Ιστορικές αναδρομές: Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Σπέρα. Από τον διεθνιστικό αναρχισμό στον εθνικό συνδικαλισμό


                                                          του Αριστείδη Χριστοφοράκη

Τις περιόδους που δεν διαβάζω κάποιο βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού μου αρέσει να καταπιάνομαι με βιβλία ιστορίας και πολιτικής θεωρίας. Πρόσφατα, μια τέτοια βιβλιογραφική αναζήτηση με οδήγησε στην περίπτωση του Έλληνα συνδικαλιστή Κώστα Σπέρα (1893-1943). Ο ταραχώδης βίος και η επαφή του Σπέρα, από ένα σημείο της ζωής του κι έπειτα, με ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έτσι, αποφάσισα να ασχοληθώ περαιτέρω μαζί του και τελικά να γράψω ένα άρθρο για την ζωή και τις ιδέες του.

Ο Κώστας Σπέρας, γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Λότζια, στο δυτικό μέρος της Χώρας της Σερίφου. Ο Κώστας υιοθετήθηκε από τον ναυτικό Θεόφιλο Σπέρα, ο οποίος ήταν γόνος της φαναριώτικης οικογένειας Σπεράτζα. Από μικρή ηλικία ακολουθούσε τον, θετό, πατέρα του στα ταξίδια του. Το 1907 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου και φοίτησε στο Λεόντιο Λύκειο και στη συνέχεια μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, φοιτώντας στο γαλλικό «BrotherCollege». Από μικρός ήταν αντιδραστικός και ατίθασος, ειδικά με τους καθηγητές του, που όταν κατηγορήθηκε για απάτη στις μαθητικές εξετάσεις, πέταξε ένα μελανοδοχείο στο κεφάλι του διευθυντή του, τραυματίζοντάς τον. Οι δύο τους είχαν προηγούμενα, όταν λίγο καιρό πριν, ενώ είχε νικήσει σε διαγωνισμό κολύμβησης, ο διευθυντής βράβευσε έναν γιό μιας πλούσιας και επιφανούς οικογένειας της Ελληνικής Κοινότητας του Κάιρο, γεγονός που τον σημάδεψε.


Παράλληλα με τη διαμονή του στο Κάιρο, ο Σπέρας, εργαζόταν ως καπνεργάτης. Έχοντας έρθει σε επαφή με Έλληνες και Ιταλούς αναρχικούς και συνδικαλιστές συναδέλφους του, μυήθηκε στις ιδέες του επαναστατικού συνδικαλισμού και ειδικά του αναρχικού συνδικαλισμού. Από μικρός είχε σαφείς ενδείξεις ότι ήταν πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί, καθώς ήταν αντιδραστικός, καλλιεργημένος και μεγαλωμένος σε ένα κλίμα ελευθερίας. Ο Σπέρας, πριν επιστρέψει στη Σέριφο το 1910, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες του εξωτερικού και μιλούσε διάφορες γλώσσες και ιδιαίτερα τα Γαλλικά και τα Αραβικά.

Με την εγκατάστασή του, μόνιμα πλέον, στην Ελλάδα, ασχολήθηκε με την πολιτική και τον συνδικαλισμό, όπου τότε στην Ελλάδα ξεκινούσε με αργά βήματα, σε αντίθεση με τον Σπέρα, όπου ταχύρρυθμα οργάνωσε σωματεία. Σύντομα εξελέγη μέλος της διοικήσεως του Εργατικού Κέντρου Πειραιώς. Λίγο αργότερα, μετοίκησε στην Αθήνα και συνέβαλε στη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Αθηνών. Λόγω του επαγγέλματός του, βρέθηκε στην Καβάλα και το 1914 συμμετείχε στην μεγάλη απεργία της Καβάλας, όπου συνελήφθη και καταδικάστηκε με φυλάκιση στην Τρίπολη, διότι εκείνη την εποχή η απεργίες ήταν παράνομες.

                                                             Η εξέγερση της Σερίφου

Τον Ιούνιο του 1916, όταν ο Σπέρας αποφυλακίστηκε, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν και η Ελλάδα διένυε την περίοδο του εθνικού διχασμού.  Οι συντηρητικοί βασιλόφρονες και οι λίγοι ριζοσπάστες εθνικιστές του Ίωνα Δραγούμη πρότειναν την μη ένταξη της Ελλάδας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε, δίχως να έχει λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις μια συμφωνία που θα τις εξασφάλιζε μελλοντικά κέρδη. Η στάση αυτή θεωρήθηκε ως μια ουδετερότητα ευνοϊκή προς την Γερμανία. Αντιθέτως οι φιλελεύθεροι του Ελευθέριου Βενιζέλου απαιτούσαν την ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο, ακόμη και χωρίς κάποια γραπτή συμφωνία της Αντάντ. Η φιλειρηνική στάση είχε φέρει στην ίδια πλευρά τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές και τους λίγους τότε Έλληνες σοσιαλιστές (κομμουνιστές και αναρχικούς).  Ωστόσο η «εξέγερση της Σερίφου» προξένησε τριγμούς στην τότε σύμπνοια των (αποκαλούμενων από τους φιλελεύθερους) «βασιλοκομμουνιστών».

Ο Σπέρας γύρισε στη Σέριφο κι άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία της, που ανήκαν στον Γερμανό, Γρόμαν. Οι συνθήκες εργασίας ήταν αδιανόητες ακόμα και για τα τότε δεδομένα, καθώς δεν τηρούνταν καμία νομοθεσία, δεν υπήρχαν μέτρα ασφαλείας εντός και εκτός των στοών, οι ώρες εργασίας ήταν δώδεκα και ο μισθός ήταν τόσο πενιχρός που οριακά επέτρεπε στους εργάτες να επιβιώσουν . Ακόμα, ο Γρόμαν λόγω της απληστίας του, είχε εφεύρει αρκετούς τρόπους να κλέβει τους εργάτες του, μεταξύ των οποίων ήταν, η κράτηση του 2% του ημερομισθίου τους για λόγο που ποτέ δεν έμαθαν και η κράτηση μίας δραχμής, για την ανέγερση ναού που ποτέ δεν ξεκίνησε.

Με την έλευση του Σπέρα στα μεταλλεία και λόγω της ενημέρωσης εκ μέρους των εργατών που δούλευαν παλαιότερα στο Λαύριο για την ισχύουσα νομοθεσία και τις συνθήκες εργασίας στο Λαύριο, οι εργάτες ζήτησαν από τον Γρόμαν να τηρήσει την νομοθεσία και να βελτιώσει τις εργασιακές συνθήκες, κάτι που εκείνος απέρριψε. Στη συνέχεια οι εργάτες με επικεφαλή τον Σπέρα, ίδρυσαν το Σωματείο Εργατών Μεταλλευτών και απέστειλαν διάβημα προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, για την μη τήρηση των νόμων, τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των περίπου χιλίων εργατών και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας.


Λόγω της παντελούς αδιαφορίας του υπουργείου, ο Σπέρας, ως πρόεδρος του σωματείου, στις 7 Αυγούστου, οργάνωσε γενική απεργία και οι εργάτες αρνήθηκαν να φορτώσουν το μετάλλευμα σε καράβι με προορισμό τη Γερμανία. Το φορτίο ήταν πολύτιμο για τις Γερμανικές ανάγκες του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και οι εργάτες ήξεραν ότι θα υπάρξει άμεση και δυναμική απάντηση στον αγώνα τους.  Στις 21 Αυγούστου αποβιβάστηκε στο νησί δύναμη χωροφυλακής η οποία φυλάκισε τη διοίκηση του σωματείου και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίων των υπόλοιπων εργαζομένων, ανοίγοντας πυρ και σκοτώνοντας τέσσερις εργάτες μπροστά στις οικογένειες τους. Η απάντηση των εργατών ήταν ένας καταιγιστικός πετροπόλεμος που έληξε με την νίκη των εργατών, καθώς ο διοικητής και υποδιοικητής της χωροφυλακής πέθαναν σχεδόν ακαριαία από τις πέτρες που τους βρήκαν στο κεφάλι. Οι εργάτες συνέχισαν μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους συναδέλφους τους. Απογοητευμένοι από την στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης Ζαΐμη, προέβησαν σε μια ενέργεια που πυροδότησε αντιδράσεις, εν μέσω μάλιστα του Α’ παγκοσμίου Πολέμου. Ύψωσαν την Γαλλική σημαία και ζήτησαν την προσάρτηση του νησιού στη Γαλλία. Όταν οι Γάλλοι κατέφτασαν στο νησί, παρέλαβαν τους τραυματίες, υπέστειλαν τη Γαλλική σημαία, διαβεβαίωσαν τους εργάτες ότι κανένας τους δεν θα τιμωρηθεί και μετέφεραν τον Σπέρα στην Αθήνα για να συναντηθεί με μέλη της κυβέρνησης και τον Γρόμαν.

Το σωματείο, πριν την απεργία, είχε καταφέρει να δημιουργήσει ταμείο αλληλοβοήθειας, ένα μικρό νοσοκομείο για τις οικογένειες των εργατών, σύνταξη και βοηθήματα για όποιον δεν μπορούσε να δουλέψει και ένα σχολείο για τις οικογένειες των εργατών και για όποιον είχε χρόνο και ήθελε να μορφωθεί, τα οποία λειτουργούσαν από τους μισθούς των εργατών. Στις 25 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την αποχώρηση των Γάλλων από το νησί, δύναμη διακοσίων πενήντα  ανδρών και ενός ειδικού ανακριτή, έφτασε στο νησί και συνέλαβε τον Σπέρα και μερικά άλλα μέλη της απεργίας, για τον φόνο των δυο αξιωματικών της χωροφυλακής και την ύψωση της Γαλλικής σημαίας. Ο Σπέρας, για άλλη μια φορά βρέθηκε φυλακισμένος.  Τότε  ζήτησε την επέμβαση της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου, η οποία με τη σειρά της, δεν αντέδρασε.

Ένα χρόνο μετά την απεργία ο Γρόμαν δέχτηκε όλα τα αιτήματα των εργατών, αποζημίωσε τις οικογένειες των νεκρών της απεργίας, απολύθηκαν  όλοι οι μη ντόπιοι εργάτες, καθιερώθηκαν τα οδοιπορικά και αυξήθηκαν οι μισθοί.

                                                           Ίδρυση Γ.Σ.Ε.Ε. – Σ.Ε.Κ.Ε.

Ο Σπέρας, μετά την αποφυλάκισή του και την δικαίωση των συναδέλφων του στη Σέριφο, μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα. Τον Οκτώβρη του 1918 συμμετείχε στην ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε. και υποστήριξε την θέση ότι η συνομοσπονδία θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με εργατικά ζητήματα και όχι να εμπλακεί με κόμματα και την πολιτική. Επρόκειτο για μια θέση που εξέφραζε τους αναρχικούς εκείνης της εποχής.

Ο λόγος του Σπέρα, καθώς και ο χρόνιος αγώνας του για τα εργατικά δικαιώματα, τον  βοήθησαν να κερδίσει μια θέση ως μέλους της Εποπτικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας καθώς και τον σεβασμό της πλειοψηφίας των συνδικαλιστών. Ένα μήνα μετά παραβρέθηκε στην ίδρυση του Σ.Ε.Κ.Ε. (μετέπειτα Κ.Κ.Ε.), διατηρώντας την αρχική του θέση και δημιουργώντας ξεχωριστή τάση εντός του κόμματος. Η τάση που εξέφρασε ο Σπέρας υποστήριζε ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να συμμετάσχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αλλά από την άλλη τάχτηκε υπέρ της ένταξης του Σ.Ε.Κ.Ε. και της Γ.Σ.Ε.Ε. στην κομμουνιστική διεθνή.

Σε αυτό το σημείο ο Σπέρας ακροβατούσε μεταξύ αναρχισμού και κομμουνισμού, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Την ίδια περίοδο, θα αρχίσει να διαφωνεί με τις πρακτικές και τις θέσεις των εγχώριων κομμουνιστών και ιδιαίτερα την στάση την οποία είχαν πάνω σε εδαφικά θέματα όπως η μικρασιατική εκστρατεία, η ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και οι ανοιχτές προσκλήσεις για σαμποτάζ του ελληνικού στρατού (οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν ήδη αρχίσει να αντιγράφουν τις πρακτικές των Ρώσων ομοϊδεατών τους). Την σκληρή κριτική του, για τις στάσεις αυτές, τις εξέφραζε μέσω της εφημερίδας Άμυνα, που κυκλοφόρησαν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί συνδικαλιστές οι οποίοι αποτελούσαν τότε την πλειοψηφία της Γ.Σ.Ε.Ε., έπειτα από την πρώτη κόντρα και διάσπαση της οργάνωσης σε συντηρητικούς και αστούς συνδικαλιστές από την μια και κομμουνιστές συνδικαλιστές από την άλλη[1] .

Ο Σπέρας, είχε αρχίσει τις αμφιταλαντεύσεις σχετικά με τον ιδεολογικό του προσανατολισμό. Προσπάθησε να οργανώσει συνέδριο στο οποίο δεν θα συμμετείχαν οι κομμουνιστές συνδικαλιστές, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει από την Γ.Σ.Ε.Ε. καθώς θεωρούσε ότι ήθελαν να χρησιμοποιούν την Γ.Σ.Ε.Ε. ως ένα όργανο στρατολόγησης και διεύρυνσης της προπαγάνδας τους. Πιστός στις θέσεις του έκανε τα πάντα έτσι ώστε η Γ.Σ.Ε.Ε. να μην εξυπηρετήσει ποτέ κομματικά συμφέροντα, παρά μόνο τα συμφέροντα των Ελλήνων εργατών.


Λίγους μήνες μετά, η κομματική επιτροπή του Σ.Ε.Κ.Ε. θα τον αποκλείσει και θα τον διαγράψει από το κόμμα, ως αντικομουνιστικό στοιχείο. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και από τη Γ.Σ.Ε.Ε. αλλά απέτυχε, καθώς ο Σπέρας εξέφραζε μεγάλη μερίδα των μελών της Συνομοσπονδίας και ήταν και εκλεγμένο μέλος επιτροπής. Άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις, που δεν ήταν ελεγχόμενες από το Σ.Ε.Κ.Ε., δεν καταδίκασαν τον Σπέρα και αντίθετα τον υποστήριξαν όταν συνελήφθη, για ακόμα μια φορά από τις αστυνομικές αρχές, γράφοντας στις εφημερίδες τους ότι είναι περήφανοι για αυτόν.

Στο Β’ συνέδριο της Γ.Σ.Ε.Ε. ο Σπέρας εκπροσώπησε τους αναρχοσυνδικαλιστές και το Σωματείο Τσιγαράδων-Καπνεργατών Αθήνας-Πειραιά και με δυναμική εμφάνιση συγκέντρωσε το 1/3 των συνέδρων. Από το 1921 μέχρι το 1922, δημιούργησε πολλές οργανώσεις, κόμματα και σωματεία, σε συνεργασία με προσωπικότητες όπως ο Γιάννης Φανουράκης (αναρχοσυνδικαλιστής, συνιδρυτής του Σ.Ε.Κ.Ε.), ο Νίκος Γιαννιός (πρώην μέλος του Σ.Ε.Κ.Ε. ρεφορμιστής σοσιαλιστής) και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (δημοκρατικός αντιμοναρχικός) και άλλα πρώην και νυν μέλη του Σ.Ε.Κ.Ε. καθώς κι άλλων μικρότερων ομάδων διαφόρων ιδεολογικών φασμάτων.

Ο Σπέρας σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον κομμουνισμό και τον αναρχισμό χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδές του συνδικαλισμού και τον αγώνα των εργατών για μια καλύτερη ζωή. Το 1925 φαίνεται ότι ήταν η χρονιά που προσέγγισε τον Εθνικό Συνδικαλισμό και μαζί με άλλους συντηρητικούς εργάτες, εισήλθαν στο συνέδριο της διοίκησης του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, (του οποίου ακόμα αποτελούσε μέλος ο Σπέρας καθώς και ιδρυτικό στέλεχος) και απομάκρυναν βίαια την επιτροπή. Στην συνέχεια κατέλαβαν τα γραφεία και όρισαν δική τους επιτροπή. Σε προκήρυξή τους κατήγγειλαν την παλιά επιτροπή ως υποχείριο του Κ.Κ.Ε. (πρώην Σ.Ε.Κ.Ε.).

Την ίδια περίοδο, ο Σπέρας επιλέγοντας να εντείνει τους αγώνες των σωματείων και των εργατών ενάντια στην πολιτικοποίησή τους στράφηκε σε ευθεία και μεγάλη σύγκρουση με τους κομμουνιστές συνδικαλιστές, κατηγορώντας τους ότι λάμβαναν «επίδομα από τη Μόσχα» για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Ε.Σ.Δ.Δ. Η εφημερίδα Ριζοσπάστης ξεκίνησε να κατηγορεί τον Σπέρα ως χαφιέ του στρατού, λαθρέμπορο καπνού και ως κενό επαναστάτη που δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τον Φεβρουάριο του 1926, έπειτα από την ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, ο Σπέρας κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας ενάντια στο Κ.Κ.Ε. στις δίκες που έγιναν με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας περί αυτονομίας Μακεδονίας-Θράκης. Λίγους μήνες μετά, διαγράφηκε από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την κατηγορία του εχθρού της εργατικής τάξης και ως όργανο του κράτους. Ο Σπέρας προσπάθησε να αμυνθεί στις κατηγορίες, όμως ο συνασπισμός κομμουνιστών, αρχειομαρξιστών και αστών υπερίσχυσε. Το αποτέλεσμα ήταν η απομάκρυνση του Σπέρα και άλλους υποστηρικτών του από την Συνομοσπονδία. Αυτό συνέβαλε και στο οριστικό του πέρασμα σε μια μορφή εθνικιστικού συνδικαλισμού. 

                                                                      Δολοφονία

Μετά την διαγραφή του, ο Σπέρας θα προσπαθήσει θα πολεμήσει το Κ.Κ.Ε. και όλα τα σωματεία τα οποία ήλεγχε, είτε οργανώνοντας απεργοσπαστικές κινήσεις σε πρωτοβουλίες κομμουνιστών, είτε ιδρύοντας εθνικοσυνδικαλιστικά σωματεία, είτε οργανώνοντας ο ίδιος απεργίες. Σαν απάντηση, σύμφωνα με τον ίδιο, το Κ.Κ.Ε. θα αποτύχει δύο φορές να τον δολοφονήσει στήνοντάς του ενέδρες[2].

Το 1934 συνδέθηκε με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμματος Ελλάδος του Γεωργίου Μερκούρη και έδωσε το παρόν στα εγκαίνια των γραφείων του κόμματος. Αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα του συγκεκριμένου κόμματος αλλά, παράλληλα, είχε σχέσεις και με την Εθνική Συντηρητική Οργάνωση του Άγγελου Κανελλόπουλου. Το 1938 συνελήφθη για κάποιο ποινικό αδίκημα για το οποίο δεν υπάρχουν εναπομείναντα στοιχεία ώστε να εξακριβωθεί αν και πως έγινε. Φυλακίστηκε στην Σκόπελο και αφέθηκε ελεύθερος λίγο πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, με κλονισμένη και επιβαρυμένη υγεία.


Την περίοδο της κατοχής ο Σπέρας έγραψε την ιστορία του εργατικού κινήματος και συνέχισε τον αγώνα του, με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει, ενάντια στους κατακτητές και τους κομμουνιστές, καλώντας τον λαό να μποϊκοτάρει τα συσσίτια του Ε.Α.Μ. και να στραφεί σε αυτά των δήμων. Παράλληλα συνέχισε να έχει επαφές σε ένα ευρύ φάσμα συντηρητικών κύκλων που ξεκινούσε από τον Ε.Δ.Ε.Σ. Αθηνών και συμπεριελάμβανε μέχρι και συνεργάτες των ελληνικών κυβερνήσεων του Τρίτου Ράιχ. Διατηρούσε επικοινωνία με τον Ανδρέα Κονδάκη, ανώτερο αξιωματικού του στρατού, με τον Νικόλαο Καλύβα, διορισμένο πρόεδρο της Γ.Σ.Ε.Ε., και με  τον Γεώργιο Μερκούρη.

Το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου 1943, ο Σπέρας ξεκίνησε για την Ελευσίνα μαζί με έναν φοιτητή της Νομικής και τον Απόστολο Κοκμάδη, ανθυπολοχαγό του στρατού, με σκοπό να συναντήσουν μέλη του Ε.Λ.Α.Σ. Ο Σπέρας, συνεργαζόταν με τους δυο συνοδοιπόρους του και με τον γιατρό Ιωάννη Λαζαρή, μέλος του Ε.Δ.Ε.Σ. με σκοπό την ίδρυση εθνικών αντάρτικων ομάδων. Ωστόσο, στην Μάνδρα έπεσαν θύματα ενέδρας του κομμουνιστικού 1/34 τάγματος υπό τον Γεώργιο Μπουτσίνη, γνωστό ως «καπετάν Νικήτα». Η εφημερίδα Ριζοσπάστης με χαρά ανέφερε ότι το «κάθαρμα ο Σπέρας» έχει συλληφθεί ως κατάσκοπος. Στη συνέχεια ο Σπέρας οδηγήθηκε στα Δερβενοχώρια και μόλις εξακριβώθηκε η ταυτότητά του μέλη των Ε.Λ.Α.Σ. και Ο.Π.Λ.Α. τον αποκεφάλισαν και τον πετάξαν σε χαράδρα της περιοχής, τοποθεσία άγνωστη μέχρι σήμερα. Επρόκειτο για ένα από τα πολλά επεισόδια κατά τα οποία ορισμένα μέλη του Κ.Κ.Ε εκμεταλλεύτηκαν το αντάρτικό όχι για εθνικούς σκοπούς αλλά για να προβούν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Είναι εν γένει γνωστό το πώς αντιλαμβάνονταν την έννοια «έθνος» και «εθνικό συμφέρον» ηγετικά στελέχη του τότε Κ.Κ.Ε., αλλά δεν θα επεκταθώ.  

                                                                      Συμπέρασμα

Ο Σπέρας, αδιαμφισβήτητα κατείχε ηγετικά χαρακτηριστικά, δεινή ρητορικότητα, πάθος για οτιδήποτε έκανε και δυναμική παρουσία. Είχε το χάρισμα να κερδίζει τα πλήθη, φίλους και εχθρούς, μιλώντας απλά και κατανοητά. Ήταν ανήσυχο πνεύμα γεγονός που τον οδήγησε σε ένα πέρασμα από πολλές ιδεολογίες. Αν παρατηρήσουμε τη διαδρομή του σε μια στεγνή διανοητική ιστορία θα συμπεράνουμε τα εξής. Στα νεανικά του χρόνια ασπάστηκε τον αναρχισμό. Στη συνέχεια πέρασε στον αναρχοκομμουνισμό, ενώ στο ωρίμασμα της ζωής του μυήθηκε στον σοσιαλισμό του Σορέλ και ασπάστηκε τον εθνικισμό.

Ο Σπέρας σε όλες τις ιδεολογικές του φάσεις δεν σταμάτησε να προασπίζεται τα εργατικά δικαιώματα και κατάφερε να πετύχει περισσότερα, ίσως από κάθε άλλο εγχώριο συνδικαλιστή, με αποκορύφωμα την, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εφαρμογή του οκταώρου μετά την απεργία της Σερίφου. Εξαιτίας των ιδεολογικών μεταβάσεων σήμερα δοξάζεται και κατηγορείται ταυτόχρονα από ανθρώπους όλων των ιδεολογικών χώρων. Το σίγουρο είναι ότι έχουν γραφτεί για αυτόν βιβλία, ποιήματα αλλά και μια ταινία για τα γεγονότα του 1916.

Το Κ.Κ.Ε παραμένει στην εκτίμηση των περασμένων δεκαετιών και οι ιστορικοί του κόμματος εκτιμούν ότι ο Σπέρας υπήρξε άνθρωπος των μυστικών υπηρεσιών. Κάποιοι αναρχικοί ακολούθησαν την ίδια γραμμή, ωστόσο οι περισσότεροι διαφοροποιήθηκαν εκτιμώντας ότι ο Σπέρας υπήρξε πρότυπο αγωνιστή. Το ίδιο έκαναν και κύκλοι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Όσο για τους εθνικιστές, εκτός απ’ τις ελάχιστες εξαιρέσεις σοβαρών ανθρώπων, οι περισσότεροι, όντας βουλιαγμένοι στην επιρροή της γραφικής αμορφωσιάς ακροδεξιών ανδρείκελων που υποδύονται τους «Πατριάρχες» και τους πρωθιερείς του «Αδόλφου Άβαταρ», αγνοούν την πολιτική ιστορία του τόπου και ιστορικά πρόσωπα όπως ο Σπέρας. Η Δεξιά προφανώς δεν είναι σε θέση να υπερασπίζεται τον Σπέρα, έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε σε όλη του την ζωή ενάντια στην βουλιμία των εξουσιαστών του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.


Προσωπικά δεν μπορώ να τοποθετηθώ με βεβαιότητα για το τι ήταν τελικά ο Σπέρας. Αναρχικός εθνικιστής; Πρότυπο αγωνιστή ή άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις; Μπορώ, όμως, να δηλώσω ότι η εις βάθος ιστορική έρευνα παρεμποδίζεται συστηματικά όταν υπάρχει περίπτωση να οδηγήσει σε συμπεράσματα που δεν θα αρέσουν σε εξουσιαστικούς κύκλους. Και οι εξουσιαστικοί κύκλοι δεν περιορίζονται μόνο στα πεδία των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων. Απλώνονται και, μέσω εγκάθετων, σε πολιτικούς χώρους που εμφανίζονται ως ανατρεπτικοί.

Από εκεί και πέρα είναι επιτακτική ανάγκη ο ελληνικός εθνικιστικός χώρος να αποτινάξει τους δεξιούς και ακροδεξιούς καρνάβαλους που τον δυναστεύουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Να σπρώξει εκτός των πλαισίων του όλους εκείνους τους που απλώς γαυγίζουν ότι δεν συμφωνούν με την μεταναστευτική πολιτική των φιλελεύθερων εξουσιαστών, (κατά τα άλλα) ομοϊδεατών τους. Να καταστήσει σαφές ότι Βελόπουλοι, Λιακόπουλοι, «Πατριάρχες», συνωμοσιολόγοι, γραβατάκηδες  νεοεθνικιστές και κάθε λογής ημίτρελοι, δεν ανήκουν στον χώρο. Όταν όλοι αυτοί αφήσουν τον εθνικιστικό χώρο στην ησυχία του, ίσως μπορέσει να γίνει από τους κανονικούς εθνικιστές κατανοητή η ιστορία των ιδεών και να πραγματοποιηθούν σοβαρές συζητήσεις μέσα από τις οποίες θα αποτιμηθούν ιστορικά πρόσωπα όπως αυτό του Σπέρα. Αλλά αυτή η ώρα αργεί. Και μέχρι να έρθει είναι σαφές ότι ο ελληνικός εθνικισμός θα χάνει την χρυσή ευκαιρία να αποτελέσει ένα αγκάθι στα σπλάχνα της παγκοσμιοποίησης και του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος.



[1] Την περίοδο αυτή υπήρξαν πολλές διαμάχες στο εσωτερικό του οργάνου, που ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών παρεμβάσεων της εκάστοτε εξουσίας, ακόμη και εξορίες. Ως αποτέλεσμα ήρθε η διάσπαση της Γ.Σ.Ε.Ε. σε μικρότερα ανεξάρτητα κομμάτια μέχρι την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, όπου έγινε μία μεγάλη επέμβαση στο εσωτερικό της. Σ’ εκείνο το γιορτασμό του ‘19 σημειώθηκε και η πρώτη διάσπαση της ΓΣΕΕ. Τα 5 από τα 11 μέλη της διοίκησής της πρόσκεινταν στο ΣΕΚΕ, ενώ τα υπόλοιπα 6 ήταν με το κυβερνητικό κόμμα του Βενιζέλου. Η σύγκρουση των δύο πλευρών ξεκίνησε με το περιεχόμενο του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς: Η τάση του ΣΕΚΕ σε αντίθεση με την πλειοψηφία ήθελε να προσδώσει στο γιορτασμό αντικυβερνητικό περιεχόμενο, ενώ αντίθετα οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές επιδίωκαν την πρόσδεση του εργατικού κινήματος στο άρμα της κυρίαρχης πολιτικής και τον ταξικό συμβιβασμό. Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και τον Ιούνιο του 1919 η κυβερνητική πλειοψηφία στη Γενική Συνομοσπονδία καθαίρεσε αυθαίρετα τους 5 της μειοψηφίας, ενώ στη συνέχεια η κυβέρνηση του Βενιζέλου τους έστειλε εξορία στη Φολέγανδρο. Ενα χρόνο αργότερα, το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ καθαίρεσε τους ρεφορμιστές και ανέθεσε τη διοίκηση στους συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ 24. ( 24. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α` (1918-1949), σελ. 97-98.) (https://web.archive.org/web/20080501075450/http://ninac.wordpress.com/2008/05/01/protomagia/)

[2] Κατά τον Σπέραν ο δράστης της κατ’ αυτού απόπειρας είναι κομμουνιστής. Ούτος προσέθεσε ότι και προ διετίας εγένετο κατ’ αυτού τοιαύτη απόπειρα υπό κομμουνιστών καθ’ όσον μεταξύ αυτού και τούτων υφίσταται πλήρης διάστασης λόγω αρχών, ούτοι δε τον θεωρούν ως αποστάτη διότι προΐσταται του συνδέσμου των συντηρητικών εργατών. Εφημερίδα «Εμπρός» 27 Οκτωβρίου 1927. 

Σχόλια:

Ο Πατριάρχης είπε...

Είσθε αναρχικά στοιχεία κύριοι.
Ουχί μόνο προβάλλετε κομμουνιστάς αλλά και τολμάτε να υβρίζετε την αστική ημών τάξιν. Αντί να υπερασπισθείτε με σθένος το νέο φάρμακο κατά του κορωνοϊού (αγγλιστί Covid), το οποίο εδημιούργησαν αι πατριώται πολιτικοί και επιστήμονες συμμαχικής ημών χώρας, πυροδοτείτε κοινωνικές εξεγέρσεις, ρίχνοντας ύδωρ εις τον μύλον των ανατροπέων.

Δεν θα περάσει ο στρασεροδραγουμισμός! Ημείς, οι γνήσιοι πατριώται, εις το όνομα του μετενσαρκωθέντος Αδόλφου Άβαταρ, προετοιμάζουμε την ένωσιν του χώρου, η οποία θα σημάνει και την οριστική σάρωσιν αφρόνων νεανίσκων, ωσάν υμάς που αρθρογραφείτε εις τον ιστότοπον της φλεφαλο!

Τρίτη, 09 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

αυτά τα άρθρα βάζετε και κάνετε πολλούς να παθαίνουν εγκεφαλικά σε πεύκη και εξάρχεια!

Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

Η Πεύκη άδειασε προσφάτως

Τετάρτη, 10 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο/Η Ανώνυμος είπε...

ναι αλλά γέμισε ο δομοκός. και έμεινε μόνη και ορφανή να απειλεί στα πληκτρολόγια. μόνο το τικ τοκ της έμεινε.

Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Υπάρχουν όμως και πολλοί μικρομαγαζάτορες "Ισνογκούντηδες". Μην παραβλέπουμε και αυτές τις περιπτώσεις. Έχουν υπάρξει περισσότερο πιστοί στα κελεύσματα της Δεξιάς.

Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου, 2021

 
Ανώνυμος Ο Ανώνυμος είπε...

Καλημέρα σας και καλή Κυριακή. Θίγεται ένα θέμα που μπορούν να βρεθούν από λίγες έως ελάχιστες ιστορικές πηγές αλλά και αντίστοιχα θεωρητικά βιβλία. Αυτό του Εθνικού Συνδικαλισμού. Δυστυχώς η εργατική τάξη έχει καταντήσει συνώνυμο της αριστεράς κ του ΚΚΕ. Εάν έχετε υπόψιν σας βιβλιογραφία κ πηγές επί του θέματος θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να τις δημοσιεύσετε για όσους από εμάς ενδιαφέρονται να μάθουν κάτι παραπάνω. Το blog σας μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον τα τελευταία 2 χρόνια που το ανακάλυψα. Και σίγουρα υπάρχουν και άλλοι που ψάχνουν τέτοιες οάσεις ποιότητας του χώρου μας. Σας ευχαριστώ πολύ. Με εκτίμηση, Γιάννης

Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου, 2021

 

Η Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας είπε...

Γεια σου φίλε. Δυστυχώς η αλήθεια είναι ότι μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μεταξά και την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπήρξε εθνικιστικός χώρος. Με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις προσώπων ή μικροπυρήνων, οι οποίοι δεν είχαν μαζική κοινωνική απήχηση, ούτε καθαρό ιδεολογικό υπόβαθρο μέσω του οποίου θα μπορούσαν να αποτινάξουν την επιρροή της μεταπολεμικής Δεξιάς.

Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει εθνικιστικός συνδικαλισμός, ο οποίος να μπορεί να μετρηθεί ερευνητικά. Έτσι, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλάμε για βιβλιογραφία που να αφορά το συγκεκριμένο πεδίο μεταπολεμικά, γιατί στην ουσία δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Ενδεχομένως να υπάρχουν περιπτώσεις μικρών και μεμονωμένων κινήσεων, που δεν έχουμε υπόψη. Αλλά η γενική εικόνα είναι ότι δεν υπήρξε στην Ελλάδα τέτοιο ιστορικό φαινόμενο. Ευχόμαστε να αλλάξει αυτή η εικόνα στο μέλλον.

Αλλά και για αντίστοιχες περιπτώσεις του εξωτερικού δεν είναι εύκολο να βρεθεί μεγάλη και σοβαρή βιβλιογραφία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η συνδικαλιστική δράση των εκεί εθνικιστών ήταν μηδαμινή όπως η ελληνική.

Τα πράγματα αλλάζουν για την πριν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εποχή. Στην Ελλάδα είναι λίγα τα παραδείγματα και η βιβλιογραφία που υπάρχει είναι γραμμένη κυρίως για τα αριστερά συνδικαλιστικά κινήματα (σε ορισμένα τέτοια βιβλία υπάρχουν πληροφορίες και για περιπτώσεις, όπως εκείνη του Σπέρα.

https://www.protoporia.gr/noytsos-panagiwths-x-h-sosialistikh-skepsh-sthn-ellada-apo-to-1875-1974-iii-9789602354810.html)

https://opencourses.auth.gr/modules/document/file.php/OCRS287/Παρουσιάσεις%20Μαθήματος/02.%20Σοσιαλισμός%20και%20εργατικό%20κίνημα.pdf

στο δεύτερο λινκ, εκεί που αναφέρεται στις "συντεχνίες" θα έπρεπε να υπάρχει ένα κεφάλαιο για τον συντηρητικό-εθνικιστικό συνδικαλισμό, αλλά ο συγγραφέας δεν το κάνει για ευνόητους λόγους).

Όσον αφορά τον προπολεμικό ευρωπαϊκό εθνικιστικό συνδικαλισμό υπάρχουν ενδιαφέροντα βιβλία. Αλλά δεν είναι μεταφρασμένα στην ελληνική. Δες για παράδειγμα τα ακόλουθα.
-Paul Mazgaj, "The Action Française and Revolutionary Syndicalism"
-David D. Roberts, "The Syndicalist Tradition and Italian Fascism", Manchester, Manchester University Press, 1979
- A. James Gregor, "Sergio Panunzio Il sindacalismo ed il fondamento razionale del fascismo" (αναφέρεται σε έναν θεωρητικό του επαναστατικού συνδικαλισμού που εξελίχθηκε σε θεωρητικό του ιταλικού φασισμού)
-Pierangelo Lombardi, "Per le patrie libertà : la dissidenza fascista tra "mussolinismo" e Aventino (1923-1925)" (έχει θέμα μια "ακροαριστερή" πτέρυγα του φασισμού)
-Michael Potashnik, "Nacismo: National Socialism in Chile, 1932-1938" (αναφέρεται σε ένα φιλειρηνικό και εργατικό εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα της Χιλής)

Υπάρχουν πολλά ακόμη. Ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα οργανώσουμε καλύτερα τον εκδοτικό οίκο της λέσχης ώστε να αρχίσουμε να τα κυκλοφορούμε στα ελληνικά. Εννοείται, σε αυτή την προσπάθεια η κάθε βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη.

Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου, 2021

 Ο Ανώνυμος είπε
Ἐπιτρέψτε μου μία παρατήρηση.

Ὁ Κώστας Σπέρας οὐδέποτε ὑπῆρξε ἀναρχικὸς ἤ ἀναρχοσυνδικαλιστής. Πολλῶ δὲ μᾶλλον, δὲν ὑπῆρχαν ἀναρχοσυνδικαλιστὲς στὴν ΓΣΕΕ τὴν δεκαετία τοῦ 1920. Ἡ μόνη ἀναφορὰ ποὺ γνωρίζω περὶ τοῦ ὑποτιθέμενου ἀναρχισμοῦ ἤ ἀναρχοσυνδικαλισμοῦ τοῦ Σπέρα βρίσκεται στὸ βιβλίο τοῦ παλαίμαχου ἀντισταλινικοῦ κομμουνιστὴ Ἄγι Στῖνα (Σπύρος Πρίφτης) «Ἀναμνήσεις» (ἐκδόσεις «Ὕψηλον», Ἀθήνα, 1985), ἡ ὁποία, ὡστόσο, στερεῖται πραγματικῆς βάσεως. Ἐν τούτοις, ἡ φήμη αὐτὴ περὶ τοῦ «ἀναρχοσυνδικαλιστὴ Σπέρα» ἔκτοτε ἔχει διαδοθεῖ καὶ ἀναπαράγεται διαρκῶς, εἰδικὰ στὸν χῶρο τῶν ἀναρχικῶν.

Ὁ Σπέρας ἦταν στέλεχος τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Ἐργατικοῦ Κόμματος Ἑλλάδος (ΣΕΚΕ) -τοῦ πρώτου ἐργατικοῦ μαρξιστικοῦ κόμματος στὴν Ἑλλάδα-, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε τὸ 1918, ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς ΓΣΕΕ.

Τὸ 1920 ξέσπασε μία ἔντονη διαμάχη στοὺς κόλπους τοῦ ΣΕΚΕ, μὲ ἐπίδικο ζήτημα τὴν σχέση μεταξὺ τοῦ Κόμματος καὶ τῆς Γενικῆς Συνομοσπονδίας.

Σχηματίστηκαν δύο τάσεις: ἡ πρώτη ὑποστήριζε τὴν ὑποταγῆ τῆς ΓΣΕΕ στὸ ΣΕΚΕ καὶ ἡ δεύτερη τὴν ἀνεξαρτησία τῆς ΓΣΕΕ καὶ τὴν συνεργασία της ἐπὶ ἴσοις ὅροις μὲ τὸ Κόμμα.

Ἐπικεφαλῆς τῆς δεύτερης τάσης (στὴν ὁποῖα συμμετείχε ὁ Φανουράκης, ὁ ὁποῖος ἐπίσης δὲν ἦταν ἀναρχοσυνδικαλιστής) ἦταν ὁ Κώστας Σπέρας. Ἡ τάση αὐτὴ ἀποπέμφθη στὸ Β΄ Συνέδριο τοῦ ΣΕΚΕ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1920, καὶ ὁ Σπέρας (ὅπως καὶ ὁ Φανουράκης) διεγράφησαν ἀπὸ τὸ Κόμμα.

Στὸ Β΄ Συνέδριο τῆς ΓΣΕΕ (Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 1920) ἡ τάση τοῦ Σπέρα ἀποτελοῦσε τὸ 1/3 τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Συνεδρίου.

Τὸν χειμώνα τοῦ 1922 ἡ ἀποπεμφθεῖσα τάση ὑπὸ τὸν Σπέρα συγκροτεῖ τὸ Ἀνεξάρτητο Ἐργατικὸ Κόμμα (ΑΕΚ). Τὸ ΑΕΚ ἦταν ἕνα κόμμα μαρξιστικὸ καὶ ἐντάσσεται στὴν χορεῖα τῶν ἀριστερῶν ἀντιπολιτευτικῶν πρὸς τὸ ΣΕΚΕ ὀργανώσεων ποὺ προήλθαν ἀπὸ τὶς γραμμές του καὶ ἀποπέμφθηκαν ἀπὸ αὐτό.

Ἡ βασικὴ θέση τοῦ ΑΕΚ ἦταν ἡ πρόταξη τοῦ ἑνιαῖου ἐπαγγελματικοῦ ἀγῶνα τῆς ἐργατικῆς τάξης καὶ ἡ πλήρης ἀνεξαρτησία τῶν συνδικαλιστικῶν ὀργανώσεων ἀπὸ τὰ ἐργατικὰ κόμματα.

Πράγματι, ἡ πρόταξη τοῦ οἰκονομικοῦ ἀγῶνα σὲ σχέση μὲ τὸν πολιτικὸ ἀποτελεῖ βασικὴ θέση τοῦ ἀναρχοσυνδικαλισμοῦ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὅποιος τὴν ὑποστηρίζει εἶναι αὐτομάτως καὶ ἀναρχοσυνδικαλιστής.

Διότι γιὰ νὰ εἶναι τέτοιος θὰ πρέπει νὰ ἀποδέχεται καὶ τὶς βασικὲς θέσεις τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀναρχισμοῦ, τὴν ὁποία δὲν ἀσπάζονταν ἐπ’ οὐδενὶ οὔτε ὁ Σπέρας οὔτε τὸ ΑΕΚ, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε ἦταν κόμμα -καὶ ὁ ἀναρχισμὸς εἶναι συλλήβδην ἐναντίον τῶν πολιτικῶν κομμάτων. Τὸ ΑΕΚ διαλύθηκε τὸ 1925 κατὰ τὴν περίοδο τῆς δικτατορίας τοῦ Πάγκαλου, ὅταν ἤδη ἔχει δημιουργηθεῖ τὸ ΚΚΕ, τὸ 1924, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐκκαθάριση τῶν ἀντιπολιτευομένων δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν του τάσεων, καθὼς καὶ τὴν ἀποπομπὴ τῶν ἱδρυτικῶν του στελεχῶν.

Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ πουθενὰ δὲν προκύπτει ὅτι ὁ Σπέρας ἦταν ἀναρχικὸς ἤ ἀναρχοσυνδικαλιστὴς ἤ ὅτι ὑπῆρχε ἀναρχοσυνδικαλιστικὴ τάση στὴν ΓΣΕΕ.

Ἄλλωστε, ὁ ἀναρχισμός, ὁ ὁποῖος ἐμφανίσθηκε στὴν Ἑλλάδα μὲ διάφορες τοπικὲς ὁμάδες στὴν Πελοπόννησο περὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε ἐκλείψει ἀπὸ τὴν χώρα.