«Συντηρητικό» κόμμα, χωρίς συντηρητικούς πολιτικούς

Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, και μολονότι το πολιτικό τοπίο της χώρας δείχνει ότι θα παραμείνει για αρκετό ακόμη καιρό ασαφές, μπορούμε πλέον να εξάγουμε κάποια βάσιμα συμπεράσματα για το ελλαδικό πολιτικό γίγνεσθαι. Τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την εκλογή της για πρώτη φορά στην κυβέρνηση, η Αριστερά επιστρέφει στην αντιπολίτευση κατατροπωμένη. Κατατροπωμένη όχι λόγω κάποιας πολύ μεγάλης, και μη αναστρέψιμης, απώλειας της εκλογικής της δύναμης. Αλλά γιατί απέτυχε σε όλους, σχεδόν, τους στόχους που είχε θέσει και, κυρίως, επειδή αναγκάστηκε να υποχωρήσει σε ζητήματα βασικών ιδεολογικών της αρχών, με αποτέλεσμα να μετατραπεί ιδεολογικοπολιτικά σε μια δύναμη της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας.

Το κομβικό σημείο αυτής της κατάρρευσης ήταν η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά το 2015. Η κυβέρνηση της Αριστεράς κλώτσησε μια καλή ευκαιρία, προκειμένου να προχωρήσει σε μια ολική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες και να σώσει την χώρα από την μέγγενη του ευρώ, σε μια εποχή που είχε την στήριξη ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και καθώς η τάση ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση γινόταν διαρκώς μεγαλύτερη στην κοινωνική βάση του τόπου μας. Στο βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Η Τελευταία Μπλόφα», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, οι συγγραφείς Ελένη Βαρβιτσιώτη και Βικτωρία Δενδρινού, περιγράφουν λεπτομερώς ότι το τίμημα εκείνης της υποχώρησης ήταν, μεταξύ των άλλων, ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ να ανταλλάξει με τον Τσίπρα την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ με την συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό, και η Αριστερά να ανταλλάξει τις ιδεολογικές της αρχές με την αποδοχή ενός (δήθεν μετριοπαθούς) φιλελευθερισμού. 


Ο (δια)συρμός της Αριστεράς ως παράκαιρου οδοιπόρου στο μονοπάτι του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού άφησε μια σκοτεινή παρακαταθήκη για την πατρίδα μας. Μεταναστευτικό χάος, προβληματική οικονομία, απώλειες στα εθνικά θέματα. Και το ακόμη χειρότερο; Η αποτυχία της Αριστεράς έδωσε την ευκαιρία στην Νέα Δημοκρατία και σε όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις του ψευδεπίγραφου ευρωπαϊσμού, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον μακρόχρονο μαρασμό του τόπου, να ανακάμψουν και να παρουσιάσουν την υποταγή της χώρας μας στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης ως μονόδρομο.

Έτσι, δείχνει να πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων ο σωστός προσανατολισμός που έδειχναν να παίρνουν, αργά-αργά, οι εκλογικές εξελίξεις της χώρας από το 2012 και μετά. Σήμερα τα μικρά εξωκοινοβουλευτικά κόμματα εξαφανίζονται και τα μεσαία συμπιέζονται. Σαν να βιώνουμε έναν απίθανο και ανομολόγητο εφιάλτη, βλέπουμε την χώρα να βυθίζεται στο πιο μαύρο σκοτάδι, παραδιδόμενη στις ορέξεις του αντιλαϊκού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο είναι ενισχυμένο από όλο το διεφθαρμένο mediaκό στερέωμα του τόπου, απ’ όλες τις πρεσβείες των μεγάλων δυνάμεων που εξουσιάζουν την χώρα, από εγχώριες εξουσιαστικές ελίτ (σύστημα Σημίτη) κι από μάζες αστείων τριτοκοσμικών ψηφοφόρων, που προσδοκούν διορισμούς στο όνομα του «ευρωπαϊσμού». Σε λίγες ημέρες το κράτος και ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας θα ανήκουν σε μια οικογένεια με βεβαρημένο πολιτικό παρελθόν.


Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι αυτή η οικογένεια ηγείται σε ένα κόμμα το οποίο, μολονότι αποτελεί την κατεξοχήν φιλελεύθερη παράταξη της αστικής ελίτ που υποστηρίζει την παγκοσμιοποίηση, εξακολουθεί να προσελκύει συντηρητικούς ψηφοφόρους. Η μεθοδικά οργανωμένη στρατηγική της προβοκάτσιας από περσόνες τύπου Μάκη Βορίδη και Άδωνι Γεωργιάδη, αλλά κυρίως η έλλειψη ιδεολογικής συγκρότησης μεγάλου μέρους των Ελλήνων συντηρητικών ψηφοφόρων, αποφέρουν το θλιβερό αποτέλεσμα οι Έλληνες συντηρητικοί πολίτες να ψηφίζουν το κόμμα που είναι περισσότερο από κάθε άλλο εχθρικό προς τις ιδέες του συντηρητισμού. Και γι' αυτό, εκτός από τους πράκτορες της Νέας Δημοκρατίας, των μυστικών υπηρεσιών και των ξένων πρεσβειών, που εμφανίζονται ως παράγοντες του «εθνικιστικού» χώρου για να αποπροσανατολίζουν, μεγάλη ευθύνη φέρουν και όσοι εθνικιστές(;) ανέχονται το φλερτ της Δεξιάς και δεν δημιουργούν δομές ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης.    


Θα μπορούσαμε να γράφουμε με τις ώρες αναλύοντας την εχθρότητα των φιλελεύθερων ιδεών της Νέας Δημοκρατίας προς τον συντηρητισμό και τον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο. Για να μην μακρηγορήσουμε θα παραθέσουμε μερικά μόνο παραδείγματα:

Παρακολουθήσαμε πριν λίγες ημέρες μια τηλεοπτική πολιτική συζήτηση, στην οποία εκπροσώπησε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο γνωστός πολιτικός Γιώργος Κουμουτσάκος. Ανάμεσα στα άλλα που είπε, ανέφερε, επί λέξει, κάποια στιγμή ότι το κόμμα του «δεν είναι αντιλαϊκό», όπως όλοι οι αντίπαλοι του καταλογίζουμε, «αλλά υποστηρίζει την ελληνική μεσαία τάξη, γι αυτό επιδιώκει να προσελκύσει ξένες επενδύσεις πολυεθνικών εταιριών, προκειμένου να έχουν δουλειά όλοι οι Έλληνες».

Ακούγοντάς τον συνειδητοποιήσαμε για μια ακόμη φορά, πόσο αφελείς είναι όσοι συντηρητικοί συνεχίζουν να ψηφίζουν αυτό το κόμμα. Και, ταυτόχρονα, διερωτηθήκαμε τα εξής.

-Πως είναι δυνατόν ένας πολιτικός να υποστηρίζει την ελληνική μεσαία τάξη και παράλληλα να επιδιώκει επενδύσεις πολυεθνικών εταιριών για την εγχώρια αγορά; Αν υποθέσουμε ότι στην μεσαία τάξη συγκαταλέγονται οι Έλληνες ιδιοκτήτες μικρών εταιριών, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ο ανταγωνισμός των πολυεθνικών θα τις φέρει σε δύσκολη θέση; Είναι άραγε δύσκολο να κατανοήσουμε ότι ο μοναδικός τρόπος για να προστατευτεί η μεσαία τάξη και η μικρή επιχειρηματικότητα είναι μέσω του συνδυασμού πολιτικών γραφειοκρατικής ευελιξίας και εθνικού οικονομικού προστατευτισμού;

-Όσον αφορά καθαρά το πεδίο της αποτελεσματικότητας του κόμματος που εκπροσωπεί ο κύριος Κουμουτσάκος, πλανάται το ερώτημα, «τόσα χρόνια που έχει κυβερνήσει, γιατί δεν κατάφερε άραγε να φέρει αυτές τις επενδύσεις που επιδιώκει; Και τώρα τι έχει αλλάξει ώστε να τα καταφέρει;»

-Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι πολυεθνικές επενδύσεις θα έρθουν, τις συνθήκες εργασίας των Ελλήνων εργατών τις έχει σκεφθεί κανείς στην Νέα Δημοκρατία; Το γεγονός ότι, βάσει στατιστικών στοιχείων, ένα 20% των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας είναι εργαζόμενοι πλήρους ωραρίου, το έχει σκεφτεί κανείς φιλελεύθερος; Αλλά γιατί να το σκεφτεί; Ο ίδιος θα δουλέψει ή τα παιδιά του στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς; Ας είναι καλά τα κορόιδα...

-Εφόσον μιλάμε για ένα κόμμα που έχει συντηρητικούς ψηφοφόρους, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα έρθουν αυτές οι ξένες επενδύσεις των πολυεθνικών, άραγε δεν ενοχλεί κανέναν από τους ψηφοφόρους του το γεγονός ότι η παρουσία των πολυεθνικών αλλοιώνει -και αν αυξηθούν θα αλλοιώσει ακόμη περισσότερο- τα τελευταία απομεινάρια του ελληνικού τρόπου ζωής και της εθνικής ταυτότητας; Τι είδους συντηρητικοί είναι αυτοί που αδιαφορούν για την εθνική ταυτότητα και τις παραδόσεις;


Περνώντας σε άλλο ένα κεντρικό στέλεχος της εχθρικής προς τον συντηρητισμό Νέας Δημοκρατίας, τον κύριο Δημήτρη Αβραμόπουλο θα σημειώσουμε κάτι που έχει ενδιαφέρον. Ο εν λόγω πολιτικός, ως Ευρωπαίος επίτροπος, την 21η Μαΐου υπέγραψε στα Τίρανα μαζί με τον Εντι Ράμα συμφωνία εγκατάστασης της FRONTEX στην Αλβανία, ώστε να φυλάσσονται αποτελεσματικότερα τα σύνορα. Στις δηλώσεις του, ο κ. Αβραμόπουλος, τόνισε ότι η Ε.Ε και η Αλβανία αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα με το να επιστρέφουν στη χώρα μας εκείνους τους πρόσφυγες, οι οποίοι προσπαθούν να εξέλθουν από τα βόρεια σύνορά μας, ώστε να μην μπορούν να εγκατασταθούν στην Γερμανία και τη βόρεια Ευρώπη!!!

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλαδή, μέσω του κυρίου Αβραμόπουλου, επιχειρεί να σφραγίσει αποτελεσματικότερα τα ελληνικά σύνορα, εγκλωβίζοντας εντός της ελληνικής επικράτειας τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που συρρέουν από όλον τον κόσμο στην Ελλάδα. Ο κύριος Αβραμόπουλος δήλωσε, μάλιστα, ότι με αυτή την πολιτική απόφαση έπραξε το «πατριωτικό του καθήκον». Ασφαλώς, ήταν ειλικρινής. Γιατί η δική του πατρίδα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι η Ελλάδα.

Αλλά εξακολουθούμε να απορούμε με τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, που συνεχίζουν να σέρνονται πίσω από τις μαριονέτες του διεθνιστικού φιλελευθερισμού και να αφήνουν την πατρίδα στο έλεος της παγκοσμιοποίησης, έχοντας ως πρόσχημα το επιχείρημα «να φύγει η Αριστερά από την κυβέρνηση». Θα είχε ενδιαφέρον να τους θυμίσουμε ότι η, τόσο απεχθής γι’ αυτούς, Αριστερά κυβέρνησε για πρώτη και για δεύτερη φορά την χώρα (δίχως να εκλεγεί πρώτη σε εκλογές) μαζί με την Νέα Δημοκρατία, όταν μάλιστα στην ηγεσία της τελευταίας ήταν Μητσοτάκηδες και Σαμαράς, όπως και σήμερα.  

Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο που αποκαλύπτει την πολιτική καθυστέρηση της χώρας μας. Ενώ σε όλο τον δυτικό κόσμο, μετά την κατάρρευση του μαρξισμού, ο συντηρητισμός και ο ευρύτερος εθνικισμός να αποτελούν τους πόλους που αντιστέκονται στην επέλαση της Δεξιάς και της Αριστερής παγκοσμιοποίησης, στην Ελλάδα οι υποτιθέμενοι συντηρητικοί πατριώτες να ψηφίζουν την πιο διεθνιστική, φιλελεύθερη και δυτικόδουλη παράταξη.


Είμαστε, ίσως, η τελευταία χώρα του ευρωπαϊκού κόσμου στην οποία οι συντηρητικοί δεν ανησυχούν για τις αντεθνικές και αντιλαϊκές συνέπειες των πολυεθνικών επενδύσεων. Και που ενώ στηλιτεύουν τον διεθνισμό της Αριστεράς δεν βγάζουν άχνα για την μετατροπή της χώρας σε νεο-οθωμανική επαρχία των Βρυξελλών από τις Δεξιές κυβερνήσεις. Και που ενώ κάνουν τάχα πως νοσταλγούν τα παλιότερα ήθη δεν δείχνουν να ενοχλούνται από τις life style γελοιότητες τύπων όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Βασίλης Κικίλιας.


Η Ελλάδα αποτελεί την μοναδική περίπτωση στην οποία οι συντηρητικοί ψηφοφόροι στηρίζουν ένα κόμμα χωρίς συντηρητικούς πολιτικούς. Με αποτέλεσμα εκείνοι που φαινομενικά είναι υπέρ της παραδοσιακής κοινωνίας και της εθνικής ταυτότητας να δίνουν την κυβέρνηση σε αυτούς που δουλεύουν για την παγκόσμια αγορά, που έχουν για πατρίδα τους έχουν το χρήμα, για πρακτική τους το βόλεμα και για κουλτούρα τους το west way of life. Σε αυτούς που οδήγησαν την χώρα στην μέγγενη των μνημονίων, που εγκαθίδρυσαν την αδικία, την οικογενειοκρατία, το πελατειακό σύστημα και την διαφθορά στον δημόσιο βίο του τόπου, που καλλιέργησαν, τέλος, τα άθλια πρότυπα του υλιστικού καταναλωτισμού στην καθημερινή μας κουλτούρα, αφήνοντας στο περιθώριο τον μακραίωνο ελληνικό μας πολιτισμό.

Από την πλευρά μας, επειδή γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει συντηρητισμός, παραδοσιοκρατία  και εθνικισμός, συμβουλεύουμε κάποιους συναδέλφους φοιτητές, οι οποίοι «τρέχουν» αυτή την εποχή για να φέρουν στην κυβέρνηση την Νέα Δημοκρατία, όταν σε ένα-ενάμιση χρόνο έρθουν (όπως πάντα) να μας πουν ότι είχαμε δίκιο που τους τα λέγαμε, να μην περιμένουν ότι θα αντιμετωπιστούν από εμάς με κατανόηση, αλλά ότι μάλλον θα εισπράξουν μερικές γερές φάπες. Γιατί εμείς δεν είμαστε κόμμα να έχουμε ανάγκη την μαζικότητα. Και μπορούμε να τιμούμε στο ακέραιο τα όσα πρεσβεύουμε.