιωάννη Μεταξά. Μας λένε, λοιπόν, σχεδόν όλοι οι προαναφερθέντες κύριοι και κυρίες, ότι ο Μεταξάς ήταν προδότης και άνθρωπος των Άγγλων, «μεταξοσκώληκας» και υπηρέτης του παλατιού, ότι προετοίμασε την Ελλάδα για πόλεμο εναντίον των εθνικιστικών κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Ιταλίας προκειμένου να εξυπηρετήσει τα αγγλοεβραϊκά συμφέροντα, ότι ήταν τέκτονας και πολλά ακόμη συναφή. Στην ουσία παρακάμπτουν όσο μπορούν το ιδεολογικό υπόβαθρο του Μεταξά, που ήταν φιλικό προς τον εθνικοσοσιαλισμό, και μεταφέρουν την συζήτηση στο γεωπολιτικό πεδίο, κατηγορώντας τον γιατί δεν στρατεύτηκε με το μέρος των δυνάμεων του Άξονα.


Αρχικά, κάνοντάς τους την χάρη να μείνουμε στο γεωπολιτικό επίπεδο, θα τους θυμίσουμε ότι η χώρα μας βρισκόταν σε μόνιμο ανταγωνισμό με την Ιταλία από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την πτώση του φασισμού. Οι Ιταλοί ήταν από τους πρώτους που υπονόμευσαν την μικρασιατική εκστρατεία και συνέχισαν να βλέπουν την Ελλάδα ανταγωνιστικά όσο είχαν ιμπεριαλιστικές βλέψεις. Εύλογο ήταν, κατείχαν τα Δωδεκάνησα, τα οποία πολύ εύστοχα ο Μεταξάς πρόβλεψε ότι θα παίρναμε πίσω αν το ιταλικό ιμπεριαλιστικό όραμα αποδυναμωνόταν.

Μάλλον δικαιώνει τον Μεταξά η επικέντρωση της συζήτησης στο γεωπολιτικό πεδίο. Αλλά ας την επεκτείνουμε και στο ιδεολογικό πεδίο, που μας ενδιαφέρει πιο πολύ. Καταγγέλλουν όλοι αυτοί οι τύποι τον Μεταξά ότι εξυπηρέτησε τα συμφέροντα του αγγλικού και του εβραϊκού παράγοντα, ότι έπαιξε το παιχνίδι του δυτικού φιλελεύθερου καπιταλισμού, ότι παρέδωσε την ελληνική κοινωνία στους ύπουλους σχεδιασμούς των Άγγλων που εκβίαζαν την Ελλάδα να βγει στον πόλεμο χωρίς καμία εγγύηση για να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο στους Γερμανούς. Ας τα δεχτούμε όλα αυτά για την οικονομία της συζήτησης. Ας υποθέσουμε ότι πράγματι ισχύουν τα παραπάνω στο ακέραιο.

Τότε, όμως, όλοι αυτοί πρέπει να μας απαντήσουν γιατί αποτιμούν θετικά την στάση του Βενιζέλου, του Γύπαρη και των λοιπών φιλελεύθερων, τεκτόνων, κατσαπλιάδων στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον Πρώτο Παγκόσμιο οι δυτικοί χρησιμοποίησαν τον Βενιζέλο απροκάλυπτα σαν όργανό τους προκειμένου να βγάλουν την Ελλάδα στον πόλεμο χωρίς καμία εγγύηση. Ο Βενιζέλος υιοθέτησε τα δυτικά θέλω με το επιχείρημα ότι η χώρα έπρεπε να σταθεί στο πλευρό των δυνάμεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας εναντίον του γερμανικού αυταρχισμού. Μάλιστα, προς το τέλος του πολέμου, δήλωσε στους Γάλλους «δεν διεκδικούμε τίποτα, μας αρκεί να πολεμήσουμε στο πλευρό σας».

Πώς γίνεται στην αποδεδειγμένη περίπτωση χρήσης του Βενιζέλου ως οργάνου από τις δυνάμεις του δυτικού, εβραϊκού (κατά την δική τους προσφιλή ορολογία) καπιταλισμού, προκειμένου να συρθεί η ελληνική κοινωνία σε έναν πόλεμο που δεν ήθελε, χωρίς καμία ουσιαστική εγγύηση παρά μόνο με εκφράσεις καλών προθέσεων, να βλέπουν οι «σερβιτόροι» κάτι θετικό (με πρόφαση την ενσωμάτωση επιμέρους αλύτρωτων εδαφών) ενώ στην αντίστοιχη περίπτωση του ιδεολογικά εγγύτερου Μεταξά να βλέπουν «μεταξοσκώληκες» και στοές; Πώς γίνεται να φορτώνουν τον Μεταξά με το κατηγορώ του δυτικόδουλου όταν οι ίδιοι θεωρούν εκφραστές μιας πτυχής της εθνικιστικής ιδέας (δική τους δήλωση) καρνάβαλους που φορούν την αμερικανική σημαία σε γραβάτα; 

Δεν θα δοθούν ποτέ σοβαρές απαντήσεις σε αυτά τα θέματα. Γιατί δεν υπάρχει σοβαρή συζήτηση με βάση την προβοκάτσια και με καρνάβαλους της Δεξιάς ντυμένους με αμερικανικές σημαίες. Δεν θα δοθεί ποτέ ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα γιατί οι γερμανόφιλοι Έλληνες που σχεδίασαν ακόμη και την δολοφονία του Μεταξά, προκειμένου να μην προκληθεί πόλεμος της Ελλάδας εναντίον του Άξονα, ήταν όλοι σχεδόν μέλη του κόμματός του από την δεκαετία του ΄20 (ήταν άραγε κι αυτοί υπέρ των αγγλικών συμφερόντων την δεκαετία του ’20, όπως λένε ότι ήταν κι ο Μεταξάς;). Δεν θα δοθεί ποτέ απάντηση γιατί ο μπαρμπα-Γιάννης προσπάθησε να βρει συμβιβαστική λύση ακόμη και στο άθλιο τελεσίγραφο πολέμου που του παρέδωσε ο Ιταλός πρέσβης. Δεν θα δοθεί ποτέ ουσιαστική απάντηση στο αν ο Μεταξάς ήταν συνεπής με την πάγια ελληνική εθνικιστική θέση της ουδετερότητας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρκούν για όλους αυτούς βιταλιστικά συνθήματα παλαιάς κοπής περί του «πολεμικού βιώματος» που υποτίθεται εξέφρασε ο νταβατζής της Ομόνοιας Γύπαρης στον Μακεδονικό Αγώνα. Αλλά ξεχνούν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν έκφραση του «ελληνοθωμανισμού», που πληρώθηκε και οργανώθηκε από την οικογένεια Δραγούμη. Μέχρι να το αντιληφθούν και να διαβάσουν την σχετική με τις τρεις εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας βιβλιογραφία, εμείς ευχόμαστε χρόνια πολλά στο έθνος μας. Τα ΟΧΙ θέλουν ρομαντικούς.

Σχόλια: