Το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια

                                                            Σταμάτης Μαμούτος

Τρία κοινά πράγματα περιλαμβάνουν οι αναμνήσεις των παιδικών μας καλοκαιριών. Την ανάγνωση του «Μπλεκ», του «Αγοριού», της «Περιπέτειας» και των άλλων comics. Την μπάλα στους χωματόδρομους των παλιών γειτονιών. Και το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια!!


Το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια ήταν ένα σχετικά φθηνό επιτραπέζιο παιχνίδι, που προοριζόταν, ως επί το πλείστον, για τα παιδιά της εργατικής και της μικροαστικής τάξης. Μπορούσε κανείς να το βρει σε πάγκους πλανόδιων πωλητών και, κάποιες φορές, σε ψιλικατζίδικα. Σπανιότερα το συναντούσαμε και σε μεγάλα καταστήματα παιχνιδιών.

Το εξώφυλλο του κουτιού ήταν λιτό. Συνήθως, μια φωτογραφία από κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα.  Αλλά το παιχνίδι δεν είχε όνομα! Αποτελούνταν απλά από ένα πλαστικό ορθογώνιο επίπεδο με μικρές καμπυλώσεις, το οποίο ήταν σχεδιασμένο και χρωματισμένο για να μοιάζει σαν ποδοσφαιρικός αγωνιστικός χώρος. Εντός των καμπυλώσεων ήταν βιδωμένοι μονόχρωμοι, πλαστικοί ποδοσφαιριστές. Συνήθως κόκκινοι και πράσινοι, αλλά ορισμένες φορές κι άλλων χρωμάτων. Δυο άσπρες πλαστικές μικρογραφίες ποδοσφαιρικών τερμάτων υπήρχαν στις  άκρες και τερματοφύλακες που οι παίκτες χειρίζονταν από την άκρη μιας μικρής μεταλλικής ράβδου. Μια μικρούλα σφαίρα που χρησιμοποιούσαμε ως μπάλα..κι αυτό ήταν όλο. Με ελάχιστα υλικά μέσα, χωρίς διαφημίσεις και με μηδαμινή προβολή, χωρίς καν να έχει κάποιο κωδικοποιημένο όνομα, το ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια βρέθηκε σε χιλιάδες ελληνικά σπίτια κατά την δεκαετία του ’80 και χάρισε στιγμές ανεπανάληπτης απόλαυσης σε πιτσιρικάδες κι εφήβους της γενιάς μου.


Μετά από πολλά χρόνια αναζήτησα το αγαπημένο μου ποδοσφαιράκι. Η έλευση της παγκοσμιοποίησης έφερε μια διαφοροποίηση στην παιδική αγωγή και κουλτούρα και σηματοδότησε την κατάρρευση της ελληνικής βιομηχανίας παιχνιδιών. Τα ψιλικατζίδικα άρχισαν να αντικαθίστανται από αλυσίδες εταιριών, τα παλιά επιτραπέζια παιχνίδια να υποχωρούν εμπρός στην επέλαση των ηλεκτρονικών και τα εναπομείναντα παιχνίδια να κατασκευάζονται άκομψα σε χώρες της Ασίας. Ήταν πια δύσκολο να βρω το παλιό παιχνίδι. Μιλώντας με μικροεμπόρους έμαθα ότι ο κατασκευαστής του ήταν Έλληνας και ονομαζόταν Γκούσης. Η εταιρία υπάρχει ακόμη και συνεχίζει να παράγει το εν λόγω ποδοσφαιράκι. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει τις ανατολικές αντιγραφές, που κάπως ευκολότερα μπορεί να βρει κανείς σε λαϊκές πανηγύρεις.


Πρόκειται, πάντως, για μιμήσεις που δεν συγκρίνονται με την αρχική ελληνική εκδοχή. Μπορεί να είναι πιο καλά χρωματισμένες οι φιγούρες των καινούργιων παιχνιδιών, μπορεί στην κινεζική έκδοση να κυκλοφορούν τουλάχιστον τρία μεγέθη (μικρό με πέντε παίκτες η κάθε ομάδα, μεσαίο με οκτώ παίκτες η κάθε ομάδα και μεγάλο με κανονικές εντεκάδες), μπορεί στην ρωσική εκδοχή οι φιγούρες να βιδώνονται από τους χρήστες (πράγμα που δίνει την δυνατότητα να στηθούν οι ομάδες με διαφορετικά συστήματα και να υπάρχουν εναλλακτικά στυλ παιχνιδιού), ωστόσο η ανθεκτικότητα του συνόλου και η ισορροπία των φιγούρων που είχε πετύχει η ελληνική εταιρία υπήρξαν ασυναγώνιστες. 


Στα καινούργια ποδοσφαιράκια ένα δυνατό σουτ, που θα ακολουθήσει μια μεγάλη ταλάντωση της φιγούρας, εγκυμονεί τον κίνδυνο να δεις την φιγούρα να ξεκολλήσει από την θέση της και να φύγει ιπτάμενη, ακολουθώντας την τροχιά της μπάλας. Και οι χώροι ανάμεσα στους παίκτες είναι στριμωγμένοι, όπως στο σύγχρονο τεχνοκρατικό ποδόσφαιρο. Ενώ οι τερματοφύλακες κινούνται εντός μιας μικρής αυλάκωσης κι όχι ελεύθερα, όπως εκείνοι του παλιού παιχνιδιού. Ενδεχομένως να υπάρχουν εκδοχές κι από άλλες χώρες προέλευσης. Δεν το έχω ψάξει. Προτιμώ την παλιά ελληνική κατασκευή με τους μεγάλους χώρους ανάμεσα στις φιγούρες, που ευνοούσε τα μακρινά σουτ ή τις εντυπωσιακές αλλαγές παιχνιδιού κι εξέφραζε την κουλτούρα του φαντεζύ, old school soccer.


Θυμάμαι το παλιό ποδοσφαιράκι να γεμίζει απολαυστικά τις καλοκαιρινές μέρες της παιδικής μου ηλικίας. Όταν κατέβαινα για διακοπές στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Σε δρόμους από χώμα και κράσπεδα από πέτρα. Σε ηλιόλουστα μυσταγωγικά μεσημέρια και σε ίσκιους που δρόσιζαν το κορμί περισσότερο κι απ’ τις δροσοσταλιές της αυγής. Γύρω μου δεκάδες πιτσιρίκια. Περίμεναν την σειρά τους. Η κλήρωση είχε βγάλει ζευγάρια. Οι νικητές προκρίνονταν και οι αγώνες ολοκληρώνονταν με τον τελικό. Η μπάλα έπεφτε από ψηλά και κυλούσε σε κάποια καμπύλη του πλαστικού αγωνιστικού χώρου. Τα ελατήρια τεντώνονταν. Τα παιδικά δάκτυλα έπαιρναν φωτιά.

Η φαντασία μας ταξίδευε στα στάδια του Μεξικού, εκεί όπου λάμβανε χώρα το μουντιάλ του ’86. Αλλά το πεδίο στο οποίο η πραγματικότητα ενωνόταν με την φαντασία, σε μια ηδονική ενότητα, ήταν το πλαστικό ποδοσφαιράκι με τα ελατήρια…