μετάφραση Αχιλλέας
Πρέπει πρώτα να γίνει σαφές ότι η σύγχρονη πολιτική, ακόμη και η πολιτική με την οποία ταυτιζόμουν σε πρακτικό επίπεδο, κινούνταν ή παρασύρονταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα δύο μεγάλα κινήματα κατά τη νεότητά μου, και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μου, ήταν ο Ιμπεριαλισμός και ο Σοσιαλισμός. Υποτίθεται πως μάχονταν μεταξύ τους· και σίγουρα το έκαναν, αν μη τι άλλο, με το να κυματίζουν κόκκινες σημαίες απέναντι σε Αυτοκρατορικές. Όμως, αν συγκρίνω εκείνα τα δύο ρεύματα με τις δικές μου ασαφείς και ενστικτώδεις αναζητήσεις, στην πραγματικότητα δεν βρίσκονταν σε αντίθεση, αλλά σε πλήρη συμφωνία—ήταν, το λιγότερο, τόσο ενιαία όσο και η ίδια η Αυτοκρατορική Σημαία. Και τα δύο πίστευαν στην ένωση και τη συγκέντρωση της εξουσίας σε μεγάλη κλίμακα. Κανένα από τα δύο δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί την παραμικρή αξία της δικής μου παράξενης προτίμησης για έναν κόσμο που θα λειτουργούσε σε όλο και μικρότερη κλίμακα. Εκείνη την εποχή, αυτή η ιδέα ήταν πολύ ασαφής και ενστικτώδης μέσα μου για να μπορέσει να υποδείξει μια ξεκάθαρη εναλλακτική θεωρία· με έναν αόριστο τρόπο αποδεχόμουν τις θεωρίες της εποχής μου. Διάβαζα Κίπλινγκ και ένιωθα σε πολλά σημεία έλξη προς τις ιδέες του, ενώ σε άλλα ένιωθα απέχθεια. Αποκαλούσα τον εαυτό μου Σοσιαλιστή, γιατί η μόνη εναλλακτική στο να είσαι Σοσιαλιστής ήταν το να μην είσαι Σοσιαλιστής. Και το να μην είσαι Σοσιαλιστής είναι κάτι φρικτό. Σήμαινε πως ήσουν ένας στενόμυαλος και υπερόπτης σνομπ που παραπονιόταν διαρκώς για τους φόρους και τους εργάτες· ή κάποιος φρικτός, ξεμωραμένος δαρβινιστής που έλεγε πως «οι πιο αδύναμοι πρέπει να συντριβούν». Κατά βάθος όμως, ήμουν ένας διστακτικός Σοσιαλιστής. Αποδεχόμουν αυτό το «μεγαλύτερο» σύστημα ως το μικρότερο κακό—ή ακόμη και ως το μικρότερο δυνατό καλό.
Κατά τον ίδιο τρόπο που ήμουν ένας διστακτικός Σοσιαλιστής, ήμουν έτοιμος να γίνω και ένας διστακτικός Ιμπεριαλιστής. Ήμουν περίπου όπως ο κύριος Μπέρντεν του κυρίου Μπελόκ όπου ήταν ένας απρόθυμος Ιμπεριαλιστής· γιατί κι εγώ είχα κληρονομήσει την παράδοση ενός παλαιότερου επιχειρηματικού κόσμου, όχι πολύ διαφορετικού από εκείνον του Μπέρντεν. Όλα τα ένστικτά μου μού έλεγαν πως δεν μπορούσα να αποκοπώ εντελώς από τον πατριωτισμό· ούτε τότε, ούτε ποτέ αργότερα, ένιωσα καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για όσα συνήθως υπονοούνται με τον όρο «ειρηνισμός». Ήμουν διατεθειμένος να αποδεχτώ αποικιοκρατικές περιπέτειες, αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να προστατευτεί η χώρα μου· όπως ακριβώς ήμουν πρόθυμος να αποδεχτώ την κολεκτιβιστική οργάνωση, αν ήταν ο μόνος τρόπος να προστατευτούν οι φτωχότεροι συμπολίτες μου. Ήμουν διατεθειμένος να αφήσω τη Βρετανία να καυχιέται πως έχει μια αυτοκρατορία, αν πραγματικά δεν είχε τίποτα καλύτερο να επιδείξει. Ήμουν εξίσου πρόθυμος να αφήσω τον κύριο Σίντνεϊ Γουέμπ να φροντίζει τους φτωχούς, αν δεν υπήρχε κανείς άλλος να τους φροντίσει, ή αν (όπως θεωρούνταν ως αυτονόητο αξίωμα της κοινωνικής επιστήμης) ήταν εντελώς αδύνατο να φροντίσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Όμως, ούτε η καρδιά μου ούτε η φαντασία μου συντάχθηκαν με αυτές τις γενικευμένες αοριστίες· αντιθέτως, κάτι μέσα μου πάντα, ασυναίσθητα, έσκαβε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Παρέμεινα σε αυτήν την ασαφή, αλλά όχι εντελώς προβληματική πνευματική κατάσταση—αιωρούμενος ανάμεσα σε ένα ένστικτο που δεν μπορούσα να ακολουθήσω και σε μια εξωτερική πραγματικότητα που δεν επιθυμούσα πραγματικά—μέχρι που ένα γεγονός στον έξω κόσμο όχι μόνο με ξύπνησε από τις αυταπάτες μου σαν κεραυνός, αλλά και σαν αστραπή φώτισε μέσα μου τον ίδιο μου τον εαυτό. Το 1895 έγινε η επιδρομή του Τζέιμσον, και ένα-δυο χρόνια αργότερα ακολούθησε ο πόλεμος με τις δύο Δημοκρατίες της Νότιας Αφρικής.
Το έθνος έμοιαζε ενωμένο υπέρ του Πολέμου. Ήταν πολύ πιο πρόθυμο για τον Πόλεμο της Νότιας Αφρικής απ’ ό,τι ήταν αργότερα για τον Μεγάλο Πόλεμο. Ο τελευταίος ήταν αναμφισβήτητα πολύ πιο καθοριστικός, και κατά την άποψή μου πολύ πιο δίκαιος. Ωστόσο, δεν προκάλεσε εκείνο το χαρακτηριστικό αίσθημα μιας ομόφωνης ιαχής επιδοκιμασίας, όπως είχε συμβεί στην εκστρατεία για την εξάλειψη του ολλανδικού κράτους του Προέδρου Κρούγκερ. Τα πλήθη αναμφίβολα φώναζαν τόσο κατά του Κρούγκερ όσο και κατά του Κάιζερ· όμως ο Κάιζερ, με το μουστάκι του, δεν έγινε ποτέ τόσο εμβληματική καρικατούρα όσο ο Πρόεδρος, με τη χαρακτηριστική του γενειάδα. Το όνομα Κρούγκερ έγινε ουσιαστικά ένας γενικός όρος για οτιδήποτε ξένο και ιδιόρρυθμο. Ένας υπερβολικά κομψός ποιητής, με μακριά σγουρά μαλλιά και βελούδινα παντελόνια μέχρι το γόνατο, θα δεχόταν το εύστοχο και περιγραφικό πείραγμα: «Κρούγκερ!» Όμως, αυτή η φαινομενική ενότητα έκρυβε πίσω της ομάδες με μεγαλύτερη επιρροή και σημασία. Η δημοσιογραφία και η πολιτική ήταν σταθερά υπέρ της Προσάρτησης. Οι περισσότερες εφημερίδες ακολουθούσαν την Daily Mail, αν όχι στον τρόπο επικοινωνίας της, τουλάχιστον στις ηθικές της αρχές. Οι Φιλελεύθεροι Ιμπεριαλιστές είχαν πρακτικά αναλάβει τα ηνία του Φιλελεύθερου Κόμματος, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η αντιπολίτευση δεν μπορούσε εύκολα να βάλει αντίσταση. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι αυτοί οι φιλοπόλεμοι πολιτικοί ήταν οι ίδιοι που αργότερα κατηγορήθηκαν για μετριοπάθεια—ή (με γελοίο και παράλογο τρόπο) για αντεθνική στάση—κατά τον πόλεμο του 1914. Ο Άσκουιθ, ο Χάλντεϊν, ο Γκρέι. Έμοιαζε σαν όλοι οι μετριοπαθείς να βρίσκονταν στην αποκαλούμενη «πατριωτική» πλευρά. Δεν ήξερα πολλά από πολιτική τότε, και γι’ αυτό η υποτιθέμενη ενότητα όλων των παραπάνω, μου φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη απ’ όση ήταν στην πραγματικότητα. Αλλά, αν μη τι άλλο ήταν σημαντική. Έβλεπα όλα τα δημόσια πρόσωπα και όλους τους φορείς, τον κόσμο στον δρόμο, την μεσαία τάξη – στην οποία ανήκα κι εγώ - καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς μου και των φίλων μου, να στηρίζουν σταθερά κάτι που φαινόταν αναπόφευκτο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και ακίνδυνο. Και τότε, ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως το μισούσα· πως μισούσα όλο αυτό το σύστημα, όπως δεν είχα μισήσει ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου.
Αυτό που μισούσα σε αυτόν τον πόλεμο ήταν ακριβώς αυτό που πολλοί άλλοι άνθρωποι αγαπούσαν. Ήταν ένας εξαιρετικά εύθυμος πόλεμος. Μισούσα την αυτοπεποίθησή του, τις θριαμβευτικές του προσδοκίες, την αισιοδοξία των Χρηματοπιστωτικών ελίτ. Μισούσα τη χυδαία του βεβαιότητα για τη νίκη. Για πολλούς θεωρούνταν μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία, σαν τη λειτουργία ενός φυσικού νόμου. Και ανέκαθεν απεχθανόμουν αυτή την ειδωλολατρική αντίληψη περί φυσικών νόμων. Καθώς όμως ο πόλεμος προχωρούσε, άρχισε να γίνεται αισθητό—έστω και αόριστα—ότι προχωρούσε μεν, αλλά δεν εξελισσόταν δε. Όταν οι Βρετανοί υπέστησαν πολλές απρόσμενες ήττες και οι Μπόερς πέτυχαν πολλές απρόσμενες νίκες, το κλίμα άλλαξε. Ο αρχικός ενθουσιασμός υποχώρησε, η αισιοδοξία μειώθηκε και απέμεινε μόνο η ξεροκέφαλη επιμονή. Όμως, από την αρχή, ο τόνος που είχε δοθεί ήταν ένας τόνος ντετερμινιστικός—κάτι απεχθές για τους Χριστιανούς και για όλους τους εραστές της ελευθερίας. Τα χτυπήματα που κατάφερε το έθνος των Μπόερ, μαχόμενο με την πλάτη στον τοίχο, οι τολμηροί και εκθαμβωτικοί ελιγμοί του Ντε Βετ, καθώς και η αιχμαλωσία ενός Βρετανού στρατηγού στο ίδιο το τέλος της εκστρατείας, ηχούσαν ξανά και ξανά το αντίθετο μήνυμα—το μήνυμα της αντίστασης. Ήταν το μήνυμα εκείνων που, όπως έγραψα αργότερα σε ένα από τα πρώτα μου άρθρα, «αγνοούν τους οιωνούς και περιφρονούν τ’ άστρα». Και όλο αυτό φούντωσε μέσα μου, γεννώντας αόριστες εικόνες μιας σύγχρονης αναβίωσης της μάχης του Μαραθώνα ή των Θερμοπυλών. Και ξαναείδα το επαναλαμβανόμενο όνειρό μου με τον απόρθητο πύργο και τους πολιορκημένους πολίτες, και άρχισα να σχεδιάζω τους πρώτους αδρούς σκελετούς του μικρού μου μυθιστορήματος που εξελισσόταν στο Λονδίνο. Αλλά, πάνω απ’ όλα, ίσως, αυτό που άρχισε να με απωθεί στην ατμόσφαιρα αυτής της περιπέτειας ήταν η υποκρισία που διέκρινα ακόμα και στο πιο θεμελιώδες επιχείρημα της εθνικής διεκδίκησης· η ιδέα, ότι επρόκειτο για μια διάσωση των Βρετανών αποίκων του Γιοχάνεσμπουργκ, που αποκαλούνταν Άουτλαντερς. Κι επειδή αυτό θα ήταν το πιο συγκινητικό επιχείρημα αν ήταν ειλικρινές, γινόταν ακόμα πιο χυδαίο όταν αποδεικνυόταν υποκριτικό.
Αυτή ήταν η πιο ισχυρή δικαιολογία υπέρ του πολέμου: αν οι Μπόερς πολεμούσαν για την πατρίδα τους, οι Βρετανοί πολεμούσαν για τους συμπατριώτες τους. Μόνο που κάποιες από τις φωτογραφίες αυτών των «συμπατριωτών» έμοιαζαν κάπως παράξενες. Συνεχώς διαδιδόταν πως ένας Άγγλος με το όνομα Έντγκαρ είχε δολοφονηθεί. Όμως, δεν δημοσιεύτηκε καμία φωτογραφία του, γιατί έτυχε να είναι μαύρος. Δημοσιεύτηκαν και άλλες φωτογραφίες· παρουσιάστηκαν κι άλλοι Άουτλαντερς, διαφορετικών αποχρώσεων και προελεύσεων. Αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι οι άνθρωποι που οι Μπόερς αποκαλούσαν Άουτλαντερς ήταν συχνά οι ίδιοι που οι Βρετανοί θα αποκαλούσαν Ξένους. Οι ίδιοι ήταν τόσο «Βρετανοί» όσο και τα χαρακτηριστικά του πρόσωπού τους. Θυμάμαι να περιμένω με έναν Φίλο-Μποερικό φίλο μου, καταμεσής σε ένα εξαγριωμένο σοβινιστικό πλήθος έξω από τη διαβόητη συγκέντρωση στο Κουίνς Χολ - η οποία κατέληξε σε γενική σύρραξη. Ο φίλος μου κι εγώ καταστρώσαμε ένα σχέδιο για να εκθέσουμε—με σκωπτικά τεχνάσματα—την υπερβολή του αόριστου και κενόδοξου πατριωτισμού, μέσω της μεθόδου του reductio ad absurdum. Πρώτα προτείναμε τρία ζητωκραυγάσματα για τον Τσάμπερλεν, έπειτα τρία ζητωκραυγάσματα για τον Ρόουντς, και σταδιακά, για όλο και πιο αμφιλεγόμενους και ημι-πολιτογραφημένους πατριώτες. Καταφέραμε πράγματι να αποσπάσουμε ένα αθώο χειροκρότημα για τον Μπάιτ. Πήραμε ένα πιο διστακτικό χειροκρότημα για τον Έκσταϊν. Αλλά όταν φτάσαμε στην αυθόρμητη έκκλησή μας για τη γενική δημοτικότητα του Άλμπου, οι ειρωνικές μας προθέσεις αποκαλύφθηκαν· και τότε ξέσπασε μία γενικευμένη σύρραξη. Βρέθηκα σε μία πυγμαχική συμπλοκή με έναν Ιμπεριαλιστή, του οποίου η πυγμαχική τεχνική δεν ήταν «επιστημονικότερη» της δικής μου. Ενώ αυτή η συμπλοκή (μία από τις πολλές που εκτυλίσσονταν γύρω μας) βρισκόταν σε εξέλιξη, κάποιος άλλος Ιμπεριαλιστής, μάλλον, μου αφαίρεσε το ρολόι· το τελευταίο που καταδέχτηκα ποτέ να έχω στην κατοχή μου. Ο συγκεκριμένος πίστευε, τουλάχιστον, στην Πολιτική της Προσάρτησης.
Με αποκάλεσαν Φίλο-Μποερικό, και, σε αντίθεση με κάποιους άλλους, ήμουν εξαιρετικά περήφανος γι' αυτόν τον τίτλο. Απέδιδε ακριβώς αυτό που εννοούσα, πολύ καλύτερα από τα εξιδανικευμένα συνώνυμά του. Κάποιοι διανοούμενοι απέρριπταν με αγανάκτηση αυτόν τον χαρακτηρισμό και διακήρυτταν πως δεν ήταν Φίλο-Μπόερς, αλλά απλώς θιασώτες της ειρήνης ή ειρηνιστές. Όμως εγώ ήμουν ξεκάθαρα Φίλο-Μποερικός. Και προφανώς δεν ήμουν ειρηνιστής. Το θέμα για μένα δεν ήταν ότι όποιος πολεμάει είναι αυτομάτως λάθος, αλλά ότι οι Μπόερς καλώς έπρατταν και πολεμούσαν. Πίστευα, ότι οι αγρότες τους είχαν απόλυτο δικαίωμα να πάρουν άλογα και τουφέκια για να υπερασπιστούν τις φάρμες τους και τη μικρή τους αγροτική πολιτεία, όταν αυτή δεχόταν εισβολή από μια αυτοκρατορία πολύ πιο κοσμοπολίτικη, και μάλιστα υπό τις διαταγές ακόμη πιο κοσμοπολίτικων χρηματοδοτών. Όπως λέει και ο περίφημος κ. Δισκοβόλος στα Nonsense Rhymes του Λιρ, το πίστευα τότε και το πιστεύω ακόμη και σήμερα. Όμως, αυτή η μαχητική αλληλεγγύη αναπόφευκτα διαχώρισε εμάς που σκεφτόμασταν έτσι από τους συναδέλφους μας, που ήταν απλώς αντιμιλιταριστές. Αυτό είχε σημαντικές συνέπειες για μένα σε προσωπικό επίπεδο. Ανακάλυψα ότι ανήκα σε μια μειοψηφία εντός μίας μειοψηφίας. Οι περισσότεροι από εκείνους που, εύλογα, υποστήριζαν τους Βρετανούς, μας καταδίκαζαν επειδή δείχναμε συμπάθεια προς τους Μπόερς. Οι περισσότεροι από εκείνους που συμπαθούσαν τους Μπόερς, μας επέκριναν επειδή τους υποστηρίζαμε για τους «λάθος» λόγους. Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω ποιοι μας έβρισκαν πιο ενοχλητικούς και ανυπόφορους: οι Τζινγκοϊστές (σοβινιστές) ή οι Ειρηνιστές. Και έτσι, μέσα σε αυτή την ιδιόμορφη απομονωμένη θέση, οδηγήθηκα σχεδόν αναπόφευκτα σε μια φιλία που από τότε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου—τόσο την δημόσια όσο και την ιδιωτική.
Οι φίλοι μου μόλις είχαν επιστρέψει από την Οξφόρδη· ο Μπέντλεϊ από το Μέρτον και ο Όλντερσοου από το «Σπίτι», όπου είχαν διακριθεί ως εξέχοντα μέλη μιας ομάδας νέων Φιλελευθέρων, που—σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας—αντιτίθεντο στον κυρίαρχο Ιμπεριαλισμό της εποχής. Μια ομάδα που περιλάμβανε ονόματα που αργότερα έγιναν ιδιαίτερα γνωστά, όπως ο Τζον Σάιμον, ο οποίος εξελίχθηκε σε σημαίνουσα πολιτική και δικηγορική προσωπικότητα, και ο οικονομολόγος Φράνσις Χερστ. Λίγο μετά την επανένωσή μας στο Λονδίνο, πήγα να συναντήσω τον Λούσιαν Όλντερσοου σε ένα μικρό εστιατόριο στο Σόχο. Ήταν οι εποχές πριν όλος ο κόσμος ανακαλύψει πού βρισκόταν το Σόχο. Τα μικρά γαλλικά μαγειρεία του δεν είχαν ακόμα μετατραπεί σε τουριστικές παγίδες· αξιολογούνταν θετικά μόνο από λίγους καλοφαγάδες, επειδή ήταν ακόμη μέρη όπου μπορούσε κανείς πραγματικά να φάει ποιοτικό φαγητό. Ποτέ δεν υπήρξα καλοφαγάς· επομένως, χαίρομαι να λέω πως παραμένω απόλυτα ικανός να λειτουργώ λαίμαργα. Η άγνοιά μου περί μαγειρικής είναι τόσο βαθιά, που μπορώ ακόμα και να φάω το φαγητό των πιο πολυτελών και ακριβών ξενοδοχείων του Λονδίνου. Μερικές φορές, σε εκείνες τις πολυτελείς αίθουσες που κατοικούνται από τους ήρωες και τις ηρωίδες του Όπενχαϊμ και του Έντγκαρ Γουάλας, το φαγητό είναι, απλά, κατά τι χειρότερο απ' όσο θα άντεχα μέχρι κι εγώ. Όμως, εκείνοι που προτιμούσαν καλές κοτολέτες και καλομαγειρεμένες ομελέτες, αντί για επιχρυσωμένους σοβάδες και γελοίους λιμοκοντόρους, είχαν ήδη ανακαλύψει μικρά, απολαυστικά στέκια, κάπου έξω από την Πλατεία του Λέστερ, όπου εκείνες τις μέρες μπορούσε κανείς να πάρει μισό μπουκάλι από πολύ καλό κόκκινο κρασί με έξι πένες. Σε ένα τέτοιο μέρος πήγα να συναντήσω τον φίλο μου. Ο Όλντερσοου μπήκε στο εστιατόριο, ακολουθούμενος από έναν γεροδεμένο άντρα που φορούσε ένα σκληρό ψάθινο καπέλο της εποχής, χαμηλωμένο τόσο ώστε σχεδόν να σκεπάζει τα μάτια του, τονίζοντας την ιδιαίτερη μακρόστενη και δυναμική γραμμή του πιγουνιού του. Φορούσε το σακάκι του ψηλά στους ώμους με έναν ιδιόμορφο τρόπο, έτσι ώστε να μοιάζει σαν βαρύ πανωφόρι—και αμέσως μου θύμισε τις απεικονίσεις του Ναπολέοντα· για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, μάλιστα, ειδικά τις απεικονίσεις του Ναπολέοντα έφιππου. Όμως τα μάτια του, παρότι έκρυβαν μια αδιόρατη ανησυχία, είχαν εκείνη την παράξενη διαπεραστική ματιά στο βάθος του ορίζοντα, που βλέπει κανείς στα μάτια των ναυτικών· και υπήρχε κάτι στον βηματισμό του που έχει συγκριθεί ακόμα και με το χαρακτηριστικό λίκνισμα των ναυτικών. Χρόνια αργότερα, οι λέξεις βρήκαν τον δρόμο τους σε στίχους, που εξέφραζαν αυτήν ακριβώς τη διττή του φύση, αλλά και την μίξη των εθνών στο αίμα του.
Ο Παντοδύναμος Θεός ασφαλώς θα πει,
Άγιε Μιχαήλ, ποιος είναι αυτός που στέκει εδώ,
Με την Ιρλανδία να πλανιέται στα αβέβαια μάτια του
Και το Περιγκόρ ανάμεσα στα χέρια του;
Και στα χέρια του τα λουριά των αναβολέων,
Και στο βηματισμό του τα στενά πελάγη,
Και στο στόμα του βουργουνδικές μελωδίες,
Και στην καρδιά του οι Πυρηναίοι;
Κάθισε, λοιπόν, βαριά σε έναν από τους πάγκους και άρχισε αμέσως να συζητά για κάποια διαφωνία που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη· από τα λεγόμενά του κατάλαβα ότι το επίμαχο ζήτημα ήταν αν μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, με σοβαρά επιχειρήματα, ότι ο Βασιλιάς Ιωάννης ήταν ο καλύτερος Άγγλος βασιλιάς. Με δικαστική σοβαρότητα, αποφάνθηκε ότι δεν ήταν· αλλά, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ιστορίας της Αγγλίας της κυρίας Μάρκαμ—στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία—υπήρξε μάλλον επιεικής απέναντι στον βασιλιά της δυναστείας των Πλανταγενετών. Άλλωστε, ο Ιωάννης είχε υπάρξει Αντιβασιλέας, και κανένας μεσαιωνικός Αντιβασιλέας δεν μπορούσε να θεωρηθεί απόλυτα επιτυχημένος. Συνέχισε να μιλά, και συνεχίζει, προς μεγάλη μου χαρά και πνευματική διέγερση, από τότε μέχρι και σήμερα. Γιατί αυτός ήταν ο Ιλαίρ Μπελόκ, ήδη διάσημος για τις ρητορικές του ικανότητες στην Οξφόρδη, όπου αντιμετώπιζε πάντοτε έναν άλλον εξίσου λαμπρό ομιλητή, τον Φ. Ε. Σμιθ, που αργότερα έγινε Λόρδος Μπίρκενχεντ. Ο Μπελόκ θεωρούνταν εκπρόσωπος του Ριζοσπαστισμού, ενώ ο Σμιθ του Τορισμού· αλλά η αντίθεση μεταξύ τους ήταν βαθύτερη και θα παρέμενε εξίσου έντονη ακόμη κι αν οι πολιτικές τους ταμπέλες είχαν αντιστραφεί. Πράγματι, οι δυο αυτοί χαρακτήρες, όπως και οι πορείες τους, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού για το νόημα της αποτυχίας και της επιτυχίας.
Καθώς ο Μπελόκ συνέχιζε να μιλά, κάθε τόσο εκτόξευε, παρενθετικά, πολύ προκλητικές αιχμές σχετικά με το θέμα της θρησκείας. Μας είπε ότι ένας σημαντικός δικηγόρος από την Καλιφόρνια ερχόταν στην Αγγλία για να επισκεφθεί την οικογένειά του, και είχε ανάψει ένα μεγάλο κερί στον Άγιο Χριστόφορο, προσευχόμενος να μπορέσει να κάνει το ταξίδι με ασφάλεια. Ο Μπελόκ πρόσθεσε πως ο ίδιος θα άναβε ένα ακόμη μεγαλύτερο κερί, με την ελπίδα ο συγκεκριμένος επισκέπτης να μην καταφέρει τελικά να ολοκληρώσει το ταξίδι. «Ο κόσμος ρωτάει, ποιο είναι το νόημα του να κάνεις κάτι τέτοιο;» ανέφερε με ένταση. «Δεν ξέρω ποιο είναι το νόημα. Αλλά ξέρω ότι είναι κάτι το οποίο κάνουμε. Μετά, τα ίδια άτομα που σου έκαναν την ερώτηση, σου λένε πως δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα—και ιδού πως δημιουργείται το Δόγμα στην πράξη». Όλα αυτά με διασκέδαζαν πολύ, όμως ήδη αισθανόμουν ένα είδος παράξενης, αδιόρατης συμπάθειας προς το πρόσωπό του, την οποία πολλοί άλλοι που διασκέδαζαν εξίσου πολύ, δεν μοιράζονταν. Κι όταν, εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά από τα επόμενα, φτάσαμε στη συζήτηση για τον Πόλεμο, ανακάλυψα ότι αυτή η υποσυνείδητη συμπάθεια περιείχε κάτι το ουσιαστικά σημαντικό. Κάπου έχω γράψει πως είμαι αντίθετος στη ζωοτομία, αλλά ταυτόχρονα αντίθετος και στους αντιπάλους της ζωοτομίας.
Για κάποιο λόγο η σκέψη μας σύγκλινε με έναν κοινό, μυστηριώδη, τρόπο· ήμασταν και οι δύο Φίλο-Μποερικοί που μισούσαν τους Φίλο-Μποερικούς. Ίσως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι μισούσαμε κάποιους ρηχούς και ανιστόρητους αντιμιλιταριστές, οι οποίοι ήταν υπερβολικά τυπολάτρες για να ονομάσουν εαυτόν Φίλο-Μποερικό. Ίσως πάλι να ήταν ακόμα πιο ακριβές να πούμε πως εκείνοι μισούσαν εμάς. Όπως και να ‘χει, αυτή υπήρξε η αρχική βάση της συμμαχίας μας. Αν και οι στρατιωτικές γνώσεις του Μπελόκ εκτεινόταν σε όλο το ιστορικό φάσμα—από τις ρωμαϊκές λεγεώνες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια των κανονιών του Γκραβελότ— και ενώ η δική μου περιοριζόταν σε μια τοπική φαντασίωση για μια μικρή συμπλοκή στο Νότινγκ Χιλ, καταλαβαίναμε και οι δύο ότι το ηθικό δίδαγμα της φανταστικής ιστορίας και η πραγματικότητα, ήταν ένα και το αυτό· κι έτσι, όταν ολοκλήρωσα το εξαιρετικά «αγγλικό» μου φαντασιοκόπημα, του το αφιέρωσα. Από εκείνο το μικρό και σκοτεινό καφέ του Σόχο, σαν από σπήλαιο που λειτουργεί ως άντρο μάγων, ξεπήδησε το τετράποδο, δικέφαλο τέρας, που ο κ. Σο βάφτισε με το περίφημο παρατσούκλι «Τσέστερμπελόκ».
Θα ήταν κατάφωρα άδικο να υπονοήσει κανείς ότι όλοι, ή οι περισσότεροι, από το αντιπολεμικό στρατόπεδο ήταν σαν τους τυπολάτρες ηθικολόγους που ανέφερα· αν και, φυσικά, ελάχιστοι από αυτούς ήταν όσο στρατιωτικά σκεπτόμενοι ήταν ο Μπελόκ. Ωστόσο, για μια συγκεκριμένη ομάδα ανάμεσά τους οφείλω μόνιμη ευγνωμοσύνη: για την ομάδα της Οξφόρδης που ήδη ανέφερα, και στην οποία ανήκαν και οι προσωπικοί μου φίλοι. Αυτή η ομάδα είχε τότε την ευκαιρία να επιτελέσει ένα έργο που ίσως αποδειχθεί στο μέλλον ιστορικά σημαντικό: κατόρθωσε να αγοράσει την παλιά ριζοσπαστική εβδομαδιαία εφημερίδα «The Speaker» και να τη διαχειριστεί με αξιοθαύμαστο θάρρος και ζωντάνια, δίνοντάς της έναν νέο τόνο Ριζοσπαστισμού—έναν τόνο που κάποιοι αντίπαλοί της ίσως αποκαλούσαν «ρομαντικό Ριζοσπαστισμό». Διευθυντής της ήταν ο κ. Τζ. Λ. Χάμοντ, ο οποίος αργότερα, μαζί με τη σύζυγό του, προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο πεδίο της ιστορίας με τις μελέτες του για τον Άγγλο Εργάτη των τελευταίων αιώνων. Ο Χάμοντ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσε ποτέ να κατηγορηθεί για μια αυτάρεσκη προσήλωση στα υλικά αγαθά ή μια άτολμη, επιφανειακή αγάπη για την ειρήνη. Η αγανάκτησή του δεν θα μπορούσε να είναι πιο φλογερή και ταυτόχρονα πιο εκλεπτυσμένη —με την έννοια ότι είχε δυνατότητα ουσιαστικής διάκρισης αλλά και βαθιάς συνειδητοποίησης της κατάστασης. Και ήξερα ότι είχε συλλάβει το βαθύτερο νόημα της κατάστασης, όταν τον άκουσα να λέει πράγματα που πολλοί άλλοι θα παρερμήνευαν: «Ο Ιμπεριαλισμός είναι χειρότερος από τον Τζινγκοϊσμό. Ο Τζίνγκο (σοβινιστής) είναι ένας θορυβώδης τύπος, που μπορεί, κατά τύχη, να φωνάζει υπέρ του σωστού. Όμως ο Ιμπεριαλιστής είναι ο πραγματικός εχθρός της ελευθερίας». Ακριβώς αυτό εννοούσα κι εγώ. Οι Μπόερς μπορεί να έκαναν θόρυβο (με τα Μάουζερ τουφέκια τους), αλλά εγώ πίστευα πως ο θόρυβος αυτός ήταν υπέρ της σωστής πλευράς. Ήταν περίπου εκείνη την περίοδο, και για τους ίδιους λόγους, που άρχισα κι εγώ να κάνω λίγο θόρυβο υπέρ της σωστής πλευράς.
Όπως αναφέρω και αλλού, τα πρώτα άρθρα μου που δημοσιεύτηκαν, ήταν κριτικές τέχνης στο περιοδικό Bookman. Την αρχική ευθύνη για το ξεκίνημά μου στον λογοτεχνικό κόσμο φέρει ο φίλος μου, ο αείμνηστος σερ Έρνεστ Χόντερ Ουίλιαμς. Όμως η πρώτη μου σειρά από συνεκτικά άρθρα - η πρώτη συστηματική συγγραφική μου δουλειά υπέρ ενός συγκεκριμένου σκοπού - έγινε χάρη στον Χάμοντ και στους φίλους του στο ανανεωμένο Speaker. Εκεί έγραψα, εκτός από πολλά αιχμηρά πολιτικά κείμενα, και μια σειρά δοκιμίων που αργότερα αναδημοσιεύθηκαν με τον τίτλο The Defendant. Η χρήση της λέξης Defendant είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορώ να υπερασπιστώ από αυτά τα άρθρα. Ήταν μια σαφώς λανθασμένη και παράλογη χρήση της λέξης. Τα κείμενα υπερασπίζονταν διάφορα πράγματα, όπως τις Λαϊκές Ιστορίες Τρόμου (penny dreadfuls) και τις ιστορίες με μακάβρια θεματολογία. Όμως, ένας defendant (κατηγορούμενος) δεν είναι εκείνος που υπερασπίζεται άλλα πράγματα, αλλά τον εαυτό του—κι εγώ θα ήμουν ο τελευταίος που θα επιχειρούσε να υπερασπιστεί κάτι τόσο δύσκολο στην υπεράσπισή του.
[…]
Το αναφέρω εδώ, επειδή διαφορετικά μπορεί να παρερμηνευτεί ακόμη και η τυχαία και ερασιτεχνική μου ενασχόληση με την πολιτική, αν δεν γίνει σαφές ότι ο πολιτικός μας ιδεαλισμός, όσο αντιδημοφιλής κι αν ήταν, βιωνόταν ως εθνικός και όχι ως διεθνιστικός. Αυτό υπήρξε μια διαρκής πηγή εκνευρισμού και παρεξηγήσεων, τόσο στο εσωτερικό όσο και εκτός του πολιτικού μας κόμματος. Σε εμάς φαινόταν αυτονόητο ότι ο Πατριωτισμός και ο Ιμπεριαλισμός δεν ήταν μόνο διαφορετικά, αλλά σχεδόν αντίθετα μεταξύ τους. Όμως, για τη μεγάλη πλειονότητα των αγνών πατριωτών και των ανυποψίαστων Ιμπεριαλιστών, αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο – αντίθετα, τους φαινόταν ακατανόητο. Το ίδιο ακατανόητο φαινόταν και σε πολλούς αντί-πατριώτες και αντί-Ιμπεριαλιστές. Προς το τέλος αυτής της περιόδου, εκδώσαμε ένα βιβλίο με σκοπό να εξηγήσουμε την – μάλλον - ιδιαίτερη θέση μας. Το βιβλίο είχε τίτλο «Η Αγγλία ως Έθνος», εκδόθηκε από τον Όλντερσοου, και περιείχε κείμενα του Μάστερμαν, εμού και άλλων. Ένα από τα κείμενα προερχόταν από τον φίλο μου, τον Ιρλανδό εθνικιστή βουλευτή Χιου Λο· Και ήταν περίπου αυτή την περίοδο, όπως ήταν φυσικό, όπου άρχισα να έρχομαι σε επαφή με τους Ιρλανδούς Εθνικιστές και να νιώθω μια έντονη και ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Ιρλανδικό Εθνικισμό. Για τα παραπάνω ίσως επεκταθώ αλλού· εδώ αρκεί να πω πως νιώθω περήφανος που πάντα πίστευα ότι το πρωταρχικό καθήκον ενός αληθινού Άγγλου πατριώτη είναι να συμπονά τον φλογερό πατριωτισμό της Ιρλανδίας· και αυτό είναι κάτι που το εξέφρασα στις πιο μελανές τραγωδίες της, χωρίς ποτέ να πάψω να το υποστηρίζω ακόμη και στις πιο θριαμβευτικές της στιγμές.
Περιέργως, η πιο έντονη ανάμνησή μου από το παράδοξο αυτού του πατριωτικού αινίγματος—και από τη δυσκολία να κάνω τους άλλους να δουν αυτό που για εμένα ήταν πασιφανές—δεν συνδέεται ούτε με την Ιρλανδία ούτε με την Αγγλία· αλλά, είτε το πιστεύετε είτε όχι, με τη Γερμανία. Κάποιο διάστημα μετά από όλα τα γεγονότα τα οποία προανέφερα, χρειάστηκε να επισκεφθώ τη Φρανκφούρτη, όπου ανέλαβα, σχεδόν τυχαία, να δώσω μια διάλεξη σχετικά με την αγγλική λογοτεχνία σε ένα συνέδριο Γερμανών καθηγητών. Συζητήσαμε για το Μάρμιον του Γουόλτερ Σκοτ και άλλα έμμετρα μυθιστορήματα, τραγουδήσαμε αγγλικά τραγούδια πίνοντας γερμανική μπίρα και περάσαμε πολύ ευχάριστα. Όμως ήδη διαφαινόταν, ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς τους πράους και συμπαθητικούς Γερμανούς, κάτι όχι και τόσο ευχάριστο· και παρόλο που το εξέφρασαν με απόλυτη ευγένεια, βρέθηκα ξαφνικά να αντιμετωπίζω ακριβώς την ίδια δυσκολία όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ εθνικού και ιμπεριαλιστικού. Σε μια εκτενή συζήτηση με ορισμένους από αυτούς για τη λογοτεχνία, για την οποία ανέφερα ότι συχνά εκλαμβάνεται ως ένας παγκόσμιος πολιτισμικός χώρος χωρίς σύνορα, εξέφρασα την προτίμησή μου προς μια αντίληψη πιο εθνικά προσανατολισμένη—και που ορισμένοι θεωρούν περιοριστική. Διαπίστωσα, πως φάνηκαν μπερδεμένοι· με διαβεβαίωσαν, με εκείνη τη χαρακτηριστική σοβαροφάνεια με την οποία, μόνον, οι Γερμανοί μπορούν να επαναλαμβάνουν αυτό που θεωρούν ως κάτι το αυταπόδεικτο, ότι το Imperialismus και το Patriotismus ήταν ένα και το αυτό. Όταν ανακάλυψαν ότι δεν μου άρεσε το Imperialismus, ούτε καν για την ίδια μου τη χώρα, μια πολύ περίεργη λάμψη εμφανίστηκε στα μάτια τους, και μια ακόμα πιο παράξενη ιδέα φαίνεται πως πέρασε από το μυαλό τους. Σχημάτισαν την παράδοξη εντύπωση ότι ήμουν διεθνιστής, κι ότι ήμουν αδιάφορος ή ακόμη και εχθρικός προς τα αγγλικά συμφέροντα. Ίσως πίστεψαν πως το όνομα Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον ήταν, απλώς, κάποιο ψευδώνυμο του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν. Όπως και να ‘χει, κάποια στιγμή ξεκίνησαν να μιλούν πιο ειλικρινά, αλλά παρέμεναν αόριστοι· και σταδιακά άρχισα να συνειδητοποιώ, με βεβαιότητα, ότι αυτοί οι αλλόκοτοι άνθρωποι πίστευαν πραγματικά πως θα μπορούσα - για κάποιον ασαφή εθνολογικό ή κοινωνιολογικό λόγο - να αποδεχτώ ή να εγκρίνω την επέκταση της Τευτονικής Φυλής, ακόμη κι εάν η παραπάνω υπονόμευε ή υποδούλωνε την δική μου πατρίδα. Ήταν μια κατάσταση κάπως αμήχανη· διότι δεν είπαν τίποτα το συγκεκριμένο το οποίο θα ήταν άξιο παρεξηγήσεως· απλώς ένιωθα ένα βάρος και μια απειλή να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Ήταν η Der Tag. Σκέφτηκα για λίγο και είπα: «Λοιπόν, κύριοι, αν ποτέ συμβεί κάτι τέτοιο, νομίζω πως θα πρέπει να σας παραπέμψω στο ποίημα του Σκοτ που μόλις συζητούσαμε». Και με σοβαρότητα επανέλαβα την απάντηση του Μάρμιον, όταν ο Βασιλιάς Ιάκωβος του είπε πως ίσως ξανανταμώσουν στη μάχη, ίσα με το νοτιότερο μέρος του Κάστρου του Ταμγουόρθ.
Μεγάλη θα ’ταν η τιμή στο φτωχικό μου,
αν ο Βασιλιάς Ιάκωβος διάβαινε το κατώφλι του·
μα το Νότιγχαμ έχει τοξότες γενναίους,
της Υόρκης οι άντρες είναι σκληροί στην ψυχή,
κι οι καβαλάρηδες της Νορθάμπριας, άγριοι κι ατίθασοι.
…Πολλά λάβαρα θα σχιστούν,
και πλήθος ιππότες στη γη θα σωριαστούν,
κι αμέτρητα βέλη θα φύγουν απ’ τις φαρέτρες,
πριν ο Σκωτσέζος Βασιλιάς τον Τρεντ διαβεί.
Ανταλλάξαμε ματιές, και νομίζω πως κατάλαβαν· και τότε ο τρόμος για όσα έμελλε να συμβούν βάρυνε την αίθουσα σαν σκιώδες πέπλο.
Σχόλια:
Μεγάλοι Γερμανοί στοχαστές, από τον Βίλχελμ φον Χούμπολτ ως τον Φρίντριχ Ένγκελς και τον Μαξ Βέμπερ, αναγνωρίζουν την ήττα του Μύντσερ στον Πόλεμο των Χωρικών ως την απαρχή των ιστορικών δεινών της Γερμανίας, καθώς σήμαινε τη νίκη των φυγόκεντρων πριγκίπων και την αδυναμία διαμόρφωσης ενιαίου κράτους. Το απόσπασμα είναι του Βέμπερ:
"Όλες οι μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις στα τέλη του Μεσαίωνα ήταν αμφίπλευρα κινήματα. Από τη μία, υπήρχαν οι αμυντικοί αγώνες μιας αγροτιάς σε υποχώρηση, που ήταν ακόμα συνδεδεμένη με τις φεουδαρχικές αξίες και επιζητούσε να ανακτήσει τις θέσεις της μεταβατικής «χρυσής εποχής» του Μεσαίωνα, που τώρα χάνονταν για πάντα στο οικονομικό επίπεδο ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των καπιταλιστικών δυνάμεων παραγωγής. Και από την άλλη, έχουμε τις λίγο-πολύ ανώμαλες πρωτοποριακές ενέργειες της επικείμενης αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Η ειδική κατάσταση της Γερμανίας συνεπαγόταν δύο πράγματα. Αυτό σήμαινε ότι και οι δύο όψεις των αγροτικών εξεγέρσεων έλαβαν μεγαλύτερη σημασία στον Πόλεμο των Χωρικών από ό,τι αλλού (σας παραπέμπω, για να υπογραμμίσω την προοδευτική συνιστώσα, στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Βέντελ Χίπλερ για το Ράιχ και στο πληβειακό στοιχείο της εξέγερσης υπό τον Τόμας Μύντσερ). Σήμαινε επίσης ότι η απώλεια εκείνου του πολέμου είχε ανεπανόρθωτα καταστροφικά αποτελέσματα. Αυτό που ο Κάιζερ ήταν ανίκανος να κάνει, η επανάσταση των αγροτών επεδίωξε να το πετύχει: την ενοποίηση της Γερμανίας και την εκκαθάριση των διαρκώς παγιωμένων φεουδαρχικών-απολυταρχικών φυγόκεντρων τάσεων. Αυτές οι ίδιες δυνάμεις ήταν που τελικά απέκτησαν ισχύ από την ήττα των αγροτών. Ένας εκσυγχρονισμένος φεουδαλισμός αντικατέστησε έναν καθαρά φεουδαρχικό κατακερματισμό: οι μικροπρίγκιπες και ηγεμονίσκοι, ως νικητές και κερδισμένοι του πολέμου, σταθεροποίησαν τη διχασμένη κατάσταση της Γερμανίας."
Και εδώ έρχεται να δέσει ιστορικά με τον Μύντσερ ο Μπαμπέφ. Στη Γαλλία που είχε ενοποιηθεί προ πολλού ως έθνος από τους μονάρχες, η επανάσταση του 1789 δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκ των πραγμάτων πανεθνική υπόθεση. Στην κατακερματισμένη Γερμανία, το "γερμανικό 1789", το 1848, δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκ των πραγμάτων το συνονθύλευμα τοπικών εξεγέρσεων που δεν κατόρθωσαν ποτέ να συνδεθούν η μια με την άλλη και να γίνουν εθνική υπόθεση και γι' αυτό ηττήθηκαν (με αυτή την έννοια το γερμανικό 1848 φαντάζει να είναι πιο πολιτικά καθυστερημένο ακόμα κι από το 1525). Θα γράψει ο φίλος του Βέμπερ, ο Λούκατς:
"Ειδικά στη Γαλλική Επανάσταση, ο αγώνας ενάντια στον πληβείο αριστερό ριζοσπαστισμό σήμαινε μόνο μια αντίκρουση της προσπάθειας να παροτρυνθεί η επανάσταση πέρα από αυτά τα όρια, αλλά όχι μια προδοσία του ευρύτερου αστικού της χαρακτήρα ή κάποια συμμαχία με φεουδάρχες. (Οι δήμιοι που έκοψαν το κεφάλι του Μπαμπέφ ήταν καθαροί αστοί. Παρόμοιες τάσεις είναι εμφανείς στους αγώνες του Κρόμγουελ κατά των Levellers, αν και σε ένα χαμηλότερο στάδιο που αντιστοιχεί στις ταξικές σχέσεις της εποχής του.) Στη Γερμανία του 1848 και του 1918, από την άλλη, ο άμεσος αγώνας των αστών ενάντια στον προλεταριακό-δημοκρατικό αριστερό ριζοσπαστισμό έτεινε να διατηρήσει την παλιά προεπαναστατική τάξη όσο το δυνατόν περισσότερο άθικτη ή με ασήμαντες μεταρρυθμίσεις. Ο Έμπερτ φίλησε τα πόδια του Χίντεμπουργκ για να γλιτώσει από τον Λίμπκνεχτ. Έτσι, καμία επανάσταση στη Γερμανία δεν έφερε μια πραγματική αγροτική μεταρρύθμιση. Καμιά δεν επηρέασε σοβαρά τον κατακερματισμό σε μικρά κράτη. καμιά δεν διατάραξε πραγματικά την κυριαρχία των Γιούνκερ στην Πρωσία, και ούτω καθεξής."
Ο Μπαμπέφ, λοιπόν, έπεσε θύμα των "κεντρώων" αστών που ήθελαν να καναλιζάρουν την επανάσταση μακριά από ριζοσπαστικές τάσεις. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι στη Γαλλία ο Μπαμπέφ υπήρξε, δείχνει και τις διαφορές με τη Γερμανία: στη Γαλλία τον Μπαμπέφ ακολούθησε ο Μπλανκί και η Κομμούνα του 1871. Στη Γερμανία μετά τον Μύντσερ δεν υπήρξε κανείς.
Ο Χάινε λέει στον Μπαρμπαρόσα:
Λέω πως αν ήταν στ’ αλήθεια όπως πρώτα
ο Μέσος Αιώνας, τον άντεχα πάλι
μ’ έφτανε μόνο να γλίτωνε ο κόσμος
απ’ το φάντασμα τούτο με τα κίβδηλα κάλλη.
Ψεύτικο πράμα, ούτε κρέας ούτε ψάρι.
μες στις πρωσικές του μπότες, την Αρχαία
κρύβει γοτθική μυστικοπάθεια
και μαζί της κάθε νέα ψευτιά, χυδαία.
Διώξ' τους όλους. Όξω οι καμποτίνοι!
Κλείσε τους τις πόρτες των θεάτρων
όπου παρωδούνε τον αρχαίο σου κόσμοI
Κι αν το κάνεις, τότε έλα, ω Αυτοκράτωρ!
Θεωρεί δηλαδή τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα ως ψευδο-μεσαιωνιστές οπορτουνιστές που απλά παίρνουν ό,τι τους συμφέρει από τον (όπως τον φαντάζονται) Μεσαίωνα και τη νεωτερικότητα - και ειρωνικά αναφωνεί, θα αντέξω τον ατόφιο Μεσαίωνα, αλλά όχι αυτό το νεωτερικό και συνάμα αντι-νεωτερίζον υβρίδιο που ούτε ψάρι είναι ούτε κρέας.
Κι ο Τράιτσκε:
"Είναι ένα χαρακτηριστικό, τυπικό παράδειγμα της διαφοράς μεταξύ του κολεκτιβιστικού Μεσαίωνα και του ατομικιστικού ρομαντικού πνεύματος. Το φανταστικό εξωτερικό της μεσαιωνικής ζωής, η απλή αφελής χαρά της στο μυστηριώδες, η παιδική της πίστη στο αδύνατο, στηρίχτηκε στο στέρεο θεμέλιο μιας αδιάσπαστης παράδοσης, μιας άρρητης πίστης στη θεία παντοδυναμία και καλοσύνη. Αντισταθμίστηκε από μια σοβαρή αφοσίωση σε κοινά κοινωνικά καθήκοντα, από μια ισχυρή αίσθηση αμοιβαίας αλληλεξάρτησης, της ηθικής υποχρέωσης του καθενός προς όλους. Η ρομαντική προδιάθεση για το μυστήριο και την κατάπληξη αντίθετα προήλθε από την καταπονημένη φαντασία ακραίων ατομικιστών και ελευθεροφρόνων. Δεν είχε ηθικό υπόβαθρο. Δεν υπήρχε πραγματικά θρησκευτικό αίσθημα. Ήταν ένα λογοτεχνικό σύμπτωμα κοινωνικής αποσύνθεσης, ένα συνακόλουθο φαινόμενο της οριστικής κατάρρευσης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το μυστηριώδες «μπλε λουλούδι», στην επιδίωξη του οποίου καταναλώνει τη ζωή του ο Heinrich von Ofterdingen, ήταν ένα κατάλληλο σύμβολο της άσκοπης και φανταστικής λαχτάρας στην οποία όχι μόνο ο Νοβάλις αλλά η πλειονότητα της καλλιεργημένης νεολαίας της εποχής του αυτή σπατάλησε τις πνευματικές της δυνάμεις και αυτό έμελλε να βυθίσει τη χώρα στις καταστροφές του Άουστερλιτς και της Ιένας. Είναι διδακτική η σύγκριση του Heinrich von Ofterdingen, του αντιπροσωπευτικού μυθιστορήματος του ρομαντισμού, με αντιπροσωπευτικά έργα άλλων εποχών ή τάσεων, όπως ο Parzival του Wolfram, ο Simplicissimus του Grimmelshausen, o Wilhelm Meister του Γκαίτε. Και στα τρία αυτά ρομάντζα, ο ήρωας μπαίνει σε σύγκρουση με τον κόσμο και τον εαυτό του, και στα τρία εμπλουτίζεται και ενισχύεται από αυτή ακριβώς τη σύγκρουση. Ο Parzival κερδίζει το στέμμα της ζωής με την ένθερμη προσπάθεια για αυτοκυριαρχία και με ενεργό εργασία για την κοινή ευημερία. Ο Simplicissimus, αν και παρασυρμένος σε μια θάλασσα κακίας και κακίας, διατηρεί τελικά την ηθική του φύση και επιτέλους φτάνει στο λιμάνι μιας ήρεμης αδιαφορίας για τις εξωτερικές περιστάσεις. Ο Wilhelm Meister, αν και αγωνίζεται για αυτομόρφωση, οδηγείται μέσω της επαφής με τις πιο ποικίλες συνθήκες της κοινωνίας σε μια τέλεια καθολική συμπάθεια με την πραγματική ζωή. Τίποτα από όλα αυτά στον Χάινριχ! «Ο Κόσμος γίνεται Όνειρο, το Όνειρο γίνεται Κόσμος» — αυτό είναι το ιδανικό της ύπαρξης που κρατάμε εδώ. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα, δεν συμβαίνει ούτε μια πράξη που θα μπορούσε να ονομαστεί πράξη ελεύθερης ηθικής προσπάθειας, δεν εμφανίζεται ούτε ένας χαρακτήρας του οποίου η δύναμη της θέλησης θα ήταν ίση με οποιαδήποτε αποφασιστική δοκιμασία. Το βιβλίο μας εντυπωσιάζει ως μια σειρά από γοητευτικές παραισθήσεις. είναι σαν ο υποσυνείδητος εαυτός να έχει χειραφετηθεί από τη θέληση και να περιπλανιέται, με γλυκιά μέθη, στη σκιώδη χώρα του ασυνάρτητου και του απίστευτου."
ΥΓ: Αυτές τις κριτικές υιοθέτησαν ορισμένοι Ε/Σ, αλλά όχι όλοι - σας έχω στείλει πολλά κείμενα γραμμένα από Ε/Σ κριτικούς για το ζήτημα αυτό.
ΥΓ2: Η κριτική του Σμιτ πρέπει να θεωρηθεί επιγονική των άνωθεν, δεν έδωσε κάτι αυθεντικό.
Ναι, είναι η πολυσχιδής διάσταση του Ρομαντισμού -ή μάλλον μια πτυχή της- αυτή που στηλίτευσε ο Χάινε. Εντάξει, εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον να περάσει ο μεσαιωνικός συντηρητισμός ή ο μεσαιωνικός κοινοτισμός ατόφιος στην νεωτερικότητα.
Όσον αφορά το μυθιστόρημα του Νοβάλις σωστά αντιλαμβάνονται την ουσία της σκέψης του μεγάλου ποιητή. Ωστόσο, ξεχνούν άπαντες ότι έμεινε ημιτελές γιατί πέθανε πριν το ολοκληρώσει. Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι για κάτι που δεν ολοκληρώθηκε. Η κριτική τους αξιολογεί το κείμενο σαν να το παρέδωσε έτοιμο προς έκδοση και ολοκληρωμένο ο συγγραφέας. Χρειάζεται μια επιφύλαξη σε αυτό το σημείο.
Αυτή η αντίληψη, κοινή σε όλα τα υλιστικά φιλοσοφικά ρεύματα του Διαφωτισμού –φιλελεύθερα ή μαρξιστικά– προϋποθέτει μίαν αναπόδραστη γραμμικότητα: πρώτα το έθνος-κράτος, μετά η αστική επανάσταση, και ύστερα ο σοσιαλισμός. Μια τέτοια τελεολογία αγνοεί τη βούληση, την κουλτούρα και τη μεταφυσική διάσταση της Ιστορίας, αντιμετωπίζοντας την Ιστορία ως θεότητα χωρίς Θεό. Αγνοεί και την μεταφυσική διάσταση της Ιστορίας - των συμβολικών ή ηθικών αποφάσεων - και καταδικάζει σε απαξίωση κάθε «αποτυχημένη» επανάσταση (σαν να μην έχει αξία από μόνο του το αίμα των χωρικών ή η πληβειακή εξέγερση). Ταυτόχρονα, απορρίπτει ως «ιστορική καθυστέρηση» κάθε απόκλιση από τη γραμμική «πρόοδο». Αυτή η πίστη στην «πρόοδο», θα καθιστούσε κάποιον δέσμιο του ίδιου δυτικού παραδείγματος που γέννησε τόσο τον Λοκ όσο και τον Μαρξ: της τυφλής πίστης ότι το μέλλον είναι εγγενώς καλύτερο από το παρελθόν και ότι το καθήκον του επαναστάτη είναι απλώς να επιταχύνει την ιστορική αναγκαιότητα.
"Οι ιστορικές διαδικασίες είναι εξαιρετικά περίπλοκες και αντιφατικές, και δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε για την πρώιμη ούτε για την καθυστερημένη είσοδο καθεαυτή ότι η μία είναι καλύτερη από την άλλη. Δεν έχουμε παρά να δούμε τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Από τη μια, ο αγγλικός και ο γαλλικός λαός κέρδισαν ένα μεγάλο προβάδισμα έναντι των Γερμανών φέρνοντας σε πέρας τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις τους τον δέκατο έβδομο αιώνα και στα τέλη του δέκατου όγδοου αντίστοιχα. Αλλά, από την άλλη, ακριβώς ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης καπιταλιστικής ανάπτυξής του το ρωσικό έθνος κατάφερε να μεταφέρει την αστικοδημοκρατική επανάστασή του στην προλεταριακή, γλιτώνοντας έτσι τις θλίψεις και τις συγκρούσεις που υπάρχουν ακόμα στο γερμανικό έθνος σήμερα. Πρέπει να λαμβάνουμε πάντα υπόψη μας, λοιπόν, τη συγκεκριμένη αλληλεπίδραση των κοινωνικοϊστορικών τάσεων."
Ναι, παρακάτω όντως αναφέρει ως "κλασικό μοντέλο ανάπτυξης" το αγγλογαλλικό, αλλά το εννοεί ως τέτοιο συγκεκριμένα και μόνο για τη Δυτική Ευρώπη, δεν το παγκοσμιοποιεί, ούτε αρνείται στα έθνη τον δικό τους ξεχωριστό δρόμο όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι. Άλλωστε σε αυτό το "κλασικό μοντέλο" δεν ανήκουν ούτε καν οι ΗΠΑ, οι οποίες δεν είχαν φεουδαρχία ή απόλυτη μοναρχία, και φτιάχτηκαν ως καπιταλιστική tabula rasa από Ευρωπαίους αποίκους. Ο Λούκατς όπως και ο Λοσούρντο είναι της άποψης ότι υπάρχουν "πολλά Sonderwege" και ότι κάθε έθνος μπορεί να έχει το δικό του Sonderweg, όχι μόνο οι Γερμανοί, απλά το βιβλίο πραγματεύεται γερμανικά ζητήματα.
Αλλά για να μην γεμίσουμε εδώ σεντόνια μεταφράσεων, σου προτείνω να διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο, που έχει ως θέμα το βαθμό επιρροής του φιλοσοφικού ρομαντισμού και ανορθολογισμού στα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της Γερμανίας ως τον Ε/Σ:
https://nnty.fun/downloads/books/pantopia_library/files/Gy%C3%B6rgy%20Luk%C3%A1cs%20-%20The%20Destruction%20of%20Reason.pdf
Επίσης, θα ήταν ορθή παρατήρηση το "Αυτή η αντίληψη.... καταδικάζει σε απαξίωση κάθε «αποτυχημένη» επανάσταση (σαν να μην έχει αξία από μόνο του το αίμα των χωρικών ή η πληβειακή εξέγερση)" αν με το "αυτή η αντίληψη" διευκρίνιζες ότι αναφέρεσαι στον χυδαίο μηχανιστικό φιλελεύθερο υλισμό. Διότι σε κανένα από τα γραπτά των θεμελιωτών της (υλιστικής) ιστορικής διαλεκτικής που ασχολούνται με αυτή την εποχή, δεν υπάρχει καμιά τέτοια απαξίωση. Το κορυφαίο έργο - ως σήμερα, δυο αιώνες μετά, δεν έχει ξεπεραστεί από άλλο - για τον Πόλεμο των Χωρικών είναι αυτό του Ένγκελς, ο οποίος καμιά απαξίωση των υστερο-μεσαιωνικών αγροτικών εξεγέρσεων δεν κάνει, ίσα-ίσα τις φέρνει στο φως και τους δείχνει άφταστο σεβασμό, όπως κάνει και ο Λαφάργκ στο βιβλίο του για τον Καμπανέλα το οποίο έχω μεταφράσει και θα βγει φέτος από άλλο εκδοτικό. Εδώ είναι ο σύνδεσμος για τον Ένγκελς:
https://www.marxists.org/archive/marx/works/1850/peasant-war-germany/
https://radicaldesires.blogspot.com/2025/01/2-sonderweg-2010.html
Τη διορθώνει επίσης ο Κονδύλης εδώ:
https://radicaldesires.blogspot.com/2024/12/1993.html
"Κάθε έθνος έχει τη δική του, ξεχωριστή ιστορική πορεία ανάπτυξης, με τις χαρές και τις λύπες, τις νίκες και τις ήττες, τις περιόδους θριαμβευτικής ανόδου όσο και τις τραγωδίες συλλογικής καταστροφής. Και είναι όλα αυτά που πλάθουν τη μοναδικότητα της εθνικής συνείδησης κάθε λαού, είναι αυτές που δίνουν ταυτότητα σε ένα λαό και τον κάνουν ξεχωριστό από κάθε άλλο.
Με αυτή την έννοια, κάθε έθνος έχει το δικό του "μοναδικό δρόμο". Όμως, στη γλώσσα των πολιτικών επιστημών και της ιστορικής επιστήμης, είναι μόνο στους Γερμανούς που έχει προσδοθεί ο όρος "μοναδικός (εθνικός) δρόμος" (Sonderweg). Πράγματι, ο όρος αυτός δεν συναντάται σε συνθηματική μορφή ούτε για τους Γάλλους, ούτε για τους Άγγλους, Ρώσους, Αμερικανούς ή για κανένα άλλο λαό, πέρα από τους Γερμανούς, τους οποίους το Sonderweg λες και "στοιχειώνει". Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι για κάθε έναν από τους προαναφερθέντες λαούς θα μπορούσε εύκολα να στοιχειοθετηθεί μια "μοναδική πορεία". Ποιο είναι λοιπόν το Sonderweg της Γερμανίας;
Η αφήγηση λέει ότι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε ποτέ ισχυρή κεντρική διοίκηση αλλά ήταν πάντα μια χαλαρή συνομοσπονδία από ηγεμονίες, με τον Αυτοκράτορα να είναι απλά ο γενικός διαιτητής. Κατ' αυτό τον τρόπο ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε πολιτική-κοινωνική επανάσταση πριν την επίτευξη της εθνικής ενότητας, και λόγω αυτού, η εθνική ενότητα ήταν μοιραίο να έρθει από τα πάνω, με το "σίδερο και αίμα" του Μπίσμαρκ. Αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι ο ραγδαίος οικονομικός, τεχνικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας δεν συνοδευόταν από πολιτικό εκσυγχρονισμό, αλλά πήγαινε χέρι-χέρι με μια, υποτίθεται, δουλική στάση του μέσου Γερμανού απέναντι στο κράτος, μια στάση που είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Χίτλερ.
Αυτή είναι πράγματι μια μοναδική πορεία. Γιατί όμως έχει διογκωθεί τόσο πολύ στην ιστορική αφήγηση, γιατί η ίδια η λέξη Sonderweg έχει γίνει συνώνυμο κατάρας; Ο λόγος είναι η ιδεολογική μυθοποίηση της ιστορικής εξέλιξης της Γερμανίας από πολλές και διαφορετικές τάσεις στο παρελθόν και το παρόν, κυρίως για πολιτικούς αλλά και γεωπολιτικούς λόγους.
Μετά τον πόλεμο, τον διαμελισμό και τελικά την επανένωση της Γερμανίας, η συζήτηση για το πώς αποτιμάται η ιστορία του έθνους συνεχίζεται. Το "θετικό Sonderweg" όπως το εννοούσαν οι αντιφιλελεύθεροι Γερμανοί στοχαστές, πεθαίνει ως ιδέα. Το "αρνητικό Sonderweg" όμως εξακολουθεί, σαν μπαμπούλας θα λέγαμε, να κυριαρχεί στον συστημικό πολιτικό λόγο της σημερινής Γερμανίας. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή του Sonderweg, το κυριότερο λάθος της γερμανικής ιστορίας πριν το 1945 ήταν η εναντίωση στη Δύση. Τα ναζιστικά εγκλήματα εκλαμβάνονται ως αποτέλεσμα αυτού του χωρισμού της Γερμανίας από τη Δύση. Δίνεται έτσι η εικόνα μιας Γερμανίας ιστορικά ένοχης, η οποία δύναται να εξιλεωθεί μόνο απαλείφοντας την πηγή της ενοχής, δηλαδή προσκολλώμενη ολοένα και περισσότερο στο οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό και πολιτισμικό άρμα της Δύσης. Κι αυτό διότι η ιδέα μιας ιστορικά κηλιδωμένης και στο διηνεκές ένοχης Γερμανίας και ενός έθνους καταδικασμένου από την ιστορία σε αιώνια ντροπή, εξυπηρετεί τόσο τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό όσο και τους εγχώριους κυβερνητικούς εκπροσώπους του στη Γερμανία, οι οποίοι, κάθε φορά που θέλουν να προσδέσουν τη χώρα πιο γερά στο ιμπεριαλιστικό άρμα της Ουάσιγκτον και να συμμετάσχουν ως ήσσονες εταίροι στις επεκτατικές της περιπέτειες, λένε στον γερμανικό λαό ότι κάνουν το χρέος τους προς τη δημοκρατική Δύση για να απαλείψουν το αντιδημοκρατικό παρελθόν της Γερμανίας, και άρα, όποιοι εναντιώνονται σε αυτές τις αποφάσεις, είναι νοσταλγοί του αντιδυτικού γερμανικού Sonderweg - στιγματίζοντας έτσι αντιπολεμικούς ακτιβιστές ως κοινωνούς του Χίτλερ. Γίνεται λοιπόν κατανοητό τι ρόλο παίζει ο μπαμπούλας Sonderweg στη φίμωση, εκ μέρους του συστήματος, όσων σήμερα αντιτίθενται στην περαιτέρω υποδούλωση της Γερμανίας στον αμερικάνικο παράγοντα."
Aν πάμε πίσω, εφόσον συζητάμε για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αν πιάσουμε το νήμα της αφήγησης από την αρχή, ο Λούθηρος και ο λουθηρανισμός δεν ήταν μια επανάσταση; Και, μάλιστα, με εθνικό προσανατολισμό;
Ναι, απελευθέρωσε μέρος της Γερμανίας από τη Ρώμη (το ίδιο έκανε και ο Ερρίκος Η' στην Αγγλία, και στις δυο περιπτώσεις έχουμε "επαναστάσεις από τα πάνω"), αλλά και όχι, επειδή ο Λούθηρος μπορεί ναι μεν να μην είχε το εμπορικό-φιλελεύθερο πνεύμα του Καλβίνου, αλλά το δικό του πνεύμα ήταν αυτό της συμφιλίωσης με το κατεστημένο των μικροηγεμόνων. Μπορεί το κήρυγμά του να μην ήταν αυτό του αδηφάγου καπιταλιστή, αλλά ήταν αυτό του συμβιβασμένου εμποράκου (Βέμπερ), αυτό που γαλούχησε στους επόμενους αιώνες μια κοινωνία με κύριο χαρακτηριστικό "εσωτερικότητα που προστατεύεται από την εξουσία" (Τόμας Μαν), την εργασία χωρίς πολιτικές αξιώσεις. Και αυτή την πτυχή του λουθηρανισμού εκμεταλλεύτηκαν αργότερα οι εγελιανοί ιδεολόγοι του πρωσικού κράτους με τη φράση "το 1517 ήταν το δικό μας 1789", ότι η Γερμανία είχε πετύχει ήδη την επανάστασή της στο πεδίο του πνεύματος και δεν χρειαζόταν επανάσταση στο πεδίο της πολιτικής.
Αυτή την αντίληψη στηλιτεύει ο νεαρός Σλέγκελ στο περίφημο απόσπασμα για τις "τρεις πηγές" του Ρομαντισμού, όταν λέει, αναφερόμενος στην Επανάσταση, ότι δεν αρκεί η πνευματική επανάσταση αν δεν ακολουθείται από υλική.
Κι ο φίλος του, Βίλχελμ Χούμπολτ, έγραφε τότε στο ίδιο πνεύμα ότι η επανάσταση του 1517-25 έμεινε ανολοκλήρωτη γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, και πως "με την ήττα των Χωρικών το γερμανικό έθνος πήρε τον λάθος δρόμο".
Ο Μύντσερ και οι εξεγερμένοι χωρικοί του θα ήταν η ολοκλήρωση εκείνης της επανάστασης, αν δεν τους πρόδιδε πισώπλατα ο ίδιος ο Λούθηρος με την τρισάθλια μπροσούρα του "Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των αγροτών" με την οποία τάχθηκε στο πλευρό όσων κατέπνιξαν την υλική ολοκλήρωση της πνευματικής επανάστασης που αυτός είχε αρχίσει.
Ο Κλάιστ στον Κόλχαας δείχνει μια άλλη πτυχή, ότι ακόμα και τα ειλικρινά θετικά στοιχεία του κηρύγματος του Λούθηρου έμεναν στην πράξη κενό γράμμα, και ότι η μεταστροφή των Γιούνκερ από Καθολικούς σε Λουθηρανούς δεν τους έκανε καθόλου καλύτερους ανθρώπους στην καθημερινή ζωή:
"Ο Κλάιστ έχει ακόμη και μια υπόδειξη των περιορισμών του ιδεολογικού ηγέτη εκείνης της εποχής, δηλαδή του Λούθηρου. Όπως είναι φυσικό, η συνομιλία με τον Λούθηρο έχει καθοριστική επίδραση στον Κόλχαας. Αυτό όμως είναι ιστορικά σωστό. Αντικειμενικά μιλώντας, οι Λουθηρανοί Γιούνκερ - παρ' όλες τις δηλώσεις του Λούθηρου - έκαναν ό,τι ήθελαν. Δεν ένιωθαν καμία εσωτερική υποχρέωση απέναντι στον Λουθηρανισμό."
(G. Lukacs: Kleist)
Τέλος, ο Ερνστ Νήκιτς:
"Ο Λούθηρος έβγαλε το συμπέρασμα και, καλώς ή κακώς, συμμάχησε με τους τοπικούς ηγεμόνες, που επαναστατούσαν εναντίον του αυτοκράτορα και της κεντρικής εξουσίας. Οι πρίγκιπες αυτοί επεδίωξαν τώρα την κυριαρχία. Ήταν πολύ μεγάλοι γαιοκτήμονες που ήθελαν να οργανώσουν τα εδάφη τους σύμφωνα με τις αρχές του γαιοκτήμονα και να αποκηρύξουν την κυριαρχία του αυτοκράτορα. Η δομή που έπρεπε να αναδυθεί με αυτόν τον τρόπο ήταν το αυταρχικό κράτος. Ο Λούθηρος το κατάλαβε και ξέρουμε με πόση επιμέλεια άρχισε να ενισχύει και να εδραιώνει την εξουσία της πριγκιπικής «κυριαρχίας». Η Λουθηρανική Μεταρρύθμιση δεν προσέβαλε την αρχή: «cujus regio, ejus religio», δηλαδή όποιος κατέχει τη γη καθορίζει τη θρησκεία των υπηκόων του."
(Deutsche Daseinsverfehlung)
Συμφεροντολογικά τόσο ο Λούθηρος πήγε με τους ηγεμόνες, όσο κι αυτοί ασπάστηκαν τον Λουθηρανισμό - ο ένας για να βρει προστάτες για το δόγμα του, οι άλλοι για να αποτινάξουν την κυριαρχία των Αψβούργων. Αυτό, αν είχε οδηγήσει σε ενιαίο εθνικό γερμανικό κράτος, όπως ζητούσαν τα Δώδεκα Άρθρα των Χωρικών, θα ήταν πράγματι μια πλήρως ολοκληρωμένη εθνική επανάσταση. Η ήττα όμως των Χωρικών και το σταμάτημα του κινήματος στη μέση οδήγησε στον κατακερματισμό του έθνους. Κι αυτή ήταν μόνο η πρώτη φορά στην ιστορία των Γερμανών που ξεκίνησαν μια πνευματική επανάσταση που δεν ακολουθήθηκε από μια πολιτική (Sturm und Drang και Ρομαντισμός είναι άλλα δύο παραδείγματα) ή, ακόμα χειρότερα, υφαρπάχθηκε από απατεώνες (το εθνικιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου και το καναλιζάρισμά του από τον Χίτλερ).
Η ερώτησή μας δεν αφορούσε το περιεχόμενο της επανάστασης. Πριν από αυτό, η διαφωνία μας είναι με τον ορισμό της επανάστασης. Δεν δεχόμαστε ότι κάθε επανάσταση είναι καλή επειδή απλώς και μόνο είναι επανάσταση. Είναι πολύ ντετερμινιστικά ιστοριστικό αυτό (ασφαλώς, παραπέμπει σε Μαρξ, εγελιανισμό κλπ) για την δική μας οπτική επί των πραγμάτων.
Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν επανάσταση αγροτών, χωρικών ή εργατών. Ακόμη και αν συμμετείχαν μάζες από αυτά τα στρώματα οι ιδεολογικοί καθοδηγητές ήταν φιλελεύθεροι. Γνωρίζουμε ότι μπορεί να διαφωνήσεις και να αναζητήσεις λαϊκο-πατριωτικά περιεχόμενα στους ιακωβίνους κλπ. Ωστόσο, ό,τι και να αναζητήσουμε η εφαρμογή των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης ήταν η επιθετική εφαρμογή των ιδεών του φιλελευθερισμού στην πολιτική. Μόνο με έναν τρόπο μπορεί να το δει θετικά ένας ρομαντικός αυτό το γεγονός. Ως τιμωρία της κατάντιας των αριστοκρατών του Παλιού Καθεστώτος, ως συνέπεια ενός κύκλου παρακμής που έκλεισε έστω και με αυτό τον τρόπο. Όχι, πάντως, ως κάτι που είχε θετικό περιεχόμενο και θετική ιστορική προοπτική.
Μια επανάσταση, λοιπόν, μπορεί να μας ταιριάζει πολύ λίγο ή και καθόλου. Για εμάς δεν είναι απαραίτητα καλή εξορισμού η επανάσταση. Έτσι, ο Λούθηρος πραγματοποίησε, όντως, μια επανάσταση. Ασχέτως αν κι εμείς θα θέλαμε να είχε βαθύνει περισσότερο ή να είχε πάρει άλλον προσανατολισμό. Το ερμηνευτικό σχήμα που δεν αναγνωρίζει ως επανάσταση αυτό που συνέβη με τον Λούθηρο χρειάζεται σαφώς επαναξιολόγηση.
Ο κερματισμός της Γερμανίας, επίσης, είχε να κάνει με τον φεουδαλισμό αρκετά πριν τον Λούθηρο. Ήταν μια προϋπάρχουσα παράδοση συμβατή με τον καθολικισμό και το αγροτικό πλαίσιο ζωής της μεσαιωνικής δυτικής και κεντρικής Ευρώπης.
Ο Σλέγκελ έγραψε αυτό που αναφέρεις στην πρώιμη φάση της σκέψης του, πριν ακόμη γίνει συντηρητικός. Δεν σημαίνει ότι όταν έγινε συντηρητικός έπαψε να είναι ρομαντικός. Ένα από τα αδύναμα σημεία της ανάλυσης του Κονδύλη ήταν αυτό (μάλλον κατάλοιπο της παλαιότερης μαρξιστικής του ανάλυσης), καθώς και αριστερών κριτικών του Ρομαντισμού.
Ο Κλάιστ, επίσης, την περίοδο που έγραψε το Κολχάας δεν είχε μεταπηδήσει στον συντηρητικό εθνικισμό.
Προφανώς υπάρχει η ελευθεριακή πολιτική παράδοση του Ρομαντισμού αλλά, κακά τα ψέματα, το παιδί που έγινε διάσημο, μεγαλύτερο και τράβηξε την προσοχή των λαών περισσότερο ήταν εκείνο της αντιδιαφωτιστικής πολιτικής παράδοσης.
Τώρα το καναλιζάρισμα του Χίτλερ θέλει κι αυτό συζήτηση. Σίγουρα δεν ήταν Στράσερ, δεν ήταν κάτι αυθεντικά ρομαντικό. Αλλά δεν ήταν και Στάουφενμπεργκ με τους λοιπούς προδότες και υπαλλήλους των ΗΠΑ. Δίπλα στον Χίτλερ έμειναν μέχρι το τέλος αρκετοί Γιούνγκερς. Κάιτελ, Μανστάιν, Χαινρίτσι, κλπ. Στρατηγοί με σπουδαίες γνώσεις και ικανότητες που δεν δίσταζαν να δηλώνουν ευθέως βασιλόφρονες και καθόλου εθνικοσοσιαλιστές. Δεν συμμάχησαν, όμως, με τους Αμερικανούς. Έμειναν μέχρι το τέλος σε αυτό τον ημιρομαντικό δρόμο του Χίτλερ.
Ο Σλέγκελ του 1798 ναι δεν ήταν ο Σλέγκελ του 1812. Αλλά ως κι αυτός του 1812, μπορεί πια να μην ονομάζει την ποίηση "ρεπουμπλικανική γλώσσα" αλλά πάλι την ονομάζει "γλώσσα αντι-αστυνομική" (και καταλαβαίνει κανείς σε τι κίνδυνο μπορεί να έβαζε τον εαυτό του χρησιμοποιώντας τον όρο "αντι-αστυνομική" μέσα στο αστυνομικό κράτος του Μέτερνιχ).
Επίσης, δεν ξέρω πώς ο Κλάιστ θα άλλαζε το παραπάνω του απόσπασμα όταν περνούσε στη συντηρητική φάση του. Δεν στηλιτεύει τόσο τον ίδιο τον Λούθηρο, όσο τη βαρβαρότητα των Γιούνκερς που παραποιούν το κήρυγμα του Λούθηρου. Δεν βλέπω κάτι στο απόσπασμα του Κλάιστ (και σε όλο τον Κόλχαας και την αναζήτησή του για Δικαιοσύνη) που να μην μπορεί να γραφεί από έναν συντηρητικό.
Για το ποιος ρομαντισμός είχε τη μεγαλύτερη απήχηση στον 19ο αιώνα, θα έλεγα ο εθνικιστικός (έναντι του οικουμενικού). Ο εθνικιστικός σε όλες του τις πτυχές. Εθνικιστικός ήταν ο Ρομαντισμός του Μιτσκιέβιτς και του Πούσκιν, του Ματσίνι και του Σμέτανα, του Σολωμού και των Δεκεμβριστών, που όμως δεν μπορούν να μπουν στο καλούπι του "αντιδιαφωτισμού" όπως αυτό εννοείται με την παράδοση της σκέψης των Μπερκ, Ντε Μαιστρ, Μπονάλ, αλλά ανήκουν περισσότερο σε εκείνη την, όπως τη λέω εγώ, "ετεροδιαφωτιστική" παράδοση ενός μη-φιλελεύθερου και μη υλιστικού μέρους του ευρύτερου διαφωτισμού του 18ου αιώνα, δηλαδή των Ρουσσώ, Βίκο, Χάμαν, Χέρντερ, ιστορικισμού, Φίχτε, Χέγκελ. Αυτή η παράδοση είναι ξεχωριστή τόσο από τον φιλελεύθερο διαφωτισμό (Λωκ, Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Χομπς) όσο και από τους αντιδραστικούς αντιδιαφωτιστές. Ο ρομαντισμός εκείνος που προήλθε από αυτή την παράδοση είναι που επέφερε από το 1800 ως το 1918 την αναγέννηση των εθνών και έθαψε τις ελέω Θεού αυτοκρατορίες.
Ως προς την τελευταία παράγραφο, το γεγονός ότι αστοί και αριστοκράτες έμειναν ως το τέλος πιστοί στον Χίτλερ, επειδή τον εμπιστεύονταν ως τροχοπέδη ενάντια σε οποιοδήποτε αυθεντικό λαϊκό κίνημα (είτε τύπου Ρεμ-Στράσερ είτε κομμουνιστικό), σημαίνει ότι ήταν πεπεισμένοι πως ο Χίτλερ ήταν ακροδεξιός, υπέρμαχος της καθεστηκυίας τάξης. Η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών ήταν αυτό που έπεισε τους Κρουπ και τους Μανστάιν ότι, αν θέλουν να διατηρήσουν τα δικά τους κοινωνικά προνόμια, η πιο ασφαλής επιλογή δεν είναι κάποιος χλιαρά δεξιός Στάουφενμπεργκ, αλλά κάποιος που ήταν τόσο αδίστακτος ώστε να δολοφονήσει τους ίδιους του τους συντρόφους και να συμμαχεί με τοπικούς αστούς σε όποια χώρα καταλάμβανε, δηλαδή ο Χίτλερ. Οι μετέπειτα ΝΑΤΟικοί στρατηγοί και αμερικανόδουλοι Γερμανοί καπιταλιστές είδαν ως το τέλος τον Χίτλερ ως τον αποτελεσματικότερο κυματοθραύστη ενάντια σε οποιοδήποτε κίνημα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, με τη γερακίσια οξυδέρκεια των προνομιούχων τάξεων είδαν τον Χίτλερ σαν εκείνον ακριβώς τον ηγέτη που ΔΕΝ είναι ρομαντικός, που είναι αρκετά αντιρομαντικός για τα γούστα τους. Και είχαν δίκιο.
Ένα εξαιρετικό κείμενο που εξηγεί γιατί οι Κρουπ και οι Μανστάιν δεν πήγαν με τον Στάουφενμπεργκ:
https://radicaldesires.blogspot.com/2025/01/ervin-rozsnyai_25.html
Καλά ο Λίνκολν δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ω επαναστάτης. Κυβέρνησε νικώντας σε εκλογές και μέσα από ένα εγκαθιδρυμένο σύστημα. Απλώς κόντραρε μια θέση που είχε πολλούς υποστηρικτές στις ΗΠΑ τόσο για λόγους ιδεολογίας όσο και για λόγους οικονομικών συμφερόντων. Αυτό μόνο του δεν κάνει κάποιον επαναστάτη.
Αυτό που περιγράφεις ως εθνικιστικό Ρομαντισμό ίσως θα ήταν καλύτερα να το αποκαλέσουμε ως πατριωτικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με ρομαντική συναισθηματική συνθηματολογία. Ιδίως αν σκεφτούμε ότι ο "κανονικός" ρομαντικός εθνικισμός ήταν εκείνος του Φίχτε, του Μύλλερ και της υπόλοιπης γερμανικής σχολής. Αυτός δεν ήταν ούτε ελευθεριακά ρομαντικός, ούτε διαφωτιστικός, ούτε μόνο αντιδιαφωτιστικός. Ήταν ρομαντικός εθνικισμός με αντιδιαφωτιστική βάση. Εκεί είναι η απαρχή όλου αυτού του κινήματος που αποκαλείται εθνικιστικό έκτοτε μέχρι και σήμερα. Ασφαλώς, έχεις δίκιο στο ότι δεν ήταν αυτός ο πλέον δημοφιλής. Αλλά είναι ο δικός μας εθνικισμός και αυτό αρκεί.
Δεν είναι απόλυτο, λοιπόν, ότι οι δυτικοί και οι Γερμανοί αριστοκράτες είχαν κάνει μια συμπαιγνία υπέρ του Χίτλερ για να αποτρέψουν κάποιο επαναστατικό λαϊκό κίνημα. Εν μέσω πολέμου δεν υπήρχε καμία τέτοια πιθανότητα. Οι ΗΠΑ έβλεπαν τον εθνικοσοσιαλισμό (ακόμη και υπό τον Χίτλερ) ως τον νούμερο ένα εχθρό τους. Ενώ οι αριστοκράτες Γερμανοί που ήταν πράγματι τσάτσοι του αμερικανικού κεφαλαίου οργάνωσαν το πραξικόπημα εναντίον του Χίτλερ. Όσοι αριστοκράτες δεν συμμετείχαν σε αυτό συνέχισαν να πολεμούν στις τάξεις του κράτους που υπήρξε νούμερο ένα εχθρός των κεφαλαιοκρατικών ΗΠΑ.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο στα τελευταία έτη του πολέμου άξιζαν όντως σκληρή κριτική στο ιδεολογικό πεδίο οι Γερμανοί ηγέτες του Ράιχ ήταν η ανικανότητά τους να κλείσουν νέα συμφωνία ανακωχής με τον Στάλιν (αν και έγινε τέτοια κίνηση από τον Πάπεν που ναυάγησε λόγω του ανόητου ελιτισμού τόσο του ίδιου όσο κυρίως του αποδεδειγμένα μικρής ευφυίας Ρίμπεντροπ) και ο άθλιος υποτιμητικός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησαν τα εθνικιστικά κινήματα άλλων χωρών (με αποκορύφωμα την αιχμαλωσία Μουσολίνι).
Επίσης, δεν ήταν μόνο οι φιλο-Στάουφενμπεργκ μεγαλοαστοί που συνεργάστηκαν μετά με τους γιάνκηδες κατακτητές. Και πολλοί καθαρά "φιλοχιτλερικοί" μεγαλοαστοί (όπως Hanns Martin Schleyer μέλος των SS, ο Alfred Krupp επίσης των SS), κι όσοι δεν πήγαν με τον Στάουφενμπεργκ και απλά περίμεναν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια, κι αυτοί μια χαρά τσάτσοι των γιάνκηδων έγιναν μετά το '45. Το ίδιο συνέβη και με τους Ιάπωνες μεγαλοαστούς. Οι δυνάμεις που, στη μεταπολεμική Δ. Γερμανία, προέταξαν οργανωμένα τη μία ή την άλλη μορφή εθνικής αντίστασης ή ανεξαρτησίας, δυστυχώς αποτελούσαν ελάχιστο κομμάτι του πληθυσμού, και δεν είχαν στήριξη από μεγαλοαστούς, οι οποίοι τρωγοπίνανε με τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ.
Για τις κρυφές διαπραγματεύσεις Γ' Ράιχ-ΕΣΣΔ στη Σουηδία το '43 γνωρίζω ότι πράγματι εμπλέκονταν οι Πάπεν και Ρίμπεντροπ αλλά αυτό που έχω διαβάσει είναι ότι ήταν ο Χίτλερ που απέτρεψε τη συνέχισή τους, γιατί, ενώ έβλεπε τον πόλεμο με τους Δυτικούς ως πόλεμο μεταξύ αδελφών φυλών και αδελφών κοινωνικών συστημάτων (ειδικά θαύμαζε τους Άγγλους για την αποικιοκρατία τους), θεωρούσε τον πόλεμο στην Ανατολή ως τον μόνο πραγματικά υπαρξιακό πόλεμο της φυλής και του κοινωνικού συστήματός του. Έβλεπε εαυτόν ως νιτσεϊκό σταυροφόρο της Δύσης και του εκμεταλλευτικού της συστήματος ενάντια στην επανάσταση της Ανατολής και του "όχλου", της "μάζας", και πάντα λυπόταν που οι αστοί της Αγγλίας και των ΗΠΑ "έχουν χάσει το σφρίγος τους και δεν αναλαμβάνουν αυτό τον αγώνα" οπότε αναγκάζεται να τον αναλάβει αυτός.
Κατά μία έννοια - την έννοια που δίνει ο Λιμόνοφ - μπορεί ο Χίτλερ να χαρακτηριστεί Ρομαντικός, καθώς ήθελε να επαναφέρει "τη χρυσή εποχή" (Ντέβι), αλλά το έκανε μεταχειριζόμενος τις πιο ακραίες μεθόδους της νεωτερικότητας, της "σκοτεινής εποχής." Ο όρος "αντιδραστικός μοντερνισμός" του Χερφ είναι ορθότερος, αλλά κι αυτός ακόμα θα μπορούσε να περιγράψει την πλειοψηφία των κυβερνώντων της Γερμανίας από το 1789 ως το 1945, όχι μόνο τον Χίτλερ.
Ναι, τη ρήση του Joseph von Eichendorff από το 1847, «πίσω από αυτά τα τελευταία χαλάσματα ενός χιλιόχρονου πολιτισμού παραμονεύει προφανώς η αναρχία, η βαρβαρότητα και ο κομμουνισμός, ο προλετάριος τοποθέτησε ήδη στο καλοδεχούμενο ρήγμα, όπως στις πρόβες, τη σκάλα της θυελλώδους εφόδου», θα μπορούσε να την είχε ξεστομίσει ο Χίτλερ το 1933 - αλλά και μια πλειάδα δεξιών και ακροδεξιών θα μπορούσαν να την είχαν ξεστομίσει, μεταξύ αυτών ο Φράνκο, ο Τσόρτσιλ και όλοι οι "αντιδραστικοί μοντερνιστές" κυβερνώντες της Γερμανίας από το 1789 ως το 1945. Γι' αυτό με απωθεί τόσο αυτός ο (και χιτλερικός, και γκομπινωϊκός και σπενγκλεριανός) ιστορικός φαταλισμός. Γιατί δεν έχει αντισώματα που να διώχνουν μακριά τους ακροδεξιούς, αντίθετα αποτελεί ακριβώς εκείνο τον κοινό τόπο στον οποίο μπορούν να συναντηθούν "συντηρητικοεπαναστάτες" και ακροδεξιοί. Και μάλλον τελικά εκεί οφείλεται το τακίμιασμα του Κρουπ και του Μανστάιν με τον Χίτλερ αν ιδωθεί ιστορικά. Όλοι αυτοί μάχονταν - κι ας το έβλεπε ο καθείς από διαφορετική ιδεολογική σκοπιά - για τον ίδιο "χιλιόχρονο πολιτισμό", με τη διαφορά ότι ο Άιχεντορφ δεν συμπεριλάμβανε τον καπιταλισμό σε αυτόν τον πολιτισμό αλλά τον έβλεπε μαζί με τον κομμουνισμό ως καταστροφείς του (και γι' αυτό ήταν πραγματικός Ρομαντικός), ενώ αυτοί - οι Χίτλερ, οι Κρουπ, οι Φράνκο - τον συμπεριλάμβαναν και ήθελαν να τον διατηρήσουν.
Σαφώς, αλλά και το 1945 δεν ήταν 1918. Όλες οι επαναστάσεις που αναφέρεις έγιναν εναντίον θρόνων και όχι εναντίον καπιταλιστών. Το γνώριζαν πολύ καλά αυτό τα καθάρματα που κέρδιζαν τον ΒΠΠ.
"Να ήταν οι αστοί (Αμερικάνοι-Γερμανοί) τόσο σίγουροι ότι δεν θα γινόταν το ίδιο και στον Β' π.π.; Το φυλλοκάρδι τους έτρεμε, ήταν ένας κόσμος γεμάτος παρτιζάνικα αντάρτικα, δεν ήταν ο κόσμος του σημερινού λήθαργου, οπότε να λέμε ότι "δεν ανησυχούσαν" για ένα τέλος του πολέμου με λαϊκές εξεγέρσεις στις χώρες των ηττημένων (Γερμανία-Ιταλία) δεν είναι ορθό."
Δύσκολο να ισχύει. Στην Γερμανία, την Αυστρία και την κεντρική Ευρώπη δεν ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη του κομμουνιστικού αντάρτικου. Σχεδόν δεν υπήρχε. Αντιθέτως εκεί που υπήρχε σοβαρό κομμουνιστικό αντάρτικο ήταν εκεί που υπήρχε παραδοσιακή ιμπεριαλιστική αγγλική παρουσία ή μακροχρόνια φιλελεύθερη ιδεολογική επιρροή (πχ. Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Βαλκάνια).
Μετά το 1945 προφανώς συνεργάστηκαν με τα εβραιοαμερικανικά σκυλιά πολλοί πρώην εθνικοσοσιαλιστές. Αλλά αυτό δεν αφορά το θέμα μας. Είναι αηδιαστικό μεν. Αλλά άσχετο με το αν φοβούνταν κομμουνιστική επανάσταση στην κεντρική Ευρώπη όσο ήταν Χίτλερ αρχηγός του γερμανικού κράτους.
Την προσέγγιση με τον Στάλιν μετά την αποτυχία της εκστρατείας στην Σοβιετική Ένωση μάλλον δεν την έκαψε ο Χίτλερ. Μπορεί να μην ήταν η πρώτη του επιλογή αλλά στην ανάγκη δεν μπορεί να ήταν ηλίθιος και να κάψει την μοναδική σανίδα σωτηρίας του. Ασυνεννοησία και ανταγωνιστικά συμφέροντα από πυρήνες εξουσίας του Ράιχ ήταν το θέμα όπως φαίνεται. Αυτό συνέχισε μέχρι τις τελευταίες ώρες του Ράιχ όπου οι αχυράνθρωποι του Χίτλερ ανταγωνίζονταν για αξιώματα ενός διαλυμένου κράτους πριν στραφούν εναντίον του (διεκδικώντας και πάλι αξιώματα για τους εαυτούς τους). Πάπεν και Ρίμπεντροπ έβλεπαν καχύποπτα ο ένα ςτον άλλον. Ο Πάπεν είχε τις άκρες για να κάνει την προσέγγιση με τους Ρώσους αλλά ο Ρίμπεντροπ ήταν υπουργός εξωτερικών ενώ ο Πάπεν απλός πρέσβης στην Τουρκία. Όταν ο Ρίμπεντροπ έμαθε ότι ο Πάπεν είχε κάνει τις πρώτες ανεπίσημες επαφές απαίτησε να αναλάβει αυτός το θέμα με την επίσημη γραφειοκρατική διαδικασία. Αυτή η βλακεία ήταν αρκετή για να γίνουν γνωστές οι παρασκηνιακές πρώτες επαφές στους Αμερικανούς (πράγμα που τους έκανε να προσφέρουν μια καλύτερη πρόταση στον Στάλιν από εκείνη των Γερμανών) και στην "μαύρη ορχήστρα" του Στάουφενμπεργκ-καμαρίλας των φιλοδυτικών βασιλοφρόνων του Ράιχ (που άσκησαν αμέσως πιέσεις για να ματαιωθεί το σχέδιο).
Αντιρωσισμός στους γιούνγκερς υπήρχε σε αρρωστημένο βαθμό. Σύμφωνα με τον (επίσης συνεργαζόμενο με τους δυτικούς μετά τον πόλεμο Σκορτσένυ ) ακόμη και ο εξαιρετικός αρχηγός των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών στον ΑΠΠ, που μπορούσε ν προσφέρει μεγάλη βοήθεια στον ΒΠΠ, απομονώθηκε και τέθηκε σε παρακολούθηση γιατί είχε συμβάλει στην συμφωνία τερματισμού του πολέμου με την Ρωσία (υπέρ της Γερμανίας) και στο Μπρεστ Λιτόφσκ στον ΑΠΠ!!!
Για το Ρίμπεντροπ-Μολότοφ έχω καταλήξει ότι και οι δύο (Γερμανία-ΕΣΣΔ) το υπέγραψαν τότε ως προσπάθεια αποτροπής κάποιου μεγάλου συνασπισμού του ενός κατά του άλλου με τους Δυτικούς (ο Στάλιν φοβόταν αγγλο-γαλλο-γερμανικό, ο Χίτλερ αγγλο-γαλλο-ρωσικό). Από τα επίσημα κομματικά κείμενα και των δύο χωρών την περίοδο 1939-41 βλέπουμε μεν πολύ αντι-αγγλισμό (πάρα πολύ όμως, και στους δύο), αλλά δεν βλέπουμε την παραμικρή προσπάθεια ιδεολογικοποίησης του συμφώνου: ούτε φιλομπολσεβικικά έγιιναν τα κομματικά γραπτά του NSDAP ούτε φιλοΕ/Σ τα αντίστοιχα του ΚΚΣΕ, που σημαίνει ότι και οι δύο το έβλεπαν ως μια καθαρά γεωπολιτική λύση ανάγκης, όχι για προοπτική στρατηγικής ή ιδεολογικής συμμαχίας.
Το γεγονός ότι από όλους τους μεγάλους Γερμανούς καπιταλιστές, μόνο ο Τίσεν διαφώνησε ανοιχτά με το Ρίμπεντροπ-Μολότοφ και έφυγε από τη Γερμανία, σημαίνει μάλλον ότι οι άλλοι μεγαλοαστοί και Γιούνκερ αντιλαμβάνονταν την τακτική φύση του συμφώνου και δεν τσίνησαν όταν ο Χίτλερ το αποφάσισε - ενώ σίγουρα θα τσινούσαν αν υποπτεύονταν ότι το σύμφωνο θα ήταν μόνιμης, στρατηγικής φύσης.
Βέβαια αν ένας από τους δύο (Χίτλερ-Στάλιν) θα ήταν ποτέ ανοιχτός προς μια συμφιλίωση, αυτός θα ήταν ο Στάλιν, γιατί δεν είχε τις ρατσιστικές αγκυλώσεις του Χίτλερ, και, ακόμα και ως προς το ιδεολογικό, ως και διαρκούντος του πολέμου, το Νοέμβρη του '41, λέει σε ομιλία του ότι "οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές ως το 1938 δεν ήταν ιμπεριαλιστές, απλά μάζευαν τα διάφορα κομμάτια της μητέρας Γερμανίας". Αλλά πέραν αυτού, και γεωπολιτικά-γεωοικονομικά να το δει κανείς, ο Στάλιν είχε ήδη έναν αχανή ζωτικό χώρο και δεν ένιωθε να ασφυκτιά γεωγραφικά, όπως ένιωθαν οι "Volk ohne Raum" (λαός χωρίς χώρο) Γερμανοί.
Ο Χίτλερ αντίθετα ήταν όχι απλά λυσσασμένος αντικομμουνιστής ιδεολογικά, αλλά και ακόμα πιο λυσσασμένος αντισλάβος ρατσιστής, πεπεισμένος ότι ο χειρότερος Γερμανός μπορεί να διοικήσει την Ανατολή καλύτερα από τον καλύτερο Σλάβο, και εξίσου παθιασμένος αντιεβραίος και, πέρα απ' αυτά, το κατεστημένο της Γερμανίας ένιωθε να ασφυκτιά γεωγραφικά και να θεωρεί τη μη κατάκτηση αχανών εκτάσεων στην Ανατολή ως εθνική αυτοκτονία (και, προφανώς, μια συμφωνία το 1942-43 με τον Στάλιν θα σήμαινε την οριστική εγκατάλειψη του στόχου αυτής της κατάκτησης από τη Γερμανία, σε μια περίοδο που ο γερμανικός καπιταλισμός δεν είχε ακόμα βεβαιωθεί ότι έχει χαθεί ο πόλεμος).
Οπότε, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, γεωπολιτικά, βγάζει πολύ περισσότερο νόημα να ήταν ο Χίτλερ αυτός που τορπίλιζε τις συνομιλίες - χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι ο αντιδραστικός φεουδάρχης Πάπεν και οι Γερμανοί μεγαλοαστοί εμπνευστές του Drang nach Osten απαλλάσσονται από τις ευθύνες τους.
https://youtu.be/Zn38TLpvRp0?si=JI57U8WDALSd7xbI
Στο 20.59 ο Βρετανός ιστορικός αναφέρει την εν λόγω πρόταση του Στάλιν που απο οτι καταλαβαίνω έγινε τέλη του 43, δηλαδή όχι απλά μετά το Στάλινγκραντ αλλά και μετά το Κουρσκ και την απόβαση στη Σικελία. Αναφέρει εν τάχει ότι οι Ρίμπεντροπ, Γκέμπελς ήταν ενθουσιασμένοι και βέβαιοι ότι ο Χίτλερ θα την δεχτεί. Αλλά τελικώς οι Χίτλερ, Χίμλερ την απέρριψαν.
Το βίντεο έχει να κάνει με τις απόπειρες Χίμλερ να έρθει σε.συννενοηση με τους Αγγλοσάξονες πολύ πρίν το 45.
Στην Ρωσία, όμως, υπήρχε ακόμη κάπου "αιωρούμενος πολιτικά" ο Τσάρος. Στις γερμανικές χώρες πράγματι δεν υπήρχαν οι αυτοκράτορες. Εκεί που ακόμη υπήρχε τσάρος η επανάσταση πέτυχε, εκεί που δεν υπήρχαν αυτοκράτορες απέτυχαν.
Στο θέμα Πάπεν- Ρίμπεντροπ-Χίτλερ ασχέτως του πόσο διαπλεκόμενος και σκοτεινός ήταν ο Πάπεν, μάλλον ήταν αδύνατον να ναρκοθέτησε αυτός την συνεννόηση με τους Ρώσους. Ήταν το πρώτο βιολί από γερμανικής πλευράς. Αυτός την ξεκίνησε λόγω επαφών του με τον ρωσικό παράγοντα και εδαφικής εγγύτητας λόγω της παραμονής του στην Τουρκία. Ο χιτλερικός Σκορτσένυ είχε περιγράψει με θετικό πρόσημο αυτή την προοπτική συμφωνίας με την Ρωσία και θεωρούσε τον Ρίμπεντροπ υπεύθυνο για το ναυάγιο. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα το θέμα, πάντως.
"Αλλά πέραν αυτού, και γεωπολιτικά-γεωοικονομικά να το δει κανείς, ο Στάλιν είχε ήδη έναν αχανή ζωτικό χώρο και δεν ένιωθε να ασφυκτιά γεωγραφικά, όπως ένιωθαν οι "Volk ohne Raum" (λαός χωρίς χώρο) Γερμανοί."
Ναι, αλλά και οι Γερμανοί είχαν ένα μεγάλο κίνητρο. Την αναμενόμενη επικείμενη στρατιωτική καταστροφή. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας στην Ρωσία και την αναμενόμενη εξάντληση του Ρόμελ στην Αφρική η ιδέα ότι ο πόλεμος χάθηκε είχε απλωθεί στο γερμανικό στράτευμα. Ο Σκορτσένυ θυμόταν ότι πριν ακόμη εντοπίσει που έκρυβαν τον Μουσολίνι ο Μπαντόλιο και η ομάδα του, όσο εργαζόταν με τους αλεξιπτωτιστές του και τις υπηρεσίες πληροφοριών στην Ιταλία, συζητούσε με τους στρατιωτικούς της Βέρμαχτ και θεωρούσαν όλοι ότι ο πόλεμος είχε ήδη χαθεί. Δεν μπορεί να μην γνώριζε το επιτελείο αυτή την διάχυτη άποψη. Όσο και αν ο Χίτλερ έχανε επαφή με την πραγματικότητα καθώς ερχόταν το τέλος, άπαντες γνώριζαν ότι ακόμη και αν δεν γινόταν η απόβαση στην Νορμανδία (που ίσως δεν περίμεναν) η απόβαση στην Ιταλία ή την Ελλάδα ήταν θέμα χρόνου με απώτερο σκοπό να ενωθούν τα δυτικά στρατεύματα από τον νότο με εκείνα των σοβιετικών που θα προέλαυναν από την ανατολή. Ακόμη και σε αυτό το πιο ευνοϊκό σενάριο για την Γερμανία (χωρίς την απόβαση στην Νορμανδία στα υπόψη) δεν υπήρχε πιθανότητα αποτροπής μεγάλων εδαφικών απωλειών και καταστροφής του Ράιχ, παρά μόνο με συμφωνία με τους Ρώσους.
Το άλλο σενάριο ήταν Χίτλερ ως το τέλος και πόλεμος μέχρις εσχάτων (αλλά ΟΧΙ επανάσταση, γιατί ο λαός υπό τον Χίτλερ έβλεπε ακόμα τον πόλεμο ως Πατριωτικό, ενώ υπό τον Στάουφενμπεργκ δεν θα τον έβλεπε έτσι).
Αυτό λέει ο Rosznyai με πηγή τον Gossweiler (λινκ άνωθεν) ότι ήταν που έκανε τη μεγάλη μερίδα των Γερμανών καπιταλιστών να αφήσουν τα SS να σφάξουν τον Στάουφενμπεργκ. Όχι ότι αγάπησαν οι αστοί τον Χίτλερ και τα SS, αλλά ότι υπολόγισαν κυνικά ανάμεσα στα δύο σενάρια, μαζί με τα ρωσογερμανικά προηγούμενα του 1917-18, και είπαν "εδώ που φτάσαμε, fuck it, καλύτερα Αδόλφος παρά αβεβαιότητα".
.. βγάλουν από τη μέση. Κάποιοι σε ζηλεύουν για τις ερωτικές σου επιδόσεις και γι αυτό σε κακολογούν. Μάλιστα.. Τον ζουρλομανδύααα !
Θα συμβουλεύαμε τους συναγωνιστές που παίρνουν στα σοβαρά τέτοια μυαλά να δουν το θέμα υπό το κωμικό του πρίσμα. Αν παίρνετε αυτούς τους τύπους στα σοβαρά και ρωτάτε περιμένοντας αποκρίσεις με ηθικό περιεχόμενο τότε παιδιά δεν έχετε καταλάβει ακόμα τους ανθρώπους που επί τόσα χρόνια ήταν οι προμετωπίδες του χώρου. Μας δικαιώνετε που ανεβάζουμε το 1/4 των σχολίων που γράφουν. Χρειάζονται πολλά ακόμη παραδείγματα για να καταλάβετε τι συμβαίνει.
ανοιξε ρεστωραν ξανά,ο Τέλις βάζει
πλάτες.
Υπερωρίες χτυπούν οι Σεφ και τα γκαρσονια τρέχουν,
εξωτικές οι συνταγές,μα λίγοι τις
κατέχουν.
Αν θες Λεμούριο παστουρμά ή μπακαλιάρο Θούλης,
σύρε να βρεις το ρεστωραν,
χασκογελα ένας κούλης.
Για δείτε το Λεμούριο με ύφος υπεράνω,
προβιά βραστή και κόκκινη θέλει με
σκόρδο επάνω.
Από κοντά και ο Τέλις του με τις
ψηλές τις μπότες,
αισθητική προδιαγραφών,με σήμα
τις μπομποτες.
Όταν μιλούν τεντώνονται και όταν διατάζουν κλάνουν,
Σπαγγέτι της Τσινετσιτά,
υμνούν και απολαμβάνουν.
Δεν είναι Παρατράγουδα μιας Πολυκατοικίας,
το Θοδωρή ξεπέρασαν,ως Μαιτρ δολοπλοκιας.
Και οι δυο τους καπηλευονται,αυτό
που έχουν αφήσει
οι προγενέστερες γενιές,σε Ανατολή και Δύση.
«Για δώδεκα χρόνια υποφέρω και αισθάνομαι πόνο με όλες μου τις αισθήσεις, τα μέλη μου έχουν βασανιστεί επτά φορές, οι αδαείς με έχουν καταραστεί και χλευάσει, το φως του ήλιου έχει αποσυρθεί από μένα, οι μύες μου είναι σχισμένοι, τα οστά μου έχουν σπάσει, η σάρκα μου έχει σχιστεί, κοιμάμαι σε σκληρό έδαφος, είμαι αλυσοδεμένος, το αίμα μου έχει χυθεί, Έχω υποβληθεί στις πιο σκληρές φρικαλεότητες, το φαγητό μου είναι ανεπαρκές και χαλασμένο… Οι δυνατοί αυτής της γης κάνουν ένα υποπόδιο από ανθρώπινα σώματα και μετατρέπουν τις ψυχές τους σε αιχμάλωτα πουλιά..., οι πόνοι και τα δάκρυα των αδυνάτων γίνονται ένα παιχνίδι για την ασεβή οργή των δυνατών, τα σπασμένα μέλη μας λαβές για τα όργανα βασανιστηρίων με τα οποία μας βασανίζουν, μάς μετατρέπουν σε κατασκόπους και ψευδομάρτυρες, που μας κάνουν να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, ακόμα κι αν είμαστε αθώοι...»
Πέθανε στις 21 Μάη 1639, μερικά χρόνια μετά την απελευθέρωσή του.
Αν δεν δημοσιευθούν, από την άλλη, έστω λίγα απ' όσα τέτοια σχόλια έρχονται είσαι σίγουρος ότι θα έχουμε μια καθαρή εικόνα του τι σημαίνει χώρος;