14 Ιουνίου 1987

                                                              του Σταμάτη Μαμούτου

Όσα χρόνια και αν περάσουν η συγκίνηση που θα προκαλεί το άκουσμα της ημερομηνίας «14 Ιουνίου 1987» σε τρεις γενιές Ελλήνων νομίζω πως θα είναι απαράλλακτα συγκλονιστική. Μπορεί λίγους μήνες πριν τον Ιούνιο του 1987 η χώρα μας να έφτασε ένα βήμα πριν τον πόλεμο με την Τουρκία. Μπορεί λίγο αργότερα από τα μέσα εκείνου του Ιουνίου να έχασαν την ζωή τους 1000 Έλληνες λόγω του πρωτόγνωρου, για τα τότε δεδομένα, καύσωνα. Ωστόσο η μνήμη που σημάδεψε όσους ζήσαμε εκείνο το καλοκαίρι ήταν άλλη. Ήταν ο πρωτόγνωρος θρίαμβος σε συλλογικό άθλημα επιπέδου εθνικής ομάδας. Ήταν οι δυο εβδομάδες των αγώνων του Eurobasket, που πραγματοποιήθηκαν στο ΣΕΦ. Ήταν το εθνικό ντελίριο, ο παροξυσμός χαράς, η ηδονή της οργανιστικής αντίληψης περί της έννοιας του έθνους που κορυφώθηκε σε ολύμπια έκσταση όταν ο Αργύρης Καμπούρης ευστόχησε στις δυο τελευταίες βολές της παράτασης του αγώνα με την ΕΣΣΔ, χαρίζοντας στην εθνική μας ομάδα καλαθοσφαίρισης τον πρώτο της τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης.


Το 1987 ήταν μια από τις χρονιές που η Ελλάδα βίωνε την συνέχεια μιας προσπάθειας για το κλείσιμο των εμφυλιακών πληγών, που μάστισαν τον εθνικό μας κορμό επί σειρά ετών. Το κραταιό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να είχε ήδη αποκηρύξει τις περισσότερες παλιές αρχές του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού και να βρισκόταν στον προθάλαμο μιας διετίας κατά την διάρκεια της οποίας κορυφαία στελέχη του θα εμπλέκονταν σε μια σειρά από οικονομικά σκάνδαλα. Όμως εξακολουθούσε να στηρίζει την εντυπωσιακή του μαζικότητα σε ορισμένες έξυπνες και αυτονόητα επιβεβλημένες επιλογές του αρχηγού του. Μια εξ αυτών ήταν το σύνθημα της εθνικής ενότητας.

Παρότι στην πράξη ο κομματικός μηχανισμός του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ συμπεριφέρθηκε με εκδικητική μανία προς τους πολιτικούς του αντιπάλους (πχ. με μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων σε μακρινές πόλεις, με κατάφορες αδικίες σε προαγωγές και σε καταλήψεις σημαντικών θέσεων κλπ) στο πολιτικό προσκήνιο ο αρχηγός του, διαφοροποιούμενος από τις επιλογές των αφιονισμένων ορδών που τον υποστήριζαν, επιχειρηματολογούσε υπέρ της εθνικής ενότητας. Με προσεκτικές τοποθετήσεις καταδίκαζε και στηλίτευε το διχαστικό και εξίσου εκδικητικό παλαιό κράτος της Δεξιάς, προκειμένου να συσπειρώνει το εκλογικό του ακροατήριο, ωστόσο απέφευγε τις συνεχείς αναδρομές στα εμφυλιακά πάθη. Άφηνε τους Δεξιούς και τους κομμουνιστές να ζουν με το μίσος του εμφυλιακού παρελθόντος και να ταυτίζονται με τις δυο υπερδυνάμεις της εποχής (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ αντίστοιχα) ενώ ο ίδιος προσπαθούσε (ή υποδυόταν ότι προσπαθεί) να παίξει έναν πιο ουδέτερο ρόλο στην διεθνή διπλωματία, στηρίζοντας αραβικούς λαούς ενάντια στο Ισραήλ και δημιουργώντας διπλωματικές γέφυρες με χώρες όπως η Λιβύη του Καντάφι και η Συρία του Άσαντ, την ίδια ώρα που συμμετείχε με μετριοπαθείς θέσεις σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ. Ένα από τα κύρια συνθήματά του ήταν η επιδίωξη της εθνικής ενότητας πέρα από τις εμφυλιακές τομές του παρελθόντος. Παλαιότερα, προκειμένου να στηρίξει αυτή την κρυπτοεθνικιστική του γραμμή, είχε επικαλεστεί ακόμη και γραπτά του Ίωνα Δραγούμη.

Το σίγουρο είναι ότι είτε πίστευε όσα έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου είτε όχι η συγκεκριμένη πολιτική του στάση ήταν βοηθητική ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις που ευνοούσαν την ανάδειξη και την αναπαραγωγή κοινωνικών τάσεων και συγκεκριμένων ρευμάτων στην λαϊκή βάση της ελληνικής κοινωνίας, όπως ο εθνοκεντρικός αντιαμερικανισμός, η αποθέωση μιας διονυσιακής αντίληψης περί της καλής ζωής και της διασκέδασης, ο συνδυασμός της λαϊκότητας με ιδέες αντίθετες προς τον αυταρχισμό κλπ. Ανάμεσα στις δεξιές κραυγές που απαιτούσαν την υποταγή της ελληνικής κοινωνίας στα νεοφιλελεύθερα αυτοκρατορικά μοντέλα του Ρήγκαν και της Θάστερ και στην φορμαλιστικά αταβιστική εμμονή των περισσότερων μαρξιστών με το, υπό κατάρρευση, αυτοκρατορικό στρατόπεδο της ΕΣΣΔ, ο Ανδρέας πρόκρινε την θέση (που κανονικά θα έπρεπε να προκρίνει ένας εθνικιστής ηγέτης) ότι «η Ελλάδα δεν ανήκει ούτε στην Δύση ούτε στο διεθνές προλεταριάτο αλλά ανήκει στους Έλληνες και διαθέτει δικά της ανεξάρτητα συμφέροντα στον χάρτη της διεθνούς διπλωματίας, τα οποία ο κάθε διεθνής παίκτης πρέπει να λάβει υπόψη και να μας προσφέρει τα περισσότερα ώστε να συζητήσουμε μαζί του την όποια συμμαχία μας». Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσω γιατί αυτή η θέση, σε εκείνη την παλιά Ελλάδα που είχε ακόμη λίγα αποθέματα ελληνικότητας, απέκτησε περισσότερους υποστηρικτές από τις άλλες δύο. Το σίγουρο είναι ότι ο Ανδρέας, λαφυραγωγώντας, στην ουσία, το άτυπο εγχειρίδιο πολιτικών θέσεων που όφειλε να διαθέτει ο κάθε Έλληνας εθνικιστής ηγέτης, κυριάρχησε στο πολιτικό στερέωμα της χώρας και συνέβαλε ώστε να δημιουργηθούν οι κοινωνικές προϋποθέσεις υπέρβασης των εμφυλιακών συναισθηματικών αγκυλώσεων (επαναλαμβάνω ότι αυτό συνέβη στο επίπεδο της γενικής μαζικής κουλτούρας και όχι σε εκείνο της πρακτικής πολιτικής εντός των κρατικών θεσμών).

Το 1987 ο ελληνικός λαός ήταν έτοιμος να συμπεριφερθεί ως ενιαίο έθνος, να βιώσει αυθόρμητα, συλλογικά και άνευ ιδεολογικών διακρίσεων μια κοινή συγκίνηση, να ξεχυθεί στο προσκήνιο της ιστορίας ολιστικά ως ενιαίος συλλογικός οργανισμός κάτω από μία και μόνο σημαία. Την γαλανόλευκη. Αν μη τι άλλο μια καλή αφορμή προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει ο αθλητισμός. Και ιδίως τα συλλογικά αθλήματα. Η δεκαετία του ’80 ήταν η τελευταία μιας σειράς προηγούμενων δεκαετιών κατά τις οποίες οι αθλητές λατρεύονταν σαν μικροί θεοί από την ελληνική κοινωνία. Όμως οι τίτλοι και οι διακρίσεις στο εξωτερικό μας έλειπαν. Ο αθλητισμός γινόταν στην χώρα μας αντιληπτός ως ένα ακόμη πεδίο που το έθνος ήταν αναγκασμένο να βιώνει τον καημό της νεώτερης ρωμιοσύνης. Να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, ως ένας βαλκάνιος λιλιπούτειος με βαρύ ιστορικό όνομα, χαμένος κάπου ανάμεσα στους τεχνολογικά και οικονομικά εξελιγμένους -αλλά και πολιτισμικά ξένους προς αυτόν- γίγαντες του δυτικού και του κομμουνιστικού κόσμου, ο οποίος αποτελούσε σε όλα τα αθλήματα έναν αντίπαλο που, εύκολα ή δύσκολα, θα ξεφορτώνονταν σχετικά νωρίς.


Και να που πλησίαζε η στιγμή ώστε αυτή η κακή παράδοση να λάβει τέλος. Η εθνική του Κώστα Πολίτη διέθετε την κατάλληλη συνταγή που θα πυροδοτούσε ό,τι ακολούθησε. Είχε δείξει ότι αποτελούσε αξιόμαχο σύνολο στο Μουντομπάσκετ του 1986. Είχε επιβεβαιώσει την αξία της στα φιλικά που προηγήθηκαν του eurobasket. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε προϊδεάσει ότι θα ήταν έτοιμη να διεκδικήσει τίτλο. Αυτό ήταν το στοιχείο που έκανε την έκπληξη μεγαλύτερη και τον ενθουσιασμό ασυγκράτητο. Στην έδρα μας παίζαμε, θα υπήρχε η βοήθεια του πύρινου κόσμου των ελληνικών γηπέδων. Μια πρόκριση στους 8 θα ήταν σημαντική επιτυχία. Μια πρόκριση στους 4 ανυπέρβλητος άθλος. Αλλά ως εκεί. Οτιδήποτε ανώτερο θα αποτελούσε ακραία υπέρβαση των προσδοκιών. Και η επίτευξή του αφορμή μιας άνευ προηγουμένου συναισθηματικής έκρηξης.

Ασφαλώς το τότε κράτος, με τους mediaκούς του μηχανισμούς και με τα ισχυρά κοινωνικά του δίκτυα, διαφήμισε την διοργάνωση του eurobasket ως πρώτης προτεραιότητας γεγονός. Ωστόσο, για να αρχίσει να κινητοποιείται η συναισθηματική ροή του ελληνικού λαού, που κατέληξε στο ντελίριο της νύχτας του τελικού, χρειαζόταν ένα έναυσμα. Καλή η κρατική προβολή, καλές οι όποιες προσδοκίες για μια επιτυχή πορεία που είχαν καλλιεργηθεί στο φίλαθλο κοινό. Όμως η περόνη αφαιρέθηκε από την χειροβομβίδα μετά την πρώτη νίκη της εθνικής επί της Γιουγκοσλαβίας, στον δεύτερο αγώνα του ομίλου. Γιουγκοσλαβία σήμαινε μια ομάδα all star της Σερβίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, του Μαυροβουνίου και της Βοσνίας. Σοβιετική Ένωση σήμαινε μια ομάδα all star της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Λιθουανίας και άλλων μικρότερων μπασκετικά χωρών. Οι ομάδες ποδοσφαίρου και καλαθοσφαίρισης εκείνων των χωρών ήταν υπολογίσιμες ως μεγάλα φαβορί σε πανευρωπαϊκές και παγκόσμιες διοργανώσεις. Η νίκη μας επί ενός μεγαθήριου λειτούργησε σαν εθνικός συναγερμός. Πλέον ολόκληρη η χώρα -και όχι μόνο η κοινότητα των φιλάθλων- ζούσε σε ρυθμούς eurobasket.


Ακόμη και η εύκολη ήττα μας από την τρομερή Ισπανία του Σαν Επιφάνιο και του Σιμπίλιο δεν έκανε το πανεθνικό ενδιαφέρον να κοπάσει. Η σκληρή κόντρα και η ήττα στις λεπτομέρειες από την ΕΣΣΔ, ο θρίαμβος της πρόκρισης στο τελευταίο ντέρμπι του ομίλου με την Γαλλία, το άνετο πέρασμα από τους 8 επί των Ιταλών, πλέον ολόκληρη η χώρα ήταν στο πόδι και παραληρούσε. Δεύτερη νίκη στον ημιτελικό επί της Γιουγκοσλαβίας των Πέτροβιτς, Πάσπαλι, Ντίβατς και Βράνκοβιτς και η εξέδρα να φωνάζει «τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά». Στον τελικό εναντίον της ΕΣΣΔ το ΣΕΦ έμοιαζε με ηφαίστειο και ο προπονητής της Αλεξάντερ Γκομέλσκι δήλωσε ότι με τέτοια ατμόσφαιρα ακόμη και η Μαυριτανία θα κέρδιζε τον τελικό.

Με τις προσθετικές εξέδρες και τα καθίσματα που είχαν τοποθετηθεί στον χώρο του στίβου η χωρητικότητα του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας έφτανε τις 18.000 θεατές. Ωστόσο όλοι γνώριζαν ότι την 14η Ιουνίου του 1987 στο γήπεδο βρίσκονταν πάνω από 20.000 θεατές Κρεμασμένοι από κιγκλιδώματα, καθισμένοι σε διαδρόμους, όρθιοι, όλοι με μια ψυχή σε μια εποχή που υπήρχε ακόμη λαϊκή ελληνική κουλτούρα και όσοι συχνάζαμε στα γήπεδα αισθανόμασταν σαν να βρισκόμασταν σε αθλητικούς ναούς. Σαν να αποτελούσαμε ένα σώμα. Ευτυχώς ο φιλελεύθερος εκσυγχρονισμός του «ευρωπαϊσμού» αργούσε ακόμη. Και κανείς δεν σκεφτόταν να διαμαρτυρηθεί αν κάποιοι φτωχοδιάβολοι, που τρύπωναν στα γήπεδα χωρίς εισιτήρια, μπορεί να κάθονταν στα σκαλοπάτια ή όρθιοι και να εμπόδιζαν την γρήγορη εκκένωση του γηπέδου. Ούτε σκεφτόταν κανένας οπαδός να ζητήσει ευθύνες από τις διοικήσεις των γηπέδων επειδή έκοβαν περισσότερα του κανονικού εισιτήρια και έβαζαν υπεράριθμους θεατές στα γήπεδα για να μην μείνει κανείς παραπονεμένος έξω από τις εξέδρες.


Στον τελικό της 14ης Ιουνίου του 1987 δεν είχα βρεθεί στο ΣΕΦ. Από την τάξη μου ένα μόνο παιδί είχε την τύχη να παρακολουθήσει τον αγώνα από κοντά, γιατί ο πατέρας του εργαζόταν στο φαληρικό κλειστό στάδιο. Οι υπόλοιποι ζήσαμε την μάχη ενάντια στην ΕΣΣΔ από τις τηλεοράσεις. Όταν ο Γιαννάκης σήκωσε το τρόπαιο θυμάμαι να κλείνω την ασπρόμαυρη τηλεόραση που είχε τα κουμπιά αλλαγής καναλιών κάτω από το ηχείο, να σκαρφαλώνω στο στρογγυλοφάναρο πενηντάρι μηχανάκι του πατέρα μου και με τους γονείς μου τρικάβαλο να βγαίνουμε πανηγυρίζοντας στους δρόμους των Αθηνών. Τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία περνούσαν δίπλα μας γεμάτα κόσμο που κατευθυνόταν στην Ομόνοια. Η εθνική μέθη βρισκόταν στην κορύφωσή της. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν ότι είχαν τραυματιστεί 1000 άτομα σε όλη την χώρα από τους πανηγυρισμούς.


Ο τρόπος που έγινε αντιληπτή εκείνη η νίκη περιγράφεται εύστοχα από τον Γιάννη Φιλέρη στο βιβλίο Ευρωμπάσκετ ’87. Τίποτα δεν μας σταμάτησε.


«Όλα όσα γίνονταν, μέσα και έξω από το ΣΕΦ, τα ρουφούσε η κοινωνία, τα αφομοίωνε το μπάσκετ, τα ζούσε ο κόσμος με ένα μοναδικό συναίσθημα. Με μια αγνή αγάπη, για την απέραντη ικανοποίηση που του χάρισε, για τον ενθουσιασμό που πρόσφερε στον καθένα, που, σχεδόν, δακρυσμένος, κατέβαινε τα σκαλιά της πολυκατοικίας του και έβγαινε στον δρόμο να γιορτάσει. Να πανηγυρίσει.

Αυτό που είδαν όλοι να δημιουργείται, εκείνες τις ανεπανάληπτες δώδεκα ημέρες, θέλησαν όλοι να το προστατεύσουν, λες και ήταν το δικό τους βρέφος, που πήραν σαν δώρο Θεού στην αγκαλιά τους.

Δεν ήταν μια αθλητική επιτυχία. […] Ήταν νίκη όλων. Στο γήπεδο η ομάδα. Στην εξέδρα ο κόσμος. […]

Η Ελλάδα ανακάλυπτε ξαφνικά ότι κάπου, σε κάποιο άθλημα, δεν είναι ούτε η Ψωροκώσταινα, ούτε ο τελευταίος τροχός της αμάξης […] οι Έλληνες ανακάλυψαν με απέραντη ευτυχία ότι μπορεί να είναι πρώτοι σε ολόκληρη την Ευρώπη. […] Αυτός ήταν ο λόγος, που όλοι βρέθηκαν κοντά στην ομάδα. Που όλοι εμπνέονταν απ΄ αυτήν […][1]».

Πράγματι, πέρα από την τέρψη και την συγκίνηση του καθαρού αθλητικού γεγονότος, το ’87 έγινε αντιληπτό ως απόδειξη της εθνικής αξίας σε ολόκληρη την Ευρώπη, που καθ’ όλη την διάρκεια της νεώτερης ιστορίας μας είχαμε στερηθεί. Βέβαια, ο Φιλέρης παραλείπει να αναφέρει την άλλη πλευρά του νομίσματος. Αυτή η ταύτιση μιας αθλητικής επικράτησης με τους ιστορικά απωθημένους εθνικούς μας πόθους οφείλεται και στο γεγονός ότι οι καλαθοσφαιριστές εκείνης της ομάδας πληρούσαν τις προϋποθέσεις ώστε να αναχθούν σε μια άτυπη «εθνική πρωτοπορία». Ερχόμενοι από ένα άθλημα με λίγους σχετικά οπαδούς και χαμηλές οικονομικές αποδοχές, διέθεταν την εικόνα και την κουλτούρα των παιδιών της λαϊκής συνοικίας, των φίλων της διπλανής πόρτας. Οι συνέπειες της διασημότητας και το σύνδρομο της «αθλητικής βεντέτας» δεν τους είχαν αγγίξει ακόμη. Κέρδιζαν τους αγώνες και πανηγύριζαν όπως τα παιδιά του δημοτικού στα σχολικά ντέρμπι. Γελούσαν σαν αγνοί γίγαντες όποτε και όταν τους σταματούσαν δημοσιογράφοι με κάμερες. Ήταν αγνοί σαν το λαϊκό συναίσθημα του έθνους που τους αγκάλιαζε. Λίγα χρόνια αργότερα άρχισαν να χάνουν αυτή την ρομαντική αθωότητα. Η διασημότητα και τα περισσότερα πλέον χρήματα άρχισαν να σπρώχνουν τις συνέπειες της εμπορευματοποίησης κάτω από τις χαραμάδες του αναπτυσσόμενου ελληνικού μπάσκετ. Αλλά τον Ιούνιο του ’87 όλα ήταν ακόμη ρομαντικά.


Μετά τον θρίαμβο της 14ης Ιουνίου ο υφυπουργός Αθλητισμού ανακοίνωσε α) την κατασκευή του κλειστού γηπέδου μπάσκετ του ΟΑΚΑ με έναρξη των εργασιών το 1987, β) δεκαπέντε υποτροφίες Ελλήνων προπονητών μπάσκετ στις ΗΠΑ, γ) λειτουργία δύο σχολών επιμόρφωσης για τους προπονητές του μπάσκετ, δ) 60.000 μπάλες και 100.000 φόρμες στα σχολεία δ) 80.000.000 δραχμές σε τριάντα νομαρχίες ώστε να τοποθετήσουν μπασκέτες σε όλα τα σχολεία της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι σε όσους ήμασταν old school και ποδοσφαιρόφιλοι αυτό δεν βγήκε σε καλό. Το μπάσκετ κέρδισε πολύ χώρο από το αγαπημένο μας άθλημα. Τα χωμάτινα γήπεδα και οι αλάνες άρχισαν να μαζεύουν λιγότερο κόσμο ενώ πολλοί συμμαθητές μας προτιμούσαν τις μπασκέτες. Αν ερευνήσουμε τον κοινωνικό αντίκτυπο που είχε αυτή η κρατική προβολή της καλαθοσφαίρισης θα διαπιστώσουμε ότι μακροπρόθεσμα συνέβαλε στην περαιτέρω απώλεια εθνικών γνωρισμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Το basketball είχε ως παγκόσμια μητρόπολη τις ΗΠΑ και με την προβολή του διευκολύνθηκε ακόμη περισσότερο η εισαγωγή αμερικανικών και liberal προτύπων στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον ο παλιός ρομαντισμός του, σχεδόν ερασιτεχνικού, αθλητισμού χάθηκε από την κοινότητα των Ελλήνων «μπασκετικών», καθώς μέσα σε λίγα χρόνια ο επαγγελματισμός είχε κάνει το ελληνικό πρωτάθλημα σημείο αναφοράς όλης της Ευρώπης. Ωστόσο ένας στόχος είχε επιτευχθεί. Η χώρα δημιούργησε μια παράδοση πανευρωπαϊκού πρωταθλητισμού σε ένα άθλημα. Μια παράδοση που υφίσταται μέχρι σήμερα.


Όμως όλα αυτά ήταν μεταγενέστερες συνέπειες. Και δεν είχαν να κάνουν σε τίποτα με το εθνικό εκστατικό βίωμα του 1987. Είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά την κατάκτηση του κυπέλου ο αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος έγραψε σε κυριακάτικη εφημερίδα το άρθρο «Αναξιφόρμητες Ύμνοι», εμπνευσμένος από τον τρόπο με τον οποίο ο Πίνδαρος υμνούσε τους αρχαίους ολυμπιονίκες. Στο συγκεκριμένο άρθρο, πέρα από κάποιες τυπικότητες σχετικά με την αξία της σκληρής εργασίας, ο Ανδρόνικος ανέφερε τα εξής.


«[…] πώς να συνθέσεις επίνικο μαδώντας από δω κι από κει φυλλαράκια από τα περίλαμπρα στεφάνια που έπλεξε ο Θηβαίος λυρικός; Μπορούμε μοναχά να πούμε πως τα παιδιά αυτά μας χάρισαν το πιο απίστευτο δώρο: την ευτυχία ενός ολόκληρου λαού που «απέθεσε» για λίγες μέρες  «πάσαν την βιοτικήν μέριμναν» και κατάλαβε «ξυν όλη τη ψυχή» πως αξίζει να ζεις για «τα’ άχρηστα και τα ανωφέλευτα», για ένα όνειρο, μια ιδέα, σε ένα παραλήρημα γοητευτικό […] Μας έπεισαν πως όλοι μας και μπορούμε και θέλουμε να βγούμε από τις μικρόχαρες καθημερινές μας έγνοιες. Πρώτα λοιπόν και κύρια, τους χρωστάμε αυτή την έξαρση.

Όμως η ομάδα των δώδεκα παιδιών με τον ηγέτη τους, τον προπονητή τους, μας δίδαξαν και πολλά άλλα. Με τον δικό τους τρόπο, κάθε βράδυ που κατέβαιναν στον στίβο, μας διάβαζαν το ευαγγέλιο του Μακρυγιάννη. «τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι […][2]»

Ο λόγος του Ανδρόνικου είναι ένα ρομαντικό απόσπασμα που αποπνέει το «πνεύμα του ‘87». Με τις ζαμπέλιες υπενθυμίσεις της εθνικής μας ενότητας από την αρχαιότητα, και τους ύμνους του Πινδάρου, στον πατριωτισμό του Μακρυγιάννη. Με τις προτροπές για υπερβάσεις της άχαρης καθημερινότητας προς τους κόσμους των ονείρων, των ιδανικών, που μόνο με συναισθηματικές εξάρσεις μπορούν να προσεγγιστούν. Με τις αναφορές στην υπερταξική ολότητα της ελληνικής κοινωνίας των πλούσιων και των φτωχών. Αν μη τι άλλο ο λόγος των επισήμων και των δημοσίων προσώπων εκείνης της εποχής μοιάζει με τα σημερινά μας μανιφέστα του ρομαντικού εθνικισμού. Και ακούγεται εξόχως ανατρεπτικός για την εξουσία των παγκοσμιοποιημένων φιλελεύθερων ελίτ της εποχής μας, που εκλαμβάνουν τον άνθρωπο ως άψυχο εξάρτημα μιας αφηρημένης φορμαλιστικής τυποποίησης την οποία περιγράφει ως «κοινωνία των αγορών».


Tα χρόνια πέρασαν και η ιδεολογική ηγεμονία της «κοινωνίας των αγορών» δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματικές εξάρσεις, αποδράσεις από τις «μικρόχαρες καθημερινές έγνοιες» και εθνικές εκστάσεις υπερηφάνειας. Το ίδιο το αθλητικό γεγονός έχει υποταχθεί σε αυτή την αγοραία τυποποίηση του εξουσιαστικού φιλελευθερισμού. Και οι παλιοί ρομαντικοί ήρωες των γηπέδων έχουν παραχωρήσει την θέση τους σε τυπικούς επαγγελματίες. Κάποιες φορές πολυεθνικών συνθέσεων. Λαοί και αθλητές απέχουν πολύ από το να πετύχουν ταυτίσεις όπως εκείνες του ’87. Ακόμη και οι μεγάλες νίκες γίνονται αντιληπτές ως κάποιες επιπλέον επιτυχίες μιας τυποποιημένης επανάληψης συγκεκριμένων θεαμάτων βιομηχανικής παραγωγής. Περνάνε και ξεχνιούνται. Μετά από λίγες μέρες δεν τις θυμάται κανείς.

Ευτυχώς, για εμάς τους μεγαλύτερους υπάρχουν οι μνήμες των παλαιότερων εποχών. Δυστυχώς, για τους νεότερους δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από την χοντροκομμένη άγνοια και την πολιτιστική ένδεια που τους χαρίζει αφειδώς το life style εξουσιαστικό σύστημα της παγκοσμιοποιημένης μας εποχής. Και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα συλλάβουν ποτέ ούτε τους μακρινούς απόηχους τρόπων ζωής, σχημάτων κοινωνικής συνύπαρξης και ιστορικών εμπειριών όπως εκείνης του ’87. Ας ευχηθούμε να διαψευστώ.



ΥΓ. Το γεγονός ότι μια τέτοια στιγμή της νεότερης ελληνικής ιστορίας έχει συνδεθεί με την αγαπημένη μας heavy metal μουσική και το συγκρότημα των Europe, αποτελεί ένα ακόμη συμβολικό σημείο αναφοράς της σχέσης μας, ως νεορομαντικών, με την κουλτούρα των '80's.



[1] Γιάννης Φιλέρης, Ευρωμπάσκετ ’87. Τίποτα δεν μας σταμάτησεPhysical Goods, Αθήνα 2017, σελ. 203.

[2] Ο.π. σελ. 207.


Σχόλια:

 Ο/Η Ανώνυμος είπε...

αχ, τι χρονιά εκείνη...

το Μάρτιο να αδειάζουν τα σούπερ μάρκετ και να έχει βεβαιωθεί ο μέσος Έλληνας ότι είναι αναπόφευκτος ο ελληνοτουρκικός πόλεμος λόγω Σισμίκ

τον Ιούνιο το Ευρωμπάσκετ, που πράγματι μας ένωσε όλους (κάνανε κάτι καφενειακά αστεία οι δαπίτες ότι δήθεν οι κνίτες ήταν με την ΕΣΣΔ στον τελικό αλλά κι αυτοί με Ελλάδα ήταν)

τον Ιούλιο ο μεγάλος καύσωνας με τους τόσους νεκρούς, και Γιώργη Κύρτσο (ή Δήμο Μπότσαρη δε θα πάρω όρκο) στον Ελεύθερο Τύπο να βγαίνει με πρωτοσέλιδο "ΠΑΣΟΚΙΚΟ ΚΟΛΠΟ Ο ΝΕΟΣ ΚΑΥΣΩΝ" για να ανταγωνιστεί την καλτίλα της Αυριανής

κι η επόμενη χρονιά επίσης γεμάτη μνήμες (Νταβός - πρωτάθλημα Λάρισας - Χέρφιλντ - Iron Maiden στη Φιλαδέλφεια)...

στο καθαρά αθλητικό κομμάτι, πρέπει να επισημανθεί ότι κάθε ανέλπιστος θρίαμβος μικρού έθνους σε ομαδικό άθλημα δεν έρχεται ουρανοκατέβατα αλλά πάντα συνδέεται με μια μικρή ή μεγάλη κοσμογονία σε συλλογικό επίπεδο την προηγούμενη δεκαετία (ανάλογα ο ποδοσφαιρικός θρίαμβος του 2004 συνδέεται με μια γενιά παικτών που είχαν κάνει σταθερά μεγάλες πορείες στην Ευρώπη με Παναθηναϊκό κλπ). Στην περίπτωση της μπασκετικής Ελλάδας το ρόλο αυτό είχε παίξει ο Άρης του Ιωαννίδη, που ήταν πραγματικό σχολείο, μιας κι ο ξανθός είχε μετατρέψει τις υπερταλαντούχες μονάδες σε ομάδα ικανή για πρωταθλητισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο (8 μήνες πριν το Ευρωμπάσκετ είχαν νικήσει με 30 πόντους την Τρέισερ, κι ακόμα δεν ξέρουμε -και μάλλον δε θα μάθουμε ποτέ- τι παίχτηκε πριν το δεύτερο ματς για να χάσουν). Για εμάς όλους μπορεί να φάνηκε σαν ένα μπαμ, αυτό που έγινε το '87, αλλά το μπάσκετ είχε σταθερή άνοδο μέσα στη δεκαετία του '80.

χοντρικά 1987 με 2006 ήταν χρυσή εποχή για τον ελληνικό αθλητισμό. Αναμφισβήτητα βοήθησαν και τα πασοκικά κονδύλια, Λιάνηδες, Κίμωνες, Βασιλακόπουλοι κλπ. Ήταν μια εποχή που οι κυβερνήσεις έβλεπαν τον αθλητισμό σχεδόν ανατολικογερμανικά, με κάθε Ολυμπιονίκη να παίρνει τιμής ένεκεν βαθμό στο Στράτευμα.

Δευτέρα, 13 Ιουνίου, 2022

 
 Ο Λώλος Δροσινός είπε...

Ημουν 13 χρονών τότε και πήγαμε στην ομόνοια ένα τσούρμο από μπαμπάδες ,ξαδέρφια ,γείτονες με τις σημαίες στο χέρι( ή και " μπερτα " για τους παλαιοτερους) .Ήταν ένα φοβερό ανθρωπινο ποταμι μιας Ελλαδας λιγο πιο " αθωας" και σιγουρα πιο ανθρώπινης.Μια ομονοια τοτε που κατεβαιναμε και τα λιγα επομενα χρονια για εφημεριδα χωρις να κυτταμε την πλατη μας.Η βραδυά τελειωσε με τους μεγαλυτερους να κερνανε παγωτο στην πλατεία Βικτωρίας.Είχα τοτε την τυχη να δω ένα ματς ζωντανά το Ελλαδα - Σοβιετικη ενωση στη φαση των ομιλων με την επικη αγκωνια
του Τσατσενκο στον Γιαννακη .Ωραιες αναμνησεις χαρηκα για το ποστ που μου θυμισε ομορφες στιγμες.

Τρίτη, 14 Ιουνίου, 2022

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Ωραίος. Έχεις την ικανότητα να σερβίρεις συμπυκνωμένες σε λίγες παραγράφους εικόνες μιας άλλης (εντελώς άλλης όμως) εποχής. Άλλος θα ήθελε δυο βιβλία για να μας μπάσει στο κλίμα των late 80s, ακόμα και σε μας που τα ζήσαμε.

Εν τω μεταξύ, δεν πέρασαν ούτε 35 χρόνια κι όμως.. είναι σα να κύλισαν αιώνες σε όλα τα επίπεδα. Οι άνθρωποι του τότε σε σύγκριση με τους σημερινούς μοιάζουν σα να πρόκειται για διαφορετικά δαρβινικά είδη.

Επί του θέματος, το '87 ήταν μια δικαίωση για τους μεγάλους Γκάλη και Γιαννάκη, που ήρθε να ισοφαρίσει την ιστορική αδικία της μη κατάκτησης κάποιου ευρωπαικού τίτλου με τον Άρη. Δυστυχώς, δεν είδα το ματς ούτε καν στη τβ, καθότι ζούσα έξω, αλλά θυμάμαι το ντελίριο από γνωστούς στην Ελλάδα. Να σημειώσω δε ότι είμαι γαύρος με μια φυσική αντιπάθεια για την πορτοκαλί μπάλα με τα σπυριά.

Fun fact: Ο Φασούλας στα γεράματα, δέκα χρόνια μετά, πρόλαβε να τσιμπήσει μια γιουρολίγκα. Ο Γκάλης είχε την ατυχία να αφήσει το παρκέ λίγο πριν οι ελληνικές ΚΑΕ κυριαρχήσουν πανευρωπαικά.

Για να το γυρίσουμε στα πολιτικοκοινωνικά, εκείνη η περίοδος σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Η παλαιοπασοκική σοσιαλιστική αθωότητα αρχίζει να δίνει τη θέση της στην ελληνική εκδοχή της ΤΙΝΑ του εκσυγχρονισμού. Η Ελλάδα της γειτονιάς και του ψιλικατζίδικου τελειώνει οριστικά. Οι μαλλούρες και τα πέτσινα αντικαθίστανται από γιάπικα μετροσέξουαλ λουκ. Ο κινηματογράφος, το πικαπ και το βιβλίο σταδιακά εκθρονίζονται από την τβ.
Τελικά, η αίσθηση ότι κάτι μπορεί να αλλάξει πνίγεται σε έναν ωκεανό κυνισμού και αποβλάκωσης. Σε διεθνές επίπεδο, η πτώση του υπαρκτού (και μαζί κάθε ανατρεπτικής προοπτικής εναντίον του δυτικού καπιταλισμού) και η διάδοση του κωλοίντερνετ λίγα χρόνια αργότερα δημιούργησαν τον κόσμο που βιώνουμε σήμερα. Τι να πεις; Δικαιολογημένη κάθε νοσταλγία.

ΥΓ Τα ράφια άδειασαν και με το Σισμίκ, αλλά η πρόβα τζενεράλε έγινε ένα χρόνο πριν με το Τσέρνομπιλ. Τότε ήταν που διαδόθηκε μαζικά η αμερικανιά των preppers σε ελληνικό έδαφος. Καλά, στις ΗΠΑ στοκάριζαν κονσέρβες σε αυτοσχέδια καταφύγια ήδη απ' τα 60ς.

Τρίτη, 14 Ιουνίου, 2022

 
Ανώνυμος Ο Σταμάτης Μαμούτος είπε...

Ευχαριστώ παίδες!

Πέμπτη, 16 Ιουνίου, 2022