του Σταμάτη Μαμούτου
Έχω δηλώσει αρκετές φορές ότι θεωρώ τον Φίλιπ Πούλμαν ως έναν από τους λίγους σύγχρονους λογοτέχνες του φανταστικού, που διαθέτει τη στόφα των παλαιών σπουδαίων εκπροσώπων του αγαπημένου μας λογοτεχνικού ρεύματος. Αναμφίβολα, η «Τριλογία του Κόσμου» (αποτελούμενη από τα βιβλία Το Αστέρι του Βορρά, Ο Άρχοντας των Δυο Κόσμων και το Κεχριμπαρένιο Τηλεσκόπιο), που είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, από τις εκδόσεις Ψυχογιός, αποτελεί ένα αληθινό αριστούργημα της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Πριν λίγο καιρό, οι ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησαν τον πρώτο τόμο του prequel αυτής της τριλογίας, την οποία αποφάσισε να γράψει ο Βρετανός συγγραφέας. Η μεταφράστρια είναι η ίδια με εκείνη της «Τριλογίας του Κόσμου», δηλαδή η Κώστια Κοντολέων.
Για όσους δεν έχουν διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του εν λόγω λογοτεχνικού σύμπαντος, θα περιγράψω συνοπτικά την υπόθεσή του. Σε έναν κόσμο παράλληλο με τον δικό μας, υπάρχουν χώρες και περιοχές ίδιες με εκείνες του δικού μας αλλά και διαφορετικές. Τα περισσότερα γνωρίσματα του παράλληλου κόσμου ομοιάζουν με αυτά του δικού μας, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι ο παράλληλος κόσμος έχει διατηρήσει στο παρόν του πολλά από τα προνεωτερικά στοιχεία της παραδοσιακής Ευρώπης, ενώ διαθέτει –πολύ περισσότερο απ’ τον δικό μας- ανοιχτές τις θύρες του σε πλάσματα με μυθικές καταβολές και υπερφυσικές δυνατότητες. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στη φύση των ανθρώπων. Στον κόσμο του Πούλμαν οι άνθρωποι διαθέτουν από ένα δαιμόνιο, που ζει δίπλα τους. Το δαιμόνιο είναι η ενσάρκωση της βαθύτερης ουσίας του ανθρώπινου ψυχισμού και παίρνει την μορφή κάποιου ζώου. Ο κάθε άνθρωπος αποτελεί την ίδια ύπαρξη με το δαιμόνιό του. Αν αυτό τραυματιστεί, αισθάνεται τον πόνο κι εκείνος. Αν αυτός πεθάνει, το ίδιο θα συμβεί και σ’ αυτό.
Το κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης είναι η λύρα. Ένα κοριτσάκι που παίζει ανέμελο στους αγρούς και τα μεσαιωνικά κτίρια της Οξφόρδης –τοπία τα οποία ο Πούλμαν ζωντανεύει με μια αυθεντικά ρομαντική και απολαυστικά γλαφυρή περιγραφή- θα γίνει το μήλον της έριδος για τις δυο πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται στον παράλληλο κόσμο. Δηλαδή, της δογματικής και παγκόσμια ισχυρής εκκλησιαστικής αρχής από την μια και των υποστηρικτών της εκκοσμίκευσης και της επιστημονικής ανεξαρτησίας από την άλλη. Οι περιπέτειες της Λύρας και των συνοδοιπόρων της (ορισμένοι εκ των οποίων έχουν μεταφυσικές ικανότητες) είναι καταιγιστικές, η πένα του Πούλμαν εκπληκτική -με μικτά στοιχεία επικής φανταστικής λογοτεχνίας και παραμυθιού- και το σενάριο, θα έλεγα, ανεπανάληπτο. Και τούτο γιατί ο συγγραφέας, μολονότι κλείνει προς τους υποστηρικτές της εκκοσμίκευσης, δεν αποφεύγει να περιγράψει τις γυμνές από ηθική και συναίσθημα μεθοδεύσεις και των δυο παρατάξεων. Φτάνοντας στο τέλος του τρίτου βιβλίου, ο αναγνώστης αδυνατεί να αντιληφθεί ποιος τελικά είναι ο καλός και ο κακός της υπόθεσης. Αναμφίβολα, το Κεχριμπαρένιο Τηλεσκόπιο ολοκληρώνει την τριλογία με έναν τρόπο που καθιστά το συνολικό έργο μια κοσμοθεωρητική κατάθεση ενός σημαντικού λογοτέχνη. Ενός λογοτέχνη που δείχνει να συμπεραίνει ότι ανάμεσα στις υψιπετείς αποκαλύψεις του θείου και τις κοσμογονικές ανακαλύψεις του επιστημονικού νου, περισσότερο ένθεη είναι η αγνότητα του παιδικού ψυχισμού.
Η επιτυχία της τριλογίας την έφερε στις κινηματογραφικές αίθουσες μετά από μερικά χρόνια. Επρόκειτο για μια πικρή εμπειρία για τον Πούλμαν και τους συντελεστές της ταινίας. Μολονότι το κινηματογραφικό Αστέρι του Βορρά, της Νικόλ Κίντμαν και του Ντάνιελ Κρεγκ, πήγε πολύ καλά όσον αφορά τις εμπορικές εισπράξεις, φημολογούμενη παρέμβαση του Βατικανού (ορισμένα στοιχεία της πολιτικής παράδοσης του οποίου φαίνεται ότι είχε δανειστεί ο Πούλμαν, προκειμένου να περιγράψει την μια πλευρά των εξουσιαστών του κόσμου της τριλογίας) ματαίωσε την συνέχεια.
Όλο αυτό φαίνεται να επηρέασε τον Πούλμαν κατά τη συγγραφή του prequel. Καταρχάς οφείλω να δηλώσω ότι προσωπικά δεν είμαι σύμφωνος με τα prequels. Θεωρώ ότι όταν έχει κανείς στο ενεργητικό του ένα τόσο σημαντικό έργο, καλό θα είναι να μείνει σε αυτό ή να γράψει κάτι διαφορετικό. Συνεπώς, καθίσταται σαφές με πόσο ενδιαφέρον πήρα το νέο βιβλίο του Πούλμαν στα χέρια μου. Ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς του φανταστικού, που κοντράρισε τη δική μου νοοτροπία επί του θέματος! Το πρώτο μέρος του «Βιβλίου της Σκόνης» μάλλον θα είχε πολλά να μου αποδείξει.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή του, διαπίστωσα ότι ένας σπουδαίος συγγραφέας μάλλον θα παραμένει σπουδαίος ακόμη κι αν διαφωνώ στα μεθοδολογικά ζητήματα μαζί του. Ασφαλώς, εκτιμώ ότι το βιβλίο αυτό υστερεί σε κάποια σημεία από τα προηγούμενα. Δεν παύει, όμως, να είναι ένα πολύ καλό βιβλίο ενός εξαίρετου συγγραφέα. Αν θελήσω να αναφερθώ στα σημεία που με προβλημάτισαν θα σταθώ στο γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ογκώδη τόμο, στον οποίο αργεί κάπως να αναπτυχθεί η δράση ενώ στο πρώτο του μέρος οι ήρωες, σε κάποια σημεία, πλατιάζουν σε διαλόγους περί επιστημονικών θεμάτων. Όταν, όμως, αρχίζει η δράση, η περιγραφή κόβει την ανάσα. Ο παλιός καλός Πούλμαν είναι εδώ και με την ρομαντικά γλαφυρή του πένα, περιγράφει συναρπαστικά την ζωή στις κωμοπόλεις και τα πανεπιστήμια της Βρετανίας, επενδύοντας με μια μυθική ατμόσφαιρα τις αφηγήσεις που αφορούν παρακολουθήσεις και δολοφονίες προσώπων, την δράση μυστικών υπηρεσιών, τις μονομαχίες στρατιωτικά εκπαιδευμένων αντρών και τις αγωνιώδεις προσπάθειες αγνών παιδιών να σώσουν αθώα θύματα.
Το όλο θέμα με το Βατικανό φαίνεται πως τον έχει στρέψει αυτή την φορά πιο εμφανώς υπέρ των λογοτεχνικών του ηρώων που υποστηρίζουν την εκκοσμίκευση. Ωστόσο, παραμένει έντιμος στην κριτική του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, στην σελίδα 259, δεν διστάζει να περιγράψει το πως κάποιοι πράκτορες αυτής της παράταξης, προκειμένου να αποπλανήσουν έναν αντίπαλο πράκτορα για τον οποίο γνωρίζουν ότι έχει ερωτικές προτιμήσεις σε νεαρά αγόρια, σκέφτονται να του ρίξουν ως δόλωμα τον μικρό πρωταγωνιστή του βιβλίου, ο οποίος τους βοηθά άδολα και με αυταπάρνηση.
Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, ένα ακόμη γεγονός που φαίνεται πως έχει επηρεάσει τον Πούλμαν είναι η όλη συζήτηση για την θέση της Βρετανίας στην Ευρώπη, η οποία πήρε έντονες διαστάσεις με τον δημόσιο διάλογο γύρω από το Brexit. Ο Βρετανός συγγραφέας αναφέρει συχνά το κέντρο της εκκλησιαστικής εξουσίας του λογοτεχνικού του κόσμου ως «Διευθυντήριο». Το «Διευθυντήριο», εκτός από τις θεοκρατικές πολιτικές, διαθέτει και πανευρωπαϊκά πολυεθνική ισχύ, την οποία δείχνουν να αντιμάχονται οι υπερασπιστές της ελεύθερης σκέψης στο εθνικό τους περιβάλλον. Αναφέρει μάλιστα στη σελίδα 231 ότι οι υποστηρικτές αυτής της παράταξης οργανώθηκαν το 1933, όταν η Βρετανία φαινόταν ότι θα είχε ηττηθεί, σε έναν Ελβετικό Πόλεμο, από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Διευθυντηρίου. Μολονότι ο Πούλμαν πήρε μια μετριοπαθή θέση υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη, όχι λόγω κάποιας ένθερμης υπεράσπισης των Βρυξελλών αλλά φοβούμενος μήπως το Ηνωμένο Βασίλειο απομονωθεί γεωπολιτικά μετά το Brexit, Αχνά, αλλά όχι ανεπαίσθητα, αν δεν κάνω λάθος, διαβάζω στις σελίδες του βιβλίου του μια στάση υπέρ της βρετανικής ανεξαρτησίας από το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών της Ε.Ε του δικού μας κόσμου. Σύμπτωση, αντίφαση, ποιος ξέρει; Μήπως τελικά η ανεπαίσθητη γραμμή ανάμεσα στο καλό και το κακό γίνει περισσότερο δυσανάγνωστη, στο επόμενο βιβλίο, όπως συνέβη και στην «Τριλογία του Κόσμου»; Ο χρόνος θα δείξει.
Συμπερασματικά, το πρώτο μέρους του «Βιβλίου της Σκόνης» αποτελεί ένα ανάγνωσμα που προτείνω ανεπιφύλακτα. Ο Πούλμαν αποτελεί μια από τις ελάχιστες, αυθεντικά σημαντικές πένες της λογοτεχνίας του φανταστικού των καιρών μας.