Απόσπασμα από το βιβλίο «Γερμανικός Ρομαντισμός» του Oskar Walzel, 5η Έκδοση, (1923), μετάφραση από την 1η έκδοση στα Αγγλικά,
Μετάφραση στην ελληνική Southman
Εισαγωγικό σχόλιο Σταμάτης Μαμούτος
Το βιβλίο του Walzel, μολονότι γραμμένο πριν έναν αιώνα, παραμένει εξαιρετικά χρήσιμο για την κατανόηση της λογοτεχνίας του γερμανικού Ρομαντισμού. Ωστόσο στο κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά τον πολιτικό Ρομαντισμό, το οποίο μετέφρασε ο Southman και θα διαβάσετε στην συνέχεια, είναι απαραίτητες ορισμένες διευκρινήσεις. Ο Walzel έκανε ένα συνηθισμένο λάθος. Ένα λάθος που εντοπίσαμε και στο κείμενο του Λοσούρντο, το οποίο αναρτήσαμε πριν λίγες μέρες. Τόσο ο Walzel όσο και ο Λοσούρντο δεν αντιλήφθηκαν ότι ο αντιδιαφωτιστικός (ριζοσπαστικά συντηρητικός) πολιτικός Ρομαντισμός ήταν μια διαφορετική ιδεολογία από τον κλασικό συντηρητισμό. Με αποτέλεσμα να παραθέτουν ανάκατα ρομαντικούς συντηρητικούς διανοητές, όπως ο Νοβάλις και ο Μύλλερ, με κλασικούς συντηρητικούς διανοητές, όπως ο Γκέρρες. Η έρευνα του Παναγιώτη Κονδύλη για τον συντηρητισμό έφερε στην επιφάνεια αυτή την διαφορά. Ωστόσο την ιστορική περίοδο που έγραφε ο Walzel αυτή η ερμηνευτική διάκριση δεν είχε γίνει. Ο Walzel υιοθέτησε στην ανάλυσή του ένα εκ των παλαιών ερμηνευτικών σχημάτων, με αποτέλεσμα να μην συλλάβει αυτή την διάκριση και να οδηγηθεί σε μια αλυσιδωτή παράθεση λαθεμένων ερμηνειών.
Στην αρχή της ανάλυσης ο Walzel εντόπισε εξαιρετικά εύστοχα την μετάβαση από τον προ-ρομαντισμό, με τις επιρροές του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, στον συντηρητικό και εθνικιστικό γερμανικό Ρομαντισμό. Ωστόσο στην συνέχεια δεν διευκρίνισε ότι διανοητές όπως ο Μύλλερ βρέθηκαν στην Αυστρία του Μέτερνιχ όχι γιατί εγκατέλειψαν τον εθνικισμό προς χάρη του κλασικού συντηρητισμού αλλά για να μην βρεθούν στην φυλακή ή για να μην υποστούν ακόμη χειρότερες συνέπειες, καθώς διώκονταν στο Βερολίνο για τις ιδέες τους (η αυτοκτονία του Κλάιστ συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με αυτές τις διώξεις).
Αν αυτό, όμως, αποτέλεσε μια απλή παράβλεψη, η σημαντικότερη αστοχία του Walzel ήταν απόρροια της αδυναμίας να συλλάβει την διαφορετικότητα της ιδεολογίας του ρομαντικού αντιδιαφωτιστικού συντηρητισμού από τον κλασικό συντηρητισμό. Βλέποντας τα δυο αυτά πεδία σαν μια ενιαία ιδεολογία, ο Walzel θεώρησε ότι υπήρχε μια, τρόπον τινά, αντιπαράθεση στον πολιτικό γερμανικό Ρομαντισμό ανάμεσα σε συντηρητικούς ρομαντικούς και σε εθνικιστές ρομαντικούς διανοητές, με τους πρώτους να επικρατούν στο τέλος. Προφανώς και δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Μπορεί να υπήρξε όντως μεγάλη απόσταση ανάμεσα στον ρομαντικό εθνικιστή Φίχτε και στους κλασικούς συντηρητικούς, οι οποίοι δεν αποδέχονταν το έθνος ως πηγή της πολιτικής νομιμοποίησης αλλά τον αυτοκράτορα ή τον βασιλιά. Ωστόσο υπήρχαν ενδιάμεσες περιπτώσεις διανοητών οι οποίοι ενσωμάτωσαν στην πολιτική τους φιλοσοφία την μεσαιωνική πολιτική παράδοση της αυτοκρατορίας ή της φεουδαρχίας σε μια νεότερη μορφή κράτους, που είχε ως πηγή νομιμοποίησης το έθνος. Ο Άνταμ Μύλλερ είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το μοντέλο του ολοκληρωτικού κράτους που εισηγήθηκε ήταν ακριβώς αυτό. Ένα κράτος που μπορούσε να σταθεί στις συνθήκες της νεωτερικότητας χωρίς να είναι νεωτερικά φιλελεύθερο ή αστικό και κρατώντας ζωντανές πολλές από τις μεσαιωνικές πολιτικές δομές.
Το λάθος του Walzel αντανακλάστηκε στην αδυναμία να ερμηνεύσει την σχέση ανάμεσα στις έννοιες «έθνος» και «αυτοκρατορία» εντός του πολιτικού Ρομαντισμού. Στην ουσία, ο Walzel κατέταξε στους συντηρητικούς ρομαντικούς τους διανοητές που υποστήριξαν ως πολιτική και πολιτειακή λύση το μοντέλο της αυτοκρατορίας απέναντι στον αναδυόμενο φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού και στους εθνικιστές ρομαντικούς εκείνους που υποστήριξαν το μοντέλο του (αυταρχικού) εθνικού κράτους απέναντι στον φιλελευθερισμό. Στην πραγματικότητα η τομή του Walzel δεν υφίσταται. Πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως εθνικιστής αλλά όχι συντηρητικός ο Μύλλερ, εφόσον ήταν ταυτόχρονα και τα δύο; Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Νοβάλις.
Εκείνο που ισχύει είναι ότι οι κλασικοί συντηρητικοί διανοητές, όπως ο Γκέρρες, ήταν όντως υπέρ της προνεωτερικής πολυεθνικής αυτοκρατορίας ως πολιτικής αντιπρότασης στον φιλελευθερισμό. Ωστόσο, από την άλλη, οι ρομαντικοί αντιδιαφωτιστές συντηρητικοί, όπως ο Μύλλερ, ήταν υπέρ ενός εθνικισμού που ενσωμάτωνε και εργαλειοποιούσε την ιδέα της αυτοκρατορίας σε ένα νεότερο εθνικό κρατικό πλαίσιο (προφανώς υπήρξαν και περιπτώσεις διανοητών που ακροβάτησαν ανάμεσα στις πολιτικές ιδέες του κλασικού συντηρητισμού και σε εκείνες του ρομαντικού αντιδιαφωτισμού, όπως ο Σλέγκελ). Μπορεί η σύνδεση του εθνικισμού με την αυτοκρατορία να ακούγεται παράδοξη ή και αντιφατική, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τον Ρομαντισμό. Για το διανοητικό κίνημα, δηλαδή, που με την πολυσχιδή του διάσταση ένωσε σε νέα κράματα καινούργιες και παραδοσιακές ιδέες.
Η υιοθέτηση εκδοχών της αυτοκρατορίας, της συντεχνιακής οργάνωσης της οικονομίας, της ιδέας ότι το κοινωνικό σύνολο αποτελεί μια οργανική ολότητα που ο τρόπος διοίκησης και ζωής του αντανακλά μια συμπαντική μεταφυσική ιεραρχία, ήταν τα στοιχεία που διατήρησε ο ρομαντικός αντιδιαφωτισμός από την μεσαιωνική πολιτική παράδοση. Ωστόσο, στο πλαίσια της ρομαντικής ιδεολογίας, όλα αυτά -ή και μερικά εξ αυτών- μπολιάστηκαν με τον εθνικισμό. Επιπλέον συνδέθηκαν με την αναζήτηση, από την μεριά των ρομαντικών αντιδιαφωτιστών, μιας μορφής κράτους που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της νεωτερικότητας, χωρίς όμως να είναι αστικοφιλελεύθερο αλλά ούτε και πολυεθνικά προνεωτερικό. Μέσα από το ρομαντικό μπόλιασμα του εθνικισμού με τις μεσαιωνικές πολιτικές παραδόσεις προέκυψαν πολιτικά σχήματα ιδεών τα οποία συνέπλεξαν τις φαινομενικά αντιφατικές ιδέες του έθνους και τις αυτοκρατορίας. Όχι μόνο στην Γερμανία, όπου το νεωτερικό κράτος υιοθέτησε τον εθνικισμό και ταυτόχρονα διέθετε, μέχρι το 1945, αυτοκρατορικούς «Καίσαρες» και «Αρχηγούς» στην κορυφή του. Αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Μια από αυτές ήταν και η ελληνική. Εντός της «Μεγάλης Ιδέας», ιδίως στην πρώτη εκδοχή της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας», η οποία αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1850, αλλά και στην τρίτη εκδοχή του «ελληνοθωμανισμού», που αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1870 κι έπειτα, ο ελληνικός εθνικισμός συνυπήρξε με το αυτοκρατορικό μεσαιωνικό όραμα. Η Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα, το ελληνικό έθνος «μείζον» και κυρίαρχο στην βαλκανική, με τα υπόλοιπα γειτονικά έθνη να αρκούνται στις συνθήκες θαυμαστού πολιτισμού που θα πρόσφερε η ελληνική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν το ελληνικό αλυτρωτικό αίτημα του 19ου αιώνα, στο οποίο ο νεότερος εθνικισμός και το μεσαιωνικό αυτοκρατορικό όραμα συνυπήρξαν στα πλαίσια της ιδεολογίας του ελληνικού ρομαντικού εθνικισμού, με εμφανείς αντιδιαφωτιστικές αποχρώσεις σε πολλές περιπτώσεις.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, το ποτάμι της Ρομαντικής σκέψης, που μέχρι τότε ήταν πλούσιο και δυνατό, έμοιαζε να έχει στερέψει. Ο θάνατος του Hardenberg (1801), η μετακίνηση του Friedrich Schlegel στο Παρίσι (1804), οι διαλέξεις του αδελφού του στο Βερολίνο και η είσοδος στον κύκλο της κυρίας de Stael, η αναχώρηση του Tieck για την Ιταλία (1804), ο γάμος του Schelling με την Caroline και η κλήση του στο Wuerzburg (1803), όλα αυτά τα γεγονότα αναδείκνυαν την διάλυση και το τέλος. Τα ξεχωριστά νήματα σκέψης μπορεί να απλώνονται, αυτή ή εκείνη η φάση της ρομαντικής θεωρίας να επεκτείνεται, αλλά η εποχή της σχηματοποίησης και της αναζήτησης του Ρομαντισμού έχει ουσιαστικά τελειώσει. Μια τέτοια πλήρης αλλαγή μπορούσε να συμβεί μόνο από την εισαγωγή ενός νεότερου στοιχείου, που είχε παραμείνει αθέατο μέχρι τότε, αλλά είχε αναπτυχθεί με μια ορμή που ξαφνιάζει. Οι Ρομαντικοί δεν ήταν επουδενί τόσο κουρασμένοι που απλά να ξοδεύουν τις μέρες τους χωρίς να αντικαθιστούν αμέσως τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που απεκδύονταν με κάτι νέο, που ήταν προοδευτικό και επαναστατικό. Δεν ήταν σωματική και πνευματική κόπωση αυτό που τους κατέλαβε, αλλά ζωηρή κινητικότητα, που από την μια μεριά διεύρυνε τον ρομαντικό ορίζοντα σκέψης, από την άλλη όμως τον στένεψε.
Το νέο στοιχείο ήταν ένα ενδιαφέρον για τις πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές υποθέσεις. Οι ρομαντικοί άρχισαν να παίρνουν θέση εναντίον του Ναπολέοντα. Όχι μόνο στο πεδίο της αισθητικής, αλλά και με την πολιτική έννοια. Αντιλήφθηκαν τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες και ξεκίνησαν να εφαρμόζουν το δόγμα της εκπαίδευσης του επίλεκτου ατόμου με το να αναγνωρίζουν την σημασία της μάζας, δηλαδή την κοινωνική μονάδα. Από εδώ και πέρα η Γερμανική εθνικότητα (εθνική ταυτότητα) έγινε το πρόγραμμά τους. Το 1810, ο Jahn, με το προσωνύμιο Turnvater (Πατέρας της Γυμναστικής), δημοσίευσε το βιβλίο Das deutsche Vulkstrum (Περί του Γερμανικού Λαού). Αλλά η έμπνευση για αυτές τις τάσεις ξεκινάει τουλάχιστον πέντε χρόνια νωρίτερα και βγαίνει κατευθείαν μέσα από το οχυρό του Ρομαντισμού.
Με θαυμαστή ταχύτητα, τα αδέλφια Schlegel μετακινήθηκαν από τον κοσμοπολιτισμό στην εθνική πολιτική. Νωρίτερα στην καριέρα τους είχαν δείξει ενδιαφέρον προς στην Γαλλική Επανάσταση, σύμφωνα με την μόδα του κοσμοπολιτισμού της εποχής. Ακόμα και σε τέτοιο ύστερο χρονικό σημείο όπως το 1796, ο Friedrich Schlegel συνέγραψε την Πραγματεία περί της Σύλληψης του Ρεπουμπλικανισμού, για το έντυπο Deutschland, που διηύθυνε ο «ξεβράκωτος» (sans-culotte) Reinhardt. Ξεκίνησε αποσπασματικά, αλλά λογικά, από τα λόγια του Kant «Το πολιτικό Σύνταγμα σε κάθε κράτος πρέπει να είναι ρεπουμπλικανικό» και τα ανέπτυξε με συνέπεια λόγου. Τότε, έγινε κανόνας μέσα στο Athenaum η αποχή από πολιτικές συζητήσεις: «Μην σπαταλάτε την πίστη και την αγάπη σας στον κόσμο της πολιτικής, αλλά στον θείο κόσμο της Επιστήμης και της Τέχνης, θυσιάστε τον εσώτερο εαυτό σας στο θυσιαστήριο του αιώνιου Πολιτισμού». Σίγουρα, το 1798, στην καταχώρηση του μηνός Ιουλίου στο Λεύκωμα της Πρωσικής Μοναρχίας υπό την εξουσία του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ’ εμφανίστηκαν κάποια αποσπάσματα του Hardenberg με τον τίτλο «Πίστη και Αγάπη ή Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα». Ο Friedrich Schlegel ήταν συνεπαρμένος με το έργο και έγραψε στον συγγραφέα του: «Λίγα πράγματα υπάρχουν που τιμώ τόσο πολύ και ακόμα λιγότερα με έχουν αγγίξει τόσο βαθιά». Ο Ρεπουμπλικανισμός εξαφανίστηκε και η μελλοντική ρομαντική θεωρία της πολιτικής επιστήμης έκανε την εμφάνιση της.
Όμως έλειπε ακόμα το εθνικό-κοινωνικό συναίσθημα. Ήταν η Βασίλισσα Λουΐζα και όχι ο Γερμανικός Λαός που μάγεψε την ποιητική ψυχή του Hardenberg, όπως είχε κερδίσει τον θαυμασμό και του Heinrich Von Kleist. Σιγούρεψε το ότι οι Ιδέες είχαν θέσει εκ νέου το εθνικό πρόβλημα και οι Novalis και Wackenroder είχαν ξυπνήσει το ενδιαφέρον γύρω από όλα όσα είχαν να κάνουν με την γερμανική αρχαιότητα. Κι όμως, το ότι ο παλμός της εποχής ήταν ακόμα μακριά από το γηγενές πατριωτικό συναίσθημα φαίνεται από την δηκτική και περιπαικτική διάθεση που επιφυλάσσει ο Wilhelm Schlegel για τον πατριωτισμό του Klopstock και των μαθητών του, που τον χαρακτήριζε ως «φανατικό, χωρίς την παραμικρή γνώση του ιστορικού χαρακτήρα των Γερμανών, της παρούσας κατάστασής τους και των πάλαι ποτέ πράξεών τους». Για να είμαστε πιο ακριβείς, η νέα εποχή έκανε την εμφάνισή της όταν ο Wilhelm Schlegel τόνισε την αναγκαιότητα του πολέμου, «για την οποία πολλοί φιλόσοφοι είχαν ήδη μεσολαβήσει». Πράγματι, στα μετά θάνατον σχεδιάσματα του έργου Ofterdingen (Συχνά) διαβάζουμε: «Ο πόλεμος νιώθει σαν στο σπίτι του στην Γη. Πρέπει να υπάρχει πόλεμος στη Γη!».
Αυτή η στροφή ξεκίνησε από την στιγμή που ο Friedrich Schlegel πάτησε το χώμα της Γαλλίας. Στα δυο του ποιήματα Στο Wartburg και Στον Ρήνο, που θα δημοσιευτούν στο πρώτο τεύχος του εντύπου Europa το 1803, έπλεξε το εγκώμιο της γερμανικής ιπποσύνης, όχι μόνο με την δοξαστική έννοια που έδιναν στο φαινόμενο ο Wackenroder και ο Hardenberg, αλλά και ως μια εθνικιστική αποτύπωση της χρονικής στιγμής. Ο Ρήνος υπενθύμισε στον Friedrich Schlegel τι ήταν οι Γερμανοί κάποτε και τι μπορούσαν ακόμα να είναι.
Ο Wilhelm Schlegel επίσης, επεξηγεί σε ένα άκρως κατατοπιστικό και εξομολογητικό γράμμα προς τον Fouque στις 12 Μαρτίου 1806 ότι τα βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής παραγωγής της τελευταίας χρονικής περιόδου ήταν τα απλά παιχνιδίσματα και η ξεκούραστη, ονειρώδης φαντασία. Το είδος της ποίησης όμως που χρειάζεται τώρα η Γερμανία σαφώς και δεν είναι το ονειρώδες, αλλά το ζωντανό, ευθύ και ενεργητικό και ειδικά το πατριωτικό: «Ίσως, για όσο καιρό η εθνική μας ανεξαρτησία, ακόμα και αυτή η συνέχιση του ονόματος Γερμανοί είναι υπό τέτοια σοβαρή απειλή, η ποίηση πρέπει να υποτάσσεται πλήρως στην ευγλωττία (δύναμη της πειθούς)».
Το 1807, ο Wilhelm Schlegel υπερασπίζεται δημόσια αυτές τις απόψεις του κατά την συζήτηση για την ποιητική συλλογή Dichtergarten (Ο Κήπος του Ποιητή) του Rostorf και κάνει πάλι νύξεις σε ποιήματα που είχε γράψει ο αδελφός του. Όλη η συλλογή, θα υποστηρίξει, διακατέχεται από το ίδιο πνεύμα όπως και οι στίχοι του αδελφού του.
Η φήμη των Γερμανών κατά τις μέρες τις χρυσές
Όταν ιπποσύνη σήμαινε αφοσίωση
Μα πια – ω τι κακό! – αυτό το σέβας αργοπορεί
Πρέπει να γίνει, πριν ολότελα σβήσει
Ξεκομμένο από ματαιόδοξη ψευδαίσθηση
Το ρωμαλέο θέμα της φωνής των ποιητών!
O Friedrich Schlegel κινούνταν λοιπόν ολοταχώς προς την λυρική ποιητικότητα της εποχής των Πολέμων της Απελευθέρωσης. Αμέσως μετά την μάχη της Ιένας, την ίδια στιγμή που ο Arndt άρχισε να υψώνει την φωνή του, έγραψε τα τραγούδια Geluebde (Όρκος) και Freiheit (Ελευθερία). Από εδώ και πέρα ο πατριωτικός στίχος θα ήταν αξεδιάλυτα δεμένος με το όνομά του. Ο Heinrich Joseph von Collin, ο Βιεννέζος ακόλουθος των αδελφών Schlegel έγραψε τα Τραγούδια των Αυστριακών Στρατιωτών, για τον πόλεμο του 1809, στον οποίον ο Friedrich Schlegel είχε συμμετάσχει υπό το λάβαρο του Αρχιδούκα Καρόλου. Πριν μπουν και οι ίδιοι στις πολεμικές επιχειρήσεις, ο Theodor Koerner και ο Eichendorff υπήρξαν και οι δυο επισκέπτες στο σπίτι του Friedrich Schlegel στην Βιέννη. Από όλους τους ποιητές της Απελευθέρωσης, ο Max von Schenkendorf έπιασε περισσότερο το ρομαντικό και θρησκευτικό πνεύμα του Hardenberg και του Schlegel. Ειδικά το ποίημα του Schlegel Freiheit, τον ενέπνευσε για να γράψει το δικό του ποίημα, Freiheit die ich meine (Η Ελευθερία που Εννοώ).
Στο μεταξύ όμως, η καθοριστική επιρροή προς την κοινωνική σκέψη ήταν γραφτό να προέλθει από αυτόν τον άνθρωπο που είχε προσφέρει τις πιο μονόπλευρες, ατομικιστικές εκφάνσεις του Ρομαντισμού, τον Fichte. Στο έργο του Grundlage des Naturrechts (Θεμέλια του Φυσικού Δικαίου) (1796), ο Fichte διάκειται τόσο ισχυρά προς μια κοσμοπολίτικη θεώρηση των πραγμάτων, που δεν χρειάζεται καν η ύπαρξη «εθνικότητας». Το κράτος θεωρείται κυρίως ως ένα μέσο διασφάλισης της δημόσιας τάξης. Αυτό όμως ακολουθείται από την απαίτηση το κράτος να εγγυάται σε όλους του τους πολίτες το θεμελιώδες ηθικό δικαίωμα να βγάζουν από την εργασία τους τόσα όσα χρειάζεται για να επιβιώσουν.
Ο Fichte ανέπτυξε την βασική ιδέα του σοσιαλισμού στο έργο του Der geschlossene Handelsstaat (Το κλειστό εμπορικό Κράτος) (1800): το κράτος είναι υπεύθυνο για την συνολική οργάνωση της εργασίας. Μέχρι τότε το κράτος του είχε γίνει ένας κοινωνικός οργανισμός, που επιχείρησε να τον επεξηγήσει διευκρινιστικά στο έργο του Θεμελιώδεις Αρχές της Εποχής μας (1806). Τον ανάγκασαν προς αυτό οι κατακτητικοί πόλεμοι του Ναπολέοντα. Δημιούργησαν στην σκέψη του το ερώτημα μήπως τα έθνη από μόνα τους, όπως και οι προσωπικότητες από μόνες τους, ίσως τελικά δεν έχουν κάποιο «πεπρωμένο» στο μεγάλο Σχέδιο του κόσμου και μήπως τελικά ακόμα και να υπάρχει κάποιο τέτοιο ειδικό «πεπρωμένο», αυτό δεν δημιουργεί υποχρεωτικά και κάποιο καθήκον εκπλήρωσής του, προϋποθέτοντας παράλληλα το δικαίωμα αυτού του έθνους στην πολιτική ανεξαρτησία. Ο Fichte κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γερμανικό έθνος είχε ένα τόσο ισχυρό πολιτιστικό «πεπρωμένο», που, λαμβάνοντας υπόψη την δυσαρμονία στην ανάπτυξη των άλλων εθνών, αυτό, σχεδόν μόνο του, ήταν γραφτό να εκπληρώσει τα ιδανικά της ανθρωπότητας. Στην αναγέννηση του Γερμανικού έθνους βρισκόταν η μόνη του ελπίδα να ανακουφιστεί ο κόσμος από τις χαοτικές συνθήκες που επικρατούσαν παντού. Η απελευθέρωση του Γερμανικού πνεύματος του «αποκαλύφθηκε», ως το καθήκον με το οποίο ήταν επιφορτισμένο το έθνος από το ίδιο του το «πεπρωμένο». Για να το κατορθώσουν αυτό, οι Γερμανοί θα έπρεπε να επιτύχουν την ύπαρξη μια πολιτικής εθνικότητας. Ο δρόμος για το μέλλον θα στρωθεί μορφώνοντας το Έθνος.
Αυτό είναι το βασικό «πιστεύω» της Έκκλησης προς το Γερμανικό Έθνος (1808). Σε αυτό το έργο σφυρηλατήθηκαν από κοινού οι ιδέες της εθνικότητας και μιας νέας κοινωνικής σύλληψης. Δεν υπήρχε πια μόνο η απότιση τιμής στην χαμένη δόξα της Γερμανίας, ούτε πια μόνο η απαίτηση ότι η Γερμανία πρέπει να αποκτήσει την πνευματική πρωτοκαθεδρία στον κόσμο. Το καθήκον της ανάπτυξης μιας εθνικής συνείδησης αξιώνεται πια ευθέως από την κατάσταση του Γερμανικού Έθνους, από την παρούσα (τότε) οικονομική συγκυρία και από τα κοινωνικά προβλήματα που εκκρεμούσαν. Ήταν η πρώτη άνευ όρων έκφραση του γεγονότος ότι, μια κοινή κατεύθυνση ως προς την μάθηση δεν μπορεί να αποτελεί υποκατάστατο για την ύπαρξη κράτους και ότι, η εκρίζωση της πολιτικής ανεξαρτησίας του γερμανικού έθνους απειλούσε την ίδια την δόξα της γερμανικής λογοτεχνίας και τέχνης.
Κατά τον ίδιον τρόπο, αλλά από διαφορετική σκοπιά, έγινε σύνηθες το να θεωρείται το γερμανικό έθνος μια ενιαία οντότητα, αντί για άθροισμα μεμονωμένων αλλά ισχυρών προσωπικοτήτων και να λαμβάνονται υπόψη τα καθήκοντα που το άτομο έχει προς το γενικότερο σύνολο, προς την κοινωνία. Σημαντικός σε αυτό υπήρξε ο Arnim, από το Βρανδεμβούργο. Ήταν πιστά δεμένος με το χώμα που γεννήθηκε, είχε μια πραγματική Πατρώα Γη. Το 1806 συνέλεγε πολεμικά τραγούδια σχετικά με αυτήν, όμως ήταν τόσο ευρύς στον πατριωτισμό του που περιλάμβανε όλη την Γερμανία σε αυτή την αναζήτηση. Ολόκληρη η Γερμανία έπρεπε να μοιραστεί την χαρά που ο ίδιος λάμβανε από την γερμανική τέχνη και τον τρόπο ζωής. Ο Arnim ήταν ο πρώτος από τους Ρομαντικούς που συνειδητά εργαζόταν όχι μόνο για τους «μορφωμένους», αλλά και για τις πλατιές λαϊκές μάζες, για να τους δώσει πίσω τα παλιά εθνικά τους πνευματικά κτήματα και να τους προσφέρει όσα περισσότερα θα μπορούσαν να αφομοιώσουν από τον κόσμο των «μορφωμένων».
Ο Arnim βάσιζε την σύλληψή του για την γερμανική εθνικότητα στην Ιστορία. Ένιωθε ότι του έχει κληροδοτηθεί μια παράδοση, την οποία επιθυμούσε να δει να διατηρείται. Στο έργο Graefin Dolores γράφει «Μονάχα ο σπάταλος ξεκινά έναν νέο κόσμο που θα είναι μόνος του. Το καλό είναι αιώνιο». «Αυτή η θαυμαστή κατάσταση που δεν ήταν χειροπιαστή» και στην οποία η Γαλλική Επανάσταση έθεσε ένα τέλος, δεν ήταν αποδεκτή από αυτόν. Δεν ανεχόταν τον κοσμοπολιτισμό «που είχε κάνει την Ευρώπη ένα υπέροχο ανθρωποκεντρικό (humane) κατασκεύασμα». Αυτή αποτελούσε την φιλοσοφική θεώρηση της κατάστασης ενός παλαιού κατόχου τίτλου ευγενείας. Την ίδια στιγμή, ο Arnim είχε την καλύτερη γνώμη για το σώμα των ευγενών, θεωρώντας ότι ο ευγενής πριν από κάθε άλλο άνθρωπο πρέπει να κατευθύνει τον εαυτό του σωστά και να εκπληρώνει τα καθήκοντά του. O αγροκεντρισμός (agrarianism) σχηματίστηκε στο μυαλό του σαν Θεία Αποκάλυψη, σε μια αυστηρά ηθική μορφή, υπηρετώντας το καθήκον. Η διακηρυγμένη του προτίμηση για την ύπαιθρο, τον προκαταλάμβανε αρνητικά εναντίον της βιομηχανίας και του εμπορίου, ενώ υποστήριζε και την αντιπάθεια που ένιωθε για τους Εβραίους. Μια ισχυρή ταξική συνείδηση καθόριζε την κοινωνική παιδαγωγική του σκέψη. Δεν επιθυμούσε να διαμορφώσει γενικά ανθρώπους, αλλά Γερμανούς. Δεν προσπαθούσε, όπως έκαναν οι παλαιότεροι Ρομαντικοί, για μια αρμονική ανάπτυξη όλων των πεδίων γνώσης. Ήθελε μόνο να δημιουργήσει υπηρέτες του κοινού καλού, που θα διέπονταν από πατριωτισμό και που θα εργάζονταν στο μέτρο των δυνάμεών τους και στα όρια της κοινωνικής τους τάξης, μέσα στην κοινωνία.
Συγγενείς με τις ιδέες του Arnim περί πολιτικής επιστήμης ήταν και οι διδαχές του Adam Mueller. Από εδώ και στο εξής, ο Arnim, μαζί με τον Mueller και τον επίσης ευγενή Heinrich von Kleist, που ο πατριωτικός του ζήλος εκτινάχθηκε με ισάξια ορμή στους στίχους και στα θεατρικά του έργα, μπορούσαν να επιδοθούν στο κοινό εγχείρημα του περιοδικού Abendblaetter (Τα Απογευματινά Κείμενα) (1810-1811). Οι μελέτες του Reinhold Steig (Heinrich von Kleists Berliner Kaempfe - Οι Αγώνες του Heinrich von Kleist στο Βερολίνο) (1901) έχουν αποδείξει ότι το Adendblaetter σαν πολιτική πρόταση, περιεχόμενο και φόρμα, αποτέλεσε όργανο των Πρώσων ευγενών στον αγώνα τους εναντίον του καγκελάριου της Πρωσίας Κόμη Hardenberg, συγκεκριμένα εναντίον της πολιτικής του που φλέρταρε -με πλέριο ερασιτεχνισμό- με τις ιδέες που αναπτύχθηκαν από την Γαλλική Επανάσταση όπως και με τις ιδέες του περί πολιτικής επιστήμης, που βασίζονταν στις ιδέες του Adam Smith. Ο Adam Mueller έβαλε την σφραγίδα του στο περιοδικό: αντίθεση στην Επανάσταση από θέμα αρχής ακολουθώντας τις διδαχές του Burke για το κράτος, θεμελιακή συνέχεια της Πρωσίας ως ένα κατά βάση αγροτικό κράτος, καμιά μεταρρύθμιση στις οικονομικές συνθήκες μέσα από τις αρχές του Adam Smith. Όλα αυτά υποστηρίζονταν από ένα ισχυρό αίσθημα πατριωτισμού και την επιθυμία για αποτίναξη του γαλλικού ζυγού. Μπορεί μερικές φορές, αφού το έντυπο δεν έπαυε να είναι πολιτικά στρατευμένο, τα πολιτικά συμφέροντα των ευγενών (junkers) να έβγαιναν στην επιφάνεια, όμως το περιοδικό δεν έπαυε επίσης να είναι και ένα χαρακτηριστικό και αυθεντικό έντυπο ρομαντικών πολιτικών, πατριωτικών και εθνικό-οικονομικών τάσεων. Στον ίδιο βαθμό που μπορούσε ο Arnim να συμφωνήσει με όλα αυτά τα προτάγματα, έτσι και όλες οι προσλαμβάνουσες του Adam Mueller οδήγησαν ακριβώς στα «πιστεύω» της ρομαντικής πολιτικής οικονομίας, όπως αναπτύχθηκε μετά το έτος 1800. Ο συντηρητικός αγροκεντρισμός που αντιπροσώπευε ο Adam Mueller, έστρωσε το δρόμο για την «οπισθοδρομική» πολιτική της περιόδου μετά το 1815. Ο Adam Mueller έγινε ο κήρυκας αυτής της τάσης, σε αγαστή συνεργασία με τον Friedrich Von Gentz, το δεξί χέρι του Μέτερνιχ, με τον Friedrich Schlegel και με τον Karl Ludwig von Haller.
Και σε αυτό το πεδίο ο Friedrich Schlegel ήταν πρωτοπόρος. Στις διαλέξεις που έδωσε στην Κολωνία το 1806, ανέπτυξε συστηματικά για πρώτη φορά τις απόψεις του σχετικά με το φυσικό δίκαιο και το δίκαιο του κράτους, σχετικά με την πολιτική και το διεθνές δίκαιο. Και εδώ μπορούμε να διαβάσουμε ότι «Η φυσική αριστοκρατία (nobility) ανήκει πλήρως στον αγροκεντριστή, ο ευγενής δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας εξυψωμένος αγροκεντριστής και ο ίδιος». Εδώ επίσης αποκαλύπτεται και η οπτική της ανωτέρας κοινωνικής τάξης με το απόσπασμα «ο τρόπος που γίνονται τώρα πια τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνος για τον ίδιο τον σκοπό του κράτους». Αλλά προς το παρόν υπήρχε μεγάλο χάσμα απόψεων μεταξύ του Friedrich Schlegel και των Βερολινέζων πατριωτών. Ο Schlegel είχε ήδη υιοθετήσει μια μεσαιωνική, θρησκευτική οπτική των πραγμάτων. Εξέφραζε συστηματικά ιδέες και όνειρα που περιέχονταν στο δοκίμιο του Novalis «Χριστιανισμός ή Ευρώπη». Μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποια γέφυρα που να ενώνει την σκέψη του με τον Arnim, τον Kleist και τον Adam Mueller. Στην συνέχεια, o Adam Mueller μετακινήθηκε προς την πλευρά του Schlegel, όπως έκανε και ένας άλλος σύντροφος της νιότης του Arnim, ο J.J. Goerres.
Ο Goerres, όπως και οι πρώιμοι Ρομαντικοί, ήταν κάποτε πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης. Μετά επισκέφτηκε το Παρίσι και επέστρεψε ως εχθρός της νέας Γαλλίας. Επί του παρόντος είχε γεννηθεί και σε αυτόν ένα έντονο εθνικό συναίσθημα, λόγω της αρχαίας Γερμανικής τέχνης και ποίησης. Ως σύντροφος του Arnim και του Brentano στην Χαϊδελβέργη, αγωνιζόταν να αφυπνίσει τον παλιό γερμανικό κόσμο και ταυτόχρονα έθεσε υψηλά ιδανικά για την αναπτυσσόμενη μελέτη της Γερμανικής αρχαιότητας. Από το 1814 και μετά, το περιοδικό που εξέδιδε, Der Rheinische Merkur (Ο Ερμής του Ρήνου), δημιουργούσε τέτοιο ρεύμα υπέρ των Πολέμων της Απελευθέρωσης, που οι αντίπαλοί του του περιέδωσαν την τιμή να το αποκαλούν η «Πέμπτη Μεγάλη Δύναμη». Το 1816 κατεστάλη από τις δυνάμεις της αντίδρασης εναντίον του. Όμως ο αγέρωχος και επικίνδυνα συναισθηματικός άνδρας από την Ρηνανία συνέχισε για μεγάλο χρονικό διάστημα να αποτελεί απολογητή του φιλελευθερισμού (liberalism) και έδωσε πολλές μάχες με την Πρωσική γραφειοκρατία. Σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν, ο Goerres υιοθέτησε τον μαχόμενο Καθολικισμό. Μετά την κλήση του στο Μόναχο το 1827, παρασυρόταν όλο και περισσότερο από το ρεύμα της αντιδραστικής Ρωμαϊκής ιεραρχίας. Εν τέλει, έγινε ένας από τους πιο διαπρυσίους και ζηλωτές υποστηρικτές αυτού του ιδεώδους, που γέμιζε εξίσου τα χρόνια του γήρατος και του Friedrich Schlegel.
Στην βάση των θεωριών του Friedrich Schlegel για την πολιτική επιστήμη βρίσκονταν θεμελιακές συλλήψεις του πρωίμου Ρομαντισμού: έπρεπε να ανεγερθεί ένας και μόνο μεγάλος οργανισμός, μέσα στον οποίο όλα τα στοιχεία έπρεπε να συσχετίζονται το ένα με το άλλο – ένα οικουμενικό θεοκρατικό σύστημα. Ο Θεός, η οργανική ενότητα όλων των πραγμάτων, νοείτο σύμφωνα με την Χριστιανική έννοια. Όπως ακριβώς και στο δοκίμιο του Novalis, όπως ακριβώς και στις μεταγενέστερες ερμηνείες της Ιστορίας του Πολιτισμού του Friedrich Schlegel, ο Μεσαίωνας εμφανιζόταν ως η ύψιστη ενσάρκωση της οργανικής και αρμονικής ένωσης της πνευματικής με την κοσμική εξουσία. Αποτελούσε πια έργο του Καθολικισμού να εγκαθιδρύσει εκ νέου αυτή την οργανική αρμονία. Έτσι, η θρησκεία έγινε το οργανικό κέντρο της ζωής.
Σε αυτή την ομολογία πίστης, η Εκκλησία καταλάμβανε την πρώτη θέση και το Κράτος την δεύτερη. Το σύνολο της πολιτικής εξουσίας εκπορεύεται από το Θεό. Η Εκκλησία εκπληρώνει κάθε υψηλό, ευγενές ιδανικό της πνευματικής κοινότητας. Το Κράτος χρειάζεται μόνο να εγγυάται τις υλικές, εξωτερικές ανάγκες της καθημερινής ζωής σε αυτήν την κοινότητα. Έτσι, το Κράτος περιορίζει το ίδιο τον εαυτό του στα μεσαιωνικά ιδανικά της κρατικής οντότητας: τάξη και δίκαιο, ειρήνη και δικαιοσύνη.
Από απόψεις όπως οι παραπάνω, η Ρομαντική πολιτική επιστήμη προχώρησε με γρήγορα βήματα σε μια οπτική διαμετρικά αντίθετη και ενάντια στην εθνική προσπάθεια που ανθούσε κατά την διάρκεια των Πολέμων της Απελευθέρωσής. Ακόμα μια φορά, μια πολιτική καθολικότητα ερχόταν να σβήσει τα εθνικά σύνορα που στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν υψωθεί για να αντικαταστήσουν τον κοσμοπολιτισμό. Αυτή που καλούνταν να συνεχίσει τα οικουμενικά – εκκλησιαστικά ιδανικά ήταν η Αυστρία, γιατί η πολυσυλλεκτικότητα των διαφόρων εθνοτήτων της φαινόταν ότι υπήρχε για να υπηρετήσει αυτόν τον σκοπό.
Από την άλλη πλευρά, η στροφή προς την συλλογικότητα (collectivism), που είχε ξεκινήσει στις αρχές του αιώνα, δεν είχε πλήρως χαθεί. Το σίγουρο ήταν ότι ο μονάρχης είχε εξυψωθεί με το να θεωρείται ο εκπρόσωπος της μεγάλης αρμονικής ενότητας. Πράγματι, το ερώτημα που τίθετο ήταν αν έπρεπε ή όχι να προστίθεται η ύψιστη ιερατική (ποντιφική) τιμή στην βασιλική τιμή. Από εδώ και στο εξής, η εξουσία και το κύρος των ευγενών και όχι ο εξαναγκασμός του (γραπτού) νόμου θα ήταν το στήριγμα του κράτους. Με άλλα λόγια, μια θρησκευτική απολυτότητα, όπως αυτή που από την μια μόνο να σχεδιαστεί μπορούσε και από την άλλη εξασκούνταν στην πραγματικότητα, πιο παλιά, το 16ο αιώνα! Με αυτόν το τρόπο ακριβώς, μέσα από την όσο το δυνατόν πιο κοντινή σχέση και ένωση της κοινωνίας γενικότερα, το άτομο μπορούσε να κερδίσει τον μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας και για πρώτη φορά εκφράστηκε η ιδέα της αντιπροσώπευσης των μαζών ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις.
Ο Ρομαντισμός απέδειξε σε αυτά τα τελικά αξιώματα μιας πιο πολιτικής φύσης, ότι είχε συμβαδίσει με το πνεύμα των καιρών. Το κίνημα Νέα Γερμανία με τον ίδιο τρόπο πίστευε και στον κοσμοπολιτισμό και στην συλλογικότητα. Ήταν σίγουρα εξίσου επαναστατική και ριζοσπαστική όσο ο Ρομαντισμός ήταν αντιδραστικός, όμως τα προβλήματα της εποχής αντιμετωπίζονταν και από τις δυο πλευρές με τον ίδιο ενθουσιασμό, έστω και από διαμετρικά αντίθετες οπτικές γωνίες. Παρόλο που η Νέα Γερμανία αντιπροσώπευε ουσιαστικά μια επέκταση των ιδεών του πρώιμου Ρομαντισμού, για να μπορέσει να φτάσει στο απόγειο της σύγχρονης σκέψης ήταν υποχρεωμένη, σε τελική ανάλυση, να συνδέσει τα σύγχρονα προβλήματα του κοσμοπολιτισμού και της συλλογικότητας με τον πλούτο των ιδεών που είχε προχωρήσει (εξελίξει) ο Ρομαντισμός, υιοθετώντας όλα τα επαναστατικά ιδεώδη του τελευταίου – με στοιχεία που ο ίδιος ο Ρομαντισμός είχε στ’ αλήθεια μέχρι τότε εγκαταλείψει. Με αυτόν τον τρόπο, η Νέα Γερμανία κατίσχυσε του γερασμένου Ρομαντισμού, όμως με αυτήν ακριβώς την αφορμή αποκάλυψε ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μίμηση και έκανε απόλυτα σαφές ότι το γεγονός ότι μέχρι και την τελευταία του στιγμή, ο Ρομαντισμός είχε πλήρη επίγνωση των προβλημάτων που ζητούσαν να επιλυθούν.
Σχόλια:
Ο Αχιλλέας είπε...
Εύγε Southman! Σημαντική μετάφραση κι ακόμη σημαντικότερο κείμενο!
Ευχαριστώ πολύ Αχιλλέα! Η αλήθεια είναι ότι με δυσκόλεψε αρκετά, το πλήθος των νοημάτων και σε μερικά σημεία η στριφνή και απότομη γραφή και η χρήση συνδέσμων που δεν χρησιμοποιούνται συχνά, ή η κατά λέξη μετάφραση γερμανικών φράσεων στα αγγλικά, λογικό για μια αγγλική μετάφραση του 1932, ενός γερμανικού ακαδημαϊκού κειμένου του 1923, όμως είχε την μαγεία του, όπως όλα τα παλιά κείμενα, κάθε παράγραφος ήταν κατάβαση σε μια νέα εικόνα, που όλες μαζί δημιουργούσαν ένα ψηφιδωτό της εποχής. Ελπίζω σύντομα να μπορέσω να κάνω και άλλες μεταφράσεις τέτοιων σημαντικών αποσπασμάτων.