Μη χαζεύεις

                                                            του Ιωάννη Μπαχά

«Αστυνόμε, πρέπει να φύγουμε. Ήρθε η Σήμανση. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να δούμε».

Σκέφτηκε πως ο νεαρός αξιωματικός είχε αρχίσει να μπαίνει στο δημοσιοϋπαλληλικό κλίμα από πολύ νωρίς. Βιάζονταν να φύγει γιατί τελείωνε το ωράριο του. Δεν γνώριζε πως μετά τη δουλειά της Σήμανσης η σκηνή του εγκλήματος δεν θα ήταν ποτέ η ίδια και σημαντικά στοιχεία θα είχαν πετάξει. Τώρα όμως που το θύμα κείτονταν μπροστά τους με το κρανίο ανοιγμένο και τα μυαλά του χυμένα στο κράσπεδο πίσω από την παμπ, όλη η σκηνή του φόνου παίζονταν μπροστά τους ξανά και ξανά. Έσκυψε πάνω από τον νεκρό νευρικός.

Ο νέος του συνάδελφος έπνιξε μια κραυγή έκπληξης κοιτώντας προς τον τοίχο. Αυτό που νόμιζε ως τώρα για γκράφιτι ήταν η σκιά του θύματος που μιλούσε όρθιο στο τηλέφωνο και πίσω του μια τερατώδης σκιά που σήκωνε ένα τσεκούρι. Τα χαρακτηριστικά του διαγράφονταν πεντακάθαρα: η γαμψή μύτη, το ολοστρόγγυλο, μάλλον ξυρισμένο, κρανίο του, το ύψος του. Είχαν μια περιγραφή του δράστη. Ο τοίχος είχε κρατήσει τη σκηνή!!!


«Κοίταζε να μαθαίνεις» του είπε ο γηραιός ντετέκτιβ, σκυμμένος πάνω από το πτώμα, «μη χαζεύεις».