Ο "Παλιάτσος κι ο Ληστής"

                                                             του Σταμάτη Μαμούτου

Παρακολούθησα, χθες το βράδυ, την συνέντευξη που παραχώρησε ο πρώην υπουργός εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, σε εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης, που παρουσιάζει ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Κοτρώτσος. Έχοντας φρέσκα στο νου τα όσα είπε ο κύριος Κοτζιάς, θα ήθελα να παραθέσω κάποιες παρατηρήσεις.

1) Ο προφορικός λόγος του Νίκου Κοτζιά αποκαλύπτει ότι ο πρώην υπουργός είναι μια προσωπικότητα της οποίας η εγωμανία αγγίζει τα όρια της κομπορρημοσύνης.

2) Από τα όσα είπε χθες, και από τα όσα έπραξε ως υπουργός εξωτερικών, φαίνεται ότι διαθέτει έναν μεθοδικό τρόπο σκέψης και καλές οργανωτικές ικανότητες. Ωστόσο, τα γνωρίσματα αυτά, για να γίνουν εθνικά επωφελή, θα πρέπει να έχουν έναν σωστό πολιτικό προσανατολισμό, που στην προκειμένη περίπτωση δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Ο στεγνά επιστημονικός νους, με τις εργαλειακά μεθοδολογικές του απολήξεις, έχει αποδειχτεί, απ’ την ρομαντική κριτική της νεωτερικότητας, ότι είναι συνθήκη ικανή για πολλά πράγματα, αλλά όχι απαραίτητα για τις προσωπικότητες που έχουν ηγετικές αρμοδιότητες.  

3) Ο κύριος Κοτζιάς ανέφερε ότι έχει στα χέρια του κάποιες επιστολές που, αν τις δημοσιοποιήσει, θα αποκαλύψουν τον υποκριτικό ρόλο τον οποίο παίζουν, με φόντο το μακεδονικό, κάποιοι επιφανείς πολιτικοί της χώρας. Γνώμη μου είναι ότι με το να μην τις αποκαλύπτει γίνεται κι ο ίδιος συνένοχος. Η αλήθεια είναι το ζητούμενο όχι μόνο για το μακεδονικό, μα για οποιοδήποτε πολιτικό ζήτημα. Συνεπώς, ο κύριος Κοτζιάς με την συγκεκριμένη του στάση δεν επιτρέπει να αποκαλυφθούν κάποιοι πολιτικοί απατεώνες.

4) Η ροή του λόγου του κυρίου Κοτζιά θύμισε, κάποιες στιγμές, φουσκωμένο ποτάμι. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν αυτό είναι ύφος κυβερνητικού παράγοντα (με εξαίρεση την θέση του πρωθυπουργού). Πρόσεξα ότι πάνω στην ροή των ακατάπαυστων διαδοχικών του φράσεων υπέπεσε σε προφανείς αντιφάσεις, μικρής ενδεχομένως σημασίας, αλλά ενδεικτικές για την εξαγωγή κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων. Για παράδειγμα, την μια στιγμή είπε ότι η κλασική μέθοδος των εθνικών συκοφαντών είναι να λένε ότι «για τον τάδε άνθρωπο ακούγεται αυτό, αλλά εγώ δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω». Και την αμέσως επόμενη στιγμή, χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο ως δικό του επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι «για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν θέματα του υπουργείου των εξωτερικών υπάρχει η φήμη ότι, (πριν γίνει ο ίδιος υπουργός), πληρώνονταν με μαύρα κονδύλια του υπουργείου για να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, αλλά αυτός δεν είναι σε θέση να το αποδείξει».  Ασχέτως της αλήθειας που, ασφαλώς, μπορεί να εμπεριέχει το συγκεκριμένο επιχείρημα, το γεγονός ότι ο κύριος Κοτζιάς αντιφάσκει, κάνοντας ό,τι κατήγγειλε το μόλις προηγούμενο λεπτό στην αμέσως προηγούμενη απάντηση, φρονώ ότι αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό για τον τρόπο που συγκροτεί την σκέψη του ως πολιτικός (και, συνακόλουθα, για την διαπραγματευτική του δυναμική).

5) Μολονότι ο παρουσιαστής είχε φροντίσει να διαμορφώσει ένα φιλικό κλίμα, ο πρώην υπουργός απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα επικαλούμενος τις παθογένειες και τις αντιφάσεις της Νέας Δημοκρατίας. Μα κύριε πρώην υπουργέ, στην Νέα Δημοκρατία απαντάτε καθημερινά στην Βουλή. Στον ελληνικό λαό πότε θα απαντήσετε; Την ουσία των ερωτημάτων, πότε θα την δείτε; Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει διαχρονικά εξωφρενικές υποχωρήσεις στο μακεδονικό ζήτημα, δεν νομίζω να είναι σοβαρή δικαιολογία προκειμένου εσείς να συνεχίσετε από το σημείο που εκείνη είχε σταματήσει (έστω κι αν έπειτα κινηθήκατε, σύμφωνα με τα λεγόμενά σας, σε καλύτερη κατεύθυνση). 

6) Από την χθεσινή συνέντευξη αποκαλύφθηκαν τρία στοιχεία. Πρώτον, ότι ο Σεραφείμ Κοτρώτσος συνεχίζει να παίζει τον ρόλο του τηλεοπτικού συμπέθερου, που οργανώνει πολιτικά προξενιά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους σχηματισμούς της κεντροαριστεράς. Δεύτερον, ότι το δέλεαρ της εξουσίας κάνει ακόμη τα μάτια του κυρίου Κοτζιά να γυαλίζουν, πράγμα που έχει σχέση και με τις επερχόμενες προεκλογικές συνεργασίες. Τρίτον, ότι η κεντρική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι πια η αντιστροφή της θεωρίας των δυο άκρων. Η κυβέρνηση Σαμαρά προσπάθησε να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι αποτελούσε τον μέσο πόλο που ισορροπούσε ανάμεσα στους, αντιδημοφιλείς στην εξουσιαστική ελίτ, λαϊκιστές της μαρξιστικής αριστεράς από την μια και εκείνους του εθνικιστικού χώρου από την άλλη. Πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι αυτός είναι η θεμέλια λίθος μιας σοσιαλφιλελεύθερης συμμαχίας του κέντρου, που ακινητοποιεί τους δυο μεγάλους πολιτικούς αντιπάλους της εποχής μας. Δηλαδή, τον νεοφιλελευθερισμό με τις κοινωνικά διαλυτικές του συνέπειες, από την μια, και τον εθνικισμό που απειλεί την υπάρχουσα αστική ελίτ εξουσίας, από την άλλη.


Καταληκτικά, η χθεσινή συνέντευξη συνέχισε να επιβεβαιώνει την αμφιβολία μου για το αν  όντως  μπορεί να υπάρξει κάποια διέξοδος από την ασφυκτική μέγγενη της παγκοσμιοποιημένης εξουσίας του αστικού κεφαλαίου, όπως συζητούσαν ο «παλιάτσος με τον ληστή» στο παλιό τραγούδι του Ντύλαν, που διασκευάστηκε πολλές φορές. Οι πολιτικές μαριονέτες της νεωτερικής εξουσιαστικής ελίτ απευθύνονται μόνο σε αυτήν ή συζητούν μεταξύ τους. Ποτέ, όμως, δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον ελληνικό λαό.

Ασφαλώς, έχουν στα χέρια τους το ελλαδικό κράτος. Ας αγωνιστούμε, τουλάχιστον, προκειμένου να μην τους επιτρέψουμε να πάρουν στα χέρια τους εξολοκλήρου και την ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτό το πεδίο, στην υπεράσπιση της δικής μας ελληνικής κοινωνικής ζωής και ταυτότητας δηλαδή, μπορούμε ακόμη να δώσουμε μάχες. Με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας.

Αυτό είναι και το κύριο συμπέρασμα που εξήχθη από τις κινητοποιήσεις για το μακεδονικό. Το όνομα μπορεί να χάθηκε- ή να είχε χαθεί προ πολλού. Να μην χαθεί, όμως, και η ελληνική ψυχή. Να μην χαθεί η ευκαιρία να ορθώσουμε ένα τείχος κοινωνικής αντίστασης. Γιατί η παγκοσμιοποίηση και οι πολιτικές της μαριονέτες δεν θα αρκεστούν στο ότι μας έκλεψαν ένα όνομα κι ένα κομμάτι της ιστορίας μας. Θέλουν πολλά περισσότερα. Ας είμαστε, λοιπόν,  προετοιμασμένοι για να έχουμε τις δικές μας απαντήσεις συνεχώς επίκαιρες.