Δεν αντέχεται η φασαρία των ζωντανών

                                                               του Ιωάννη Μπαχά

 Κάθισαν γύρω από το άδειο τραπέζι. Ήταν μια συνήθεια από την παλιά τους ζωή που δεν την άλλαζαν με τίποτα. Έπιαναν τα χέρια τους και προσεύχονταν σιωπηλά. “Να μην συμβεί, Κύριε, σε κανέναν τους κανένα κακό”. Η συντριπτική ειρωνεία δεν τους πτοούσε. Όταν τέλειωναν πήγαιναν στα δωμάτια που στοίχειωναν. Ο πατέρας πήγαινε πάντα στο γκαράζ. Ήταν εκείνη η ώρα που οι “παρείσακτοι” εισέβαλαν με θόρυβο στον κόσμο τους. Ο ήχος από τα βήματα στις σκάλες, τα κλειδιά στην πόρτα, το βαρύ της άρωμα και η ακατάσχετη φλυαρία της μεσίτριας αραίωναν την υφή του. Βλέπεις, χρειαζόταν επιθετική πώληση το διαμέρισμά τους με τέτοια ιστορία που το ακολουθούσε.



 «Δεν θα πρέπει να σας απασχολούν τα όσα λέγονται για το σπίτι. Είστε μοντέρνοι άνθρωποι. Είναι μια μοναδική ευκαιρία και καθώς τώρα φτιάχνετε οικογένεια.... Εξάλλου, μεταξύ μας, το δράμα των προκατόχων σας παίχτηκε, μπορεί να πει κανείς, στο δρόμο. Σε τροχαίο. Δεν πέθανε κανείς μέσα σε αυτό το σπίτι. Δείτε πόσο ήσυχο είναι».

 Ο πατέρας ανέβηκε από το γκαράζ. Κάθε μέρα, εδώ και χρόνια, κατέβαζε από το υπνοδωμάτιο τα πτώματα της γυναίκας και των παιδιών του. Τα τακτοποιούσε στο αυτοκίνητο, έδενε τις ζώνες τους και έβγαζε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Τους είχε κάνει να ησυχάσουν. Και τους πήγαινε μια τελευταία βόλτα....Αργότερα, μετά το «ατύχημα», όλοι γυρνούσαν πίσω. Η μεσίτρια και οι πιθανοί αγοραστές είχαν φύγει.    


Το σπίτι δεν θα έμενε για πολύ καιρό άδειο. Κανένα φάντασμα δεν στοιχειώνει το σπίτι μιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε σε τροχαίο. Έτσι πίστευαν πάντα οι αγοραστές. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί όταν έπεσε πάνω στο βυτίο με τα καύσιμα για να καλύψει το ανοσιούργημα του σε μια τελευταία πράξη ματαιοδοξίας. Δεν ήθελε να τον θυμούνται ως δολοφόνο.

Και τώρα θα έπρεπε να υποστεί για μια αιωνιότητα την αφάνταστη φασαρία των ζωντανών.