μετάφραση: Βασίλης Flammentrupp, εισαγωγικό σημείωμα: Σταμάτης Μαμούτος
Ο σπουδαίος παραδοσιοκράτης, Ουαλός λογοτέχνης του φανταστικού, Άρθουρ Μάχεν έγραψε το παρακάτω διήγημα, τρόπον τινά, ως μια άτυπη συνέχεια της αγαπημένης νουβέλας του Ντίκενς. Ο αλλαγμένος προς το καλό θείος Σκρουτζ μεταφέρεται μέσα από ένα όνειρο στην Βρετανία του 1920. Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια. Η νεωτερικότητα έχει σαρώσει με την τυποποίηση, με την βιομηχανία και με τον αστικο-καπιταλιστικό της τρόπο ζωής τα απομεινάρια της παραδοσιακής κουλτούρας που πρόλαβε η γενιά του Ντίκενς. Ο Σκρουτζ μπορεί να άλλαξε οπτική επί των πραγμάτων, αλλά η αρχική του ιδεολογία επικράτησε. Τα υλικά αγαθά αυξήθηκαν. Όμως η άψυχη ορθολογιστική τεχνοκρατία έγινε αυτονόητη κανονικότητα για όλους τους υπόλοιπους Βρετανούς. Πλέον, είναι ξανά μοναχικός. Αλλά ως ένας τελευταίος ρομαντικός στον κόσμο των νεωτεριστών, τον οποίο κάποτε εκείνος εξέφραζε.
Ο Μάχεν παίρνει την σκυτάλη από τον Ντίκενς και γράφει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα ενάντια στον κόσμο της εποχής του. Αλλά τον χωρίζουν τόσα πολλά από την εποχή του Ντίκενς. Η πίστη ότι ο ορθολογιστικός πολιτισμός του τεχνοκρατικού καπιταλισμού μπορεί να ανατραπεί μέσα από την δύναμη της φαντασίας και την ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων της κοινότητας, που ώθησε τον Ντίκενς και τους υπόλοιπους ρομαντικούς του 19ου αιώνα να διεκδικήσουν και να επαναφέρουν τους χριστουγεννιάτικους εορτασμούς στην Βρετανία, έχει χαθεί στην Βρετανία του Μάχεν. Το διήγημά του αποπνέει μια υπόρρητη θλίψη που εκδηλώνεται στο ύφος της κομψής ρομαντικής του ειρωνείας. Η αντίδραση στην «πρόοδο» της καπιταλιστικής τεχνοκρατίας εκφράζεται από αυτή την γλυκόπικρης ρομαντικής ειρωνείας στο παρακάτω διήγημα.
Ο Σκρούτζ αναμφίβολα συνέχιζε τη ζωή του, για να ξεκινήσουμε από αυτό. Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον επισκέφτηκαν τα πνεύματα του Τζέικομπ Μάρλει και των Παρελθόντων, Παρόντων και Μελλοντικών Χριστουγέννων δείχνοντας του τα σφάλματα της άθλιας, φιλάργυρης και βάναυσης ζωής του, και τον είχαν μεταμορφώσει στο ευτυχέστερο γέρικο αγόρι με το μόνιμο χαμόγελο, αν και τα νεαρά χαμίνια που δεν σεβάστηκαν ποτέ κανέναν, τον αποκαλούσαν «γερο-ανακατωσούρα».
Και, δίχως αμφισβήτηση, τα χαμίνια είχαν δίκιο. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ ήταν τέτοιος. Πάντα έχωνε τη μύτη του στις υποθέσεις των άλλων, έτσι ώστε να βρει τον τρόπο για να τους κάνει καλό. Πολλοί άνθρωποι σε ανάγκη, ανακουφίζονταν στη σκέψη πως ο γέρος θα εμφανιζόταν τη στιγμή της απελπισίας τους.
«Κύριε Απελπισμένε», θα έλεγε, «δεν θέλω κουβέντα. Πάρε αυτήν την επιταγή των τριάντα χιλιάδων λιρών και χρησιμοποίησε την όπως ξέρεις καλύτερα. Γιατί; Μα θα μου την επιστρέψεις διπλή πριν καν περάσουν έξι μήνες», κι έφευγε χαμογελώντας.
Ο Τσαρλς, σερβιτόρος στην παλιά ταβέρνα του City όπου έτρωγε o Σκρουτζ, έλεγε πάντα ότι ήταν θησαυρός, τόσο για αυτόν όσο και για την ίδια την ταβέρνα. Και πράγματι, όταν η ροδαλή, χαρούμενη γέρικη φάτσα του έμπαινε στο μαγαζί, όλοι έπαιρναν κέρασμα καυτό μπράντι με νερό.
Ήταν η περίοδος των εορτών. Ο Σκρουτζ καθόταν μπροστά στο τζάκι του και σιγόπινε κάτι ζεστό και ανακουφιστικό, κάνοντας σχέδια για την ευτυχία όλων των ανθρώπων.
«Δεν θα ανεχτώ το πείσμα του Μπομπ», έλεγε στον εαυτό του -η επωνυμία της επιχείρησης ήταν τώρα Σκρουτζ & Κράτσιτ- «κάνει όλη τη δουλειά και δεν είναι τίμιο ένας άχρηστος γέρος σαν και μένα να παίρνει περισσότερο από το ένα τέταρτο των κερδών».
Ένας τρομακτικός θόρυβος ήχησε σε όλο το παμπάλαιο οίκημα. Ο αέρας έγινε κρύος και δυσάρεστος. Αυτό το κάτι ζεστό και ανακουφιστικό που έπινε, έγινε κρύο και άγευστο. Η πόρτα άνοιξε και μια ακαθόριστη αλλά φοβερή μορφή στεκόταν στην είσοδο.
«Ακολούθησε με», είπε.
Ο Σκρουτζ δεν ήταν σίγουρος για το τί συνέβαινε. Ήταν στο δρόμο. Θυμήθηκε πως ήθελε να αγοράσει μερικά γλυκίσματα για τις ανιψιές και τους ανιψιούς του και μπήκε σε ένα κατάστημα.
«Είναι περασμένες οκτώ, κύριε», είπε ο υπάλληλος, «δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω».
Συνέχισε την περιπλάνηση στους δρόμους που έμοιαζαν παράξενα αλλαγμένοι. Πήγαινε προς τα δυτικά όταν ένιωσε μια αδιαθεσία. Σκέφτηκε να πάει σε μια ταβέρνα για λίγο ζεστό μπράντι με νερό, μα πριν προλάβει να μπει η πόρτα άνοιξε και ξεχύθηκαν όλοι οι θαμώνες έξω, ενώ αμέσως μετά έκλεισε κατάμουτρα.
«Τι συμβαίνει», πρόλαβε να ρωτήσει με σιγανή φωνή αυτόν που την έκλεινε.
«Πήγε δέκα η ώρα», του αποκρίθηκε κοφτά κι έσβησε τα φώτα.
Ήταν σίγουρος πως το δεύτερο κομμάτι κρεατόπιτας τον είχε βαρυστομαχιάσει κι έβλεπε εφιάλτη. Έμοιαζε να έχει πέσει σε βαθύ κατάμαυρο λάκκο όπου όλα τα είχε καταπιεί το σκοτάδι.
Όταν συνήλθε ήταν πάλι Χριστούγεννα και οι άνθρωποι περπατούσαν στο δρόμο. Με κάποιον τρόπο βρέθηκε κι αυτός ανάμεσα τους. Γελούσαν και χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο εγκάρδια, αλλά ήταν προφανές πως δεν ήταν ευτυχισμένοι. Στα πρόσωπα τους διακρίνονταν σημάδια από τα βάσανα του παρελθόντος και τις ανησυχίες του μέλλοντος. Άκουσε τον βαρύ αναστεναγμό ενός άνδρα που μόλις είχε ευχηθεί Καλά Χριστούγεννα σε έναν γείτονα του, ενώ στο πρόσωπο μιας μαυροφορεμένης γυναίκας που κατέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας έτρεχαν δάκρυα.
«Καημένε Τζον!», μουρμούρισε. «Είμαι σίγουρη ότι τον σκότωσαν τα οικονομικά προβλήματα. Τουλάχιστον, είναι στον Παράδεισο. Αλλά ο ιερέας είπε στο κήρυγμα του πως ο Παράδεισος είναι ένα όμορφο παραμύθι». Άρχισε να κλαίει ξανά.
Όλα αυτά τον ενόχλησαν τρομερά. Κάτι του έσκιζε τα σωθικά.
«Όμως», είπε στον εαυτό του, «όλα θα τα ξεχάσω μόλις κάτσω στο τραπέζι με τον ανιψιό μου Φρεντ, τη σύζυγο του και τα νεαρά βλαστάρια τους».
Ήταν τέσσερις η ώρα, απογευματάκι, η στιγμή του δείπνου για τη μεγάλη πόλη και όλα ήταν σκοτεινά. Βρήκε το σπίτι του ανιψιού του μα ήταν τόσο σκοτεινό όσο ο ουρανός. Σε κανένα παράθυρο δεν φαινόταν φως. Η καρδιά του πάγωσε. Χτυπούσε την πόρτα ξανά και ξανά, χτυπούσε και το κουδούνι που έβγαζε έναν τόσο αμυδρό ήχο σαν να βρισκόταν χωμένο σε τάφο. Τελικά, μια αξιοθρήνητη γριά άνοιξε την πόρτα για λίγα εκατοστά και κοίταξε έξω καχύποπτα.
«Ο κύριος Φρεντ;», είπε. «Έχει πάει με τη σύζυγο του στο Ξενοδοχείο Splendid και δεν θα επιστρέψουν πριν τα μεσάνυχτα. Έκλεισαν τραπέζι πριν έξι εβδομάδες! Τα παιδιά έχουν πάει στο Eastbourne!»
«Δείπνο σε ταβέρνα ανήμερα τα Χριστούγεννα!», μουρμούρισε. «Τι άσχημη μοίρα είναι αυτή; Ποιος είναι τόσο μίζερος και μονάχος που να δειπνεί σε ταβέρνα τέτοια μέρα; Και τα παιδιά στο Eastbourne!».
Γύρω του άρχισε να σχηματίζεται ομίχλη. Του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή του Μικρού Τιμ από μακριά να λέει «Ο Θεός να μας βοηθήσει, όλους!» Ξανά η Μορφή στάθηκε εμπρός του. Εκείνος έπεσε στα γόνατα.
«Τρομερό Φάντασμα!», κραύγασε. «Ποιος και τί είσαι; Μίλα, σε ικετεύω».
«Εμπενίζερ Σκρουτζ», αποκρίθηκε το Πνεύμα με απαίσιο τόνο, «Είμαι το Φάντασμα των Χριστουγέννων του 1920. Φέρνω μαζί μου την εντολή είσπραξης του Φόρου Εισοδήματος!»
Τα μαλλιά του σηκώθηκαν μόλις είδε τους αριθμούς, μα ηρέμησε μόλις είδε πως η Οπτασία είχε πόδια σαν αυτά μιας γιγάντιας γάτας.
«Με λένε Γατοπατούσα, επίσης με φωνάζουν Καταστροφή και Απελπισία», είπε το Φάντασμα και εξαφανίστηκε.
Με αυτό ο Σκρουτζ ξύπνησε και τράβηξε τις κουρτίνες του κρεβατιού του.
«Δόξα τω Θεώ!» φώναξε από τα βάθη της καρδιάς του. «Ήταν μόνο ένα όνειρο!».
Σχόλια:
Με την πανάρχαια ισημερία
και με τον συμβολισμό της ιερότητας του Θείου βρέφους,
στους αέναους δρόμους των αμέτρητων αιώνων ιστορίας
και στων πατροπαράδοτων τρόπων τις εμμονές,
γυρεύουμε της ζωής τους αληθινούς κώδικες.
Και του σύμπαντος σύμβολα
ή ένθεου ήθους μονοπάτια.
... υψώνοντας τα αργυρά μας κύπελλα με τα αχνιστά αρώματα του γλυκού οίνου, κάνοντας προπόσεις στο όνομα του παρελθόντος που προσμένουμε να γεννηθεί.
Από πού είναι αυτό το ποίημα;
Δικό μας είναι
Παρεμπιπτόντως βλέποντας τον πίνακα του Kinkade (του επονομαζομένου και Μπους της ζωγραφικής) θυμήθηκα την ερώτηση, που σας είχα κάνει στο άρθρο για την Art Nouveau, για την αντιδραστικότητα του σύγχρονου νοσταλγικού κιτς/τρας.
Επανέλαβε την αν έχεις την καλοσύνη για να την θυμηθούμε και οι υπόλοιποι.
Αν η κιτς, ή τέλος πάντων η φτηνιάρικη σύμφωνα με τα σημερινά πρότυπα, αισθητική αποτελεί όπλο ενάντια στο σύγχρονο κόσμο. Αυτό νομίζω είπα...
Αυτό που συμβατικά αποκαλείς κιτς δεν είναι ενιαίο. Περιλαμβάνει (και περιλαμβάνεται σε) υποκατηγορίες. Κάποιες από αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τον τρόπο που γράφεις. Άλλες όχι. Το θέμα δεν είναι η εξωτερική αισθητική ταυτότητα του κιτς. Το ιδεολογικό περιεχόμενο προσδιορίζει την μετέπειτα χρήση.
Παραδείγματα: Μια cult b (ή c και d αν θέλουμε να κάνουμε πλάκα) movie των '80's μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο ενάντια στην ιδεολογία της εποχής μας, αν περιλαμβάνει τις κατάλληλες ιδέες στο σενάριο ή την κατάλληλη αφήγηση των εικόνων κλπ. Μια άλλη παρόμοιας ποιότητας ταινία δεν θα έχει τέτοιο περιεχόμενο.
Μια cult φιγούρα της δημόσιας ζωής με γνωρίσματα όπως αυτά που περιγράφεις, μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς ενός αντισυστημικού επιχειρήματος. Τέτοια πρόσφατα παραδείγματα ήταν ο Αλέφαντος ή ένας πλανόδιος τύπος (παλιός ηθοποιός και γνωστός στους κατοίκους του κέντρου των Αθηνών) που άκουγε στο παρατσούκλι ο "Αντρέας η φτερού". Ο τελευταίος είχε υιοθετήσει ένα απόλυτα κιτς cult icon, της εικόνας που είχε η κοινωνία για τους ομοφυλόφιλους τα παλιά χρόνια. Όχι μόνο προκαλούσε διασάλευση της αστικής κανονικότητας με τον χαβαλέ που έκανε απ' όπου κι αν περνούσε. Αλλά και εξέφραζε μια παραδοσιακή στερεοτυπική εικόνα για την συμπεριφορά των ομοφυλόφιλων.
Αντίθετα, τύποι του δημοσίου βίου με αντίστοιχα κιτς θηλυπρεπή γνωρίσματα (παρουσιαστές, gossip δημοσιογράφοι του κίτρινου τύπου κλπ) όχι μόνο δεν είναι κόντρα στην ιδεολογία του κόσμου της εποχής μας αλλά αποτελούν κρίσιμους βραχίονες της.
Πολύ ενδιαφέρουσα η απάντησή σας στην ερώτηση περί του κιτς!
Ανώνυμε "Το Μυστικό Ρόδο" του Γέητς εξαντλήθηκε. Θα επανεκδοθεί μόλις οργανωθεί σε επαγγελματικό πλαίσιο ο εκδοτικός μας οίκος. Προσεχώς δηλαδή.