Πολλές φορές, κατά το παρελθόν, έχουμε επισημάνει μέσα απ’ την αρθρογραφία μας ότι από το 2010 κι έπειτα, οι πρεσβείες των κρατών που χρησιμοποιούν την πατρίδα μας σαν αγορασμένο οικόπεδο έχουν υιοθετήσει εναλλακτικές μεθόδους στην υπονόμευση του λαϊκού αιτήματος για την επίτευξη της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ορισμένες απ’ αυτές τις μεθόδους χρησιμοποιούνται συστηματικά σε ό,τι έχει να κάνει με τις ιδεολογικές εκφράσεις του ελληνικού εθνικισμού.
Όντας άβολος για τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και επικίνδυνος για χώρες όπως η Γερμανία, η Η.Π.Α, η Τουρκία και το Ισραήλ που έχουν ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή μας, ο ελληνικός εθνικισμός τίθεται διαχρονικά στο στόχαστρο των εκφραστών της εξουσιαστικής ελίτ. Ωστόσο, από το 2011 και μετά, όταν οι διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων απενοχοποίησαν τον εθνικισμό στην συνείδηση του μέσου Έλληνα, το σύστημα εξουσίας άρχισε να χρησιμοποιεί τις νέες εναλλακτικές του μεθόδους εναντίον του.
Μια χαρακτηριστική μέθοδος υπονόμευσης του εθνικισμού είναι η συστηματική προσπάθεια αλλοίωσης του νοήματoς της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας. Στην μετά το 2011 εποχή αυτή η μέθοδος έχει αποκτήσει δυο σκέλη. Από την μια το σύστημα εξουσίας προσπαθεί να παρουσιάσει ορισμένες ιδεολογικές εκφάνσεις του εθνικισμού ως εγκληματικές, περιθωριακές και συνδεδεμένες άρρηκτα με την βία. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Από την άλλη, το νέο στοιχείο της συστημικής προβοκάτσιας είναι το εξής. Πλέον, δεν υβρίζονται όλες οι ιδεολογικές εκφάνσεις του εθνικισμού συλλήβδην. Αντιθέτως, τα συντηρητικά εθνικιστικά ρεύματα παρουσιάζονται ψευδώς ως προεκτάσεις της, καταγόμενης από τον φιλελεύθερο Διαφωτισμό, αστικής Δεξιάς.
Ασφαλώς, στην πραγματικότητα τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Ούτε υπάρχει κάποια άρρηκτη σχέση με την εγκληματικότητα στα ριζοσπαστικά ρεύματα του εθνικισμού, ούτε και οι συντηρητικές του εκδοχές έχουν καμιά σχέση με την αστική, καπιταλιστική, ελλαδική Δεξιά. Δυστυχώς, όμως, το έλλειμμα πολιτικής κουλτούρας και γνώσης των πολιτικών θεωριών, που χαρακτηρίζει τον μέσο Έλληνα, επιτρέπει στους σμπίρους του εξουσιαστικού συστήματος να προκαλούν εννοιολογική σύγχυση. Απώτερος σκοπός τους είναι να «σακουλιάσουν» το αναδυόμενο λαϊκό ρεύμα υποστήριξης εθνικιστικών θέσεων, μέσα στα πλαίσια της (ελεγχόμενης από τον δυτικό παράγοντα) αστικής Δεξιάς.
Στο επίκεντρο αυτών των προβοκατόρικων πρακτικών δραστηριοποιούνται εδώ και κάποια χρόνια κάθε λογής τυχοδιώκτες. Αρχικά εργαζόταν στο -ή για το- περιβάλλον του Αντώνη Σαμαρά, όταν αυτός ήταν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Αργότερα, παρουσιάστηκαν ως αυτονομημένοι, που επιχείρησαν τον σχηματισμό ενός κομματικού μορφώματος ανάμεσα στην Νέα Δημοκρατία και την Χρυσή Αυγή. Βλέποντας ότι η προοπτική αυτή αποδυναμώνεται μέρα με την μέρα, οι κύκλοι αυτοί συνεχίζουν σήμερα να σχεδιάζουν, μέσα από -δήθεν αυτόνομους- παράλληλους πυρήνες, την στρέβλωση της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας.
Αν θελήσουμε να εστιάσουμε σε πρόσωπα αυτού του πολιτικού θεάτρου σκιών δεν θα δυσκολευτούμε να σταθούμε, για αρχή, σε γνωστή περσόνα του περιβάλλοντος Σαμαρά, η οποία ηγείται σήμερα νεοδεξιού (απο)κόμματος και αρθρογραφεί σε μαζικής κυκλοφορίας ημερήσιο (κατά τα άλλα, ενδιαφέρον) έντυπο. Ο εν λόγω τύπος, που αποτελεί κεντρικό μοχλό της δεξιάς απόπειρας να στρεβλωθεί η εθνικιστική θεωρία, έγραψε πριν λίγες ημέρες ένα άρθρο με τίτλο «Ο Φασισμός είναι αίρεση της Αριστεράς», στο οποίο εφάρμοσε τις γνωστές πρακτικές αλλοίωσης νοημάτων.
Μέσα από το προβοκατόρικα αυτό κείμενο, ο εν λόγω αρθρογράφος προσπάθησε, για πολλοστή φορά, αρχικά να στενέψει τον εθνικισμό στα πλαίσια δυο μεσοπολεμικών ριζοσπαστικών ιδεολογικών του ρευμάτων. Έπειτα να τον συνδέσει, λόγω των κοινωνιστικών του πτυχών και του πολιτειακού υπόβαθρου των μεσοπολεμικών του εκδοχών, με τον μαρξισμό. Για να αφήσει, τέλος, να εννοηθεί ότι όποιος είναι εθνικιστής υποστηρίζει ένα πολιτικό παρακλάδι της Αριστεράς. Πρόκειται για γνωστό επικοινωνιακό τρικ των τελευταίων ετών, που χρησιμοποιούν αυτοί οι σκοτεινοί κύκλοι.
Από την μεριά μας, απαντώντας στα όσα ισχυρίζεται εν λόγω κύριος θα σημειώσουμε τα εξής. Πρώτα απ’ όλα, το άρθρο βασίζεται σε ένα (μάλλον εσκεμμένο) μεθοδολογικό λάθος. Δηλαδή, στην απόπειρα της ερμηνείας του εθνικισμού μέσα από το ιδεολογικό πρίσμα Δεξιάς-Αριστεράς. Ο εθνικισμός είναι η κατεξοχήν πολιτική θεωρία, που αχρηστεύει αυτόν τον άξονα. Η τομή Δεξιά-Αριστερά έχει τις καταβολές της στην Γαλλική Επανάσταση και στις κοινοβουλευτικές θέσεις που καταλαμβάνουν οι διάφορες παρατάξεις. Γι αυτό και δεν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ερμηνείας ιδεολογικών ρευμάτων και πολιτικών θεωριών που έχουν παραδοσιοκρατικές αναφορές ή που αντίκεινται στην αστική αντίληψη των πραγμάτων. Αν και κάποιοι θεωρητικοί της νέας Δεξιάς επιδίδονται τα τελευταία χρόνια στην, σχεδόν κωμική, προσπάθεια να αποδώσουν στους όρους Δεξιά και Αριστερά μεταφυσικά γνωρίσματα και να τους παρουσιάσουν ως πόλους που δήθεν υπήρχαν από την αρχαιότητα, η αδυναμία του επιχειρήματός τους είναι προφανής.
Περνώντας στο δεύτερο στοιχείο που χρησιμοποιεί ο επίδοξος επικεφαλής αφανούς κομματικού σχηματισμού στο συγκεκριμένο άρθρο θα σταθούμε στην σχεδόν παρανοϊκή του θέση ότι επειδή κάποιοι εθνικιστές πολιτικοί πριν ενταχθούν σε εθνικιστικά κόμματα είχαν αποτελέσει στελέχη αριστερών κινημάτων, αυτό σημαίνει ότι ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελούν ιδεολογικά ρεύματα της μαρξιστικής Αριστεράς. Ασφαλώς, το εν λόγω συμπέρασμα προκαλεί την θυμηδία. Ωστόσο δεν είναι κάτι που γράφεται για πρώτη φορά. Έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να ακούμε τέτοιες γελοιότητες. Η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών που συντελέσθηκαν μετά το 2011 στην χώρα και η παράλληλη ενδυνάμωση της Αριστεράς και του εθνικιστικού χώρου, σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής κουλτούρας του μέσου Έλληνα, ώθησε την ελλαδική Δεξιά στο να αναπτύξει τέτοιες προβοκατόρικες θέσεις, με σκοπό να βάλει ένα φρένο στην διαρροή στελεχών και ψηφοφόρων προς τον εθνικιστικό χώρο.
Αλλά και σε ένα πιο ευρύ πεδίο πολιτικής, ο διεθνής παράγοντας, προσπαθώντας να ελέγξει την γενικότερα αναδυόμενη αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών προς τις πολιτικές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, προτιμά μια ανώδυνη ενδυνάμωση της νέας Δεξιάς από την άνοδο του αυθεντικού εθνικισμού. Γιατί γνωρίζει ότι οι σχηματισμοί της νέας Δεξιάς αμφισβητούν μοναχά την μεταναστευτική ροή της παγκοσμιοποίησης κι όχι τον ιδεολογικό και τον οικονομικό της πυρήνα. Έτσι, είναι βολικό για τους ανθρώπους του διεθνούς εξουσιαστικού φιλελευθερισμού κάθε εθνικιστικός αντίλογος που αρθρώνεται στην κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς και του διεθνιστικού κεφαλαίου, να παρουσιάζεται ως «μαρξιστικής προέλευσης». Απώτερος σκοπός είναι η πανευρωπαϊκή τάση προς τον εθνικισμό να μην καταλήξει εκεί που πρέπει, αλλά να εκφυλιστεί σε κίβδηλες εκδοχές της μεταμοντέρνας νέας δεξιάς.
Όπως έχουμε τονίσεις κατά καιρούς την καλύτερη απάντηση σε αυτές τις στοχεύσεις δίνει η αναδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών. Εκεί όπου μπορεί ο κάθε αναγνώστης να ξεδιαλύνει τους όρους και να αποφύγει τις αλλοιώσεις νοημάτων. Αλλά και να μάθει ότι ο εθνικισμός είναι μια πολιτική θεωρία που ξεπήδησε μέσα από την κοσμοθέαση του Ρομαντισμού, κατά τον 18ο αιώνα. Από την δεκαετία του 1800 η πολιτική θεωρία του ρομαντικού εθνικισμού απέκτησε δυο ιδεολογικά ρεύματα. Ένα ριζοσπαστικό κι ένα συντηρητικό.Ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός αποτέλεσαν δυο από τις ιδεολογικές εκφράσεις του ριζοσπαστικού εθνικισμού, οι οποίες ανήλθαν στο ιστορικό προσκήνιο πολύ αργότερα, κατά τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, ο ριζοσπαστικός εθνικισμός περιλαμβάνει κι άλλα ρεύματα πέρα από τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Τα προφασιστικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού έχουν τις θεωρητικές τους καταβολές στην δεκαετία του 1800, όταν ο Μαρξ ήταν αγέννητος και η σοσιαλιστική θεωρία αδιαμόρφωτη. Συνεπώς, μάλλον καθίσταται αδύνατο να αποτελούν τα ιδεολογικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού παρακλάδια της Αριστεράς.
Αν ίσχυε το επιχείρημα των σμπίρων της ελλαδικής Δεξιάς, θα έπρεπε να πιστώσουμε στην Αριστερά θεωρητικούς όπως ο Φίχτε (που κατά την δεκαετία του 1800 έγραψε το μανιφέστο της εθνικιστικής αντιφιλελεύθερης οικονομίας, υπό τον τίτλο Το Κλειστό Εμπορικό Κράτος), ο Μύλλερ (που έγραψε το πρώτο πολιτικό δοκίμιο υπέρ του ολοκληρωτικού κράτους το 1811), ο Τζων Ράσκιν, ο Πωλ ντε Λαγκάρντ, ο Μωρρίς Μπαρρές κ.α. Ακόμη, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ως αριστερούς πολιτικούς τον Ντερουλέντ, τον Ντανούτσιο και τον Δραγούμη. Και μολονότι υπάρχουν σήμερα στον ακροδεξιό ελλαδικό χώρο ψυχοπαθείς που μπορεί να πιστέψουν κάτι τέτοιο, η σαθρή γελοιότητα του επιχειρήματος είναι προφανής. Αρκεί κανείς να σκεφθεί πως όταν ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ έγραφε, κατά την δεκαετία του 1760, τα πρώτα δοκίμια της ρομαντικής εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας, στρεφόμενος κατά του Διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού, οι πρώτοι ουτοπιστές σοσιαλιστές θεωρητικοί ήταν νηπιακής ηλικίας ή αγέννητοι.
Στην πραγματικότητα ο αριστερός σοσιαλισμός ήταν αυτός που δανείστηκε ιστορικά στοιχεία του ρομαντικού εθνικιστικού αντικαπιταλισμού. Εξάλλου, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς είχαν αποδεχτεί ότι επηρεάστηκαν από την αντικαπιταλιστική επιχειρηματολογία ορισμένων ρομαντικών συντηρητικών θεωρητικών. Συγκεκριμένα, ο Ένγκελς έγραψε σε ένα άρθρο του 1850 ότι ο Τόμας Καρλάιλ στράφηκε με αυθεντική επαναστατικότητα κατά της βρετανικής αστικής τάξης[1]. Γούστο θα είχε, λοιπόν, αν τα τσουτσέκια του Σαμαρά χαρακτήριζαν και τον Τόμας Καρλάιλ ως αριστερό!
Πέρα, όμως, από την χιουμοριστική πλευρά του θέματος, εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η προβοκατόρική στόχευσή τους. Γιατί αν έλεγαν ότι ορισμένα ιδεολογικά ρεύματα του ριζοσπαστικού εθνικισμού έχουν κοινά σημεία στις οικονομικές τους προτάσεις με κάποιες τάσεις του μαρξισμού, δεν θα έσφαλαν και κανείς δεν θα αμφισβητούσε τις προθέσεις τους, ακόμη κι αν διαφωνούσε ιδεολογικά μαζί τους. Δεν κάνουν, όμως, κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, προτιμούν να αντιστρέψουν την ιστορική πραγματικότητα και με χοντροκομμένα προβοκατόρικες αντιστοιχίσεις να παρουσιάσουν τον ριζοσπαστικό εθνικισμό ως προϊόν..του μαρξισμού! Ο σκοπός τους είναι να μειώσουν, να προσβάλλουν, να προβοκάρουν τους Έλληνες εθνικιστές και εν τέλει να τους προκαλέσουν αμφιβολίες για την ιδεολογική τους ταυτότητα, με απώτερο σκοπό να τους απορροφήσουν στο (παρδαλό και συραμμένο από διαφορετικές παραδόσεις) ιδεολογικό πλαίσιο της νέας Δεξιάς.
Βέβαια, οι συγκεκριμένοι τύποι μπορεί να ρίχνουν στο πυρ το εξώτερο και να παρουσιάζουν ως μαρξιστικό παρακλάδι τον ριζοσπαστικό εθνικισμό, παράλληλα όμως προσπαθούν να οικειοποιηθούν τον συντηρητικό εθνικισμό. Εμείς, όμως, δεν θα τους κάνουμε την χάρη να αφήσουμε αναπάντητη ούτε κι αυτή τους την προβοκάτσια. Και θα τους θυμίσουμε ότι ο συντηρητικός εθνικισμός υπήρξε η πρώτη ιδεολογική εκδοχή του ρομαντικού εθνικισμού, που μέσα από τον λόγο στοχαστών όπως ο Έντμουντ Μπερκ, ο Μπονάλντ και ο Ζοζέφ Ντε Μεστρ, κατήγγειλε τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τον κεντρικό ιδεολογικό πυλώνα δηλαδή της νέας (και της παλιάς) Δεξιάς. Αλλά και στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Σπυρίδωνας Ζαμπέλιος, ο Άγγελος Βλάχος, ο Ζαλοκώστας και πολλοί ακόμη συντηρητικοί ρομαντικοί καταφέρθηκαν εναντίον του χρηματιστηριακού κόσμου της δύσης, στον οποίο υπάρχουν τα πολιτικά μοτίβα της ελλαδικής (νέας και παλιάς) Δεξιάς. Το ίδιο έκαναν αργότερα ο Κωστής Παλαμάς, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ίων Δραγούμης και άλλοι σημαντικοί άντρες του ελληνικού εθνικισμού (οι οποίοι, ασφαλώς, ποτέ δεν αυτοπροσδιορίστηκαν ως δεξιοί).
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο ο ριζοσπαστικός όσο και ο συντηρητικός εθνικισμός αποτελούν ιδεολογικά ρεύματα της ίδιας ρομαντικής πολιτικής θεωρίας και η απόπειρα ορισμένων θεωρητικών της νέας Δεξιάς ή σμπίρων του αστικού κατεστημένου να τα αποκολλήσουν από την θεωρητική τους μήτρα πρέπει να αποτύχει. Και για να συμβεί αυτό ο μέσος Έλληνας πολίτης καλό είναι να γνωρίζει την ιστορία των πολιτικών ιδεών και ακόμη καλύτερο να μην «ψαρώνει» αν τον χαρακτηρίζουν ως αριστερό.
Τώρα όσον αφορά την συγκεκριμένη περσόνα που έγραψε το εν λόγω άρθρο και στοχεύει να απορροφήσει συντηρητικούς στο (απο)κομμά του, εφόσον είναι τόσο φανατικός αντιφασίστας και υποστηρικτής του «Δημοκρατικού Κράτους» (όπως γράφει), καλό θα ήταν να μας έλεγε γιατί εκθειάζει τον γνωστό για τις φιλοφασιστικές και αντιδημοκρατικές ιδεολογικές του τοποθετήσεις και κυβερνητικές του πρακτικές, Ιωάννη Μεταξά. Επίσης, εφόσον προπαγανδίζει ότι ο φασισμός και η Αριστερά διαθέτουν μια «κοινή πίστη στη βία ως αποδεκτό πολιτικό εργαλείο επιβολής ιδεών», θα είχε ενδιαφέρον να απαντούσε σε μια σειρά ερωτημάτων.
Για παράδειγμα, ποιες ήταν οι ιδεολογίες που συμμάχησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Ποια παράταξη ενήργησε βασισμένη στην βίαιη επιβολή ιδεών και ποια στο θεσμικό δημοκρατικό της δικαίωμα, κατά τον αμερικανικό εμφύλιο; Ποια ήταν η ιδεολογία στην οποία βασίστηκε η «εκπολιτιστική» βαναυσότητα της αποικιοκρατίας (ο συντηρητισμός, ο φασισμός ή μήπως ο ιμπεριαλιστικός φιλελευθερισμός της αστικής δύσης); Ποια ήταν η παράταξη που οργάνωσε την γενοκτονία των ιθαγενών της Αμερικής, οι συντηρητικοί παραδοσιοκράτες ή μήπως οι φιλελεύθεροι (κουακέροι και άλλοι) καπιταλιστές; Αλλά και σε ό,τι αφορά την χώρα μας, εφόσον επικαλέστηκε την κατάληψή της κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να είμαστε δίκαιοι οφείλουμε να τον ρωτήσουμε μήπως θυμάται ποιοι ήταν εκείνοι που την κατέλαβαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο και κατά τον κριμαϊκό Πόλεμο, καθώς και ποια ήταν η θέση των Ελλήνων συντηρητικών σε εκείνα τα γεγονότα.
Συμπερασματικά, όπως είπε κάποτε ο παλαιός, συντηρητικός, πρωθυπουργός της Βρετανίας Χάρολντ Μακμίλαν καταγγέλλοντας τις πολιτικές της Θάτσερ, «νεοδεξιοί, είστε το ξεπούλημα το ασημικών του έθνους!»
[1] Michael Lowy-Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεωτερικότητας, μετάφραση Δέσποινα Καββαδία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999, σελίδα 203.
Εικόνα 1: Νικόλαος Γύζης: Η αράχνη
Εικόνα 2: Νικόλαος Γύζης: Ιστορία
Εικόνα 3: Άλμπρεχτ Ντύρερ: Ιππότης, θάνατος και διάβολος
…Και μετά από λίγες μέρες, Ιδεολογικές
αποσαφηνίσεις 2
Δεν γνωρίζουμε αν η φήμη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ έχει
φτάσει στις «ανήλιαγες στοές» της πολιτικής ελίτ, ώστε πρόσωπα του δημόσιου
βίου της χώρας να παρακολουθούν την αρθρογραφία μας. Ωστόσο, ανατρέχοντας στο
άρθρο που αναρτήσαμε πρόσφατα στο ιστολόγιο της λέσχης υπό τον τίτλο Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις και
παρακολουθώντας, παράλληλα, την αρθρογραφία των εφημερίδων μαζικής κυκλοφορίας,
διαπιστώνουμε ότι –ασχέτως αν μας έχουν
διαβάσει ή όχι- εκείνοι που στηλιτεύσαμε στο εν λόγω άρθρο απαντούν με έναν
τρόπο που, κατά κάποιον τρόπο, μας αφορά.
Συγκεκριμένα, ο αρθρογράφος του οποίου την
προβοκατόρικη τακτική κατά του εθνικισμού είχαμε απογυμνώσει, επανήλθε με ένα
νέο άρθρο, το οποίο μοιάζει με απάντηση –ιδίως στον τρόπο που ολοκληρώνεται.
Ασφαλώς, ο εν λόγω κύριος έχει αποφύγει να αναφερθεί στην ουσία όσων
υποστηρίζει το δικό μας άρθρο, καθώς και στο υπόβαθρο των απόψεών του. Γιατί αν
το κάνει θα αποκαλυφθεί η ιδεολογική ανεπάρκεια και η θεωρητική γύμνια των
υποτιθέμενων ιδεών που θέλει να προβάλει. Έτσι, επιλέγει να συνεχίσει την
αρθογραφία του βασιζόμενος στην γνωστή, κούφια επικοινωνιακή τακτική του να
ταυτίζει αρχικά τον εθνικισμό με κάποιες μεσοπολεμικές του εκδοχές κι έπειτα, μέσω
χοντροκομμένων γενικεύσεων, να τον παρουσιάζει ως παρακλάδι της μαρξιστικής
Αριστεράς.
Αλλά, όπως γράψαμε και στις Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις, αυτά τα
επιχειρήματα μπορεί να τα εκθέτει στους πολιτικούς περίβολους των διαχειριστών
του διεθνούς κεφαλαίου, μαζί με τους υπόλοιπους συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά. Έξω
απ’ αυτούς τους χώρους, δυστυχώς, γι αυτόν, υπάρχουμε ακόμη Έλληνες που θα
ξεγυμνώνουμε τις δεξιές προβοκάτσιες και θα αναφερόμαστε στον εθνικισμό με
όρους ιστορικής αλήθειας.
Στο νέο του άρθρο, λοιπόν, ο συγκεκριμένος
τύπος έδωσε τον τίτλο «Ο αντιχριστιανισμός Αριστεράς, φασισμού». Καταρχάς, από
τον τίτλο και μόνο, αποκαλύπτεται ο φτωχός τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την
ελληνική γλώσσα. Κατά τα άλλα, επανέλαβε ότι ο εθνικισμός και τα ριζοσπαστικά
του ρεύματα είναι παρακλάδια της μαρξιστικής Αριστεράς, γιατί κάποιοι εθνικιστές
πολιτικοί, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, είχαν υιοθετήσει παγανιστικές
απόψεις και ψαλίδισαν τον κοινωνικό ρόλο της χριστιανικής εκκλησίας.
Ολοκληρώνοντας, μάλιστα, το άρθρο του αναφέρθηκε σε μια φράση μιας καθολικής
Γερμανίδας, η οποία απευθυνόμενη σε ένα στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος
του είπε ότι «μπορεί να φορούσε φαιό
πουκάμισο, αλλά κατά βάθος (αυτός και οι ομοϊδεάτες του), ήταν μπολσεβίκοι».
Από την πλευρά μας θα κάνουμε κάποιες
σύντομες παρατηρήσεις στον αρθογράφο-συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά, υποστηρικτή
των μνημονίων της Μέρκελ και νυν πρόεδρο κοινωνικά ανύπαρκτου νεοδεξιού (από)κόμματος.
Σύντομες, γιατί η κεντρική αποδόμηση της ιδεολογικής προβοκάτσιας, τόσο αυτού
του αρθρογράφου όσο και των υπολοίπων ορφανών του Σαμαρά, έχει πραγματοποιηθεί
στο άρθρο Ιδεολογικές Αποσαφηνίσεις.
Έχουμε, λοιπόν, και λέμε:
Α) Πράγματι, κατά τον μεσοπόλεμο υπήρχαν περιπτώσεις
ανθρώπων που υιοθετούσαν παγανιστικές απόψεις και αποτελούσαν στελέχη ριζοσπαστικά
εθνικιστικών κομμάτων. Αλλά, δυστυχώς, για τους νεοδεξιούς
προβοκάτορες της εποχής μας, αυτές οι περιπτώσεις ήταν ισχνά μειοψηφικές. Δεν
θα ανατρέξουμε στις δηλώσεις του Πάπα σχετικά με το ποιος έφερε τον Θεό στην Ιταλία
και άλλα σχετικά. Θα αρκεστούμε στο να αναφέρουμε περιπτώσεις όπως εκείνης του
ευσεβούς ποιητή και πολιτικού Χοσέ Αντόνιο στην Ισπανία ή του ορθόδοξου
Κοντρεάνου στην Ρουμανία, προκειμένου να γκρεμίσουμε άλλη μια πρόχειρη
προβοκάτσια των δεξιών προβοκατόρων.
Και στην τελική θα απαντήσουμε ότι, κατά την
δική μας εκτίμηση, πολύ καλά έκανε ο κάθε σχηματισμός ή η κάθε πολιτική
παράταξη κι ενέταξε στις τάξεις του ορισμένους παγανιστές ή άθρησκους ακτιβιστές,
εάν αυτοί πληρούσαν τις κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις. Ο στόχος ήταν να
συγκροτηθούν παραδοσιοκρατικές κοινωνικές συμμαχίες ενάντια στον υλιστικό και
άπληστο κόσμο της νεωτερικότητας, του οποίου η ελεύθερη αγορά κι ο καπιταλισμός
αποτελούν την καρδιά του.
Ωστόσο, το αστείο της υπόθεσης είναι ότι
καταγγέλλονται οι παγανιστές από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως νεοδεξιοί.
Μήπως θέλετε, λοιπόν, κύριοι να μιλήσουμε για την σχέση που έχει, στην σημερινή
συγκυρία, πανευρωπαϊκά η νέα δεξιά με κάποιους παγανιστικούς κύκλους και με τον
τεκτονισμό; Λέμε, μήπως θέλετε..;
Β) Ο «παραγωγικότατος» αυτός αρθρογράφος αναφέρεται
στην αντίσταση κάποιων καθολικών χριστιανών προς τις πολιτικές του
εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Ξεχνά, όμως, να
αναφέρει πως την κομβική υποστήριξη για την πρώτη άνοδο αυτού του κόμματος στην
εξουσία έδωσαν ισχυροί πολιτικοί παράγοντες του καθολικού κέντρου.
Γ) Και μόνο το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος τύπος,
που έχει το θράσος να καπηλεύεται τον εθνικισμό, ανάμεσα σε τόσους αξιόλογους
ιστορικούς επιλέγει να παραπέμψει σε κείμενα του Κέρσοου, (αν υπήρχε σοβαρός
παραδοσιοκρατικός χώρος στην Ελλάδα) θα ήταν αρκετό προκειμένου να τον στείλει
οριστικά στην θέση που του αξίζει, δηλαδή στα πολιτικά σκουπίδια. Αλλά,
δυστυχώς, σοβαρός παραδοσιοκρατικός χώρος στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Και μέχρι να
δημιουργηθεί ενδέχεται ο συγκεκριμένος πολιτικός καρνάβαλος να αναζητά την
στήριξη των εθνικιστών, παραπέμποντας ακόμη και σε κείμενα του..Αντώνη Λιάκου!
Δ) Εκείνο που έχει πλάκα είναι ότι κατηγορούν κάποιους εθνικιστές ως φιλικά προσκείμενους προς την Αριστερά, εκείνοι που συγκυβέρνησαν με το κόμμα του Φώτη Κουβέλη. Αλλά ξέρουμε, όταν τους το θυμίζουμε απαντούν πως εκείνοι διαφωνούσαν, αλλά τελικά συμφώνησαν για λόγους κομματικής πειθαρχίας...
Δ) Εκείνο που έχει πλάκα είναι ότι κατηγορούν κάποιους εθνικιστές ως φιλικά προσκείμενους προς την Αριστερά, εκείνοι που συγκυβέρνησαν με το κόμμα του Φώτη Κουβέλη. Αλλά ξέρουμε, όταν τους το θυμίζουμε απαντούν πως εκείνοι διαφωνούσαν, αλλά τελικά συμφώνησαν για λόγους κομματικής πειθαρχίας...
Ε) Πάντως, πέρα απ’ όλη την προβοκατόρικη
σκοπιμότητα, μέσα σε αυτό το κείμενο ο αρθρογράφος παραθέτει (μάλλον
ασυνείδητα) και μια αλήθεια. Με το να αναφέρεται εγκωμιαστικά στον πολιτικό
χώρο του κέντρου αποκαλύπτει την ιδεολογική του προέλευση και τις πολιτικές του
προθέσεις.
Ολοκληρώνοντας τις παρατηρήσεις μας έχουμε,
λοιπόν, να του πούμε το εξής: «Μπορεί να
φοράς τον πλουμιστό χιτώνα του συντηρητισμού, αλλά ποτέ δεν θα καταφέρεις να
κρύψεις από κάτω του την δυσμορφία της πολιτικής ταυτότητας και την ασχήμια του
λόγου που σου ενέπνευσε ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος».
Εικόνα 4: Νικηφόρος Λύτρας, Η Αντιγόνη μπροστά στο νεκρό Πολυνείκη