Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. τίμησε και φέτος την μνήμη Ίωνος Δραγούμη

                                                               του Flammentrupp

Στις 31 Ιουλίου συμπληρώνονται ενενήντα εννιά χρόνια από τη δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη και η ομάδα μας, πιστή στο ραντεβού μνήμης σπουδαίων προσωπικοτήτων του ελληνισμού, έδωσε το παρόν και φέτος στο μνημείο-σημείο της δολοφονίας, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, για να αποτίσει φόρο τιμής στον διπλωμάτη, πολιτικό και λογοτέχνη.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την πτώση του Φοίβου πίσω από τις Ηράκλειες Στήλες και την είσοδο του μελανού πέπλου της θεάς Νύκτας στον ουρανό της πόλης, η πομπή των μελών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. έφτασε στο σημείο. Ακολούθησε μια περιληπτική αναφορά του Σταμάτη στην ζωή και το έργο του ρομαντικού πνευματικού άντρα, τον οποίο εκτέλεσαν παρακρατικές ομάδες βενιζελικών το καλοκαίρι του 1920.


Επίσης, ο Σταμάτης αναφέρθηκε στην προσέγγιση του Δραγούμη πάνω στην διφυή παράδοση του ελληνικού πολιτισμού. Ο Δραγούμης, ακολουθώντας την αναλυτική γραμμή παλαιότερων Ελλήνων ρομαντικών συγγραφέων, όπως ο Διονύσιος Σολωμός και ο Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος, υιοθέτησε την αντίληψη ότι η ελληνική παράδοση έχει δυο διακριτά σκέλη. Από την μια υπάρχει η, μικρής αποδοχής αλλά και συστημικά εξουσιαστική, πολιτισμική τάση του «λογιωτατισμού» και από την άλλη η δημοτική παράδοση που αποτελεί τον καθρέφτη της ψυχής του έθνους μας.

Σύμφωνα με τους Ζαμπέλιο και Δραγούμη, ο «λογιωτατισμός» περιλαμβάνει μια παγίδα για τον ελληνισμό. Και αυτή η παγίδα δεν είναι άλλη απ’ τον κλασικισμό. Ασφαλώς, αναφερόμενοι στον κλασικισμό δεν εννοούσαν την σπουδαία ποιητική και καλλιτεχνική μεθοδολογία της κλασικής τέχνης, αλλά τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε αποσπασματικά προκειμένου να νομιμοποιήσει ορισμένες εξουσίες και ιδεολογίες.


Η αρχή της κριτικής του Δραγούμη ακολουθεί ένα μακραίωνο ιστορικό νήμα. Αφετηρία του οποίου είναι η αρχαιότητα. Με την επέλαση του μεγάλου Αλεξάνδρου στην ανατολή και με την εξάπλωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο ελληνικός πολιτισμός (της κλασικής εποχής) έγινε παγκόσμιος. Η τέχνη και η ελληνική γλώσσα έγιναν οικουμενικά πρότυπα για τον τότε κόσμο. Αυτό μπορεί να έδωσε στο ελληνικό έθνος την διαχρονική του φήμη, αλλά δημιούργησε παράλληλα και δυο παθογένειες. Πρώτον, ο πολιτισμός της κλασικής αρχαιότητας, με το να γίνει οικουμενικός, έχασε την εθνική του αποκλειστικότητα (γι αυτό και συναντούμε παντού, στην Γερμανία, στις Η.Π.Α. κλπ κλασικιστικής επιρροής κτίρια, έργα κοκ). Και, δεύτερον, ο κλασικός πολιτισμός έθεσε στο περιθώριο τις υπόλοιπες πολιτιστικές εκφράσεις του ελληνικού έθνους (τον ομηρικό, τον μεσαιωνικό και τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό).

Η «κλασικιστική» αντίληψη, η εμμονή δηλαδή σε κανόνες της αρχαίας κλασικής εποχής, σύμφωνα με τον Δραγούμη επικράτησε και κατά τον μεσαίωνα στις βυζαντινές διοικητικές ελίτ, άσχετα από την θρησκευτική μεταβολή. Οι εκκλησιαστικοί ταγοί χρησιμοποιούσαν την αρχαία αττική διάλεκτο, που οι μεσαιωνικοί Έλληνες δεν καταλάβαιναν. Αλλά και το βυζαντινό κράτος, μολονότι κατά την εποχή της μακεδονικής δυναστείας υπήρχαν προτάσεις να μετονομαστεί σε Βασίλειο της Ελλάδος, παρέμεινε ως το τέλος με τον τίτλο της οικουμενιστικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ο θρίαμβος της κλασικιστικής αντίληψης ολοκληρώθηκε στην δυτική Ευρώπη με την Αναγέννηση και ιδίως κατά την εποχή του Διαφωτισμού. Μέσα από τον Διαφωτισμό ο κλασικισμός συνδέθηκε με την θεωρία του δυτικού φιλελευθερισμού. Κι αυτό ήταν που έθεσε σε συναγερμό τις νοητικές κεραίες του Δραγούμη.

Δυο ήταν τα ιστορικά παραδείγματα που ενέπνευσαν τους φιλελεύθερους διαφωτιστές. Η δημοκρατική αρχαία Αθήνα και η οικουμενιστική Ρώμη. Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία αναγνώστηκε ως πρότυπο της νεωτερικής καπιταλιστικής δημοκρατίας του φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα, διατηρήθηκε η οικουμενιστική αντίληψη της αυτοκρατορικής Ρώμης, που τροφοδότησε την θέση των φιλελεύθερων ότι ο δυτικός καπιταλιστικός πολιτισμός αποτελεί οικουμενικό μοντέλο προς μίμηση, το οποίο πρέπει να εφαρμοστεί παγκοσμίως. Βάσει των όσων επισήμανε ο Δραγούμης, δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε ότι από αυτή την ανάγνωση του κλασικισμού, στα πλαίσια του νεωτερικού φιλελευθερισμού, γεννήθηκε η ιδέα της παγκοσμιοποίησης.  

Και πρώτα θύματά της ήταν οι Έλληνες. Γιατί οι δυτικοί, έχοντας τον έλεγχο του νεώτερου ελληνικού κράτους, οργάνωσαν τον εθνικό μας βίο, εγκαθιδρύοντας μια διαχρονικά ελεγχόμενη από αυτούς δυτικότροπα φιλελεύθερη ελίτ, μέσω της οποίας μετέφεραν το κέντρο βάρους της εθνικής μας δράσης σε ξένα προς τον ελληνικό ψυχισμό, νεωτεριστικά μοτίβα. Την εφαρμογή αυτής της πρακτικής επιτηρεί στην Ελλάδα η ξενόδουλη, τελευταία εκδοχή της ελίτ του «λογιωτατισμού».

Ο Δραγούμης σημείωσε πως στην οπτική των δυτικών φιλελεύθερων ελληνικό ήταν μοναχά οτιδήποτε σχετιζόταν με την δημοκρατική, κλασική αρχαιότητα. Γι’ αυτό και τα σύνορα του πρώτου νεότερου ελληνικού κράτους αντιστοιχούσαν περίπου με εκείνα των δυνάμεων που πρωταγωνίστησαν κατά την εποχή των πόλεων-κρατών. Η Μακεδονία δεν εθεωρείτο ελληνική, ούτε το βυζαντινό βασίλειο της μακεδονικής δυναστείας και των Παλαιολόγων. Αυτά, εξάλλου, πίστευαν, όπως είναι γνωστό, και οι Έλληνες φιλελεύθεροι διαφωτιστές, μαθητές του Κοραή. Και σε αυτή την ιδεολογική τάση, όπως είπε ο Σταμάτης, απάντησε ο ελληνικός Ρομαντισμός, από την δεκαετία του 1850 κι έπειτα, με το να αποκαταστήσει την αλήθεια της ιστορικής ενότητας του ελληνικού έθνους και με την πρόκριση του αιτήματος της Μεγάλης Ιδέας.


Ωστόσο, παράλληλα με την τάση του «λογιωτατισμού», ο Δραγούμης υπογράμμισε ότι υπήρχε και ο λαϊκός ελληνικός πολιτισμός της δημοτικής παράδοσης. Ο πολιτισμός των μύθων, των θρύλων, των τραγουδιών, των φορεσιών και της λαϊκής τέχνης. Αυτός ο πολιτισμός κράτησε ζωντανές τις αλήθειες του έθνους για τον μύθο του μαρμαρωμένου βασιλιά. Αυτός ο πολιτισμός νοηματοδότησε το εκφραστικό σύμπαν των νέων Ελλήνων. Αυτός ο πολιτισμός διατήρησε ζωντανή την νεότερη εκδοχή της γλώσσας μας. Το πολιτικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας και η ρομαντική θεωρία άντλησαν, κατά τον 19ο αιώνα, στοιχεία από την λαϊκή παράδοση.

Αλλά η ελλαδική εξουσιαστική ελίτ παρέμενε «λογιώτατη», ξενομανής, απόμακρη από την λαϊκή ψυχή του έθνους και προσηλωμένη στα συμφέροντα της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στο βιβλίο Ελληνικός Πολιτισμός, ο Δραγούμης οραματίστηκε την δημιουργία μιας πνευματικής ελληνικής αριστοκρατίας, που θα προσανατόλιζε τον βίο του νεότερου ελληνισμού στις αληθινά εθνικές του ρίζες και θα αποκαθήλωνε την ελίτ εξουσίας των νεωτεριστών, προκρίνοντας μια πολιτική τάξη ρομαντικών εθνικιστικών πολιτικών. 

Όπως επισήμανε ο Σταμάτης, ο Ίων Δραγούμης, ως αληθινός προφήτης των παραδοσιοκρατικών μας ιδεών, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, στο βιβλίο Ελληνικός Πολιτισμός, είχε διακρίνει τον αληθινό Έλληνα εθνικιστή από τον στείρο ακροδεξιό. Θα λέγαμε ότι είχε σχεδόν φωτογραφήσει το μοντέλο του κίβδηλου, καπιταλιστή, ψευδοπατριώτη, -που στηρίζεται στις κλασικιστικές ρητορείες, αποτελώντας, στην ουσία, προέκταση των συμφερόντων του διεθνιστικού κεφαλαίου-, μοντέλο το οποίο εκφράζουν σήμερα όλα τα πολιτικά ρετάλια που έχει μαζέψει η Νέα Δημοκρατία (καθώς και άλλα κόμματα) από την αστική ακροδεξιά, προκειμένου να εξαπατούν συντηρητικές εκλογικές μάζες αλλοιώνοντας το νόημα της πολιτικής θεωρίας του εθνικισμού.


Όταν ολοκληρώθηκε η ομιλία του Σταμάτη η Μαίρη άφησε ένα λευκό ρόδο στο μνημείο του Δραγούμη. Έπειτα τοποθετήθηκε δίπλα του μια αφίσα της λέσχης, σχετική με τον Δραγούμη και τον αγώνα του για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Αποχωρώντας από το σημείο, δώσαμε την υπόσχεση της ανανέωσης της συνάντησής μας σε έναν χρόνο, όταν θα συμπληρώνεται ένας αιώνας από την δολοφονία του σπουδαίου αυτού Έλληνα, ελπίζοντας πως θα είμαστε σε θέση να κάνουμε κάτι περισσότερο, καθώς θα έχουμε εμπρός μας το στρογγυλό «εκατό». Ακόμα, όμως, κι αν τα πενιχρά μέσα μας δεν σταθούν ικανά για το «βήμα παραπάνω», εμείς, οι λίγοι μαχητές ανάμεσα στους πολλούς αλλοτριωμένους σύγχρονους ελλαδίτες, θα είμαστε εκεί να κρατάμε την φλόγα αναμμένη, προσφέροντας την ζεστασιά και το φως της στους επόμενους, σε αυτήν την ατέρμονη -στο χώρο και το χρόνο- αλυσίδα πιστών, έως ότου φτάσει η στιγμή που οι «λίγοι μαχητές» θα οδηγήσουν τις λαϊκές δυνάμεις στην επανεγκαθίδρυση των λησμονημένων αξίων του εθνικού μας παρελθόντος.