Μια ιδεολογική διαμάχη με αφορμή ένα θανατηφόρο τροχαίο

                                                         του Σταμάτη Μαμούτου

Είναι αναμφίβολο ότι η είδηση που συγκέντρωσε την προσοχή της κοινής γνώμης κατά τις τελευταίες ημέρες είναι εκείνη του θανατηφόρου δυστυχήματος, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους ένα τρίχρονο αγόρι, μια μητέρα και δυο νεαροί. Πρόκειται για το μοιραίο τρακάρισμα της πολυτελούς «Porsche», όπως έγινε γνωστό από τις περιγραφές των μέσων μαζικής ενημέρωσης του τόπου μας.

Καταρχάς εκτιμώ ότι μπορεί καθένας να νοιώσει κάτι από τον πόνο και την θλίψη των οικογενειών που έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Και δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα να μείνουμε περαιτέρω σε αυτή την οδυνηρή διαπίστωση. Εκείνο που φρονώ ωστόσο ότι έχει ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν και παρουσίασαν το θέμα τα ειδησεογραφικά επιτελεία των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Ένας τρόπος μπολιασμένος -θα έλεγα- με την έκδηλη, και απροκάλυπτη κατά τα τελευταία χρόνια, εξουσιαστική συμπεριφορά που έχουν υιοθετήσει.


Ξεκινώντας να αναλύω τι εννοώ θα σταθώ στα σχόλια ενός επαγγελματία οδηγού, που διέθετε το λογοτεχνικού απόηχου επώνυμο Ιαβέρης αν θυμάμαι καλά, τα οποία ακούστηκαν όταν ο εν λόγω οδηγός βρέθηκε προσκεκλειμένος στο δελτίο ειδήσεων που παρουσιάζει ο Νίκος Χατζηνικολάου. Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος ομιλητής παρέθεσε δυο πολύ σωστές διαπιστώσεις. Είπε αρχικά ότι η οδική συμπεριφορά αποτελεί μέρος της συνολικής συμπεριφοράς του κάθε ανθρώπου. Κι έπειτα διερωτήθηκε γιατί τόσα δυστυχήματα που γίνονται καθημερινά δεν συγκεντρώνουν την δημοσιογραφική προσοχή που συγκέντρωσε το δυστύχημα της «Porsche». Φρονώ πως η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι το εν λόγω δυστύχημα διέθετε τέτοια γνωρίσματα που συνήθως κεντρίζουν την προσοχή. Όπως για παράδειγμα τον θάνατο ανυποψίαστων ανθρώπων εξαιτίας του λάθους ενός άλλου, τον θάνατο ενός μικρού παιδιού, τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του φταίχτη κλπ. Ο Χατζηνικολάου, βέβαια, όντας στον «τηλεοπτικό αέρα», χωρίς να έχει την πολυτέλεια του χρόνου να σκεφτεί και να αρθρώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση, αρκέστηκε στην διαπίστωση ότι τέτοια συμβάντα «πουλούν» και δυστυχώς ο τηλεοπτικός χρόνος θα πρέπει να ακολουθεί τους νόμους της αγοράς.

Δεν θα έλεγα ότι ήταν λανθασμένη η απάντηση του δημοσιογράφου. Υπήρξε εντούτοις κατά το ήμισυ αληθής. Και αυτό γιατί ο δημοσιογραφικός λόγος εξέφρασε με την ταχύτατη ροή του μια τάση που έχει πολιτικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο και η οποία συνδέεται με την κυριαρχία του αστικοφιλελεύθερου διεθνισμού στον τρόπο σκέψης των δυτικών ανθρώπων. Αναφέρομαι στην τάση να ερμηνεύονται τα πάντα με βάση οποιοδήποτε κριτήριο εκτός ενός. Δηλαδή, εκτός του κριτηρίου της ιδεολογίας.

Η τάση της απο-ιδεολογικοποίησης του δημόσιου λόγου αποτελεί συνέπεια της ορθολογιστικά οικονομιστικής (νεο)φιλελεύθερης συνθήκης, της οποίας το κέντρο βάρους ρέπει προς υλικά μετρήσιμα πεδία (συνεπώς αντι-ιδεολογικά) και η αφήγησή της  προκρίνει την λανθασμένη εκτίμηση πως από την πτώση της ΕΣΣΔ κι έπειτα η εποχή των ιδεολογιών τελείωσε και παντού ανά τον κόσμο αποτυπώνονται ως αυτονόητα οικουμενικές οι νόρμες του φιλελευθερισμού (οι οποίες όμως γίνεται απόπειρα να παρουσιαστούν ως δήθεν πανανθρώπινες αξίες και ανάγκες, κι όχι ως μοδάτα φιλελεύθερα ιδεολογικά σχήματα όπως είναι στην πραγματικότητα).  


Επιστρέφοντας στα όσα είπε ο Νίκος Χατζηνικολάου θα επαναλάβω ότι τα θεωρώ κατά το ήμισυ σωστά. Και τούτο γιατί σύμφωνα με την παραπάνω διαπίστωση είναι προφανές ότι στα σχόλιά του δεν συμπεριέλαβε και το ιδεολογικό κριτήριο προκειμένου να ερμηνεύσει την δημοσιότητα του δυστυχήματος. Εκτιμώ όμως ότι ο κάθε συνειδητοποιημένος πολίτης οφείλει να γνωρίζει πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελούν μέρος του συνολικού πολιτικού γίγνεσθαι. Στην δημοσιογραφία, όπως και στις κοινωνικές επιστήμες, δεν υπάρχει η αντικειμενικότητα των θετικών επιστημών και η υποτιθέμενη ακριβής μετρησιμότητα των δεδομένων της αγοράς, γιατί πολύ απλά οι άνθρωποι και οι συμπεριφορές τους δεν είναι αντικείμενα. Αναμφίβολα τα ΜΜΕ επιλέγουν ποιες ειδήσεις θα προβάλουν, καθώς επίσης και τον τρόπο που θα τις προβάλουν, ανάλογα την περίπτωση και σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις ιδεολογικές προσλαμβάνουσες των επιτελείων τους. Κι αυτό είναι κάτι εγγενώς ανθρώπινο και δεν πρόκειται να αλλάξει. Εκείνο που οφείλουμε να απαιτούμε λοιπόν από τους δημοσιογράφους και τους κοινωνικούς επιστήμονες είναι όχι την αντικειμενικότητα αλλά την εντιμότητα -ενδεχομένως και τον πλουραλισμό, στις προσεγγίσεις. Και δυστυχώς σε αυτά τα πεδία το σύστημα των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών όχι απλά υστερεί αλλά είναι και απαράδεκτο.

Ένας από τους κύριους λόγους της απαράδεκτης κατάστασης στα ελλαδικά ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια είναι η έλλειψη ιδεολογικού πλουραλισμού και η ολοκληρωτική κυριαρχία της ιδεολογίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού στα δημοσιογραφικά τους επιτελεία (σημειωτέον πως ακριβώς το ίδιο ισχύει και για το δημοσιογραφικό επιτελείο της ελλαδικής δημόσιας τηλεόρασης!). Στο σημερινό τηλεοπτικό δημοσιογραφικό τοπίο οι θεατές βομβαρδίζονται από τις θέσεις της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού από πολλά τηλεοπτικά σημεία. Προφανής σκοπός των δημοσιογραφικών επιτελείων, που δρουν πλέον ξεκάθαρα ως συλλογικός εξουσιαστικός μηχανισμός, είναι να διαχέουν την πεποίθηση ότι τα όσα λένε αποτελούν παραδοχές της κοινής ανθρώπινης λογικής (και όχι αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή θέσεις της φιλελεύθερης ιδεολογίας), να αποτρέπουν ή και να δαιμονοποιούν την όποια διαφορετική ιδεολογική τοποθέτηση. 


Κινούμενα με αυτό τον φαινομενικά αφανή τρόπο στον φιλελεύθερο ιδεολογικό γνώμονα και υποδυόμενα μέσω ηθικολογικών καθωσπρεπισμών ότι διαπνέονταν από μια «ανθρωπιστική ουδετερότητα» τα δημοσιογραφικά επιτελεία προσέγγισαν και την είδηση του δυστυχήματος της «Porsche» έχοντας ιδεολογικές αφετηρίες αλλά και στοχεύσεις. Όσον αφορά τις ιδεολογικές αφετηρίες εκτιμώ ότι είναι γνωστές και προφανείς σε όλους. Θα δοκιμάσω λοιπόν να αναδείξω και να ερμηνεύσω τις ιδεολογικές τους στοχεύσεις.

 Όσοι παρακολούθησαν το θέμα από την αρχή θα διαπίστωσαν πως, μόλις έγιναν γνωστές οι λεπτομέρειές του, ξέσπασε στο πεδίο που η εξουσιαστική ελίτ δεν ελέγχει ολοκληρωτικά, δηλαδή στο διαδίκτυο, μια θύελλα αρνητικών σχολίων για τον αείμνηστο νεαρό οδηγό του πολυτελούς αυτοκινήτου, από την οδική συμπεριφορά του οποίου ξεκίνησε η σειρά γεγονότων αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο θάνατός του και ο θάνατος άλλων τριών ανθρώπων. Μάλιστα, πολύ γρήγορα, τα αρνητικά σχόλια απέκτησαν ιδεολογικό πρόσημο και στόχευσαν τον επιδερμικό, επιδειξιομανή και αντιαισθητικό τρόπο ζωής των νεαρών γόνων της, προσηλωμένης στην εξουσία της φιλελεύθερης ιδεολογίας, ελλαδικής αστικής τάξης. Όπως προανέφερα δεν ήταν κάτι που θα προκαλούσε έκπληξη αυτό. Το πολυτελές αυτοκίνητο γερμανικής προέλευσης με τα όσα αυτός ο συνδυασμός συμβολίζει στο νου του μέσου Έλληνα σήμερα, ο εξοργιστικός τρόπος οδήγησης με τις ταχύτητες που θα προκαλούσαν κίνδυνο ακόμη και σε οδηγούς ράλι πόσο μάλλον σε έναν νεαρό που οδηγούσε στους ελληνικούς δρόμους και άλλα ακόμη γνωρίσματα προκάλεσαν την οργή μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Και αν μη τι άλλο, εφόσον η ιδεολογία της αγοράς δεν έχει εξαφανίσει ακόμη όλα τα συναισθήματα από τον ανθρώπινο οργανισμό, η οργή ήταν κάτι αναμενόμενο και φυσικότατα ανθρώπινο (έστω κι αν εκφράστηκε σε ορισμένες περιπτώσεις με ανεπίτρεπτα επιθετικό τρόπο).

Κι όμως, τα δημοσιογραφικά επιτελεία έδειξαν δήθεν να προβληματίζονται. Απόρησαν τάχα με την συμπεριφορά αυτή και προκειμένου να μην επιτρέψουν στο παραμικρό ανθρώπινο συναίσθημα να εκδηλωθεί, επιχείρησαν με έναν βομβαρδισμό καθωσπρεπισμού να στιγματίσουν αυτό τον εκνευρισμό και να φανούν ως υποτιθέμενοι φύλακες της παράδοσης που θέλει τους ανθρώπους να σέβονται τους νεκρούς και τους πενθούντες συγγενείς τους χωρίς να λένε τίποτε. Σαφώς και η στάση αυτή είναι ελληνικότατη και σεβαστή. Ασφαλώς και άπαντες οφείλουμε να συλλυπηθούμε ειλικρινά τόσο τους συγγενείς αυτών όσο και εκείνους όλων των άλλων συμπολιτών μας που χάθηκαν σε τροχαία δυστυχήματα. Θα πρέπει να γνωρίζουν όμως τα δημοσιογραφικά επιτελεία των τηλεοπτικών καναλιών ότι μια τέτοια στάση δεν αναιρεί το γεγονός ότι για ένα θανατηφόρο συμβάν κάποιος είχε την ευθύνη. Και μάλιστα όταν το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ο δικός του θάνατος αλλά και ο θάνατος επιπλέον αθώων ανθρώπων η ευθύνη γίνεται βαρύτερη. Ενδεχομένως λοιπόν να είναι απαράδεκτη η φραστική σκύλευση των νεκρών αλλά εξίσου απαράδεκτη είναι και η επιχείρηση αποτροπής κάποιων εύλογων συμπερασμάτων μέσω ενός ηθικολογικού επικοινωνιακού στρογγυλέματος. 


Το χειρότερο όμως είναι ότι η κύρια στόχευση των δημοσιογραφικών τηλεοπτικών επιτελείων δεν ήταν απλά η ηθικολογική απόκρουση της λαϊκής οργής αλλά το σταμάτημα μιας ιδεολογικής απόρριψης του αστικοφιλελεύθερου τρόπου ζωής. Πράγματι, η οδική συμπεριφορά του αείμνηστου νεαρού έδειξε να αντιστοιχεί με την γενική εικόνα που έχει ο μέσος Έλληνας για την αστική μπουρζουαζία. Ασχέτως αν οι διάφοροι μεταμοντέρνοι υπερασπιστές του ιδεολογικού status των καιρών μας αναφέρουν σε άρθρα και σχόλιά τους πως όλοι οι Έλληνες οδηγοί έχουμε υπάρξει απρόσεκτοι, πως έχουμε μιλήσει στο κινητό ενώ οδηγούμε, πως έχουμε υπερβεί τα όρια ταχύτητας κλπ προτείνοντας να σταματήσει κάθε αρνητικός σχολιασμός για το εν λόγω δυστύχημα, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά από τα μιλά κανείς στο κινητό και να οδηγεί με 30 χιλιόμετρα ταχύτητα μέσα στην πόλη ή να περάσει ένα πορτοκαλί φανάρι σε έναν δρόμο που είναι άδειος από το να τρέχει με ταχύτητα αγώνων ράλι. Παραπτώματα υπάρχουν πολλά αλλά δεν έχουν όλα την ίδια ένταση ή το ίδιο περιεχόμενο, και προπαντός δεν έχουν όλα το ίδιο αποτέλεσμα. Ο σχολιασμός ενός γεγονότος (πάντοτε με τον πρέποντα σεβασμό στις καταστάσεις) και η εξαγωγή συμπερασμάτων χρήσιμων για την ζωή και το μέλλον αποτελούν εύλογες ανθρώπινες πρακτικές που καμιά ηθικολογική γενίκευση δεν θα πρέπει να μας στερήσει.

Το ίδιο ισχύει και για τα συμπεράσματα που έχουν ιδεολογικό υπόβαθρο. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε από ένα θλιβερό γεγονός η δημόσια συζήτηση να επεκταθεί, να υπερβεί το αρχικό συμβάν και να προσανατολιστεί σε μια μαζική κατάκριση της νοοτροπίας των ελλαδιτών αστών "μενουμευρωπαίων". Κι επειδή αυτός είναι ο μεγάλος φόβος του εξουσιαστικού συστήματος, η μετατόπιση δηλαδή του δημόσιου διαλόγου στο ιδεολογικό πεδίο (πράγμα που εγκυμονεί για την ελίτ εξουσίας τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί ότι η συνολική της αφήγηση, η οποία προβάλλεται ως δήθεν αποτέλεσμα της κοινής πανανθρώπινης λογικής και στην ουσία είναι ένα απλό ιδεολογικό σχήμα του φιλελευθερισμού), οι τηλεοπτικοί μηχανισμοί ανέλαβαν δράση. 


Η συνταγή τους ήταν γνωστή. Αρχικά έδωσαν διαστάσεις συναισθηματικού μελοδράματος στις περιγραφές και εν συνεχεία, μέσα από ηθικολογικές φιοριτούρες (πράγμα στο οποίο συνέβαλε και η -σε γενικές γραμμές τουλάχιστον για μένα- υπερβολικά «polite» συμπεριφορά του ανθρώπου που έχασε το παιδί και την γυναίκα του), κατέληξαν σε μια επιχείρηση μαζέματος της κοινωνικής κατάκρισης προς την κουλτούρα του φιλελευθερισμού που είχε αρχίσει να απλώνεται στην δημόσια συζήτηση.  

Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες λέει μια γνωστή παροιμία. Όσον αφορά τον δημόσιο βίο, καλό είναι άπαντες να αντιληφθούν ότι μια από αυτές τις λεπτομέρειες είναι η απόπειρα της σημερινής εξουσιαστικής ελίτ να «από-ιδεολογικοποίησει» τον δημόσιο λόγο. Και στην απόπειρα αυτή κύριοι συμμετέχοντες είναι τα δημοσιογραφικά επιτελεία των τηλεοπτικών καναλιών. Οι σώφρονες πολίτες, λοιπόν, καλά θα κάνουν να μην τα ακολουθήσουν σε αυτή την οδό.