Η κυβέρνηση βιώνει τις τελευταίες ημέρες της δικής της Πομπηίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών δεν αφήνουν αμφιβολία. Οι πολιτικοί της Αριστεράς μολονότι υποστηρίζονται από καταρτισμένους επιστημονικούς συνεργάτες και παρότι κάποτε οσμίζονταν τις κοινωνικές τάσεις εν τη γεννέσει τους, φαίνεται ότι, -λόγω των στενών σχέσεων που ανέπτυξαν με τον εξουσιαστικό πυρήνα της χώρας, δηλαδή με τους ανθρώπους του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού παράγοντα- έγιναν τόσο μαλθακοί, ώστε να χάσουν το ένστικτο επιβίωσης που διέθεταν παλαιότερα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν λίγα χρόνια ότι μια παράταξη, η οποία βάσισε την μεγάλη της ενδυνάμωση στην επιτυχημένη προσέγγιση του μαζικού κινήματος των αγανακτισμένων κατά το 2011, θα δεχόταν το ισχυρότερο χτύπημα από ένα κίνημα το οποίο διαθέτει, σήμερα, τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με εκείνο των αγανακτισμένων (όπως για παράδειγμα τις μαζικές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, τις παράλληλες διαδηλώσεις σε άλλες πόλεις της χώρας, τους αποκλεισμούς σπιτιών πολιτικών κλπ);
Ασφαλώς, όσοι μπορούσαν να αναγνώσουν τα πολιτικά γεγονότα σε ένα βαθύτερο επίπεδο ήταν σίγουροι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να υποκριθεί για πολύ ότι σέβεται το πατριωτικό υπόβαθρο που είχε το κίνημα των αγανακτισμένων. Ακόμη κι αν εκείνη την εποχή είχε κάνει, ως κόμμα, μια σαφή ιδεολογική μεταβολή από την μεταμοντέρνα Αριστερά της δεκαετίας του 2000 σε ένα εθνοαπελευθερωτικό μοτίβο, το οποίο περιελάμβανε αναφορές στις αντιδυτικές λαϊκές καταβολές του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Αργά ή γρήγορα, ιδίως μετά το φιάσκο του δημοψηφίσματος του 2015, οι υποψιασμένοι περίμεναν ότι τα στελέχη του εν λόγω κόμματος θα έβγαζαν το πατριωτικό τους προσωπείο. Λίγοι όμως ανέμεναν ότι το ξεγύμνωμά τους θα έφτανε στο σημείο της σημερινής κατάστασης. Του να δέχονται, δηλαδή, αλλεπάλληλα πολιτικά χτυπήματα από την κοινωνική βάση του ελληνικού έθνους, στα οποία να μην έχουν να αντιτάξουν τίποτε, παρά μόνο αναφορές στον ορθολογισμό και την σύνεση τις οποίες θα ζήλευαν ακόμη και οι πιο αφοσιωμένοι τεχνοκράτες του Κώστα Σημίτη!
Για να καταλήξουμε στο σημερινό αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε δυο τεράστια λάθη. Πρώτον, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η Αριστερά ελέγχει ακόμη το μαζικό κίνημα, προέβη σε οβιδιακές μεταμορφώσεις. Από αντιμνημονιακό κόμμα της «πατριωτικής Αριστεράς» που παρουσιαζόταν την περίοδο 2011-2014, λίγο πριν τις εκλογές του 2015 άρχισε να κατεβάζει τους τόνους της αντιπαράθεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους εν Ελλάδι τοποτηρητές της. Επέλεξε να διατηρήσει τους υψηλούς τόνους μοναχά για συγκεκριμένες περιπτώσεις προσώπων, που συμβόλιζαν έντονα τον παράγοντα των Βρυξελλών, όπως ο Γιάννης Στουρνάρας, αλλά έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο σε ομοϊδεάτες του, όπως ο Χρήστος Σπίρτζης, εφόσον αυτοί εντάχθηκαν στον κομματικό του μηχανισμό. Ασφαλώς, η μεγάλη στροφή έγινε μετά τις δεύτερες εκλογές του 2015, όπου έχοντας χάσει τα περισσότερα ιστορικά του στελέχη, προσπάθησε να εκφράσει μια παλαιού τύπου «παπανδρεϊκή σοσιαλδημοκρατία», η οποία θα είχε καλές σχέσεις με τον αμερικανικό παράγοντα και θα κρατούσε κάποιες αποστάσεις από τον γερμανικό. Αλλά η όσμωση της κυβέρνησης στο ευρωπαϊκό περιβάλλον προκάλεσε νέες μεταβολές. Πλέον, εδώ κι έναν χρόνο, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει μανιωδώς την υποστήριξη των ανθρώπων του γερμανικού παράγοντα στην χώρα μας. Η προσχώρηση ανθρώπων του περιβάλλοντος Σημίτη, όπως ο Αντώνης Λιάκος και η σύζυγός του, αλλά και η ενσωμάτωση συστημικών δημοσιογράφων και πολιτικών της βρυξελιώτικης κεντροαριστεράς στις τάξεις της, έχουν μετατρέψει την κυβέρνηση σε εκφραστή όλων εκείνων που μέχρι πρότινος έβαζε απέναντί της.
Προκειμένου να κάνει όλες τις παραπάνω κυβιστήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ βασίστηκε σε μια εκτίμηση καταφανώς λαθεμένη. Όπως προανέφερα, θεώρησε ότι η Αριστερά ελέγχει ακόμη το μαζικό κίνημα και υπολόγισε ότι επειδή η κύρια δύναμη στον χώρο της Αριστεράς είναι ο ίδιος, οι αντιδράσεις που θα συναντούσε θα ήταν μικρές, εφόσον θα χαλιναγωγούσε τις εκφράσεις διαμαρτυρίας. Αγνόησε, δηλαδή, ότι η μεταπολίτευση έχει τελειώσει από το κίνημα των αγανακτισμένων και ότι πλέον υφίστανται διαφορετικά δεδομένα. Ένα εξ αυτών είναι και το γεγονός ότι μετά από το 2011 υπάρχουν και διαφορετικές κοινωνικές ομαδώσεις από εκείνες της Αριστεράς, που μπορούν να κατεβούν μαζικά σε κινητοποιήσεις. Αυτές οι ομαδώσεις είναι που ισοπεδώνουν σήμερα την κυβέρνησή του.
Το δεύτερο πολύ μεγάλο του λάθος ήταν ότι υποτίμησε την δύναμη του ελληνικού εθνικισμού. Γνωρίζοντας ότι ο Αντώνης Σαμαράς είχε φροντίσει να ναρκοθετήσει τον εθνικιστικό χώρο με ανθρώπους του που παίζουν διασπαστικό ρόλο, θεώρησε ότι θα μπορούσε να περάσει την συμφωνία των Πρεσπών χωρίς μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις. Αγνόησε, δηλαδή, ότι ο ελληνικός εθνικισμός δεν εξαντλείται στα πρόσωπα που (όπως εμείς αληθινά ή όπως κάποιοι άλλοι προβοκατόρικα) τον εκφράζουν, αλλά μπορεί να ξυπνήσει θυελλώδη πάθη σε όλα τα πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.
Έτσι, όχι μόνο οδηγήθηκε σε μια αμφιλεγόμενη συμφωνία, αλλά φρόντισε να διαχειριστεί με παιδαριώδη τρόπο τις αντιδράσεις. Με την βεβαιότητα ότι αυτοί ελέγχουν το πεζοδρόμιο, οι πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια πρώτη φάση, περιέλουσαν με ένα μπαράζ συκοφαντικών και υβριστικών σχολίων, που θύμιζαν ύφος και γλώσσα πρωτοετών φοιτητριών του αντιεξουσιαστικού χώρου, όσους διαφωνούσαν. Στη συνέχεια έφτασαν στο σημείο να απειλούν με συντονισμένες κινήσεις των καθηγητών και των γνωστών-αγνώστων κουκουλοφόρων, τους έφηβους μαθητές που χρησιμοποιούσαν ως μέσο διαμαρτυρίας για την συμφωνία των Πρεσπών τις σχολικές καταλήψεις. Τέλος, επιστράτευσαν και τα ματ στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, χρησιμοποίησαν την στάση τους στο μακεδονικό για να προσεγγίσουν τους ανθρώπους του περιβάλλοντος Σημίτη!
Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες η υποχώρηση της κυβέρνησης σε όλα τα κοινωνικά μέτωπα είναι τέτοια που τίποτε δεν δείχνει ικανό να την σταματήσει. Όπως είχαμε γράψει πριν λίγες ημέρες, αν ο Τσίπρας είχε την στοιχειώδη πολιτική αντίληψη, θα έπρεπε να είχε κλείσει την ατζέντα του το 2018 και τον Ιανουάριο να είχε προκηρύξει εκλογές. Μπορεί να έχανε, αλλά θα είχε ένα τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα. Θα απογύμνωνε το «σύστημα Σαμαρά» και την Νέα Δημοκρατία, αφήνοντας εκείνη να επιλέξει αν θα ψήφιζε ή όχι την συμφωνία των Πρεσπών. Κι επειδή δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Νέα Δημοκρατία θα έκανε ακριβώς ό,τι κάνει κι ο ΣΥΡΙΖΑ, το κυβερνητικό της μέλλον θα ήταν πολύ αμφίβολο μετά από μερικούς μήνες. Ωστόσο, πολιτικές μαριονέτες δεν παίρνουν τέτοιες πρωτοβουλίες. Ακόμη κι αν δεν έχουν τίποτε να χάσουν. Γιατί έχουν συμφωνήσει με τις Η.Π.Α και την Ε.Ε να κλείσουν το θέμα των Σκοπίων. Για τη Νέα Δημοκρατία υπάρχει δουλειά που πρέπει να γίνει στο ξεπούλημα του «κυπριακού». Και μέχρι να την φέρει σε πέρας, πρέπει να είναι εκλογικά άφθαρτη.
Ξέρουν οι πρεσβείες τι κάνουν. Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι ξέρει και η αποσβολωμένη κυβέρνηση. Αυτή που μας βλέπει, λίγες μέρες μετά το μεγάλο συλλαλητήριο της Κυριακής, να είμαστε ξανά 10.000 Έλληνες (σύμφωνα με εκτίμηση της δημόσιας τηλεόρασης), μέσα στο κρύο και την βροχή, χωρίς να περιμένουμε ότι θα αλλάξει κάτι. Απλά και μόνο για την «τιμή των όπλων» και για να θυμίσουμε ότι τα ιστορικά στίγματα είναι αέναα και θα την ακολουθούν για πάντα.