Η άθλια εικόνα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στον αγώνα ενάντια στην Ιταλία σηματοδότησε κάτι από την κατάρρευση της παρούσας κυβέρνησης. Με την ανοχή και την προώθηση του Υφυπουργείου Αθλητισμού, το ελληνικό ποδόσφαιρο, και ασφαλώς, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, πέρασαν τα τελευταία χρόνια στα χέρια των ανθρώπων που κινούνται στο περιβάλλον γνωστού ιδιοκτήτη ΠΑΕ της Θεσσαλονίκης. Και τα αποτελέσματα είναι ορατά...
Όλα αυτά τα χρόνια που έμεινε στην κυβέρνηση ο Συριζα δεν κατάφερε να χτυπήσει κανένα κατεστημένο. Πέτυχε, απλώς, να αλλάξει ορισμένους από τους διαχειριστές της παρακμής των καιρών μας. Αυτό συνέβη και στο ποδόσφαιρο.
Όσον αφορά τον αγώνα της εθνικής, μπορεί η διαφορά κλάσης από τους Ιταλούς να ήταν ορατή, αλλά δεν θα σταθούμε στο προφανές. Το πιο ανησυχητικό ήταν η όλη ατμόσφαιρα αποσύνθεσης, ημι-παράνοιας και φοβικού επαρχιωτισμού, που ανέδυε συνολικά η αύρα της αποστολής. Αν προσθέσουμε και την ανοργανωσιά στην διανομή των εισιτηρίων (γύρω στις 2000 θεατές μπήκαν στις εξέδρες 20 λεπτά μετά την έναρξη του αγώνα, επειδή στα εκδοτήρια του μεγαλύτερου σταδίου της χώρας υπήρχαν ελάχιστοι υπάλληλοι), φρονούμε ότι γίνεται κατανοητή η όλη κατάσταση.
Στα της κερκίδας τώρα, υπήρχε ένα ευχάριστο κι ένα δυσάρεστο. Το ευχάριστο είναι ότι οι εκατό πιτσιρικάδες που έκαναν εξέδρα, διαπνέονταν από πατριωτικό φρόνημα και τα συνθήματά τους κάλυπταν μια γκάμα, που είχε ως αφετηρία το ποδόσφαιρο και απλωνόταν μέχρι την μνήμη του Κωνσταντίνου Κατσίφα. Αμφιβάλλουμε, όμως, αν οι έφηβοι αυτοί έχουν την παραμικρή ιδέα για το πολιτικό και οικονομικό παρασκήνιο, στο οποίο είναι ναρκοθετημένο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Επιπλέον είναι προφανές ότι χρειάζεται περισσότερη οργάνωση και συμμετοχή από μεγαλύτερες ηλικίες, προκειμένου αυτή η μαγιά να αποτελέσει κανονική εξέδρα φανατικών, με σωστές αισθητικές επιλογές και σωστή παρουσία στα γήπεδα.
Το δυσάρεστο, από την άλλη, είναι ότι ο υπόλοιπος κόσμος που παρακολουθεί την εθνική δεν είναι «καθαυτό ποδοσφαιρικός». Δυστυχώς, το life style σύνδρομο του 2004 (όταν και ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο τα ΜΜΕ του αστικού κατεστημένου και κατάφεραν να αλλοιώσουν τον λαϊκό χαρακτήρα της εξέδρας) είναι ακόμη κυρίαρχο. Μιλώντας για το «σύνδρομο του 2004» δεν εννοούμε ασφαλώς τους οπαδούς που ακολούθησαν την εθνική στην Πορτογαλία (ανάμεσα στους οποίους ήταν και δικά μας παιδιά), αλλά πολλούς εξ όσων συμμετείχαν στο κύμα ενδιαφέροντος για τον αθλητισμό το οποίο σηκώθηκε από τα αστικά M.M.E. εκείνη την εποχή, σε συνδυασμό με την έλευση των Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα.
Διαβάσαμε σε διάφορα sites ότι το ΟΑΚΑ, ακόμη κι αν έχει πολύ κόσμο, δεν θα γίνει ποτέ δυνατή έδρα για την εθνική. Πρόκειται για μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή είναι αυτή που προαναφέραμε. Όταν έχεις ένα γήπεδο γεμάτο αστούς, ευρωπαϊστές, που ακολουθούν τις επιταγές του postmodern soccer της UEFA και αρχίζουν να βρίζουν τους φανατικούς πιτσιρικάδες, επειδή πέταξαν ένα καπάκι πλαστικού μπουκαλιού στο ταρτάν, ακόμη και στην Ριζούπολη να παίξουμε έδρα δεν θα έχουμε.
Κατά την δεκαετία του '90, ο Πέτρος Κωστόπουλος έφερε την life style γελοιότητα στα γήπεδα του μπάσκετ. Μοντέλες, φλώροι και κάθε λογής αστικοφιλελεύθερο σκουπίδι άρχισε να συχνάζει στις εξέδρες, προκειμένου να γνωριστεί με κάποιον αθλητή, αλλά και γιατί το μπάσκετ ήταν "in" στην αγοραία λογική τους. Με την έλευση της κυβέρνησης Σημίτη, η παρακμή αυτή απλώθηκε σε όλη την ελληνική κοινωνία. Σταδιακά και στο ποδόσφαιρο.
Ό,τι απέμεινε που να θυμίζει τα παλιά βρίσκεται στα πέταλα των φανατικών. Αλλά κι εκεί, οι διαφορές από τις heavy metal days του παρελθόντος είναι πλέον μεγάλες. Ο αυθορμητισμός έχει αντικατασταθεί από μια οργανωτική δομή συνωμοτικού τύπου. Οι διοικήσεις παίζουν πια τον πρώτο ρόλο. Και οι αισθητικές (στο ντύσιμο, στις μουσικές επιλογές κλπ των πιτσιρικάδων) δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνες του παρελθόντος.
Αν ανατρέξουμε στην γραμματεία του 19ου αιώνα θα διαπιστώσουμε ότι ο θεωρητικός του ελληνικού Ρομαντισμού, Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος, είχε υποστηρίξει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ριζωμένες βαθιά στους αιώνες δυο διαφορετικές κουλτούρες. Η μια είναι αυτή των κυβερνητικών στρωμάτων και η άλλη εκείνη του λαού. Μισό αιώνα αργότερα, ο Ίων Δραγούμης, στα έργα «Όσοι Ζωντανοί» και «Ελληνικός Πολιτισμός», είχε επεκτείνει την ανάλυση του Ζαμπέλιου, υποστηρίζοντας ότι σε αυτή την διαπάλη η κουλτούρα του ελληνικού λαού, στην οποία εδράζονταν τα αυθεντικά στοιχεία του ελληνικού ψυχισμού, θα έπρεπε να εξουδετερώσει την κουλτούρα της «λογιώτατης» ελίτ, η οποία ήταν δυτικότροπη, κοσμοπολιτική και επιδερμικά αστική. Πολλά χρόνια αργότερα ο φιλελεύθερος ακαδημαϊκός Νικηφόρος Διαμαντούρος, έσωσε την δική του εκδοχή πάνω στην διαπάλη των δυο αυτών παραδόσεων από την μεριά της αστικής τάξης. Και υποστήριξε, ακολουθώντας την γραμμή του Κοραή, ότι, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι ρομαντικοί, η αστική και κοσμοπολιτική κουλτούρα της δυτικότροπης ελίτ πρέπει να επικρατήσει στην Ελλάδα εις βάρος της λαϊκής (παρωχημένης, σύμφωνα με την ορολογία του Διαμαντούρου).
Ο προσανατολισμός στον οποίο στρέφεται η ανάλυση του Διαμαντούρου άρχισε να γίνεται πράξη στην Ελλάδα με ταχύτατους ρυθμούς, από την εποχή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπέγραψε την συνθήκη του Μάαστριχτ και ενέταξε την χώρα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, θεμελιώθηκε, με την υποστήριξη των υποκινούμενων από την γερμανική (κυρίως) και την αμερικανική (ασφαλώς) πρεσβεία, τηλεοπτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, κατά την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη. Έκτοτε, οι κατασκευασμένες «μόδες» που επικρατούν στις τάσεις της ελληνικής κοινωνίας συμπιέζουν και εξαφανίζουν τις συμπεριφορές και τις αισθητικές που έχουν τις καταβολές τους στην λαϊκή ελληνική κουλτούρα και μετατρέπουν την ελληνική κοινωνία, καθημερινά, σε ένα ατομικιστικό και καταναλωτικό μόρφωμα.
Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης είναι ορατές σε όλο το φάσμα του κοινωνικού μας βίου. Στο γήπεδο, για παράδειγμα, η εξέλιξη αυτή έχει να κάνει με όλες τις αγκυλώσεις του postmodern soccer. Ο καταναλωτισμός, οι συνεχείς αγώνες ακόμη και το καλοκαίρι, η έλλειψη παικτών- συμβόλων για τις ομάδες λόγω των συνεχών μεταγραφών, η έλλειψη εθνικών χαρακτηριστικών στις εντεκάδες των ομάδων, η ποινικοποίηση της οπαδικής κουλτούρας, η βιομηχανοποίηση του τρόπου παιχνιδιού, η έλλειψη φαντασίας, οι απαιτήσεις για καταβολή ταυτοτήτων και ΑΦΜ προκειμένου να πάρει κανείς ένα εισιτήριο και, ασφαλώς, η μετατροπή των κερκίδων από χώρο συνάθροισης ανθρώπων με λαϊκές καταβολές σε πεδία που θυμίζουν θέατρα ή κινηματογράφους.
Σε όσους υποστηρίζουν με ευχολόγια, λοιπόν, ότι η εθνική ποδοσφαίρου πρέπει να έχει πιο δυνατή έδρα, θα θυμίσουμε όλα τα παραπάνω. Καλό θα είναι να αντιληφθούν, δηλαδή, ότι για να γίνει ένα γήπεδο έδρα δεν αρκεί ένα πέταλο φανατικών. Για παράδειγμα, στο ευρωμπάσκετ του 1987 δεν υπήρχε οργανωμένο πέταλο φανατικών, αλλά το ΣΕΦ ήταν ηφαίστειο. Και τούτο γιατί το λαϊκό στοιχείο ήταν ακόμη δυνατό. Οι Έλληνες της εποχής ήταν διαφορετικοί από τους σημερινούς.
Προκειμένου να θυμηθούμε, λοιπόν, τι συνέβαινε όταν στο γήπεδο σύχναζε ο παλιός λαϊκός κόσμος της Ελλάδας (τότε που τα ιδρυτικά μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. ήμασταν έφηβοι και νεαροί), και για να μάθουν ορισμένοι τυχάρπαστοι της σύγχρονης δημοσιογραφίας αν μπορεί ή όχι το ΟΑΚΑ να γίνει έδρα, ας δούμε το παρακάτω video.
Σχόλια:
Ο Απείθαρχος είπε...
Αγαπητή ΦΛΕΦΑΛΟ,
Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον την ανάλυσή σου. Επειδή θυμάμαι αρκετά έντονα τα του ελληνικού ποδοσφαίρου από την δεκαετία του ’80 και έπειτα, θα ήθελα να σου πω την άποψή μου, τόσο για την ποιοτική διαφορά που πλέον εντοπίζουμε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, από την άποψη της ψυχοσύνθεσης και της εικόνας του κόσμου που πηγαίνει σε αυτά, όσο και για τις αιτίες που η εθνική ομάδα είχε απλά μια αναλαμπή το 2004, και τίποτε παραπέρα…
Για το γεγονός ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αναπτύχθηκε ποτέ όσο το μπάσκετ, ώστε να πρωταγωνιστεί η εθνική μας στην Ευρώπη, η αιτία ήταν η πολιτική. Το μπάσκετ, παρά την έκρηξή του στην δεκαετία του ’90, ποτέ δεν αποτέλεσε το χρήσιμο εργαλείο για τους εκάστοτε εθνικούς εργολάβους, οι οποίοι, μέσω του ποδοσφαίρου, θα διευκολύνονταν στις δοσοληψίες τους με τα κόμματα εξουσίας. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι το άφησαν στην ησυχία του (αν και τα τελευταία δύο χρόνια, διακρίνω ότι, τελικά, ούτε αυτό θα παραμείνει τελικά όρθιο.)
Και εξηγούμαι, για να πω τι πιστεύω ότι έγινε με το ποδόσφαιρο, και την κοινωνική αλλαγή που συνετελέσθη στις αρχές, αλλά άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα ορατή από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έπειτα:
Το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1980, έβρισκε το ελληνικό ποδόσφαιρο με τρία δυσαναπλήρωτα κενά: Το ένα ήταν αυτό του Μίμη Δομάδου, το άλλο ήταν αυτό του Μίμη Παπαϊωάννου, και το τρίτο, και ίσως σημαντικότερο, ήταν αυτό του έλληνα Τζώρτζ Μπεστ, του καλλιτέχνη της μπάλας Γιώργου Δεληκάρη. Η πολεοδομία του λεκανοπεδίου είχε αρχίσει να αλλάζει, ενώ άλλαζε και το ποδόσφαιρο που γινόταν ‘επαγγελματικό’ στα χαρτιά. Πλέον, οι αλάνες από τις οποίες ξεπήδησαν οι συγκεκριμένοι θρύλοι γίνονταν όλο και λιγότερες, και αντικαθίστανται από πολυκατοικίες και πεζοδρόμια...Ήταν αδύνατο να έρθει από τον Αργοναύτη ή τους Αμπελόκηπους ένας ποδοσφαιριστής και να γίνει αμέσως ηγέτης σε μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός…
Ωστόσο, αυτό το κενό, ήρθαν να το καλύψουν τρεις επίσης πολύ μεγάλης κλάσης ποδοσφαιριστές στην δεκαετία του ’80: Ο ένας, ήταν ο εκ Σοβιετικής Ένωσης ορμώμενος, παλιννοστούντας από την Παχτακόρ Τασκένδης, ο θρυλικός Νουρέγιεφ Βασίλης Χατζηπαναγής, ο δεύτερος ήταν ο Θωμάς Μαύρος και ο τρίτος ήταν ο Δημήτρης Σαραβάκος. Οι δύο τελευταίοι προερχόμενοι όχι από μια ομάδα ερασιτεχνική, όπως ο Αργοναύτης ή οι Αμπελόκηποι, αλλά από τον Πανιώνιο, μια ομάδα γνωστή για την αιμοδοσία ταλέντων προς το ελληνικό ποδόσφαιρο. Συνδετικός κρίκος σε αυτές τις δύο φουρνιές υπήρξε ο επίσης μεγάλος, ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας, με θητεία και στους δύο ‘μεγάλους’ του ποδοσφαίρου. Για τον μεν πρώτο, τον Χατζηπαναγή δηλαδή, το ελληνικό κράτος δεν φρόντισε ποτέ πραγματικά να επιδιώξει να ξεπεράσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια, ώστε ο Βάσια να καταφέρει να φορέσει τα γαλανόλευκα. Για τον δε δεύτερο, ακόμη αναρωτιέμαι γιατί ένας τέτοιος ποδοσφαιριστής έπαιξε μόλις 36 παιχνίδια με την εθνική μας. Απέμενε ο νεώτερος όλων, ο Δημήτρης Σαραβάκος, ο οποίος έφτασε στα μεγαλύτερα επίπεδα απόδοσης την μοιραία, για την Ελλάδα και το ποδόσφαιρο, διετία, 1987-88.
Ο Παναθηναϊκός της τετραετίας ’84-’88 υπήρξε μία από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, με σχεδόν αμιγώς ελληνική ενδεκάδα. Το άστρο του μεγάλου Σαραβάκου ήταν πραγματικά εκτυφλωτικό, ενώ φυσικά βοηθήθηκε πάρα πολύ και από την παρουσία των επίσης σπουδαίων ξένων που είχε τότε στις τάξεις του το τριφύλλι τότε, των Ζάετς και Ρότσα.
Έχει μείνει πολύ βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των φιλάθλων η πύρινη ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, στο ματς που αποτέλεσε το ξεκίνημα των μεγάλων επιτυχιών στην Ευρώπη, με την ολλανδική Φέγενορντ, ομάδα με την οποία είχε κλείσει ο Γιόχαν Κρόιφ την καριέρα του, ένα χρόνο νωρίτερα, ως πρωταθλητής Ολλανδίας. Αλλά επίσης, και η αντίστοιχη των οπαδών του Ολυμπιακού, στον αποκλεισμό επί του θρυλικού Αίαντα, ένα χρόνο νωρίτερα.
https://www.youtube.com/watch?v=eR8xUJhWkb4
Το έτος 1987, ο μεγάλος τότε Παναθηναϊκός και ο Σαραβάκος ήταν στο απόγειο της δόξας τους:
Στις 25 Μαρτίου της χρονιάς εκείνης, η εθνική αποσπά ισοπαλία με καταπληκτικό γκολ του Σαραβάκου, μέσα στο Ρότερνταμ από την Ολλανδία των Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Κούμαν, η οποία ένα χρόνο αργότερο θα στεφόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, εκκινώντας, στην ουσία, την δεύτερη μεγάλη φουρνιά του ολλανδικού ποδοσφαίρου μετά από εκείνη του ιπτάμενου Ολλανδού, Γιόχαν Κρόιφ. Έθετε, έτσι, η εθνική μας σοβαρή υποψηφιότητα για να είναι η νικήτρια του ομίλου και να περάσει εκείνη στα τελικά (τότε περνούσε μόνο ο πρώτος του ομίλου), κάτι που ίσως θα άλλαζε την ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Δυστυχώς, το τραγικό αποτέλεσμα της Βουδαπέστης με τους Ούγγρους, αλλά και το συγχωροχάρτι που έδωσε η ευρωπαϊκή ομοσπονδία στους βανδαλισμούς των ολλανδών οπαδών στον αγώνα με την Κύπρο, στέρησαν την ομάδα μας από μια πρόκριση που ίσως άλλαζε το επίπεδό της.
Στις 25 Μαρτίου της χρονιάς εκείνης, η εθνική αποσπά ισοπαλία με καταπληκτικό γκολ του Σαραβάκου, μέσα στο Ρότερνταμ από την Ολλανδία των Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ, Κούμαν, η οποία ένα χρόνο αργότερο θα στεφόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, εκκινώντας, στην ουσία, την δεύτερη μεγάλη φουρνιά του ολλανδικού ποδοσφαίρου μετά από εκείνη του ιπτάμενου Ολλανδού, Γιόχαν Κρόιφ. Έθετε, έτσι, η εθνική μας σοβαρή υποψηφιότητα για να είναι η νικήτρια του ομίλου και να περάσει εκείνη στα τελικά (τότε περνούσε μόνο ο πρώτος του ομίλου), κάτι που ίσως θα άλλαζε την ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Δυστυχώς, το τραγικό αποτέλεσμα της Βουδαπέστης με τους Ούγγρους, αλλά και το συγχωροχάρτι που έδωσε η ευρωπαϊκή ομοσπονδία στους βανδαλισμούς των ολλανδών οπαδών στον αγώνα με την Κύπρο, στέρησαν την ομάδα μας από μια πρόκριση που ίσως άλλαζε το επίπεδό της.
Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, ο μεγάλος ‘μικρός’ του ελληνικού ποδοσφαίρου, καταφέρνει τον απόλυτο άθλο: Αποκλείει σχεδόν μόνος του, με το τριφύλλι, την μεγάλη ιταλική Γιουβέντους του Ίαν Ρας, του Μίκαελ Λάουντρουπ και παγκόσμιου πρωταθλητή του ’82, Αντόνιο Καμπρίνι για το Κύπελλο Ουέφα, με δύο μυθικά γκολ, ένα στο ΟΑΚΑ, και ένα στο Τορίνο, και το όνομά του ακούγεται πλέον έντονα για πολλές ιταλικές ομάδες.
Ο Παναθηναϊκός επομένως, βρισκόταν εκείνα τα χρόνια σε μόνιμη ευρωπαϊκή τροχιά, το ζητούμενο, ωστόσο, για τον ανταγωνισμό, που ήταν η προϋπόθεση για να αλλάξει το ποδόσφαιρο επίπεδο, ήταν ο Ολυμπιακός…
Την ίδια περίοδο λοιπόν, από το τέλος του 1987, ο Ολυμπιακός περνούσε την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας του, μια κρίση, η οποία είχε αποτέλεσμα την εμφάνιση στο προσκήνιο του Γιώργου Κοσκωτά, ως σωτήρα της ομάδας. Προερχόμενος από τον ερασιτέχνη Παναθηναϊκό (μια λεπτομέρεια που ίσως λίγοι θυμούνται σήμερα), από νωρίς ο Κοσκωτάς, τρόμαξε τους αντίπαλους επιχειρηματίες και εκδότες, αποκτώντας παράλληλα και τεράστιο λαϊκό έρεισμα ως πρόεδρος του Ολυμπιακού. Το καλοκαίρι του 1988 λοιπόν, ο Κοσκωτάς αποφασίζει να αλλάξει το στάτους του ελληνικού ποδοσφαίρου, για τους δικούς του λόγους φυσικά, φέρνοντας στην Ελλάδα τον περιζήτητο τότε στην Μπουντεσλίγκα και το Καμπιονάτο, ‘ξανθό Πλατινί’. Φυσικά μιλάμε για τον Λάγιος Ντέταρι. Το ποσό που δαπανήθηκε για την μεταγραφή αυτή προκαλούσε τότε ίλιγγο, καθώς έφτανε το 1 δις δραχμές και ήταν η δεύτερη ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Μόνο η μεταγραφή του Μαραντόνα στην Νάπολι ήταν ακριβότερη ως τότε (αν δεν με απατά η μνήμη μου).
Ένα μόλις χρόνο μετά από τον θρίαμβο του eurobasket λοιπόν, ο λαϊκός κόσμος του μεγάλου λιμανιού, πλημμύρισε και πάλι, εντελώς αυθόρμητα, τον Πειραιά, αυτή τη φορά για να υποδεχθεί τον μεγάλο Μαγυάρο…Ο Κοσκωτάς, είχε πολύ μεγάλες βλέψεις για του ερυθρόλευκους, για τους δικούς του λόγους φυσικά, όπως είπα…Ο Γιούργκεν Κλίνσμαν φέρεται να φόρεσε τα ερυθρόλευκα για 15 ημέρες, ο Όλαφ Τον παραδέχτηκε χρόνια αργότερα την δελεαστική πρόταση του Κοσκωτά, αλλά προτίμησε τελικά την Μπάγερν με λιγότερα χρήματα, ενώ το όνομα του Μάρκο Βαν Μπάστεν ακουγόταν πάρα πολύ έντονα, μέχρι και πριν το ευρωπαϊκό του 1988, σαιζόν στην οποία είχε παίξει ελάχιστα, στην πρώτη του χρονιά στη Μίλαν του Μπερλουσκόνι. Όπως επίσης έντονα ακουγόταν, μετά το χρυσό στο euro του ’88 από την Ολλανδία (οπότε και η προσέγγιση του Ολλανδού ήταν πλέον αδύνατη), και αυτό του θρυλικού Πορτογάλου, Πάολο Φούτρε. Για την Ελλάδα, ο Κοσκωτάς, επεφύλασσε, το καλοκαίρι του ’88, την μεγαλύτερη μεταγραφή όλων των εποχών: Πρόσφερε το ιλλιγιώδες ποσό των 600 εκ. δραχμών στον Δημήτρη Σαραβάκο, ώστε να φορέσει τα ερυθρόλευκα…πρόταση που φυσικά ο ‘μικρός’ ήταν αδύνατον να αρνηθεί…
Τον Δεκέμβρη του ’87, ο Κοσκωτάς είχε φροντίσει ωστόσο, με το που ανέλαβε, να ανοίξει την όρεξη των οπαδών, φέρνοντας στην Ελλάδα τον συμπαίκτη του μεγάλου Μαραντόνα στην εθνική Αργεντινής, τον σκόρερ και τροπαιούχο του τελικού του Κόπα Λιμπερταδόρες, και κάτοχο του Διηπειρωτικού Κυπέλλου με την Ρίβερ Πλέητ, τον θρυλικό αλλά αδικοχαμένο, Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες. Ενώ από τον ελληνικό χώρο, το καλοκαίρι του ’88, έφερε τον Πειραιά 9 παίκτες από την εθνική ομάδα των ελπίδων, η οποία, λίγους μήνες νωρίτερα, είχε φτάσει στον τελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, συντρίβοντας τους Ολλανδούς με 5-0 στον ημιτελικό, και παίζοντας στον τελικό με την Γαλλία του νεαρού τότε Καντονά!
Το Μάϊο του 1988, επομένως, στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας μεταξύ του ανερχόμενου Ολυμπιακού, και του ακόμη πανίσχυρου Παναθηναϊκού, το ΟΑΚΑ πραγματικά φλεγόταν…Οι προσδοκίες ανοίγονταν τεράστιες και για τις δύο ομάδες…Η ατμόσφαιρα εκείνου του τελικού, ο παλμός των φιλάθλων, σε συνάρτηση με τις επερχόμενες προσδοκίες εκατέρωθεν, και το σασπένς του αγώνα, νομίζω δεν πρόκειται να αναπαραχθούν ποτέ ξανά, αποτελούν κάτι το μυθικό για τα σημερινά παγκόσμια δεδομένα…Στα αξιοσημείωτα ότι δεν έγινε το παραμικρό επεισόδιο…
https://www.youtube.com/watch?v=tDGS2Chv58E&t=126s
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι η ορμή με την οποία ερχόταν ο Κοσκωτάς, μπορούσε να αλλάξει δια παντός το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, και να κάνει τις δύο μεγάλες ομάδες πρωταγωνίστριες στο διεθνές στερέωμα, αλλάζοντας έτσι, νομοτελειακά και το επίπεδο της εθνικής ομάδας…
Ενόσω συνέβαιναν όλα αυτά, στην πολιτική, τον Μάρτιο του 1987 συμβαίνει ίσως το μεγαλύτερο γεγονός της δεκαετίας του ’80, που ισχυροποίησε την θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια, αλλά και, ίσως, πανευρωπαϊκά: Οι Τούρκοι αποφασίζουν να στείλουν το Σισμίκ για σεισμικές έρευνες στο Αιγαίο, και τα τύμπανα του πολέμου ηχούσαν μέχρι και το τελευταίο ελληνικό σπίτι: Ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε μια επίδειξη ψυχραιμίας, σιγουριάς, και αποφασιστικότητας, σταματάει μέσω μίας συνέντευξης και μόνο (!) τις ορέξεις των Τούρκων για εξορύξεις στο Αιγαίο! Στη συνέντευξη που μεταδόθηκε από το κρατικό κανάλι, μίλησε για σκληρό μάθημα που ετοιμάζεται να δώσει στους Τούρκους η Ελλάδα, μίλησε για αλλαγή στις σχέσεις με το ΝΑΤΟ σε περίπτωση που η Τουρκία προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, μίλησε ότι θα κάνει χρήση του συμφώνου μη επίθεσης με την Βουλγαρία, ώστε να επιτεθεί στους Τούρκους μέσω της Αν. Θράκης, σε περίπτωση που οι τελευταίοι αποφασίσουν να στείλουν τελικά το Σισμίκ για σεισμικές έρευνες.
Οι Τούρκοι, δεν επιχείρησαν καν την παραμικρή κίνηση και έτσι, έκτοτε, τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο, δηλαδή το δικαίωμα της επέκτασης της υφαλοκρηπίδας στα 12 ναυτικά μίλια παρέμειναν ακέραια στο 100% έως και σήμερα, παρά τις παραινέσεις, τότε, του σύγχρονου Εφιάλτη Κ. Μητσοτάκη, προς τον τότε πρωθυπουργό, να καθίσει την Ελλάδα στο ίδιο τραπέζι με τους γείτονες για ‘να τα βρουν’, υπό την διαμεσολάβηση του λόρδου Κάρριγκτον…
Με την έλευση του Κοσκωτά, η συγκυρία στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκή για τον πατέρα του σημερινού προέδρου της ΝΔ, και τους πάτρωνές του. Ο μεν πρώτος, ήθελε να γίνει πρωθυπουργός με κάθε τρόπο, πατώντας πάνω στο πτώμα της Ελλάδας, του γαμπρού του, αλλά και του Τζώρτζη Αθανασιάδη, εκδότη της Βραδυνής, λίγα χρόνια νωρίτερα, για τους δε δεύτερους ήξεραν ότι δεν θα μπορέσουν να έχουν έτσι εύκολα του χεριού τους τον Ανδρέα, προκειμένου να υλοποιήσουν τα σχέδια εκποίησης της Ελλάδας, αλλά και το υπερ-μνημόνιο που ετοίμαζαν, και το οποίο αφορούσε τον τρόπο ζωής που ήθελαν να επιβάλλουν, απέναντι στην παραδοσιακή ελληνική λαϊκή κουλτούρα… Διότι, ας μην ξεχνάμε ότι η πρώτη σύλληψη του Κοσκωτά, έγινε στις ΗΠΑ, και όχι στην Ελλάδα, τη στιγμή που ο Κοσκωτάς ήταν καλεσμένος του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν (αναρωτιέται φυσικά κάποιος πώς θα μπορούσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ να δει κάποιον, ο οποίος ήταν στο στόχαστρο της αμερικάνικης δικαιοσύνης)…Οι λόγοι για τους οποίους έγινε αυτό, σήμερα κατά τη γνώμη μου είναι πλέον προφανείς… Η παγίδα είχε αρχίσει να στήνεται…
Έτσι κατασκευάστηκε το σκάνδαλο Κοσκωτά, με σύνθημα την κάθαρση…Ο Κοσκωτάς, σε σχέση με τους επόμενους, εθνικούς μας εργολάβους, στην πραγματικότητα δεν έπραξε τίποτε…Ο Μπακογιάννης, ως άμεσος συνεργάτης του, και με την ποινική δίωξη του εισαγγελέα σε εκκρεμότητα κατά την διάρκεια της οικουμενικής Ζολώτα, βγαίνει από την μέση από την 17Ν, όλως περιέργως, τον Σεπτέμβριο του ’89, λίγο πριν τις επαναληπτικές εκλογές δηλαδή, οι οποίες έδωσαν την αυτοδυναμία στον τυχοδιώκτη τέως υπουργό της Ένωσης Κέντρου, και ανηψιό του Ελ. Βενιζέλου, για να μην το ξεχνάμε, ο οποίος βρέθηκε να ηγείται της παράταξης της λαϊκής δεξιάς, αλλάζοντάς της ίσως δραματικά τον χαρακτήρα...
Αυτός, ο οποίος με σύνθημα την κάθαρση πάσχιζε να ανέβει στο άρμα της εξουσίας με κάθε τρόπο, δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, με γαμπρό υπόδικο…Από εκεί και πέρα, ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του για το ποιον εξυπηρέτησε η δολοφονία του Μπακογιάννη…
Με τον Εφιάλτη στο τιμόνι της Ελλάδας πλέον, θυμόμαστε το άνοιγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης, που σήμανε το ξεκίνημα της ηθικής παρακμής της καθημερινότητας της ελληνικής κοινωνίας με την καθημερινή πλύση εγκεφάλου γύρω από το ‘φαίνεσθαι’ και το χυδαίο life-style, θυμόμαστε το πρώτο στάδιο της παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας στην γειτονική χώρα (διαδικασία που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, και την οποία θα σεβαστεί ο γιος του τότε πρωθυπουργού, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα), καθώς επίσης και την επίσκεψη Μπους στην Ελλάδα, η οποία σηματοδότησε την είσοδό μας στο υπερ-μνημόνιο των ηθικών επιταγών και του τρόπο ζωής που χάρασσε ο διεφθαρμένος Πολιτικός Μαρξισμός του Μαρκούζε, πατέρα της Νέας Αριστερά, και του Μπρεζίνσκι, πατέρα του περίφημου όρου tittytainment…
Έτσι, η διαφαινόμενη άνοδος του ελληνικού ποδοσφαίρου η οποία προδιαγραφόταν από τον ανταγωνισμό Κοσκωτά-Βαρδινογιάννη, όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς ακολούθησε η καταδίκη του Κοσκωτά, και τα ερυθρόλευκα πέτρινα χρόνια, αλλά το αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε, δυστυχώς, η λαίλαπα που επεφύλασσε για την μοίρα της λατρεμένης μας ομάδας των λαϊκών στρωμάτων, με την ανάληψη της ηγεσίας από τον εθνικό μας εργολάβου Σ. Κόκκαλη… Λαίλαπα, φυσικά, όχι από την άποψη των αποτελεσμάτων, των οποίων, ωστόσο, ο ευρωπαϊκός απολογισμός ήταν πολύ φτωχός. Αν και, δυστυχώς, ενώ ανέκαθεν το όραμα για τους φιλάθλους του Ολυμπιακού ήταν η ευρωπαϊκή διάκριση, το δημοσιογραφικό κατεστημένο (αθλητικό και πολιτικό) δεν θέλησε ποτέ να μας υπενθυμίσει ότι οι ερυθρόλευκες επιτυχίες περιορίζονταν εντός των ελληνικών συνόρων…
Το τραγικότερο όμως πεπρωμένο της αγαπημένης μας ομάδας ήταν ότι αποχωρίστηκε από το dna της, και σε αυτό συνέβαλλε και η πρόσληψη του μισθοφόρου Σερβοέλληνα, του οποίου η αγωνιστική ιδιοσυγκρασία ήταν ξένη με την ψυχή αυτής της ομάδας, ενώ τις φοβίες, τις ιδιοτροπίες και τον ναρκισσισμό έπρεπε να ανέχεται ο κόσμος του Ολυμπιακού…
Με τον Σερβοέλληνα στο τιμόνι της ομάδος και τον Σ. Κόκκαλη ως πρόεδρο, το έδαφος ήταν γόνιμο, προκειμένου το γλοιώδες, και κενόδοξο life-style να μολύνει δια παντός την εξ ορισμού ομάδα των λαϊκών στρωμάτων από τον Κωστοπουλαίικο έμπολα, και να αφαιρέσει την ψυχή της…
Και κάπως έτσι, φτάσαμε στο 2004, παρηκμασμένοι ηθικά και αγωνιστικά…Μια ομάδα χωρίς ταλέντο, παίζοντας απλά οργανωμένα και σωστά στημένη αμυντικά πήρε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα διότι αιφνιδίασε τους πάντες..
Προσωπικά για εμένα, ήταν αναμενόμενο ότι θα έμενε μια αναλαμπή, για το λόγο ότι εκτός του ότι οι συνθήκες δεν ήταν πλέον ευνοϊκές για το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως την δεκαετία του ’80, έλειπε, συν τοις άλλοις, από την ομάδα του 2004, το ταλέντο της ομάδας της δεκαετίας του ’80, το οποίο τότε ξεχείλιζε.
Προσωπικά για εμένα, ήταν αναμενόμενο ότι θα έμενε μια αναλαμπή, για το λόγο ότι εκτός του ότι οι συνθήκες δεν ήταν πλέον ευνοϊκές για το ελληνικό ποδόσφαιρο, όπως την δεκαετία του ’80, έλειπε, συν τοις άλλοις, από την ομάδα του 2004, το ταλέντο της ομάδας της δεκαετίας του ’80, το οποίο τότε ξεχείλιζε.
Να θυμίσω πως, πλην του Σαραβάκου, και παρά την απουσία του μεγάλου Βάσια και την μικρή συνεισφορά του Θωμά Μαύρου, απολαύσαμε ταυτόχρονα ή, κατά καιρούς, στην εθνική της δεκαετίας του ’80 και των αρχών του ’90, τον θρυλικό φάντομ Νίκο Σαργκάνη, τον αείμνηστο Γιάννη Κυράστα φυσικά, τον εξαιρετικό Νίκο Αναστόπουλο, τον Στέλιο Μανωλά και τον Γιώργο Μητσιμπόνα, ο οποίος έφυγε πρόωρα, τον εκπληκτικό Ντίνο Κούη, τον Βασίλη Καραπιάλη, τον Σάββα Κωφίδη, τον Λάκη Παπαϊωάννου, τον Νίκο Τσιαντάκη, τον Στράτο Αποστολάκη, τον Μηνά Χατζίδη, τον Κρις Καλατζή, τον Ντανιέλ Μπατίστα, και αρκετούς άλλους καλλιτέχνες της μπάλας, η σύγκριση των οποίων με την ομάδα του 2004 μόνο θλίψη προκαλεί, από την άποψη ότι δεν αξιώθηκαν αυτοί οι ποδοσφαιριστές να γευτούν μια σημαντική διάκριση, ενώ ήταν πολύ πιο ταλαντούχοι από την ομάδα του 2004…
Με εκτίμηση,
Με εκτίμηση,
Τα είπες όλα φίλε! Δεν απομένει σε εμάς παρά να συμπληρώσουμε κάποια στοιχεία.
Αρχικά, το γεγονός ότι το μπάσκετ έχει μεγαλύτερες επιτυχίες οφείλεται και σε τρεις άλλους παράγοντες.
Πρώτον ο προϋπολογισμός που χρειάζεται μια ομάδα μπάσκετ, προκειμένου να είναι δυνατή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο μιας ομάδας ποδοσφαίρου. Επιπλέον, είναι πολύ εύκολο να στηθεί η υποδομή του αθλήματος για τους πιτσιρικάδες (μικροί χώροι, μια μπασκέτα, μια μπάλα).
Δεύτερον το μπάσκετ δεν ήταν δημοφιλές μέχρι το 1987. Έγινε δημοφιλές μέσα από έναν τίτλο που έγινε νοητός ως εθνικός θρίαμβος. Έκτοτε, απενοχοποιήθηκε στη συνείδηση του κόσμου. Μην ξεχνάμε ότι οι "λογιώτατες" προκαταλήψεις της αστικής μεταπολιτευτικής ελίτ, ήθελαν τα παλαιότερα χρόνια τους αθλητές να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται με πόσο μένος κυνηγούσαν οι καθηγητές τους πιτσιρικάδες που έπαιζαν ποδόσφαιρο στις αυλές των σχολείων. Με τον θρίαμβο του 1987 αυτό, όσον αφορά το μπάσκετ, άλλαξε και πολλά παιδιά εισήλθαν στο άθλημα, το οποίο οργανώθηκε σε δυνατές δομές.
Και τρίτον, το μπάσκετ είχε ως σημείο αναφοράς τις Η.Π.Α. Εύλογο ήταν, μετά το 1992 και την εποχή της παγκοσμιοποίησης, να αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς της νεολαίας. Ιδίως, μάλιστα, σε μια εποχή που το NBA άνοιγε τις θύρες του σε Ευρωπαίους καλαθοσφαιριστές.
Από εκεί και πέρα, στο θέμα του Κοσκωτά θα συμπληρώσουμε ότι υπήρχε δάκτυλος της κυβέρνησης Παπανδρέου, προκειμένου να χτυπήσει τον Βαρδινογιάννη που θεωρούσε αντίπαλο επιχειρηματία και άνθρωπο των Η.Π.Α. στην χώρα. Μην ξεχνάμε ότι στο ειδικό δικαστήριο ο Κοσκωτάς είχε υποστηρίξει ότι αγόρασε τον ολυμπιακό έπειτα από συμβουλή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το παρακάτω video, θυμίζει στους παλιούς νοσταλγικές στιγμές από τον παλιό κόσμο του γηπέδου, αλλά παιγμένο καθώς ήταν στην δημόσια τηλεόραση, αποκαλύπτει το προμοτάρισμα του Ανδρέα, προκειμένου να αναλάβει ο Κοσκωτάς τον Θρύλο.
Αρχικά, το γεγονός ότι το μπάσκετ έχει μεγαλύτερες επιτυχίες οφείλεται και σε τρεις άλλους παράγοντες.
Πρώτον ο προϋπολογισμός που χρειάζεται μια ομάδα μπάσκετ, προκειμένου να είναι δυνατή σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο μιας ομάδας ποδοσφαίρου. Επιπλέον, είναι πολύ εύκολο να στηθεί η υποδομή του αθλήματος για τους πιτσιρικάδες (μικροί χώροι, μια μπασκέτα, μια μπάλα).
Δεύτερον το μπάσκετ δεν ήταν δημοφιλές μέχρι το 1987. Έγινε δημοφιλές μέσα από έναν τίτλο που έγινε νοητός ως εθνικός θρίαμβος. Έκτοτε, απενοχοποιήθηκε στη συνείδηση του κόσμου. Μην ξεχνάμε ότι οι "λογιώτατες" προκαταλήψεις της αστικής μεταπολιτευτικής ελίτ, ήθελαν τα παλαιότερα χρόνια τους αθλητές να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται με πόσο μένος κυνηγούσαν οι καθηγητές τους πιτσιρικάδες που έπαιζαν ποδόσφαιρο στις αυλές των σχολείων. Με τον θρίαμβο του 1987 αυτό, όσον αφορά το μπάσκετ, άλλαξε και πολλά παιδιά εισήλθαν στο άθλημα, το οποίο οργανώθηκε σε δυνατές δομές.
Και τρίτον, το μπάσκετ είχε ως σημείο αναφοράς τις Η.Π.Α. Εύλογο ήταν, μετά το 1992 και την εποχή της παγκοσμιοποίησης, να αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς της νεολαίας. Ιδίως, μάλιστα, σε μια εποχή που το NBA άνοιγε τις θύρες του σε Ευρωπαίους καλαθοσφαιριστές.
Από εκεί και πέρα, στο θέμα του Κοσκωτά θα συμπληρώσουμε ότι υπήρχε δάκτυλος της κυβέρνησης Παπανδρέου, προκειμένου να χτυπήσει τον Βαρδινογιάννη που θεωρούσε αντίπαλο επιχειρηματία και άνθρωπο των Η.Π.Α. στην χώρα. Μην ξεχνάμε ότι στο ειδικό δικαστήριο ο Κοσκωτάς είχε υποστηρίξει ότι αγόρασε τον ολυμπιακό έπειτα από συμβουλή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το παρακάτω video, θυμίζει στους παλιούς νοσταλγικές στιγμές από τον παλιό κόσμο του γηπέδου, αλλά παιγμένο καθώς ήταν στην δημόσια τηλεόραση, αποκαλύπτει το προμοτάρισμα του Ανδρέα, προκειμένου να αναλάβει ο Κοσκωτάς τον Θρύλο.
https://www.youtube.com/watch?v=sNwXScRt1u4
Το κείμενό σου πάντως είναι πολύ εύστοχο, νοσταλγικό και μεστό πληροφοριών. Ξυπνά νοσταλγία στους παλιούς, που εκείνη την εποχή, στην πρωινή προσευχή του σχολείου, λέγαμε -για να την σπάσουμε στους καθηγητές- "Λάγιος ο θεός, Λάγιος ισχυρός..."
Το 1988 στον τελικό κυπέλλου, εντός γηπέδου τα πραπράγμ ήταν ηρεμα, αλλά νωρίτερα στο Μουσείο είχε πεσεπ ξύλο με το τουλουμι. Όπως και στα περισσότερα ντέρμπι των 80s
Μην τον αποκαλείτε ελληνοσερβο ρε παιδιά. Δεν το αξίζει. "Θεράπεια" να τον λέμε.