Στην μνήμη του Γιώργου

                                                            του Σταμάτη Μαμούτου

                  (Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο Ιππότες των Δρόμων)

Ήταν μέσα Ιουλίου του 1991. Το βράδυ θα γινόταν χαμός! Η εθνική Ελλάδος του ποδοσφαίρου θα αντιμετώπιζε την αντίστοιχή της Τουρκίας στον τελικό του μεσογειακού κυπέλλου. Οι «ιππότες των δρόμων» είχαμε αρχίσει να σφίγγουμε τις γροθιές και να χαμογελάμε ηδονικά. Από το μεσημέρι, κιόλας, η πλατεία Δαβάκη αποτέλεσε σημείο συνάντησης των γνωστών χεβυμεταλλάδων της Καλλιθέας, μα και πολλών ακόμη παιδιών που ενώ δεν ήταν τακτικοί θαμώνες, βασιζόμενα στην φήμη που είχε αποκτήσει το στέκι βρίσκονταν εκεί προκειμένου να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για το Ολυμπιακό Στάδιο.


Ένα από εκείνα τα παιδιά ήταν κι ο Γιώργος. Θυμάμαι ότι πρόλαβα να ανταλλάξω μερικές κουβέντες μαζί του. Τέσσερα με πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, σχετικά εύσωμος, αλλά σβέλτος και ικανός να τα βγάζει πέρα στις απαιτήσεις του πεζοδρομιακού τρόπου ζωής. Αυτά διαπίστωσα από την γνωριμία μας, καθώς και το ότι έδειξε να με συμπαθεί αμέσως, μεταξύ των άλλων και, λόγω της κοινής μανιάτικης καταγωγής μας.

Κάποια στιγμή οι παλαιότεροι έδωσαν το σύνθημα και η πορεία μας προς τον ηλεκτρικό σταθμό της Καλλιθέας ξεκίνησε. Θυμάμαι τον μοναδικό ροκαμπιλά της ομήγυρης, τον Άρη τον «Έλβις», να προπορεύεται κρατώντας μια τεράστια γαλανόλευκη. Η οδός Σιβιτανίδου άρχισε να σείεται από την κάθοδο της «μεταλλικής» φάλαγγας. Οι περαστικοί έκαναν βιαστικά στην άκρη για να διαβούμε. Οι καταστηματάρχες κοιτούσαν με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.


Έβλεπα τους αστούς, που έπιναν τον καφέ τους στην πλατεία Κύπρου φορώντας φαρδιά παντελόνια και πουκάμισα, να αναρωτιούνται ανήσυχοι, «τι θέλουν αυτοί τώρα;» Η πόλη υποκλινόταν στην ορδή των νέων ανδρών με τα μαύρα ρούχα, τα μακριά μαλλιά και τα εθνικά λάβαρα. Κι εμείς προχωρούσαμε με τα γαλανόλευκα κασκόλ δεμένα στους καρπούς, ρίχνοντας ατσάλινες και υποτιμητικές ματιές γύρω μας. Εκείνες τις στιγμές αισθανόμασταν ότι αποτελούσαμε την εμπροσθοφυλακή μιας νέας δύναμης, που είχε κατακτήσει την χώρα. 

Φτάσαμε στο γήπεδο κάνοντας τα βαγόνια του συρμού να αγκομαχούν από το ταρακούνημα που ακολουθούσε, μετά από κάθε σύνθημα που φωνάζαμε. Στις εξέδρες υπήρχαν 50.000 θεατές. Ένιωθα τα διαζώματα να δονούνται. Το γήπεδο, εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν ένας χώρος που προσέφερε απλά θέαμα προς κατανάλωση. Συνιστούσε, τρόπον τινά, έναν τόπο λαϊκού προσκυνήματος. Ένα πεδίο που ο κερματισμός της ατομικιστικής, φιλελεύθερης κοινωνίας εξαϋλωνόταν και όπου οι άνθρωποι έμπαιναν σαν άτομα και αναβαπτίζονταν σε συλλογικό σώμα, σε αληθινό λαό. Όπως έχω γράψει και σε παλαιότερα κείμενα, τα γήπεδα, οι πανήγυρεις και, εν γένει, τα δρώμενα που συνδέονται με τον λαϊκό πολιτισμό επιτρέπουν στο ατομικιστικό σύμφυρμα των νεοελλήνων να ανάγονται σε αληθινό έθνος.  

Κατά την διάρκεια του αγώνα η ένταση στις εξέδρες ήταν μεγάλη. Οι ποδοσφαιριστές της αντίπαλης ομάδας, νιώθοντας ότι κινδύνευε η σωματική τους ακεραιότητα, αποχώρησαν για λίγο από τον αγωνιστικό χώρο. Η Μελίνα Μερκούρη, συνοδευόμενη από τον πρόεδρο του Παναθηναϊκού, Γιώργο Βαρδινογιάννη, τους έπεισαν να επιστρέψουν. Κι εμείς, στη θέα του κραταιού επιχειρηματία και της γνωστής πολιτικού, αρχίσαμε να φωνάζουμε από τις κερκίδες ένα γνωστό σύνθημα των γηπέδων της εποχής, που στην συγκεκριμένη περίπτωση έδειχνε περισσότερο ταιριαστό γιατί άφηνε να εννοηθεί η πραγματική υπόσταση του μεταπολιτευτικού πολιτικού κατεστημένου: «Έξω οι τσάτσοι του Βαρδινογιάννη

Και κάπου εκεί, με τις γνωστές μεθόδους, ορισμένοι «γνωστοί-άγνωστοι» έριξαν το δόλωμα προκειμένου να διαρρηχθεί η ενότητα της εξέδρας και να αλλάξει ο προσανατολισμός της οπαδικής έντασης, που μέχρι εκείνη την ώρα επικεντρωνόταν στην τουρκική ομάδα. Και, δυστυχώς, αρκετοί αφελείς το τσίμπησαν. «Γα@# ο θρύλος κι Πειραιάς» ακούστηκε από την Θύρα 4, αν θυμάμαι καλά. Για να έρθει η απάντηση από διάφορες κερκίδες: «Γα@# η ΑΕΚ και η Τουρκία». Μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν μικροσυμπλοκές ανάμεσα στους οπαδούς.

Τελικά η εθνική νίκησε με 3-1, αλλά οι καρδιές όλων όσων συχνάζαμε στην πλατεία Δαβάκη ήταν γραφτό να γεμίσουν με το δηλητήριο της πίκρας εκείνη την βραδιά. Μετά το τέλος του αγώνα, καθώς προχωρούσαμε προς την στάση «Ειρήνη» του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, άκουσα από το βάθος τους οργανωμένους αεκτζήδες να φωνάζουν: «Οι γαύροι»! Ήταν προφανές πως είχαν επισημάνει κάποιους από εμάς.


Λόγω της μικρής μου ηλικίας οι υπόλοιποι Καλλιθεάτες με έσπρωξαν εμπρός, ζητώντας μου να φύγω γρήγορα προς το σταθμό. Το έκανα και γυρνώντας κάποια στιγμή να δω τί συνέβαινε, διαπίστωσα ότι πίσω εξελισσόταν μια νέα συμπλοκή. Και μόνο το γεγονός ότι ορισμένοι από τους πιο γνωστούς τύπους των νεολαιίστικων στεκιών δέχονταν έναν δωδεκάχρονο στις τάξεις τους ήταν μεγάλο «παράσημο» για εμένα. Θα έπρεπε να το σεβαστό και να αντιληφθώ ότι το μόνο που θα κατάφερνα, αν στεκόμουν να αντιμετωπίσω κάποιους ενήλικες χειροδύναμους τύπους της Original, θα ήταν να θέσω σε κίνδυνο την σωματική μου ακεραιότητα. Δεν είχα άλλα περιθώρια από το να κάνω αυτό που μου είπαν.

Ωστόσο, όταν μπήκα στον σταθμό, διαπίστωσα ότι υπήρχε γενικευμένη αναστάτωση και στον υπόλοιπο κόσμο που αποχωρούσε. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα ώστε να μην προλάβω να σιγουρευτώ αν αυτή η αναστάτωση οφειλόταν στην συμπλοκή που εξελισσόταν κάποια μέτρα πιο πίσω. Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά είναι πως αρκετοί φίλαθλοι, προσπαθώντας να απομακρυνθούν, άρχισαν να κινούνται γρήγορα προς τον σταθμό και τις αποβάθρες. Αυτό προκάλεσε το γνωστό σπρώξιμο, το οποίο εγκυμονεί πολλούς κινδύνους σε χώρους μαζικής συνάθροισης. Μικρούλης καθώς ήμουν κατάφερα, ευτυχώς, να τρυπώσω σε ένα βαγόνι και να απομακρυνθώ από την περιοχή.

Δυστυχώς, δεν συνέβη το ίδιο και με τον Γιώργο, το παιδί που είχα γνωρίσει στην πλατεία Δαβάκη πριν λίγες ώρες. Αργότερα η μοιραία είδηση άρχισε να απλώνεται στα στέκια της Καλλιθέας. Ο Γιώργος, κατά την ώρα της αποχώρησης από τον σταθμό «Ειρήνη», είχε σπρωχτεί από την αποβάθρα και είχε πέσει μέσα στις ράγες την ώρα που έφτανε ο συρμός. Όσοι ήταν δίπλα του αντιλήφθηκαν αμέσως ότι ο τραυματισμός που του προκάλεσε το τραίνο ήταν πολύ σοβαρός.

Το επόμενο πρωί ολόκληρη η συνοικία μας είχε σκεπαστεί από το μαύρο πέπλο της οδύνης. Η είδηση που κανείς δεν ήθελε να ακούσει έφτασε νωρίς. Ο φίλος μας αναπαυόταν στα Ηλύσια Πεδία. Και στην Καλλιθέα το σκοτάδι της θλίψης κάλυψε τον ήλιο του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού που συνεχίστηκε με τους «ιππότες των δρόμων» να γράφουν πολλές ακόμη σελίδες από την ιστορία του πεζοδρομιακού ρομαντισμού. Ωστόσο, ενθυμούμενος μετά από τόσα χρόνια το καλοκαίρι του 1991, διαπιστώνω ότι εξακολουθεί να ρέει ακόμη από τα μάτια μου μια ασημένια πηγή δακρύων όταν ο νους μου γυρνά στον Γιώργο και στα γεγονότα της τραγικής εκείνης ημέρας του Ιουλίου.