του Παναγιώτη Μπουρδάκου
Γλυκιά γεύση θα μας αφήσει το 2022 όσον αφορά τα μουσικά και συναυλιακά δρώμενα που στερηθήκαμε απροσδόκητα, τα προηγούμενα χρόνια. Η φετινή χρονιά σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να επανορθώσει τις χαμένες συναυλίες και μουσικές εμπειρίες των προηγούμενων. Ο ενθουσιασμός στις πρώτες συζητήσεις ήταν ήδη εμφανής όταν ανακοινώνονταν τα φετινά ονόματα τον περυσινό χειμώνα. Σημαντικός αποτρεπτικός παραγόντας, όμως, ήταν το ακριβό εισιτήριο των περισσότερων συναυλιών που, σε συνάρτηση με το γενικότερο κλίμα παρακμής και δυσκολιών της εποχής μας, εμπόδισε μια μεγάλη μερίδα ροκάδων να εκμεταλλευτεί την φετινή συναυλιακή ποικιλία.
Η εμφάνιση των θρυλικών Uriah Heep στην Αθήνα, επετειακή για τα 50+ χρόνια συνεχής παρουσίας στην αγαπημένη μας μουσική, υπήρξε μια από τις πρώτες επιλογές μου. Μια συναυλία η οποία είχε αρχικά προγραμματιστεί για το θέατρο Παλλάς στα τέλη Οκτώβρη. Ωστόσο, κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, μια ανακοίνωση του διοργανωτή ανέφερε αλλαγές στη μέρα και στον τόπο της συναυλίας χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες.Τελικά η συναυλία ανακοινώθηκε για τις 15/12/2022 στο Fuzz, στην οποία δώσανε βροντερό παρών περίπου 1500 άτομα και παρέδωσαν ένα πρώτης τάξεως μάθημα στο πως διατηρείται η σχέση μεταξύ μιας θρυλικής μπάντας και του ελληνικού κοινού.
Οι Heep μας εξέπληξαν με ένα συνδυαστικό show, όπου ένα ακουστικό πρελούδιο να μας προετοιμάζει για το κυρίως «ηλεκτρικό θέμα». Για πενήντα, περίπου, λεπτά έπαιξαν αγαπημένα κομμάτια με ακουστικό ύφος, σε οικογενειακό κλίμα, σαν να μας φώναξαν στο στούντιο τους για να τα τραγουδήσουμε μαζί. Στο πρώτο αυτό μέρος ο μακροβιότερος τραγουδιστής τους, κος Bernie Shaw, πρωταγωνιστούσε με συνοδεία το Hammond του Phil Lanzon, και της ακουστικής του Mick Box. Russell Gilbrock και Dave Rimmer έδιναν το τέμπο στα υπόλοιπα μέλη όπως κάνουν τα τελευταία χρόνια. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε πόσο σημαντική είναι η ικανότητα του Shaw να σηκώνει το συγκρότημα στους ώμους χωρίς ίχνος κούρασης και δυσφορίας. Η φωνή του είναι σε εξαιρετική κατάσταση και μπορεί με την ίδια ευχέρεια να ερμηνεύει κομμάτια από όλες τις περιόδους των Heep.
Οι ακουστικές εκτελέσεις ικανοποίησαν σίγουρα και τους πιο φανατικούς των Heep, χωρίς να χάνουν από τις στουντιακές. Τα «Tales», Rain», «Wizard», «Come Away Melinda», «Free Me» και φυσικά το «Lady in Black» ενθουσίασαν τον κόσμο με το τελευταίο να αποτελεί και το κερασάκι στην τούρτα αφού σχεδόν ολόκληρο τραγουδήθηκε από το κοινό συνοδεία της μπάντας. Τα «Circle of Hands» και «Paradise» ενώθηκαν σε ένα, και απέδωσαν το φόρο τιμής στο Demons and Wizards που θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος δίσκος τους ενώ η συναυλία ξεκίνησε με το «Circus». Έκπληξη αποτέλεσε το «Confession» που ερμηνεύτηκε σχεδόν ακαπέλα, μόνο με τη συνοδεία του πιάνου από τον Phil Lanzon και είναι ένα κομμάτι που σπάνια ή ποτέ δεν περιλαμβάνεται στα live των Heep.
Έπειτα από ένα απαραίτητο διάλειμμα τριάντα λεπτών, το συγκρότημα επανεμφανιστήκε για μιάμιση ώρα, προσφέροντάς μας ένα ηλεκτρίκό show, σε κορυφαίο επίπεδο, ομολογουμένως καλύτερο από την προ τριετίας εμφάνισή τους στον ίδιο χώρο. Μοιρασμένες επιλογές τραγουδιών από όλο το φάσμα της δισκογραφίας τους με τη μερίδα του λέοντος πάντως να την έχουν τα ‘70s άλμπουμ, όπου ο δημιουργικός οίστρος των Box/Hensley/Byron έβαλε τους Heep στην κορυφαία τετράδα του σκληρού ήχου.
Το ηλεκτρικό σετ άρχισε με τα «Against the Odds» (Sea of Light, 1995) και «The Hanging Tree» (Firefly, 1977). Τα «Traveller in Time», «Sweet Lorraine», «Stealin» «Rainbow Demon» τόνωσαν το ρυθμό και ανέβασαν την ένταση. Κορυφαίες στιγμές τα κλασικά «Sunrise», «July Morning» όπου ο πληθωρικός ήχος του Hammond, το wahwah της κιθάρας του Box και συνδυασμένες φωνές του κοινού και του Shaw δημιούργησαν ένα εκστατικό συναίσθημα. Πιο γρήγορες και μεταλλικές στιγμές μας προσέφερε το «Too Scared to Run», και το «Free ‘n’ Easy» με τον Mick Box να επιδίδεται σε μια μάχη με τα εφέ της αγαπημένης του Gibson.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και για τον drummer Russel Gilbrock, που έβγαλε τόση ενέργεια πάνω στα τύμπανα και τη σκηνή που σε στιγμές νομίζαμε πως είτε θα τα σπάσει ή θα σπάσει το κεφάλι από την πίεση και την ένταση. Ήταν πραγματικά εξαιρετικός και πιστεύω πως ήταν ο πιο φορμαρισμένος από τα μέλη του συγκροτήματος.
Τραγούδια από σχετικά πρόσφατες δουλειές ήταν ευπρόσδεκτα από το ευρύ κοινό αλλά μόνο οι φανατικοί τα αναγνώρισαν και τα τραγουδούσαν, όπως τα «Between Two Worlds» (Sonic Origami, 1998) και «What Kind of God» (Wake the Sleeper, 2008). Ο Box μας ενημέρωσε για τον επικείμενο νέο δίσκο, (Colours and Chaos) που θα κυκλοφορήσει στις αρχές τους έτους και περιμένουμε να δούμε αν θα είναι στο ίδιο ή καλύτερο επίπεδο από τον προηγούμενο πολύ καλό δίσκο (Living the Dream).
Η βραδιά δεν θα μπορούσε να κλείσει διαφορετικά, πέρα από τα «Gypsy» και «Easy Livin» που τα προσμέναμε όλη τη βραδιά και έκαναν την εμφάνιση τους στο encore ώστε να κλείσει η συναυλία με τον πιο κλασικό UH ήχο που θα αντηχεί στα αυτιά μας μέχρι την επόμενη συναυλία.
Συγκινητικές στιγμές ήταν τα αφιερώματα/ βίντεο που προβλήθηκαν πριν την αρχή του ακουστικού και ηλεκτρικού σετ με αφορμή τον επετειακό χαρακτήρα της συναυλίας η οποία ήταν και η τελευταία για φέτος στο πλαίσιο της περιοδείας των πενήντα ετών. Στο πρώτο μέλη των Deep Purple, Jethro Tull, Iron Maiden, Judas Priest, Europe, Saxon, Def Leppard και οι Alice Cooper, Joe Lynn Turner, μεταξύ άλλων ευχήθηκαν στους Heep για το πεντηκοστά τους γενέθλια ενώ το δεύτερο βίντεο / κολλάζ παρουσίασε όλα τα πρώην μέλη του συγκροτήματος σε ατομικές και ομαδικές φωτογραφίες. Στο πλαίσιο αυτό, ένα μικρό merchandise / memorabilia / μουσείο είχε στηθεί στην είσοδο για όποιον ήθελε να αγοράσει ένα κομμάτι της ιστορίας των Uriah Heep για την προσωπική του συλλογή.
Φεύγοντας από το Fuzz, είχαμε πλήρως ικανοποιηθεί από την απόδοση της μπάντας, την επιλογή των τραγουδιών, την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά ένα συγκρότημα ορόσημο. Εύχομαι το νέο έτος να μας προσφέρει περισσότερες μουσικές εμπειρίες ώστε να τις μοιραστούμε με τα αγαπημένα μας συγκροτήματα και τους συναυλιακούς μας φίλους.
Και να φανταστείτε πως το 90-91 που είχαν παίξει στο Ρόδον, δεν είχα πάει γιατί τους θεωρούσα γέρους.
Το θετικό αναφορικά με την λέσχη μας, σε σχέση με αυτό το οποίο γράφεις, είναι ότι την ανταπόκριση δεν την έγραψε κάποιος από τους παλιούς, που είναι άνω των σαράντα ετών. Αλλά ένα από τα νεότερα παιδιά που είναι κάτω των τριάντα. Το γεγονός ότι αυτή η μουσική αρέσει σε παιδιά των γενεών που μεγάλωσαν σε συνθήκες αποδυναμωμένου rock κινήματος, Life style επέλασης και liberal Βαλκάνιας γκαγκουριάς είναι αναμφίβολα κάτι που γεννά ελπίδες. Όχι πολλές, βέβαια. Αλλά υπαρκτές.
Στα τελη των 90s που τους ειχα δει στο Ροδον μου φάνηκαν ψιλοψοφιοι και με κακη επιλογη κομματιών.Αν όμως ήμουν κατω απο τριαντα ετών θα πήγαινα να τους δω .