του Σταμάτη Μαμούτου
Αναμφίβολα, η έκθεση GR80’S που αφορά την ελληνική δεκαετία του ’80 και πραγματοποιείται στην Τεχνόπολη του δήμου Αθηνών στο Γκάζι αποτελεί μια πρόταση που μαγνητίζει την προσοχή όλων όσων αντιλαμβανόμαστε την ιδιαίτερη σημασία που είχαν τα δρώμενα εκείνης της δεκαετίας στο μουσικό πεδίο -αλλά και όχι μόνο. Η δεκαετία του ’80, και μάλιστα στην ελληνική εκδοχή της, διέθετε γνωρίσματα που την καθιστούν πλέον σημείο νοσταλγικών αναφορών των παλαιότερων γενιών αλλά και της προσδίδουν ερευνητικό ενδιαφέρον για τις κοινωνικές επιστήμες.
Υπό αυτό το πρίσμα φαίνεται πως έχει οργανωθεί και η συγκεκριμένη έκθεση στην Τεχνόπολη. Η οργανωτική δομή και η «σκηνογραφία» του χώρου υποδηλώνουν ότι τα εκθέματα και οι λοιπές δραστηριότητες είναι δοσμένες μέσα από μια κοινωνιολογική ματιά, η οποία υποφώσκει της πρώτης νοσταλγικής συγκίνησης που ενδεχομένως προκαλεί η οπτική επαφή με τις εικόνες και τα άλλα εκθέματα. Και τούτο είναι κάτι που προϋποθέτει έναν κίνδυνο. Γιατί η ισορροπία ανάμεσα στην συγκινησιακή τέρψη και την αναλυτική περιπλοκότητα της κοινωνιολογικής ματιάς δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να επιτευχθεί με ευκολία.
Εισερχόμενος στο περιεχόμενο της έκθεσης οφείλω να αναφέρω δυο κύρια γνωρίσματα. Το πρώτο είναι ότι τα εκθέματά της απλώνονται στις διάφορες αίθουσες της Τεχνόπολης ανάλογα με την θεματική τους. Το δεύτερο αφορά τον τρόπο που οι διοργανωτές επέλεξαν να προβάλουν τα εκθέματά τους. Και σε ό,τι αφορά αυτό το γνώρισμα οι διοργανωτές, προκρίνοντας μια μεταμοντέρνα αισθητική γραμμή, επέλεξαν να απλώσουν στους τοίχους των κτιρίων εικόνες και σύντομες περιγραφές, που για να παρακολουθήσει τη νοηματική τους συνέχεια ο επισκέπτης πρέπει να ακολουθήσει διαβάζοντας και παρατηρώντας. Αν και προσωπικά είμαι αντίθετος σε τέτοιες αισθητικές προσεγγίσεις οφείλω ωστόσο να παραδεχτώ ότι η συγκεκριμένη επιλογή αποδεικνύεται πολύ βολική στο θέμα της χρήσης του χώρου. Γνώμη μου βέβαια είναι πως θα έπρεπε τα κείμενα και οι εικόνες που σχηματίζουν την ιστορική και νοηματική τους σειρά στους τοίχους των αιθουσών να είναι λίγο μεγαλύτερα, για να διαβάζονται και να παρατηρούνται πιο εύκολα.
Σε γενικές γραμμές πάντως η ιδέα του όλου «στησίματος» είναι αυτή. Κάθε αίθουσα έχει μια θεματική (πχ. πολιτική ή δημοσιογραφία ή μουσική κλπ στα 80’s), στους τοίχους της απλώνονται εικόνες και πληροφορίες ενώ στο εσωτερικό της φιλοξενούνται εκθέματα και περίπτερα με συγκεκριμένες υποθεματικές. Για παράδειγμα, στην αίθουσα που αφορά την μουσική της δεκαετίας του ’80 παρατηρούμε στους τοίχους να απλώνονται κείμενα και εικόνες που αφορούν την σκηνή του ελληνικού rock και του έντεχνου τραγουδιού ενώ στο εσωτερικό της υπάρχουν περίπτερα που φιλοξενούν εκθέματα από μεμονωμένες σκηνές (πχ. ένα περίπτερο για το ελληνικό heavy metal και άλλο για το ελληνικό punk).
Αν μου ζητούσε κανείς να εκφράσω μια συνολική εντύπωση για την έκθεση θα έλεγα ότι είναι θετική. Δυνατό της σημείο είναι η αίθουσα που έχει διακοσμηθεί σαν ένα μεσο-μικροαστικό σπίτι της δεκαετίας του ’80. Εισερχόμενος στο περιβάλλον του επέστρεψα κυριολεκτικά στην εποχή της παιδικής κι εφηβικής μου νιότης. Επίσης, εξαιρετική ήταν η ιδέα να δημιουργηθεί ένας μικρός χώρος που αφορά τα ηλεκτρονικά παιχνίδια με τις παλιές καμπίνες εκείνης της εποχής, τα οποία μπορούν οι επισκέπτες να παίξουν δωρεάν (αν και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν και κάποια παιχνίδια της δεκαετίας του ’90 αλλά αυτό δεν μας ενόχλησε καθόλου).
Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει και στην προσπάθεια να στηθεί με playmobils το σκηνικό της συναυλίας -φεστιβάλ στο Καλλιμάρμαρο, καθώς επίσης και εκείνο της επιστροφής του Ανδρέα Παπανδρέου από την Βρετανία όταν και έκανε το ιστορικό νεύμα στην μέλλουσα (τότε) σύζυγό του Δήμητρα Λιάνη να τον ακολουθήσει στην σκάλα του αεροπλάνου της Ολυμπιακής.
Συγκινητική υπήρξε η θέα ενός αστραφτερού ελληνικού τζιπ Πόνυ. Πρόκειται για το ελληνικής κατασκευής αυτοκίνητο που σταμάτησε να κυκλοφορεί κατά την δεκαετία του ’80, έπειτα από έντονο παρασκήνιο και μεγάλες ευθύνες του ελλαδικού πολιτικού συστήματος. Στο περίπτερο που αφορά τον μηχανοκίνητο αθλητισμό και την «μηχανόβια» κουλτούρα της δεκαετίας του ’80 μπορούν οι επισκέπτες να θαυμάσουν μια καλογυαλισμένη πενταμισάρα Yamaha, την μηχανή σύμβολο δηλαδή όσων απολάμβαναν να ανεμίζουν τις χαίτες τους ισορροπώντας στον πίσω τροχό εκείνα τα χρόνια.
Τέλος, στην έκθεση πραγματοποιούνται ενδιαφέρουσες παράλληλες εκδηλώσεις με πεδίο αναφοράς την ελληνική δεκαετία του ’80. Προσωπικά ήμουν τυχερός γιατί παρακολούθησα (1/3/2017) την εκδήλωση «Προφορική Ιστορία. Καταγραφές της κομματικής στράτευσης» που συνδιοργάνωσε η Ερευνητική Ομάδα Μεταπολίτευσης – Ομάδα Προφορικής Ιστορίας (ΕΟΜ-ΟΠΙ) του Εργαστηρίου Ελληνικής Πολιτικής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΠΑ), -επιστημονικός υπεύθυνος της οποίας είναι ο φίλος μου καθηγητής ιστορίας Γιώργος Θεοδωρίδης- στην οποία παρουσιάστηκαν τα πρώτα συμπεράσματα μιας έρευνας που αφορά τις αξίες, τις αντιλήψεις και την πολιτική συμπεριφορά των απλών μελών και των χαμηλόβαθμων στελεχών των πολιτικών κομμάτων κατά τη δεκαετία του ’80. Ωστόσο, υπήρξαν πολλές ακόμη ενδιαφέρουσες διαλέξεις και ενδεικτικά θα αναφέρω τους τίτλους ορισμένων: «Αθλητισμός, ένα εργαστήριο της κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα του ‘80», «Λαϊκότητα και ποδόσφαιρο: Μορφές κοινωνικής αυτονομίας», «Η δύσκολη ενηλικίωση των νέων της δεκαετίας του 1980. Λογοτεχνική αποτύπωση», «Από την αίθουσα στο σπίτι: Δημοφιλής κινηματογράφος του ’80 και βιντεοπαραγωγή».
Διευκρινίζω βέβαια πως μέσω των εκθεμάτων πραγματοποιείται μια γενική προσέγγιση των θεματικών της δεκαετίας του ’80. Πράγμα που σημαίνει ότι αν κάποιος επισκέπτης ψάχνει κάτι πολύ εξειδικευμένο ίσως να εντοπίσει κάποιες ελλείψεις. Για παράδειγμα το περίπτερο που φιλοξενεί τις αναφορές και τα εκθέματα για το heavy metal είναι σαφώς φτωχότερο από το αρχείο που έχουμε τα μέλη της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας. Θα προσέθετα επίσης ότι στο μουσικό πεδίο θα ήταν ίσως καλό να υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την μεριά των διοργανωτών για την ελληνική pop σκηνή, που κατά την δεκαετία του ’80 διέθετε και σημαντικές φωνές να την εκπροσωπούν (όπως για παράδειγμα η Ελένη Δήμου) αλλά και αποκόμιζε σημαντική υποστήριξη από μεγάλη μερίδα ακροατών. Επίσης, μου έκανε εντύπωση ότι ο χώρος έκθεσης των comics της δεκαετίας του ’80 (κι αυτή η συλλογή φτωχή σε σύγκριση με τις βιβλιοθήκες των μελών της λέσχης μας) βρισκόταν μεν δίπλα σε παλιούς υπολογιστές η θέα των οποίων μας συγκίνησε (Attari, Spectrum κλπ) αλλά και σε τελείως διαφορετικό σημείο από εκείνον της «επίσημης» βιβλιοθήκης.
Κλείνοντας θα ήταν χρήσιμο να σημειώσω ότι για να επισκεφθεί κανείς την έκθεση πρέπει να πληρώσει εισιτήριο εισόδου. Η τιμή για τους φοιτητές και τους άνεργους είναι 2,5 ευρώ και θα την χαρακτήριζα πολύ καλή. Για όλους τους υπόλοιπους το εισιτήριο κοστίζει 5 ευρώ, τιμή σαφώς προσιτή αλλά που -βάσει της οικονομικής συνθήκης των καιρών μας- θα μπορούσε να είναι και χαμηλότερη. Τέλος, στον χώρο υπάρχει και καντίνα-περίπτερο που πωλεί είδη της έκθεσης. Από τα βιβλία αξίζει ένα επιστημονικό εγχειρίδιο το οποίο εστιάζει στις καταλήψεις των σχολείων ενώ από τα παιχνίδια οι (παλιοί και αγαπημένοι) βόλοι και το γιο-γιο, που όμως διατίθενται κι αυτά σε τσιμπημένες τιμές.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η όλη οργάνωση αυτής της έκθεσης είναι σαφές ότι έχει πραγματοποιηθεί με κόπο και φροντίδα. Εκτιμώ ότι οι επισκέπτες φεύγουν από τους χώρους της ευχαριστημένοι και σαφώς προτείνω σε όσους δεν την έχουν επισκεφθεί να το κάνουν αυτές τις ημέρες που απομένουν μέχρι την ολοκλήρωσή της.