Θερινά σινεμά (μέρος β)


                                                              Σταμάτης Μαμούτος

Digger

Η ταράτσα του θερινού κινηματογράφου ΠΑΛΑΣ, το οποίο βρίσκεται στο Παγκράτι, αποτελεί έναν από τους πιο όμορφους θερινούς χώρους κινηματογραφικών προβολών στην Αθήνα. Αν και υποπτεύομαι ότι η λειτουργία του μάλλον δεν θα ενθουσιάζει τους κατοίκους των γύρω πολυκατοικιών όταν προκύπτει ως συζήτηση το θέμα της κοινής ησυχίας. Βρέθηκα στο ΠΑΛΑΣ την περασμένη εβδομάδα προκειμένου να παρακολουθήσω την ελληνική ταινία Digger, του σκηνοθέτη Τζώρτζη Γρηγοράκη. Πρόκειται για την ταινία που έχει συζητηθεί όσο καμία άλλη, τον τελευταίο καιρό, στους κύκλους των Ελλήνων σινεφίλ.


Το σενάριο της πολυβραβευμένης αυτής ταινίας υπόσχεται πολλά. Σε ένα ορεινό χωριό της Ελλάδας ο Νικήτας, τον οποίο υποδύεται ο Βαγγέλης Μουρίκης, ζει στο τεράστιο κτήμα του που βρίσκεται στην άκρη του δάσους. Ο Νικήτας είναι χωρισμένος χρόνια, διατηρεί φιλικές σχέσεις με αρκετούς συγχωριανούς του αλλά παραμένει κλειστός ως χαρακτήρας. Απομονωμένος στο κτήμα του φέρνει σε πέρας τις αγροτικές και κτηνοτροφικές του εργασίες, απολαμβάνοντας μια σχεδόν εσωτεριστική σχέση με την μητέρα φύση.


Αντίπαλη του Νικήτα είναι η βιομηχανία εξόρυξης φυσικών πόρων που αγοράζει όλα τα γύρω αγροκτήματα, καταστρέφει το περιβάλλον και πολιορκεί τον Νικήτα, πιέζοντάς τον να της πουλήσει το κτήμα του. Η βιομηχανία προσφέρει μεροκάματα στους εργάτες της περιοχής με αποτέλεσμα το χωριό να έχει χωριστεί σε δυο παρατάξεις. Σε εκείνους που θέλουν την παρουσία και την ενδυνάμωση της βιομηχανίας στα μέρη τους και στους άλλους που επιδιώκουν να περιορίσουν την επέκταση της βιομηχανίας, προκειμένου να σταματήσουν την καταστροφή του περιβάλλοντος και να προφυλάξουν τις αγροτικές και κτηνοτροφικές τους εργασίες.


Ο Νικήτας είναι ένας από τους επικεφαλής εκείνων που θέλουν να μπει φρένο στην βιομηχανική επέκταση. Στο κάδρο της κεντρικής υπόθεσης του σεναρίου ξεδιπλώνεται και η προσωπική σύγκρουση του Νικήτα με τον γιό του, που υποδύεται ο Αργύρης Πανταζάρας. Ο γιος ζει και μεγαλώνει με την μητέρα του. Όταν εκείνη πεθαίνει ο μικρός πηγαίνει στο κτήμα του πατέρα του και του ζητά το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκει. Μόνο που ο Νικήτας είναι ένας μικρής δυναμικής καλλιεργητής και κτηνοτρόφος, που δεν έχει να του προσφέρει και πολλά. Τότε η βιομηχανία δελεάζει τον γιο, προσφέροντάς του μια θέαση εργασίας. Παράλληλα προσπαθεί να πείσει τον μικρό να πιέσει τον πατέρα του να πουλήσει το κτήμα. Η προσφορά είναι εξαιρετική. Με τα λεφτά που του προσφέρει η βιομηχανία ο Νικήτας μπορεί να εξασφαλίσει τόσο το δικό του μέλλον όσο και του γιού του. Αλλά εκείνος αρνείται. Κι έτσι, ανάμεσα σε πατέρα και γιο, η σύγκρουση κορυφώνεται.


Η ατμόσφαιρα του φιλμ θυμίζει πράγματι σύγχρονο western, όπως γράφουν πολλοί κριτικοί. Καλή και η φωτογραφία, ωραίες οι ευρυγώνιες λήψης του δάσους. Αλλά προσωπικά έχω μια ένσταση. Ενώ η ιδέα του σεναρίου προσφέρει την δυνατότητα να αποκτήσει το έργο διάσταση πολιτικού θρίλερ, ο σκηνοθέτης επιλέγει να αποφύγει τα πολιτικά μηνύματα και να εστιάσει στο τραγικό μέρος της σύγκρουσης πατέρα και γιου, μέχρι την τελική τους κάθαρση. Απ’ ότι διάβασα οι περισσότεροι κριτικοί αντιμετώπισαν θετικά αυτή την επιλογή. Αναμενόμενη, θα έλεγα, συνέπεια της φαινομενικής απολιτικοποίησης (που στην ουσία υποκρύπτει την γενικευμένη απόπειρα κατάργησης του κριτικού πολιτικού λόγου) την οποία απλώνει σταδιακά στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα η ηγεμονία του μεταμοντέρνου εξουσιαστικού φιλελευθερισμού. Εγώ, ωστόσο, θα προτιμούσα να αναδειχθεί μέσα από την πλοκή μια πολιτικά κριτική ματιά.

Την ίδια ουδετερότητα επιλέγει ο σκηνοθέτης και στην αφήγηση της σύγκρουσης ανάμεσα στον πατέρα και τον γιό. Τους παρουσιάζει εξίσου «φθαρτούς». Δεν στρέφει την προσοχή του σε κάποιον από τους δύο. Απλώς καταγράφει με στωική ηρεμία την σύγκρουσή τους. Μια σύγκρουση εξόχως ενδιαφέρουσα. Αλλά που τελικά, εμένα ως θεατή, δεν μου προκάλεσε την αναμενόμενη ένταση συναισθημάτων. Έχω την εντύπωση ότι στα πλάνα που η ένταση κορυφωνόταν χρειάζονταν πιο έντονοι και πιο αληθινοί διάλογοι (πχ ο διάλογος στον οποίο ο πατέρας λέει στον γιο να πάρει τα «παπάρια του», εκτιμώ ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από σχήματα λόγου τα οποία θα προκαλούσαν αληθινή συγκίνηση).


Συμπερασματικά το Digger είναι πράγματι μια από τις καλύτερες ταινίες που έχει προσφέρει στους θεατές ο ελληνικός κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Είναι, όμως, εμφανές ότι χρειάζεται να γίνουν αρκετά ακόμη βήματα ώστε να αποκτήσει ο ελληνικός κινηματογράφος το status που θέλουμε οι υποστηρικτές του.    

 

Bacurau

To Bacurau, των Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Νορντέλες, είναι το πιο παράξενο κινηματογραφικό έργο που προβάλλεται στους θερινούς κινηματογράφους αυτές τις μέρες. Εγώ το παρακολούθησα στον τεράστιο και όμορφο θερινό κινηματογράφο Φλερύ, της συνοικίας μου. Πρόκειται για ένα φιλμ το οποίο αναμιγνύει επιρροές από διάφορα είδη, όπως το western, ο πολιτικός κινηματογράφος, οι splatter ταινίες τρόμου, ο εθνογραφικός κινηματογράφος και το cinema novo[1].  Αναμφίβολα, όλο αυτό το ανακάτεμα δείχνει αρκετά μεταμοντέρνο και προκαλεί δικαιολογημένα επιφυλάξεις τόσο σε όσους εμμένουν σε παραδοσιακές αντιλήψεις περί των τεχνών όσο και σε εμάς τους ρομαντικούς, που βλέπουμε την μεταμοντέρνα τεχνοτροπία να χρησιμοποιεί, με τρόπους που δεν μας αρέσουν, ιδέες οι οποίες έχουν τις καταβολές τους στο δικό μας αισθητικό πεδίο. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, το Bacurau είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία, ποιοτικά πολύ ανώτερη του μέσου όρου των ταινιών που δημιουργούνται σήμερα. Μια ταινία που δικαιώνει τα βραβεία που έλαβε στο Φεστιβάλ των Κανών.


Το σενάριο βασίζεται στην εξής ιδέα. Οι κάτοικοι ενός απομονωμένου χωριού της ξεχασμένης από τον χρόνο βραζιλιάνικης ενδοχώρας, παρουσιάζονται από τους σκηνοθέτες να ζουν, σε μερικά χρόνια από σήμερα, μια νωχελικά απλοϊκή αλλά και όμορφη ζωή, βασισμένοι σε κοινοτιστικές παραδόσεις αιώνων. Το χωριό Bacurau έχει μία και μοναδική γιατρό, που δίνει καθημερινές μάχες και προσπαθεί να υπερασπιστεί την δημόσια υγεία, παρότι το ιατρείο της πάσχει από ελλείψεις στον απαραίτητο ιατρικό και φαρμακευτικό εξοπλισμό. Έχει μια γερόντισσα μάγισσα που την αγαπά όλη η κοινότητα. Ένα φτωχικό σχολείο, παρακμιακά άλλα ήσυχα κέντρα διασκέδασης, ένα υπαίθριο πορνείο και ανθρώπους που ζουν αρμονικά, διεκπεραιώνοντας τις αγροτικές και κτηνοτροφικές τους εργασίες, βασιζόμενοι σε τρόπους συμπεριφοράς ενσταλαγμένους από τους αιώνες του παραδοσιακού βίου.


Οι σκηνοθέτες προβάλουν με εξαιρετικό τρόπο αυτό τον παραδοσιακό, οργανιστικό κοινοτισμό, με πλάνα τα οποία περιλαμβάνουν -πέρα από την υπέροχη western φωτογραφία των ανοιχτών τοπίων- πολλά πρόσωπα, παρακάμπτοντας έτσι την κλασική κινηματογραφική απεικόνιση που εστιάζει σε πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές. Στα κινηματογραφικά κάδρα αυτής ταινίας χωράει αρμονικά ένα πλήθος προσώπων, γεγονός που δίνει στο φίλμ μια ιδιαίτερη ταυτότητα. Μοναδική μου ένσταση, ως εδώ, σε αυτή την υπέροχη εθνογραφική κινηματογράφηση, η ανάδειξη ενός μητριαρχικού κοινοτιστικού μοντέλου ελευθέρων ηθών. Δεν γνωρίζω αν όντως είναι τόσο αγαπητοί στις αγροτικές επαρχίες της Βραζιλίας οι ομοφυλόφιλοι, αν οι «ιέρειες της Αφροδίτης» απολαμβάνουν τέτοια στωική αποδοχή ή αν όλα αυτά αποτελούν εικόνες ενός σκηνοθετικά στυλιζαρισμένου οράματος μιας «προοδευτικά κοινοτιστικής» ιδεολογίας, που εκφράζει τους δημιουργούς της ταινίας. Υποθέτω ότι μάλλον το δεύτερο πρέπει να ισχύει.


Στην συνέχεια της πλοκής του σεναρίου εμφανίζεται ο δήμαρχος της περιφέρειας. Πρόκειται για έναν τυπικό υλιστή, καπιταλιστή, λατινοαμερικανό μαφιόζο. Ο δήμαρχος παρουσιάζεται ως κληρονόμος μιας οικογένειας που, ανά γενεά, κρατά τα δημόσια αξιώματα. Πρόκειται για μια προφανής κινηματογραφική προβολή ενός πολιτικού φαινομένου αποκαλυπτικού για την παρακμή της πολιτικής ζωής των χωρών της λατινικής Αμερικής  (και όχι μόνο, σκέφτομαι ως Έλληνας της εποχής μας). Ο μαφιόζος δήμαρχος σκέφτεται και δρα με όρους σύγχρονου καπιταλιστικού τηλεοπτικού marketing, πράγμα που τον καθιστά αντιπαθητικό στην παραδοσιακή κοινότητα του Bacurau.

Αναδεικνύοντας, μάλλον ανεπαίσθητα, μια ιδεολογική έκφανση ολοκληρωτισμού με θετικό πρόσημο, οι σκηνοθέτες παρουσιάζουν σύσσωμη την κοινότητα του  Bacurau να κλείνει τις πόρτες στον δήμαρχο και τις προσφορές του. Ούτε ένας χωριανός δεν καταδέχεται να συναναστραφεί τον απατεώνα αστό πολιτικό. Ασφαλώς, πρόκειται για ένα σκηνοθετικό στυλιζάρισμα που δύσκολα μπορεί να υπάρξει στην πολιτική πραγματικότητα, ακόμη και αν επικρατούσαν ολοκληρωτικά οι ιδέες του πολιτικού Ρομαντισμού για μια οργανική κοινωνία. Δεν παύει, όμως, το εν λόγω στυλιζάρισμα να δείχνει γοητευτικό στα μάτια ενός νεορομαντικού θεατή. 


Στην συνέχεια η ταινία αποκτά ύφος περιπέτειας μυστηρίου. Το ήσυχο χωριό εξαφανίζεται άξαφνα απ’ όλους τους ηλεκτρονικούς χάρτες. Ένα drone, που μοιάζει με διαστημόπλοιο, πετά πάνω απ’ τους αγρούς και καταγράφει τους ντόπιους. Κι έπειτα ξεκινούν οι δολοφονίες. Εύποροι κτηματίες, φτωχοί χωρικοί, ακόμη και παιδάκια που ζουν στο Bacurau δολοφονούνται χωρίς λόγο. Τα ανεξήγητα γεγονότα συνεχίζονται μέχρι που στο τέλος αποκαλύπτεται ότι ο δήμαρχος έχει πληρωθεί για να αφήσει την περιοχή στο έλεος μιας ομάδας Αμερικανών. Οι Αμερικανοί οργανώνουν εκδρομές σε περιθωριοποιημένες και φτωχές περιοχές για να σκοτώσουν ανθρώπους. Οι φόνοι γίνονται απλά για την ευχαρίστηση και για να σπάει η ανία της τεχνοκρατικής αστικής ζωής. Μάλιστα οι εκδρομές του θανάτου είναι επίσημα οργανωμένες υπό την μορφή videogame, όπου ο κάθε παίκτης-δολοφόνος παίρνει πόντους ανάλογα με το πόσους ανθρώπους έχει σκοτώσει και το πόσο δύσκολοι ήταν οι στόχοι του. 


Θεωρώ ότι στο σημείο αυτό οι δημιουργοί χάνουν την ευκαιρία να κάνουν την ταινία τους αριστουργηματική. Πρώτον γιατί παρουσιάζουν τους κακούς της υπόθεσης πρόχειρα. Και δεύτερον γιατί δεν καταφέρνουν, μέσα από τους διαλόγους και τις δράσεις των κακών, να εμβαθύνουν στις συνέπειες της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, που συνδέονται με την γέννηση και την παγκοσμιοποίηση των νοσηρών φαινομένων της αμερικανικής κοινωνίας.


Οφείλω πάντως να αναγνωρίσω ότι μολονότι αποτυγχάνουν να δώσουν στην κριτική τους ματιά το απαραίτητο πολιτικό βάθος, επιτυγχάνουν κάποιες εύστοχες λεπτές διακρίσεις. Για παράδειγμα όταν ο αρχηγός των εκτελεστών, που υποδύεται ο εξαιρετικός Ούντο Κιρ, κατηγορείται ως «ναζί» λόγω του κυνισμού και των ρατσιστικών του σχολίων, εκείνος απαντά ότι αν θέλουν να τον κατηγορήσουν πρέπει να βρουν κάτι σωστό και να σταματήσουν τα ανόητα κλισέ. «Είμαι πιο Αμερικανός απ’ όλους» απαντά, υποδηλώνοντας ότι ο ρατσισμός στην εκδοχή του ιστορικού παρόντος και μέλλοντος δεν αφορά τον μεσοπολεμικό γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και πολύ περισσότερο τον ευρύτερο εθνικισμό. Αφορά επιμέρους ρεύματα του ιδεολογικού φάσματος, με σύγχρονο εκφραστή του τον εξουσιαστικό φιλελευθερισμό (και πρώτο εκφραστή του, επίσης, για όσους γνωρίζουν ιστορία των πολιτικών ιδεών).

Πολύ διδακτική και η φιλμική παρουσίαση δύο αφελών, λευκών, πλούσιων Βραζιλιάνων, που συνεργάζονται με τους Αμερικανούς, θεωρώντας ότι επειδή είναι ομόφυλοι και πλούσιοι οι εκτελεστές θα τους εντάξουν στην ομάδα τους. Αντιθέτως, οι εκτελεστές, καταπατώντας τους άξονες της φυλετικής συγγένειας, τους υποτιμούν ως «απλά Βραζιλιάνους με λευκό δέρμα» και τους συμπεριφέρονται εξίσου σκληρά. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό του σεναρίου που αφορά την πολιτική παράταξη του Μπολσονάρου, η  οποία εκδηλώνει τον κοντόθωρο «μικρομεγαλισμό» του νεόπλουτου, αφομοιώνοντας ένα ιδεολογικό και γεωπολιτικό μοντέλο αντίθετο στην εθνική Βραζιλιάνικη παράδοση. Οι δημιουργοί της ταινίας υπενθυμίζουν ότι πέρα από τις φυλετικές επικοινωνιακές πομφόλυγες του νεοφιλελευθερισμού και της Νέας Δεξιάς και, ασφαλώς, υπεράνω των ευκαιριακών πολιτικών συμμαχιών, ένας παραμένει ο σταθερός άξονας των διακρίσεων στην διεθνή πολιτική σκακιέρα. Το έθνος και η ταυτότητα που σφυρηλατείται από τις παραδόσεις του.


Το υπόλοιπο της ταινίας αφορά την τελική μάχη των εκτελεστών και των χωρικών. Πρόκειται για το φινάλε μιας τυπικής περιπέτειας. Το οποίο παρουσιάζεται μέσα από την εξαίσια εθνογραφική, πλουραλιστική και western ματιά των σκηνοθετών. Συμπερασματικά, αν και προβάλει ορισμένες ιδέες και συμπεριφορές που κοντράρουν το ιδεολογικό μου σύμπαν, αν και χάνει σημαντικές ευκαιρίες να εκτοξευθεί ποιοτικά, το Bacurau είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κινηματογραφικό έργο. Τεχνικά και σκηνοθετικά έχει πολύ δυνατά σημεία, το σενάριο είναι εξαιρετικό. Συνολικά πρόκειται για μια από τις ξεχωριστές ταινίες της εποχής μας.   



[1] Το cinema novo ήταν ένα βραζιλιάνικο κινηματογραφικό ρεύμα που εστίασε στην ρεαλιστική φιλμική αφήγηση και στην πολιτική κριτική. Αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1950 ως εκείνη του ’70. Πρόβαλε την λατινοαμερικανική σοσιαλιστική κριτική σκέψη προς το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο. Το ενδιαφέρον, για εμάς τους ρομαντικούς, είναι ότι το cinema novo αφομοίωσε τον εθνοκεντρικό στοιχείο με τις κοινοτιστικές –ακόμη και παραδοσιοκρατικές- αποχρώσεις, που χαρακτήρισε την λατινοαμερικανική Αριστερά.