Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι μεταπολεμικές γενιές της Ευρώπης εκπαιδεύτηκαν σε μια αντιεθνικιστική συναίνεση. Μέσα από την δημόσια εκπαίδευση, μέσα από την προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε, μέσα από τις συνδηλώσεις της τέχνης, ο εθνικισμός μπήκε στο στόχαστρο και παρουσιάστηκε ως η υποτιθέμενη μήτρα πολλών κοινωνικών παθογενειών. Από την δεκαετία του 1960 και έπειτα ο συστημικός ιδεολογικός πόλεμος κατά του εθνικισμού απέκτησε νέες εκδοχές. Φροϋδικές πομφόλυγες επιστρατεύτηκαν από την εξουσιαστική πολιτική προπαγάνδα. Μετα-μαρξιστές, νεομαρξιστές και φιλελεύθεροι διανοητές ανάμιξαν αυτά τα απαχθέντα φροϋδικά στοιχεία με άλλα δεδομένα της μεταμοντέρνας χύτρας του εξουσιαστικού διεθνισμού και δημιούργησαν, εν τέλει, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη τον οποίο παρουσίασαν ως εργαλείο της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης. Όπως αποδείχτηκε ο καθρέφτης αυτός βοήθησε στην αναπαραγωγή της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού. Γιατί μέσω της χρήσης του το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μπορούσε πλέον να χρεώνει στον εθνικισμό δικές του παθογένειες, ανάμεσα στα άλλα, και με το να εισάγει στην πολιτική ανάλυση αυθαίρετους ψυχολογικούς όρους.
Σύμφωνα με αυτούς τους αναλυτικούς όρους κάθε μορφή αυταρχισμού θα έπρεπε οπωσδήποτε να εκπηγάζει από, ή να συνδέεται με, εθνικιστικά σχήματα. Αυτή η χοντροκομμένη αυθαιρεσία παρουσιάστηκε ως εργαλείο πολιτικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Μασκαρεύτηκε με την «τήβεννο» της επιστημονικής αλήθειας και αναπαράχθηκε από τα πανεπιστήμια και τα Μ.Μ.Ε, παραπλανώντας τον κόσμο με το εξής φαιδρό συμπέρασμα: Εφόσον κάθε μορφή αυταρχισμού πρέπει αναγκαστικά να είναι εθνικιστική και φασιστική, άρα και κάθε παθογένεια με αυταρχικά γνωρίσματα που παρουσιάζεται στις συνθήκες μια φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι κατάλοιπο κάποιας απροσδιόριστης παραδοσιοκρατικής συνήθειας του παρελθόντος και έχει ριζώσει ως υποτιθέμενη ψυχολογική «φασιστική» προδιάθεση σε κάποιο βαθύ σημείο του ψυχισμού.
Πόσο βολικό συμπέρασμα για την εξουσία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης!! Μονομιάς έβγαλε έξω απ’ το κάδρο της όποιας ευθύνης όλες τις υπόλοιπες ιδεολογίες (ή πολιτικές θεωρίες) και φόρτωσε μια σειρά παθογενειών σε κάποιο αόριστο φασιστικό κατάλοιπο. Ασχέτως, βέβαια, αν μια αναδρομή στην πολιτική ιστορία ή στην ιστορία των ιδεών οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα και καταδεικνύει ότι ο αυταρχισμός δεν υπήρξε γνώρισμα μόνο κάποιων εθνικιστικών και παραδοσιοκρατικών ιδεολογικών σχημάτων, αλλά πολύ περισσότερο του φιλελευθερισμού (από τις γκιλοτίνες της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τις σφαγές πληθυσμών που δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό των φιλελεύθερων αμερικανικών κυβερνήσεων) και του διεθνιστικού σοσιαλισμού (αυταρχισμός και εγκλήματα κομμουνιστικών ή διεθνιστικά σοσιαλιστικών κυβερνήσεων). Εκείνο που έχει σημασία για την ιδεολογική ηγεμονία της εξουσιαστικού φιλελευθερισμού είναι ότι με τέτοιους τρόπους καταφέρνει και υπερβαίνει την όποια κρίση του καπιταλισμού προκύπτει κρατώντας όλες τις συζητήσεις που θα μπορούσαν να γεννήσουν εναλλακτικές προοπτικές εντός του ιδεολογικού φάσματος που ελέγχει.
Στην υπηρεσία αυτής της ιδεολογικής στρατηγικής τέθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια και ο κινηματογράφος. Όλοι οι σινεφίλ θυμόμαστε τις ερμηνείες κινηματογραφικών αφηγήσεων επιτυχημένων σκηνοθετών, όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και η Λιλίανα Καβάνι, σύμφωνα με τις οποίες ο αυταρχισμός υποτίθεται ότι έχει αρχετυπική σχέση με τον φασισμό και βρίσκει υπόγειους τρόπους να επιβιώνει στην δημοκρατία του, πάντοτε άμεμπτου και αθώου, φιλελευθερισμού. Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις, η ερμηνευτική αυθαιρεσία προχώρησε ένα βήμα παραπέρα. Γιατί υπαινίχθηκε ότι εφόσον κάποιες αυταρχικές προσωπικότητες εκφράζουν τα συμπλέγματά τους και μέσα από σεξουαλικές διαστροφές, ο φασισμός και η πολιτική παραδοσιοκρατία πρέπει να θεωρηθούν, τρόπον τινά, ως υπαίτιοι και για την ατομική σεξουαλική διαστροφή αυτών των προσώπων.
Όμως, η ιστορία είναι πάντοτε αμείλικτη και αργά ή γρήγορα σαρώνει τις αγυρτείες των σοφιστών. Σήμερα βιώνουμε στην Ελλάδα μια τέτοια συγκυρία. Η αυλαία σηκώθηκε και αποκάλυψε με εμφατικό τρόπο την σήψη ενός καλλιτεχνικού κατεστημένου που γεννήθηκε, ρίζωσε και ευδοκίμησε σε συνθήκες άκρατου «ευρωπαϊσμού» και αδιαπραγμάτευτου φιλελευθερισμού. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι οι εξουσιαστές θα παπαγαλίσουν ξανά την γνωστή επιχειρηματολογία. Ότι, δηλαδή, όλα τα ευτελή ανθρωπάρια του δημόσιου βίου που καταγγέλλονται καθημερινά για σεξουαλικούς εκβιασμούς, διαστροφές και αυταρχικές συμπεριφορές έχουν υποσυνείδητες φασιστικές ροπές. Και, δυστυχώς, υπάρχουν πολλά αργοκίνητα μυαλά που θα πιστέψουν αυτή την ανοησία.
Για τους «Όσους Ζωντανούς» Έλληνες, όμως, που διατηρούν ακόμη το προνόμιο της σκέψης και της αντίληψης, όλο αυτό που συμβαίνει αποτελεί μια ακόμη δικαίωση. Γιατί γνωρίζουν ότι ο φασισμός, ο εθνικισμός και η παραδοσιοκρατία δεν είναι ψυχικές καταστάσεις ούτε συμπεριφορές, αλλά μια πολιτική ιδεολογία ο πρώτος, μια πολιτική θεωρία ο δεύτερος και μια πολιτική τάση η τρίτη. Και αντιλαμβάνονται ότι το επιχείρημα της συσχέτισής τους με ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα, όπως αυτά της αυταρχικής προσωπικότητας, της σεξουαλικής διαστροφής και της βάναυσης χρήσης μιας «κοινωνικής εξουσίας», την οποία μπορεί να διαθέτουν ορισμένα πρόσωπα, είναι αποδεδειγμένα σαθρή, ακόμη και αν λανσάρεται επενδυμένη με επιστημολογικό περιτύλιγμα.
Το συμπέρασμα είναι ότι η σεξουαλική διαστροφή, ο αυταρχισμός και ο εκβιασμός αποτελούν ιστορικά καταγεγραμμένα φαινόμενα που υπήρχαν πολύ πριν την γέννηση του φασισμού, σε περιβάλλοντα που μπορεί κάλλιστα να ευδοκιμούσαν προοδευτικές αντιλήψεις, από πρόσωπα τα οποία δεν είχαν ούτε την παραμικρή υποψία σχετικά με το τι θα μπορούσε να είναι ο εθνικισμός. Αν, τώρα, εστιάσουμε στα πρόσωπα του ελληνικού δημόσιου βίου, που φαίνεται ότι υιοθέτησαν τέτοιου τύπου συμπεριφορές κατά τα τελευταία χρόνια, το συμπέρασμα αυτό θα γίνει ακόμη πιο ισχυρό. Όσο και αν αναμασούν τις ανοησίες περί των «φασιστικών συμπεριφορικών καταβολών» οι σοφιστές της ιδεολογικής ηγεμονίας του διεθνιστικού φιλελευθερισμού, η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα πρόσωπα που φέρονται ως πρωταγωνιστές τέτοιων αποτρόπαιων συμπεριφορών δεν είχε σχέση με την παραδοσιοκρατία και τον φασισμό. Τουναντίον τίποτε δεν τα εμπόδισε από το να συνδυάσουν τις αρρωστημένες τους ορέξεις με την υιοθέτηση ιδεολογικών εκδοχών του φιλελευθερισμού.
Αν μη τι άλλο μια απλή αναδρομή στην ιστορία των πολιτικών ιδεών θα καταδείξει ότι, τουλάχιστον στο επίπεδο των προκρινόμενων αξιών, τα παραδοσιοκρατικά σχήματα τονίζουν την ηθική τους αντίθεση στα εν λόγω φαινόμενα. Και, μάλιστα, η κάθετη καταδίκη τους, στα δικά μου μάτια, αποτελεί μια προϋπόθεση που μάλλον δύναται να οδηγήσει σε μια ηθική ασπίδα εναντίον τους παρά στην ευδοκίμησή τους, κατά τις περιπτώσεις που οι παραδοσιοκρατικές ιδεολογίες εκδηλώνονται στο πεδίο των εφαρμόσιμων πολιτικών και κυριαρχούν ιδεολογικά. Η ερωτική διαστροφή και ο αυταρχισμός είναι αποτελέσματα της έλλειψης ηθικών φραγμών. Και αν υπάρχει ένας ιδεολογικός δρόμος που μπορεί να ευνοήσει την έλλειψη ηθικών αρχών ίσως πρέπει να αναζητηθεί στα πεδία που επικαλούνται την ατομική ελευθεριότητα. Όχι στα σχήματα που υιοθετούν την παραδοσιακή αντίληψη της ελευθερίας, ως συνάρτησης του οργανικού συλλογικού βίου.
Ας ελπίσουμε ότι κάποτε αυτό θα γίνει κατανοητό από περισσότερους Έλληνες. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα υπάρξουν περισσότεροι άνθρωποι που θα μπορούν να ατενίσουν τον πλατύ ορίζοντα της ελευθερίας απελευθερωμένοι από την ιδεολογική τους εμπλοκή στις παγίδες του φιλελευθερισμού.
Σχόλια:
Πολύ δυνατό άρθρο,από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί τον τελευταίο καιρό. Δυστυχώς σε αυτή την διαστροφή συνεισφέρουν άθελά τους και διάφοροι που υιοθετούν αμάσητη την προπαγάνδα του συστήματος.
Έχω μόνο μια διαφωνία. Θεωρώ ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε πχ τον φασισμό ή πόσο μάλλον την Παραδοσιοκρατία ως απλές πολιτικές ιδεολογίες και τάσεις. Η Παραδοσιοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι κοσμοθέαση βασισμένη σε συγκεκριμένες αρχές και αντιστοιχεί σε έναν τύπο ανθρώπου τόσο πνευματικά όσο και "ψυχικά" ή κοινωνικά. Το ίδιο και ο φασισμός, στον βαθμό που αποτέλεσε έκφραση στο ιστορικό γίγνεσθαι τέτοιων αρχών.
Όπως έδειχνε και ο Πλάτωνας στην πολιτεία του υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ ενός "πολιτεύματος", μιας πολιτικής ιδεολογίας και τον τύπο ανθρώπου που αυτή καλλιεργεί και ευνοεί.
Αγαπητέ φίλε, ευχαριστώ για το σχόλιό σου.
Όσον αφορά τους όρους "ιδεολογία" και "τάση", δεν τους χρησιμοποίησα τυχαία.
Ούτε με τους όρους της πολιτικής επιστήμης αλλά ούτε και βάσει του πως αντιμετωπίζω εγώ τα πράγματα θα μπορούσε να σταθεί ο χαρακτηρισμός "κοσμοθέαση" για τα πλαίσια που παραθέτεις. Αν θέλουμε να κάνουμε μια αντιστοίχιση που να είναι σύμφωνη με τους όρους της πολιτικής ανάλυσης θα πρέπει να την δούμε ως εξής:
Ο Ρομαντισμός είναι η κοσμοθέαση. Το κέντρο από το οποίο ξεπηδούν τα υπόλοιπα. Η αρχική πνευματική εκδήλωση.
Ο εθνικισμός εκπήγασε από τον Ρομαντισμό ως μία από τις πολιτικές του θεωρίες (θεάσεις των πραγμάτων).
Η πρωταρχική ρομαντική εθνικιστική θεωρία διαιρέθηκε σε δυο ιδεολογικά σκέλη, το συντηρητικό και το ριζοσπαστικό.
Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός, ακόμη και ο εθνικομπολσεβικισμός με τον εθνοαναρχισμό, αποτελούν ιδεολογικές εκφάνσεις του ριζοσπαστικού σκέλους της εθνικιστικής θεωρίας του Ρομαντισμού. (Φαντάζομαι ότι αντιλαμβάνεσαι πως είναι απλώς γελοίες οι διάφορες σοφιστείες του διαδικτύου που παρουσιάζουν τα μεσοπολεμικά εθνικιστικά κινήματα να έχουν ως άμεσους ιδεολογικούς προδρόμους την αρχαία Σπάρτη, την αρχαία Ελλάδα κλπ γι' αυτό δεν επεκτείνομαι σε αυτό το πεδίο).
Αυτή είναι η αντιστοίχιση. Μην μένεις στο ότι κάποια στελέχη ή προσωπικότητες κινημάτων αυτοπροσδιορίζονταν και περιέγραφαν τον φασισμό ή τον εθνικοσοσιαλισμό ως κοσμοθεάσεις. Γιατί πρώτον τα στελέχη δεν είναι απαραίτητο να γνώριζαν πολιτική θεωρία. Και δεύτερον γιατί, πάντοτε, οι εκφραστές ιδεολογιών κάνουν επιλεκτικές συνθέσεις προσεγγίσεων προκειμένου να δώσουν κύρος και να παρουσιάσουν όσο πιο δυνατή γίνεται την εικόνα των κινημάτων τους προς τα έξω. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταγράψουμε την εικόνα που περνούν ως απόλυτα αδιαπραγμάτευτη.
Αν θέλουμε να έχουμε μια βαθύτερη κατανόηση των πολιτικών φαινομένων επιλέγουμε την εποπτική ματιά. Ασφαλώς σε πολλά μέλη και στελέχη μεσοπολεμικών κινημάτων υπήρχε μια βιωματική ταύτιση και μια σχεδόν βαθύτερη εσωτερίκευση τρόπων, αξιών και συμπεριφορικών σχημάτων που βασίζονταν στις ιδεολογικές τους αρχές. Αλλά αυτή η βιωματική εσωτερίκευση ήταν προϊόν της ρομαντικής δυναμικής που εμπεριείχε η πνευματικότητα των εν λόγω κινημάτων. Όχι η απλή προσήλωση στις πολιτικές τους θέσεις.
Και αν μη τι άλλο, τα μεσοπολεμικά ριζοσπαστικά εθνικιστικά κινήματα γεννήθηκαν από την μήτρα της ρομαντικής κοσμοαντίληψης. Δεν συνέβη το αντίθετο. Χοντρικά λοιπόν, ο Ρομαντισμός γέννησε τον ριζοσπαστικό εθνικισμό. Αυτός είναι η κοσμοθέαση.
Ήταν οι άξιοι άνθρωποι του παραδοσιακού κόσμου που γνώριζαν ότι το νόημα της ζωής είναι η ανάπτυξη του πνεύματος και μέσω της αναγνώρισης της ταυτότητας του Αγαθού, του Θεού, της Αρετής, διατηρούσαν τη γέφυρα μεταξύ Ουρανού και Γης.
Στο Μεσαίωνα σε έναν μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε αυτή η ταυτότητα.
Στο Μοντέρνο κόσμο του Υλισμού έχει χαθεί και η ουσία της Ύπαρξης.
Ζούμε σαν σκιές εν μέσω ερειπίων.
Σταμάτη, με αφορμή αυτή την σύντομη νύξη που έκανες, θέλω να εκφράσω μία απορία που ίσως να την έχουν και άλλοι. Ξέρεις ποιος έκανε πρώτος αυτή την γραφική σύνδεση εθνικοσοσιαλισμού και αρχαίας Σπάρτης; Εγώ προσωπικά μπορώ να την εντοπίσω μέχρι τον αείμνηστο Ανδρέα Δενδρινό, αλλά σίγουρα όλο και κάποιος θα το είχε πει πιο πριν.
Ευχαριστώ για την απάντησή σου Σταμάτη, έχει πολύ ενδιαφέρον.
Έχεις δίκιο στις παρατηρήσεις σου, ειδικά αν αναφερόμαστε στον φασισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο, εκεί ήμουν υπερβολικός στην διαφωνία μου. Είναι και πολύ σωστή η διάκριση που κάνεις αναφορικά με την σχέση μεταξύ των πολιτικών κινημάτων του μεσοπολέμου και της "κοσμοθέασης" που βρισκόταν από πίσω, ειδικά στην περίπτωση του φασισμού σε αυτό ήθελα και εγώ να αναφερθώ λέγοντας πως αποτελεί έκφραση (συγκεχυμένη και ατελή ενδεχομένως) συγκεκριμένων αρχών στο ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Αλλά μου φαίνεται πως ακόμη και έτσι μια πολιτική θέση δεν μπορεί ποτέ να διαχωριστεί πλήρως από το εσωτερικό και βιωματικό επίπεδο. Δηλαδή μια πολιτική θεωρία που βασίζεται στις αρχές του Διαφωτισμού πάντοτε θα καλλιεργεί έναν συγκεκριμένο "τύπο" ανθρώπου και συγκεκριμένα ψυχικά γνωρίσματα στο άτομο. Ομοίως και μια πολιτική θεωρία που θα βασίζεται στις Παραδοσιακές αρχές. Δεν πιστεύω δηλαδή πως μια πολιτική ιδεολογία μπορεί να διαχωριστεί από την ατομική, κοινωνική και πνευματική ζωή και να αντιμετωπισθεί ως ένα μεμονωμένο φαινόμενο, ακριβώς διότι εδράζεται σε μια κοσμοθέαση και μια συγκεκριμένη αξιακή αντίληψη (που προφανώς την υπερβαίνει και δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο πολιτικό πεδίο). Διαφωνείς με αυτή την διαπίστωση;
Τέλος ήθελα να σε ρωτήσω για το πως ακριβώς εννοείς τον Ρομαντισμό. Θεωρείς ότι αυτή η κοσμοθέαση του Ρομαντισμού αποτελεί κάτι αυθύπαρκτο που εκδηλώνεται για πρώτη φορά τον 18ο και 19ο αιώνα ή ότι αυτή η εκδήλωση αποτελεί απλώς μια αναβίωση στην ιστορία των Παραδοσιακών αρχών και αξιών που προυπήρχαν; Έχει σημασία αυτό το σημείο στο μυαλό μου γιατί καθορίζει την σχέση μεταξύ του Ρομαντισμού ως κίνημα και της Παραδοσιοκρατίας.
Πιθανώς να έχεις διασαφηνίσει αλλού αυτό το ζήτημα αλλά πολύ πρόσφατα ξεκίνησα να ακολουθώ την σελίδα και εσένα προσωπικά οπότε θα εκτιμούσα μια απάντηση ή μια παραπομπή!
Ανώνυμε, κι εγώ δεν γνωρίζω πολλά παραπάνω σε αυτό που ρωτάς. Πιο πολύ έχω στο νου εκείνους που εξακολουθούν να αναπαράγουν σήμερα τέτοιες αστειότητες.
Έχω βέβαια μια εικόνα για τον μεσοπόλεμο, αν και δεν είναι πλήρης. Υπήρχαν, για παράδειγμα, άρθρα και δηλώσεις μεταξικών κύκλων στα οποία γίνονταν αισθητικές και "ιδεολογικές" αναζητήσεις στην σχέση του πολιτεύματος της 4ης Αυγούστου με την αρχαία Ελλάδα. Αλλά εκείνες ήταν προτάσεις σχηματικές, που στόχευαν σε μια προπαγάνδα η οποία απευθυνόταν στο ευρύ κοινό. Δεν ήταν αναλύσεις που είχαν αξιώσεις επιστημολικές. Ήταν δηλώσεις των πρωταγωνιστών της εποχής, προκειμένου να δώσουν μια γραμμή στο ακροατήριό τους.
Το πρόβλημα είναι ότι -κυρίως οι μεταγενέστεροι- δεν κατάλαβαν πως άλλο πράγμα είναι η πολιτική επικοινωνία και προπαγάνδα ενός κινήματος και άλλο η πολιτική ανάλυση των ιδεών του. Για να το προσωποποιήσω και να γίνει πιο κατανοητό θα αναφέρω το εξής παράδειγμα:
Αλλιώς μιλούσε στην Γαλλία για τον εθνικισμό ο Ζαν Μαρίν Λεπέν, που είχε θεωρητικές γνώσεις αλλά ήταν πολιτικός κι έπρεπε να ηγηθεί σε ένα κόμμα. Αλλιώς μιλούσε ο Ντομινίκ Βενέρ, που ήταν ιστορικός και διανοητής. Και οι δύο απευθύνονταν στο ίδιο κοινό. Αλλά είχαν διαφορετικό πεδίο λόγου.
Στην Ελλάδα αυτό δεν έγινε ποτέ κατανοητό (και ασφαλώς φρόντισε το σύστημα εξουσίας να συνεχιστεί η σύγχυση). Πρόσωπα όπως ο Δενδρινός, ο Πλεύρης κλπ. δεν κατάλαβαν αυτή την διαφορά και κυρίως δεν κατάλαβαν ότι η ημιμάθειά τους δεν θα τους επέτρεπε ποτέ να ενσαρκώσουν ταυτόχρονα και τους δυο ιστορικούς ρόλους (του ενεργού πολιτικού και του διανοητή). Ούτε ιστορικοί ήταν, ούτε πολιτικοί επιστήμονες με εξειδίκευση στην γεωπολιτική ήταν, ούτε σοβαροί διανοητές υπήρξαν, (εν τέλει, ούτε και πολιτικοί έγιναν). Έγραφαν για όλα και ήξεραν ελάχιστα απ' όλα, δημιουργώντας αστεία αφηγήματα μέσω συρραφών από διάφορα επιστημολογικά και διανοητικά πεδία.
Κυρίως, όμως, το αρνητικό τους στίγμα ήταν ότι όχι μόνο έπεισαν γενιές αναγνωστών πως οι επιδερμικές τους συρραφές ήταν στ' αλήθεια εθνικιστική θεωρία, αλλά και καλλιέργησαν την αντίληψη των ιδιότυπων "τυραννίσκων" του χώρου που τους διαδέχθηκαν μέσα από κόμματα (κοινοβουλευτικά ή μη) και τις διασπάσεις τους. Αυτοί οι τυραννίσκοι επιχείρησαν επί χρόνια να επιβληθούν όχι μόνο ως πολιτικοί εκφραστές του χώρου αλλά ταυτόχρονα και ως θεωρητικοί καθοδηγητές του. Αντί να έχουν ευήκωα ώτα προς διανοητές που ήταν διακείμενοι ευνοϊκά προς τον εθνικισμό και να τροφοδοτήσουν τις κομματικές τους αφηγήσεις με τα όσα άκουγαν, αντιμετώπισαν τους διανοητές ανταγωνιστικά! Θέλησαν να μονοπωλήσουν ταυτόχρονα και την πολιτική έκφραση και την πολιτική ανάλυση!! Τελικά, εφόσον δεν είχαν τις δυνατότητες να πετύχουν και τα δύο, εκφύλισαν την πολιτική ανάλυση σε επιδερμικά δόγματα μικρο-οργανώσεων και κομμάτων.
Αυτό είναι το κλειδί κατανόησης της όλης υπόθεσης. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που ο ελληνικός εθνικισμός και ο πολιτικός του λόγος, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπορούν να υπερβούν την παρακμή που συμβατικά αποκαλούμαι "ακροδεξιά". Γιατί πολύ απλά αιχμαλωτίστηκε στη γλώσσα τέτοιων φτωχών μυαλών.
Από εκεί και πέρα, εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, μπορείς να ακούσεις το οτιδήποτε (για την αρχαία Σπάρτη, για υποτιθέμενα μεταφυσικές -στην πραγματικότητα εξωφρενικά παραφυσικές- απαντήσεις που τάχα μας δίνει για διοικητικά θέματα της καθημερινότητας κάποιος ενσαρκωμένος ημίθεος, για λύσεις πολιτειακών ζητημάτων που υπαγορεύει η "φωνή του αίματος" , ότι ο εθνικισμός είναι απλά μια "ενεργός κατάφασις" και άλλα τέτοια). Ο κάθε decadent εθνοσωτήρας, προκειμένου να συγκροτήσει μια γκρούπα κατασκευάζει κι από μια αφήγηση που την λανσάρει ως "πολιτική θεωρία". Το θέμα είναι ότι όχι μόνο αποτυγχάνει και απομακρύνει κάθε σοβαρό άνθρωπο οποιαδήποτε τέτοια νοητική αναπηρία, αλλά και ότι προκαλεί ασταμάτητο γέλιο στους ιδεολογικούς αντιπάλους.
Draug, συμφωνώ με αυτό που γράφεις στην δεύτερη παράγραφο του σχολίου σου. Είναι σωστή η προσέγγισή σου. Κράτα μόνο μια επιφύλαξη στο εξής σημείο. Ανάμεσα στην θεωρία και την πρακτική εφαρμογή της μεσολαβεί ένα διάστημα. Και στο διάστημα αυτό μπορεί να φανερωθούν διαφορετικές περιπτώσεις. Ασφαλώς, η πολιτική θεωρία και οι αρχές των ιδεολογιών που βασίζονται σε αυτήν προϋποθέτουν ένα πλαίσιο ζωής με συγκεκριμένα γνωρίσματα (αξιακά, συμπεριφορικά κλπ). Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που, τρόπον τινά, αντιστοιχούν με ακρίβεια (ή τουλάχιστον σε πολύ κοντινή προσέγγιση) με το συγκεκριμένο πλαίσιο ζωής, όπως πολύ σωστά γράφεις. Υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις αποκλίσεων. Παντού και πάντοτε, σε όλα τα πολιτικά πλαίσια.
Για παράδειγμα είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι όταν ο φασισμός εγκαθιδρύθηκε υπήρξε πολύ μεγάλος αριθμός Ιταλών που έσπευσαν να γίνουν μέλη του φασιστικού κόμματος, απλά και μόνο για να εκμεταλλευτούν την συγκυρία (να βρουν δουλειά, να έχουν πρόσβαση στην εξουσία κλπ). Επίσης, η μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία του φασιστικού κόμματος φάνηκε ότι έκανε μαλθακούς ακόμη και κάποιους που στην αρχή το είχαν υποστηρίξει πιστεύοντας τις θέσεις και τις αρχές του. Έτσι όταν ανατράπηκε ο Μουσολίνι από τους στρατηγούς και τον βασιλιά, και μάλιστα εν μέσω πολέμου, ελάχιστοι αντέδρασαν (υπήρξαν δυο-τρεις αυτοκτονίες διαμαρτυρίας, αλλά στην κεντρική πολιτική σκηνή δεν κουνήθηκε φύλλο). Επιπλέον "ιεράρχες" του κόμματος, όπως ο Γκράντι, συμμετείχαν στην ανατροπή!
Επίσης, ο Λένιν θεωρούσε ότι από την μάζα των προλετάριων που υποστήριξαν τον κομμουνισμό στην Ρωσία ελάχιστοι ήταν συνειδητοί-αληθινοί μπολσεβίκοι. Σε γενικές γραμμές το ίδιο ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις (ακόμη περισσότερο στις φιλελεύθερες ιδεολογίες, που έχουν το "ωφελιμιστικό" υπόβαθρο που ανέφερες).
Η ουσία, όμως, δεν αλλάζει. Θα υπάρχει πάντοτε μια μάζα ανθρώπων που θα προσεγγίζει την πολιτική από απόσταση, επιφανειακά, σαν προϊόν. Και θα ακολουθεί το ρεύμα. Σε αυτό το σημείο αν θέλουμε να βρούμε κάποιο αντίδοτο θα έπρεπε να μεταβούμε από μια συζήτηση πολιτικών θεωριών-ιδεολογιών σε μια συζήτηση πολιτειακών πλαισίων.
Για να μην σε κουράζω μακρυγορώντας, το συμπέρασμα είναι το εξής. Στην πολιτική ανάλυση δίνουμε έμφαση στην θεωρία και τις ιδεολογίες. Αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε και το πως τις υιοθετούν και πως τις εκφράζουν τα πολιτικά υποκείμενα (τα πρόσωπα). Πρόκειται για πολύ σημαντικό σημείο αυτό, ιδίως σήμερα στον εθνικιστικό χώρο που διάφοροι αυτοπαρουσιάζονται ως εκφραστές παραδοσιοκρατικών ιδεών αλλά οι συμπεριφορές τους και οι λόγοι τους αποδεικνύουν παθογένειες.
Όσον αφορά τον Ρομαντισμό, για να το πω σχηματικά και περιγραφικά, αν τον δούμε ως κοσμοθέαση και όχι ως απλή αισθητική τάση, πρόκειται για ένα φαινόμενο αυθύπαρκτο, που εκδηλώνεται για πρώτη φορά τον 18ο και 19ο αιώνα, για να εκφράσει στην νεωτερική συνθήκη αξίες και ιδέες του παρελθόντος. Ασφαλώς και είναι μέρος μιας συνέχειας ιδεών. Ασφαλώς και "ενσωμάτωσε" ένα σύνολο από αρχαίες, μεσαιωνικές, παγανιστικές, χριστιανικές, ιδεαλιστικές κλπ προτάσεις. Αλλά το έκανε με έναν πρωτότυπο τρόπο και με την προοπτική αυτές οι παραδοσιακές προτάσεις να συγκροτήσουν μια συνολική πρόταση αντίθετη στην ωφελιμιστική κυριαρχία της νεωτερικής εποχής. Μια συνολική πρόταση που ταυτόχρονα θα είναι εφαρμόσιμη στον κόσμο που γεννήθηκε μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση.
Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην παραδοσιοκρατία και την παράδοση. Παραδοσιακό είναι κάτι που ανήκει στην παράδοση. Παραδοσιοκρατικό είναι κάτι που αφομοιώνει κάποια παραδοσιακά σχήματα, με τρόπο που τα κάνει εφαρμόσιμα στη νεωτερική συνθήκη, ως αντιπροτάσεις στην κυριαρχία των ιδεών της "προόδου".
Πολύ εύστοχο και ουσιώδες είναι αυτό που αναφέρεις για τα πολιτικά υποκείμενα, δυστυχώς τείνει σήμερα να ξεχαστεί εντελώς. Και πιστεύω είναι εν τέλει ένας μικρός αριθμός προσώπων που φέρουν ζωντανά και βιωματικά συγκεκριμένες αρχές που δίνουν στην πολιτική έκφραση μιας ιδεολογίας ή θεωρίας τον χαρακτηριστικό της "τόνο".
Συμφωνώ με τις τελευταίες δύο παραγράφους, με κάλυψες πλήρως!
ΥΓ. Draug, ξέχασα την βιβλιογραφία. Γράψε μου ποιο ακριβώς θέμα θες να αφορά.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το αν εξετάζουμε τον Ρομαντισμό ως αυθύπαρκτο κίνημα του 18ου-190υ αιώνα ή ως μια διαχρονική τάση, ο Μπερλίν προτείνει την πρώτη εκδοχή στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου "οι Ρίζες του Ρομαντισμού" (https://www.politeianet.gr/books/9789607909220-berlin-isaiah-scripta-oi-rizes-tou-romantismou-72520).
Γενικότερα για την αντίθεση του Ρομαντισμού, ως κοσμοαντίληψης, στην φιλελεύθερη καπιταλιστική νεωτερικότητα, το πιο ενδεικτικό βιβλίο είναι το "Εξέγερση και Μελαγχολία". Κατέβασέ το από τον παρακάτω σύνδεσμο.
https://www.scribd.com/document/381858623/ΕΞΕΓΕΡΣΗ-ΚΑΙ-ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ-pdf
Ο συγγραφέας του είναι αριστερός και δίνει έμφαση στα ελευθεριακά ρομαντικά ρεύματα. Αναφέρει, όμως, και τα συντηρητικά-εθνικιστικά και παραθέτει εξαιρετικά και πολλά πραγματολογικά στοιχεία.
Είναι αλήθεια, Σταμάτη, πως στον ελληνικό χώρο των εθνικών ή ρομαντικών ιδεών υφίσταντο διάφορες μεγαλοιδεατικές τάσεις, ακόμη και γραφικές, όμως και χωριστικές επίσης.
Η κυρίαρχη μάλλον ήταν ο ελληνοκεντρισμός, η άποψη ότι όλα ξεκίνησαν από κάποιους πανάρχαιους πρωτοέλληνες και όλα προέρχονταν από αυτούς, ενώ οι υπόλοιποι πολιτισμοί υπήρξαν κατά πολύ υποδεέστεροι. Η τάση αυτή έφτασε μέχρι σημείου υπερβολής με την θεωρία της "ομάδας Ε".
Θεωρείς πως στην χώρα μας (μεσοπολεμικά* αλλά κυρίως μεταπολεμικά) υπήρξαν κάποιοι άξιοι λόγου διανοούμενοι-θεωρητικοί και κάποιοι πολιτικοί (έστω σε μικρής εμβέλειας), ή δεν ανεφάνησαν καθόλου; *εκτός του Δραγούμη
Ποια η γνώμη σου για το φιλοσοφικό έργο του Γεωργαλά (Άνοδος & Πτώση των αστών, Δημοκρατία των αρίστων, Προπαγάνδα, Η κρίσης της καταναλωτικής κοινωνίας);
Αλλά και γενικότερα επί του έργου του Δενδρινού π.χ. «Οικουμενιστική εισβολή και ιστορικά σύνδρομα».
Γεια σου φίλε. Η γνώμη μου είναι πως δεν υπήρχαν ουσιαστικά σημεία αναφοράς μιας παραδοσιοκρατικής σκέψης στην μεταπολεμική Ελλάδα.
Γενικά είμαι επιφυλακτικός για περιπτώσεις ανθρώπων που σχετίστηκαν με μυστικές υπηρεσίες και δομές της ελλαδικής (αντιπνευματικής) Δεξιάς. Σε αυτούς κατατάσσω τον Γεωργαλά. Μπορεί για την εποχή τους ορισμένα βιβλία του να έχουν ένα ενδιαφέρον ως ενημερωτικά-προπαγανδιστικά αναγνώσματα. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν συνιστούσαν έργα σοβαρής πολιτικής ανάλυσης. Δεν είναι σωστό να αποδίδουμε στα έργα του τον όρο "φιλοσοφικές αναλύσεις". Απλά, ελαφρά, αναγνώσματα πολιτικού περιεχομένου ήταν.
Τον Δενδρινό τον θυμάμαι, όταν ήμουν νεαρός, να παρουσιάζει εκπομπές στον τηλεοπτικό σταθμό ΤΗΛΕΤΩΡΑ του, καταδικασμένου για σχέσεις με μυστικές υπηρεσίες και τρομοκρατικές ομάδες, δεξιού "δημοσιογράφου" Γρηγόρη Μιχαλόπουλου. Επρόκειτο για εκπομπές που κινούνταν στο όριο της ακροδεξιάς γραφικότητας, με συχνά νευρικά ξεσπάσματα του παρουσιαστή και ξεκαρδιστικούς τσακωμούς του με συμπαρουσιαστές. Το καρατζαφερικό telecity φάνταζε τηλεοπτικό έντυπο επιπέδου Γαβριηλίδη σε σχέση με όσα παρουσίαζε το ΤΗΛΕΤΩΡΑ (με εξαίρεση έναν συμπαθή ηλικιωμένο που παρουσίαζε εκπομπή με δημοτικά τραγούδια). Αστείες καταστάσεις και γραφικές δημόσιες εικόνες από πρόσωπα που δεν θα μπορούσε κανείς σώφρονας να πάρει στα σοβαρά.
Σε γενικές γραμμές, μεταπολεμικά, δυστυχώς δεν μπορώ να θυμηθώ αρκετούς ανθρώπους που προσέγγισαν με σοβαρότητα εθνικιστικά και παραδοσιοκρατικά σχήματα στην Ελλάδα, όντας σχετιζόμενοι με τον λεγόμενο "χώρο". Υπήρξαν, όμως και κάποιοι που ξεχώρισαν, όπως ο Φαλτάιτς, ο Δημήτρης Δημόπουλος, ο Λαζογιώργος και ελάχιστοι ακόμη). Μπορώ, όμως να διακρίνω ορισμένους σημαντικούς ανθρώπους που υπήρξαν φορείς τέτοιων ιδεών και παρέμειναν άγνωστοι στον "χώρο". Για παράδειγμα ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας. Επίσης, σε ότι έχει να κάνει με το νεανικό αναγνωστικό κοινό δεν θα λησμονήσω να αναφέρω τον αρθρογράφο που με παρακίνησε να μελετήσω τον Ρομαντισμό, τον Χάρη Πρασούλα (γνωστό ως αρχισυντάκτη και συντάκτη του περιοδικού Metal Hammer κατά τις δεκαετίες του 1980-90, με το ψευδώνυμο Sun Knight).
Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Πέρα από τους πασίγνωστους Δραγούμη, Γιαννόπουλο κλπ υπήρξαν πολλοί σημαντικοί παραδοσιοκράτες στοχαστές και δημοσιογράφοι. Ευάγγελος Λεμπέσης, Πέτρος Ωρολογάς, Λίνος Καρζής και πάρα πολλοί άλλοι. Ασφαλώς, δεν είχαν την εμβέλεια των δυτικών. Αλλά διέθεταν σεβαστό πνευματικό διαμέτρημα. Οφείλουμε να τους λαμβάνουμε υπόψη.
Κατά την γνώμη μου, ένα βασικό νεοελληνικό ελάττωμα είναι η παρανόηση της εθνικοφροσύνης ως φιλοπατρίας αλλά και η σύγχυση της ακροδεξιάς με τον συντηρητισμό. Αυτό ίσως να απορρέει, να είναι μια άλλη όψη του ορθόδοξου ζηλωτισμού με νεοελληνικό ένδυμα. Ήταν ένα αίσθημα που σε κάποιο βαθμό και η χούντα το καλλιέργησε.
Με ικανοποιούν κάποιες κριτικές του Γεωργαλά διότι αναδεικνύει την ηθικοπνευματική ουσία της αριστείας.
Τον Φαλτάιτς (Μάνο?) δεν τον γνώριζα. Φαίνονται ενδιαφέροντα τα έργα του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Δημόπουλου στην Βιοπολιτική, αλλά και προβληματισμό και ερωτήματα ως προς την κληρονομικότητα και την πνευματικότητα..
Υποθέτω πως ανάλογη εκτίμηση τρέφεις και για τον Βεζανή.
Πάντως για να μην αδικούμε τα εν ημών, σε κάποιο βαθμό και στας Ευρώπας προτασσόταν μια μεγαλαυχία, μια μεγαλοστομία ή απερισκεψία από εθνικιστές ή συντηρητικούς πολιτικούς όπως ο Λεπέν λ.χ.
Στο θέμα του ορθόδοξου ζηλωτισμού και στο πως σχετίζεται με την ακροδεξιά (αν βέβαια αντιλήφθηκα σωστά τι εννοείς -αν όχι, απολογούμαι προκαταβολικά) δεν θα συμφωνήσω.
Γιατί η ακροδεξιά αφήγηση διατηρεί μπόλικο κλασικισμό στις ατάκες και στο σκεπτικό της. Κλασικισμό όπως μας τον δίδαξαν από την εποχή του Διαφωτισμού οι δυτικοί. Ατάκες του τύπου "εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, εσείς τρώγανε βαλανίδια", εμμονές με τον "ελεύθερο κόσμο της Δύσης έναντι των βάρβαρων σοβιετικών μπολσεβίκων" κλπ είχαν καθαρό ρεπουμπλικανικό και φιλελεύθερα κλασικιστικό υπόβαθρο (στην βαλκάνια στρέβλωσή του, ασφαλώς), παρά χριστιανικό. Πλεύρηδες και σια, αναπαρήγαγαν αυτές τις βλακείες και τις παρουσίασαν ως "εθνικιστική" θεωρία, εκπαιδευόμενοι από κέντρα που δεν διακρίνονταν για την θρησκευτικότητά τους (πόσο μάλλον την ορθόδοξη). Ασχέτως της προμετωπίδας του "ευσεβούς χριστιανού" που διατηρούσαν υποκριτικά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Δεν νομίζω ότι οι τρόποι τους εκπήγαζαν από την ορθόδοξη παράδοση ή από τους ζηλωτές. Αλλά από την (άκρα)Δεξιά αφήγηση του δυτικού φιλελευθερισμού και του κλασικιστικού στυλ του.
Τον Βεζανή τον εκτιμώ, βεβαίως.
Τώρα όσον αφορά την μεγαλοστομία, έχω την εντύπωση ότι στον Λεπέν ήταν θέμα καθαρά ύφους. Όχι περιεχομένου. Ήταν το στυλ του να μιλά με μια επαρχιώτικη αλαζονεία. Αλλά, πρώτον, για την γαλλική πολιτική κουλτούρα είχε νόημα αυτό που έκανε. Αναφερόμαστε σε ένα έθνος που ηγεμόνευσε πρόσφατα στην Ευρώπη, όχι πριν χιλιάδες χρόνια στην ανατολή, όπως εμείς. Η αλαζονεία είναι κάτι που έχει εγγραφεί στο παλιό γαλλικό ύφος. Παραπέμπει στον Ναπολέοντα, στον γαλλικό πολιτισμό, στην αριστοκρατία των Βερσαλλιών. Σε πρόσφατες ιστορικές συνθήκες, δηλαδή. Όχι στην αρχαιότητα. Επιπλέον, ο επαρχιωτισμός στην κουλτούρα της Γαλλίας μπορεί να γίνει νοητός και ως αντίδραση στον μπουρζουαζισμό των φιλελεύθερων αστών. Δεν διαβάστηκε άσχημα στο γαλλικό κοινό, δηλαδή. Και, δεύτερον, ο Λεπέν όταν παρέθετε επιχειρήματα δεν έλεγε βλακείες, ακόμη και αν το ύφος του ήταν τραχύ.
Αντιθέτως, ο Πλεύρης δεν είχε τραχύ ύφος. Γνώριζε τους κανόνες της τηλεοπτικής αντιδικίας και πως να εκνευρίζει τον αντίπαλο και να κερδίζει εντυπώσεις. Μόνο που τα επιχειρήματά του ήταν αστεία. Κατά την δεκαετία του 1990 μιλούσε και έγραφε υπέρ της Μεγάλης Ιδέας, υπέρ της δικτατορίας (και ασφαλώς ποτέ κατά της διεφθαρμένης αστικής τάξης, ποτέ κατά της ευρωπαϊκής ένωσης του κεφαλαίου και της παγκοσμιοποίησης, ποτέ κατά του κόσμου που δημιουργούσε η συνθήκη του Μααστριχτ-θέματα στα οποία ο Λεπέν πρωτοστατούσε). Πως να πάρει κανείς στα σοβαρά μια τέτοια φιγούρα;
Ο Μιχαλολιάκος, από την άλλη, είχε τραχύ ύφος ομιλίας σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που δεν ταίριαζε καθόλου στην πολιτική της κουλτούρα. Άλλο πράγμα να απευθύνεσαι σε γαλλικό κοινό και άλλο σε ελληνικό (και μάλιστα σε μια Ελλάδα που το πατριωτικό στοιχείο γίνεται, τους δυο τελευταίους αιώνες, νοητό όχι ως όχημα κάποιας ηγεμονικής αυτοκρατορίας (αφού δεν είχαμε ιμπεριαλιστικό παρελθόν) αλλά ως όχημα απελευθέρωσης από τα δεσμά της υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις. Το στρατιωτικό στυλ, επίσης, δεν είναι στην κουλτούρα της νεότερης Ελλάδας. Η μνήμη του μέσου Έλληνα όταν ανατρέχει σε θετικά γεγονότα στρατιωτικού περιεχομένου καταλήγει στην κλεφτουριά, στα αντάρτικα σώματα ή στον στρατό του ΟΧΙ που και πάλι δεν ήταν καλογυαλισμένα ιμπεριαλιστικός.
Αλλά και αυτός μαθητής του Πλεύρη ήταν και, λόγω της ψευδοκλασικιστικής τύφλωσης, πίστευε ότι μπορούσε να συρράψει αφηγήσεις και στυλ, που εμπεριείχαν την κλασική αρχαιότητα (στρατιωτική δομή αρχαίας Σπάρτης), την εκστρατεία του μεγάλου Αλεξάνδρου και τον φασισμό (όχι τον νεο-φασισμό, αλλά εκείνον της δεκαετίας του '30) σε μια σύγχρονη πολιτική αφήγηση. Τα είδαμε τα αποτελέσματα με τα "τάγματα" που εκτελούσαν ασκήσεις πυκνής τάξεως μπροστά σε βουλευτές (!!) αλλά εξαφανίστηκαν με την πρώτη στραβή. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχει κανείς να τα αναλύει ως πολιτικές προτάσεις ή ως φαρσοκωμωδίες αυτά τα σχήματα. Σε εμένα πάντως φαίνονταν ανέκαθεν γελοία.