Ο Καρλ Χανς Στρομπλ (1877-1946) υπήρξε ένας ταλαντούχος συγγραφέας της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Μεγάλωσε στην Τσεχία αλλά ήταν Αυστριακής καταγωγής. Γρήγορα έδειξε την κλίση του στην λογοτεχνία και υπήρξε θαυμαστής του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ωστόσο σε αντίθεση με τον Ρίλκε, που δεν ένιωθε βολικά με την γερμανική του καταγωγή και υιοθέτησε την τσεχική κουλτούρα, ο Στρομπλ αφοσιώθηκε από μικρός στην «γερμανικότητά» του. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με διάφορες νεορομαντικές θεωρίες που αναπτύσσονταν σε μικρούς κύκλους στοχαστών κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και σε νεαρή ηλικία άρχισε να υιοθετεί εθνικιστικές απόψεις. Παρόλα αυτά δεν ενεπλάκη νωρίς στην πολιτική.
Το 1919 κυκλοφόρησε μαζί με τον Alfons von Czibulka το πρώτο περιοδικό φανταστικής λογοτεχνίας στην νεότερη εποχή, που έφερε τον τίτλο Der Orchideengarten. Είχε είκοσι τέσσερις σελίδες και κυκλοφόρησαν πενήντα ένα τεύχη του, μέχρι τον Νοέμβριο του 1921. Ο Στρομπλ απέκτησε αρκετή δημοφιλία και νουβέλες του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στρομπλ ενδιαφέρθηκε περισσότερο για την πολιτική. Στον μεσοπόλεμο υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και υποστήριξε το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, προωθώντας το όραμα της ζωής του που ήταν η ένωση των δυο Γερμανιών (της Γερμανίας με την Αυστρία). Πέθανε το 1946 ενώ προηγουμένως είχε αναγκαστεί να εργαστεί ως αιχμάλωτος του σοβιετικού στρατού.
Η ιδεολογία του Στρομπλ καταδίκασε το έργο του στην αφάνεια. Μεταπολεμικά οι αρχές φρόντισαν να εξαφανίσουν τα περισσότερα αντίτυπα των βιβλίων του. Πρόκειται ασφαλώς για μια ακόμη άδικη τιμωρία, καθώς οι περισσότερες νουβέλες του αποτελούν εξαιρετικά δείγματα λογοτεχνίας τρόμου ενώ δεν έχουν πολιτικό περιεχόμενο ικανό να δικαιολογήσει την λογοκρισία τους. Η λήθη στην οποία τιμώρησε τον Στρομπλ το εκδοτικό κατεστημένο της φιλελεύθερης εξουσίας αποτελεί μέρος της πολιτιστικής πολιτικής που στοχεύει στην γενική αποσιώπηση λογοτεχνών με μη αρεστές ιδεολογικές αρχές. Κατά τα άλλα τα κείμενά του μπορούν να διαβαστούν από τον καθένα, ασχέτως ιδεολογικών προτιμήσεων.
Η λέσχη μας., όπως πάντοτε κόντρα στο ρεύμα, ανέσυρε μερικά διηγήματα του Στρομπλ από την αφάνεια και τα μετέφρασε. Πρώτο απ’ αυτά είναι Ο κυνηγός Μαγισσών. Τα υπόλοιπα θα δημοσιευθούν στο περιοδικό μας συνοδευόμενα από ένα πιο πλήρες κείμενο για την ζωή και τις ιδέες του λησμονημένου αυτού βάρδου.
Ο Κυνηγός Μαγισσών
μετάφραση Flammentrupp
Ταπ…ταπ …ταπ …ταπ …ακουγόταν από την ξύλινη σκάλα . Ήταν ο Χερ Ντόκτορ. Aβέβαιος, τελείως αβέβαιος, όπως η λεπίδα του σήμερα, που κανονικά ήταν απολύτως βέβαιη όταν ανακήρυσσε την ετυμηγορία του. Ταπ …ταπ. Ξαφνικά, με ένα κροτάλισμα, μια ολόκληρη κλειδοθήκη κατρακύλησε στα σκαλοπάτια. Ξανά…ταπ… ταπ…μα τώρα προς τα κάτω. Μετά, μια μεγάλη σιωπή, απαλή και διστακτική, σαν να ένιωθε ντροπιασμένη και αμήχανη από αυτή τη νυχτερινή θεατρική παράσταση των ποδιών πάνω στα σκαλιά.
Ταπ…ταπ …Ακούστηκε ένα ελαφρύ ξύσιμο σαν κάποιος να έτριβε έναν τραχύ τοίχο, βήμα-βήμα, με επιφυλακτικότητα…Πολύς χρόνος…χτύπημα…δυνατός κρότος…μια σύγκρουση ατσαλιού και πέτρας. Ήταν το σιδερένιο στήριγμα που συγκρατούσε τον δαυλό που φώτιζε το κλιμακοστάσιο, το οποίο συγκρούστηκε με το ξεροκέφαλο του ιδιαίτερα μορφωμένου Χερ Ντόκτορ, διακεκριμένου μέλους της Ιεράς Εξέτασης, γνωστού σε όλη τη χώρα για τις ικανότητες του ως κυνηγού μαγισσών.
Ταπ…ταπ…Επιτέλους, στην πόρτα του υπνοδωματίου ακούστηκε ένας στεναγμός ανακούφισης. Το κλειδί μπήκε στην κλειδαριά και το σκουριασμένο μάνταλο κινήθηκε προς τα πίσω.
Ήταν σκοτεινά, θεοσκότεινα στο υπνοδωμάτιο του εργένη άνδρα. Ο Χερ Ντόκτορ αναζήτησε ένα σπίρτο…προσπάθησε να το ανάψει…τελικά εκείνο έλαμψε βγάζοντας σπίθες θειαφιού και φώτισε έναν κύκλο με ακτίνα τριών βημάτων γύρω από ένα σβηστό κερί, με ένα φοβερό κιτρινοκόκκινο φως.
Ο Χερ Ντόκτορ είχε κόκκινο πρόσωπο. Ο βελούδινος σκούφος του ήταν πεσμένος στον αυχένα, το γούνινο περιλαίμιο ήταν γυρισμένο μέσα-έξω στην αριστερή μεριά, ενώ στην δεξιά, βρισκόταν στη συνηθισμένη του θέση γύρω από τον ώμο.
Ο ιεροεξεταστής έσκυψε για να δει τις λαμπερές γραμμές του θειαφιού στο πάτωμα. Εκείνες είχαν ήδη κάψει το σπαρμένο με ολόλευκη άμμο πάτωμα, κάνοντας μια άσχημη μαύρη τρύπα. Είπε κάτι από μέσα του και μετά έβγαλε ένα επιφώνημα φόβου. Εκεί, στο τραπέζι στη μέση του δωματίου, καθόταν ο Διάβολος. Είχε την ουρά του κάτω από το αριστερό του χέρι και τον κοιτούσε με τα μεγάλα, πύρινα μάτια του.
«Α!», σκέφτηκε…ήπια πολύ κρασί.
Όταν η Μεγαλειότητα του αντιλήφθηκε πως έγινε γνωστή η παρουσία του, σηκώθηκε. Tαπ το ανθρώπινο πόδι…κλικ η τραγίσια οπλή. Με ένα τίναγμα έφερε την ουρά ανάμεσα στα πόδια και στητή εμπρός του. Έμοιαζε με φρουρό στο κάστρο του Πρίγκηπα που χαιρετά στρατιωτικά με το όπλο προτεταμένο την Αυτού Υψηλότητα. Ο Χερ Ντόκτορ κολακεύτηκε πολύ. Έβγαλε το σκούφο και ανταπέδωσε με ευχαρίστηση. Τότε, η Αυτού Μεγαλειότητα βγήκε στο μπαλκόνι, ξαναμπήκε μέσα κι έκατσε στο τραπέζι, αλλά αμέσως τινάχτηκε όρθιος. Πήγε στο ανθοστόλιστο μπαούλο στη γωνία πίσω από το βεστιάριο κι έβγαλε έξω μια μάλλινη κουβέρτα. Ήξερε τις συνήθειες αυτού του σπιτιού. Την άπλωσε μπροστά από το τραπέζι κι έκατσε άνετα πάνω της.
Ένα γελάκι ακούστηκε από σκοτεινή γωνιά του κρεβατιού. Ένα κεφάλι νεαρής κοπέλας με ροδαλό πρόσωπο ξεπρόβαλλε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα και ένα ρυάκι από ανάκατες ξανθές μπούκλες απλώθηκε στα μαξιλάρια. Όταν δύο από αυτές κινήθηκαν, χιλιάδες μικρές σπίθες έλαμψαν κι ένας ελαφρύς κρότος ακούστηκε στη σιγαλιά. Κάτω από τις μπούκλες φάνηκαν δύο μάτια, θελκτικά και μυστήρια, δελεαστικά και πολλά υποσχόμενα. Ήταν μάτια αγγέλου-μάτια βαμπίρ. Ο δόκτωρ ένιωσε πολύ περίεργα, ήταν σαν αυτά τα μάτια, αυτές οι πύρινες μπάλες, να μπορούσαν να θερμάνουν κάνοντας καλό τη μία στιγμή, και την άλλη να πληγώσουν και να βάλουν φωτιά σε οτιδήποτε εύφλεκτο υπήρχε γύρω τους. Έξυσε τους κροτάφους του. Το κεφάλι του χτυπούσε σαν σφυρί.
Πλησίασε διστακτικά την άκρη του κρεβατιού και προσπάθησε να σηκώσει τα σκεπάσματα με τις άκρες των δακτύλων του. Είχε μια ακαταμάχητη επιθυμία να δει τα πόδια του πλάσματος. Είχε την ιδέα πως αυτά έπρεπε να είναι μικρά, ζεστά και λευκά. Ήθελε να τα πάρει στα μεγάλα, κόκκινα, γλοιώδη χέρια του. Η Κερασφόρος Μεγαλειότητα κινήθηκε γρήγορα προς αυτόν, δίνοντας του ένα μικρό χτύπημα στο χέρι.
«Ω!», είπε ο δόκτωρ κι έτριψε τα καψαλισμένα σημεία.
«Στάσου εκεί», είπε ο σκοτεινός. «Θα το κάνω εγώ».
Με μια απότομη κίνηση, τράβηξε τα σκεπάσματα. Το λευκό γυναικείο κορμί ήταν εκεί σε όλη τη γυμνή ομορφιά του. Ο δόκτωρ ένιωσε σαν να του είχαν ρίξει ζεστό νερό στο κεφάλι. Στην αρχή δεν μπορούσε να δει τίποτα. Έπειτα έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και όσο πιο απαλά μπορούσε χάιδεψε το περίγραμμα του γοφού της.
«Μη με γαργαλάς», του είπε σεμνά, αν και τα μάτια της τον κοίταζαν προκλητικά.
Τότε αυτός έπεσε πάνω της κι άρχισε να γεμίζει το στόμα της με καυτά φιλιά. Eκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Tο τελευταίο πράγμα που θυμόταν, πριν χάσει τις αισθήσεις του, είναι πως τα χέρια της δεν ήταν γυναικεία, λευκά, και ζεστά αλλά σκληρά, μυώδη και τριχωτά σαν του γορίλλα. Mετά βυθίστηκε μέσα της.
Ξύπνησε νιώθοντας ένα δυνατό χέρι στον ώμο να τον ταρακουνά. Δεν ήξερε ακόμα που βρισκόταν. Η Μαύρη Μεγαλειότητα, δεν τον άφηνε μέχρι να συνέλθει τελείως. Το φως είχε σβήσει και μια αβάσταχτη οσμή γέμιζε το χώρο. H οσμή του χοντρού, καμένου φυτιλιού. Το φεγγάρι είχε ανέβει και το δωμάτιο φωτιζόταν σαν να ήταν ημέρα. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στη μέση του ξέστρωτου κρεβατιού. Το πρόσωπο της ήταν μπλε, σαν αυτό ενός στραγγαλισμένου ανθρώπου, η γλώσσα της ήταν πρησμένη και κρεμασμένη κάτω από τον λαιμό, ενώ το κορμί της ήταν παραμορφωμένο. Ήταν τελείως μπερδεμένος.
«Θέλω να σου δείξω κάτι», είπε η Μεγαλειότητα του και σκούντησε με το μαύρο του δάκτυλο ένα σημείο ανάμεσα στα στήθη της γυναίκας. Ο δόκτωρ δεν ένιωθε καλά.
«Φτου σου Διάβολε! », είπε.
«Ω, έλα τώρα!», αποκρίθηκε εκείνος.
Ο δόκτωρ σώπασε. Ο σκοτεινός σκούντησε ξανά το σημείο και με ένα κρότο ο αφαλός της γυναίκας πετάχτηκε όπως ο φελλός από τη σαμπάνια. Ένα μακρύ, λευκό κορδόνι ήταν ενωμένο με αυτόν. Είχε εγκοπές και τμήματα όπως αυτά ενός σκουληκιού. Ο αφαλός έπεσε στο πάτωμα παίρνοντας μαζί και το κορδόνι. Άρχισε να τυλίγεται λες και ήταν ζωντανό. Όλο και περισσότερο κορδόνι έβγαινε, όλο και πιο γρήγορα, σε σπείρες, τυλιγόταν σαν φίδι, η μήτρα της γυναίκας ήταν ανεξάντλητη. Ήδη το πάτωμα είχε γεμίσει.
Ο δόκτωρ ανέβηκε σε μια καρέκλα. Αυτή άρχισε να τρέμει. Το λεπτό, λευκό κορδόνι άρχισε να γίνεται παχύτερο. Είχε ήδη το μέγεθος ενός σκουληκιού. Τα τμήματα μεγάλωναν και άκρα άρχισαν να εξέρχονται από αυτά και όλο και περισσότερο έβγαινε από τον αφαλό. Τώρα το κορδόνι είχε το πάχος ενός αντίχειρα. Τα τμήματα φούσκωσαν κι έγιναν σαν μπάλες. Μετά άρχισαν να διαχωρίζονται και να κυλιόνται στο πάτωμα. Κάποια πετάγονταν στον αέρα και άλλα έτρεχαν με τρομερή ταχύτητα ανάμεσα τους.
Ύστερα, όλες αυτές οι λευκές μπάλες απέκτησαν νέα εμφάνιση. Έβγαλαν πόδια με νύχια πουλιού, μακριά οπίσθια και κεφάλι, ένα σοβαρό γενειοφόρο κεφάλι με βελούδινο σκούφο και τσιριχτή φωνή. Όλο και μεγάλωναν έχοντας φτάσει το μέγεθος γροθιάς.
«Κοίτα τα παιδιά σου», είπε ο Σατανάς.
Εκείνος πήδηξε από την καρέκλα κι άρχισε να ποδοπατά τα πλάσματα.
«Χο, χο!», ούρλιαζε, «χο, χο!».
Έκανε μεγάλα άλματα και ποδοπατούσε τους τσιριχτούς νεοσσούς.
«Τι κάνεις;», ούρλιαξε ο Σατανάς.
Τον έπιασε από το πόδι κι άρχισε να τον γυρνά γύρω-γύρω μέχρι που αυτός έχασε την ανάσα του. Μετά τον κάθισε κάτω, μα μόλις ο δόκτωρ συνήλθε σηκώθηκε όρθιος και συνέχισε το ποδοπάτημα.
«Χο, χο!», ούρλιαζε, «χο, χο!».
Τότε ο Σατανάς σοβάρεψε. Τράβηξε μερικές τρίχες από την άκρη της ουράς του, τις έδεσε σε ένα κόκκινο μεταξωτό νήμα και του το έδωσε. Τα μάτια του δόκτορα άρχισαν να γυαλίζουν. Στάθηκε ακίνητος. Έπειτα, έφτιαξε μια θηλιά από αυτό το νήμα, την έβαλε στο λαιμό του και την τράβαγε συνεχώς έως ότου λιποθύμησε. Η γυναίκα στο κρεβάτι σηκώθηκε και τον κοίταξε με τα μάτια της να λάμπουν.
Στο βάθος ακούστηκε η κόρνα της νυχτερινής περιπόλου. Ο βηματισμός των στρατιωτών ήχησε έξω από το παράθυρο. Το σιντριβάνι πέρα στην αγορά ψιθύριζε στο φεγγαρόφωτο. Το άγαλμα του ποταμίσιου Θεού με την υδρία, σηκώθηκε στις μύτες και κοίταξε προς το παράθυρο του δόκτορα.
Το επόμενο πρωινό η Επιτροπή Δικαιοσύνης χρειαζόταν την υπογραφή του για τα πρακτικά της χθεσινής εκτέλεσης στην πυρά, αλλά ο αγγελιαφόρος δεν μπορούσε να εισέλθει στο δωμάτιο. Ο κόσμος άρχισε να κουτσομπολεύει. Είχαν ακούσει παράξενους ήχους από το σπίτι. Όταν τελικά η πόρτα άνοιξε, ο δόκτωρ κείτονταν νεκρός με ένα κόκκινο μεταξωτό κορδόνι γύρω από το λαιμό του και στο χέρι του είχε δύο μεγάλα σημάδια από κάψιμο. Στο ξέστρωτο κρεβάτι υπήρχε ένας σάπιος, βρωμερός χυλός.
«Χμμμ», είπε ο Πρεσβύτερος.
«Χμμμ», είπαν και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι της Επιτροπής.
Σχόλια:
Μμουτε έχεις πολύ πλακα.
Το έγινε αποφάσισες να γράψεις με το όνομα σου τώρα που η δήθεν καριέρα σου τελειώνει;
Έχεις ξοφλήσει φιλαράκο εδώ και καιρό και δεν το έχεις καταλάβει
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και για τις πληροφορίες σου. Με συγκινείς.
Ήσουν το πρωί στο συλλαλητήριο κατά του νόμου Κεραμέως; Ή μόνο μας ζαλίζεις τον έρωτα. Γιατί δυο παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. είχαμε πάει. Εσύ δεν ξέρω που βρισκόσουν.
που ήσασταν ; θα σας λεγαμε μερικα φωνιεντα δεν ξερω αν βγαινατε ζωνταντοι, Την αλλη φορα πλησιαστε το μπλογκ με τις κοκκινες σημαιες και πειτε ειμστε με την φλεφαλο. Θα με δειτε ειμαι ενας ψηλος. Θα λαβετε ωραιες απαντησεις σε πολλα καιρια ζητηματα. Εντάξει Μμούτε ;
Ποιο "μπλογκ" εννοείς; Το blogspot; Φαίνεται ότι δεν έχεις πάει σε συγκέντρωση ποτέ σου. Δεν σου το επιτρέπουν οι κηδεμόνες ακόμα. Λίγη υπομονή κάνε. Θα μεγαλώσεις σε λίγα χρόνια.
Επίσης αφού λες ότι θα μας κάνεις και θα μας ράνεις και πετάς σεξιστικά σχόλια συνέχεια για όταν είμαστε βαψομαλλιαδες και γκέι για σένα τον αυθεντικό ασερνικο παλιας κοπής, γιατί δεν ήρθες να το ξεκαθαρίσουμε;
Επίσης γιατί δεν καθησες να το λύσεις ήμουν πιο πάνω και θα το λυναμς το πολύ πολύ να έτρωγες δυο τρία χαστούκια εσύ και οι φίλοι σου, αν είχες φίλους εκεί που αμφιβάλλω. Αν είχες πάντως θα μάθω ποιοι και πώς γιατί ήταν σύντροφοι στο σημείο εκεινο που περιεγραψες.
Μην λες παραμύθια έχει καταντήσει κουραστικο και αυτό με τα γήπεδα ακόμη περισσοτερο
Ειλικρινά δυσκολεύομαι να καταλάβω αν είσαι τόσο ανόητος/η ή αν υποδύεσαι τον ανόητο/η. Όσο περνά ο καιρός τείνω όλο και περισσότερο προς το πρώτο συμπέρασμα.
Άκουσε λοιπόν μικρό ζωντόβολο. Ο λόγος που δημοσιεύουμε τα σχόλιά σου είναι για να φαίνονται οι ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ. και σε χαϊβάνια όπως εσύ. Οι διαφορές τόσο σε αυτά που πράττουμε όσο και σε εκείνα που γράφουμε.
Ας τα πάρουμε ένα-ένα, από την αρχή, για να σε βοηθήσουμε να παραμείνεις στον διάλογο.
Πρώτον εσύ (και οι φίλοι σου, αν έχεις τέτοιους) ξεκινήσατε να μας βρίζετε και να μας απειλείτε και μάλιστα στα δικά μας μέσα έκφρασης. Εμείς απλώς σας απαντήσαμε ότι μπορείτε να μας απειλήσετε, όποτε θέλετε, από κοντά. Τα υπόλοιπα είναι διαδικτυακές σαχλαμάρες για πιτσιρίκια, όπως εσύ. Συνεπώς, ποτέ δεν έγραψα ότι θα "σας κάνω και θα σας ράνω". Σιγά μην ασχοληθώ μαζί σου. Την πλάκα μου κάνω με χαζούς που απειλούν ανώνυμα. Δεν ήρθα να σε βρω, λοιπόν, γιατί εγώ δεν απειλώ κανέναν. Απλώς, εξηγώ πως θα αντιμετωπίσω όποιον απειλήσει εμένα.
Δεύτερον, και να ήθελα να σε βρω δεν γίνεται. Για έναν απλό λόγο. Γιατί δεν σε γνωρίζω, μικρέ μπούφε. Τι ήθελες να κάνω δηλαδή; Να ρωτώ έναν έναν τους συμμετέχοντες του συλλαλητηρίου "μήπως είσαι εσύ που θες να με δείρεις, ονομάζομαι τάδε";
Τρίτον, μπορείς να ρωτήσεις τους συντρόφους σου, όπως γράφεις. Κυρίως, όμως, θα μπορούσες να ρωτήσεις και κάποιους παλιούς σου συντρόφους αν με γνωρίζουν και από πότε. Από συναυλίες, από rock στέκια κλπ. Συντρόφους σου που είναι από σαράντα πέντε ετών και άνω.
Τέλος, επαναλαμβάνω ότι αντιλαμβάνομαι την αγωνία σου να μάθεις για το αν ήμουν ή όχι γηπεδικός. Σου ξαναγράφω, λοιπόν, ότι δεν στα έχουν μάθει καλά τα "της ιστορίας" του πεζοδρομιακού βίου οι χαφιέδες που ακούς. Έχουμε υποσχεθεί πριν λίγο καιρό αναρτήσεις με φωτογραφικό υλικό και άλλα τεκμήρια, από παλιά οπαδικά δρώμενα. Κάνε λίγη υπομονή. Έτοιμη είναι η πρώτη σχετική ανάρτηση. Απλώς δεν θέλω να μονοπωλώ το ιστολόγιο. Υπάρχουν και άλλοι αρθρογράφοι. Και, κυρίως, υπάρχει μια κεντρική θεματική. Δεν γίνεται να την παρακάμπτουμε συνεχώς.
Συνέχισε να μας διαβάζεις και μην ανησυχείς. Θα σου καλυφθούν οι όποιες απορίες.