του Σταμάτη Μαμούτου
Όταν πριν από λίγο καιρό είδα σε μια διαφήμιση ότι στους κινηματογράφους θα προβαλλόταν ένα ελληνικό θρίλερ, το οποίο θα διέθετε δυνατό –για τα δεδομένα της χώρας μας– καστ ηθοποιών και καλή παραγωγή, η αλήθεια είναι πως ένα αμυδρό χαμόγελο αισιοδοξίας έσπασε στο μόνιμα συννεφιασμένο, κατά τους τελευταίους μήνες, πρόσωπό μου. Έχοντας μόλις παρακολουθήσει τελικά το έργο, ομολογώ ότι το χαμόγελό εκείνο έγινε πλατύτερο. Βεβαίως, αναφέρομαι στο κινηματογραφικό έργο που φέρει τον τίτλο «Μαριονέτες» και έχει σκηνοθετήσει ο Παντελής Καλατζής.
Στις «Μαριονέτες» τους ρόλους του σεναρίου υποδύονται ηθοποιοί όπως ο Γιώργος Κιμούλης, ο Αλέξης Γεωργούλης, η πολύ καλή Γιούλικα Σκαφίδα, ο Τάσος Νούσιας, ο Άκης Σακελαρίου, η Κλέλια Ρένεση, ο Γιώργος Χρανιώτης, η Σόφη Ζανίνου, η Ναταλία Δραγούμη, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και άλλοι. Όπως θα θυμάται ο παλιός μου συμμαθητής και cinefil Δημήτρης Πατμανίδης, σε παλαιότερή μας συζήτηση του είχα εκφράσει την απορία αν θα μπορούσαν Έλληνες ηθοποιοί να σηκώσουν το ερμηνευτικό βάρος μιας παραγωγής, η οποία θα υπερέβαινε τα δεδομένα της μετριότητας στην οποία έχει περιέλθει τις τελευταίες δεκαετίες ο ελληνικός κινηματογράφος. Να, λοιπόν, που οι «Μαριονέτες» μου έδωσαν την ευκαιρία να το διαπιστώσω. Και μάλιστα, η απάντηση που προέκυψε είναι πέρα από κάθε αμφιβολία θετική. Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι πρωταγωνιστές της ταινίας κατάφεραν, σε γενικές γραμμές, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της.
Οι «Μαριονέτες» είναι ένα δυνατό θρίλερ που θεματολογικά κινείται κάπου ανάμεσα στα «Πορφυρά Ποτάμια» και στον «Κώδικα Ντα Βίντσι», ενώ υπάρχουν και σκηνές που αποκαλύπτουν σκηνοθετικές επιρροές από την «Ένατη Πύλη» του Ρομάν Πολάνσκι. Η ταινία του Καλαντζή αποπνέει μια ατμόσφαιρα άλλοτε ρομαντικά σκοτεινή και άλλοτε αγωνιώδη. Τοπία της ελληνικής επαρχίας και όμορφα σημεία του αγαπημένου μου κέντρου των Αθηνών, όπως η σιδερένια πύλη του κτιρίου που φιλοξενούσε μεσαιωνικό ιπποτικό τάγμα στην οδό Ακαδημίας, συνθέτουν τον φαντασιακό πίνακα της φιλμικής αφήγησης, εντός του οποίου ξεδιπλώνεται η υπόθεση του έργου.
Η εν λόγω υπόθεση έχει ως αφετηρία την δολοφονία ενός δημοσιογράφου. Ένας συνάδελφός του αρχίζει να ερευνά τα στοιχεία του φόνου και ξετυλίγοντας το κουβάρι ανακαλύπτει ότι το μυστηριώδες αυτό έγκλημα αποτελεί σημείο που τέμνονται αντίρροπα συμφέροντα και σχεδιασμοί μεγαλοαστών επιχειρηματιών, ανθρώπων του υποκόσμου, αξιωματικών της αστυνομίας, προσώπων των media και της πολιτικής. Ωστόσο, το μεγάλο μυστικό που απειλείται με αποκάλυψη είναι πως όλοι αυτοί συνδέονται αφανώς στο δίκτυο πανίσχυρων, μυστικών, μασονικών οργανώσεων.
Μπορεί σε ορισμένες σκηνές της ταινίας τα συμπεράσματα να προκύπτουν ευκολότερα απ’ ότι θα έπρεπε. Μπορεί, επίσης, σε κάποια σημεία που οι διάλογοι αποκτούν φιλοσοφικό και θεωρητικό υπόβαθρο να χρειαζόταν μεγαλύτερη γνώση και προσεκτικότερη επιμέλεια. Ενδεχομένως η σκηνή στην οποία ο δημοσιογράφος διεισδύει στα άδυτα της μυστικής εταιρίας να υφίσταται απλώς και μόνο για να αποτυπώσει –με σαγηνευτικό είναι η αλήθεια τρόπο– την ελληνική εκδοχή της παρόμοιας σκηνής που υπάρχει και στο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Κιούμπρικ. Επιπλέον, η επανάληψη κάποιων κλισέ, όπως για παράδειγμα αυτού των μόνιμα κουστουμαρισμένων μπράβων (ακόμη κι όταν εκείνοι δρουν επιχειρησιακά), αποτελούν αφηγηματικά φάλτσα και ενδεχομένως υπόρρητα απομεινάρια επιρροών της αισθητικής ταινιών τύπου «Pulp Fiction». Ίσως, τέλος, μια δεύτερη παρακολούθηση να αποκαλύψει επιμέρους νοηματικές αδυναμίες. Εντούτοις, τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι τόσο σοβαρό ώστε να αλλάξει το τελικό συμπέρασμα. Οι «Μαριονέτες» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Μια ταινία που μεγαλώνει συνολικά την αξία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ιδιαίτερης μνείας αξίζει η προσέγγιση του σκηνοθέτη και των σεναριογράφων[1] στο φαινόμενο των τεκτονικών μυστικών οργανώσεων. Μια προσέγγιση η οποία, μολονότι στην κινηματογραφική της αφήγηση, και προκειμένου να σαγηνεύσει τον θεατή, αποκτά γνωρίσματα φαντασιακής ατμοσφαιρικότητας αντίστοιχης με εκείνης των σύγχρονων ιστορικών μυθιστορημάτων τύπου Νταν Μπράουν, υπενθυμίζει ταυτόχρονα –σε όσους σκέπτονται πολιτικά– την ύπαρξη ενός κοινωνικοπολιτικού φαινομένου βαθιά συστημικού, αφανούς και διαχρονικά ύποπτου. Μια προσεκτική ματιά σε ορισμένες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα εκείνη της αλβανικής καταγωγής των μαφιόζων που λειτουργούν ως μπράβοι και εκτελεστές των εν ελλάδι μασονικών στοών, ενδεχομένως να αποκαλύπτουν περαιτέρω στοιχεία του φαινομένου. Στοιχεία που ασφαλώς, όπως δείχνει και η ταινία, οι δημοσιογράφοι -για κάποιον παράξενο λόγο- δεν αποκαλύπτουν ποτέ. Κοντολογίς, για μια ακόμη φορά, η φανταστική αφήγηση αποκαλύπτει την αλήθεια, σε όσους, βέβαια, δύνανται να την αντιληφθούν και να την αντέξουν.
Συνοψίζοντας, προτείνω ανεπιφύλακτα τις «Μαριονέτες» σε όλους τους αναγνώστες της λογοτεχνίας του φανταστικού και στους φίλους του κινηματογράφου. Μετά από πολλά χρόνια μια ελληνική ταινία ανταγωνίζεται με κάποιες αξιώσεις τις μεγάλες παραγωγές του εξωτερικού.